87/2011 ΠολΠρΣερ: Η ενασχόληση της συζύγου με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των τέκνων συμβάλλει στην αύξηση της οικογενειακής περιουσίας
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και περιουσία του ενός..
συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται δε ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Από την παραπάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ' ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) η συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση, με οποιοδήποτε τρόπο, της περιουσίας του υπόχρεου (ΑΠ 486/2009 ΕΠολΔ 2010, 431, ΑΠ 1511/2005 ΕλλΔνη 2006, 103, ΑΠ 430/2002 ΕλλΔνη 2002, 1624).
Ως αύξηση, νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ' η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακή κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση τη τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή, στοιχείων που την διαφοροποιούν, π.χ. ύπαρξη χρεών ή δανείων ανεξόφλητων κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, που διαφοροποιούν απομειωτικά την καθαρή αξία της τελικής περιουσίας, αποτελεί βάση καταλυτικής ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 1790/2009 ΕλλΔνη 2010, 699, ΑΠ 546/2009 ΕΠολΔ 2010, 436).
Περαιτέρω, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθή, ο χρόνος της λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση, ήτοι ο χρόνος γέννησης της αξίωσης (ΑΠ 1249/2009 ΤρΝομΠληρ Νόμος), είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν (ΑΠ 209/2010, ΑΠ 193/2010 ΤρΝομΠληρ Νόμος, ΑΠ 1749/1999 ΕλλΔνη 2000, 982, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, εκδ. 2004, τόμος Ε', σελ 327, βλ. αντίθετα ότι στην περίπτωση της τριετούς διάστασης η περιουσιακή αύξηση του υπόχρεου συζύγου πρέπει να ανάγεται στο χρόνο άσκησης της αγωγής του άρθρου 1400 ΑΚ, ΑΠ 546/2009 ΤρΝομΠληρ Νόμος, ΑΠ 406/2003 ΕλλΔνη 2003, 1571, ΑΠ 1658/2001 ΕλλΔνη 2002, 1039), έστω και αν πρόκειται για ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά την έναρξη της διάστασης και πριν από τη συμπλήρωση τριετίας από της έναρξης, στο ίδιο δε κρίσιμο χρονικό σημείο μεταφέρεται και συνυπολογίζεται και η αξία της συμβολής του ενός συζύγου με την παροχή υπηρεσιών κατά την προαναφερθείσα έννοια, έστω και εάν κατά το χρόνο της τριετούς διάστασης δεν υπήρξε τέτοια πραγματική συμβολή, αλλ' αυτή αναφέρεται στο χρόνο πριν από τη διάσταση (ΑΠ 193/2010 ό.π.). Τέλος, αν το περιουσιακό αντικείμενο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, η σχετική αξίωση του δικαιούχου συζύγου μετατίθεται σ' αυτό (ΑΠ 1652/2003 ΕλλΔνη 2005, 1662).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή εκθέτει ότι την 16-5-1993 τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο θρησκευτικό γάμο, ήδη δε από τις αρχές Απριλίου του 2005 διακόπηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωσης τους, της τριετούς διάστασης τους συμπληρωθείσας στις αρχές Απριλίου 2008. Ότι κατά τον ως άνω χρόνο τέλεσης του γάμου τους, ο εναγόμενος ήταν κύριος της αναφερόμενης στην αγωγή ακίνητης περιουσίας, αξίας, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου άσκησης της παρούσας αγωγής, 59.578,00 ευρώ. Οτι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους η περιουσία του τελευταίου αυξήθηκε κατά 346.550,00 ευρώ, καθόσον αυτός απέκτησε κατά κυριότητα τα αναφερόμενα στην αγωγή περιουσιακά στοιχεία, όπως η αξία καθενός τούτων κατά τον κρίσιμο χρόνο (της άσκησης της αγωγής) αναλυτικά προσδιορίζεται, ήτοι: α) το έτος 1993 έναν περιφραγμένο αγρό έκτασης 3.600 τ.μ. με αριθμό τεμαχίου 6.188, κείμενο στη θέση ....» του αγροκτήματος Σερρών, β) το έτος 1997 ποσοστό 1.451/3.781 εξ αδιαιρέτου ενός περιφραγμένου αγρού συνολικής έκτασης 3.781 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου 6.128, κείμενου στη θέση «......» του αγροκτήματος, γ) το έτος 2001 την επικαρπία διώροφης οικοδομής, ανεγερθείσας επί του με αριθμό . οικοπέδου του ....Ο. Π. της πόλης των Σερρών, δ) το έτος 1994 ένα κατάστημα με υπόγειο, κείμενο εντός περιφραγμένης κάθετης ιδιοκτησίας επί του με αριθμό ... αγρού, κείμενου στη θέση «............» του αγροκτήματος .., ε) το έτος 2004 ένα οικόπεδο με αριθμό .. , κείμενο στο ..... Συνοικισμού ......, έκτασης 1.317 τ.μ., μετά των επ' αυτού δύο αποθηκών, στ) το έτος 2007 έναν αγρό έκτασης 6.423,96 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου 7.330, κείμενο στη θέση «...........» του αγροκτήματος Σερρών, ζ) το έτος 2007 έναν αγρό έκτασης 6.423,96 τ.μ. με αριθμό τεμαχίου 7.331, κείμενο στη θέση «....................» του αγροκτήματος , η) το έτος 2007 έναν αγρό έκτασης 5.410,99 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου 7.328, κείμενο σtη θέση «......» του αγροκτήματος Σερρών, θ) την 25-8-2008 έναν αγρό έκτασης 4.820,65 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου 6.921, κείμενο στη θέση «.... ....» του αγροκτήματος Σερρών, ι) το έτος 1996 ένα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής opel, τύπου με αριθμό κυκλοφορίας ...... , ια) την 26-11-2008 ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Mercedes, με αριθμό κυκλοφορίας ... , ι β) την 9-4-2009 ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Mercedes, με αριθμό κυκλοφορίας ..... , ιγ) το έτος 2003 ένα ταχύπλοο εξωλέμβιο σκάφος τύπου ΜΑΡΙΝΚΟ με αριθμό κυκλοφορίας Τ.Σ. 35 και ιδ) το σωζόμενο τίμημα ποσού 8.000,00 ευρώ από την πώληση το έτος 2006 ενός τροχόσπιτου μήκους 5 μέτρων, κτηθέν στο όνομα του εναγομένου το 2004. Οτι στην αύξηση αυτή της περιουσίας του εναγομένου συνέβαλε και η ίδια και δη σε ποσοστό 256.236/346.550, με την παροχή της, άνευ ανταλλάγματος, εργασίας της στην επαγγελματική του δραστηριότητα, με την εξ ολοκλήρου προσφορά των εισοδημάτων της από την προσωπική της εργασία, με την παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο και στην επιμέλεια και ανατροφή των κοινών τους τέκνων, με την ηθική ενίσχυση και ενθάρρυνση του και με την παροχή των υπηρεσιών της για την αποπεράτωση της οικογενειακής τους στέγης, όπως η συμβολή της αυτή περαιτέρω εξειδικεύεται και αποτιμάται και η οποία ξεπερνούσε την εκ του νόμου υποχρέωση συνεισφοράς της στις αναφερόμενες οικογενειακές διατροφικές ανάγκες.
Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, το ποσό των 256.236,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στο προρρηθέν ποσοστό 256.236/346.550 της αξίας της περιουσίας του, επιλέγουσα κατά την κύρια βάση της αγωγής της τον πραγματικό υπολογισμό για τη συμβολή της στην προαναφερθείσα αύξηση της περιουσίας του συζύγου της, άλλως 70 ποσό των 115.516,66 ευρώ, που ισούται με το 1/3 της επαύξησης της περιουσίας του, επιλέγουσα κατά την επικουρική βάση της αγωγής της τον τεκμαρτό υπολογισμό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Μ' αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, μετά και την κατ' άρθρο 214Α ΚΠολΔ ανεπιτυχή απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς (βλ. την από 23-9-2010 δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της ενάγουσας, σε συνδυασμό με τη με αριθμό .......... έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σερρών Σταύρου Μπατσιβάρη), ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 18 αρ. 1, 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι η διαφορά αυτή, ως περιουσιακή, δεν υπάγεται στις γαμικές διαφορές που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 592 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 418/1998 ΕλλΔνη 1998, 608).
Είναι δε αρκούντως ορισμένη, αφού παρατίθενται σ' αυτή όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, του τυχόν υπάρχοντος παθητικού της περιουσίας μη αποτελούντος στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, παρά τα περί του αντιθέτου διαλαμβανόμενα από τον εναγόμενο, αλλά στοιχείο ένστασης αυτού. Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1400, 346 ΑΚ, 907, 908 ΚΠολΔ, πλην της αξίωσης της ενάγουσας για συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου που συντελέσθηκε με την αγορά στο όνομα του τελευταίου των ως άνω υπό στοιχεία θ', ια' και ιβ' περιουσιακών στοιχείων, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, αυτά αποκτήθηκαν από τον εναγόμενο μετά τη συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική διάσταση, των ως άνω περιουσιακών στοιχείων μη αποτελούντων, κατά τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, τελική περιουσία του εναγομένου - υπόχρεου συζύγου. Πρέπει, επομένως, η αγωγή καθ' ο μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον έχει καταβληθεί το απαπούμενο για το αντικείμενο της τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με αριθμό 2541/2011 διπλότυπο είσπραξης Α Δ.Ο.Υ. Σερρών).
Ο εναγόμενος, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, προβάλλει προς απόκρουση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα ουδεμία συμβολή είχε στην αύξηση της περιουσίας του, καθόσον η ίδια ουδέποτε εργάσθηκε, ούτε καθ' οιονδήποτε τρόπο βοήθησε τον ίδιο στις επιχειρήσεις του, ούτε παρείχε υπηρεσίες στο συζυγικό οίκο και στην ανατροφή των τέκνων τους που υπερέβαιναν την εκ του νόμου υποχρέωση συνεισφοράς της, η δε αγορά των επίδικων περιουσιακών στοιχείων έγινε αποκλειστικά με δικά του χρήματα που προήλθαν από την εργασία του. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Αν όμως ληφθεί υπόψη ότι, το τεκμήριο της συμβολής στα αποκτήματα κατά το ένα τρίτο ενεργεί και ως προς του δύο συζύγους και επομένως η ενάγουσα, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική της, σε ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα τρίτο, συμβολή θα δικαιούται το 1/3 της επαύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ο παραπάνω ισχυρισμός συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου νόμιμη ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1400 παρ.1 εδ. β' ΑΚ (ΑΠ 1799/2008, ΑΠ 438/2007 ΤρΝομΠληρ Νόμος) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, ισχυρίζεται ότι με το από 30-3-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπέγραψαν με την ενάγουσα ενόψει της συμφωνίας τους για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, η τελευταία παραιτήθηκε από την απαίτηση της για τα αποκτήματα, την οποία επομένως δεν μπορεί να προβάλει με την ένδικη αγωγή. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο ο εναγόμενος επιχειρεί να θεμελιώσει την ένσταση παραίτησης της ενάγουσας από την ένδικη αξίωση της, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον ο εναγόμενος δεν αναφέρει για τη θεμελίωση της άνω ανατρεπτικής ένστασης ότι η άνω ρυθμιστική για τα αποκτήματα συμφωνία επέφερε τα αποτελέσματα της λόγω πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελεί, ήτοι της λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου με συναινετικό διαζύγιο (ΑΠ 1872/2009 ΤρΝομΠληρ Νόμος, ΑΠ 819/2004 ΕλλΔνη 006, 1355).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων (ενός από κάθε πλευρά) που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες εκτιμώνται (άρθρο 340 ΚΠολΔ) καθ' εαυτές και σε συνδυασμό προς τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατά το λόγο γνώσης και αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, καθώς και από τις πέντε από 5-9-2006 τεχνικές εκθέσεις του αρχιτέκτονα μηχανικού ............... , που συντάχθηκαν κατόπιν αίτησης αμφοτέρων των διαδίκων και εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο κατ' άρθρο 390 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 111/1981 Δ 1981, 311, ΑΠ 393/1999 ΕλλΔνη 1999, 1720) και τη με αριθμό 273/22-12-2010 ένορκη βεβαίωση των ................ ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σερρών, την οποία προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, με επιμέλεια της οποίας δόθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. τη με αριθμό. .......... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σερρών Δημητρίου Κουτρουμανίδη), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Σέρρες, την 16-5-1993, σε ηλικία 23 ετών η ενάγουσα και 27 ετών ο εναγόμενος, από το γάμο τους δε αυτό απέκτησαν δύο ανήλικα εισέτι τέκνα, τη .... , γεννηθέντες την 8-7-1994 και 26-6-1996 αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάσθηκε οριστικά τον Απρίλιο του 2005 και έκτοτε οι διάδικοι, οι οποίοι δεν επέλεξαν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, τελούν σε διάσταση, η οποία συμπλήρωσε τριετία τον Απρίλιο του 2008.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του ήταν κύριος μιας αυτοτελούς κάθετης ιδιοκτησίας, ήτοι του με κεφαλαίο γράμμα Γ μελλοντικού κτίσματος, που προβλεπόταν να έχει εμβαδόν 294 τ.μ., κείμενου επί του με αριθμό κληροτεμαχίου ... αγρού, εμβαδού 3.972,5 τ.μ., ο οποίος βρίσκεται στη θέση «....................» του αγροκτήματος Σερρών, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στον άνω αγρό 50%, αξίας, αναγόμενης στο χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, 59.587,50 ευρώ, την οποία εξάλλου δεν αμφισβητεί ειδικά ο εναγόμενος. Κατά τη διάρκεια δε του γάμου των διαδίκων και έως το κρίσιμο κατά τα ανωτέρω χρονικό σημείο της συμπλήρωσης τριών ετών από τη διάσταση της έγγαμης συμβίωσης τους (Απρίλιος 2008), ο εναγόμενος απέκτησε τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είχαν την παρακάτω αναφερόμενη για έκαστο τούτων αξία κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των συζύγων αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται διαφοροποίηση της αξίας τους, ήτοι:
α) Δυνάμει του με αριθμό ...... πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σερρών Ελένης Ζαφειροπούλου - Κυριάκου, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε την κυριότητα ενός αγρού, έκτασης 3.600 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου .. , κείμενο στη θέση «.....» του αγροκτήματος Σερρών. Το άνω ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο, με πρόσωπο σε αγροτική οδό, δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, σε περιοχή ττου δεν υπάρχει οικοδομική δραστηριότητα, αλλά μόνο καλλιέργειες και έχει δυνατότητα άρδευσης, η δε αξία αυτού (συμπεριλαμβανομένης της αξίας του γηπέδου και της περίφραξης) ανέρχεται στο συνολικό ΟΕποσό των 10.000,00 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την από 5-9-2006 τεχνική έκθεση εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού ................
β) Επί του προμνησθέντος αγρού που αποτελούσε την αρχική περιουσία του εναγομένου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου και στο διακεκριμένο τμήμα αυτού που αντιστοιχούσε στην κάθετη ιδιοκτησία του, ανεγέρθη την περίοδο 1994 - 1995, βάσει της με αριθμό ...οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε από το αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου στο όνομα του εναγομένου, ως κυρίου της παραπάνω κάθετης ιδιοκτησίας, ένα ισόγειο κατάστημα με υπόγειο, εμβαδού 151,20 τ.μ. και 179,20 τ.μ. αντίστοιχα, κατ' επέκταση του ήδη υπάρχοντος ισογείου της υφιστάμενης οικοδομής - άλλης οριζόντιας ιδιοκτησίας του αδελφού του ............. . Το άνω κατάστημα έχει καλή ποιότητα κατασκευής, ο συντήρηση του είναι όμως μέτρια, ο φέρων οργανισμός του είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεν έχει θέρμανση ή ανελκυστήρα, το δε υπόγειο έχει δική του πρόσβαση με ράμπα, δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί από την ίδια με του ισογείου επιχείρηση ή διαφορετική αυτής. Στην παραπάνω περιοχή όπου βρίσκεται το κατάστημα υπάρχει ανοικοδόμηση με ήπια βιοτεχνική και εκθεσιακή χρήση, ενώ στην περιοχή, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, δεν υπάρχει ρυμοτομία. Η αξία του άνω κτίσματος, συμπεριλαμβανομένης της αξίας τόσο του ισογείου και του υπογείου, όσο και της περίφραξης, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στο άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας του εναγομένου και αφαιρούμενης της αξίας ταυ γηπέδου, το οποίο, κατά τα ανωτέρω, αποτελούσε περιουσία κτηθείσα από τον εναγόμενο πριν την τέλεση του γάμου και επομένως δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 97.570,00 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την από 5-9-2006 τεχνική έκθεση εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού .............. ,
γ) Δυνάμει του με αριθμό ... ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σερρών Νικολάου Αραπάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε τη συγκυριότητα ποσοστού 1.451/3.781 ενός αγρού, έκτασης 3.781 τ.μ., με αριθμό τεμαχίου .. , κείμενου στη θέση «...........» του αγροκτήματος Σερρών. Το άνω ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο, με πρόσωπο σε αγροτική οδό, δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, σε περιοχή που δεν υπάρχει οικοδομική δραστηριότητα, αλλά μόνο καλλιέργειες και έχει δυνατότητα άρδευσης, η δε αξία του άνω ποσοστού συγκυριότητας του εναγομένου (συμπεριλαμβανομένης της αξίας του γηπέδου και της περίφραξης) ανέρχεται στο ποσό των 4.000,00 ευρώ όπως αποδεικνύεται από την από 5-9-2006 τεχνική έκθεση εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού ....... ,
δ) Επί ενός οικοπέδου 200 τ.μ., που βρίσκεται στην διασταύρωση των οδών ............... , στο .... της πόλης των Σερρών, στον αστικό προσφυγικό συνοικισμό .. , με αριθμό οικοπέδου 23, ο εναγόμενος απέκτησε δυνάμει του με αριθμό 6226/23-3- 2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σερρών Μαρίας Ρουντου - Μπάκα την ισόβια επικαρπία αυτού ως γονική παροχή από τον πατέρα του .... .... . Επί του άνω ακινήτου ανεγέρθη το έτος 2001, βάσει της με αριθμό .... οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε από το αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου Σερρών στο όνομα των διαδίκων, ως νομίμων εκπροσώπων του ανήλικου υιού τους ............. , ψιλού κυρίου του άνω οικοπέδου, μία διώροφη οικοδομή με υπόγειο. Η άνω οικοδομή αποτελείται από υπόγειο εμβαδού 120 τ.μ., ισόγεια είσοδο και πυλωτή εμβαδού 30 τ.μ. και 90 τ.μ. αντίστοιχα και πρώτο όροφο - κατοικία εμβαδού 120 τ.μ., έχει άριστη ποιότητα κατασκευής και ομοίως σε άριστη κατάσταση διατηρείται, ο φέρων οργανισμός της είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεν έχει ανελκυστήρα, πλην, όμως, - διαθέτει κεντρική θέρμανση, υπόγειο γκαράζ, αποθήκη, χώρο λεβητοστασίου και αποθήκη καυσίμων, ο δε περιβάλλων χώρος έχει περίφραξη με χαμηλά στηθαία και κιγκλίδωμα, ενώ στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου υπάρχει χλοοτάπητας και χαμηλή δενδροφύτευση. Βρίσκεται σε περιοχή όπου η κατά κανόνα χρήση είναι για κατοικία, οι δε οικοδομές που κείνται στην περιοχή είναι χαμηλές και καλαίσθητες, ενώ η απόσταση από το κέντρο της πόλης είναι περίπου 1.500 μ. Η εμπορική αξία του άνω κτίσματος - αφαιρούμενης της αξίας του γηπέδου, το οποίο, κατά τα ανωτέρω αποκτήθηκε από τον εναγόμενο από χαριστική αιτία και επομένως, μη θεωρούμενου αποκτήματος, δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου (άρθρο 1400 παρ. 3 ΑΚ) - ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 220.000,00 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από την από 5-9-2006 τεχνική έκθεση εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού .... , η δε αξία του δικαιώματος επικαρπίας του εναγομένου υπολογίζεται, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 15 Ν. 2961/2001, σε ποσοστό της αξίας πλήρους κυριότητας, ανάλογα με την ηλικία του επικαρπωτή. Επομένως, δεδομένου ότι στην προκειμένη υπόθεση η κρινόμενη αγωγή, κατατεθείσα την 1-12-2009 ενώπιον του ενταύθα Πρωτοδικείου, επιδόθηκε στον εναγόμενο την 11-12-2009 (βλ. τη με αριθμό ............. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σερρών Σταύρου Μπατσιβάρη), οπότε ο τελευταίος είχε συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του, όχι όμως και το πεντηκοστό (γεννηθείς την 11-1-1966), η αξία της επικαρπίας, ανέρχεται σε ποσοστό 5/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας, δηλαδή στο ποσό των 110.000,00 ευρώ
ε) Δυνάμει του με αριθμό ........ πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σερρών Νικολάου Αροπτάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε την κυριότητα του με αριθμό .. οικοπέδου, κείμενου στο ............................ έκτασης 1.317 τ.μ., μετά των επ' αυτού δύο παλαιών κεραμοσκεπών αποθηκών, εμβαδού 72 τ.μ. και 56 τ.μ. αντίστοιχα. Το άνω ακίνητο το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, κείται σε περιοχή όπου υπάρχει ήπια οικοδομική δραστηριότητα, με ανέγερση κατοικιών και αγροτικών αποθηκών, η δε αξία του ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 40.000,00 ευρώ όπως αποδεικνύεται από την από 5-9-2006 τεχνική έκθεση εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού ................... , η δε ενάγουσα αποτιμά την αξία αυτού κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίσης αγωγής στο μικρότερο ποσό 35.000,00 ευρώ. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω αναφερθείσες εκτιμήσεις για την αξία ειδικά των παραπάνω ακινήτων, σαφώς συνάγονται από τις προαναφερθείσες τεχνικές εκθέσεις εκτίμησης του αρχιτέκτονα μηχανικού .......................... , ο οποίος έλαβε σχετική εντολή για τη διενέργεια τους σε ανύποπτο χρόνο από αμφότερους τους διαδίκους και ουδόλως αντικρούουνται από την ασαφή κατάθεση του μάρτυρα ανταπάδειξης, ο οποίος ανάγει την αξία απάντων των ποτιστικών αγρών στο ποσό των 1.000,00 ευρώ ανά στρέμμα και των χέρσων αγρών στο ποσό των 500,00 ευρώ ανά στρέμμα και την αξία της άνω κάθετης ιδιοκτησίας - καταστήματος στο ποσό των 20.000,00 ευρώ, χωρίς να είναι σε θέση να εισφέρει στη δίκη μια πειστική και εμπεριστατωμένη εξήγηση για την άνω αποτίμηση, αρκούμενος σε μια συλλήβδην εκτίμηση της αξίας αυτών,
στ) Δυνάμει του με αριθμό ....... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σερρών Φωτίου Αϊδινλή, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε την κυριότητα δύο αγρών, με αριθμούς τεμαχίου .........., κείμενων στη θέση «.............» του αγροκτήματος Σερρών, έκτασης 5.400 τ.μ. και 6.000 τ.μ. αντίστοιχα. Οι παραπάνω αγροί είναι ποτιστικοί, σε περιοχή που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για καλλιέργειες, η δε αξία του ανέρχεται στο ποσό των 1.500,00 ευρώ ανά στρέμμα, ήτοι στο ποσό των 8.100,00 ευρώ για το πρώτο ως άνω ακίνητο και στο ποσό των 9.000,00 ευρώ για το δεύτερο τούτων, όπως αποδεικνύεται από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία έκανε σχετική έρευνα αγοράς στην περιοχή,
ζ) Δυνάμει του με αριθμό .......... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σερρών Φωτίου Αϊδινλή, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησε την κυριότητα ενός αγρού, με αριθμό τεμαχίου ... , κείμενου στην ίδια ως άνω θέση «....» του αγροκτήματος Σερρών, έκτασης 5.266 τ.μ. Ο παραπάνω αγρός είναι ομοίως ποτιστικός, σε περιοχή που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για καλλιέργειες, η δε αξία του κατά τα ανωτέρω ανέρχεται στο ποσό των (5,266 χ 1.500 ευρώ/στρέμμα) 7.899,00 ευρώ
η) Ενα Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Opel, τύπου Kadett, με αριθμό κυκλοφορίας .......... , κυβισμού 1.389 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 1991, το οποίο αγόρασε ο εναγόμενος μεταχειρισμένο το έτος 1996. Η αξία δε του άνω οχήματος, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει της παλαιότητας, του μικρού κυβισμού του και της μη ύπαρξης αγοραστικού ενδιαφέροντος για τόσο παλαιά αυτοκίνητα, τα οποία είναι πολυδάπανα στη συντήρηση τους, στο ποσό των 500,00 ευρώ
θ) ένα εξωλέμβιο σκάφος, τύπου ΜΑΡίΝΚΟ Λ με αριθμό κυκλοφορίας Τ.Σ. 35, το οποίο αγόρασε το έτος 2003 έναντι του ποσού των 20.000,00 ευρώ, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από τον εναγόμενο. Η αξία δε του άνω πλωτού μέσου, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, ενόψει της παλαιότητας αυτού και της μη ύπαρξης αγοραστικού ενδιαφέροντος για πλωτά μέσα, τα οποία είναι πολυδάπανα στη συντήρηση τους, στο ποσό των 10.000,00 ευρώ.
Τα ως άνω ακίνητα και κινητά υπήρχαν κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετίας από τη διάσταση των συζύγων (Απρίλιος 2008), αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της παρούσας αγωγής, με αποτέλεσμα η περιουσία του εναγομένου να έχει αυξηθεί κατά την αξία τούτων.
Περαιτέρω, ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα απέκτησε κατά κυριότητα ένα τροχόσπιτο, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της τελευταίας έχει πωλήσει το έτος 2006 αντί τιμήματος 8.000,00 ευρώ. Επομένως, καθόσον το άνω περιουσιακό στοιχείο δεν υφίσταται στην περιουσία του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετίας από τη διάσταση, ούτε αποδεικνύεται είτε ότι το ποσό του τιμήματος διατηρείται από τον τελευταίο, είτε ότι με τα άνω χρήματα από την εκποίηση του τροχόσπιτου ο εναγόμενος έχει αποκτήσει κάποιο άλλο συγκεκριμένο περιουσιακό αντικείμενο, καθόσον ουδείς των μαρτύρων κατέθεσε θετική γνώση περί των ανωτέρω, το άνω χρηματικό ποσό ουδόλως συμπεριλαμβάνεται στην τελική περιουσία του εναγομένου για τον υπολογισμό των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας.
Εξάλλου, δυνάμει της με αριθμό ..... έκθεσης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέα του ενταύθα Πρωτοδικείου, νομίμως μεταγεγραμμένης, ο εναγόμενος απέκτησε κατά ποσοστό 14 εξ αδιαιρέτου τη συγκυριότητα δύο ποτιστικών αγρών, κείμενων στη θέση «...........» του αγροκτήματος Σερρών, ήτοι το με αριθμό .... αγρό, Η' κατηγορίας, έκτασης 4.945 τ.μ. και το με αριθμό ... αγρό, Α' κατηγορίας, έκτασης 1.500 τ.μ., αξίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 1.500,00 ευρώ ανά στρέμμα, η οττοία ουδόλως αμφισβητείται από τον εναγόμενο και επομένως του περιουσιακού δικαιώματος του εναγομένου επ' αυτών ανερχόμενου στο ποσό των 1.855,00 ευρώ και 588,00 ευρώ αντίστοιχα. Η άνω κτηθείσα περιουσία του εναγομένου αφαιρείται από την αξία της τελικής περιουσίας του εναγομένου, καθόσον αποκτήθηκε από τον τελευταίο από κληρονομιά του πατέρα του και επομένως, μη θεωρούμενου αποκτήματος, δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου (άρθρο 1400 παρ. 3 ΑΚ).
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η αγοραστική αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχε ο εναγόμενος κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης τριετίας από τη διάσταση του με την ενάγουσα σύζυγο του (Απρίλιος 2008) και συνθέτουν την κατά το χρόνο γένεσης της αξίωσης της ενάγουσας καθαρή τελική περιουσία τούτου, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (10.000 + 97.570 + 4.000 + 110.000 + 35.000 + 8.100 + 9.000 + 7.899 + 500 + 10.000) 292.069,00 ευρώ.
Περαιτέρω, ο εναγόμενος, τόσο πριν από το γάμο του όσο και μετά, εργαζόταν ως έμπορος οπωροκηπευτικών, τα οποία μεταπωλούσε τόσο σε χονδρική, όσο και σε λαϊκές αγορές, παράλληλα δε καλλιεργούσε και χωράφια με οπωροφόρα δένδρα, την παραγωγή των οποίων συνέλεγε και πωλούσε σε λαϊκές αγορές, κατά τα προαναφερθέντα. Τα μηνιαία εισοδήματα του εναγομένου από τις άνω δραστηριότητες του, ανέρχονταν το έτος 1993 στο ποσό των 150.000 δρχ., ενώ ο τελευταίος, ο οποίος από μικρή ηλικία εργαζόταν σε ομοειδή με τη δική του επιχείρηση του πατέρα του και γνώριζε καλά το εν λόγω αντικείμενο εργασιών, απεδείχθη επιτήδειος επαγγελματίας, με τη μεθοδική του δε και σκληρή εργασία κατάφερε να προοδεύσει επαγγελματικά και η άνω δραστηριότητα του να του αποφέρει συνεχώς αυξανόμενα κέρδη κατά ποσοστό τουλάχιστον 8% ετησίως- Από το έτος 1997 τα άνω κέρδη του αυξήθηκαν σημαντικά, ανερχόμενα στο ποσό των 250.000 δρχ. μηνιαίως και αυξανόμενα κατά ποσοστό τουλάχιστον 10% ετησίως, στην ως άνω δε βελτίωση συνέβαλε σημαντικά το γεγονός ότι άρχισε να δραστηριοποιείται πλέον σε δύο λαϊκές αγορές, των ........... , μη επιβαρυνόμενος όμως με περιττά έξοδα σε υπάλληλο που κατ' ανάγκην θα προσελάμβανε για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συνεχώς αυξανόμενων πελατών του, αφού από το άνω χρονικό σημείο άρχισε να απασχολείται στην άνω δραστηριότητα και η ενάγουσα, η οποία βοηθούσε σημαντικά το σύζυγο της στην πώληση των προϊόντων. Τελικά δε, κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος είχε φθάσει να αποκερδαίνει από την επαγγελματική του δραστηριότητα το ποσό των 2.500,00 ευρώ τουλάχιστον κατά μήνα. Τα παραπάνω εισοδήματα του εναγομένου σαφώς προκύπτουν από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, ουδόλως δε αναιρούνται από την ασαφή κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος εξάλλου κατέθεσε ότι δεν δύναται να γνωρίζει τα καθαρά εισοδήματα του εναγομένου, αλλά ούτε και από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα οικονομικών ετών 2000 - 2005 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., καθόσον ουδόλως προκύπτει ότι οι αναφερόμενες σ' αυτά οικονομικές χρήσεις έχουν ελεγχθεί ως προς την ειλικρίνεια τους, εξάλλου τα δηλούμενα από τον εναγόμενο κατ' έτος ποσά ως καθαρά κέρδη αυτού από την επιχειρηματική του δραστηριότητα εμφαίνονται ασυνήθιστα χαμηλά για έναν ελεύθερο επαγγελματία με τη δική του φήμη και δραστηριότητα, που απέκτησε την παραπάνω αναφερόμενη αξιόλογη περιουσία.
Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τα άνω έτη 1993, οπότε και τελέσθηκε ο γάμος της με τον εναγόμενο, έως το έτος 1997, παρείχε μισθωτή εργασία σε τρίτους, βοηθούσε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην επιχείρηση του συζύγου της ή ασκούσε ελεύθερο επάγγελμα ως κομμώτρια. Αντίθετα, όπως προκύπτει από τις μετ' επίκληση προσκομιζόμενες από την τελευταία καταστάσεις του ΙΚΑ των ετών 1992 - 2000, η ενάγουσα, όσον αφορά στο κρίσιμο μετά το γάμο της χρονικό διάστημα (16-5- 1993), παρείχε μισθωτή εργασία ως κομμώτρια στο κομμωτήριο της .... μόνο για το χρονικό διάστημα από το Μάιο 1993 έως τέλος Ιουλίου 1993, κατά το οποίο έλαβε ως μισθό το ποσό των 60.000 δρχ. περίπου για καθένα από τους άνω δυόμιση μήνες εργασίας της, ως εκθέτει η ενάγουσα στην αγωγής της και επιρρωνόεται από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και όχι αυτό των 96.750 δρχ., που αναφέρεται ως καταβληθείς μισθός στις άνω καταστάσεις του ΙΚΑ και προφανώς δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Εκτοτε, σταμάτησε να παρέχει την εργασία της στην άνω εργοδότρια της και εμφαίνεται εικονικά κατά διάφορα χρονικά διαστήματα ως εργαζόμενη και ασφαλισμένη από την ομόρρυθμη εταιρία «......», συμφερόντων του συζύγου της, προφανώς για να θεμελιώσει δικαίωμα ασφάλισης και σύνταξης από τον άνω ασφαλιστικό οργανισμό.
Εξάλλου, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα κατά το άνω χρονικό διάστημα βοηθούσε το σύζυγο της καθόσον την περίοδο εκείνη είχε κυοφορήσει και γεννήσει τα δύο της τέκνα, οπότε σαφώς δεν θα δύνατο να μετέρχεται κοπιώδεις και απαιτούσες διαρκή ορθοστασία εργασίες ως κομμώτρια, πωλήτρια σε λαϊκές αγορές και αγρεργάτισσα. Πλην, όμως, κατά το χρονικό διάστημα της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων από το έτος 1997 και μετά, η ενάγουσα άρχισε κατά τα προαναφερθέντα να βοηθά τον εναγόμενο σύζυγο της, γι' αυτό δε το λόγο και αποφάσισαν από κοινού την επέκταση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας και σε δεύτερη λαϊκή αγορά, αυτή της ..... , όπου η ενάγουσα διατηρούσε προσέτι και οικογενειακές και φιλικές σχέσεις με κατοίκους, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερη πελατεία. Οπως δε σαφώς καταθέτουν αμφότεροι οι μάρτυρες, απόδειξης και ανταπόδειξης, η ενάγουσα μετέβαινε ανελλιπώς στις λαϊκές αγορές, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα και συνέδραμε ουσιαστικά το σύζυγο της στην πώληση των προϊόντων τους.
Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν ως εργάτρια γης σε αγρούς του εναγομένου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και τον βοηθούσε με τη συγκομιδή των καρπών των οπωροφόρων δένδρων. Πράγματι, κατά τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, οι αγροί του εναγομένου καλλιεργούνταν από τον πατέρα του εναγομένου έως το θάνατο αυτού το έτος 2005, ο ίδιος δε ο εναγόμενος εκτελούσε μόνο βοηθητικές εργασίες στους αγρούς και επομένως δεν υπήρχε ανάγκη εργασίας της ενάγουσας σ' αυτούς.
Εξάλλου, ο εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1993 έως την έναρξη της διάσπασης των συζύγων το έτος 2005, είχε στην κυριότητα του, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, μόνο δύο δεκτικούς καλλιέργειας αγρούς, συνολικής έκτασης 7,5 στρεμμάτων περίπου, για την συγκομιδή των καρπών των οποίων σαφώς δεν απαιτείτο εργασία της ενάγουσας και δη η αναφερόμενη στην αγωγή 4ωρη εργασία καθ' άπαντες τους καλοκαιρινούς μήνες.
Εξάλλου, η ενάγουσα, κατά το άνω χρονικό διάστημα από το έτος 1997 και εντεύθεν, εργαζόταν στην οικία της ως κομμώτρια, για το λόγο δε αυτό είχε διαμορφώσει ειδικό χώρο στις οικίες που κατά καιρούς διέμενε με την οικογένεια της, προκειμένου να παρέχει τις άνω υπηρεσίες, ενώ περαιτέρω είχε αναλάβει και την προώθηση προϊόντων ομορφιάς, εργαζόμενη κατ' οίκον ως πλασιέ καλλυντικών. Για την παραπάνω εργασία της όμως δεν προέκυψε από κάποιο έγγραφο ή από τις καταθέσεις των μαρτύρων το ύψος των απολαβών της, έστω και κατά προσέγγιση. Πράγματι, ουδείς των μαρτύρων ήταν σε θέση να γνωρίσει στο Δικαστήριο τα εισοδήματα της ενάγουσας από την εργασία της ως πλασιέ καλλυντικών, για τη δε εργασία της ως κομμώτρια οι μάρτυρες ουδέν κατέθεσαν περί του ύψους των αμοιβών της ενάγουσας που ελάμβανε - καθ' έκαστο των ανωτέρω από το 1997 και εντεύθεν έτη - για κάθε είδους παρεχόμενης κομμωτικής εργασίας, αλλά ούτε συμφωνούν και για τον αριθμό των πελατών που εξυπηρετούσε κάθε ημέρα η ενάγουσα.
Ειδικότερα, η μάρτυρας απόδειξης, γενικόλογα και αόριστα κατέθεσε ότι η ενάγουσα εξυπηρετούσε γύρω στους πέντε πελάτες την ημέρα οίκαι αποκέρδαινε από την εργασία της ως πλασιέ καλλυντικών και κομμώτρια το ποσό των 100.000 δρχ. το έτος 1997, ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης δεν ήταν σε θέση να καταθέσει με βεβαιότητα ουδέν περί του αριθμού των πελατών και του ύψους των αμοιβών της ενάγουσας από τις παραπάνω δραστηριότητες της, αλλά μόνο εικασίες μπόρεσε να εισφέρει. Περαιτέρω, στις αρχές του έτους 2004, η ενάγουσα ξεκίνησε καινούργια επαγγελματική δραστηριότητα, με συνέταιρο τη φίλη της ........... , ανοίγοντας κατάστημα λιανικής πώλησης ενδυμάτων και εσωρούχων, το αντιστοιχούν δε στην ίδια μέρος του κεφαλαίου για την έναρξη λειτουργίας του άνω καταστήματος συνεισέφερε για λογαριασμό της ο εναγόμενος σύζυγος της. Η άνω επιχείρηση άρχισε να λειτουργεί με ικανοποιητικούς ρυθμούς, σαφώς όμως κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η λειτουργία της στην αρχή θα είχε αυξημένο κόστος και μειωμένα έσοδα και δεν θα απέφερε εξαρχής μεγάλα έσοδα, μέχρι να καταστεί γνωστή στην αγορά των Σερρών, πλην, όμως, ήδη σε χρονικό διάστημα περίπου ένα έτους λειτουργίας του, ήτοι από τις αρχές του έτους 2005, η ενάγουσα έφθασε να έχει εισόδημα περί τις 2.500,00 ευρώ το μήνα από την άνω δραστηριότητα της, γεγονός που αναγνώρισε εμμέσως και ο εναγόμενος σύζυγος της, ο οποίος αναφέρει διηγηματικώς τα αυξημένα μηνιαία εισοδήματα της ενάγουσας το έτος 2005 στην από 16-8-2005 εξώδικη δήλωση -απάντηση που της επέδωσε. Σημειώνεται επιπλέον ότι ασφαλή συμπεράσματα περί των εισοδημάτων της ενάγουσας από τις παραπάνω δραστηριότητες της δεν μπορούν να συναχθεί από τα μετ' επίκληση προσκομιζόμενα από την τελευταία εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2000-2006 (χρήσεις 1999 - 2005), διότι τα εισοδήματα στα σημειώματα στηρίζονται σε δηλώσεις της ίδιας της δηλούσας οι οποίες δεν έχουν ελεγχθεί ακόμα από την αρμόδια ΔΟΥ ως προς την ειλικρίνεια του, για την οποία το Δικαστήριο διατηρεί πλείστες αμφιβολίες καθόσον συνομολογείται εμμέσως από την ενάγουσα, η οποία δηλώνει μισθωτές υπηρεσίες κατά τα παραπάνω έτη, ενώ η ίδια εκθέτει στην αγωγή της ότι δεν παρείχε επ' αμοιβή την εργασία της σε τρίτο εργοδότη, ενώ τα εισοδήματα της από τη δραστηριότητα της ως πλασιέ και κομμώτρια ουδόλως δηλώνονται.
Προσέτι αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθ' όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο σύζυγο της, πρόσεχε και περιποιούνταν αυτόν και τα κοινά τους τέκνα, ασχολούνταν επί καθημερινής βάσης με τις οικιακές εργασίες (πλύσιμο, μαγείρεμα, καθάρισμα) και την ανατροφή των κοινών τους τέκνων, διαχειρίζονταν με σύνεση τα έσοδα της οικογένειας και περιόριζε τις δαπάνες της, ασχολήθηκε δε αποκλειστικά η ίδια με την επιλογή των δομικών υλικών και τη διακόσμηση της ιδιόκτητης οικογενειακής οικίας, ενώ περαιτέρω ενθάρρυνε και παρείχε αμέριστη συμπαράσταση στο σύζυγο της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ασφάλεια στο συζυγικό οίκο, αλλά και το κατάλληλο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα για την απρόσκοπτη ενασχόληση του εναγομένου με την εργασία του, οι δε άνω υπηρεσίες υπήρξαν σημαντικές και υπερέβαιναν κατά την κρίση ταυ Δικαστηρίου, το μέτρο της υποχρέωσης της για συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες, δεδομένης και της μη συμμετοχής του ενάγοντος στη διαχείριση του κοινού τους οίκου και της αντιμετώπισης των καθημερινών αναγκών αυτού.
Σύμφωνα δε με τα παραπάνω αποδειχθέντα, η ενάγουσα συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην προαναφερθείσα περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου και δη με την παροχή προσωπικής εργασίας για την ανάπτυξη του ασκούμενου επαγγέλματος του του μικροπωλητή σε λαϊκές αγορές, με τα εισοδήματα της από την επαγγελματική της δραστηριότητα, με τις υπηρεσίες που προσέφερε εντός της κοινής τους οικίας και στην ανατροφή των τέκνων τους, η δε ως άνω προσφορά της αποτελεί δική της συμβολή και στην κτηθείσα κατά το χρόνο της τριετούς διάστασης των συζύγων περιουσίας του εναγομένου, με την έννοια ότι η προσφορά έγινε κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, αλλά απέδωσε καρπούς αμέσως μετά απ' αυτήν, κατά τη διάρκεια της διάστασης τους. Πλην, όμως, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε το ύψος των εισοδημάτων της ενάγουσας από την εργασία που κατά καιρούς μετερχόταν, δεν δύναται να αποδειχθεί η πραγματική συμβολή αυτής στην άνω επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, απορριπτόμενης της κύριας βάσης της αγωγής ως ουσία αβάσιμης.
Επομένως, η συμβολή της ενάγουσας στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου ανέρχεται σε ποσοστό 1/3, που καθορίζει το τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, ήτοι κατά ποσό (292.069 χ 1/3) 97.356,33 ευρώ, απορριπτόμενης της ένστασης του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας ως ουσία αβάσιμης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της, να αναγνωρισθεί ότι η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου ανέρχεται κατά τον τεκμαιρόμενο υπολογισμό σε ποσοστό 1/3 και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό των 97.356,33 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Εξάλλου, η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, διότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί γι' αυτό λόγοι ή ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα.
Τέλος, ο εναγόμενος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ, εν μέρει, την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η συμβολή της ενάγουσας στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου ανέρχεται σε ποσοστό 1/3.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ενενήντα επτά χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (97.356,33 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε την 17η Μαΐου 2011 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις Σέρρες, την 31η Μάιου 2011, με τη σύνθεση Σοφία Καραγιάννη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθηνά Κουμούρη, Πρωτοδίκη και Πέτρο Κομισόπουλο, Πρωτοδίκη, λόγω απουσίας σε άδεια του μέλους της σύνθεσης Κωνσταντίνος Λυμπεροπούλου, Πρωτοδίκη.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου