893/2008 ΑΠ: Ομόρρυθμη εταιρεία. Ευθύνη ομορρύθμων εταίρων. Προϋποθέσεις της ευθύνης αυτής και μετά την αποχώρηση μέλους από την εταιρεία
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2` Πολιτικό Τμήμα..
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο, Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο και Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ1, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Κουντουριώτη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "..... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", η οποία εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Κοκκαλιάρη-Γιατρά η οποία δήλωσε στο ακροατήριο ότι η ανωτέρω εταιρεία μετονομάσθηκε σε "...........ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", και με διακριτικό τίτλο ".......................... ΤΡΑΠΕΖΑ".
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-11-2002 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12862/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 2842/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 28-7-2006 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ρένα Ασημακοπούλου ανέγνωσε την από 17-1-2008 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 22 του ΕΝ, ορίζεται ότι " οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ` ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την αποχώρηση του από την εταιρία για τα προ της αποχωρήσεως του εταιρικά χρέη. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ, 874 ΑΚ και 112 Εις. Ν. ΑΚ , προκύπτει ότι με τη σύμβαση του αλληλοχρέου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μία διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της συμβάσεως, προϋποθέτει χρονική διάρκεια. Η δε σχέση αυτή έχει περιουσιακό χαρακτήρα και ως ,εκ τούτου καταλογίζεται στο ενεργητικό ή στο παθητικό της περιουσίας των μερών το, ανά πάσα στιγμή περιεχόμενο του λογαριασμού, δηλαδή η αντιπαραβολή των κονδυλίων της χρεοπιστώσεως. Αν συνεπώς, συμβαλλόμενη στο λογαριασμό είναι ομόρρυθμη εταιρία και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού αποχωρήσει από αυτήν ένας ομόρρυθμος εταίρος, υπάρχει προσωπική εις ολόκληρο ευθύνη του εταίρου αυτού, για το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, οποτεδήποτε και αν γίνει, προκύπτον εις βάρος της εταιρείας κατάλοιπο, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός εμφάνιζε παθητικό σε βάρος της εταιρείας κατά το χρόνο της αποχωρήσεως του εταίρου και μέχρι του ύψους του παθητικού αυτού καταλοίπου. Το γεγονός ότι η αξίωση πληρωμής του καταλοίπου γεννιέται το πρώτο με, το κλείσιμο του, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της αποχωρήσεως του εταίρου από την εταιρεία, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετο προς τα ανωτέρω συμπέρασμα, αφού τα δημιουργικά της αξιώσεως αυτής περιστατικά, προϋπήρχαν της αποχωρήσεως και ο λογαριασμός αποτελούσε έκτοτε στοιχείο του παθητικού της εταιρικής περιουσίας και συνεπώς περιλαμβανόταν στο πλαίσιο της ευθύνης του αποχωρήσαντος εταίρου (Ολ. ΑΠ 31/1997 , ΑΠ 1/2002).
Ενόψει αυτών και σύμφωνα με την αποτελούσα απόρροια του άρθρου 22 ΕΝ, διάταξη του άρθρου 920 Κ.Πολ.Δικ. μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση κατά του αποχωρήσαντος ομορρύθμου εταίρου, με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης εταιρίας, ο οποίος στηρίζεται στο κατάλοιπο αλληλοχρέου λογαριασμού που έκλεισε μετά την αποχώρηση του από την εταιρεία. Στην προκειμένη περίπτωση ή αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης ανακοπής της κατά της σε βάρος της, ως ομορρύθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία " ...... ...", επισπευδομένης εκτέλεσης, προέβαλε με τους πρώτον και δεύτερο λόγους της ανακοπής της ότι ακύρως επισπεύδεται σε βάρος της η εκτέλεση, διότι η υπ`αριθ. 24858/2000 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, εκδόθηκε με βάση σύμβαση πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό που έκλεισε από την αναιρεσίβλητη την 5-9-2000, ενώ αυτή (αναιρεσείουσα) αφ`ενός είχε αποχωρήσει από την οφειλέτρια πιο πάνω ομόρρυθμη εταιρία στις 17-3-2000, δηλαδή πριν από το κλείσιμο του λογαριασμού και είχε παύσει έκτοτε να είναι ομόρρυθμο μέλος αυτής (εταιρίας) και αφετέρου ουδέποτε είχε προσυπογράψει την αρχική σύμβαση πιστώσεως, αλλά και τις μεταγενέστερες πρόσθετες πράξεις μεταβολής του ύψους της πιστώσεως, ιδιαίτερα δε αυτή με ημερομηνία 29-3-2000. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής ήταν απορριπτέοι ως αόριστοι, αφού δεν γίνεται επίκληση με αυτούς αν ο αλληλόχρεος λογαριασμός εμφάνιζε ενεργητικό ή παθητικό σε βάρος της εταιρίας και κατά την ημέραν (17-3-2000) της αποχωρήσεως της αναιρεσείουσας από αυτήν (εταιρία) και ποιο ήταν το ύψος του οφειλόμενου από την εταιρεία ποσού την ημέρα αυτή (17-3-2000), αλλά και εκείνου της τελευταίας πρόσθετης πράξης που η αναιρεσείουσα επικαλείται, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο ότι με την ανακοπή της προβάλλεται επικουρικά λόγος μερικής ακύρωσης της επιταγής εκτελέσεως για το επιπλέον ποσό. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε τους παραπάνω λόγους ανακοπής ως "μη νόμιμους", πράγματι όμως ως αορίστους, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης σύμφωνα με την οποία η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται τα προαναφερθέντα στοιχεία, αν δηλαδή ο λογαριασμός που έκλεισε από την αναιρεσίβλητη στις 13-7-2000 εμφάνιζε ενεργητικό ή παθητικό σε βάρος της εταιρίας και κατά την ημέρα της αποχωρήσεώς της την 17-3-2000 από αυτήν και ποιο ήταν το ύψος του οφειλόμενου από την εταιρεία ποσού στις 17-3-2000, αλλά και εκείνης της τελευταίας πρόσθετης πράξης, δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 22 και 669 Εμπ. Ν., 874 ΑΚ, 12 Εισ. Ν.ΑΚ και 920 Κ.Πολ.Δικ. και η προβαλλόμενη με τους πρώτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης αντίθετη από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Οι από το άρθρο 559 αριθ. 11 και 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγοι αναιρέσεως προϋποθέτουν ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως και για αυτό δεν ιδρύονται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, αλλά απέρριψε την αγωγή ή την ανακοπή ή την ένσταση ως μη νόμιμη ή αόριστη [(0λ. ΑΠ 3/1997, Ολ. ΑΠ 44/1990), όπως στην προκειμένη περίπτωση συνέβη με τους προαναφερθέντες πρώτο και δεύτερο λόγους της ένδικης ανακοπής της αναιρεσείουσας.
Συνεπώς οι προβαλλόμενες με τον ίδιο (πρώτο) λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 και 19 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις ότι το Εφετείο 1)δεν έλαβε παρά το νόμο, υπόψη κρίσιμα προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα και 2)στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης διότι με ανεπαρκή αιτιολογία, απέρριψε τους ως άνω λόγους της ανακοπής πρέπει να απορριφθουν ως απαράδεκτες. Σε κάθε περίπτωση οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια είναι τα αποδεικτικά έγγραφα που δεν λήφθηκαν υπόψη και αν έγινε νομότυπη επίκληση τούτων, ούτε προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση, αφού δεν αρκεί η γενική έκφραση ανεπαρκής αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 20/2005).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του ΑΚ, 116 και 933 του Κ.Πολ.Δικ. και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαιτήσεως του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και συνεπώς λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δικ. μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθετη της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστεως ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ .
Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου [Ολ.ΑΠ 17/95, Ολ. ΑΠ 62/90]. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ανακοπής με το τρίτο λόγο αυτής (ανακοπής), η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της είναι καταχρηστική και συνεπώς άκυρη, επειδή η αναιρεσίβλητη γνώριζε εξ υπαρχής, με τα αρμόδια διευθυντικά της όργανα και τα εντεταλμένα για τις χορηγήσεις πρόσωπα, που ενέκριναν και χορήγησαν στον πρώην σύζυγο της και διαχειριστή της οφειλέτριας εταιρίας πιστώσεις ύψους 120.000.000 δρχ., ότι αυτή (αναιρεσείουσα) δεν είχε την παραμικρή γνώση και ανάμειξη στις δοσοληψίες και την εν γένει διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και ότι για το λόγο αυτό, ουδέποτε της ζητήθηκε να εγγυηθεί τόσον την αρχική όσον και τις μεταγενέστερες αυξητικές πιστωτικές συμβάσεις, καθώς και ότι ουδέποτε την ενημέρωσε ή την όχλησε επί 12ετία για την περίπτωση μη κανονικής εξυπηρέτησης του λογαριασμού της πίστωσης, που αυτή, με υπαιτιότητα της καθής, αγνοούσε. Επί πλέον ισχυρίζεται ότι στρέφεται εναντίον της μετά παρέλευση 34 μηνών από τότε που αποχώρησε από την εταιρία, χωρίς προηγουμένως να φροντίσει να λάβει εγκαίρως μέτρα κατ` αυτής και ιδιαίτερα κατά του εγγυητή ............. , προκειμένου να υπάρξει πραγματική εξασφάλιση των αξιώσεων της, ούτε έχει προχωρήσει σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, με αποτέλεσμα, για όλους αυτούς τους λόγους και ιδιαίτερα της αδράνειας που η καθής επέδειξε, να δημιουργηθεί σ` αυτήν η εύλογη πεποίθηση ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε θα επεδίωκε την ικανοποίηση της αξιώσεως της από την αναιρεσείουσα. Έκρινε δε το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, ότι εν όψει των περιστατικών αυτών, η επισπευδόμενη σε βάρος της αναιρεσείουσας αναγκαστική εκτέλεση, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική και αν θεωρηθούν αληθινά όσα η αναιρεσείουσα πιο πάνω εκθέτει, γιατί δεν υπάρχει προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού ούτε μακροχρόνια αδράνεια της αναιρεσίβλητης υπήρξε, ούτε συμπεριφορά τέτοια που να δημιούργησε στην αναιρεσείουσα την εύλογη πεποίθηση ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε θα ζητούσε από αυτήν να ικανοποιήσει την αξίωση της, εν όψει και του ότι, δεν είχε νομική υποχρέωση ατομικής της ενημερώσεως, για την πορεία της πιστώσεως και η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην εταιρεία, έστω και τυπικά, όπως αυτή διατείνεται, υπήρξε δική της επιλογή, εν γνώσει ασφαλώς των ευθυνών που αναλάμβανε και δεν μπορεί να αποβεί σε βλάβη των συμφερόντων της αναιρεσίβλητης, στη διακριτική ευχέρεια της οποίας, ανήκει η επιλογή του υπόχρεου από τα εις ολόκληρο ευθυνόμενα πρόσωπα, από τον οποίο θα ζητήσει να ικανοποιηθεί η αξίωση της.
Με το να κρίνει έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και η προβαλλόμενη με το δεύτερο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση για το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Συνακόλουθα και η προβαλλόμενη με τον ίδιο (δεύτερο λόγο αναίρεσης)από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση ότι το Εφετείο στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το θέμα αυτό νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού κατά τα προεκτεθέντα ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως μη νόμιμη, όπως στην προκείμενη περίπτωση συνέβη για τον σχετικό λόγο της ανακοπής, αλλά και λόγω αοριστίας της αιτίασης αυτής, αφού δεν διαλαμβάνεται στο λόγο αυτό αναίρεσης η εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, αν δηλαδή πρόκειται για παντελή έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, μη αρκούσης προς θεμελίωση του λόγου αυτού μόνο της αναφοράς της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δικ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 630 Α Κ.Πολ.Δικ., που προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 8 του ν. 2819/2000 η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τίτλο εκτελεστό, κατά τη διάταξη του άρθρου 631 Κ.Πολ.Δικ., επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοση της και αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία αυτή, τότε η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι αν δεν επιδοθεί η διαταγή πληρωμής σε εκείνον κατά του οπίου εκδόθηκε μέσα στην εν λόγω προθεσμία, τότε αυτή, αποβάλλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, με αποτέλεσμα, να μη μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Αν όμως ο οφειλέτης είναι ομόρρυθμη εταιρία και η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί σε βάρος της, τότε αρκεί η επίδοση μόνο προς αυτήν για να εκπληρωθεί η ως άνω επιταγή του νόμου, χωρίς να απαιτείται και η παράλληλη επίδοση της προς τους ομόρρυθμους εταίρους καθόσον στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποβάλλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, αφού αυτοί ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας, σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο αυτής (άρθρο 22 ΕΝ) και μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους κατ` άρθρο 920 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε ως αβάσιμο τον τέταρτο ανακοπής της αναιρεσείουσας ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής έπαυσε να ισχύει ως προς αυτή (αναιρεσείουσα) μετά την πάροδο δύο μηνών από την έκδοση της χωρίς να της επιδοθεί, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει παύση ισχύος της επίδικης επιταγής και η προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ. πράγματι όμως από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δικ., αιτίαση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Η ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δικ. περιλαμβάνεται στις ανακοπές του άρθρου 583 επ. του ιδίου κώδικα και επομένως εφαρμόζονται σε αυτή οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 585 παρ. 2, κατά το οποίο οι λόγοι ανακοπής πρέπει να προταθούν μόνο με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής ή με πρόσθετο δικόγραφο, που πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή και να κοινοποιηθεί στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Νέοι λόγοι ανακοπής που προτείνονται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της έφεσης ή αναίρεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή είναι απαράδεκτοι ( ΑΠ 563/2003). Επομένως ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως ( κατά το δεύτερο μέρος του), με τον οποίον ( κατ` ορθή εκτίμηση) υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ ψέγεται ή προσβαλλόμενη, διότι κατά παράβαση του άρθρου 632 και 633 Κ.Πολ.Δικ, δεν εκήρυξε άκυρη την επισπευδομένη σε βάρος της αναιρεσείουσας εκτέλεση, καίτοι η αναιρεσίβλητη δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι η διαταγή πληρωμής είχε καταστεί τελεσίδικη με δεύτερη επίδοση στην οφειλέτρια εταιρία ή στην αναιρεσείουσα, είναι απορριπτέοςΩς απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ` άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. επισκόπηση της ανακοπής τέτοιος λόγος, δεν προτάθηκε με αυτήν, ούτε με δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Ιουλίου 2006 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της υπ` αριθ. 2842/2005 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15-4-2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30-4-2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου