Μ.Π.Ηρακλ. 39/2011
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΛΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ ΑΥΤΗΣ. Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ... ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΤΑΓΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ (669, 671 Α.Κ.) - Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 169 ΑΚ και 5 παρ. 3 ν. 3198/55, προκύπτει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία του εργοδότη ή του εργαζομένου. Η καταγγελία είναι μονομερής, διαπλαστική, αναιτιώδης δικαιοπραξία, η οποία συντελείται και παράγει τη νομική της ενέργεια από τη στιγμή που θα περιέλθει σ' εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, ανεξάρτητα από την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για το κύρος της, η έλλειψη των οποίων δεν καθιστά ανυπόστατη την καταγγελία, αλλά θεμελιώνει λόγους ακυρότητας αυτής και η επίκληση της οποίας πρέπει να γίνει με επίδοση της αγωγής εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/55 τρίμηνης προθεσμίας. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ζητεί να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες τις οποίες αυτός παρείχε στα πλαίσια της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη επί αγωγής την οποία άσκησε ή πρόκειται να ασκήσει ο μισθωτό ... για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ..., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 ΑΚ, ..., δεν είναι νόμιμη.
Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΤΑΓΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ - Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ζητεί να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες τις οποίες αυτός παρείχε στα πλαίσια της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη επί αγωγής την οποία άσκησε ή πρόκειται να ασκήσει ο μισθωτό ... για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ..., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 ΑΚ, ..., δεν είναι νόμιμη. Τούτο γιατί, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη και δέχεται το παρόν δικαστήριο, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα οδηγούσε ευθέως και αμέσως στην αναβίωση και ενεργοποίηση της εριζόμενης εργασιακής σχέσης καθώς και σε απόλαυση (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα) του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος για απασχόληση, χωρίς αυτό να προβλέπεται από το άρθρο 728 ΚΠολΔ ή από άλλη διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Επίσης, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα ισοδυναμούσε με καταδίκη του εργοδότη σε επαναπρόσληψη του μισθωτού, πράγμα το οποίο κατά το νόμο προϋποθέτει τελεσίδικη δικαστική αναγνώριση της άκυρης καταγγελίας (23 παρ. 2 ν. 1264/1982).
Μ.Π.Ηρακλ. 39/2011 (Ραδάμανθυς 2011, σελ. 91)
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοιγεί διαγνωστικής δίκης, ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα, και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου, μέχρι να συντελεσθεί δικαστικά η διάγνωσή του και συνεπώς στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση επομένως του ουσιαστικού δικαιώματος, η δημιουργία δηλαδή ουσιαστικής κατάστασης που ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων, γι' αυτό και απαγορεύεται ρητά από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, με τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731, 732 Κ.Πολ.Δ), το οποίο κατά το σκοπό του δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μην δημιουργηθούν μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης αμετάκλητες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτης. Η διακριτικη ευχέρεια του άρθρου 732 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστηριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση η διατηρηση δικαιώματος η τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, εφόσον ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της με το άρθρο 732 παρεχόμενης στο δικαστηριο διακριτικης ευχέρειεας. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η διάταξη του άρθρου 728 Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία το δικαστηριο ως ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά το σύνολο η μέρος των απαιτησεων που αναφέρονται σε αυτη και πάντως με τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 729 Κ.Πολ.Δ Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινη δικαστικη προστασία πρέπει α) να μην ταυτίζεται μέ το αντικείμενο της οριστικης δικαστικης προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από αυτό και β) να μην δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις που δεν μπορούν να ανατραπούν, όταν ανακληθεί η σχετικη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η διαγνωσθεί στην κύρια δίκη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μην ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης (Μον.Πρ.Θεσ. 17800/2002 Αρμ. 56.1601, Μον.Πρ.Αθ. 5801/2001 Δ 33.1149 - βλ. και Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 58 - Ιω. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 65 επ., παρ. 273 έως 277). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 169 Α.Κ. και 5 παρ. 3 N. 3198/1955 προκύπτει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία του εργοδότη η του εργαζομένου. Η καταγγελία είναι μονομερης, διαπλαστικη, αναιτιώδης δικαιοπραξία, η οποία συντελείται και παράγει τη νομικη της ενέργεια από τη στιγμη που θα περιέλθει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, ανεξάρτητα από την τηρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για το κύρος της, η έλλειψη των οποίων δεν καθιστά ανυπόστατη την καταγγελία, αλλά θεμελιώνει λόγους ακυρότητας αυτης και η επίκληση της οποίας πρέπει να γίνει με επίδοση της αγωγης εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 N. 3198/1955 τρίμηνης προθεσμίας. Ενόψει των προαναφερθέντων, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ζητά να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες που αυτός παρείχε στα πλαίσια της εργασιακης του σύμβασης, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη, επί αγωγης την οποία άσκησε η πρόκειται να ασκησει ο μισθωτός για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και τη διάγνωση του σχετικού του δικαιώματος για πραγματική απασχόληση στο συμφωνηθέντα τόπο παροχής αυτής (ή μέχρι να λάβει χώρα άλλο μελλοντικό συμβάν) και ανεξάρτητα από τον ειδικότερο χαρακτήρα και τη νομική θεμελίωση (απαίτηση από σύμβαση εργασίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 A.K., ή ατομικό δικαίωμα του μισθωτού στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των 57 επ. Α.Κ., ή αξίωση στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281 και 57 Α.Κ.), δεν είναι νόμιμη. Τούτο γιατί, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το δικάζον Δικαστήριο, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα οδηγούσε ευθέως και αμέσως στην αναβίωση και ενεργοποίηση της εριζόμενης εργασιακής σχέσης καθώς και σε απόλαυση (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα) του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος για απασχόληση, χωρίς αυτό να προβλέπεται από το άρθρο 728 Κ.Πολ.Δ ή από άλλη διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Επίσης, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα ισοδυναμούσε με καταδίκη του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως περί αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου με την επαναπρόσληψη του μισθωτού, πράγμα το οποίο κατά το νόμο προϋποθέτει τελεσίδικη δικαστική αναγνώριση της άκυρης καταγγελίας (άρθρο 23 παρ. 2 N. 1264/1982). Επιπλέον, προσωρινή καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως δεν είναι επιτρεπτή, καθόσον αυτό αντίκειται και στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 949 Κ.Πολ.Δ, ο οποίος απαιτεί τελεσιδικία της απόφασης και δεν αρκείται σε οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση και κατά συνέπεια ούτε σε ασφαλιστικά μέτρα (βλ. Παν. Βαφειάδου σε Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 949 αρ. 2 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Πέραν τούτων, η παραδοχή της αίτησης θα οδηγούσε στη δημιουργία αμετάκλητης κατάστασης, ενόψει της φύσης και του περιεχομένου του σχετικού δικαιώματος, εφόσον, εάν παρασχεθούν οι υπηρεσίες του μισθωτού, δεν είναι πλέον δυνατό να αναληφθούν (αποδοθούν) σε περίπτωση κατά την οποία στην κύρια δίκη κριθεί ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα για πραγματική απασχόληση του μισθωτού ή αντίστοιχη έννομη σχέση (Μον.Πρ.Αθ. 2533/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι παραπάνω παραδοχές δεν διαφοροποιούνται από το γεγονός ότι η αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού ζητείται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι μέχρι τη νομότυπη λήξη της εργασιακής σχέσης, εφόσον η προσωρινή ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω της φύσης της, είναι πάντοτε δεδομένη και ως εκ τούτου η απαγόρευση της ικανοποίησης του ουσιαστικού δικαιώματος έχει τεθεί σε αναφορά και συνάρτηση με την προσωρινότητα αυτή (Μον.Πρ.Θεσ. 35887/2008 Αρμ 2008.1870, Μον.Πρ.Αθ. 285/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Μον.Πρ.Αθ. 124/1989 Ελλ.Δ/νη 34.1160, Μον.Πρ.Αθ. 6949/1985 Ελλ.Δ/νη 26.754, Μον.Πρ.Χαν. 29/1985.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
ΛΥΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΗ ΑΥΤΗΣ. Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ... ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΤΑΓΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ (669, 671 Α.Κ.) - Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 169 ΑΚ και 5 παρ. 3 ν. 3198/55, προκύπτει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία του εργοδότη ή του εργαζομένου. Η καταγγελία είναι μονομερής, διαπλαστική, αναιτιώδης δικαιοπραξία, η οποία συντελείται και παράγει τη νομική της ενέργεια από τη στιγμή που θα περιέλθει σ' εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, ανεξάρτητα από την τήρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για το κύρος της, η έλλειψη των οποίων δεν καθιστά ανυπόστατη την καταγγελία, αλλά θεμελιώνει λόγους ακυρότητας αυτής και η επίκληση της οποίας πρέπει να γίνει με επίδοση της αγωγής εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/55 τρίμηνης προθεσμίας. Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ζητεί να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες τις οποίες αυτός παρείχε στα πλαίσια της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη επί αγωγής την οποία άσκησε ή πρόκειται να ασκήσει ο μισθωτό ... για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ..., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 ΑΚ, ..., δεν είναι νόμιμη.
Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΤΑΓΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΜΗ - Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ζητεί να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες τις οποίες αυτός παρείχε στα πλαίσια της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη επί αγωγής την οποία άσκησε ή πρόκειται να ασκήσει ο μισθωτό ... για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ..., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 ΑΚ, ..., δεν είναι νόμιμη. Τούτο γιατί, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη και δέχεται το παρόν δικαστήριο, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα οδηγούσε ευθέως και αμέσως στην αναβίωση και ενεργοποίηση της εριζόμενης εργασιακής σχέσης καθώς και σε απόλαυση (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα) του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος για απασχόληση, χωρίς αυτό να προβλέπεται από το άρθρο 728 ΚΠολΔ ή από άλλη διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Επίσης, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα ισοδυναμούσε με καταδίκη του εργοδότη σε επαναπρόσληψη του μισθωτού, πράγμα το οποίο κατά το νόμο προϋποθέτει τελεσίδικη δικαστική αναγνώριση της άκυρης καταγγελίας (23 παρ. 2 ν. 1264/1982).
Μ.Π.Ηρακλ. 39/2011 (Ραδάμανθυς 2011, σελ. 91)
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοιγεί διαγνωστικής δίκης, ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα, και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου, μέχρι να συντελεσθεί δικαστικά η διάγνωσή του και συνεπώς στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Η ικανοποίηση επομένως του ουσιαστικού δικαιώματος, η δημιουργία δηλαδή ουσιαστικής κατάστασης που ανταποκρίνεται στην έννομη συνέπεια που προκύπτει από το ουσιαστικό δικαίωμα, βρίσκεται έξω από το σκοπό των ασφαλιστικών μέτρων, γι' αυτό και απαγορεύεται ρητά από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία με τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επιτρέπεται η δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων στις σχέσεις των διαδίκων, με τρόπο ώστε να ματαιώνεται ο τελικός σκοπός της οριστικής δικαστικής προστασίας. Ο πιο πάνω κανόνας έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθρα 731, 732 Κ.Πολ.Δ), το οποίο κατά το σκοπό του δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, εφόσον και αυτό συνδέεται τελολογικά με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά, για να μην δημιουργηθούν μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης αμετάκλητες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν το σκοπό της δίκης αυτης. Η διακριτικη ευχέρεια του άρθρου 732 Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με το οποίο το δικαστηριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση η διατηρηση δικαιώματος η τη ρύθμιση κατάστασης, δεν αποτελεί εξαίρεση στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 του ίδιου κώδικα, εφόσον ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της με το άρθρο 732 παρεχόμενης στο δικαστηριο διακριτικης ευχέρειεας. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η διάταξη του άρθρου 728 Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία το δικαστηριο ως ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά το σύνολο η μέρος των απαιτησεων που αναφέρονται σε αυτη και πάντως με τους περιορισμούς που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 729 Κ.Πολ.Δ Οι παραπάνω διατάξεις απηχούν τις βασικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τις οποίες η προσωρινη δικαστικη προστασία πρέπει α) να μην ταυτίζεται μέ το αντικείμενο της οριστικης δικαστικης προστασίας, αλλά να διαφέρει και να υπολείπεται από αυτό και β) να μην δημιουργεί αμετάκλητες καταστάσεις που δεν μπορούν να ανατραπούν, όταν ανακληθεί η σχετικη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η διαγνωσθεί στην κύρια δίκη με ισχύ δεδικασμένου η ανυπαρξία του δικαιώματος που εξασφαλίστηκε, ώστε να μην ματαιώνεται ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης (Μον.Πρ.Θεσ. 17800/2002 Αρμ. 56.1601, Μον.Πρ.Αθ. 5801/2001 Δ 33.1149 - βλ. και Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 58 - Ιω. Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 65 επ., παρ. 273 έως 277). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 169 Α.Κ. και 5 παρ. 3 N. 3198/1955 προκύπτει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου λύεται με καταγγελία του εργοδότη η του εργαζομένου. Η καταγγελία είναι μονομερης, διαπλαστικη, αναιτιώδης δικαιοπραξία, η οποία συντελείται και παράγει τη νομικη της ενέργεια από τη στιγμη που θα περιέλθει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, ανεξάρτητα από την τηρηση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για το κύρος της, η έλλειψη των οποίων δεν καθιστά ανυπόστατη την καταγγελία, αλλά θεμελιώνει λόγους ακυρότητας αυτης και η επίκληση της οποίας πρέπει να γίνει με επίδοση της αγωγης εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 6 παρ. 1 N. 3198/1955 τρίμηνης προθεσμίας. Ενόψει των προαναφερθέντων, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ο μισθωτός μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ζητά να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες που αυτός παρείχε στα πλαίσια της εργασιακης του σύμβασης, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στην κύρια δίκη, επί αγωγης την οποία άσκησε η πρόκειται να ασκησει ο μισθωτός για τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και τη διάγνωση του σχετικού του δικαιώματος για πραγματική απασχόληση στο συμφωνηθέντα τόπο παροχής αυτής (ή μέχρι να λάβει χώρα άλλο μελλοντικό συμβάν) και ανεξάρτητα από τον ειδικότερο χαρακτήρα και τη νομική θεμελίωση (απαίτηση από σύμβαση εργασίας σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57 επ. και 288 A.K., ή ατομικό δικαίωμα του μισθωτού στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2 παρ. 1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των 57 επ. Α.Κ., ή αξίωση στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281 και 57 Α.Κ.), δεν είναι νόμιμη. Τούτο γιατί, κατά την άποψη που κρίνεται ορθότερη από το δικάζον Δικαστήριο, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα οδηγούσε ευθέως και αμέσως στην αναβίωση και ενεργοποίηση της εριζόμενης εργασιακής σχέσης καθώς και σε απόλαυση (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα) του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος για απασχόληση, χωρίς αυτό να προβλέπεται από το άρθρο 728 Κ.Πολ.Δ ή από άλλη διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Επίσης, η παραδοχή της σχετικής αίτησης θα ισοδυναμούσε με καταδίκη του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως περί αποδοχής των υπηρεσιών του εργαζομένου με την επαναπρόσληψη του μισθωτού, πράγμα το οποίο κατά το νόμο προϋποθέτει τελεσίδικη δικαστική αναγνώριση της άκυρης καταγγελίας (άρθρο 23 παρ. 2 N. 1264/1982). Επιπλέον, προσωρινή καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως δεν είναι επιτρεπτή, καθόσον αυτό αντίκειται και στον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 949 Κ.Πολ.Δ, ο οποίος απαιτεί τελεσιδικία της απόφασης και δεν αρκείται σε οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση και κατά συνέπεια ούτε σε ασφαλιστικά μέτρα (βλ. Παν. Βαφειάδου σε Χαρ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 949 αρ. 2 με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Πέραν τούτων, η παραδοχή της αίτησης θα οδηγούσε στη δημιουργία αμετάκλητης κατάστασης, ενόψει της φύσης και του περιεχομένου του σχετικού δικαιώματος, εφόσον, εάν παρασχεθούν οι υπηρεσίες του μισθωτού, δεν είναι πλέον δυνατό να αναληφθούν (αποδοθούν) σε περίπτωση κατά την οποία στην κύρια δίκη κριθεί ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα για πραγματική απασχόληση του μισθωτού ή αντίστοιχη έννομη σχέση (Μον.Πρ.Αθ. 2533/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι παραπάνω παραδοχές δεν διαφοροποιούνται από το γεγονός ότι η αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού ζητείται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και όχι μέχρι τη νομότυπη λήξη της εργασιακής σχέσης, εφόσον η προσωρινή ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω της φύσης της, είναι πάντοτε δεδομένη και ως εκ τούτου η απαγόρευση της ικανοποίησης του ουσιαστικού δικαιώματος έχει τεθεί σε αναφορά και συνάρτηση με την προσωρινότητα αυτή (Μον.Πρ.Θεσ. 35887/2008 Αρμ 2008.1870, Μον.Πρ.Αθ. 285/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Μον.Πρ.Αθ. 124/1989 Ελλ.Δ/νη 34.1160, Μον.Πρ.Αθ. 6949/1985 Ελλ.Δ/νη 26.754, Μον.Πρ.Χαν. 29/1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου