ΣτΕ (Α') 3410/14 : ''Δίκη Πιλότος'' - Περικοπές συντάξεων - Δημόσιο συμφέρον - Συνταγματικότητα. Αγωγή κατά του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Οι επίμαχες περικοπές στις κύριες συντάξεις που επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, είναι οι τέταρτες, κατά σειρά, περικοπές συντάξεων και εντάσσονται, μαζί με εκείνες του ν. 3986/2011, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της..
Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει κι εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους ενάγοντες είναι αβάσιμα. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
ΑΠΟΦΑΣΗ 3410/2014
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Μαρτίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μαρινάκης, Σπ. Μαρκάτης, Ό. Ζύγουρα, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Αικ. Ρωξάνα, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2012 αγωγή:
των: 1. ... και 3. ..., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Στρίμπερη (Α.Μ. 16630), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφαλίσεως Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Αντώνιο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στην μείωση της κύριας συντάξεώς των, βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.
Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στο Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 8 Οκτωβρίου 2013 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 και της από 13 Νοεμβρίου 2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Σπ. Μαρκάτη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των εναγόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους της αγωγής και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τον αντιπρόσωπο του εναγόμενου Ιδρύματος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η οποία εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Α΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και κατόπιν της ΠΑ17/8.10.2013 πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου και της από 13.11.2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή της υποθέσεως, οι ενάγοντες ζητούν, κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών ποσό 1.621,21 ευρώ, στον δεύτερο ποσό 1.626,30 ευρώ και στην τρίτη ποσό 351,36 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν από την περικοπή της χορηγούμενης από το εναγόμενο κύριας συντάξεως γήρατος κατ’ εφαρμογή των, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικείμενων στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ παραγράφων 1, καθ’ όσον αφορά την τρίτη των εναγόντων και 2, καθ’ όσον αφορά τους δύο πρώτους εξ αυτών, του άρθρου 2 του ν. 4024/2011.
2. Επειδή, ο ν. 3900/2010 (Α΄ 213) όρισε, αρχικά, στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελουμένης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Μετά την επίλυσή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του». Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51/12.3.2012) ως εξής: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρο του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Το ύψος του ποσού του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής». Η ισχύς του ως άνω άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 113 του νόμου αυτού, στις 2.4.2012.
3. Επειδή, η αίτηση των εναγόντων, η οποία έγινε δεκτή με την αναφερόμενη στην σκέψη 1 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 λόγω του ζητήματος της συνταγματικότητας των διατάξεων παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 που αφορά ευρύτερο κύκλο προσώπων, κατατέθηκε στις 29.3.2012, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε αρχίσει η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012. Συνεπώς, η αίτηση αυτή παραδεκτώς κατατέθηκε χωρίς καταβολή του προβλεπόμενου με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012, επί ποινή απαραδέκτου, παραβόλου. Εξ άλλου, η ΠΑ17/8.10.2013 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» (φύλλο της 17.10.2013) και «ΝΕΑ» (φύλλο της 15.10.2013). Συνεπώς, μετά και την κοινοποίηση στους διαδίκους της από 13.11.2013 πράξεως του Προέδρου του Α΄ Τμήματος, παραδεκτώς συζητείται η κρινόμενη αγωγή για την εκδίκαση της οποίας έχουν εφαρμογή, όπως έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 601/2012 Ολομ. κ.ά.), ως προς μεν την πληρεξουσιότητα, οι διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989 (Α 8), ως προς δε το παραδεκτό και το βάσιμο της αγωγής, οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α 97).
4. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης καταψηφιστικής αγωγής κατά του εναγόμενου οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως δεν απαιτείται, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 3659/2008 (Α 77), καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι τα χρηματικά ποσά των οποίων ζητείται η καταψήφιση είναι κατώτερα των 6.000 ευρώ. Συνεπώς, τα καταβληθέντα για την άσκηση της αγωγής αυτής τέλη δικαστικού ενσήμου (υπ’ αριθμούς 260574, 405152, 319848, 260572, 223560 και 223563, σειράς Α, ειδικά γραμμάτια δικαστικού ενσήμου) θα έπρεπε να επιστραφούν στους ενάγοντες (πρβ. ΣτΕ 1841/2009).
5. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 εισάγεται ο θεσμός της «δίκης-πιλότου» ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απ’ ευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας ώστε αυτό να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (ΣτΕ 601/20102 Ολομ. κ.ά.). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 115 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή αγωγή, εφ’ όσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, κατά δε το άρθρο 121 παρ. 2 του αυτού Κώδικα, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους. Εν όψει του, κατά τα ως άνω, σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το Δικαστήριο, όταν δικάζει τα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα και μέσα, δύναται, κατά περίπτωση, να συγχωρεί την έλλειψη ομοδικίας αποφεύγοντας την επέλευση των συνεπειών της ελλείψεως αυτής, δηλαδή τον χωρισμό του δικογράφου, και την, εξ αυτού του λόγου, καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεως επί του συνόλου των ζητημάτων επί των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί με την διαδικασία του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η τρίτη των εναγόντων προβάλλει κοινές αιτιάσεις με τους λοιπούς δύο για την αντίθεση προς το Σύνταγμα της περικοπής των συντάξεώς τους κατ’ εφαρμογή διαφορετικών διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, το Δικαστήριο, για τον λόγο αυτό, χωρεί στην εξέταση των κοινών αυτών αιτιάσεων.
6. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 - Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …», στο δε άρθρο 106 ορίζεται ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν στοιχειοθετείται ευθύνη προς αποζημίωση μόνο όταν από την νομοθέτηση ή την παράλειψη νομοθετήσεως γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν δε και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοικήσεως. Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοικήσεως που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (πρβ. ΣτΕ 1038/2006 επτ. κ.ά.).
7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 ότι «1. Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. 2. …», στο άρθρο 4 ότι «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. … 2. … 3. … 4. … 5. Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. 6. … 7. …», στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 του Συντάγματος ότι «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. … 2. … 3. … 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως θεσμική εγγύηση, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης, διαθέτοντας ευρεία προς τούτο εξουσία και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, θέτει τους κανόνες για την ασφαλιστική κάλυψη και προστασία του πληθυσμού έναντι συγκεκριμένων κινδύνων (γήρας, θάνατος, αναπηρία και ασθένεια) με γνώμονα, αφ’ ενός, την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την εξυπηρέτηση της αναλογιστικής βάσεως, στην οποία στηρίζεται η οικονομία των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, δηλαδή την προστασία της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, χάριν και των μελλοντικών γενεών και, αφ’ ετέρου, την διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερα σε εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτήν, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος. Οι προς τούτο αναγκαίες, κατά την επιλογή του νομοθέτη, επεμβάσεις επιτρέπεται, σε περίπτωση εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και την μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για την διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύει την επί το δυσμενέστερο μεταβολή του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως όταν αιτιολογημένα προκύπτει ότι η βιωσιμότητά του μόνο με αυτές τις επεμβάσεις μπορεί να διασφαλισθεί. Τέτοιες όμως επεμβάσεις, που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και μείωση ασφαλιστικών παροχών που έχουν ήδη απονεμηθεί, πρέπει να σέβονται τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και, ιδίως, την αρχή της ισότητας των πολιτών κατά την συμμετοχή στα δημόσια βάρη ώστε να αξιώνεται από τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους η τήρηση της υποχρεώσεως για κοινωνική αλληλεγγύη, πάντως δε, όριο στην ελευθερία επιλογών του νομοθέτη κατά τον καθορισμό, ειδικότερα, του ύψους των διατιθέμενων για την κοινωνική ασφάλιση κρατικών οικονομικών πόρων αποτελεί η διασφάλιση στους συνταξιούχους παροχών που επιτρέπουν την αξιοπρεπή διαβίωση αυτών, δηλαδή εισοδήματος ικανού να εξασφαλίσει όχι μόνο τους όρους της φυσικής τους υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Μείωση δε απονεμηθεισών ασφαλιστικών παροχών υπό τους ως άνω όρους και προϋποθέσεις δεν νοείται ως προσκρούουσα στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Η Σύμβουλος Όλγα Ζύγουρα διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος, εντάσσοντας την στους σκοπούς του κράτους, την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της ανάλογα με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες. Κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού, ο νομοθέτης έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων, υποκείμενος μόνο στους περιορισμούς, που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (ΣτΕ 2197-2200/2010 Ολ., 2180/2004 Ολ.). Η μόνη δέσμευση που επιβάλλεται με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη αναφέρεται, όπως έχει κριθή, στη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, στις περιπτώσεις που ο νόμος καθιερώνει υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, θεσπίζοντας την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είτε εκ μέρους του εργαζομένου, είτε εκ μέρους του εργοδότου. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, φορείς της κοινωνικής ασφαλίσεως δύνανται να είναι μόνο το κράτος ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 3096/2001 Ολομ.). Μέσα στο συνταγματικό αυτό πλαίσιο, ο θεσμός της κοινωνικής ασφαλίσεως διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην κατά το Σύνταγμα αποστολή τους. Ειδικώτερα, έργο του Κράτους είναι να διασφαλίζη, μέσω των σχετικών ρυθμίσεων, την βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, χάριν και των μελλοντικών γενεών. Έτσι από την συνταγματική αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιφέρη μεταβολές στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως και στους όρους και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεων και άλλων παροχών, μεταβολές, οι οποίες, μάλιστα, είναι δυνατόν να επιβαρύνουν οικονομικά τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (όπως ρυθμίσεις με αντικείμενο τη συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή την αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών), μόνο όμως ύστερα από τη σύνταξη από το Κράτος ειδικών μελετών οικονομικού περιεχομένου ή από τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς αναλογιστικών μελετών, στις οποίες πρέπει να απεικονίζεται η συνολική οικονομική κατάσταση τους (πρβλ. ΣτΕ 2199/2010 Ολ.). Από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, όμως, δεν συνάγεται ότι είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη στο νόμο της προηγουμένης συντάξεως τέτοιων οικονομικών ή αναλογιστικών μελετών από το κράτος ή τους ασφαλιστικούς φορείς όταν λαμβάνεται ένα συγκεκριμένο γενικού χαρακτήρος μέτρο περιορισμού (περικοπής) συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο γενικώτερου πλέγματος αμέσων μέτρων οικονομικής πολιτικής, ούτε ότι η προηγούμενη κατάρτιση αναλογιστικών μελετών αποτελεί ουσιώδη τύπο ή αναγκαίο όρο ή απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη τέτοιας φύσεως νομοθετικών μέτρων (ΣτΕ 1285/2012). Περαιτέρω, από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται στο κράτος υποχρέωση να διατηρή σε ωρισμένο ύψος τις καταβαλλόμενες κοινωνικές παροχές. Ειδικώτερα, δεν εμποδίζεται, από την διάταξη αυτή, ο νομοθέτης να μεταβάλη το ύψος των καταβλητέων συντάξεων και μάλιστα επί τα χείρω, αν τούτο επιβάλλεται εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος. Τέτοιος λόγος δημοσίου συμφέροντος δε, είναι εν πάση περιπτώσει και η ανάγκη διασφαλίσεως της βιωσιμότητος του συνταξιοδοτικού συστήματος, την οποία επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, η ειδικώτερη αρχή της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών που διέπει το δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τούτο παρίσταται ιδιαιτέρως επιτακτικό σε περιπτώσεις κρίσεως χρέους, εφ’ όσον για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος διατίθεται σημαντικό μέρος των κρατικών πόρων. Η τυχόν μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, στις περιπτώσεις αυτές, όμως, δεν δύναται να χωρήση παρά μόνον βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αρχών της ισότητος και της αναλογικότητος. Απαιτείται, επομένως, εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, σε περίπτωση που λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν μείωση των προβλεπομένων συνταξιοδοτικών και εν γένει ασφαλιστικών παροχών, η μείωση αυτή να μην υπερβαίνη το απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού μέτρο και να μην θίγη τον πυρήνα του σχετικού δικαιώματος. Απαιτείται, δηλαδή, να διατηρήται η στοιχειώδης αντιστοιχία της καταβαλλομένης συνταξιοδοτικής παροχής με τις ελάχιστες απαιτήσεις αξιοπρεπούς διαβιώσεως του ενδιαφερομένου, εν όψει και της οικονομικοκοινωνικής θέσεως την οποία αυτός κατείχε, όταν ευρίσκετο στην ενέργεια. (καθώς, επίσης, και δή ειδικώς προκειμένου περί της επικουρικής ασφαλίσεως, οι καταβαλλόμενες ασφαλιστικές παροχές να μην τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τις καταβληθείσες από τους ενδιαφερομένους, εν όσω ήσαν στην ενέργεια, εισφορές). Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Τμήματος Ν. Σακελλαρίου, ο Σύμβουλος Διον. Μαρινάκης και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα οι οποίοι υποστήριξαν τα ακόλουθα: Ακόμη και όταν επικρατούν στη Χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται πέραν της διενεργείας εκτεταμένων πάσης φύσεως διαρθρωτικών μεταβολών στο Κράτος και η ταυτόχρονη επιβολή για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της Χώρας αυστηρών φορολογικών και άλλης φύσεως μέτρων, που συνεπάγονται ιδιαίτερα σημαντικές επιβαρύνσεις για τους διοικουμένους, προκειμένου να είναι δυνατό να θεωρηθούν συνταγματικά ανεκτές επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητός του (διαρθρωτικές εν γένει μεταβολές στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ανακαθορισμός των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των πάσης φύσεως παροχών κλπ), αυτόθροος συνέπεια των οποίων είναι ο περιορισμός της εκτάσεως και του ύψους των πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, πρέπει οι επεμβάσεις αυτές να επιχειρούνται, τηρουμένων των επί μέρους διατάξεων του Συντάγματος και μετά από σχεδιασμό, πρέπει δηλαδή να επιχειρούνται με ορθολογικό τρόπο, που να αποτυπώνεται σε μία προηγούμενη, συνολική Μελέτη που να έχει καταρτισθεί επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και μετά από στάθμιση των συνολικών επιπτώσεών, που έχουν οι επεμβάσεις αυτές στις παροχές των ασφαλισμένων. Τούτο επιβάλλεται, δεδομένου ότι δεν αρκεί το Δικαστήριο να εξαγγέλλει διαρκώς τα όρια (βλ. ΣτΕ Ολομ. 668, 1285/2012) εντός των οποίων πρέπει να κινείται ο νομοθέτης όταν επιχειρεί τέτοιου είδους επεμβάσεις αλλά απαιτείται, πρίν από τη διενέργεια των επεμβάσεων αυτών, να προκύπτει από σχετική συνολική Μελέτη, η διαδικασία και τα συγκεκριμένα εκείνα στοιχεία επί τη βάσει των οποίων επιχειρούνται οι σχετικές επεμβάσεις, καθώς και οι εκάστοτε επιπτώσεις τους στους ασφαλισμένους, εν όψει και των συνολικών πάσης φύσεως επιβαρύνσεων που τους έχουν επιβληθεί. Τούτο, διότι μόνο με την τήρηση της απαιτήσεως αυτής είναι δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσον οι σχετικές επεμβάσεις επιχειρούνται μετά από σχεδιασμό, υπό την προεκτεθείσα έννοια ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητός τους (βλ. την μειοψηφία στις ΣτΕ Ολομ. 668 και 1285/2012, βλ. επίσης ΣτΕ 2180/2001 και 2307/2014), εν όψει και της υποχρεώσεως τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητος. Ειδικότερα, απαιτείται οι επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας να είναι αιτιολογημένες, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτει ότι επιχειρούνται μετά από προηγούμενη συνεκτίμηση των συνολικών οικονομικών ή άλλων, αμέσων ή εμμέσων, επιβαρύνσεων που έχουν επιβληθεί στους ασφαλισμένους και μετά από διαρκή αποτίμηση, ιδίως επί διαδοχικών επεμβάσεων, των επιπτώσεων που συνεπάγονται, σωρευτικά, στο βιοτικό τους επίπεδο, επί τη βάσει μιάς προηγούμενης, συνολικής Μελέτης και με την επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, που να αντλούνται από οικονομικές, αναλογιστικές, στατιστικές κ.ά. μελέτες, οι οποίες πρέπει να έχουν εκπονηθεί από ανεξάρτητες αρχές, όπως η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, η Ελληνική Στατιστική Αρχή κ.ά. Επομένως, μόνη η επίκληση, στις αιτιολογικές εκθέσεις των σχετικών νομοθετημάτων, δημοσιονομικών λόγων δεν αρκεί για να θεωρηθούν αιτιολογημένες οι σχετικές επεμβάσεις. Η δε υποχρέωσις αιτιολογήσεως των σχετικών επεμβάσεων του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας, υπό την προεκτεθείσα έννοια, επιβάλλεται προκειμένου να είναι δυνατό να ελέγχεται, κάθε φορά, από το Δικαστήριο – το οποίο ναι μέν δεν έχει εξουσία ελέγχου των πολιτικών επιλογών του νομοθέτη, έχει όμως εξουσία ασκήσεως οριακού έλεγχου της συνταγματικότητος των σχετικών ρυθμίσεων [βλ. σχετικά ΣτΕ Ολομ. 1094/1987, 2289/1987, 3443/1998, βλ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 2307/2012, 1024/2008, 40/2013 κ.ά. Ως προς δέ τον τρόπο ασκήσεως του σχετικού ελέγχου από το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (BVerfG) βλ. την απόφασή του της 9-2-2010 (NJW 2010, 505)] – κατά πόσον οι παροχές που χορηγούνται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς στους ασφαλισμένους επιτρέπουν, εν όψει και του συνόλου των επιβαρύνσεων που τους έχουν επιβληθεί, την αξιοπρεπή τους διαβίωση, αν δηλαδή ανταποκρίνονται, πράγματι, επί τη βάσει του ύψους τους, στο ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως που επιτάσσει το Σύνταγμα. [“Existenzminimum”, βλ. την προαναφερθείσα απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 9-2-2010, βλ. επίσης τις αποφάσεις του BVerfG από 22-2-1984, 29-5-1990 και 10-1-1998, βλ. επίσης και τις αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Γερμανικού Κοινωνικής Ασφαλείας (BSG) της 23-11-2006 και 27-1-2009, βλ. επίσης την μειοψηφία στις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 668, 1285/2012 και το Πρακτικό Επεξεργασίας Διατάγματος 158/1992]. Ειδικότερα, για να είναι συνταγματικά ανεκτές οι σχετικές επεμβάσεις, πρέπει από τα στοιχεία αυτά να προκύπτει ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές κινούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο που να επιτρέπει όχι απλώς την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των ασφαλισμένων για την επιβίωση τους (αντιμετώπιση εξόδων διατροφής ενδύσεως, στέγης, θερμάνσεως κλπ) και την εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων, αλλά και την εξασφάλιση, μετά την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεών τους, ικανού εισοδήματος για την αξιοπρεπή συμμετοχή τους στην κοινωνική ζωή. [Σχετικά με την παράμετρο αυτή βλ. ΣτΕ Ολομ. 2307, 2195/2014, 3354/2013, βλ. επίσης Επιτροπή Αναστολών (ΕΑ) ΣτΕ 59/2014, την 293/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ) και τα υπ’ αρ. 3 και 4/2014 πρακτικά της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες της δεινής καταστάσεως στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, λόγω των συνεχών μέτρων λιτότητας που έχουν επιβληθεί με τους «μνημονιακούς» νόμους και των επιπτώσεών τους στο ασφαλιστικό σύστημα της Χώρας βλ. μεταξύ άλλων τις Συστάσεις της 8-2-2011 και 26-7-2013 της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), τις θέσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (Resolution CM/Res CSS (2012) της 12-9-2012 και της 16-10-2013), το Ψήφισμα της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης Resolution 1884 (2012) της 26-7-2012, τις αποφάσεις 76-80/2012 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ) και την Έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα των ΗΕ C. Lumina της 23-7-2014]. Περαιτέρω, η εξασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους (βλ. άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1, 2, και 4 του Συντάγματος), η οποία εκπληρώνεται με την εις το κατάλληλο εκάστοτε ύψος χρηματοδότηση από το Κράτος του ασφαλιστικού συστήματος της Χώρας, δηλαδή σε τέτοιο βαθμό που να επιτρέπει τη χορήγηση, αντίστοιχου (ικανοποιητικού) επιπέδου, ασφαλιστικών παροχών. [βλ. ΣτΕ Ολομ. 2200/2010, βλ. επίσης ΣτΕ 1186/2009, βλ. και την μειοψηφία στις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 668, 1285/2012]. Συνεπώς, η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα να μειωθεί σε επίπεδο που να μη εξασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού κατά τα ήδη εκτεθέντα, επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα, ακόμη και υπό τις παρούσες λίαν δυσμενείς για την Χώρα οικονομικές συνθήκες, η υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, στην οποία σημειωτέον ότι η συμβολή των ασφαλιστικών οργανισμών ήταν πρό της κρίσεως πολύ σημαντική, να μετακυληθεί από το Κράτος – το οποίο ήταν και παραμένει υπεύθυνο για τη χάραξη της εκάστοτε ακολουθουμένης ασφαλιστικής πολιτικής και την άσκηση της δέουσας εποπτείας στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως - καθ’ ολοκληρίαν ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, να επιρριφθεί δηλαδή, κατ’ επέκταση, στους ίδιους τους ασφαλισμένους και να εξαρτηθεί, δια της μεθόδου αυτής, με την επίκληση ρητρών περί μηδενικού ελλείμματος των ασφαλιστικών οργανισμών, η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών (συντάξεων κλπ.) από την βιωσιμότητά τους και μόνο, με τελικό αποτέλεσμα τη χορήγηση, στους ασφαλισμένους - λόγω της κακής οικονομικής καταστάσεως στην οποία έχουν περιέλθει, για τους γνωστούς λόγους, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί - ανεπίτρεπτα χαμηλών, οιονεί μηδενικών συνταξιοδοτικών κλπ παροχών, που να συνοδεύονται μεν από κρατική παροχή, όλως όμως συμβολικού χαρακτήρος, δηλαδή τη χορήγηση παροχών, που να διαμορφώνονται σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε να θίγεται, τελικά, αυτός τούτος ο πυρήνας των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων.
8. Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προααναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως αξιώσεις για την χορήγηση προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος είχε καταβάλει στο παρελθόν υποχρεωτικώς εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Vesna Hasani κατά Κροατίας, της 30.9.2010, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, Νο 55707/00, σκέψη 77, Stec και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Νο 65731/01 και 65900/01, σκέψη 54, Jankovic κατά Κροατίας, της 12.10.2000, Νο 43440/98, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, της 12.10.2004, No 60669/00, σκέψη 39, Domalewski κατά Πολωνίας, της 15.6.1999, Νο 34610/97). Πάντως με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σύνταξη ορισμένου ύψους (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 25.10.2011, Valkov και λοιποί κατά Βουλγαρίας, σκ. 84, βλ. απόφαση επί του παραδεκτού της 8.10.2013, Da Conceicao Mateus και Santos Januario κατά Πορτογαλία, σκ. 18, απόφαση της 8.10.2013, Pejcic κατά Σερβίας, σκ. 54) με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ’ αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83), ιδίως όταν πρόκειται για εκτιμήσεις σχετικά με τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κατά τη διάθεση των περιορισμένων κρατικών πόρων (βλ. προαναφερόμενη απόφαση Da Conceicao Mateus και Santos Januario, με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην απόφαση επί του παραδεκτού της 7.5.2013, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, 57665/12 σκ. 31). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Ειδικότερα, καθ’ όσον αφορά τις περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, ο δικαστικός έλεγχος λαμβάνει υπ’ όψη α) εάν η περικοπή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης (απόφαση Valkov σκ. 92 και 98, απόφαση επί του παραδεκτού της 8.9.2005, Ackermann και Fuhrmann κατά Γερμανίας), β) εάν πρόκειται για διανεμητικό σύστημα, οπότε καθίστανται ανεκτές και έντονες επεμβάσεις στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ακόμη και αν για την απόληψη συνταξιοδοτικών παροχών καταβάλλονταν εισφορές (βλ. απόφαση της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 16.12.1974, M?ller κατά Αυστρίας, καθώς και προαναφερόμενη απόφαση Da Conceicao Mateus και Santos Januario, σκ. 24 και 28), γ) τον αναδρομικό ή μη χαρακτήρα της περικοπής (απόφαση της 5.7.2007, Levochkina κατά Ρωσίας, 944/02, σκ. 48-51), δ) το τυχαίο και, άρα, αυθαίρετο κριτήριο των περικοπών (βλ. απόφαση της 18.2.2009, Andrejeva κατά Λετονίας), δ) την φύση της παροχής, δηλαδή εάν έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα (απόφαση Da Conceicao Mateus και Santos Januario, σκ. 24), ε) την χρονική διάρκεια των περικοπών (απόφαση Da Conceicao Mateus και Santos Januario, σκ. 28), στ) τον μέσο όρο των παροχών που λαμβάνουν οι υπόλοιποι συνταξιούχοι (απόφαση Valkov σκέψη 97, επίσης απόφαση της 19.6.2012, Khoniakina κατά Γεωργίας σκ. 77), ζ) την μέριμνα του εθνικού νομοθέτη για την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου των προσώπων που υφίστανται τις συνέπειές των κρατικών περιοριστικών μέτρων, ώστε να μην τίθεται ζήτημα παραβίασης και του άρθρου 3 ΕΣΔΑ (απόφαση επί του παραδεκτού της 18.6.2009, Budina κατά Ρωσίας, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας).
9. Επειδή, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου για την εγκαθίδρυση οικονομικής και νομισματικής ενώσεως με κοινό νόμισμα το ευρώ (άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [Σ.Ε.Ε.], όπως διαμορφώθηκε με την Συνθήκη της Λισσαβώνας της 13.12.2007, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3671/2008 [Α΄ 129] και ισχύει από την 1.12.2009, άρθρα 119-122, 125-126, 136 παρ. 1 και 138 παρ. 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [Σ.Λ.Ε.Ε.], όπως διαμορφώθηκε με την ως άνω Συνθήκη της Λισσαβώνας] με την 2010/182 απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Φεβρουαρίου 2010 (L83/13), διαπιστώθηκε και δημοσίως η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία είχε περιέλθει η Ελληνική Δημοκρατία, και ειδοποιήθηκε η τελευταία να λάβει τα αναγκαία για τη μείωση του διαπιστωθέντος ελλείμματος μέτρα. Ειδικότερα, στην 13η αιτιολογική σκέψη της εν λόγω απόφασης αναφέρονται τα εξής: «Η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος απαιτεί συγκεκριμένες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων ιδίως μειώσεων του μισθολογικού κόστους και των κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς και μειώσεων στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων) και αυξήσεις στα έσοδα (κυρίως, μέσω της φορολογικής μεταρρύθμισης και με αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του φόρου ακίνητης περιουσίας), καθώς και ορισμένες βελτιώσεις στο ελληνικό δημοσιονομικό πλαίσιο (όπως μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός προγραμματισμός, θέσπιση δημοσιονομικών κανόνων και ορισμένες θεσμικές αλλαγές). Τα μέτρα αυτά έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αναφερθεί από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές στο επικαιροποιημένο πρόγραμμα του Ιανουαρίου του 2010. Θα πρέπει να ζητηθεί ρητά η πλήρης εφαρμογή όλων των αναγκαίων μέτρων εντός καθορισμένων προθεσμιών, δεδομένου ότι κρίνεται απολύτως αναγκαία για την αξιόπιστη και διατηρήσιμη διόρθωση της κατάστασης των δημοσίων οικονομικών στην Ελλάδα. Δεδομένων των κινδύνων κατά τη χαραχθείσα πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης, και προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της πορείας προσαρμογής, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη, όπως έχει εξαγγελθεί στο πρόγραμμα σταθερότητας, να λάβει και να εκτελέσει πρόσθετα μέτρα». Επιπλέον, στην 16η αιτιολογική σκέψη αναφέρονται και τα ακόλουθα: «… Δεδομένης της αλληλεπίδρασης μεταξύ της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάγκης υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα θα πρέπει επίσης να συμπεριλάβει στις εκθέσεις αυτές τα μέτρα που λαμβάνονται ως επακόλουθο της σύστασης του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2010. Επιπλέον, οι εκθέσεις θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν στοιχεία για τη μηνιαία εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού την εκτέλεση του προϋπολογισμού της κοινωνικής ασφάλισης και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης?…». Τέλος, στην 17η αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι «η δήλωση των επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 11ης Φεβρουαρίου 2010, κάλεσε την Επιτροπή να παρακολουθεί στενά την υλοποίηση της παρούσας απόφασης σε συνεργασία με την ΕΚΤ και τα προτείνει τα τυχόν αναγκαία πρόσθετα μέτρα». Στο ανωτέρω πλαίσιο, με το άρθρο 2 της ίδιας απόφασης καθορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα «επείγοντα δημοσιονομικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν έως τις 15 Μαΐου 2010 στο σκέλος των δαπανών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την περ. δ΄ της παρ. Α΄ του εν λόγω άρθρου 2, η Ελληνική Δημοκρατία «προβαίνει σε ονομαστικές περικοπές των μεταβιβάσεων που καταβάλλονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων και μέτρων περιορισμού της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των επιδομάτων και δικαιωμάτων…». Περαιτέρω, στην παρ. Γ του ίδιου άρθρου περιλαμβάνονται τα λοιπά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν έως το τέλος του 2010 στο σκέλος των δαπανών, μεταξύ των οποίων και η «υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για τη σημαντική μείωση της δημοσιονομικής επίπτωσης λόγω γήρανσης του πληθυσμού, με την αναμόρφωση των συστημάτων υγείας και συντάξεων, προς επικύρωση με τη διαδικασία εξέτασης από ομολόγους στο πλαίσιο της επιτροπής οικονομικής πολιτικής? ιδίως, θέσπιση παραμετρικής μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος η οποία αναμένεται να διασφαλίσει ότι το σύστημα αυτό είναι χρηματοδοτικά βιώσιμο ενόψει της γήρανσης του πληθυσμού, και προς τον σκοπό αυτόν, η μεταρρύθμιση θα πρέπει να συμπεριλάβει τη μείωση των ανωτάτων ορίων συντάξεων, την προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, καθώς και την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των χορηγούμενων συντάξεων, προκειμένου να αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι εισφορές που έχουν καταβληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου, να βελτιωθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών και να εξορθολογιστεί το σύστημα ειδικών επιδομάτων προς τους χαμηλοσυνταξιούχους…». Παράλληλα, στην παρ. Δ. «λοιπά δημοσιονομικά μέτρα που πρέπει να θεσπιστούν έως το 2012» προβλέφθηκαν, και πάλι ως προς το σκέλος των δαπανών, και τα ακόλουθα μέτρα: «α) Εφαρμογή, το 2011 και το 2012, μέτρων προσαρμογής μόνιμου χαρακτήρα, που να επικεντρώνονται κυρίως στις τρέχουσες δαπάνες? ειδικότερα, περικοπή των δαπανών, προκειμένου να επιτευχθούν μόνιμες οικονομίες στις δαπάνες δημόσιας κατανάλωσης συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των κοινωνικών μεταβιβάσεων, και μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο…». Εξ άλλου, στο άρθρο 3 της ίδιας απόφασης ορίστηκαν τα εξής: «Για να καταστεί δυνατός ο έγκαιρος και αποτελεσματικός έλεγχος των εσόδων και των δαπανών, και να καταστεί δυνατή η κατάλληλη παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων, η Ελλάδα θα πρέπει: α) … β) να επιβάλει την τήρηση της ισχύουσας νομικής υποχρέωσης που υπέχουν τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και τα νοσοκομεία, να δημοσιεύουν ετήσιους επίσημους λογαριασμούς και ισολογισμούς».
10. Επειδή, ακολούθως θεσπίστηκε ο ν. 3845/2010, «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010)», στον οποίο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα τα λεγόμενα «Μνημόνια». Στο άρθρο τρίτο του νόμου αυτού περιελήφθησαν τα πρώτα μέτρα σχετικά με την περικοπή των συντάξεων. Ειδικότερα, στην παράγραφο 10 του άρθρου αυτού ορίστηκε ότι «τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και το Δημόσιο κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη που εκπονείται από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 67 του ν. 3863/2010, Α΄ 115/15.7.2010)», στην παράγραφο 11 ότι «από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%», στην παράγραφο 12 ότι «αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη», στην παράγραφο 13 ότι «αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα», στην παράγραφο 14 ότι «τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωση τους» και στην παράγραφο 15 ότι «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των παραγράφων 10 έως και 14 του άρθρου αυτού». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, «το αίτηµα της Κυβέρνησης για ενεργοποίηση αυτού του µηχανισµού αποτέλεσε πράξη ευθύνης και ιστορική υποχρέωση απέναντι στον κίνδυνο κατάρρευσης της οικονοµίας λόγω αδυναµίας δανεισµού. Η προσφυγή στο µηχανισµό ήταν το τελευταίο καταφύγιο για να αποτραπεί η χρεοκοπία της χώρας. Ταυτόχρονα η ανάγκη προσφυγής στο µηχανισµό στήριξης µας οδηγεί στην ανάγκη να λάβουµε πρόσθετα µέτρα, για να εγγυηθούν οι εταίροι µας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο τη χρηµατοδότηση των αναγκών µας, αλλά και για να βγούµε ασφαλείς από την κρίση. Το πρόγραµµα σταθερότητας που σχεδιάστηκε και τα πρόσθετα µέτρα που προτείνονται µε το σχέδιο νόµου, θέτουν σε εφαρµογή τον µηχανισµό στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της ευρωζώνης και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο µε την παροχή χρηµατοδότησης ύψους 110 δις Ευρώ, εκ των οποίων 80 δις Ευρώ σε διµερή δάνεια από τις χώρες της ΕΕ και 30 δις Ευρώ από το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Εξ αυτών, 30 δις Ευρώ θα διατεθούν το 2010. Το πρόγραµµα για την ανάκαµψη της οικονοµίας προβλέπει µέτρα δηµοσιονοµικής προσαρµογής που ανέρχονται σε 11 µονάδες του ΑΕΠ ή περίπου 30 δις ευρώ έως το 2013, µε στόχο το 2014 το έλλειμµα να είναι κάτω από 3% του ΑΕΠ. Το µακροοικονοµικό σενάριο προβλέπει ύφεση 4% το 2010 και επιστροφή σε θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης από το 2012 και µετά. … Η Κυβέρνηση κατανοεί ότι τα µέτρα που προτείνονται είναι επώδυνα. Είναι όµως απαραίτητα για να προστατευθεί το υπέρτερο δηµόσιο συµφέρον, που υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσµενείς συνθήκες της οικονοµίας είναι και εθνικό συµφέρον. Είναι απαραίτητα για να αυξηθούν τα έσοδα, να περιοριστούν οι δαπάνες, να συνεχιστεί η λειτουργία του κράτους, να διατηρηθεί η δυνατότητα να καταβάλλονται µισθοί και συντάξεις χωρίς να υποθηκεύεται το µέλλον των επόµενων γενεών. Για να µπορέσει να ανταποκριθεί το κράτος στις συνταγµατικές του υποχρεώσεις: να παρέχει ασφάλεια, υγεία, παιδεία και να ασκεί κοινωνική πολιτική. Για να µπει η χώρα στον δρόµο της υγιούς ανάπτυξης που θα εξασφαλίσει στην ελληνική οικογένεια, βιώσιµη ευηµερία και αισιοδοξία για το µέλλον των παιδιών της. Με τα µέτρα που προτείνονται οι Έλληνες πολίτες θα υποστούν θυσίες. Όµως η εναλλακτική πορεία θα ήταν η κατάρρευση και η καταστροφή. Τα µέτρα που η κυβέρνηση προτείνει, επιφέρουν µείωση του εισοδήµατος των εργαζοµένων στο Δηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, αλλά και των συνταξιούχων. Καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια κατά τη διάρκεια της διαπραγµάτευσης, ώστε να θιγούν όσο γίνεται λιγότερο τα χαµηλά και µεσαία επίπεδα µισθών και συντάξεων, και αυτό αποτυπώνεται στο πρόγραµµα και στο σχέδιο νόµου. … Επί του άρθρου τρίτου: … Το επίδοµα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδοµα αδείας που καταβάλλεται σε όλους τους συνταξιούχους, από το δηµόσιο ή τα ασφαλιστικά ταµεία κύριας ασφάλισης, καθορίζεται στο ύψος των 400 ευρώ για το επίδοµα Χριστουγέννων και 200 ευρώ για το δώρο Πάσχα και το επίδοµα αδείας αντίστοιχα. Στο πεδίο εφαρµογής της διάταξης δεν εµπίπτουν οι ασφαλισµένοι στον ΟΓΑ. Για την χορήγηση των επιδοµάτων αυτών τίθενται δύο περιορισµοί: α) Ο δικαιούχος να µην έχει υπερβεί το 60ο έτος της ηλικίας του. …». Εξ άλλου, στο «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής- 3 Μαΐου 2010», το οποίο προσαρτήθηκε στον ν. 3845/2010 ως Παράρτημα ΙΙΙ, αναφέρονται τα εξής: «Ι. ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 1. Η οικονομική ύφεση εντάθηκε το 2010. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε κατά 2% το 2009 και οι δείκτες υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αποδυναμωθεί περαιτέρω το 2010. Μετά τις εκλογές στην Ελλάδα τον Οκτώβριο, η συνειδητοποίηση ότι το αποτέλεσμα για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος για το 2008 και το 2009 ήταν σημαντικά χειρότερο από αυτό που είχε ανακοινώσει η προηγούμενη κυβέρνηση οδήγησε σε απώλεια εμπιστοσύνης, σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και μείωση της ανάπτυξης και της απασχόλησης. 2. Η κρίση αποκάλυψε την αδύναμη δημοσιονομική κατάσταση. Το έλλειμμα του 5,1% του ΑΕΠ το 2007, στην κορυφή του οικονομικού κύκλου, φανερώνει ότι η Ελλάδα εισήλθε στην ύφεση με μεγάλο δημόσιο έλλειμμα. Λόγω της υιοθέτησης αδύναμων πολιτικών εσόδων και χαλαρής φορολογικής διαχείρισης, ιδιαίτερα την περίοδο πριν τις εκλογές του 2009 και έχοντας ως πρόσθετο παράγοντα την ύφεση, τα έσοδα μειώθηκαν αισθητά. Οι δαπάνες, εντωμεταξύ, αυξήθηκαν σημαντικά, ιδιαίτερα για μισθούς και επιδόματα, ενδεικτικό της χαλαρής πειθαρχίας, παρακολούθησης και ελέγχου των δαπανών, γεγονός που επίσης οδήγησε σε νέες εκπρόθεσμες οφειλές. Το έλλειμμα εκτινάχθηκε στο εκτιμώμενο 13.6% του ΑΕΠ ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 115% του ΑΕΠ το 2009. Οι ανεπάρκειες στην παρακολούθηση και στον έλεγχο καθυστέρησαν την εφαρμογή διορθωτικών δημοσιονομικών πολιτικών. 3. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει επηρεαστεί αρνητικά. Η επιδεινούμενη δημοσιονομική κατάσταση συνοδεύτηκε από υποβαθμίσεις των κυβερνητικών ομολόγων από τους οίκους αξιολόγησης και οι επενδυτές άρχισαν να υπαναχωρούν από τα ελληνικά ομόλογα, πιέζοντας έτσι τις αποδόσεις τους. Επιπλέον, τα βαθιά μακροοικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα σε συνδυασμό με την αναπόφευκτα μεσοπρόθεσμα έντονη δημοσιονομική προσαρμογή είναι πιθανό να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα για κάποιο διάστημα. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων επηρεάζει αρνητικά το τραπεζικό σύστημα. Τα επισφαλή δάνεια αυξάνονται ενώ το κόστος δανεισμού στη διατραπεζική αγορά έχει αυξηθεί πιέζοντας την κερδοφορία των τραπεζών. 4. Παρόλη την ύφεση, το εξωτερικό έλλειμμα μειώνεται μόνο οριακά. Ο πληθωρισμός και το εγχώριο κόστος έχουν αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι στους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωζώνη την τελευταία δεκαετία και η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ως αποτέλεσμα, το εξωτερικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο τέλος του 2009 εξακολουθούσε να είναι πάνω από 11% του ΑΕΠ και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση να υπερβαίνει το αρνητικό 83% του ΑΕΠ. Το σύνολο των δαπανών για τόκους για το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε σε πάνω από 5% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι θα χρειαστεί ένα πλεόνασμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών για να οδηγηθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μία πιο βιώσιμη κατάσταση. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση των οικονομικών πολιτικών και της ανταγωνιστικότητας ώστε να μπουν τα θεμέλια για ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα βασίζεται περισσότερο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. II. ΒΑΣΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ: 5. Οι κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι η διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Χωρίς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης, το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας είναι αναπόφευκτο ότι θα παραμείνει υψηλό αν όχι να αυξηθεί περαιτέρω. Οι δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες πρέπει να διορθωθούν. Η ταυτόχρονη αντιμετώπιση των δύο αυτών προβλημάτων αποτελεί μία πρόκληση η οποία απαιτεί ριζικό επαναπροσανατολισμό της οικονομίας. Η ανάπτυξη δεν είναι πιθανό να είναι δυναμική άμεσα μετά την εφαρμογή των αρχικών διορθωτικών δημοσιονομικών μέτρων, αλλά με την εφαρμογή μίας χρηματοπιστωτικής πολιτικής για τη διατήρηση της ευρωστίας του τραπεζικού τομέα και δυναμικών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών, η οικονομία θα αναδυθεί από αυτή την εμπειρία σε καλύτερη κατάσταση από ότι σήμερα, με μεγαλύτερη ανάπτυξη και απασχόληση. 6. Η κυβέρνηση προβλέπει μία εκτεταμένη περίοδο προσαρμογής: Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα περιοριστεί σημαντικά το 2010-2011, αλλά αναμένεται να ανακάμψει σταδιακά στη συνέχεια. Το οικονομικό πρόγραμμα βασίζεται στην υπόθεση αρνητικής ανάπτυξης 4% το 2010 και 2½ % το 2011. Ενώ η δημοσιονομική εξυγίανση θα επιβαρύνει αναπόφευκτα την οικονομική δραστηριότητα αρχικά, αναμένεται ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης από τα εμπροσθοβαρή δημοσιονομικά μέτρα και το ισχυρό μεσοπρόθεσμο οικονομικό πρόγραμμα σε συνδυασμό με διεξοδικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για την επιστροφή σε θετική ανάπτυξη το 2012 και έπειτα. Ο πληθωρισμός πρέπει να μειωθεί σημαντικά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης ώστε η Ελλάδα να ανακτήσει γρήγορα ανταγωνιστικότητα τιμών. Ο περιορισμός της εγχώριας ζήτησης, τόσο μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και μέσω προσπαθειών για τη συγκράτηση των μισθών και των συντάξεων, καθώς και μέτρων για περιορισμού του κόστους στην οικονομία, θα είναι απαραίτητος για την ουσιαστική κάμψη του πληθωρισμού. … III. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ: 7. … Η εισοδηματική πολιτική και η πολιτική κοινωνικής προστασίας πρέπει να στηρίξουν την προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή και την επανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Η προσαρμογή των εισοδημάτων σε βιώσιμα επίπεδα είναι αναγκαία για τη στήριξη της δημοσιονομικής διόρθωσης και της μείωσης του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καθώς και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών σε μόνιμη βάση. Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναμωθούν για να αντιμετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσμού, καθώς τα κόστη ασφαλιστικών παροχών στην Ελλάδα προβλέπεται να είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τις τρέχουσες πολιτικές. Καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, οι μεταρρυθμίσεις για την περιφρούρηση της βιωσιμότητας του συστήματος δεν μπορούν πλέον να αναβληθούν. 8. Η κυβέρνηση δεσμεύεται σε δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής. Η δέσμευση για την προστασία των πιο ευάλωτων από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των πολιτικών προσαρμογής. Στην εξυγίανση των δημοσιονομικών, μεγαλύτερη θα είναι η συνεισφορά από όσους δεν έχουν κατά παράδοση συμβάλλει με το μερίδιο που τους αναλογεί στη φορολογική επιβάρυνση. Όσον αφορά τη μείωση σε μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο, οι χαμηλόμισθοι έχουν προστατευτεί: • Μειώσεις στις συντάξεις: η απάλειψη της 13ης και της 14ης σύνταξης αντισταθμίζεται για όσους λαμβάνουν λιγότερο από €2500 μηνιαίως με την υιοθέτηση ενός νέου ενιαίου επιδόματος €800 ετησίως. Η μείωση βαραίνει περισσότερο όσους λαμβάνουν υψηλότερες συντάξεις. … Επιπλέον, οι ελάχιστες συντάξεις και τα οικογενειακά επιδόματα δε θα περικοπούν και τα πιο ευάλωτα στρώματα θα αποζημιωθούν από τις πιθανές αρνητικές συνέπειες των πολιτικών. … 11. Ένα πολύ καλό ξεκίνημα έχει ήδη γίνει, με το έλλειμμα του πρώτου τριμήνου του 2010 να περιορίζεται σημαντικά. Όσο για το υπόλοιπο του 2010, επιπλέον μέτρα θα εφαρμοστούν πέρα από εκείνα που αναφέρονται στην Απόφαση και Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2010 καθώς και εκείνων που ανακοινώθηκαν το Μάρτιο του 2010 (Πίνακας 1). Τα τρία σημαντικότερα άμεσα μέτρα είναι η άμεση μείωση του λογαριασμού μισθοδοσίας του δημοσίου τομέα και των δαπανών για πληρωμές συντάξεων… 12. Για το 2011 και μετά έχουν προσδιοριστεί επιπλέον μέτρα αύξησης των εσόδων και μείωσης των δαπανών προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δημοσιονομικοί στόχοι. … • Οι δαπάνες θα μειωθούν κατά ένα ισοδύναμο γύρω στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2013. Από την υιοθέτηση του ευρώ, η Ελλάδα έχει αυξήσει τις δαπάνες χωρίς τόκους κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών δαπανών, της κατανάλωσης του δημοσίου και των κοινωνικού χαρακτήρα μεταβιβαστικών πληρωμών, δημιουργώντας ένα πολύ μεγάλος βάρος για το κράτος. Αυτό πρέπει να αντιστραφεί. Ως εκ τούτου, οι δαπάνες από μισθούς και επιδόματα θα πρέπει να περιοριστούν, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των πρωτογενών δαπανών του προϋπολογισμού και στη συνέχεια οι μισθοί και οι συντάξεις να παγώσουν σε ονομαστικούς όρους κατά τη διάρκεια του προγράμματος. 13. Εκτός από αυτά τα άμεσα δημοσιονομικά μέτρα για τον προϋπολογισμό, η κυβέρνηση έχει επίσης δρομολογήσει μια σειρά σημαντικών διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ελέγχου επί των εσόδων και των δαπανών: • Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση: Το σημερινό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο και θα περιέλθει σε αδυναμία πληρωμών εάν δεν ληφθούν υπεύθυνα μέτρα προκειμένου να τεθεί σε μια υγιή βάση. Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μεταρρύθμιση η οποία θα πρέπει να εγκριθεί πριν από τα τέλη Ιουνίου 2010. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή θα εκπονήσει μια μελέτη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι παράμετροι του νέου συστήματος διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία. Τα υπάρχοντα ασφαλιστικά ταμεία θα συγχωνευθούν σε τρία. Η μεταρρύθμιση θα εισάγει ένα νέο σύστημα το οποίο θα βασίζεται στην ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών, με ενιαίους κανόνες που θα ισχύουν κατ’ αναλογία σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης θα οριστεί στα 65 έτη, αυξανόμενη παράλληλα με το προσδόκιμο ζωής. Οι παροχές θα πρέπει να τιμαριθμοποιούνται. Η μεταρρύθμιση επίσης θα περιορίσει την πρόωρη συνταξιοδότηση, ακόμα και για τους ασφαλισμένους προ του 1993, και θα περιορίσει τον κατάλογο των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Το νέο σύστημα θα προβλέπει επίσης μια σύνταξη κοινωνικού χαρακτήρα με εισοδηματικά κριτήρια για όλους τους πολίτες που βρίσκονται πάνω από την κανονική ηλικία συνταξιοδότησης, ώστε να παρέχεται ένα σημαντικό δίχτυ ασφαλείας, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. … 14. Το πρόγραμμα θα παρακολουθείται στενά και εφόσον χρειαστεί, θα λαμβάνονται μέτρα. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει κινδύνους που προέρχονται από χαμηλότερα έσοδα, υψηλότερες κοινωνικές μεταβιβάσεις, περαιτέρω αρνητικές αναθεωρήσεις για το ρυθμό ανάπτυξης, πρόσθετα δημοσιονομικά βάρη από το δημόσιο και το χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και υψηλότερες δαπάνες τόκων. Ωστόσο, αυτά είναι διαχειρίσιμα και η κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει κατάλληλες δράσεις για τη διατήρηση των στόχων του προγράμματος, μεταξύ άλλων μέσω της έκτακτης μείωσης δαπανών, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο. … Πίνακας 1. Ελλάδα. Δημοσιονομικά μέτρα που περιλαμβάνει το πρόγραμμα: 2010: Μειώσεις στις συντάξεις (στις υψηλότερες συντάξεις): 350 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,1% του ΑΕΠ… Μείωση των συντάξεων μέσω της μείωσης της 13ης και 14ης σύνταξης: 1500 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,6% του ΑΕΠ … 2011: Μείωση των συντάξεων μέσω της μείωσης της 13ης και 14ης σύνταξης: 500 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,2% του ΑΕΠ … Πάγωμα συντάξεων 100 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,0 του ΑΕΠ… Μειώσεις στις συντάξεις (στις υψηλότερες συντάξεις): 150 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,1% του ΑΕΠ… 2012: Πάγωμα συντάξεων 250 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,1 του ΑΕΠ… 2013: Πάγωμα συντάξεων 200 Εκατομμύρια Ευρώ- 0,1 του ΑΕΠ… Πίνακας 3. Ελλάδα: Διαρθρωτικά μέτρα για το 2010/Προηγούμενες δράσεις: 1. Μείωση των δαπανών για μισθούς και συντάξεις μέσω της περικοπής επιδομάτων σε μισθούς και συντάξεις (εκτός από τις κατώτατες). … Τέλος Σεπτεμβρίου 2010: 1. Υιοθέτηση μιας συνολικής μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος που να περιορίζει την προβλεπόμενη αύξηση των δημοσίων δαπανών για συντάξεις κατά την περίοδο 2010-60 σε 2,5% του AΕΠ…». Παράλληλα, στο «Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτική- 3 Μαΐου 2010», το οποίο έχει προσαρτηθεί στο ν. 3845/2010 ως Παράρτημα IV, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Οι τριμηνιαίες εκταμιεύσεις της διμερούς οικονομικής βοήθειας από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης θα βασίζονται σε τριμηνιαίους απολογισμούς των προϋποθέσεων για όλη τη χρονική διάρκεια της συμφωνίας. Η αποδέσμευση των δόσεων θα βασίζεται στην τήρηση των ποσοτικών κριτηρίων επιδόσεων και στη θετική αξιολόγηση της προόδου στα κριτήρια πολιτικής του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (ΜΟΧΠ) και αυτού του Μνημονίου, το οποίο καθορίζει τα λεπτομερή κριτήρια για τις διαδοχικές αξιολογήσεις έως το τέλος του 2011. Τα λεπτομερή κριτήρια για τα έτη 2012 και 2013 θα καθοριστούν με την ευκαιρία της αξιολόγησης της άνοιξης του 2011. Οι αρχές δεσμεύονται να διαβουλεύονται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ για την υιοθέτηση πολιτικών που δεν συνάδουν με αυτό το μνημόνιο. Θα τους παρέχουν επίσης όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες για την παρακολούθηση της προόδου και της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης κατά τη διάρκεια υλοποίησης του προγράμματος (Παράρτημα 1). Πριν από την καταβολή των δόσεων, οι αρχές πρέπει να παρέχουν μια έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων. 1. Ενέργειες για τον πρώτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του δεύτερου τριμήνου 2010): i. Δημοσιονομική Εξυγίανση: ... -Μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με τις καθαρές εξοικονομήσεις να ανέρχονται σε 1.900 εκ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκ. ευρώ το 2010)· … -Μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκ, ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκ. ευρώ το 2010)· … 2. Ενέργειες για τη δεύτερη αξιολόγηση (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου 2010): i. Δημοσιονομική Προσαρμογή:… -Μη χορήγηση της τιμαριθμικής προσαρμογής των συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 100 εκατομμυρίων ευρώ. … - Ο προϋπολογισμός θα ορίσει αναλυτικά ανώτατα όρια εξόδων για κάθε υπουργείο, για την τοπική αυτοδιοίκηση και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με το στόχο για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης. Αυτό αφορά επίσης και το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο για το 2012-2013. Εάν χρειαστεί, το κοινοβούλιο θα εγκρίνει αλλαγές στον νόμο για την κατάρτιση του προϋπολογισμού ώστε να διασφαλιστεί ότι το σχέδιο του προϋπολογισμού από το 2011 και μετά θα περιέχει λεπτομερείς πληροφορίες για την εκτέλεση και τις προβλέψεις ολόκληρης της γενικής κυβέρνησης-συμπεριλαμβανομένων της τοπικής αυτοδιοίκησης, της κοινωνικής ασφάλισης, των νοσοκομείων και των άλλων νομικών προσώπων. … ii. Διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις: Το Κοινοβούλιο θα υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος προκειμένου να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα του. Η μεταρρύθμιση θα σχεδιαστεί σε στενή διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, και η εκτιμώμενη επίπτωση της στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα θα επικυρωθεί από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της ΕΕ. Οι παράμετροι του συστήματος θα εξασφαλίσουν την μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία, όπως καθορίζεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία: -Απλούστευση του κατακερματισμένου συστήματος συντάξεων με τη συγχώνευση των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών ταμείων σε τρία ταμεία και θέσπιση ενός ενιαίου νέου συστήματος για όλους τους τωρινούς και μελλοντικούς εργαζόμενους. Οι νέοι καθολικώς δεσμευτικοί κανόνες για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τις εισφορές, τους κανόνες συσσώρευσης και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων πρέπει να εφαρμόζονται κατ’ αναλογία προς όλους από την 1 Ιανουαρίου 2013· -Εισαγωγή ενός ενιαίου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη, ακόμη και για τις γυναίκες στο δημόσιο τομέα (σταδιακά από την 1η Ιανουαρίου 2011), που θα ολοκληρωθεί ως τον Δεκέμβριο του 2013· -Σταδιακή αύξηση της ελάχιστης ανταποδοτικής περιόδου για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη από 37 σε 40 έτη ως το 2015· -Τροποποίηση του τύπου απονομής σύνταξης στο ανταποδοτικό σχήμα για την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται, με το ποσοστό συσσώρευσης να περιορίζεται σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,2%, και οι συντάξεις να τιμαριθμοποιούνται· -Εισαγωγή ενός αυτόματου μηχανισμού προσαρμογής όπου, κάθε τρία χρόνια αρχίζοντας το 2020, θα αυξάνει τις (ελάχιστες και νομοθετημένες) ηλικίες συνταξιοδότησης ανάλογα με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά τη συνταξιοδότηση· -Επέκταση για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών από τα τελευταία πέντε έτη στο σύνολο του εργασιακού βίου (διατηρώντας τα κεκτημένα δικαιώματα)· -Μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις· -Εισαγωγή ενός εγγυημένου εισοδήματος βασισμένου σε εισοδηματικά κριτήρια για τους ηλικιωμένους (πάνω από το νομοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης), για την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων, συμβατό με τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών· -Μέτρα για τον περιορισμό της πρόσβασης στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Ειδικότερα, η αύξηση της ελάχιστης ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης στα 60 έτη από την 1η Ιανουαρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επάγγελμα και εκείνων με 40 χρόνια εισφορών. Κατάργηση των ειδικών κανόνων για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993 (με παράλληλη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων). Ουσιαστική αναθεώρηση του καταλόγου των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων· -Μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται μεταξύ των ηλικιών 60 και 65, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών· -Εισαγωγή αυστηρότερων όρων και τακτική επανεξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για τις συντάξεις αναπηρίας. … 6. Ενέργειες για τον έκτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2011): i. Δημοσιονομική προσαρμογή: … - Αναστολή στις ονομαστικές αυξήσεις συντάξεων. … Παράρτημα 3. Προϋποθέσεις Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων: ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ: Αναθεώρηση του Συνταξιοδοτικού Συστήματος: Η Κυβέρνηση θα υιοθετήσει ένα νέο απλοποιημένο σύστημα (αναλογικό) για όλους τους νυν και μελλοντικούς εργαζόμενους που περιλαμβάνει: Ιούνιος 2010 - μέχρι το Δεκέμβριο του 2015, συνταξιοδότηση στην ηλικία των 65 ετών για όλους, συμπεριλαμβανομένων και όσων έχουν ασφαλιστεί προ της 1 Ιανουαρίου 1993. - αύξηση της απαιτούμενης ηλικίας για συνταξιοδότηση των γυναικών που υπηρετούν στον δημόσιο τομέα στα 65 χρόνια μέχρι το 2013. - ενίσχυση της σύνδεσης των εισφορών με τα επιδόματα. - υπολογισμός των συντάξεων σύμφωνα με το σύνολο του εργασιακού βίου. - μια μέση ετήσια λογιστική μεταφορά ύψους 1,2 - τιμαριθμοποίηση των συντάξεων - έναν αυτόματο μηχανισμό προσαρμογής που να συνδέει το έτος συνταξιοδότησης με την αύξηση στην προσδοκώμενη διάρκεια ζωής κατά το έτος συνταξιοδότησης. - αυξημένη ελάχιστη περίοδο εισφορών από 37 σε 40 έτη μέχρι το 2015. - περιορισμένη χρήση της πρόωρης συνταξιοδότησης στα 60 έτη από την 1 Ιανουαρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, και όσων έχουν 40 χρόνια εισφορών - αναθεωρημένο σύστημα παροχής αναπηρικών συντάξεων - μείωση (κατά 6% το χρόνο) των συντάξεων για εκείνους που θα συνταξιοδοτούνται μεταξύ των 60 και 65 ετών με λιγότερα από 40 χρόνια εισφορών. - καμία ειδική μεταχείριση για όσους έχουν ασφαλιστεί προ της 1 Ιανουαρίου 1993. - σημαντικές περικοπές στη λίστα βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων (σε όχι περισσότερα από 10% του συνόλου) - ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη για όλους πάνω από 65 ετών υπολογισμένη με βάση τα ελάχιστα απαιτούμενα μέσα διαβίωσης - μείωση των συνταξιοδοτικών ταμείων σε 3. Το Κοινοβούλιο υιοθετεί την αναθεώρηση του Συνταξιοδοτικού Συστήματος Σεπτέμβριος 2010».
11. Επειδή, στη συνέχεια, με το άρθρο 2 της 2010/320 απόφασης του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2010 (EEL 145), «απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος», ορίστηκαν τα εξής: «1. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα πριν από τα τέλη Ιουνίου του 2010: α) … ε) μείωση των υψηλότερων συντάξεων, με στόχο την εξοικονόμηση 500 εκατ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (350 εκατ. ευρώ για το 2010)? στ) μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και των επιδομάτων αδείας που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους με στόχο την εξοικονόμηση 1.500 εκατ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.100 εκατ. ευρώ το 2010)? ζ) κατάργηση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων των επιδομάτων αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους, με ταυτόχρονη προστασία αυτών που λαμβάνουν χαμηλότερες συντάξεις, με στόχο την εξοικονόμηση 1.900 εκατ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1.500 εκατ. ευρώ το 2010)? … 2. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2010: α) μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης τα οποία ανέρχονται σε τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ (4,1% του ΑΕΠ εάν ληφθούν υπόψη μεταφορές από μέτρα που εφαρμόστηκαν το 2010 - με την 2010/486 όμοια απόφαση της 7.9.2010 [EEL 241], τα ποσοστά 3% και 4,1% διαμορφώθηκαν σε 3,2% και 4,3%, αντίστοιχα), προκειμένου να συμπεριληφθούν στο προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2011: μείωση της ενδιάμεσης κατανάλωσης της γενικής κυβέρνησης κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ έναντι του επιπέδου του 2010 (επιπλέον της προβλεπόμενης εξοικονόμησης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης και της αναδιοργάνωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο), πάγωμα της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των συντάξεων (με στόχο την εξοικονόμηση 100 εκατ. ευρώ)… β) νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με σκοπό την εξασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητάς του. Ο νόμος πρέπει ιδίως να θεσπίζει ένα ενιαίο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη (περιλαμβανομένων των γυναικών), συγχώνευση των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών ταμείων σε τρία ταμεία και ενιαίο νέο σύστημα συνταξιοδότησης για όλους τους παρόντες και μελλοντικούς υπαλλήλους (με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013), μείωση του ανωτάτου ορίου στις συντάξεις, σταδιακή αύξηση της ελάχιστης ανταποδοτικής περιόδου για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη τα από τα 37 στα 40 έτη (μέχρι το 2015), ελάχιστο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 60 έτη από την 1η Ιανουαρίου 2011 (περιλαμβανομένων των εργαζομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα και όσων έχουν 40 έτη εισφορών), κατάργηση των ειδικών κανόνων για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993 (με παράλληλη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων), σημαντική περικοπή του καταλόγου των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, μείωση συνταξιοδοτικών παροχών (κατά 6% ετησίως) για τα άτομα που συνταξιοδοτούνται από την ηλικία των 60 έως των 65 ετών, με περίοδο συνεισφορών μικρότερη των 40 ετών, δημιουργία αυτόματου μηχανισμού προσαρμογής για τη σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής (από το 2020), εισαγωγή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος βασισμένου σε εισοδηματικά κριτήρια για τους ηλικιωμένους πάνω από το νομοθετημένο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, θέσπιση αυστηρότερων όρων και τακτική επανεξέταση της πλήρωσης των προϋποθέσεων για τις συντάξεις αναπηρίας, τροποποίηση του τύπου απονομής σύνταξης στο ανταποδοτικό σχήμα για την ενίσχυση της σχέσης μεταξύ των εισφορών που καταβάλλονται και των παροχών που λαμβάνονται (με το ποσοστό συσσώρευσης να περιορίζεται σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,2%), και επέκταση για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών με βάση τις αποδοχές στο σύνολο του εργασιακού βίου (με διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων). Η εφαρμογή του νόμου αυτού αναμένεται να μειώσει την προβλεπόμενη αύξηση του λόγου των δαπανών για συντάξεις προς το ΑΕΠ σε επίπεδο χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών και θα περιορίσει την αύξηση των δαπανών του δημοσίου τομέα για συντάξεις την περίοδο 2010-2060 σε λιγότερο από 2,5% του ΑΕΠ … 3. … 4. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2011: α)… δ) ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο στρατηγικής που προσδιορίζει μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης ύψους τουλάχιστον 8% του ΑΕΠ (ορισμένα εκ των οποίων έχουν ήδη εντοπισθεί τον Μάιο του 2010), καθώς και ένα αποθεματικό για απρόβλεπτα, που θα εξασφαλίζει ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι για το έλλειμμα έως το 2014, και ότι ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ τίθεται σε σταθερά πτωτική πορεία. Το σχέδιο στρατηγικής θα δημοσιευθεί για δημόσια διαβούλευση πριν από το τέλος Μαρτίου. Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο στρατηγικής περιλαμβάνει ειδικότερα: συνετές μακροοικονομικές προβλέψεις? προβλέψεις βασικών εσόδων και δαπανών για το κράτος και για τους άλλους δημόσιους φορείς? περιγραφή των μόνιμων δημοσιονομικών μέτρων, το χρονοδιάγραμμά τους και την ποσοτικοποίησή τους? ετήσια ανώτατα όρια δαπανών για κάθε υπουργείο και δημοσιονομικούς στόχους για άλλους δημόσιους φορείς έως το 2014? δημοσιονομικές προβλέψεις για τον δημόσιο τομέα μετά τα μέτρα, σύμφωνα με τους στόχους για το έλλειμμα και το χρέος? μακροπρόθεσμες προβλέψεις για το χρέος με βάση συνετές μακροοικονομικές προβλέψεις, σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2014 και μετά, και σχέδια ιδιωτικοποιήσεων. Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο στρατηγικής θα είναι συνδεδεμένο με τις συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης και των συντάξεων και με συγκεκριμένα τομεακά προγράμματα. Τα τομεακά προγράμματα (τα σχέδια των τομεακών προγραμμάτων πρέπει να είναι διαθέσιμα μέχρι το τέλος Μαρτίου) θα αφορούν ιδίως: τις μεταρρυθμίσεις της φορολογικής πολιτικής? τις κρατικές επιχειρήσεις? τα εκτός προϋπολογισμού ταμεία (νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα και δεσμευμένοι λογαριασμοί)? τις μισθολογικές δαπάνες του Δημοσίου? τη δημόσια διοίκηση? τις κοινωνικές δαπάνες? τις δημόσιες επενδύσεις και τις αμυντικές δαπάνες. Η διαχείριση κάθε τομεακού προγράμματος θα γίνεται από διυπουργικές ειδικές ομάδες … 5. … 6. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2011: α)… αναστολή στις ονομαστικές αυξήσεις συντάξεων…».
12. Επειδή, σε εφαρμογή των ως άνω προβλέψεων θεσπίστηκε ο ν. 3863/2010, «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010). Στο άρθρο 37 ορίστηκαν τα ακόλουθα: «Από 1.1.2011 και εφεξής οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το NAT επιχορηγούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και ειδικά για τα έτη 2010-2013, τηρουμένων των στόχων του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας (ν. 3845/2010). Από 1.1.2015 το κράτος αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης όλων των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του NAT, πλην των Ε.Τ.Α.Α., Ε.Τ.Α.Π.-Μ.Μ.Ε. και του συστήματος ασφάλισης προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό επιμερίζεται στους οργανισμούς ανάλογα με τον αριθμό των δικαιούχων και των ποσών που καταβάλλονται. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ενημερώνει τη Βουλή των Ελλήνων, ανά εξάμηνο για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και γενικότερα του ασφαλιστικού συστήματος». Εξάλλου, στο άρθρο 38, με τίτλο «Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων», ορίστηκαν τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α.. 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄), όπως ισχύει. δ. … ε. … 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Τέλος, στο άρθρο 39 ορίστηκαν τα εξής: «1. Από 1.1.2011 η σύνταξη και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των Ασφαλιστικών Οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά στο οργανικό και στο προνοιακό τμήμα. 2. Για την τήρηση τους διατηρούνται δύο αυτοτελείς λογιστικοί λογαριασμοί με την ονομασία «Λογαριασμός Οργανικού Ποσού» και «Λογαριασμός Συμπληρωματικού- Προνοιακού Ποσού» με διαφορετικούς κωδικούς, οι οποίοι εγγράφονται στους Προϋπολογισμούς των κατ’ ιδίαν Ασφαλιστικών Οργανισμών και Τομέων αντίστοιχα. Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης στον δικαιούχο εξακολουθεί να αποτελείται από το συνολικό άθροισμα των δύο ανωτέρω τμημάτων. 3. Προνοιακές παροχές αποτελούν: το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (άρθρο 24 του ν. 2556/1997, όπως ισχύει), το Εξωιδρυματικό Επίδομα και το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α΄) όπως ισχύει, το Συμπληρωματικό- Προνοιακό ποσό της σύνταξης, καθώς και κάθε άλλη παροχή, η οποία απονέμεται από τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς χωρίς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς». Στη αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το παρόν σχέδιο νόµου συνιστά τη θεσµική απάντηση της Πολιτείας σε µια χρόνια, διαρκώς επιδεινούµενη και ήδη πλέον ανεξέλεγκτη κρίση: την κρίση του ασφαλιστικού µας συστήµατος. Χωρίς την παραµικρή αµφιβολία, η Eλληνική Πολιτεία άργησε να παρέµβει µε τρόπο ριζικό, καίριο και αποτελεσµατικό στο ζήτηµα του Ασφαλιστικού. Είναι κοινή η αρνητική διαπίστωση, ότι στη διάρκεια των δύο προηγούµενων δεκαετιών, συλλογικά, ως πολιτική ηγεσία, ως κοινωνικοί εταίροι, ως θεσµικοί ιθύνοντες, ως συντεταγµένη πολιτεία, και τελικώς ως λαός είτε δεν θελήσαµε είτε δεν τολµήσαµε είτε δεν µπορέσαµε να επιβάλουµε εκείνες τις αναγκαίες αλλαγές που θα επέτρεπαν στην κοινωνική ασφάλιση της πατρίδας µας να ορθοποδήσει οικονοµικά και να παραµείνει βιώσιµη και στο µέλλον. Και αυτό, µολονότι σε γενικές γραµµές ήταν γνωστό τόσο το µέγεθος και η φύση των προβληµάτων, όσο και το υπερεπείγον των αναγκαίων παρεµβάσεων. Συνέπεια αυτής της συλλογικής µας αµηχανίας, και τελικώς αβουλίας, δεν είναι µόνο ότι η χώρα έχασε επανειληµµένως την ευκαιρία να προβεί σ’ εκείνη τη σωστική µεταρρύθµιση που οι συνθήκες επέβαλαν, αλλά και ότι είδε τα προβλήµατά της να διογκώνονται σταθερά σε βαθµό που αυτή τη στιγµή ακόµα και ο όρος “κρίση” να µην είναι επαρκής, ώστε να αποδώσει το µέγεθος του προβλήµατος. Σήµερα είναι απολύτως ξεκάθαρο• το ιστορικό δίληµµα ενώπιον του οποίου βρισκόµαστε δεν είναι αν ως Πολιτεία θα διαχειριστούµε επιτυχώς ή όχι µία, οσοδήποτε µεγάλη, κρίση του ασφαλιστικού µας συστήµατος. Το ιστορικό δίληµµα που αντιµετωπίζουµε είναι αν µε την πολιτική µας θα επιτρέψουµε ή θα αποτρέψουµε την επικείµενη κατάρρευση του θεσµού που συνιστά το θεµέλιο του κοινωνικού µας κράτους. …Το παρόν σχέδιο νόµου εδράζεται ακριβώς στην επίγνωση ότι το πρόβληµα που καλούµαστε να αντιµετωπίσουµε και να υπερβούµε έχει εθνικές διαστάσεις. Και το επιλύουµε έχοντας βασικό µας γνώµονα το αίτηµα της κοινωνικής δικαιοσύνης. … ο ριζικός µετασχηµατισµός που εισηγούµαστε στην εθνική αντιπροσωπεία έχει ως αφετηρία και βάση του την αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραµατίζουν στα ασφαλιστικά µας πράγµατα το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι και ο κάθε εργαζόµενος ξεχωριστά. Η αποσαφήνιση των ρόλων γίνεται κυρίως µε τη διάκριση µεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης. Σκοπός µας είναι να καταστούν απολύτως σαφή στους συµπολίτες µας δύο πράγµατα: τι υποχρεούνται να εισφέρουν και τι δικαιούνται να προσδοκούν. Θεµέλιο του νέου συστήµατος είναι η διάκριση που εισάγουµε µεταξύ βασικής και αναλογικής σύνταξης. Επί του σηµείου αυτού υπάρχει οµοφωνία τόσο µεταξύ των κοινωνικών εταίρων, όσο και µεταξύ των ειδικών της κοινωνικής ασφάλισης, πράγµα που αποτυπώθηκε και στο Πόρισµα της Επιτροπής των Ειδικών. Όλοι συµφωνούν ότι πρόκειται για κεφαλαιώδη τοµή που εκλογικεύει το συνταξιοδοτικό µας σύστηµα, διαχωρίζοντας τις προνοιακού τύπου παροχές από τις κατά κυριολεξία συντάξεις. Οι πρώτες, οι προνοιακού τύπου παροχές, συνιστούν έκφραση της κοινωνικής αλληλεγγύης και προορίζονται για όσους έχουν ανάγκη την κρατική µέριµνα, ακόµη και αν αυτοί δεν έχουν προλάβει να θεµελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωµα ή είναι ανασφάλιστοι. Οι δεύτερες, αποτελούν παροχές των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους ασφαλισµένους τους, ήτοι αναλογική ανταπόδοση για τις εισφορές που οι τελευταίοι κατέβαλαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού τους βίου. Η βασική σύνταξη αποτελεί έµπρακτη εφαρµογή της αρχής της διανεµητικής δικαιοσύνης, η δε αναλογική, έµπρακτη εφαρµογή της αρχής της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. … Τέλος, ως έµπρακτη τήρηση της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης, λαµβάνεται πρόνοια, ώστε να διαφυλαχθούν οι πόροι του συστήµατος προς όφελος όχι µόνο της παρούσας αλλά και των µελλοντικών γενεών. Τυχόν συνέχιση της σηµερινής αδράνειας του κράτους θα σήµαινε στην ουσία καταγγελία και περιφρόνηση ακριβώς αυτής της αρχής. Η συνεχής µετακύλιση, µέσω του δανεισµού και της διόγκωσης των ελλειµµάτων, όλων των βαρών στις µέλλουσες γενεές, αλλά και η άρνηση της Πολιτείας να λάβει τα αναγκαία διορθωτικά µέτρα, συνιστούν ευθεία προσβολή της ισότητας των γενεών και πράξη ασύγγνωστης πολιτικής ανευθυνότητας και κοινωνικής αδικίας. …. έχουµε την πεποίθηση, ότι µε το νέο συνταξιοδοτικό σύστηµα που προτείνουµε, δεν ανασυγκροτούµε µόνο το θεσµό της κοινωνικής ασφάλισης, διασώζοντάς τον από την κατάρρευση και την ανυποληψία, αλλά ότι συµβάλλουµε καθοριστικά και στην επίτευξη ενός εξίσου κρίσιµου και πλέον επιτακτικού στόχου, που είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας, η εξυγίανση των δηµοσιονοµικών της χώρας και η είσοδος σε µια νέα περίοδο βιώσιµης ανάπτυξης. … Η συγκυρία το θέλησε ώστε το βαρύ έργο που επωµιζόµαστε να συµπίπτει µε δύο σηµεία καµπής της νεώτερης οικονοµικής ιστορίας. Το πρώτο είναι η διεθνής χρηµατοπιστωτική κρίση που βύθισε τις χώρες του αναπτυγµένου κόσµου στη βαθύτερη ύφεση µετά το κραχ του 1929. Το δεύτερο είναι η δραµατική κατάσταση των εθνικών µας δηµοσιονοµικών µεγεθών. Συνέπεια των δύο αυτών κρίσεων είναι ότι η εύκολη διαφυγή που είχε το κράτος τις περασµένες δεκαετίες, δηλαδή ο δανεισµός, πλέον δεν προσφέρεται. Ακόµη και αν το ελληνικό κράτος επιθυµούσε να συνεχίσει να στηρίζει τα ασφαλιστικά ταµεία µε αυτόν τον καταστροφικό, ανορθολογικό και άδικο -ιδίως για τις επερχόµενες γενεές- τρόπο, σήµερα πλέον δεν θα µπορούσε να το κάνει. Η επίλυση του Ασφαλιστικού αποτελεί, µε άλλα λόγια µονόδροµο. Ό,τι θα έπρεπε να είχαµε φέρει σε πέρας υπό οµαλότερες κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες, τώρα είµαστε αναγκασµένοι να το επιτύχουµε υπό τους πλέον δυσµενείς και αντίξοους όρους. … Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο θεσµός της Κοινωνικής Ασφάλισης ανατρέχει στον Μεσοπόλεµο και στην ίδρυση του ΙΚΑ, µε τον ν. 6298 του 1934. Έκτοτε, ο θεσµός αυτός, επεκτεινόµενος σταδιακά, έφτασε να καλύπτει το σύνολο των εργαζοµένων, διαµορφώνοντας ένα κοινωνικό επίπεδο προστασίας που για την συντριπτική πλειονότητα των συµπολιτών µας εθεωρείτο έως πρόσφατα αυτονόητο και οριστικά κεκτηµένο. Η λειτουργία του θεσµού για αρκετές δεκαετίες, έως το 1990 περίπου, συνέτεινε στη δηµιουργία της καθολικής αυτής εντύπωσης. Για ολόκληρες γενιές µεταπολεµικά, η κοινωνική ασφάλιση αποτέλεσε την απτότερη εγγύηση για τη διατήρηση και βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και της συλλογικής ευηµερίας. Το ενδεχόµενο τυχόν οπισθοδρόµησης στον τοµέα αυτό έµοιαζε απίθανο, σχεδόν εξωπραγµατικό. Η πίστη ότι κάθε νέα γενιά ήταν λογικό και επόµενο να απολαµβάνει καλύτερη ζωή από την προγενέστερη ήταν ένας κανόνας που έµοιαζε να µην έχει εξαίρεση. Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατµόσφαιρα, ήταν επόµενο ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι το αργότερο από την δεκαετία του ’90, σε όλες τις χώρες της Δύσης και στην Ελλάδα, είχαµε εισέλθει σε µια περίοδο εξάντλησης της δυναµικής του µεταπολιτευτικού ασφαλιστικού συστήµατος και εισόδου του σε οξεία κρίση. Παντού στην Ευρώπη, η κύρια αιτία που οδήγησε τα ασφαλιστικά συστήµατα στο σηµείο αυτό ήταν κατά βάση η δηµογραφική µεταβολή. Η ραγδαία γήρανση των πληθυσµών και η πλήρης αντιστροφή της ηλικιακής πυραµίδας αναίρεσε τη θεµελιώδη προϋπόθεση της έως πρότινος εύρυθµης λειτουργίας των ασφαλιστικών συστηµάτων: την αναλογική σχέση µεταξύ εργαζοµένων και συνταξιούχων. Στην Ελλάδα, αν το 1950 σε κάθε έναν συνταξιούχο αναλογούσαν τέσσερις εργαζόµενοι, σήμερα η αναλογία είναι 1 προς 1,7 και βαίνει επιδεινούµενη. Οι προβολές στο μέλλον δίνουν ένα αριθμό συνταξιούχων που περί τα µέσα του αιώνα θα πλησιάζει ή και θα ξεπερνάει τα πέντε εκατοµµύρια επί ενός συνολικού πληθυσμού που στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων θα παραμείνει στάσιμος. Επιπλέον, η ευτυχής εξέλιξη της αλµατώδους αύξησης του προσδόκιµου της ζωής των Ελλήνων και των Ελληνίδων διπλασίασε το µέσο χρόνο καταβολής της εκάστοτε σύνταξης. ?ς φυσική συνέπεια το έλλειµµα των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) διογκώθηκε άµετρα και το ταµειακό άνοιγµα καλείται να το επωµιστεί όλο και συχνότερα το Δηµόσιο. Κατά τον τρόπο αυτό, στη δηµογραφική παράµετρο της κρίσης, ήρθε να προστεθεί µία ακόµη, η δηµοσιονοµική. Τον Οκτώβριο του 2009, το σύστηµα χρειάστηκε 2,4 δισ. ευρώ πρόσθετης έκτακτης κρατικής οικονοµικής ενίσχυσης, για να διεκπεραιώσει τις υποχρεώσεις του ως και τον Δεκέµβριο του 2009, για συντάξεις και δώρο εορτών. Σύμφωνα µε τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αν δεν υπήρχε παρέμβαση, το 2010 θα χρειαζόμασταν επιπροσθέτως 3,8 δισ. ευρώ, το 2011 το ποσό θα ήταν 5,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2015 το ασφαλιστικό σύστηµα δεν θα µμπορούσε σε καµία περίπτωση να εκπληρώσει τις ετήσιες υποχρεώσεις του απέναντι στους συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους. Συνολικά, µόνο κατά το 2009, η τακτική και έκτακτη χρηματοδότηση των Ταμείων έφθασε τα 16 δισ. ευρώ. Όπως έχουμε µε ασφάλεια προβλέψει, αν δεν παρέµβουµε µε τις απαραίτητες δομικές αλλαγές, οι δαπάνες αυτές προβλέπεται να αυξάνονται στο µμέλλον κατά γεωμετρικό ρυθμό. Ενδεικτικά µόνον, αναφέρουμε τις διαπιστώσεις του Πορίσµατος της Επιτροπής των Ειδικών: «το καταβαλλόµενο για συντάξεις ποσό για την περίοδο µέχρι το 2020 θα ανέλθει µε σχετικά βραδείς ρυθμούς από το 11.5 % στο 13.0% του ΑΕΠ και το έλλειµµα του συστήματος από το 3% στο 4% του ΑΕΠ (στο ποσοστό αυτό δεν συµπεριλαµβάνεται το 1% του ΑΕΠ που ήδη το κράτος έχει δεσμευτεί να καταβάλει για την ενίσχυση του συστήματος – δηλαδή, κανονικά όλα τα σχετικά µε το έλλειµµα ποσά που αναφέρονται εδώ πρέπει να αυξηθούν κατά 1%). Μετά από αυτό το χρονικό σημείο, τόσο η δαπάνη για συντάξεις όσο και το έλλειµµα του συνταξιοδοτικού συστήματος αυξάνονται µε ταχείς ρυθμούς: 17.1% και 7.7%, αντιστοίχως το 2030, 21.4% και 13.1% το 2040, 24.0% και 15.7% το 2050, επίπεδο στο οποίο σταθεροποιούνται για την επόμενη δεκαετία. Το σωρευμένο έλλειµµα (χρέος) του συστήματος συντάξεων κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα µε αυτές τις εκτιμήσεις θα προσεγγίσει το 250% του ΑΕΠ, ενώ άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν αυτό το ποσοστό στο 350%. Μάλιστα, οι παραπάνω εκτιμήσεις βασίζονται σε υποθέσεις για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονοµίας και το ποσοστό ανεργίας οι οποίες, υπό το πρίσμα της πρόσφατης οικονοµικής κρίσης πρέπει να θεωρηθούν µάλλον αισιόδοξες. Επομένως, η πραγματική εικόνα είναι ακόμα χειρότερη. Όμως τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. Είναι προφανές ότι µε αυτόν τον τρόπο η χώρα έχει ήδη οδηγηθεί όχι απλώς σε δηµοσιονοµική, αλλά και σε µείζονα αναπτυξιακή κρίση. Καθώς όλο και περισσότεροι κρατικοί πόροι διοχετεύονται στη μαύρη τρύπα των ασφαλιστικών ελλειµµάτων, όλο και λιγότερα χρήματα είναι δυνατόν να διατεθούν σε παραγωγική κατεύθυνση, σε προγράµµατα δηµοσίων επενδύσεων. Αυτή η κατάσταση οδηγεί µε τη σειρά της στην επιβράδυνση ή και την αναστολή της ανάπτυξης, στην απώλεια εδάφους στον τοµέα της ανταγωνιστικότητας, στην υστέρηση στους κρίσιµους τοµείς της παιδείας, της υγείας, της έρευνας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Ιδίως σε συνθήκες κρίσης όπως οι σηµερινές, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το γεγονός πως οι συνταξιοδοτικές παροχές αντανακλούν στην ενεργό ζήτηση. … Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι τρεις µείζονες παράμετροι της ασφαλιστικής κρίσης, η δηµογραφική, η δηµοσιονοµική και η αναπτυξιακή, είναι κοινές σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όµως, στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι και οι µόνες που επιβαρύνουν το πρόβληµα. Χρόνιες ενδηµικές και κρίσιµες ανεπάρκειες της χώρας µας, όπως η δύσκαµπτη και γραφειοκρατική δομή των ασφαλιστικών οργανισμών, η πέραν κάθε ελέγχου έκταση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροκλοπής, το πελατειακό πολιτικό σύστηµα (λ.χ. µε τις ανά καιρούς εθελούσιες εξόδους και τις αναγνωρίσεις πλασµατικού συντάξιµου χρόνου), η κατά καιρούς διαφθορά αλλά και η σπατάλη συνετέλεσαν και συντελούν τα µέγιστα στην υπονόµευση της βιωσιµότητας του συστήµατος. Και δεν χωρεί καµµία αµφιβολία, ότι η υπέρβασή τους αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για κάθε σοβαρό µεταρρυθµιστικό εγχείρηµα. … Με κριτήριο την έναρξη ισχύος τους, οι αλλαγές που το προτεινόμενο νομοσχέδιο εισάγει στο ασφαλιστικό σύστηµα της χώρας διακρίνονται σε δύο βασικές ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορά στις αλλαγές εκείνες που θα αρχίσουν να εφαρμόζονται αµέσως µε την ψήφιση του νόµου, ενώ η δεύτερη ενότητα σε εκείνες που θα επέλθουν όταν θα τεθούν σε πλήρη ισχύ τα προβλεπόµενα για το νέο ασφαλιστικό σύστηµα, δηλαδή από το έτος 2018 και εφεξής. … Σηµειώνονται εδώ επιπλέον τρία κρίσιµα στοιχεία. Οι προτεινόµενες αλλαγές συµπίπτουν κατά τα εξήµισι έβδοµα µε τις επτά συστάσεις που απηύθυνε προς την ελληνική κυβέρνηση το Συµβούλιο των Υπουργών Οικονοµικών της Ε.Ε. στις 16 Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, βάσει του άρθρου 121 παρ. 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. (Η µόνη εξαίρεση αφορά την σύσταση να αυξηθούν τα όρια ηλικίας πέραν του 65ου έτους.). Επίσης συµπίπτουν κατά σηµαντικό βαθµό µε τις συστάσεις άλλων διεθνών οργανισµών, όπως ο ΟΟΣΑ. … Το δεύτερο σηµείο αφορά τη δηµοσιονοµική διάσταση του ζητήµατος. Με το σύνολο των αλλαγών που προωθούµε, επιδιώκουµε για την περίοδο έως το 2030, η συνολική ετήσια κρατική χρηµατοδότηση προς τους ασφαλιστικούς φορείς να παραµείνει σταθερή γύρω στο 5% του ΑΕΠ, όσο ήταν κατά το έτος 2008. Με δεδοµένα τον σηµερινό αριθµό των ασφαλισµένων και την αναµενόµενη αύξησή του έως το έτος 2030, το ζητούµενο είναι εποµένως να δώσουµε στο Ασφαλιστικό ήδη από σήµερα την ανάσα µιας ολόκληρης εικοσαετίας. … Το τρίτο και τελευταίο σηµείο έχει να κάνει µε µια δυσκολία πρωτοφανούς εντάσεως. Το Υπουργείο Εργασίας καλείται να οργανώσει την οµαλή µετάβαση από το νυν στο νέο σύστηµα χωρίς να αντλήσει επιπρόσθετους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Υπό τις παρούσες συνθήκες, όπως είναι προφανές, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το γεγονός αυτό µας ανάγκασε να αναζητήσουµε εκείνο το είδος της µετάβασης το οποίο δεν θα είχε ως συνέπειά του µεγάλες πρόσθετες δαπάνες. Και να αναζητήσουµε ταυτοχρόνως, την αυτοχρηµατοδότηση του υφισταµένου ασφαλιστικού συστήµατος µε συµβολή των συνταξιούχων από ένα επίπεδο σύνταξης και άνω, στην αντιµετώπιση των τρεχουσών οικονοµικών δυσχερειών. … Επί του άρθρου 38: Η χώρα µας σήµερα δηµοσιονοµικά βρίσκεται στην πιο δύσκολη στιγµή της µεταπολιτευτικής ιστορίας της µε ένα έλλειµµα της γενικής κυβέρνησης κοντά στο 14% του ΑΕΠ και δηµόσιο χρέος πάνω από 300 δις €, 126,5% του ΑΕΠ. Το έτος δε 2009 η χρηµατοδότηση των ΦΚΑ από τον Κρατικό Προϋπολογισµό ξεπέρασε τα 17 δις. ευρώ, ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ. Από τον Ιανουάριο δε του 2010 έχει τεθεί σε εφαρµογή το Πρόγραµµα Σταθερότητας και Ανάπτυξης της περιόδου 2010-2012, που κύριο στόχο έχει τη σηµαντική µείωση του ελλείµµατος ως ποσοστό του ΑΕΠ, και ταυτόχρονα τη συγκράτηση της αύξησης του δηµοσίου χρέους που υποθηκεύει το άµεσο και µακροπρόθεσµο µέλλον της οικονοµίας µας. Η δηµοσιονοµική αυτή προσαρµογή πρέπει να γίνει κυρίως µε κανόνες κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανοµής των πόρων των Ελλήνων πολιτών. Η πολιτεία µετά τη ψήφιση του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη-µέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο» (ΦΕΚ 65 Α΄) ανέλαβε και τη βασική υποχρέωση για τη διάσωση του ασφαλιστικού συστήµατος της χώρας µε τη θέσπιση συγκεκριµένων θεσµών και τη λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που κατατείνουν στη διαφύλαξη του ασφαλιστικού κεφαλαίου των υπαρχόντων Ταµείων αλλά και στη συνέχιση της καταβολής όσο το δυνατόν εξορθολογισµένων συντάξεων. Ειδικότερα κατά τα αναφερόµενα στην παράγραφο ΙΙΙ αριθµός 7 του Παραρτήµατος ΙΙΙ του ν. 3845/2010 «τα προγράµµατα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναµωθούν για να αντιµετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσµού, καθώς τα κόστη ασφαλιστικών παροχών στην Ελλάδα προβλέπεται να είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση µε τις τρέχουσες πολιτικές. Καθώς οι µεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισµό προέρχονται συστηµατικά από τα Ταµεία κοινωνικής ασφάλισης, οι µεταρρυθµίσεις για τη περιφρούρηση της βιωσιµότητας του συστήµατος δεν µπορούν πλέον να αναβληθούν». Ακριβώς αυτές τις υπερβάσεις στοχεύει να µειώσει ο θεσµός της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Α.Σ.). Συµπερασµατικά, µετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3845/2010, η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό µορφή περιορισµού σε ορισµένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξοµαλύνει τις δηµοσιονοµικές υπερβάσεις από τις οποίες µαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισµός όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήµατα κάλυψη των ελλειµµάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό µεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαµβάνει (µελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήµατος) όπως ορίζουν και οι επικαλούµενες στο σκεπτικό των Ανωτάτων Δικαστηρίων Διεθνείς Συµβάσεις. Η Ε.Α.Σ. προτείνεται να επιβληθεί σε ποσά συντάξεων πάνω από 1.400€ ενώ η εισφορά στο ΛΑΦΚΑ όταν θεσπίστηκε το 1992 επιβλήθηκε σε ποσά συντάξεων πάνω από 100.000 δρχ ή 293,5€, ενώ την χρονική στιγµή που καταργήθηκε σε εισφορά υπόκυπταν συντάξεις πάνω από 135.000 δρχ. ή 396€. Από την σύγκριση των δεδοµένων αυτών προκύπτει ότι η Ε.Α.Σ. υποβάλλεται σε ποσά συντάξεων τετραπλάσια από αυτά του ΛΑΦΚΑ, δηλαδή η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται µε κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανοµής των βαρών. Επιβάλλεται δε προκειµένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται µια ικανοποιητική σύνταξη να συµβάλλουν και αυτοί στην µεγάλη προσπάθεια για την αντιµετώπιση των τεράστιων δηµοσιονοµικών προβληµάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήµατος, µε την λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το µέλλον την οµαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων. … Η ειδική εισφορά θα παρακρατείται µε ευθύνη του Δηµοσίου και των ΦΚΑ, που καταβάλλουν τη σύνταξη, και του Ελληνικού Δηµόσιου και θα αποδίδεται στον Ειδικό Λογαριασµό που συστήνεται στο ΑΚΑΓΕ το αργότερο µέχρι το τέλος του εποµένου, από την παρακράτηση, µήνα. Τα ποσά που θα συγκεντρώνονται από την ειδική εισφορά να διατίθενται για την κάλυψη των ελλειµµάτων των κλάδων κύριας σύνταξης των Φ.Κ.Α.. Επί του άρθρου 39: Με το άρθρο αυτό επιδιώκεται ο λογιστικός διαχωρισµός των προνοιακών από τις ασφαλιστικές παροχές. Ειδικότερα: Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η σύνταξη καθώς και οι λοιπές συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους όλων των ασφαλιστικών οργανισµών και του Δηµοσίου, κύριας και επικουρικής ασφάλισης, διαχωρίζονται λογιστικά από 1.1.2011 στο οργανικό και στο προνοιακό τµήµα προκειµένου να προκύπτει µε σαφήνεια η επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισµού και το µέρος της σύνταξης που καταβάλλεται σε ανταποδοτική βάση ως αποτέλεσµα της ασφαλιστικής εισφοράς». Αντίστοιχες με αυτές του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 ρυθμίσεις προβλέφθηκαν και για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 3865/2010, «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 120/21.7.2010).
13. Επειδή, τον μήνα Ιούλιο του έτους 2011, με την «Τέταρτη Αναθεώρηση του Ελληνικού Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής- Άνοιξη 2011» (Occasional Paper 82), η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαπίστωσε τον «εκτροχιασμό» του προγράμματος (σελ. 1) και αναφέρθηκε στην πρόθεση της Κυβέρνησης να υιοθετήσει μια μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική, στο πλαίσιο της οποία θα μειωθούν οι δαπάνες, μεταξύ άλλων, για τις συντάξεις (σελ. 2). Συγκεκριμένα, προβλέπεται για πρώτη φορά μείωση στις επικουρικές συντάξεις, την αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη ανώτερη των 1.700 ευρώ και την επιπλέον συμβολή των συνταξιούχων κάτω των 60 ετών (σελ. 26). Ακολούθως, γίνεται αναφορά στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (ν. 3863/2010) και στη δεύτερη φάση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αναμόρφωση του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης (σελ. 36). Επισημαίνεται, παράλληλα, ότι η μεταρρύθμιση θα αποφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη και επαναλαμβάνεται η πρόθεση να επιτευχθεί ο στόχος της αύξησης των κοινωνικών δαπανών σε ποσοστό μικρότερο του 2,5% έως το 2060 (σελ. 86). Στη σελ. 87 τονίζεται η ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος των επικουρικών συντάξεων, προκειμένου να ανατραπούν οι ανισορροπίες και να καθιερωθεί μια πιο αυστηρή σύνδεση μεταξύ παροχών και εισφορών. Στις σελ. 108 και 143 επαναλαμβάνονται τα ήδη εκτεθέντα στη σελ. 26 μεσοπρόθεσμα μέτρα, ενώ στη σελ. 118 προσδιορίζεται ο χρόνος λήψης των μέτρων (τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2011). Εξ άλλου, την ίδια χρονική περίοδο θεσπίστηκε ο ν. 3985/2011, «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 151/1.7.2011), στα πρότυπα της δημοσιονομικής διαχείρισης που εισήχθησαν με το ν. 3871/2010. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ο οποίος είναι απλώς τυπικός, εξομοιούμενος με προϋπολογισμό περισσοτέρων ετών, «μια από τις σηµαντικότερες µεταρρυθµιστικές παρεµβάσεις στον εκσυγχρονισµό της διαχείρισης των δηµόσιων δαπανών που αποτυπώθηκε στο νέο δηµοσιονοµικό νόµο 3871/2010 είναι η καθιέρωση της σύνταξης ενός κυλιόµενου Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ). Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το βασικό στοιχείο µιας διαφορετικής φιλοσοφίας στη διαχείριση των δηµόσιων πόρων και το πρώτο βήµα για τη µετάβαση σε πολυετείς προϋπολογισµούς, καθώς συµβάλλει στην εµπέδωση της έννοιας του πολυετούς προγραµµατισµού των οικονοµικών του Δηµοσίου. … Βασικές επιλογές: Το ΜΠΔΣ αποτελεί µια από πάνω προς τα κάτω προσέγγιση του προϋπολογισµού και δεν εστιάζει µόνο στην κεντρική, αλλά στη γενική κυβέρνηση ως ένα ενιαίο σύνολο, ενώ παράλληλα βασίζεται και σε µια ανάλυση του προϋπολογισµού γραµµή-γραµµή και σε κάθε φορέα. Το ΜΠΔΣ δίνει µια σαφή εικόνα των δηµοσιονοµικών ορίων και των δεσµεύσεων που αναλαµβάνονται για την επόµενη περίοδο, των βασικών πολιτικών κατευθύνσεων και των προτεραιοτήτων. Θέτει συγκεκριµένους στόχους, χρονοδιάγραµµα και δείκτες υλοποίησης στην προσπάθεια ελέγχου των δαπανών και σταδιακής µείωσης του ελλείµµατος θέτοντας, παράλληλα, τα ανώτατα όρια δαπανών για όλη την περίοδο για τους φορείς της κεντρικής Κυβέρνησης (Υπουργεία). Περιεχόµενο του ΜΠΔΣ: Σύµφωνα µε το ν. 3871/2010, το ΜΠΔΣ, περιλαµβάνει, για το έτος προϋπολογισµού και τα τρία επόµενα έτη, κατά κύριο λόγο: • τους µεσοπρόθεσµους στόχους για τη γενική κυβέρνηση και τους επί µέρους φορείς της, • την περιγραφή και αξιολόγηση των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών εξελίξεων και προβλέψεων για τα δύο προηγούµενα έτη, το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισµού και τα επόµενα τρία έτη, • όλες τις παραδοχές των οικονοµικών και δηµοσιονοµικών προβλέψεων (ελαστικότητες και ποσοστά συµµόρφωσης για τις κυ?ριες πηγές των εσόδων, αριθµό εργαζόµενων, µισθολογικές και συνταξιοδοτικές εξελίξεις, παροχές, δαπάνες αγαθών και υπηρεσιών, δαπάνες επενδύσεων και δαπάνες τόκων), • τις κύριες πηγές κινδύνου για τις δηµοσιονοµικές προβλέψεις, • το στόχο για το έλλειµµα της γενικής κυβέρνησης, • τα συνολικά ανώτατα όρια δαπανών για τη γενική κυβέρνηση, καθώς και τα ανώτατα όρια του Κρατικού Προϋπολογισµού και των ΟΤΑ, και ΟΚΑ για την περίοδο, • τις δαπάνες και τα έσοδα σε κεντρική κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνική ασφάλιση για τα αντίστοιχα έτη, • τις προβλεπόµενες δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης ανά Υπουργείο για τον προϋπολογισµό του επόµενου έτους, καθώς και τις συνολικές δαπάνες τους για την περίοδο, • τα έσοδα και τις δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης ανά οικονοµική κατηγορία και τις προβλέψεις για τα φορολογικά έσοδα και τις δαπάνες για την περίοδο, • τις εκτιµήσεις ανά οικονοµική κατηγορία των ακαθάριστων εξόδων, εσόδων, και ελλείµµατος ή πλεονάσµατος του κοινωνικού προϋπολογισµού και των ενοποιηµένων προϋπολογισµών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Περιεχόµενο των ετήσιων προϋπολογισµών: Ετήσιος Kρατικός Προϋπολογισµός: Ο ετήσιος κρατικός προϋπολογισµός περιλαµβάνει το σύνολο των εκτιµήσεων για τα βασικά οικονοµικά µεγέθη της κεντρικής κυβέρνησης, συµπεριλαµβανοµένου του ανεξόφλητου χρέους, των εγγυήσεων και των δανειακών πράξεων της γενικής κυβέρνησης. Τις εκτιµήσεις του ύψους των µεταβιβάσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισµό στην τοπική αυτοδιοίκηση, τους οργανισµούς κοινωνικής ασφάλισης και τα νοσοκοµεία (και σε άλλο φορέα κατά περίπτωση) για το έτος προϋπολογισµού και τα επόµενα έτη της περιόδου. Το περιθώριο προγραµµατισµού για την κάλυψη του κόστους µελλοντικών πολιτικών και σφαλµάτων στις προβλέψεις δαπανών για τα επόµενα έτη µετά το έτος του προϋπολογισµού, ύψους όχι µικρότερου του 1 και όχι µεγαλύτερου του 2 τοις εκατό των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισµού ενός δεδοµένου οικονοµικού έτους. Ετήσιος κοινωνικός προϋπολογισµός: Ο ετήσιος κοινωνικός προϋπολογισµός περιλαµβάνει προβλέψεις για το αντίστοιχο οικονοµικό έτος των εσόδων, δαπανών, πλεονασµάτων/ελλειµµάτων και ισολογισµών του ενοποιηµένου συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης και εκάστου των µειζόνων ασφαλιστικών ταµείων και οµάδων νοσοκοµείων. … 2. ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ: 2.1 Πρόσφατες εξελίξεις: Η διεθνής οικονοµική κρίση της περιόδου 2008-2009 έφερε στην επιφάνεια τις µακροχρόνιες διαρθρωτικές αδυναµίες της ελληνικής οικονοµίας και αποκάλυψε τις ανισορροπίες τόσο στο δηµοσιονοµικό όσο και στον εξωτερικό τοµέα. Το 2010, όµως, υιοθετήθηκε ένα φιλόδοξο Πρόγραµµα Οικονοµικής Προσαρµογής που δίνει έµφαση: 1. στην εµπροσθοβαρή δηµοσιονοµική προσπάθεια µε στόχο την εξασφάλιση της βιωσιµότητας του δηµόσιου χρέους, 2. στην εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηµατοπιστωτικού τοµέα και της ύπαρξης επαρκούς ρευστότητας στο τραπεζικό σύστηµα και 3. στην εφαρµογή ενός ευρύτατου προγράµµατος διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων µε στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Η µετάβαση σε ένα διαφορετικό µοντέλο ανάπτυξης που θα βασίζεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές αναµένεται να οδηγήσει σε µία σταδιακή, αλλά περισσότερο ισχυρή και διατηρήσιµη ανάκαµψη της οικονοµικής δραστηριότητας αλλά και σε δηµοσιονοµική εξυγίανση. Το 2009, το πραγµατικό ΑΕΠ, παρά την αύξηση των δηµόσιων δαπανών, παρουσίασε αρνητικό ρυθµό ανάπτυξης (-2%). … Όσον αφορά το 2010, εκτιµάται ότι το πραγµατικό ΑΕΠ µειώθηκε κατά -4,5%..., µε την ιδιωτική κατανάλωση να µειώνεται και αυτή κατά 4,5%, σηµειώνοντας ιδιαίτερα σηµαντική πτώση κατά το τέταρτο τρίµηνο του έτους (-8,6% σε ετήσια βάση), που οφείλεται στις µεταβολές στην απασχόληση και το διαθέσιµο εισόδηµα, στην επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης και στη χειροτέρευση των προσδοκιών των καταναλωτών. Η µείωση της δηµόσιας κατανάλωσης εκτιµάται στο 6,5%, ενώ ιδιαίτερα πτωτικά κινήθηκαν οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (-16,5%), λόγω των δυσµενών επιχειρηµατικών προσδοκιών, του χαµηλότερου βαθµού χρησιµοποίησης του εργατικού δυναµικού και του περιορισµού των πιστώσεων. … Ως αποτέλεσµα της απότοµης πτώσης της οικονοµικής δραστηριότητας, η απασχόληση εκτιµάται ότι µειώθηκε κατά 3,2%, καταλήγοντας σε ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 11,5% (σε εθνικολογιστική βάση). Η µεταβολή στην αµοιβή ανά εργαζόµενο (-1,8% σε ονοµαστική βάση, -6,2% σε πραγµατική βάση) και ως αποτέλεσµα, στο κόστος µονάδας εργασίας (-1,8% σε ονοµαστική βάση), συνεισφέρει περισσότερο ευνοϊκά στη δυναµική της αγοράς εργασίας, υποστηριζόµενη επίσης από τις διαρθρωτικές αλλαγές. 2.2 Μεσοπρόθεσµες προοπτικές: Οι µακροοικονοµικές προοπτικές αναµένεται να βελτιωθούν µεσοπρόθεσµα, µε βάση τη δηµοσιονοµική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις, ειδικά αυτές που αφορούν την πιο ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών εργασίας και προϊόντων. … Η απασχόληση προβλέπεται να µειωθεί κατά 3,2% το 2011, ανακάµπτοντας σταδιακά από το 2013 και σηµειώνοντας ένα µέσο ρυθµό αρνητικής µεταβολής -0,2% για την περίοδο 2011-2015. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2011 (14,5%), για να φθάσει στο ανώτατο σηµείο του το 2012 (15%) πριν αρχίσει να µειώνεται σταθερά µέχρι το 13,6% το 2015. Η αγορά εργασίας αναµένεται να επηρεαστεί ευνοϊκά από τις ανάλογες διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που έχουν ήδη εφαρµοσθεί ή προγραµµατισθεί, αλλά και από τη συγκράτηση των µισθών που εκτιµάται ότι θα σηµειωθεί για όλη την περίοδο µέχρι το 2015. 3. ΜΠΔΣ - ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ: 3.1 Εισαγωγή: Οι βασικοί κίνδυνοι που απειλούν τη δηµοσιονοµική προσπάθεια της ελληνικής οικονοµίας συνδέονται µε το υψηλό έλλειµµα και το ιδιαίτερα υψηλό δηµόσιο χρέος. Την τελευταία δεκαετία, παρά τους υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης, που κατά βάση στηρίχθηκαν σε υψηλή ζήτηση που χρηµατοδοτούνταν µέσω δανεισµού, το έλλειµµα της ελληνικής οικονοµίας παρέµεινε σε υψηλά επίπεδα, τροφοδοτώντας αντίστοιχα και την αύξηση του δηµόσιου χρέους. Η σηµερινή οικονοµική κατάσταση της χώρας, καθώς και οι διεθνείς οικονοµικές συνθήκες, καθιστούν αναγκαία τη δηµοσιονοµική εξυγίανση, όπως υπογραµµίζεται στους στόχους του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015. Η επιτυχία του εγχειρήµατος εξαρτάται από την ταχύτητα αντιµετώπισης των προβληµάτων και τους δηµοσιονοµικούς κινδύνους και κινδύνους αγοράς που ελλοχεύουν στη διαδικασία. … Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να πραγµατοποιηθούν παρεµβάσεις που να µην περιορίζονται µόνο σε µείωση των δαπανών και αύξηση των εσόδων του Δηµοσίου, αλλά να περιλαµβάνουν και δράσεις διαρθρωτικού χαρακτήρα, όπως η συρρίκνωση του δηµόσιου τοµέα και η ενίσχυση της αποτελεσµατικότητάς του, αλλά και η διόρθωση των χρόνιων αγκυλώσεων και στρεβλώσεων της οικονοµίας, της αγοράς εργασίας και του συστήµατος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. 3.3. Μακροοικονοµικοί και δηµοσιονοµικοί κίνδυνοι για το ΜΠΔΣ. 3.3.1 Μακροοικονοµικοί κίνδυνοι: …• Η επιδείνωση του µακροοικονοµικού σεναρίου λόγω των ανωτέρω παραγόντων που θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά και την αγορά εργασίας, σε ό,τι αφορά την ανεργία, µε περαιτέρω επιπτώσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές. … (σε σχέση με τις αποκλίσεις από τον προϋπολογισμό του έτος 2011): Από τα ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι η απόκλιση έρχεται κυρίως ως αποτέλεσµα της βαθύτερης, από το αναµενόµενο, ύφεσης της ελληνικής οικονοµίας που επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές. Ταυτόχρονα, υπογραµµίζει τις πραγµατικές δυσκολίες για τη µείωση του ελλείµµατος σε περιοχές του προϋπολογισµού (αντιµετώπιση της φοροδιαφυγής, µείωση λειτουργικών δαπανών κ.λπ.) ή υποτοµέων της γενικής κυβέρνησης όπου χρειάζονται µεγαλύτερες προσπάθειες (αντιµετώπιση της εισφοροδιαφυγής, δαπάνες σε νοσοκοµεία, ΟΚΑ, ΟΤΑ, ΔΕΚΟ). … Επιπλέον, η ύφεση είναι λίγο µεγαλύτερη από αυτήν που προέβλεπε το πρόγραµµα οικονοµικής πολιτικής και ειδικά το τελευταίο τρίµηνο του 2010 έφτασε το 7,4%. Αυτό επηρεάζει και το 2011, καθώς συρρικνώνει τα φορολογικά έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές και αυξάνει τις κοινωνικές παροχές του κράτους… Από το σκέλος των δαπανών του τακτικού προϋπολογισµού για κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη υπάρχει απόκλιση κατά 1.132 εκατ. ευρώ η οποία οφείλεται, στις αυξηµένες επιχορηγήσεις στο ΙΚΑ (600 εκατ. ευρώ) λόγω µειωµένων εσόδων… 3.1 Κύριες παρεµβάσεις πολιτικής µε δηµοσιονοµικές επιπτώσεις στον προϋπολογισµό του 2012: Ειδικά για το 2012, το οποίο αποτελεί το έτος προϋπολογισµού, γίνεται ειδική, πιο αναλυτική αναφορά στις νέες παρεµβάσεις που θα εισαχθούν κατά το έτος αυτό, προκειµένου να επιτευχθούν οι δηµοσιονοµικοί στόχοι. … • µείωση των δαπανών για κοινωνική ασφάλιση (1.260 εκατ. ευρώ), µέσω προσαρµογής των επικουρικών συντάξεων, εξορθολογισµού των επιδοµάτων και του αριθµού των δικαιούχων ΟΕΕ και ΟΕΚ, µείωσης συντάξεων ΟΓΑ και εισαγωγής αυστηρότερων κριτηρίων για τους δικαιούχους, µείωσης των δαπανών για επιδόµατα κοινωνικής ασφάλισης µέσω επανελέγχου των στοιχείων των δικαιούχων… ως αποτέλεσµα:… • της επανεξέτασης της σκοπιµότητας και του επαναπροσδιορισµού του συνόλου των µεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισµό µεταξύ άλλων και προς το ασφαλιστικό σύστηµα • εκτιµάται ότι θα επιτευχθεί σηµαντική εξοικονόµηση στις δαπάνες επιχορήγησης του ασφαλιστικού συστήµατος εν γένει, συνολικού ύψους 2.099,37 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 15,3%. … 7.2.2 Ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία Οι δαπάνες αυτές εκτιµάται ότι θα µειωθούν κατά 2.164 εκατ. ευρώ, το 2015 σε σύγκριση µε τη σχετική εκτίµηση για το 2011 προ των παρεµβάσεων, παρά το γεγονός ότι οι δαπάνες για κοινωνική προστασία εµφανίζονται αυξηµένες κατά 336,8 εκατ. ευρώ το 2015 σε σύγκριση µε τη σχετική εκτίµηση για το 2011 προ των παρεµβάσεων, κυρίως λόγω των εκτιµώµενων αυξήσεων στη χρηµατοδότηση του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) κατά 117 εκατ. ευρώ και της αύξησης των δαπανών για λοιπές εισοδηµατικές ενισχύσεις κατά 219,8 εκατ. ευρώ την ίδια περίοδο. Συγκεκριµένα, εκτιµάται ότι θα ανέλθουν σε 17.664 εκατ. ευρώ ή 7,8% του ΑΕΠ το 2011, σε 15.722 εκατ. ευρώ ή 6,9% του ΑΕΠ το 2012, σε 16.567 εκατ. ευρώ ή 7,0% του ΑΕΠ το 2013, σε 15.497 εκατ. ευρώ ή 6,4% του ΑΕΠ το 2014 και σε 15.620 εκατ. ευρώ ή 6,2% του ΑΕΠ το 2015. … 7.2.4 Αποδιδόµενοι πόροι: … • οι αποδόσεις εσόδων προς τους Οργανισµούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) εκτιµάται ότι θα εµφανίσουν σηµαντικότατη αύξηση κατά 245 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 20,5% … 8. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ: Ο κοινωνικός προϋπολογισµός περιλαµβάνει τρεις κατηγορίες φορέων: • τους Οργανισµούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), • τους Οργανισµούς Κοινωνικής Προστασίας (ΟΑΕΔ, ΟΕΕ, ΟΕΚ), • τα νοσοκοµεία. Οι τρεις αυτές κατηγορίες φορέων αποτελούν τον υποτοµέα των ταµείων κοινωνικής ασφάλισης της γενικής κυβέρνησης, σύµφωνα µε τη µεθοδολογία του ESA 95. Ο υποτοµέας αυτός από πλευράς µεγεθών αποτελεί το µεγαλύτερο της γενικής κυβέρνησης. Το ίδιο το µέγεθος του συγκεκριµένου υποτοµέα, αλλά και οι εγγενείς διαρθρωτικές αδυναµίες και συντεχνιακές αγκυλώσεις που είχαν σωρευτεί επί δεκαετίες, είχαν ως αποτέλεσµα όχι µόνο τη µη βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, αλλά και τον άδικο αναδιανεµητικό χαρακτήρα της παροχής κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας προς τις διάφορες κοινωνικές οµάδες. Η Κυβέρνηση θεώρησε πρωταρχικής σηµασίας την ανάγκη παρέµβασης στο ασφαλιστικό σύστηµα, και για το λόγο αυτό προχώρησε στην ψήφιση τριών νόµων (ν. 3762/2009, ν. 3863/2010 και ν. 3883/2010) για την αναµόρφωση του συστήµατος. Με τους νόµους αυτούς, που αποτελούν επανάσταση στο ασφαλιστικό σύστηµα, εξασφαλίστηκε αφενός µεν σε µεγάλο βαθµό η βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος, αφετέρου δε διορθώνονται πλήθος στρεβλώσεων και αδικιών µε τη λήψη στοχευµένων µέτρων και πολιτικών για τη ρύθµιση των οφειλόµενων ασφαλιστικών εισφορών, τη διόρθωση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης κ.λπ.. Τα µέτρα αυτά ήδη άρχισαν να αποδίδουν από το 2010 και εξής, µερικά δε αναµένεται να αποδώσουν ακόµα και σε βάθος 40ετίας. Δεδοµένου ότι τα µέτρα αυτά είναι ήδη θεσµοθετηµένα, περιλαµβάνονται ως δράσεις στο βασικό σενάριο του µεσοπρόθεσµου πλαισίου δηµοσιονοµικής στρατηγικής και έχει καταβληθεί προσπάθεια για µια όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη ποσοτικοποίησή τους ανά έτος. Για την περίοδο 2011-2015 το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει προγραµµατίσει µια δεύτερη δέσµη µέτρων ύψους 8,6 δισ. ευρώ, που στοχεύουν τόσο στον εξορθολογισµό των δαπανών, όσο και στην εξασφάλιση της είσπραξης εσόδων. Η δεύτερη αυτή δέσµη παρεµβάσεων εξασφαλίζει πλέον οριστικά τη βιωσιµότητα του ασφαλιστικού συστήµατος της χώρας µας, δηµιουργώντας ταυτόχρονα ένα σύγχρονο και δίκαιο σύστηµα. … Οι συνολικές δαπάνες των ΟΚΑ µειώνονται κατά 4,7 δισ. το 2015 ως απόρροια των παρεµβάσεων που σχεδιάζονται για την περίοδο 2011-2015. Ειδικότερα η µείωση της δαπάνης για συντάξεις (κύριες και επικουρικές) είναι το 2015 της τάξης των 1,8 δισ. Ευρώ…».
14. Επειδή, οι προβλεπόμενες στο ν. 3985/2011 παρεμβάσεις στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης μέτρων για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος πραγματοποιήθηκαν με το ν. 3986/2011, «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015», (Α΄ 152/1.7.2011), στο άρθρο 44 του οποίου ορίστηκαν τα εξής: «1. … 2. … 10. Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντίστοιχα. 11. α) Από 1.8.2011, στους συνταξιούχους του Δημοσίου, του NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής: i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%. ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%. β) Οι παρακρατήσεις υπολογίζονται στο συνολικό ποσό της σύνταξης, όπως διαμορφώνεται μετά την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου. γ) Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω αυτοδίκαιης λύσης της εργασιακής σχέσης ή αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας και οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα ή το Επίδομα Απολύτου Αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, ή το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βιαίων συμβάντων, καθώς και ορφανικές οικογένειες αυτών. δ) Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας. ε) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επιπλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1.700 €). στ) Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 και του άρθρου 11 του ν. 3865/2010. 12. Από 1.8.2011, οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 εφαρμόζονται και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν σύνταξη σε υποκατάσταση κύριας. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010. 13. α) Από 1.9.2011 θεσπίζεται Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (Α.Κ.Α.ΓΕ.), το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων φορέων και κλάδων επικουρικής σύνταξης. β) Η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης των συνταξιούχων των φορέων επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας όλων των Υπουργείων, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις, δυνάμει ασφάλισης η οποία έχει χωρήσει σε υποκατάσταση υποχρεωτικής ασφάλισης σε Φ.Κ.Α.. Η εισφορά υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: i. Για συντάξεις από 300,01 € έως 350,00 €, ποσοστό 3% ii. Για συντάξεις από 350,01 € έως 400,00 €, ποσοστό 4% iii. Για συντάξεις από 400,01 € έως 450,00 €, ποσοστό 5% iv. Για συντάξεις από 450,01 € έως 500,00 €, ποσοστό 6% v. Για συντάξεις από 500,01 € έως 550,00 €, ποσοστό 7% vi. Για συντάξεις από 550,01 € έως 600,00 €, ποσοστό 8% vii. Για συντάξεις από 600,01 € έως 650,00 €, ποσοστό 9% viii. Για συντάξεις από 650,01 € και άνω, ποσοστό 10%. γ) Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακοσίων ευρώ (300 €). δ) Εξαιρούνται της παρακράτησης της ειδικής εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το Εξωιδρυματικό Επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παραγράφου 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παραγράφου 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της σύνταξης τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. ε) Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, για τον προσδιορισμό των ποσών σύνταξης της παραγράφου (β) λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό της σύνταξης που έχει μεταβιβασθεί και το παρακρατηθέν ποσό επιμερίζεται ανάλογα. στ) Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη των φορέων αποδίδονται σε Λογαριασμό του Α.Κ.Α.ΓΕ. το αργότερο μέχρι το τέλος του επόμενου, από την παρακράτηση, μήνα. ζ) Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.ΓΕ.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. η) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου επικουρικής σύνταξης. θ) Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.ΓΕ. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3986/2011 « [η] χώρα βρίσκεται σε βαθιά δηµοσιονοµική κρίση και σε κατάσταση οιονεί δηµοσιονοµικής εξάρτησης. Χρόνιες παθογένειες και δηµοσιονοµικές αστάθειες, σε συνδυασµό µε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας στο διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, συντέλεσαν στο σταδιακό αποκλεισµό της Ελλάδας από τις πηγές διεθνούς δανεισµού και στην αδυναµία εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών της χώρας. Η χώρα µας ζει τη µεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της. Μια κρίση η οποία έχει προκύψει λόγω της δικής µας διαχρονικής ευθύνης, αλλά και λόγω του παραλογισµού του διεθνούς οικονοµικού συστήµατος και της απουσίας διεθνούς οικονοµικής διακυβέρνησης. Τα προβλήµατα της χώρας είναι διαχρονικά και βαθιά. Αφορούν τη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, το µοντέλο ανάπτυξης, τη σχέση κράτους και οικονοµίας, το γεγονός ότι στην Ελλάδα ιστορικά προηγήθηκε το κράτος χωρίς να βασίζεται σε ισχυρή κοινωνική συγκρότηση, πράγµα που οδήγησε σε απολύτως κρατικοδίαιτη οικονοµία. Επιπλέον, η έλλειψη προνοητικότητας και η επανάπαυση που επικράτησαν τα τελευταία 40 χρόνια, και βέβαια η όψιµη αναξιοπιστία έναντι των εταίρων µας στην Ε.Ε. ως προς την πραγµατική δηµοσιονοµική κατάσταση της χώρας επιδείνωσαν την κατάσταση και την οδήγησαν σε κρίσιµο σηµείο. … Ωστόσο, λόγω της κρίσιµης δηµοσιονοµικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν µέτρα άµεσης εφαρµογής και απόδοσης. Αυτά αποδίδουν αµέσως αποτέλεσµα, ενώ τα άλλα και κυρίως τα µέτρα που αφορούν τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τα άτυπα φαινόµενα στην ελληνική πολιτική, την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονοµία, χρειάζονται προετοιµασία, σύστηµα, δηµόσια διοίκηση, δύσκολα τα συλλαµβάνει κανείς και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδουν µεσοπρόθεσµα. Σήµερα, όµως, το κοµβικό σηµείο είναι η βιωσιµότητα και η διαχειρισιµότητα του δηµόσιου χρέους. Έχουν εκταµιευθεί οι τέσσερεις πρώτες δόσεις του δανείου των 110 δις ευρώ και η χώρα µας διαπραγµατεύεται την εκταµίευση της πέµπτης δόσης και τον περαιτέρω δανεισµό της. Ωστόσο, υπάρχει εδραιωµένη αρνητική πεποίθηση γύρω από το αξιόχρεο της χώρας, η οποία πρέπει να ανατραπεί. Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουµε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές µας ως προς την εφαρµογή του Προγράµµατος. Να αποδείξουµε ότι έχουµε πλήρη συνείδηση του βάρους, του προβλήµατος και της ευθύνης µας. Βρισκόµαστε, στη φάση της σταθεροποίησης. Πρώτα σταθεροποίηση και µετά βελτίωση. Το προέχον είναι να διαµορφωθεί µια καθαρή σχέση εµπιστοσύνης, να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να εκταµιευτεί η πέµπτη δόση του δανείου. Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νοµοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δηµοσίου συµφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των µακροοικονοµικών και δηµοσιονοµικών στόχων της χώρας, µέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισµό δυνάµεων. … Επί του άρθρου 44: … Σχετικά µε τις προτεινόµενες διατάξεις των παρ. 10, 11, 12 και 13: Η Πολιτεία, µετά την ψήφιση του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρµογή του µηχανισµού στήριξης της ελληνικής οικονοµίας από τα κράτη µέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο» (Α΄ 65), ανέλαβε και τη βασική υποχρέωση για τη διασφάλιση της βιωσιµότητας του ασφαλιστικού συστήµατος της χώρας µε τη θέσπιση συγκεκριµένων θεσµών και τη λήψη µέτρων δηµοσιονοµικής προσαρµογής που κατατείνουν στη διαφύλαξη του ασφαλιστικού κεφαλαίου των υπαρχόντων Ταµείων αλλά και στη συνέχιση της καταβολής όσο το δυνατόν εξορθολογισµένων συντάξεων. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόµενα στην παράγραφο ΙΙΙ αριθµός 7 του Παραρτήµατος ΙΙΙ του Ν. 3845/2010, «τα προγράµµατα κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να ενδυναµωθούν για να αντιµετωπίσουν υποβόσκουσες διαρθρωτικές ανισορροπίες που οφείλονται στη γήρανση του πληθυσµού, καθώς τα κόστη ασφαλιστικών παροχών στην Ελλάδα προβλέπεται να είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση µε τις τρέχουσες πολιτικές. Καθώς οι µεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον Κρατικό Προϋπολογισµό προέρχονται συστηµατικά από τα Ταµεία κοινωνικής ασφάλισης, οι µεταρρυθµίσεις για τη περιφρούρηση της βιωσιµότητας του συστήµατος δεν µπορούν πλέον να αναβληθούν.». Αυτές τις υπερβάσεις στόχευε να µειώσει ο θεσµός της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Α.Σ.), του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, σε συνδυασµό µε το σύνολο των ασφαλιστικών διατάξεων, µε τις οποίες διασφαλίζεται ενιαία δοµή στη συνταξιοδότηση, διόρθωση των στρεβλώσεων µέσω του συνυπολογισµού των αποδοχών του συνολικού εργασιακού βίου, ενιαίο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης προκειµένου να καταστεί δυνατή η αντιµετώπιση των δηµογραφικών προκλήσεων και η σε βάθος χρόνου του ασφαλιστικού συστήµατος. Ειδικότερα, η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό µορφή περιορισµού σε ορισµένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξοµαλύνει τις δηµοσιονοµικές υπερβάσεις από τις οποίες µαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισµός, όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήµατα κάλυψη των ελλειµµάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό µεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαµβάνει (µελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήµατος) όπως ορίζουν και οι επικαλούµενες στο σκεπτικό των ανωτάτων Δικαστηρίων Διεθνείς Συµβάσεις. Στα πλαίσια αυτά και προκειµένου να επιτευχθεί η περαιτέρω µείωση των επιχορηγήσεων από την πλευρά του κρατικού προϋπολογισµού προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και δεδοµένης της αναγκαιότητας για τον περιορισµό του ελλείµµατος της γενικής κυβέρνησης, προτείνεται η αναπροσαρµογή της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων στις κύριες συντάξεις και τη θέσπιση Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ώστε να εξασφαλισθεί η οµαλή χρηµατοδότηση τόσο των φορέων και κλάδων κύριας και επικουρικής σύνταξης. Ειδικότερα µε τις προτεινόµενες διατάξεις της παρ. 10, από 1.8.2011 αναπροσαρµόζονται τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως (η) της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α΄) …».
15. Επειδή, σχεδόν παράλληλα με τις εν λόγω ρυθμίσεις του εφαρμοστικού του «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής» ν. 3986/2011, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε νέα απόφαση για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος (2011/734 της 12ης Ιουλίου 2011, ΕΕ L 296), ενόψει του ότι «τον Ιούνιο του 2011, κατέστη προφανές ότι, λαμβανομένων υπόψη της δημοσιονομικής διολίσθησης του 2010 και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέχρι τον Μάιο, με αμετάβλητες πολιτικές, ο στόχος του 2011 για το έλλειμμα δεν θα επιτυγχάνετο, και μάλιστα με σημαντική απόκλιση, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τη συνολική αξιοπιστία του προγράμματος. Ως εκ τούτου, παρέστη ανάγκη να επικαιροποιηθούν συγκεκριμένα δημοσιονομικά μέτρα, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην Ελλάδα να επιτύχει τον στόχο για το έλλειμμα το 2011 και να τηρηθούν τα ανώτατα όρια για το έλλειμμα των επόμενων ετών, τα οποία έχουν καθορισθεί με την απόφαση 2010/320/ΕΕ» (9η αιτιολογική σκέψη). Στο άρθρο 1 παρ. 1 ορίζεται ότι «η Ελλάδα τερματίζει την παρούσα κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο έως το 2014» και στο άρθρο 2 ότι «1. … 2. … 5. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι το τέλος Ιουλίου του 2011: α)… β)… ε) πράξη αναθεώρησης των βασικών παραμέτρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, για να περιορισθεί η αύξηση των δαπανών του δημοσίου τομέα για συντάξεις κατά την περίοδο 2009-2060 κάτω του 2,5 % του ΑΕΠ, εάν από μακροπρόθεσμες προβλέψεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη αύξηση στις δημόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες θα υπερέβαινε το ποσό αυτό. Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή (ΕΑΑ) συνεχίζει την υποβολή μακροπρόθεσμων προβλέψεων για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες έως το 2060 στο πλαίσιο της εγκριθείσας μεταρρύθμισης. Οι προβλέψεις πρέπει να περιλαμβάνουν τα κύρια συστήματα συμπληρωματικών (επικουρικών) συντάξεων (ΕΤΕΑΜ, ΤΕΑΔΥ, ΜΤΠΥ), βάσει ενός ολοκληρωμένου συνόλου στοιχείων που θα συλλέγονται και θα υποβάλλονται σε επεξεργασία από την ΕΑΑ. … 8. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2012: α) μεταρρύθμιση των συστημάτων δευτερεύουσας/επικουρικής σύνταξης, με τη συγχώνευση ταμείων και την έναρξη του υπολογισμού των παροχών με βάση το νέο σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με πλασματικό χρόνο ασφάλισης? πάγωμα των ονομαστικών επικουρικών συντάξεων και μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα θεμελιωμένα δικαιώματα σε ταμεία με ελλείμματα, με βάση την αναλογιστική μελέτη που εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη δεν είναι έτοιμη, τα ποσοστά αναπλήρωσης μειώνονται, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2012, για την αποφυγή ελλειμμάτων? …». Περαιτέρω, στο Παράρτημα Ι της ίδιας απόφασης, «Μέτρα μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής (όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της παρούσας απόφασης)» αναφέρονται τα εξής: «Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική (ΜΔΣτρ) μέχρι το 2015 θα περιλαμβάνει τα εξής:… Περικοπές στις κοινωνικές παροχές κατά τουλάχιστον 1.188 εκατ. ευρώ το 2011, και επιπλέον 1.230 εκατ. ευρώ το 2012, 1.025 εκατ. ευρώ το 2013, 1.010 εκατ. ευρώ το 2014 και 700 εκατ. ευρώ το 2015, μέσω της προσαρμογής των συστημάτων επικουρικής συνταξιοδότησης και ακολούθως πάγωμα μέχρι το 2015? πάγωμα των βασικών συντάξεων? … μείωση των δαπανών για κοινωνικές παροχές μέσω διασταύρωσης των στοιχείων? … αύξηση της ειδικής κοινωνικής εισφοράς των συνταξιούχων (νόμος 3863/2010) για τους συνταξιούχους των οποίων η μηνιαία σύνταξη υπερβαίνει τα 1700 ευρώ? αύξηση της ειδικής κοινωνικής εισφοράς που καταβάλλεται από τους συνταξιούχους κάτω των 60 ετών με μηνιαία σύνταξη πάνω από 1700 ευρώ ? καθιέρωση ειδικής κλιμακωτής εισφοράς για τις επικουρικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ το μήνα…». Συναφώς, στην «Πέμπτη Αναθεώρηση του Ελληνικού Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής» που συνέταξε η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Οκτώβριο του 2011 (Occasional Paper 87) γίνεται αναφορά στα μέτρα που έχει ετοιμάσει η Ελληνική Κυβέρνηση για την περαιτέρω συμπίεση του δημοσιονομικού κόστους και την επίτευξη του στόχου μείωσης του ελλείμματος για το 2012 (δεδομένου ότι δεν επετεύχθησαν οι στόχοι του 2011), στα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η περικοπή των υψηλών συντάξεων και η αναπροσαρμογή του συστήματος των επικουρικών συντάξεων εντός του τετάρτου τριμήνου του έτους 2011 (σελ. 2, 23, 56, 110, 111, 112).
16. Επειδή, η επόμενη μείωση στις κύριες και επικουρικές συντάξεις επήλθε με τον ν. 4024/2011, «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226/27.10.2011). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών φορέων», ορίζονται τα εξής: «1. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152). Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών ή είναι συνταξιούχοι του ν. 3185/2003 (Α΄ 229) ή του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129), καθώς και όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με το καθεστώς υπερβαρέων επαγγελμάτων, όσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί με τριάντα πέντε (35) τουλάχιστον έτη πραγματικής ασφάλισης και συνταξιούχοι του NAT. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 2. Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του NAT και των φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην μείωση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Η ανωτέρω μείωση καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για την παραπάνω μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της κύριας σύνταξης που εναπομένει μετά την παρακράτηση από το συνολικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και της επιπλέον εισφοράς της παρ. 11 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011. Εξαιρούνται της ανωτέρω μείωσης οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το επίδομα απολύτου αναπηρίας του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 και του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 ή πρόκειται για θύματα τρομοκρατικών ενεργειών ή βίαιων συμβάντων, καθώς και οι ορφανικές οικογένειες αυτών, ή είναι συνταξιούχοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 2227/1994 (Α΄ 129). Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του οικείου φορέα στον οποίο ανήκει ο συνταξιούχος. 3. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), το τμήμα της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης, το οποίο, μετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ, μειώνεται κατά ποσοστό 30%. Το ποσό της σύνταξης μετά την ανωτέρω μείωση, δεν δύναται να υπολείπεται των 150 ευρώ. 4. Από 1.11.2011 και εφεξής, στους συνταξιούχους του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, των Τομέων «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ που λαμβάνουν μόνο επικουρική σύνταξη, καθώς και στους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ στο 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης, που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ, σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 15% και για τους συνταξιούχους του Μ.Τ.Π.Υ. κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011, προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το Μ.Τ.Π.Υ., το τμήμα του μερίσματος που, μετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ μηνιαίως, μειώνεται κατά 50%. 5. Τα εισπραττόμενα ποσά από τις αναφερόμενες στις προηγούμενες δύο παραγράφους μειώσεις αποτελούν πόρο των ανωτέρω φορέων-τομέων. 6. …». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρονται, σε σχέση με τις νέες μειώσεις, τα εξής: «Άµεση προτεραιότητα ζωτικού δηµοσίου συµφέροντος είναι η επίτευξη των στόχων και η εφαρµογή του Μεσοπρόθεσµου Πλαισίου Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής 2012-2015, που ψηφίστηκε µε το ν. 3985/2011 (Α΄ 151) και εξειδικεύθηκε µε τις διατάξεις των ν. 3986/2011 (Α΄ 152) και ν. 4002/2011 (Α΄ 180). Στην προσπάθεια αυτή καλείται να συµβάλει το σύνολο των οικονοµικών και κοινωνικών δυνάµεων της χώρας. Η χώρα αντιµετωπίζει την κατάσταση ανάγκης, υπό συνθήκες εξαιρετικά πιεστικές. Στόχος να διαφυλαχθεί η υπόσταση και η προοπτική της χώρας, προκειµένου να ανακτηθεί το κύρος και η ισχύς της σε οικονοµικό και σε πολιτικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό πρωταρχικός στόχος είναι η εφαρµογή των αποφάσεων µε τις οποίες διασφαλίζεται η µακροπρόθεσµη, πραγµατική βιωσιµότητα του ελληνικού δηµοσίου χρέους. Με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή η παραγωγή πρωτογενών πλεονασµάτων τα επόµενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό αποδίδεται µεγάλη σηµασία στην άµεση εφαρµογή του νέου προγράµµατος µε το οποίο αναµένεται να µεταβληθούν και τα επίπεδα ρευστότητας στην πραγµατική οικονοµία µέσω της αναγκαίας ρευστότητας του τραπεζικού συστήµατος. Οι δηµοσιονοµικές και χρηµατοοικονοµικές προϋποθέσεις είναι η αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χώρας, ο µοναδικός τρόπος για να δοθεί ώθηση στην ελληνική οικονοµία. … Επί του άρθρου 2: Με τις διατάξεις της παρ. 1 προβλέπεται µείωση κατά 40% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000,00 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους κάτω των 55 ετών. Η ρύθµιση είναι αναγκαία λόγω της δαπάνης που προκαλεί στους ασφαλιστικούς οργανισµούς κύριας ασφάλισης η λήψη σύνταξης σε τόσο µειωµένο όριο ηλικίας. Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης εξαιρούνται από την ανωτέρω µείωση οι συνταξιούχοι αναπηρίας ή γήρατος που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας, οι συνταξιούχοι που αποστρατεύθηκαν µε πρωτοβουλία της υπηρεσίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 προβλέπεται µείωση κατά 20% του ποσού της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ και χορηγείται στους συνταξιούχους που δεν εµπίπτουν στη µείωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η µείωση αυτή θεσπίζεται ως συνεισφορά των συνταξιούχων µε σχετικό ικανοποιητικό ύψος ποσού κύριας σύνταξης στον ασφαλιστικό τους φορέα. Από τη µείωση αυτή εξαιρούνται για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης µόνο οι συνταξιούχοι γήρατος και αναπηρίας που λαµβάνουν το εξωιδρυµατικό επίδοµα ή το επίδοµα απολύτου αναπηρίας καθώς και τα θύµατα τροµοκρατικών ενεργειών. Η µείωση τόσο στην ρύθµιση της παρ. 1 όσο και στη ρύθµιση της παρ. 2, γίνεται στο ποσό που αποµένει µετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων και της πρόσθετης εισφοράς της παραγράφου 11, του άρθρου 44, του ν. 3986/2011. Με τις διατάξεις των παρ. 3 έως 5: α) µειώνεται κατά ποσοστό 30% το τµήµα της µηνιαίας επικουρικής σύνταξης που χορηγεί το ΕΤΕΑΜ, το οποίο, µετά την τυχόν παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), υπερβαίνει το ποσό των 150 €. Η σύνταξη σε καµία περίπτωση, µετά την ανωτέρω µείωση, δεν δύναται να υπολείπεται του ποσού των 150,00 €, β) µειώνεται κατά ποσοστό 15% η µηνιαία σύνταξη που χορηγείται από τον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, τους Τοµείς «ΤΕΑΠ-ΟΤΕ», «ΤΕΑΠ-ΕΛΤΑ», «ΤΕΑΠ-ΕΤΒΑ» του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του ΤΑΥΤΕΚΩ, καθώς και το ΕΤΑΤ στους συνταξιούχους του που λαµβάνουν µόνο επικουρική σύνταξη, ενώ η µηνιαία σύνταξη που χορηγείται από ΜΤΠΥ µειώνεται κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση εφαρµογής της παραγράφου 13 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), προηγείται η παρακράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης. Ειδικά για το ΜΤΠΥ, προτείνεται η µείωση κατά 50% του τµήµατος του µερίσµατός που, µετά τις ανωτέρω παρακρατήσεις υπερβαίνει τα 500 ευρώ µηνιαίως, γ) η ισχύς των ανωτέρω παραγράφων 1-5 αρχίζει την 1.11.2011 και τα εισπραττόµενα ποσά από τις ανωτέρω αναφερόµενες µειώσεις αποτελούν πόρους των ανωτέρω φορέων-τοµέων».
17. Επειδή, στη, συνέχεια, ακολούθησαν και νέες περικοπές στις συντάξεις. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012, «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012», (Α΄ 40/29.2.2012), ορίστηκαν τα εξής: «1. Τα ποσά της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνουν τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ και καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τους λοιπούς φορείς κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνονται κατά 12% από 1.1.2012. Η μείωση αυτή καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 κύριας σύνταξης. Το ποσό της κύριας σύνταξης μετά και την παραπάνω μείωση της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. Όταν δικαιούχοι για τη σύνταξη λόγω θανάτου είναι περισσότεροι του ενός, το ποσό πέραν των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ του συνολικού ποσού σύνταξης μειώνεται κατά το ως άνω ποσοστό. Το εναπομείναν ποσό σύνταξης επιμερίζεται κατά τα ποσοστά των δικαιοδόχων. 2. Τα καταβαλλόμενα ποσά συντάξεων από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), τους Τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και τους Τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), τους Τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και τον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, μειώνονται από 1.1.2012 ως εξής: Οι συντάξεις έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ, κατά ποσοστό 10% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ. Οι συντάξεις από διακόσια πενήντα ευρώ και ένα λεπτό (250,01) έως τριακόσια (300) ευρώ, κατά ποσοστό 15% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων είκοσι πέντε (225) ευρώ. Οι συντάξεις από τριακόσια ευρώ και ένα λεπτό (300,01) και άνω κατά ποσοστό 20% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων πενήντα πέντε (255) ευρώ. Τα ποσοστά των μειώσεων αυτών καταλαμβάνουν και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 επικουρικής σύνταξης. 3. Από τη μείωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαιρούνται οι συνταξιούχοι που προβλέπονται από τις διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 4. Οι αναδρομικές μειώσεις των παραγράφων 1 και 2 παρακρατούνται σε 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη Μαΐου 2012. 5. Τα ποσά των μειώσεων των συντάξεων του άρθρου αυτού αποτελούν έσοδα του φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη. 6. Το καταβαλλόμενο ποσό του εξωιδρυματικού επιδόματος των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και το ανώτατο ποσό προσαύξησης της σύνταξης των συνταξιούχων ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης λόγω απολύτου αναπηρίας της παραγράφου 3 του ιδίου ως άνω άρθρου υπολογίζονται με το ποσό που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη της 31.12.2011». Τέλος, με το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ, του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012), ορίστηκαν τα εξής: «ΙΑ.5. 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν (όπως το τελευταίο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με τη παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 4111/2013, Α΄ 18/25.1.2013 με έναρξη ισχύος από 19.11.2012, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 49 του ίδιου νόμου). 2. ... ΙΑ.6. 1. … 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται. …». Οι ως άνω ρυθμίσεις αποτελούν μέτρα εφαρμοστικά του ν. 4046/2012, «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» (Α΄ 28/14.2.2012), στον οποίο προσαρτήθηκαν ως Παραρτήματα τα νέα Μνημόνια Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Παράρτημα V.1) και Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Παράρτημα V.2). Στο πρώτο από αυτά προβλέπεται περαιτέρω «εξορθολογισμός και καλύτερη στόχευση της κοινωνικής δαπάνης. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ξεκινήσαμε μεταρρυθμίσεις για να περιορίσουμε την προβλεπομένη αύξηση στη συνταξιοδοτική δαπάνη κάτω των 2 1/2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέχρι το 2060 (από μία πρόβλεψη ύψους 12 1/2 του ΑΕΠ), να διατηρήσουμε τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία περίπου στο 6 τοις εκατό του ΑΕΠ, και να βελτιώσουμε την στόχευση των κοινωνικών μας επιδομάτων. Στο πρόγραμμα μας σκοπεύουμε να ολοκληρώσουμε αυτή την ατζέντα εργασίας, πραγματοποιώντας συνολικά περίπου [3] τοις εκατό του ΑΕΠ σε πρόσθετες εξοικονομήσεις, ενώ θα βελτιώσουμε τα κοινωνικά προγράμματα για αυτούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη. …> Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Δεδομένου του υψηλού μεριδίου συντάξεων στις δαπάνες της Ελληνικής κυβέρνησης, η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων. Αυτό θα το κάνουμε με τρόπο που θα προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Ως αρχικά μέτρα, για τη δημιουργία εξοικονομήσεων ύψους €300 εκατομμυρίων το 2012 θα: (i) υιοθετήσουμε ένα σχέδιο νόμου για να μεταρρυθμίσουμε τις επικουρικές συντάξεις, και θα (ii) επιφέρουμε αλλαγές στα συνταξιοδοτικά ταμεία με υψηλές μέσες συντάξεις που λαμβάνουν υψηλές επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό. Στη συνέχεια, έως τα τέλη Ιουνίου θα εισάγουμε μεταρρυθμίσεις για να εξαλείψουμε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και τα ελλείμματα στα ταμεία εφάπαξ. …> Θα θεσπίσουμε νομοθεσία για την μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους εργοδότες στο ΙΚΑ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και θα λάβουμε μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι η μείωση αυτή δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. Οι εισφορές θα μειωθούν μόνο όταν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για να καλυφθούν οι μειώσεις στα έσοδα. Τα μέτρα για τη χρηματοδότηση των μειώσεων θα νομοθετηθούν σε δύο στάδια. Πρώτον, ως προαπαιτούμενη δράση, θα υιοθετήσουμε νομοθεσία για να κλείσουμε μικρά ταμεία ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες με μικρή προτεραιότητα (ΟΕΚ, ΟΕΕ) με μία μεταβατική περίοδο που δεν θα ξεπερνάει τους 6 μήνες. Δεύτερον, έως τέλος Σεπτεμβρίου, θα προσαρμόσουμε τις συντάξεις (προστατεύοντας τους χαμηλοσυνταξιούχους) και θα διευρύνουμε τη βάση για τη συνεισφορά εισφορών (προτείνεται ως διαρθρωτικό ορόσημο). …> Ως πρόσθετο μέτρο, έως το τέλος Σεπτεμβρίου θα ετοιμάσουμε σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους μια αναλογιστική μελέτη σχετικά με τον πρώτο πυλώνα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών ταμείων σε εταιρείες με υπερβολικό κόστος κοινωνικής ασφάλισης (σε σχέση με συγκρίσιμες επιχειρήσεις ή βιομηχανίες που καλύπτονται από το ΙΚΑ) και θα οριστικοποιήσουμε ένα κατάλογο με συγκεκριμένες προτάσεις για την εξάλειψη αυτής της διαφοράς με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. …». Εξάλλου, στο δεύτερο από αυτά αναφέρονται τα εξής: «• Αλλαγές σε συνταξιοδοτικά ταμεία με κατά μέσο όρο υψηλές συντάξεις ή που λαμβάνουν υψηλές επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό, με σκοπό την εξοικονόμηση τουλάχιστον 300 εκατομμυρίων Ευρώ (καθαρό ποσόν αφού λάβουμε υπόψιν την επίπτωση επί των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης). … 2.7 Ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος: Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προχωρά, μέσω ενός νόμου-πλαισίου, σε μια εις βάθος αναθεώρηση της λειτουργίας των δευτεροβάθμιων/επικουρικών δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων. Σκοπός της αναθεώρησης είναι η σταθεροποίηση των δαπανών για συντάξεις, η εγγύηση της προϋπολογιστικής ουδετερότητας των εν λόγω ταμείων και η διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συστήματος. Η αναθεώρηση επιτυγχάνει: • την εξάλειψη των ανισορροπιών στα ταμεία με ελλείμματα, • την ενοποίηση όλων των υφιστάμενων ταμείων, • τη μείωση του συνολικού λειτουργικού και μισθολογικού κόστους, συμπεριλαμβανόμενης και της επαρκούς μείωσης των απασχολούμενων ατόμων (τουλάχιστον κατά 30 τοις εκατό) στο νέο ενιαίο ταμείο, • τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δευτεροβάθμιων συστημάτων, μέσα από μια αυστηρή διασύνδεση εισφορών και παροχών. Η μεταρρύθμιση των δευτεροβάθμιων / επικουρικών ταμείων έχει σχεδιαστεί μετά από διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και οι αναμενόμενες επιπτώσεις της στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα έχουν επικυρωθεί από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι παράμετροι του νέου δευτεροβάθμιου θεωρητικού συστήματος καθορισμένων εισφορών διασφαλίζουν μακροπρόθεσμη αναλογιστική ισορροπία, όπως αυτό εκτιμήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. [1ο τρίμηνο του 2012] Η ατομική σύνταξη θα υπολογίζεται με βάση (i) ένα θεωρητικό ποσοστό απόδοσης, το οποίο σχετίζεται με το ρυθμό αύξησης του μισθολογικού κόστους των ασφαλισμένων, (ii) ένα παράγοντα αειφορίας, ο οποίος αναπροσαρμόζει τις παροχές, ώστε να εξαλείφει αμέσως τυχόν μελλοντικές ανισορροπίες, αν αυτές προκύψουν. [1ο τρίμηνο του 2012] Η Κυβέρνηση θα μειώσει τις ονομαστικές επικουρικές συντάξεις από τον Ιανουάριο του 2012, με σκοπό την εξάλειψη των ελλειμμάτων. Το νέο ενιαίο ταμείο εγκαθιστά, με οικονομικά αποδοτικό τρόπο, ένα μηχανογραφικό σύστημα ατομικών λογαριασμών συνταξιοδότησης. [1ο τρίμηνο του 2012]… Η Κυβέρνηση θα διασφαλίσει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανόμενης και της ρευστότητας που προκύπτει από τη συνεχιζόμενη ανταλλαγή χρέους, θα επενδύονται σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, καταθέσεις στο Υπουργείο Οικονομικών, ή οποιοδήποτε άλλο μέσο περιορίζει το δημόσιο χρέος. 4.1 Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας: …• Η κυβέρνηση διεξάγει μία αναλογιστική μελέτη των πρώτου πυλώνα συνταξιοδοτικών ταμείων σε εταιρείες όπου οι εισφορές για τα ταμεία αυτά υπερβαίνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα σε συγκρίσιμες επιχειρήσεις/βιομηχανίες που καλύπτονται από το ΙΚΑ. Με βάση τη μελέτη αυτή, η Κυβέρνηση μειώνει τις κοινωνικές εισφορές για τις εταιρείες αυτές κατά δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. [ΤΡΙΜ. 3-2012]… Η Κυβέρνηση θα θεσπίσει νομοθεσία ώστε να μειώσει τις κοινωνικές εισφορές στο ΙΚΑ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και θα εφαρμόσει μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι αυτό θα είναι δημοσιονομικά ουδέτερο. Τα ποσοστά εισφορών θα μειωθούν μόνο όταν υπάρχουν μέτρα επαρκή για να καλύψουν την απώλεια εσόδων. Τα μέτρα που θα χρηματοδοτήσουν την μείωση των ποσοστών θα νομοθετηθούν σε δύο φάσεις. Πρώτον, πριν την εκταμίευση, θα υιοθετηθεί νομοθεσία να κλείσουν μικροί φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα (ΟΕΚ, ΟΕΕ), με μεταβατική περίοδο που δε θα υπερβαίνει τους 6 μήνες. Δεύτερον, έως τέλος Σεπτέμβρη 2012, η κυβέρνηση θα προσαρμόσει τις συντάξεις (προστατεύοντας τους συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα) και θα προσαρμόσει τη βάση για την είσπραξη των εισφορών.».
18. Επειδή, από τις παρατεθείσες στις σκέψεις 9-17 νομοθετικές ρυθμίσεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις που τις συνοδεύουν προκύπτουν τα εξής: Η οξύτατη κρίση ελλειμμάτων και χρέους, η οποία ενέσκηψε κατά το έτος 2010, κατέστησε αναγκαία την υιοθέτηση ενός μείζονος προγράμματος εξυγίανσης των δημοσιονομικών μεγεθών του Κράτους (υπό την ευρεία του όρου έννοια), εκτεινόμενου σε όλες τις οικονομικές του λειτουργίες, έναντι της χρηματοδοτικής υποστηρίξεως, με την μορφή διμερών διακρατικών δανείων, από τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωζώνης λόγω της αδυναμίας της Χώρας να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές. Το πρόγραμμα αυτό, γνωστό ως «Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής», περιελάμβανε δημοσιονομικά μέτρα μείωσης των δαπανών της «γενικής κυβέρνησης», στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης. Από τα δημοσιονομικά αυτά μέτρα, άλλα ήταν άμεσης απόδοσης, συνέβαλλαν δηλαδή άμεσα στην περιστολή των δημοσίων δαπανών, άλλα δε θεωρούνταν ως «διαρθρωτικά», υπό την έννοια ότι αποσκοπούσαν στην σταδιακή αναδιανομή των κρατικών πόρων με τους οποίους χρηματοδοτούνται οι προς εκπλήρωση των συνταγματικών επιταγών ακολουθούμενες πολιτικές? όλα, δε, μαζί τα δημοσιονομικά μέτρα συνέθεταν το πιο σημαντικό τμήμα του ως άνω προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπούσε τόσο στην αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, άμεσης ανάγκης κάλυψης οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της κατάστασης. Οι στόχοι αυτοί συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενόψει της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της (πρβ. ΣτΕ 668/2012 σκ. 35). Στο πλαίσιο αυτό, οι επελθούσες δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 10 του ν. 3845/2010 περικοπές των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονταν στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης συνιστούσαν δημοσιονομικά μέτρα άμεσης απόδοσης (ΣτΕ 1285/2012 σκ. 13). Αντιθέτως, οι θεσπισθείσες δυνάμει των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011 περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών συνιστούν διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα και εντάσσονται στο πλαίσιο μίας συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία έχει, προδήλως, και δημοσιονομικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, οι διαπιστώσεις, αφ’ ενός, ότι επίκειται άμεσος (από το έτος 2015) και ουσιώδης κλονισμός της βιωσιμότητας του συστήματος εξ αιτίας της γήρανσης του πληθυσμού (με αναλογία 1,7 εργαζομένων για κάθε 1 συνταξιούχο, ενώ κατά το έτος 1950 η αναλογία ήταν 4 προς 1, αντιστοίχως, με την προοπτική 5.000.000 συνταξιούχων σε πληθυσμό 11.000.000) και της αναντιστοιχίας εισφορών-παροχών (προβλήματα, άλλωστε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010, προ πολλού χρόνου γνωστά στο νομοθέτη), και, αφ’ ετέρου, ότι οι διαρκείς υπερβάσεις ετησίως στον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονταν συστηματικά από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, με αποκορύφωμα την αύξηση της τακτικής και έκτακτης κρατικής χρηματοδότησης το έτος 2009 στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ ή στο ποσοστό 7,22% του ΑΕΠ, κατέστησαν αναγκαία την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, προκειμένου το σύστημα να τεθεί εκ νέου σε υγιή βάση. Η μεταρρύθμιση αυτή υλοποιήθηκε με το ν. 3863/2010, με τον οποίο ο θεσμός κοινωνικής ασφάλισης μεταβάλλει προσανατολισμό, αποκτώντας στοιχεία ανταποδοτικότητας (μέσω της ενίσχυσης της σύνδεσης μεταξύ εισφορών και παροχών) προσιδιάζουσας σε διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, στο πλαίσιο του οποίου τον κίνδυνο αναλαμβάνουν οι ασφαλισμένοι. Η δομική αυτή διαφοροποίηση συνεπάγεται την σταδιακή υποχώρηση του Κράτους, το οποίο, επιδιώκοντας να αποδεσμεύσει πόρους προς αναπτυξιακές δραστηριότητες, περιορίζει προοδευτικά την αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε ποσοστό 2,5% του ΑΕΠ, ποσοστό το οποίο και αποτελεί εφεξής (για το χρονικό διάστημα 2010-2060) την οροφή της αύξησης της χρηματοδότησης και θέτει ως στόχο το ύψος της συνολικής κρατικής χρηματοδότησης προς τους ασφαλιστικούς φορείς σταθερά σε ποσοστό 5% του Α.Ε.Π. μέχρι το έτος 2030. Για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του υφιστάμενου συστήματος και προκειμένου να καταστεί ομαλή η μετάβαση στο νέο, το κενό που καταλείπεται αναλαμβάνουν να καλύψουν, για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο ώστε να αποδώσουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα, οι ίδιοι οι συνταξιούχοι («αυτοχρηματοδότηση», κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3863/2010) και, μάλιστα, οι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, περισσότερο ευνοημένοι από αυτούς, στο πλαίσιο της αρχής της διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, με τις οποίες εισήχθη (εκ νέου) στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων» στοχεύουν στην άντληση πόρων, ιδίως από εκείνους που λαμβάνουν συνολική κύρια σύνταξη άνω των 1.400 ευρώ, ανεξαρτήτως ηλικίας εξόδου. Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 3863/2010, με την εν λόγω εισφορά επιβαρύνεται περίπου το 20% των συνταξιούχων, η δε ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περικοπής έγκειται στο ότι τα ποσά αυτά εντάσσονται σε ειδικό λογαριασμό με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια και προορίζονται για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων όλων των κλάδων κύριας σύνταξης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, από την οποία ωφελείται ποσοστό 55% - 60% των συνταξιούχων. Στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική, άλλωστε, εντάσσεται και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής (ν. 3985/2011), στο πλαίσιο του οποίου προβλέφθηκε η λήψη περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 44 του ν. 3986/2011 και 2 του ν. 4024/2011. Με τις πρώτες επιδιώχθηκε η προσήλωση στο στόχο της μείωσης της εξάρτησης των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από την κρατική χρηματοδότηση, από τον οποίο υπήρξε παρέκκλιση εξαιτίας της μεγαλύτερης, σε σχέση με την προβλεφθείσα, ύφεσης της ελληνικής οικονομίας (7,4% το τέταρτο τρίμηνο του 2010), της δραματικής αύξησης της ανεργίας και της συνεφελκόμενης αδυναμίας είσπραξης ικανού ποσού ασφαλιστικών εισφορών, παρέκκλιση που κατέστησε αναγκαία την επιπλέον χρηματοδότηση με 1,132 δισεκατομμύριο ευρώ εκ των οποίων 600 εκατομμύρια ευρώ κατευθύνθηκαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η αποκατάσταση επιδιώχθηκε α) με την αναπροσαρμογή (αύξηση) των συντελεστών της «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων», την περαιτέρω μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους (και μέχρι να το συμπληρώσουν) και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.700 ευρώ και γ) με τη θέσπιση «εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων επικουρικής ασφάλισης» στις επικουρικές συνολικές συντάξεις άνω των 300 ευρώ, για τον ίδιο ακριβώς με εκείνο του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 σκοπό και με την ίδια ακριβώς αιτιολόγηση. Τέλος, με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011, με τον οποίο εξειδικεύθηκε έτι περαιτέρω το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, επήλθε νέα μείωση των συντάξεων εκείνων των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους και λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1.000 ευρώ (ποσοστό μείωσης 40% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ), τη μείωση όλων των συντάξεων άνω των 1.200 ευρώ (ποσοστό μείωσης 20% του ποσού που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ. Κριτήριο για την επιβολή τόσο των περικοπών του ν. 4024/2011, όσο και των προγενέστερων, αποτέλεσε το ύψος των συντάξεων ώστε να επιβαρυνθούν εκείνοι από τους συνταξιούχους που, σε σχέση με τους υπόλοιπους, λαμβάνουν υψηλές συντάξεις, καθώς και εκείνοι οι οποίοι συνταξιοδοτήθηκαν σε μικρή ηλικία, επωφελούμενοι από διατάξεις της νομοθεσίας που προξένησαν ανισορροπίες στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι οι περικοπές συντάξεων του ν. 4024/2011 εντάσσονται σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων με τις οποίες ο νομοθέτης, αντιμέτωπος με την οικονομική κατάρρευση της χώρας και αδυνατώντας να χρηματοδοτεί τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης στον ίδιο βαθμό με το παρελθόν, εγκαθίδρυσε νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως τη βιωσιμότητα του οποίου στηρίζουν, παράλληλα με τους διατιθέμενους προς τούτο, μειωμένους, κρατικούς πόρους, συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων με τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά. Επομένως, αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων υποβάλλονται σε θυσία μέρους του εκ συντάξεων εισοδήματός τους χάριν τόσο της αποκαταστάσεως της δημοσιονομικής ισορροπίας όσο και της βιωσιμότητας των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως.
19. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ), αποχώρησαν από την υπηρεσία τους ο μεν πρώτος στις 30.11.1995 και σε ηλικία 61 ετών λόγω παραίτησης και με συνολικό χρόνο ασφάλισης 37 έτη, 6 μήνες και 11 ημέρες, ο δε δεύτερος στις 28.6.1990 και σε ηλικία 57 ετών λόγω παραίτησης και με συνολικό χρόνο ασφάλισης 34 έτη, 3 μήνες και 4 ημέρες, ενώ η τρίτη στις 10.7.2006 και σε ηλικία 46 ετών λόγω παραίτησης και με συνολικό χρόνο ασφάλισης 23 έτη, 9 μήνες και 28 ημέρες. Με απόφαση του Διευθυντή του ΤΣΠ-ΑΤΕ οι ενάγοντες έλαβαν κύρια σύνταξη και, ακολούθως, έλαβαν επικουρική σύνταξη («μηνιαία επικούρηση») από τον Ειδικό Λογαριασμό Επικούρησης Μελών προσωπικού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΛΕΜ) με πράξη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Λογαριασμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Κανονισμού του ΕΛΕΜ. Μετά την ένταξη του ΤΣΠ-ΑΤΕ και του ΕΛΕΜ στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στο ΕΤΑΤ, αντίστοιχα, την 1.1.2007, οι ενάγοντες λαμβάνουν τις κύριες και τις επικουρικές τους συντάξεις, όπως αυτές είχαν κανονισθεί, από τους διάδοχους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Από το 60/2014Β΄/28.2.2014 έγγραφο του Προϊσταμένου του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Ασφαλισμένων των εντασσομένων Ταμείων και Κλάδων ΤΣΠ-ΑΤΕ, ΤΣΠ-ΕΤΕ, ΤΑΠ-ΕΤΒΑ και ΤΑΠΑΕ-ΕΘΝΙΚΗ προκύπτει ότι, στις 12.12.2009 οι ενάγοντες ελάμβαναν, ως κύρια σύνταξη, τα εξής ποσά: α) Ο ... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 1.895.52, ευρώ, β) Ο .... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 1.765,67 ευρώ, γ) Η ... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 1.063,38 ευρώ. Στις 12.12.2013, δηλαδή μετά και τις μεταγενέστερες περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012, οι ίδιοι συνταξιούχοι ελάμβαναν, ως κύρια σύνταξη, τα εξής ποσά: α) Ο ... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 1.302,05 ευρώ, β) Ο ... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 1.294.80 ευρώ γ) η ... ελάμβανε το συνολικό καθαρό ποσό των 915,42 ευρώ. Στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται ότι ο πρώτος και ο δεύτερος από τους ενάγοντες δεν έχουν υποστεί περικοπές δυνάμει του ν. 3986/2011 (με την εξαίρεση της αύξησης του συντελεστή της εισφοράς του ν. 3863/2010), ενώ η τρίτη ενάγουσα δεν καταβάλλει, στις 12.12.2013, την εισφορά του ν. 3863/2010. Το ποσό των μειώσεων των ν. 3863/2010 και 4024/2011 για τον πρώτο από τους ενάγοντες ανέρχεται στα 380 ευρώ, για τον δεύτερο στα 330 ευρώ για τον δεύτερο, το δε ποσό της μείωσης δυνάμει του ν. 4024/2011 για την τρίτη ανέρχεται στα 39,04 ευρώ. Για τους δύο πρώτους τα ποσά μειώσεων των συντάξεων κατ’ εφαρμογή μόνο των διατάξεων του ν. 4024/2011 ανέρχονται σε 180,70 ευρώ. Ενόψει της φύσης των περικοπών, κανείς από τους ενάγοντες δεν ελάμβανε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, κύρια σύνταξη κατώτερη των 1.000 ευρώ εξαιτίας των περικοπών αυτών, σύμφωνα δε με τους πίνακες που απέστειλε στο Δικαστήριο η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με το Γ99/19/28.2.2012 έγγραφό της, η μέση, ακαθάριστη, κύρια σύνταξη γήρατος του εναγόμενου ασφαλιστικού οργανισμού κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2014 (δηλαδή μετά την θέσπιση των επίμαχων αλλά και των μεταγενέστερων περικοπών των ν. 4051/2012 και 4093/2012), την οποία λαμβάνουν 687.403 συνταξιούχοι, ανέρχεται στο ποσό των 697,39 ευρώ, ενώ η μέση, ακαθάριστη, κύρια σύνταξη γήρατος που χορηγεί το «Υποκατάστημα Ασφαλισμένων των Εντασσομένων Ταμείων και Κλάδων ΤΣΠ-ΑΤΕ, ΤΣΠ-ΕΤΕ, ΤΑΠ-ΕΤΒΑ και ΤΑΠΑΕ-ΕΘΝΙΚΗ» του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ σε 18.950 συνταξιούχους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγοντες, ανέρχεται στο ποσό των 1.273,23 ευρώ. Ειδικά η μέση, ακαθάριστη, κύρια σύνταξη γήρατος που χορηγείται στους 5.594 συνταξιούχους της ΑΤΕ ανέρχεται στο ποσό των 1.211,78 ευρώ, οι δε δύο πρώτοι ενάγοντες λαμβάνουν κύρια σύνταξη ανώτερη της μέσης.
20. Επειδή, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι οι περικοπές του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του ν. 4024/2011 προσκρούουν σε συνταγματικούς και υπερνομοθετικούς κανόνες και αρχές. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι οι εν λόγω διατάξεις α) παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι επιφέρουν ριζική μείωση στις κύριες συντάξεις τους με μοναδικό κριτήριο το ύψος τους και, ειδικά για την τρίτη ενάγουσα, και την ηλικία των συνταξιούχων, β) παραβιάζουν την κατοχυρούμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένων υπόψη και των προηγούμενων, πάσης φύσεως, μειώσεων. Και τούτο, διότι δεν προκύπτουν οι συγκεκριμένοι οικονομικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που τις κατέστησαν επιβεβλημένες, μέσα από παράθεση συγκεκριμένων στατιστικών και συγκριτικών στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται εν προκειμένω με το ταμειακό. Συναφώς, προβάλλεται ότι δεν γίνεται καμία αναφορά σε εναλλακτικά μέτρα, ενδεχομένως ελαφρύτερα και κοινωνικά δικαιότερα, ενώ δεν προβλέπεται συγκεκριμένη χρονική διάρκεια των μέτρων. Για τους ίδιους, άλλωστε, λόγους υφίσταται και παραβίαση του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των σκοπών δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εναγόντων, γ) επίσης, αντίκεινται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, οι οποίες απορρέουν από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, επιτάσσουσα την προστασία της νόμιμης προσδοκίας του ασφαλισμένου στη διατήρηση της ασφαλιστικής σχέσης και δεν επιτρέπουν την δραστική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων, όπως η σύνταξη, και επί σειρά ετών διαμορφωμένων πραγματικών καταστάσεων και δ) τέλος, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος περί ειδικότητας των νόμων περί συντάξεων.
21. Επειδή, οι επίμαχες περικοπές στις κύριες συντάξεις επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δηλαδή ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο, είναι οι τέταρτες, κατά σειρά, περικοπές συντάξεων (εισφορά αλληλεγγύης του ν. 3863/2010, αναπροσαρμογή των συντελεστών της με το ν. 3986/2011, περικοπές συντάξεων άνω των 1.700 ευρώ όσων συνταξιούχων δεν έχουν υπερβεί το 60 έτος της ηλικίας τους και πάλι δυνάμει του ν. 3986/2011, την οποία δεν υπέστησαν ο πρώτος και ο δεύτερος από τους ενάγοντες) και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται, μαζί με εκείνες του ν. 3986/2011, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα, αφ’ ενός, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και, αφ’ ετέρου, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του. Επομένως, η θέσπισή τους εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι, απλώς, ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, τούτο δε προκύπτει και εκ του ότι τα χρηματικά ποσά, κατά τα οποία περικόπτονται οι συντάξεις, δεν αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αλλά παραμένουν στην περιουσία των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι αποδίδονται σε ειδικό λογαριασμό, ο οποίος καλύπτει τα ελλείμματα των φορέων κύριας ασφάλισης. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις παρατεθείσες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού μακροπρόθεσμα. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εντάσσεται στο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1094/1987 Ολομ., 2289/1987 Ολομ.). Ο ισχυρισμός ότι για την αιτιολογημένη επιβολή των επίμαχων περικοπών στις κύριες συντάξεις απαιτείτο η εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης είναι αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης απαιτείται προς αποτροπή νομοθετικών ρυθμίσεων που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα ασφαλιστικών οργανισμών, πάντως, σύνταξη αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται προκειμένης της λήψεως μέτρων που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ. 12, 13). Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών καθώς και του ότι τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν οι περικοπές στις κύριες συντάξεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την πίεση των εισοδημάτων του συνόλου των πολιτών, τα υπό εξέταση μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαία, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών από τη φύση του επιτυγχάνεται με την μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ο στόχος δε αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επιλογή, ως μέτρου λιγότερο επαχθούς, της επιβάρυνσης των υπολοίπων πολιτών με την επιβολή φορολογίας. Εξ άλλου, οι περικοπές χωρούν με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των συνταξιούχων, καθόσον με τα επιλεγέντα κριτήρια (όρια ηλικίας και ύψος συντάξεων) πλήσσονται οι πλέον ισχυροί από αυτούς και αποτρέπεται η επιβάρυνση εκείνων που λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη, ειδικά δε καθ’ όσον αφορά την κατηγορία συνταξιούχων, στην οποία ανήκει η τρίτη ενάγουσα, η οποία εξήλθε προώρως από την υπηρεσία, και αναμένεται, ενόψει και του προσδόκιμου ζωής, να λαμβάνει συνταξιοδοτικές παροχές για περισσότερα έτη από τα έτη ασφάλισής της, πλήσσονται οι πλέον ευνοημένοι από το προηγούμενο ασφαλιστικό καθεστώς. Εξ άλλου, ακόμη και μετά τις περικοπές, οι οποίες αθροιστικά αντιστοιχούν σε ποσοστό περίπου 20% του συνολικού ποσού της κύριας σύνταξης για τους δύο πρώτους ενάγοντες (για την τρίτη ενάγουσα, η οποία υπέστη μόνο τις περικοπές του ν. 4024/2011, το ποσοστό της μείωσης δεν υπερβαίνει το 4%), το ύψος της συντάξεως εξακολουθεί να είναι μεγαλύτερο από αυτό της μέσης κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Τέλος, τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η επιχειρούμενη δε δημοσιονομική προσαρμογή δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά και στη λήψη διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας. Επομένως, τέτοια μέτρα δεν απαιτείται να έχουν προσωρινό χαρακτήρα, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων ανάλογα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Εν όψει όλων αυτών και σύμφωνα με τις σκέψεις 7 και 8, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, άρα, ούτε και στο άρθρο 17 αυτού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν προσκρούουν στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους ενάγοντες είναι αβάσιμα. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Τμήματος Ν. Σακελλαρίου, ο Σύμβουλος Διον. Μαρινάκης και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα οι οποίοι υποστήριξαν ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, οι επίδικες διαδοχικές μειώσεις των κυρίων συντάξεων των εναγόντων δεν είναι νόμιμες, διότι δεν προκύπτει ότι διενεργήθηκαν μετά από Μελέτη των συνολικών επιπτώσεών στο βιοτικό τους επίπεδο, κατά τα ήδη εκτεθέντα από την μειοψηφήσασα γνώμη (βλ. σκέψη 7), με αποτέλεσμα να μη καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της συμβατότητός τους με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
22. Επειδή, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, όπως τα επίμαχα, εκτιμώντας τις υφιστάμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και ματαίωση, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού (πρβ. ΣτΕ 490/2000 σκ. 5) της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όταν δε αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν, ακόμη και τις συνεστημένες. Επομένως, οι σχετικές αιτιάσεις των εναγόντων είναι αβάσιμες.
23. Επειδή, τέλος, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης εν προκειμένω των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος ερείδονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, αφ’ ενός μεν, οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στα συνταξιοδοτικά σχέδια νόμων των δημοσίων υπαλλήλων, των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο Ταμείο και δεν αφορούν σε νομοσχέδια σχετικά με παροχές κοινωνικής ασφάλισης, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συντάξεις που παρέχονται από οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων (πρβλ. ΣτΕ 1988/2012 7μ. σκ. 11, 2087/2012 σκ. 7), αφ’ ετέρου δε, αφορούν σε απονομή και όχι σε περικοπή συντάξεων (πρβλ. ΣτΕ 370/2005 σκ. 9).
24. Επειδή, κατόπιν τούτων, οι προβαλλόμενοι λόγοι, καθώς και η υπό κρίση αγωγή, θα έπρεπε να απορριφθούν. Λόγω όμως σπουδαιότητας των, κατά τα προεκτεθέντα, ζητημάτων της συμφωνίας των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 προς το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το Τμήμα κρίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β του π.δ. 18/1989 (Α 8), πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση των ως άνω ζητημάτων, να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Σπ. Μαρκάτης.
Διά ταύτα
Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας
Ορίζει εισηγητή τον Σύμβουλο Σπ. Μαρκάτη
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου και 1η Οκτωβρίου 2014
Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος
Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Οκτωβρίου 2014.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Αν. Γκότσης Β. Κατσιώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου