7090/2009 ΕφΑθ: Διόρθωση απόφασης. Δεν είναι δυνατή η συμπλήρωση του διατακτικού σε περίπτωση που έμεινε αδίκαστο παρεπόμενο αίτημα (τόκων)
Αριθμός 7098/2009
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ-ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε ..
από; τους Δικαστές Γεράσιμο Φουρλάνο, Πρόεδρο Εφέτών, Μαρία Γκανιάτσου και Αθανάσιο Μουστάκα - Εισηγητή, Εφέτες, καθώς και από τη Γραμματέα Ιωάννα Ξανθάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2009, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΑΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία "............................................................... Μονοπρόσωπη Εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο -".......................................", η οποία εδρεύει στα Κάτω Πατήσια Αττικής επί της οδού ..........................................................αρ,..... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ιωάννας Κυριάκου- Ιωσηφέλλη, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-: .............................................. του ................................, κατοίκου ...................................................,ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αλέξανδρου Τζίμα, βάσει, δηλώσεως κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα-εκκαλούσα εταιρεία, με την από 12-5-2008 και υπ' αριθμ. εκθέσεως καταθ. 95374/4871/2008 αίτηση της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ζήτησε τα αναφερόμενα στην αίτηση αυτή. Το παραπάνω δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 3082/2008 οριστική του απόφαση και δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα -ενάγουσα με την από 25-9-2008 και με αριθμό εκθ. καταθ. 8957/6-10-2008 έφεσή της, που απευθύνει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και κατέθεσε στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου ( με αριθμό 53) και συζητήθηκε, αφού αμφότερα τα διάδικα μέρη παραστάθηκαν ως ανωτέρω.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία έχει ασκηθεί από την ηττημένη πρωτοδίκως αιτούσα, στρέφεται κατά της υπ' αριθμ. 3082/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή της για διόρθωση - συμπλήρωση της υπ' αριθμ. 4234/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επίσης εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 319, 495 παρ. 1-2, 511, 513παρ.1β, 516 παρ.1, 517,520 παρ.1 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 2 ίδιου Κώδικα), δηλαδή πριν από την οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και προ της παρόδου τριετίας από τη δημοσίευσή της (εκκαλουμένης αποφάσεως). Επομένως, η ένδικη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν και κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, προσήκουσα (τακτική) διαδικασία, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτήν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).
Η αιτούσα είχε ζητήσει, κατ' ορθή εκτίμηση του αιτήματός της, τη συμπλήρωση του διατακτικού της υπ' αριθμ. 4234/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, αναφορικά με τον καθού η αίτηση-εναγόμενο, ως και ουσιαστικά βάσιμη αγωγή της για αποζημίωσή της (λόγω αδικοπραξίας), ώστε να προστεθεί η φράση "νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση", επικαλούμενη ότι από παραδρομή δεν συμπεριλήφθηκε στο διατακτικό της διάταξη για επιδίκαση τόκων από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος με το δικόγραφο της αγωγής. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε μεν ως νόμιμη την παραπάνω αίτηση, αλλά την απέρριψε στην ουσία, θεωρώντας ότι δεν συντρέχει περίπτωση συμπληρώσεως της προαναφερομένης οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με αριθμό 4234/2006), για το λόγο ότι δεν γίνεται σ' αυτή μνεία κάποιου στοιχείου που να φανερώνει, ότι η βούληση του δικαστηρίου ήταν να επιδικασθεί το ποσό που επιδικάσθηκε στην αιτούσα νομιμοτόκως και ότι, επομένως, στο διατακτικό αποδίδεται η βούλησή του, όπως ακριβώς εκφράσθηκε στο σκεπτικό.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται, ήδη, με το δικόγραφο της εφέσεώς της η αιτούσα- εκκαλούσα για εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αίτησή της (ως και ουσιαστικά βάσιμη).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ , "αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της αποφάσεως περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αντικείμενο στην αίτηση διορθώσεως της αποφάσεως,- που δεν άπτεται της ουσίας, ούτε μπορεί να αλλοιώσει την έννοιά της, - δεν μπορεί να είναι διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, τα οποία αναφέρονται στην ερμηνεία και στην εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων, αλλά μόνο γραφικά ή λογιστικά λάθη. Αντικείμενο, αντίστοιχα, στην αίτηση για συμπλήρωση αποφάσεως υφίσταται όταν το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή, από προφανή παραδρομή και δεν ανταποκρίνεται στις αιτιολογίες του σκεπτικού, τις οποίες δεν αναπαριστά πλήρως, οπότε χρήζει συμπληρώσεως.
Επομένως, το Δικαστήριο, εξαιτίας της περιορισμένης και οριοθετούμενης δικαιοδοσίας του, δεν έχει την εξουσία για να συμπληρώσει ελλείψεις σε υποβληθέντα αιτήματα, γιατί αυτό αντίκειται στο δεδικασμένο. Η εγκατάλειψη, συνεπώς, από το Δικαστήριο του παρεπομένου αιτήματος της αγωγής περί καταβολής τόκων για την κύρια απαίτηση, ανεξάρτητα για ποιο λόγο έγινε, δεν καθιστά ελλιπές το διατακτικό του με την παραπάνω έννοια, γιατί, απολήγει σε ανεπίτρεπτη μεταβολή αυτού, αφού το αίτημα, που αφέθηκε, έστω από παραδρομή, αδίκαστο, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στα πλαίσια αιτήσεως για διόρθωση-συμπλήρωση αποφάσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 315επ. ΚπολΔ, αλλά μόνο να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα, για κάθε απόφαση, ένδικα μέσα (ΑΠ 1672/2001 Ελλ.Δνη 2004.103, Εφ.ΑΘ 5050/1993 Ελλ.Δ/νη 1994.1102, Εφ.ΑΘ. 1837/1983 σε Δίκη 1985.599).
Δηλαδή, αν πρόκειται για απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου, με έφεση και αναίρεση, ενώ αν πρόκειται για απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με αναίρεση, ανάλογα με το βαθμό δικαιοδοσίας κάθε φορά και τις δυνατότητες που παρέχει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα έγγραφα, που τα διάδικα μέρη νομότυπα προσκομίζουν, με επίκληση σ' αυτά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ' αριθμ. 4234/2006 οριστική του απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί αγωγής της αιτούσας- εκκαλούσας για αποζημίωσή της, λόγω αδικοπραξίας, που τέλεσε σε βάρος της ο καθού η αίτηση-εφεσίβλητος, έκρινε μεν ως νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής, για επιδίκαση τόκων (του συνολικά αιτουμένου από την ενάγουσα ποσού), ως προς τον καθού η αίτηση- εφεσίβλητο, από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 346 του Α.Κ., αλλά, στη συνέχεια, δικάζοντας στην ουσία την επίδικη διαφορά και την αγωγή, εγκατέλειψε επί της ουσίας αδίκαστο αυτό το περί τόκων παραπόμενο αίτημα, αφού, ουδεμία περαιτέρω μνεία ή οιαδήποτε αναφορά περί τούτου υπάρχει στο σκεπτικό - αιτιολογικό, άμεση ή έμμεση, περί αποδοχής ή απορρίψεώς του, ούτε και συμπεριλήφθηκε σχετική διάταξη στο διατακτικό. Δηλαδή στο διατακτικό υπάρχει διάταξη, σύμφωνα με την οποία υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα 12.000 ευρώ, ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι "πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό".
Κατ' αυτής της αποφάσεως η αιτούσα (ενάγουσα) εταιρεία δεν ήσκησε έφεση.
Ηδη, η απόφαση αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της εφέσεως, που ασκήθηκε από τον νυν εφεσίβλητο, δυνάμει της υπ' αριθμ.8662/2007 αποφάσεως του δικαστηρίου τούτου (Εφετείου Αθηνών).
Συμπλήρωση, όμως, του διατακτικού της υπ' αριθμ. 4234/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν μπορεί να γίνει, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επί της ουσίας εκ μέρους εκείνου του δικαστηρίου εγκατάλειψη αδίκαστου του παραπάνω υποβληθέντος με την αγωγή παρεπομένου αιτήματος περί τόκων δεν συνιστά ελλιπές διατακτικό που, λόγω προφανούς παραδρομής, χρειάζεται συμπλήρωση, αλλά, αντίθετα, αναπαριστά το αιτιολογικό και αντιστοιχεί, στο σκεπτικό της ίδιας αποφάσεως, που το Δικαστήριο τούτο, εξαιτίας της περιορισμένης και οριοθετούμενης δικαιοδοσίας του, δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει (ΑΠ 1672/2001 ο.π., Εφ.ΑΘ 5050/1993 ο.π., Εφ.ΑΘ. 1837/1983 ο.π.).
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μολονότι με εν μέρει, διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται, αντίστοιχα, με την παρούσα, παραδεκτά και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, δεν έσφαλε, αλλά αντιθέτως ορθά εφήρμοσε το νόμο και προσηκόντως εκτίμησε τις αποδείξεις και γι αυτό πρέπει να απορριφθούν όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως της αιτούσας και η ένδικη έφεση συνολικά ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Τέλος, η εκκαλούσα, ως ηττημένη στη δίκη αυτή, αφού απορρίπτεται η έφεσή της, πρέπει να καταδικασθεί, ως προς αυτόν μόνον τον βαθμό δικαιοδοσίας, στην καταβολή των αναγκαίων δικαστικών εξόδων, στα οποία υποβλήθηκε ο εφεσίβλητος, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός του (άρθρα 106, 191 παρ.2, .189 παρ.1,176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων .
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την ένδικη έφεση. Και
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, ως προς αυτόν τον βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο συνολικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ Ο ΠΡ0ΕΔΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου