Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

MονΠρΑθ 617/15 : Σύμβαση δανείου - Ρήτρα συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με α



8-5-15 MονΠρΑθ 617/15 : Σύμβαση δανείου - Ρήτρα συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την αναστολή καταβολής μηνιαίων δόσεων και την αποχή της τράπεζας από την καταγγελία της σύμβασης δανείου, ..

επικουρικά δε ζητείται η αναπροσαρμογή των μηνιαίων δόσεων ανάλογα με την ισοτιμία ευρώ-ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης. Η επιλογή δανεισμού σε ελβετικό νόμισμα έγινε κατόπιν σχετικής ενημέρωσης των αιτούντων από την τράπεζα, διότι το  επιτόκιο ήταν χαμηλότερο αυτού του δανεισμού σε ευρώ, με αποτέλεσμα η μηνιαία δόση του δανείου να είναι μικρότερη. Στην περίπτωση του δανείου σε ελβετικό φράγκο, ο δανειολήπτης αναλαμβάνει το συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί η ασφάλιση του προϊόντος με την αντίστοιχη επαύξηση της μηνιαίας δόσης. Απορρίπτει την αίτηση.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 617/2015

Δικαστής: Α. Παπαδημητροπούλου, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικηγόροι: Μ. Ιωαννίδης, Π. Τζανετόπουλος

[…] Σύμφωνα με τα άρθρα 731 και 732 ΚΠολΔ η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων, με τα οποία ορισμένη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων αντιμετωπίζεται προσωρινά, μέχρι να κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει ανακύψει έριδα και εφόσον υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη [επείγουσα περίπτωση] να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν, εν άλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης. Η ως άνω προσωρινή ρύθμιση κατάστασης έχει ευρύτερο αντικείμενο από την απλή εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφού μπορεί να αφορά και κάθε άλλου είδους ρύθμιση, με την οποία εξυπηρετούνται οι ανεπίδεκτες αναβολής έννομες σχέσεις των διαδίκων και παράλληλα εμπεδώνεται η δικαιϊκή ειρήνη. Η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης διακρίνεται [α] σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξης [άρθρα 731 και 733, 734 ΚΠολΔ], όπου η υποχρέωση για ενέργεια ή ανοχή αφορά υλική πράξη, ενώ η υποχρέωση για παράλειψη αφορά είτε υλική, είτε νομική πράξη και [β] σε προσωρινή λήψη ρυμθιστικών μέτρων διαπλαστικού χαρακτήρα [άρθρα 732, 735 και 736 ΚΠολΔ]. Βασική προϋπόθεση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης είναι η ύπαρξη διάταξης του ισχύοντος δικαίου που να προβλέπει την παροχή εννόμου προστασίας υπό τους όρους, το περιεχόμενο και την έκταση, τη μορφή και το συνδυασμό των οποίων ζητείται η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ευδοκιμήσει η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη ασφαλιστέας αξίωσης, δηλαδή η «κατάσταση» της οποίας ζητείται η προσωρινή ρύθμιση, πρέπει να υπήρχε ήδη στο παρελθόν ή να βρισκόταν στο στάδιο της δημιουργίας και να διαταράχθηκε ή να ανατράπηκε. Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο προσωρινής ρύθμισης και κατάστασης η «προσωρινή» αναγνώριση της ύπαρξης ή μη εννόμω σχέσεως, αφού η αναγνώριση αυτή κατ΄ άρθρο 70 ΚΠολΔ μπορεί να είναι αντικείμενο μόνο της κύριας υπόθεσης, δηλαδή της διαγνωστικής δίκης με την οποία ζητείται η οριστική δικαστική προστασία [βλ. σχετ. I. Χαμηλοθώρη «Ασφαλιστική Μέτρα», σελ. 299 επ.]. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 731, 732 και 692 παρ. 4 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και αποσκοπεί στην εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ‘ότι θα τηρηθεί ο κανόνας της τελευταίας διάταξης του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι το ασφαλιστική μέτρο δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή διατήρηση, με εξαίρεση μόνο τη διάταξη του άρθρου 728 ΚΠολΔ του ιδίου άνω κώδικα. Σκοπός, δηλαδή, των ασφαλιστικών μέτρων είναι να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η επίδικη σχέσει και όχι να ματαιωθεί ο πρακτικός σκοπός της κύριας δίκης στην οποία και μόνο θα κριθεί οριστικά η έννομη σχέση [βλ. σχετ. Παρμ. Τζίφρα «Ασφαλιστικά Μέτρα», έκδοση 1985, σελ 57 και ΜΠΧαλκ 864/2006 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑθ 1377/2004 ΝοΒ 2005.305, ΜΠΑθ 2090/2004 ΝοΒ 2005.523, ΜΠΑθ 4629/2004 Αρμ 2005.250 και ΜΠΘεσ 17800/2002 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, ο κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και στο ασφαλιστικό μέτρο της ρύθμισης κατάστασης, το οποίο διαφέρει,, κατά το σκοπό του από τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, αφού κι αυτό συνδέεται με κάποιο δικαίωμα που πρέπει να προστατευθεί προσωρινά για την αποτροπή δημιουργίας έως την περάτωση της κύριας διαγνωστικής δίκης, αμετάκλητων καταστάσεων, που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τον πρακτικό σκοπό της δίκης [βλ. σχετ. Παρμ. Τζίφρας ό.π. σελ. 58 και Β. Βαθρακοκοίλης «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Δ’, υπό ερμηνεία άρθρου 692 αριθμ. παρ. 9, ΜΠΧαλκ 864/2006 ό.π., ΜΠΑθ 9278/2014, ΜΠΑθ 1847/2008 και ΜΠΑθ 5658/2005 αδημοσίευτες]. Ο κανόνας δε αυτός υποχωρεί μόνο στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου η οποία διασφαλίζει συνταγματικώς κατ΄ άρθρο 20 παρ. 1 και όχι απλά περιουσιακών ζημιών [βλ. σχετ. ΜΠΑθ 9278/2014 αδημοσίευτη, ΜΠΛαμ 401/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΘεσ/κης 41417/2008 Αρμ 2009.1389, 1848, ΜΠΘεσ/κης 35887/2008, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΧαλκιδ 993/2006 Αρμ 2007.1378 και ΜΠΑθ 4629/2004 Αρμ 2005250].
Με την κρινόμενη από 7/10/2014 και με υπ’ αριθμ. καταθ. δικογρ. ***/8-10-2014 αίτηση τους, οι αιτούντες εκθέτουν ότι κατά της καθ΄ ης τραπεζικής εταιρίας έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 22/7/2014 [υπ’ αριθμ. καταθ. ***/25-7-2014] αγωγή τους, το δικόγραφο της οποίας ενσωματώνεται στην ένδικη αίτηση. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο της αγωγής αυτής, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι συνήψαν με την καθ΄ής την υπ’ αριθμ. ***/3-5-2007 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ποσού 176.000 ελβετικών φράγκων, με ευνοϊκούς όρους ως προς το επιτόκιο, λόγω της ισχύουσας τότε ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου. Ότι, ήδη λόγω της αλλαγής της εν λόγω ισοτιμίας και της σταδιακής διολίσθησης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, οι μηνιαίες δόσεις έχουν υπέρμετρα αυξηθεί όπως επίσης και το υπολειπόμενο οφειλόμενο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να υφίστανται μεγάλη οικονομική ζημία και να είναι ορατός ο κίνδυνος αδυναμίας να καλυφθούν οι ανάγκες της πενταμελούς οικογένειας τους, λόγω της επερχόμενης αδυναμίας τους να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις αποπληρωμής των μηνιαίων δόσεων και της εκ μέρους της καθ’ ης καταγγελίας της επίμαχης σύμβασης και μελλοντικής δικαστικής ικανοποίησης της απαιτήσεως της. Ότι η εν λόγω ζημία τους οφείλεται, κατ΄ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, αφενός μεν την ύπαρξη άκυρων όρων της σύμβασης, όπως ειδικότερα αυτοί αναλύονται, αφετέρου δε στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της καθ’ ης και δη των προστιθέντων αυτής οργάνων, υπαλλήλων στο υποκατάστημα Μαρκόπουλου Ν. Αττικής, οι οποίοι κατά τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως δεν προέβησαν στην παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών περί των υποκρυπτόμενων κινδύνων του εν λόγω δανεισμού, αλλά και των δυνατοτήτων που υπήρχαν να προβούν στη χρήση ασφαλιστικού των σχετικών κινδύνων, προγράμματος, εκμεταλλευόμενη την πλήρη άγνοια και την πλάνη των αιτούντων περί συναλλαγματικών ισοτιμιών, έχοντας ωστόσο η ίδια λάβει όλα εκείνα τα μέτρα αντισταθμιστικά του συναλλακτικού κινδύνου στον οποίο η ίδια ήταν εκτιθέμενη με συνέπεια την εκμηδένιση της όποιας τυχόν ζημίας της. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης γνωρίζει την διαμορφωθείσα ως εκτίθεται, οικονομική κατάσταση των αιτούντων και τις συνέπειες που επίκεινται στην αντιμετώπιση τόσο των συμβατικών όσο και των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, ενώ η χωρήσασα ειδικά αναλυθείσα απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, έχει καταστήσει υπέρμετρα επαχθή γι΄ αυτούς τη συμμόρφωση στις συμβατικές τους υποχρεώσεις από το καταρτισθέν άνω δάνειο.
Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, οι αιτούντες ζητούν επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο και κατεπείγουσα περίπτωση, συνιστάμενο στην μείωση της περιουσίας τους και στην αδυναμία αντιμετώπισης των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας κύριας αγωγής τους και δη να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση ώστε [α] κυρίως [ι] να ανασταλεί πάσης φύσεως συμβατική τους υποχρέωση, ήτοι η καταβολή μηνιαίων δόσεων και [ιι] να απόσχει η καθ’ ης τράπεζα από την καταγγελία της ένδικης σύμβασης λόγω μη καταβολής των μηνιαίων δόσεων και [β] επικουρικά, σε περίπτωση απόρριψης του κύριου αιτήματος της αιτήσεως τους, να αναπροσαρμοστούν οι μηνιαίες δόσεις στο ποσό των 220 ευρώ μηνιαίως με βάση την ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική τους δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο η ένδικη αίτηση αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[άρθρα 682, 683 και 731, 732 ΚΠολΔ].
Πλην όμως, σύμφωνα και με όσα εκτενώς στην προηγηθείσα νομική σκέψη σημειώνονται, απορριπτέα τυγχάνει πρωτίστως ως μη νόμιμη και τούτο διότι: [α] Ως προς το κύριο αίτημα: [ι] Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου είναι η προσβολή δικαιώματος των αιτούντων και η συνακόλουθη γέννηση της αντίστοιχης αξίωσης τους, στην δε κρινόμενη περίπτωση και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτούντων, οι τελευταίου από τη σύμβαση δανείου [στεγαστικού] άντλησαν δικαίωμα [αξίωση] να τους παράσχει η αντισυμβαλλόμενη καθ’ ης τραπεζική εταιρία δάνειο χρηματικού ποσού 176.000 CHF με την αντίστοιχη υποχρέωση εξόφλησης του κατά τον συμφωνηθέντα τρόπο και όρους. Μέχρι την ημεροχρονολογία συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο [10/11/2014] η καθ’ ης η αίτηση ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω συμβατική της υποχρέωση και συνεπώς, η εν λόγω ουσιαστική αξίωση των αιτούντων δεν έχει θιγεί οι ίδιοι μάλιστα τηρούν την αντίστοιχη υποχρέωση τους [πλην της καταβολής μειωμένου ποσού μίας έως δύο δόσεων, - ως ο μάρτυρας της καθ’ ης κατέθεσε]. Βέβαια σε κάθε υποχρέωση για θετική παροχή περικλείεται λογικά και η υποχρέωση προς παράλειψη κάθε ενέργειας η οποία είναι αντίθετη προς την επιχειρητέα πράξη, διότι ματαιώνει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Αυτή η μη αυτοτελής υποχρέωση προβάλλεται στην παρούσα περίπτωση ως ασφαλιστέα αξίωση των αιτούντων. Η αρνητική όμως υποχρέωση της καθ’ ης η αίτηση να μην καταγγείλει τη σύμβαση δανείου ήτοι μη ασκήσει το δικαίωμα της περί καταβολής του αποδοθέντος από την ίδια δανείου, λόγω μη εξυπηρέτησης του κατά τους συμφωνηθέντες όρους, δεν έχει αυτοτελή υπόσταση, αφού αποτελεί την άλλη πλευρά της υποχρέωσης για τη θετική παροχή. Έτσι δεν υφίσταται προστατεύσιμη αξίωση των αιτούντων και δεν δίδεται σλ αυτούς ούτε ασφαλιστικό μέτρο. Εξάλλου, η απειλή του οφειλέτη ότι στο μέλλον δεν θα εκπληρώσει πλήρως ή μερικώς τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ούτε προσβολή των αντίστοιχων αξιώσεων του δανειστή αποτελεί, ούτε το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας στοιχειοθετεί [βλ. σχετ. Β. Βαθρακοκοίλης ό.π. υπό ερμηνεία άρθρου 682, παρ. 173 σελ. 99-100, πρβλ. ΜΠΖακυνθ 622/2010 και ΜΠρΧαλκ 864/2006 και 695/1993 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επίσης πρέπει ν’ αναφερθεί ότι δεν υπάρχει νομική δυνατότητα να εξαναγκαστούν οι καθ΄ ων η αίτηση, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, να μην καταγγείλουν τη σύμβαση δανείου που έχει συναφθεί διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα πρόκειται για προσωρινή καταδίκη σε μη δήλωση της βουλήσεως, ενόψει του ότι η καταγγελία, ως μονομερής δικαιοπραξία είναι δήλωση της βουλήσεως [ Σημαντήρας, «Γενικές Αρχές», παρ. 559 και 573, Μπαλής «Γενικές Αρχές» παρ. 32 και 33]. Όμως δεν υπάρχει στο νόμο διάταξη που να καθιερώνει αυτού του είδους την παροχή. Περαιτέρω η δήλωση ή μη δήλωση της βουλήσεως του ατόμου αποτελεί φυσική ευχέρεια του, δηλαδή εκδήλωση της προσωπικότητας του, η οποία προστατεύεται συνταγματικά [άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος] και εφόσον δεν υφίσταται νομική ή συμβατική υποχρέωση, είναι ανεξέλεγκτη δικαστικά, έστω και αν η ανωτέρω φυσική ευχέρεια ασκείται καταχρηστικά [βλ σχετ. Ποδηματά, «Η καταδίκη σε δήλωση της βούλησης» παρ. 3 VI σελ. 162 και ΑΠ Ολ 33/1987 ΕλλΔνη 29,98, ΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 42,671]. Συνεπώς, και για το λόγο αυτό, δεν μπορεί το Δικαστήριο να υποχρεώσει την καθ΄ ης η αίτηση σε μη δήλωση της βουλήσεως της να καταγγείλει τη μισθωτική σύμβαση, όπως άλλωστε δεν δύναται να αποκλείσει αυτήν ως δικαιούχο να ασκήσει παντός είδους ένδικα βοηθήματα προκειμένου να της παρασχεθεί έννομη προστασία, ανεξαρτήτως ανεξάρτητα εάν αυτή είναι καταχρηστική [βλ σχετ. Β. Βαθρακοκοίλη, «Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» άρθρο 731 σημ .6 - - ΜΠΑΘ 9278/2014 α δημοσίευση ΜΠΛαμ 401/2013 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Οι αιτούντες έχουν μεν το δικαίωμα βάσει και των όσων εκθέτουν στην αίτησή τους να ασκήσουν αναγνωριστική αγωγή προκειμένου να αναγνωριστεί η ακυρότητα της συναφθείσας σύμβασης δανείου ακόμη και αρνητική περί αναγνώρισης της μη οφειλή τους προς την καθ’ ης τραπεζική εταιρία, όπως ήδη έχει πράξει με την άσκηση της από 22/7/2014 [αριθμ. καταθ. ***/25-7-2014] αγωγής τους, πλην όμως δεν μπορούν να αιτηθούν να απαγορευθεί στην τελευταία η άσκηση νομίμου συμβατικού δικαιώματος της περαιτέρω δε και το δικαίωμα της παροχής εννόμου προστασίας, [ιι] Εξάλλου, η τυχόν παραδοχή της αίτησης ως προς το κύριο αίτημα της περί αναστολής των απορρεόντων από τη συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δανείου, ήτοι η καταβολή των συμφωνηθέντων μηνιαίων δόσεων μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ήδη ασκηθείσας αγωγής τους, θα οδηγούσε αμέσως και ευθέως σε ανεπίτρεπτη ικανοποίηση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος και στη δημιουργία αμετακλήτου καταστάσεως, πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε, αντίκειται στις κείμενες διατάξεις και στις γενικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς αντικείμενο της κύριας δίκης αποτελεί η διάγνωση της εγκυρότητας ή μη της σύμβασης δανείου και κατ΄ επέκταση η διάγνωση της απορρέουσας από αυτήν οφειλής, το δε αίτημα για αναστολή πάσης συμβατικής υποχρέωσης των αιτούντων που σχετίζεται ουσιαστικά με την διάγνωση της οφειλής τους ταυτίζεται με το αντικείμενο της οριστικής δικαστικής προστασίας. Σημειώνεται δε ότι τυχόν ενέργεια της καθ΄ ης περί καταγγελίας της σύμβασης δανείου [είτε σε μεταγενέστερο στάδιο περί εκδόσεως διαταγής πληρωμής], θα αντιμετωπιστεί από τους αιτούντες στα πλαίσια της ανοιγείσας τότε δικαστικής διένεξης [δια της αντικρούσεως σχετικής καταγγελίας ή διαταγής πληρωμής - απόδοσης με ασκηθείσα κατ΄ αυτής αγωγή - ανακοπή].
Σε κάθε περίπτωση η κρινόμενη αίτηση όσον άφορα το κύριο αίτημα της πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσία και τούτο διότι από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, ήτοι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων *** [των αιτούντων] και *** [της καθ΄ ης], οι οποίες εκτιμώνται κάθε μία χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός, όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα και την εν γένει διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ αριθμ. ***/3-5-2007 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου με ρήτρα συναλλάγματος ελβετικού φράγκου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η καθ΄ ης τραπεζική εταιρία προέβη στο δανεισμό προς τους αιτούντες του ποσού των 176.000 ελβετικών φράγκων, προς εξασφάλιση του οποίου οι αιτούντες έχουν παραχωρήσει υπέρ της δανείστριας καθ’ ης δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο περιγραφόμενο στη δανειακή σύμβαση ακίνητο κείμενο στο Μαρκόπουλο Ν. Αττικής. Το προϊόν του δανείου πιστώθηκε σε συνδεδεμένο λογαριασμό καταθέσεων των αιτούντων και δη ποσό 105.947,51 ευρώ που προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του δανείου από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή αγοράς από την καθ’ ης του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης στις 2/7/2007. Σύμφωνα δε με τους ειδικοί λόγω συμβάσεως [κεφάλαιο Γ της σύμβασης] το συνομολογούμενο δάνειο θα εξοφληθεί σε 276 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές υπολογιζόμενες σε ελβετικά φράγκα, με βάσει τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο θα προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης [άρθρο 14]. Το επιτόκιο συμφωνήθηκε κυμαινόμενο μετά τα τρία πρώτα έτη, με επιτόκιο αναφοράς το επιτόκιο LIBOR [London Interbank Offered Rate] ελβετικού φράγκου, διάρκειας ενός μηνός, όπως δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο [άρθρο 15]. Η εν λόγω επιλογή εκ μέρους των αιτούντων, δανεισμού τους σε ελβετικό νόμισμα έγινε κατόπιν σχετικής ενημέρωσης από τη δανείστρια καθ’ ης τραπεζική εταιρία, διότι το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν σημαντικά χαμηλότερο αυτό του δανεισμού σε ευρώ, λόγω της ευνοϊκής ισοτιμίας, με αποτέλεσμα η μηνιαία καταβλητέα δόση του δανείου να είναι μικρότερη. Το εν λόγω προϊόν διατέθηκε από την καθ’ ης σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 12/2007 υπηρεσιακή εγκύκλιο της διεύθυνσης οργάνωσης της, στις 22/1/2007, τα συγκριτικά δε αυτών πλεονεκτήματα ήταν ότι [α] προσέφερε κατά το χρόνο εκείνο, σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο για τον πελάτη σε σχέση με το δανεισμό σε ευρώ και [β] συνδύαζε την επιτοκιακή ασφάλεια του σταθερού χαμηλού επιτοκίου με τα πλεονεκτήματα του κυμαινόμενου. Περαιτέρω, λόγω του ότι στο εν λόγω δάνειο σε ελβετικά φράγκα, ο δανειολήπτης αναλαμβάνει το συναλλαγματικό κίνδυνο σε περίπτωση ανατίμησης του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, προβλέφθηκε η δυνατότητα περιορισμού των επιπτώσεων από σημαντικές μεταβολές της ισοτιμίας, δια της ασφαλίσεως του σχετικού κινδύνου και δη με την παροχή στο δανειολήπτη, της δυνατότητας επιλογής προϊόντος με προστασία δόσης από μελλοντικές ανατιμήσεις ή υποτιμήσεις μεγαλύτερες του 5%, επί της ισοτιμίας κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου [παραγρ. ΙΙ αριθμ. 3], ενώ στην εν λόγω εγκύκλιο παρατίθεται και σχετικό παράδειγμα.
Επιπροσθέτως, πιθανολογήθηκε ότι σταδιακά την τελευταία περίπου διετία , η ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ άρχισε να αλλάζει σε βάρος του ευρώ, με συνέπεια η μηνιαία δόση του επίμαχου στεγαστικού δανείου να αυξάνεται και ήδη ανέρχεται στο ποσό των 781,41 CHF, το οποίο αντιστοιχεί σε 660,64 ευρώ. Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν για τους κινδύνους και τις ιδιαιτερότητες του εν λόγω δανεισμού και πιο συγκεκριμένα για τους κινδύνους από τη μεταβολή της ισοτιμίας, ισχυρισμός, ο οποίος δεν πιθανολογείται ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Και τούτο διότι πιθανολογείται ότι μεταξύ των διαδίκων προηγήθηκε της υπογραφής της ένδικης σύμβασης συναντήσεις - επικοινωνία στο υποκατάστημα της καθ΄ ης και ενημέρωση των αιτούντων και δη του πρώτου εξ αυτών, ο οποίος κατ΄ αντικειμενική κρίση ενημέρωνε τη δεύτερη αιτούσα σύζυγο του, για τη λειτουργία της [σύμβασης], συνεκτιμωμένου του γεγονότος αφενός μεν της ύπαρξης σχετικού τυπικού παραδείγματος στην υπηρεσιακή εγκύκλιο της καθ΄ ης, αφετέρου δε της τήρησης της συνήθους τακτικής του μέσου συνετού συναλλασσόμενου, όπως και οι αιτούντες να προβαίνει πριν τη σύναψη τέτοιας συμβάσεως σε έρευνα αγοράς κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διερευνά τα προϊόντα διαφόρων πιστωτικών ιδρυμάτων προκειμένου να καταλήξει σ’ αυτό που τον εξυπηρετεί και συμφέρει οικονομικά, έρευνα την οποία δεν πιθανολογήθηκε ότι παρέλειψαν οι αιτούντες, αντίθετα μάλιστα οι ίδιοι οι αιτούντες ήταν εκείνοι που προσήλθαν στην καθ’ ης και αιτήθηκαν τη λήψη τέτοιου προϊόντος -λήψη δανείου με ρήτρα ελβετικού φράγκου. Επίσης, δεν πιθανολογείται ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι οι υπάλληλοι της καθ’ ης προκειμένου να τους πείσουν για τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης, τους απέκρυψαν όχι μόνο τους κινδύνους που υποκρύπτονταν από τη μελλοντική υποτίμηση, αλλά κυρίως τη δυνατότητα παροχής ασφάλειας για την ενδεχόμενη υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, καθόσον η τυχόν συμφωνία ασφάλισης του σχετικού προϊόντος θα ήταν προς όφελος οικονομικό της καθ’ ης δεδομένου ότι θα συνεπαγόταν την επαύξηση του ύψους της μηνιαίας δόσης. Σημειώνεται επίσης, ότι όπως κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας της καθ’ ης και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από τους αιτούντες, από το σύνολο των δανείων σε ελβετικά φράγκα που συνήψε η καθ’ ης με πελάτες - δανειολήπτες της, το μεγαλύτερο ποσοστό καταρτίστηκε με προγράμματα προστασίας των δόσεων από τον συναλλακτικό κίνδυνο, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι υπάλληλοι της καθ’ ης δεν απέκρυπταν αλλά αντιθέτως παρείχαν την απαιτούμενη ενημέρωση - πληροφόρηση σχετικά με την προστασία των δανείων, ενόψει και του προδιαγεγραμμένου οικονομικού οφέλους της, όπως προαναφέρθηκε ένεκα της αύξησης της μηνιαίας δόσης. Εξάλλου, βάσιμα κρίνεται ότι αμφότεροι οι αιτούντες λόγω του μορφωτικού τους επιπέδου, αφού έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση [ο πρώτος απόφοιτος ηλεκτρονικός και η δεύτερη βοηθός μικροβιολόγος] ήταν σε θέση να αντιληφθούν όλους τους προαναφερθέντες όρους της σύμβασης και τους εν γένει κινδύνους της συγκεκριμένης δανειοδότησης, σημειουμένου, επίσης ότι δεν πιθανολογήθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης [3/5/2007] ήταν εμφανείς στο τραπεζικό χώρο, οι κίνδυνοι για τη μεταβολή της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων, καθόσον δεν είχε ξεσπάσει η διανύουσα την Ελληνική Επικράτεια -και όχι μόνο- οικονομική κρίση. Βάσει λοιπόν των ανωτέρω, σε κάθε περίπτωση η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα σε σχέση με το κύριο αίτημα της. [β] Περαιτέρω, ως προς το επικουρικό αίτημα: Ομοίως, η τυχόν παραδοχή της αίτησης ως προς το επικουρικό αίτημα της περί αναπροσαρμογής της παροχής την οποία οι αιτούντες οφείλουν, έτσι ώστε το ποσό της μηνιαίας καταβλητέας εκ μέρους τους δόσης να περιοριστεί σε 220 ευρώ μηνιαίως μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ήδη ασκηθείσας αγωγής τους, θα οδηγούσε αμέσως και ευθέως σε ανεπίτρεπτη ικανοποίηση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος -ήτοι το ύψος της οφειλόμενης μηνιαίας καταβλητέας δόσης- και στη δημιουργία αμετακλήτου καταστάσεως, πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε, αντίκειται στις κείμενες διατάξεις και στις γενικές αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών μέτρων, ενόψει ότι αντικείμενο της κύριας δίκης -η οποία έχει ανοιγεί με την άσκηση της άνω αγωγής τους- αποτελεί η διάγνωση της εγκυρότητας ή μη της σύμβασης δανείου και κατ΄ επέκταση η διάγνωση της απορρέουσας από αυτήν οφειλής και δη το ύψος της [καθόσον οι επικαλούμενοι λόγοι ακυρότητας της άπτονται τόσο της ύπαρξης αυτής καθαυτής της οφειλής, όσου σε κάθε περίπτωση του ύψους της). […]

[Απορρίπτει την αίτηση.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: