Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

1538/2008 ΑΠ: Ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και προθεσμίες για την παραδεκτή άσκησή της


1538/2008 ΑΠ: Ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και προθεσμίες για την παραδεκτή άσκησή της
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2` Πολιτικό Τμήμα..

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαράλαμπο Ζώη και Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Απριλίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θωμά Τραυλό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.

Των αναιρεσιβλήτων: Ψ1.Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "...................." η οποία εδρεύει στο Λονδίνο που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και Ψ2, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Νάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-10-2000 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2208/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 6007/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 8-1-2007 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Παπαντωνοπούλου ανέγνωσε την από 4-4-2008 έκθεση της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. ..... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ....., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ανωτέρω αναφερόμενη δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος στην πρώτη αναιρεσίβλητη Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ...............". Επομένως, εφ` όσον αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.

Επειδή, όπως ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔικ, η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα. Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης.

Εξάλλου στην παράγραφο 4 του άρθρου 999 ΚΠολΔικ ορίζεται, πλην άλλων, ότι ο πλειστηριασμός ακινήτου που υποβλήθηκε σε αναγκαστική κατάσχεση, με ποινή ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου περί καταρτίσεως περιλήψεως της κατασχετήριας εκθέσεως, που περιέχει την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού, καθώς και στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου περί επιδόσεως της άνω περιλήψεως στον οφειλέτη μέσα σε είκοσι ημέρες από την ημέρα της κατασχέσεως. Η διάταξη αυτή αφορά στην καθόλου παράλειψη των διατυπώσεων, όχι δε και στην περίπτωση που αυτές έλαβαν μεν χώρα, αλλά με τρόπο δικονομικώς άκυρο. Αν η ενδιάμεση αυτή ακυρότητα δεν προβληθεί εμπροθέσμως, δεν κωλύεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστική εκτελέσεως και η διενέργεια του πλειστηριασμού. Μόνον αν ο πλειστηριασμός διενεργηθεί παρά την ανυπαρξία τελείως όλων ή μιας των τασσομένων με ποινή ακυρότητας διατυπώσεών του είναι άκυρος, ανεξαρτήτως βλάβης, οπότε η ακυρότητα αυτή, αφορά την ίδια την τελευταία πράξη της εκτελέσεως και απαγγέλλεται κατόπιν ανακοπής που ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός 90 ημερών από τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως επί πλειστηριασμού ακινήτων (Ολ ΑΠ 3/2007, 658/2007).

Περαιτέρω, οι από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, οριζόμενες προθεσμίες είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. του ίδιου κώδικα, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η παρέλευσή τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης της εκτέλεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ), τυχόν ακυρότητα της οποίας έτσι καλύπτεται. Η καθιερούμενη, δηλαδή, αρχή της σταδιακής προσβολής των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έχει ως επακόλουθο να ισχυροποιούνται οι τελευταίες κατά στάδια, με την πάροδο δε της προθεσμίας, να καθίστανται απρόσβλητες οι πράξεις του προηγούμενου σταδίου, το δε ελάττωμά τους να μην επιδρά στο κύρος των μεταγενέστερων πράξεων (ΑΠ 1465/2005, 372/2004).

Με τα δεδομένα αυτά, επί πλειστηριασμού ακινήτου προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, η ακυρότητα της αναγκαστικής κατάσχεσης ή του αποσπάσματος αυτής ή της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, λόγω μη αναφοράς στο απόσπασμα ή στην περίληψη των υπαρχόντων στο κατασχεθέν ακίνητο βαρών (προσημειώσεων και υποθηκών), μπορεί να προβληθεί με ανακοπή, μόνο μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή, μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης που είναι η σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης.

Έτσι, αν δεν ασκήθηκε ανακοπή με τέτοιο περιεχόμενο, η πιο πάνω ακυρότητα δεν μπορεί να προβληθεί με ανακοπή ως λόγος ακυρότητας -ελαττωματικότητας- του πλειστηριασμού. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής του, προέβαλε με τον δεύτερο λόγο αυτής, ότι ο διενεργηθείς σε βάρος του αναγκαστικός πλειστηριασμός του αναφερομένου ακινήτου του, με την επίσπευση της πρώτης αναιρεσίβλητης, που κατακυρώθηκε στο δεύτερο αναιρεσίβλητο, είναι άκυρος, διότι διενεργήθηκε με βάση την υπ` αριθμ. ..... κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ..... και τα βάσει αυτής εκδοθέντα, απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης και υπ` αριθμ. ..... περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας οι οποίες ήσαν άκυρες, καθόσον στην μεν κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμά της, δεν γίνεται μνεία των προσημειώσεων που είχαν εγγραφεί στο εκπλειστηριασθέν ακίνητό του, στην δε περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, ναι μεν αναφέρονται οι εν λόγω προσημειώσεις, πλην όμως ανεπίτρεπτα, κατά τους ισχυρισμούς του, εφόσον δεν αναφέρονταν στην κατασχετήρια έκθεση.

Ζήτησε δε με την ανακοπή, την ακύρωση του διενεργηθέντος την 26-7-2000 πλειστηριασμού αλλά και την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης της περίληψης αυτής, της έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ένδικη ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 30-10-2005, κατά το αίτημά της που αφορούσε την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι δεν ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 εδαφ. β ΚΠολΔ, δηλαδή μέχρι τις 26-7-2000, επικυρώνοντας ως προς τούτο την πρωτόδικη απόφαση, ενώ ως προς τη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου της ανακοπής, που αφορούσε την ακύρωση του επίμαχου πλειστηριασμού λόγω ακυρότητας της επαναληπτικής περίληψης, έκρινε ότι, ενόψει της παραδοχής άλλου λόγου της ανακοπής που αφορούσε την ακυρότητα του πλειστηριασμού, εξαιτίας της παράβασης της απαγορευτικής διάταξης του άρθρου 30 παρ. 4 εδαφ. β του ν. 2789/2000, ο επικαλούμενος ως άνω λόγος είναι αλυσιτελής, εφόσον στοχεύει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την ήδη απαγγελθείσα ακυρότητα του 
πλειστηριασμού.

Με την κρίση του αυτή το εφετείο, έστω και με άλλη αιτιολογία ως προς το δεύτερο σκέλος, κατ` άρθρο 578 ΚΠολΔ, ορθά κατ` αποτέλεσμα έκρινε, εφόσον η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα ακυρότητα των ενδιαμέσων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, (κατασχετήριας έκθεσης και περιλήψεως αυτής), έπρεπε, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να επιδιωχθεί με την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή μέχρι την έναρξη του πλειστηριασμού (άρθρο 934 παρ. 1 εδαφ. β ΚΠολΔ), δεδομένου ότι αφορούσε, όχι την καθόλου παράλειψη των απαιτουμένων διατυπώσεων αλλά την τήρηση αυτών με τρόπο δικονομικώς έγκυρο.

Συνεπώς, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια και οι δύο συναφείς λόγοι της αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ανωτέρω διάταξη αιτίαση, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττηθείς, στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος δευτέρου αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8 Ιανουαρίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ` αριθμ. 6007/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του δευτέρου αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2008.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 3 Ιουλίου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: