9/2010 ΑΠ (ΟΛ): Αξίωση αποζημίωσης για παράνομη και υπαίτια κατάσχεση, χωρίς να έχει προηγηθεί ακύρωση της ζημιογόνου πράξης (κατάσχεσης)
Αριθμός 9/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Σε Α' Τακτική Ολομέλεια
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της A' Σύνθεσης: Γεώργιο Καλαμίδα Πρόεδρο του Αρείου ..
Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο, Χαράλαμπο Ζώη, Χαράλαμπο Παπαηλιού - Εισηγητή, Χαράλαμπο Δημάδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Γεώργιο Χρυσικό, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέττα Κυτέα, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Γεωργία Λαλούση, Ευτύχιο Παλαιοκαστρίτη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Σαράντη Δρινέα, Νικόλαο Πάσσο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Χριστόφορο Κοσμίδη Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου για να δικάσει μεταξύ:
Του καλούντος - αναιρεσείοντος: Χ, κατοίκου ....... , τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Στυλιανός Βασαλάκης, που κατέθεσε προτάσεις.
Της καθής η κλήση - αναιρεσιβλήτου: ........ Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε, που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Ξέρνος, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20.01 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 150/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 127/2005 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 22.03.2005 αίτησή του.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1552/2009 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε τον μοναδικό λόγο της από 22.03.2005 αίτησης για αναίρεση της 127/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιά στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 19.10.2009 κλήση του αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια σχετικός εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 17η Ιουνίου 2010, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Χαράλαμπος Δημάδης, Νικόλαος Κωνσταντόπουλος και Γεώργιος Αδαμόπουλος, οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την 1552/2009 απόφαση του Α1' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, κατ' άρθρο 563 παρ. 2 β Κ.Πολ.Δ., ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 127/2005 απόφασης του Εφετείου Κρήτης, διότι κρίθηκε ότι με αυτόν τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, δηλαδή αν, χωρίς να προηγηθεί η αμετάκλητη ακύρωση της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, παρέχεται αυτοτελώς και πέραν της διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ σε εκείνον, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αγωγή αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ.
Με το άρθρο 934 του Κ.Πολ.Δ. καθιερώνεται το σύστημα της κατά στάδια προσβολής με ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., των επί μέρους πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, η οποία ανακοπή αν αφορά ακυρότητες των πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, που έλαβαν χώρα από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη και πέρα, που είναι η σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης, πρέπει να ασκείται με ποινή απαραδέκτου μέχρι την τελευταία πράξη που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Η ακυρότητα μιας προηγούμενης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης δεν συμπαρασύρει σε ακυρότητα αυτοδικαίως και την επόμενη πράξη, αλλά απαιτείται να προσβληθεί με ανακοπή και αυτή, εφόσον υπάρχει ακόμη η από το άρθρο 934 προθεσμία για την προσβολή της, και κηρυχθεί από το δικαστήριο η ακυρότητά της.
Διαφορετικά, παρά την κήρυξη της ακυρότητας μιας προηγούμενης πράξης, που αποτελεί την προϋπόθεση της, εφόσον προχώρησε η εκτελεστική διαδικασία και δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως αυτοτελώς με ανακοπή και η επόμενη πράξη, η τελευταία ισχυροποιείται και παραμένει απρόβλητη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του αστικού κώδικα.
Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ. Αν ακυρωθεί μία μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στην ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή. Oμως, κατά την αληθή έννοια της παραπάνω διάταξης του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, ερμηνευομένης, και από το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχόμενης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ αξίωση αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημιώσεως του καθ' ου η εκτέλεση (πρβλ. Ολ.ΑΠ 49/2005). Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής αποζημιώσεως προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων εξέθετε, όπως και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, τα εξής: Ότι το έτος 1992 η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα συνήψε με την εδρεύουσα στα ... ΕΠΕ με την επωνυμία ".. - ....", την .../1992 σύμβαση πιστώσεως δι' ανοικτού (αλληλοχρέου) λογαριασμού, στην οποία πιστούχος ήταν η παραπάνω εταιρεία και δανείστρια η εναγομένη.
Ότι για τις υποχρεώσεις της πιστούχου εταιρείας που απέρρεαν από τη σύμβαση εγγυήθηκε αυτός (ενάγων), που παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως. Oτι στις 18-7-1997 και ενόσω έναντι της οφειλής που απέρρεε από την πιο πάνω σύμβαση, είχε καταβληθεί κατά διαστήματα το συνολικό ποσό των 47.247.000 δραχμών, η εναγομένη κοινοποίησε στον ενάγοντα την 168/1992 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την κάτωθι αυτής από 3-7-1997 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία τον υποχρέωνε εις ολόκληρο με τους άλλους συνεγγυητές ΑΑ, ΒΒ και ΓΓ, να καταβάλει το ποσό των 44.303.814 δραχμών, νομιμοτόκως από 1-2-1997. Ότι με βάση την επιταγή αυτή η εναγομένη προέβη στις 8-10-1997 στην κατάσχεση ενός πλοίου ιδιοκτησίας του με τα στοιχεία Ε/Γ Ρ..., που είχε νηολογηθεί στο λιμάνι των ... .
Ότι η κατάσχεση του πλοίου του διατηρήθηκε μέχρι τις 5-10-1999, οπότε το σκάφος αποδεσμεύθηκε και αποδόθηκε σ' αυτόν, ενόψει του ότι με την 543/1999 απόφαση του Εφετείου Κρήτης η προαναφερθείσα επιταγή της εναγομένης προς εκτέλεση ακυρώθηκε. Περαιτέρω, αναλύοντας λεπτομερώς την κλιμάκωση του χρέους και τις διαδοχικές καταβολές που εγένοντο από τη λήψη της πίστωσης μέχρι την σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, ισχυρίζεται ότι τόσο κατά την κοινοποίηση της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, όσο και κατά το χρόνο που εναγομένη προέβη στην κατάσχεση του πλοίου, δεν όφειλε τίποτα σ' αυτή και επομένως παράνομα η τελευταία προέβη στην κατάσχεση. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι από την παράνομη κατάσχεση του πλοίου του, στερήθηκε τη δυνατότητα εκμετάλλευσής του, από 24-7-1997 μέχρι και 5-10-1999, με αποτέλεσμα να υποστεί αποθετική ζημία συνολικού ύψους, κατά τα εις αυτή εκτιθέμενα, 200.000.000 δραχμών.
Με βάση τα προαναφερόμενα ο ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη προς αποκατάσταση της ζημίας του, του οφείλει το πιο πάνω ποσό, καθώς και το ποσό των 30.000.000 δραχμών για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν στην προκείμενη περίπτωση οι προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., ενόψει του ότι η επιβληθείσα χωρίς δικαίωμα κατάσχεση του πλοίου, η οποία αποτέλεσε και την αιτία της επικαλούμενης ζημίας και ηθικής βλάβης, δεν φέρεται να έχει προσβληθεί και ακυρωθεί αμετάκλητα. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων είχε το δικαίωμα να εγείρει αυτοτελώς και πέραν της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., αγωγή αποζημιώσεως για παράνομη και υπαίτια κατάσχεση του πλοίου του, εναντίον της οποίας πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν είχε ασκήσει ανακοπή. Επομένως η αγωγή του αναιρεσείοντος απόφασή του, που έκρινε αντίθετα, εσφαλμένως ερμήνευσε την παραπάνω διάταξη, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και, συνεπώς, ο μοναδικός από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια είναι βάσιμος.
Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 127/2005 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση.
Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου