Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

ΚΠΟΛΔ Άρθρον 339 - Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία., η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέτασις των διαδίκων, οι μάρτυρες, ο όρκος του διαδίκου και τα δικαστικά τεκμήρια.

Άρθρον 339
[Αποδεικτικά μέσα]
Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία., η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέτασις των διαδίκων, οι μάρτυρες, ο όρκος του διαδίκου και τα δικαστικά τεκμήρια.

Ι. Σχετικές διατάξες : ΠολΔ 347, 393-395, 415 § 1, 421 §§ 2 και 3, 469 § 2, 600 § 2, 614 § 1, 650 § 1, 671, 681, 691 § 1, 744. Ειδική ..
βιβλιογραφία: Κεραμέως, Το ελληνικόν δίκαιον της αποδείξεως ύπό την επίδρασιν της συγχρόνου τεχνολογίας, Δ 3, 26. Μπέη, Αι ένορκοι βεβαιώσεις ως μέσον απο­δείξεως, ΝοΒ 17, 1221. Παπαδόγιαννη, H υπό μορφήν δικαστικών τεκμηρίων απόδειξις κατά τον ΚΠολΔ, ΝοΒ 18, 629. Peters, Die Verwertbarkeit rechtswidrig erlangter Beweise und Beweismittel im Zivilprozess, ZZP 76, 145. Pάμμου, Δικαστικά τεκμήρια εξ εγγράφων, ΑρχΝ 10, 4. Χριστοφορίδη, Τα δικαστικά τεκμήρια κατά τον ΚΠολΔ, ΝοΒ 17, 471· του ίδιου, Η επιβίωσις των ανωνύμων αποδεικτικών μέσων (τεκμηρίων), ΝοΒ 18, 892 με σημείωση Παπαδημητρίου.

ΙΙ. 1. Αποδεικτικά μέσα είναι τα μέσα γνώσεως που χρησιμοποιεί ο δικαστής για να πεισθή ως προς την αλήθεια των αμφισβητούμενων ισχυρισμών.

2. Όταν η απόδειξη είναι ελεύθερη, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο δικα­στής έχει την ευχέρεια να βεβαιωθή με οποιοδήποτε πρόσφορο κατά την κρίση του αποδεικτικό στοιχείο (πρβλ. 347, 469 § 2, 650 § 1, 671, 681, 691 § 1, 744). Άλλα η ελεύθερη απόδειξη, καθώς έχει ήδη σημειωθή, βλ. III 1 β' πριν από το άρθρο 335 σελ. 1380), επιτρέπεται μόνου εξαιρετικά. Κατά κανόνα ο δικαστής πρέπει να σχηματίση δικανική πεποίθηση στο πλαίσιο των απο­δεικτικών κανόνων της δικονομίας. Έτσι ανακύπτει το πρόβλημα, ποιο είναι το νόημα του άρθρου 339, το οποίο απαριθμεί τα αποδεικτικά μέσα. η απα­ρίθμηση αυτή είναι άραγε αποκλειστική ή όχι ;

Σχετικώς έχουν υποστηριχθή και οι δυο εκδοχές.

Ειδικώτερα :

Σύμφωνα με μια γνώμη (Σινανιώτης, 339 Ι σελ. 197), η απαρίθμηση του άρθρου 339 είναι περιοριστική. η εκδοχή αυτή θα μπορούσε να στηριχθή στη σκέψη, ότι διαφορετικά τα άρθρο 339 θα ήταν περιττό.

Υποστηρίζεται όμως και η εκδοχή ότι το άρθρο 339, έτσι όπως είναι διατυπωμένο, μετά το ν.δ. 958/1971, καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας των αποδεικτικών μέσων (Φραγκίστας—Φαλτσή § 4 III 2 σελ. 52). Και τούτο, επειδή αναγνωρίζονται ως αποδεικτικό μέσο και τα δικαστικά τεκμήρια, τα οποία, κατά την αντίληψη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα λεγό­μενα ανώνυμα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή «τα αποδεικτικά εκείνα μέσο· τα μη εμπίπτοντα εις τας υπό του νόμου ρυθμιζόμενας κατηγορίας αποδεικτικών μέ­σων» (Φραγκίστας-Φαλτσή § 14 Ι 2 σελ. 187). Αν το τελευταίο αυτό ήταν ακριβές, δηλαδή αν αύτη ήταν η έννοια των δικαστικών τεκμη­ρίων ως αποδεικτικοί) μέσου κατά το άρθρο 339, τότε πράγματι θα ίσχυε η αρχή της ελευθερίας του δικαστή να στηριχθή σε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, ως δικαστικό τεκμήριο. Αλλά η αφετηρία αυτή δεν είναι σωστή (βλ. εγγύτερα πιο κάτω, III 10), ενώ εξ άλλου και τα αποτελέσματα, στα όποια καταλήγουμε με την αρχή αυτή, είναι ανεπιθύμητα. και τούτο, επειδή διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε ότι ισχύει απόδειξη σε κάθε περίπτωση, ενώ οι ισχύοντες αυστηροί αποδεικτικοί κανόνες δεν αφήνουν να εννοηθή κάτι τέτοιο.

3. Η διαφωνία, αν το άρθρο 339 απαριθμεί τα αποδεικτικά μέσα περιοριστικώς η απλώς ενδεικτικώς δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά και αξιόλογη πρακτική σημασία, η οποία εμφανίζεται στο πρόβλημα αν είναι ισχυ­ρές οι συμφωνίες των διαδίκων, με τις οποίες επιτρέπεται η χρήση και άλλων αποδεικτικών στοιχείων η επιτρέπεται η χρήση κάποιου αποδεικτικού μέσου, παρ' όλον ότι ο νόμος το απαγορεύει στη συγκεκριμένη δίκη, η αποκλείονται αποδεικτικά μέσα, μολονότι ο νόμος τα επιτρέπει.

Αν το άρθρο 339 καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας στη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων, τότε δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι οι παραπάνω συμφωνίες είναι πάντοτε έγκυρες. Αντιθέτως, αν τεθή ως αφετηρία η σωστή εκδοχή, ότι ο κατάλογος του άρθρου 339 είναι εξαντλητικάς, τότε πρέπει να μελετηθή ιδιαίτερα το πρόβλημα του επιτρεπτού των αποδεικτικών συμβά­σεων. Και η μελέτη αυτή πρέπει να έχη ως αντικείμενο χωριστά κάθε μια από τις εκτεθείσες τρεις κατηγορίες αποδεικτικών συμφωνιών των διαδίκων.

Ειδικώτερα :

α) η συμφωνία των διαδίκων πού διευρύνει τον κατάλογο του άρθρου 339 είναι ανίσχυρη (πρβλ. όμως Εφ. Αθηνών 438/1970 ΝοΒ 18, 841 με ενημ. σημ. ΣΑΜ), εκτός αν στη συγκεκριμένη δίκη ισχύη η απόλυτη η περιωρισμένη ελεύθερη απόδειξη. Και τούτο, επειδή ο κατάλογος του άρθρου 339 δεν απο­βλέπει να εξυπηρέτηση μόνον το ιδιωτικό συμφέρον των διαδίκων, αλλ' απο­τελεί εγγύηση της σωστής δικαστικής διαγνώσεως των διαφορών, εις τρόπον ώστε να ενδιαφέρη τη δημοσία τάξη.

β) η συμφωνία των διαδίκων πού επιτρέπει τη χρήση αποδεικτικών μέ­σων, τα όποια, αν και περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 339, απα­γορεύει ο νόμος στη συγκεκριμένη δίκη, είναι άκυρη εκεί όπου Ισχύει (πλήρως η περιωρισμένως) το ανακριτικό σύστημα. Έτσι είναι άκυρη η συμφωνία, η οποία, παρά την απαγόρευση του άρθρου 600 § 2 (πρβλ. και 614 § 1), επιτρέπει την επαγωγή όρκου σε μια γαμική διαφορά η σε μια διαφορά, η οποία αναφέρεται στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους (Ράμμου, ο όρκος ως μέσον αποδείξεως κατά την ΠολΔ, 2η εκδ. 1948 § 45 III σελ. 253).

Εκεί όπου ισχύει το σύστημα της συζητήσεως, η συμφωνία για το επιτρε­πτό ενός απαγορεύαμε νου αποδεικτικού μέσου είναι έγκυρη, αν η απαγόρευση έχη ταχθή προς το συμφέρον των διαδίκων, ενώ είναι άκυρη, αν η απαγόρευση υπαγορεύεται από λόγου«; δημοσίου συμφέροντος. Με τη βοήθεια του κριτη­ρίου αυτού νομίζω ότι είναι άκυρη η συμφωνία για την απόδειξη με μαρτυρεί μιας συμβάσεως πού έχει ως αντικείμενο περιουσιακά αγαθά αξίας πάνω από 10.000 δρχ. (393), ενώ είναι έγκυρη η συμφωνία για την εξέταση των διαδί­κων η για τον όρκο πού επάγεται η αντεπάγεται, μολονότι έχουν προσαχθή και άλλα αποδεικτικά μέσα (415 § 1 και 423 § 3). Η πρώτη συμφωνία είναι άκυρη, επειδή ο περιορισμός της μαρτυρικής αποδείξεως δεν έχει ταχθή προς το συμφέρον των συγκεκριμένων διαδίκων, αλλά υπαγορεύεται από την ανάγκη καταπολεμήσεως της ψευδομαρτυρίας, η οποία, όσον και αν δεν μας αρέση, πάντως ανθεί στον τόπο μας ! και επειδή ο σκοπός αυτός ενδιαφέρει τη δημο­σία τάξη, δεν είναι έγκυρη αντίθετη συμφωνία των διαδίκων (Δεληκωστόπουλου, η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως εν τη πολιτική δικονομία· αι δικονομικοί συμβάσεις § 15 Α σελ. 267. Ράμμου, Στοιχεία Ι § 183 σελ. 615· αντιθέτως κατά τον Φραγκίστα [Ο περιορισμός της μαρτυρικής απο­δείξεως λόγω πόσου, 1931 § 14 σελ. 199] η συμφωνία αυτή είναι άκυρη μόνον αν είχε γίνει πριν η κατά την κατάρτιση της αποδεικτέας συμβάσεως, ενώ είναι έγκυρη εάν επακολούθηση). Εξ άλλου η συμφωνία για το επιτρεπτό της εξε­τάσεως των διαδίκων ή της επαγωγής (ή αντεπαγωγής) του όρκου, παρ' όλον ότι έχουν προσαχθή και άλλες αποδείξεις, είναι έγκυρη, επειδή οί περιορισμοί των άρθρων 415 § 1 και 423 § 3 δεν έχουν ταχθή χάριν του δημοσίου συμφέ­ροντος, αλλ' αποκλειστικώς χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος των διαδίκων, δηλαδή για να μη δοθή στον αντίδικο αφορμή να ποινικοποίηση μια χαμένη υπόθεση (ώστε να εκβίαση συμβιβασμό). Και ποινικοποιείται εύκολα η υπό­θεση με το να ζήτηση την εξέταση του φέροντος το βάρος αποδείξεως διαδίκου η με το να του επαγάγη όρκο, και ακολούθως τον καταμηνύση για ψευδή κατάθεση η ψευδορκία. Είναι όμως πρόδηλο ότι ο νόμος θέλει να προστατεύση και όχι να κηδεμονεύση τα διάδικο πού φέρει το βάρος αποδείξεως. Γι' αυτό, αν αυτάς κρίνη ότι δεν εκτίθεται στον κίνδυνο της ποινικοποιήσεως της υποθέσεως, δεν συντρέχει λύγος να εμποδισθή να συμφωνήση με τον αντίδικο του να κριθή η διαφορά με την εξέταση του η με τη δάση του επαχθέντος ή αντεπαχθέντος όρκου, παρ' όλον ότι έχουν προσαχθή και άλλες επαρκείς απο­δείξεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές οδηγούν στο ίδιο η σε διαφορετικό πόρισμα.

γ) Η συμφωνία αποκλεισμού ωρισμένων αποδεικτικών μέσων, π.χ. των μαρτύρων ή του όρκου, είναι άκυρη στις δίκες όπου ισχύει το ανακριτικό σύστημα, δηλαδή στις μικροδιαφορές (469 § 2), στη διαδικασία των γαμικών διαφο­ρών (πρβλ. 600 § 1) και των διαφορών οι όποιες αναφέρονται στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους (πρβλ. 614 § 1), στη διαδικασία των ασφα­λιστικών μέτρων (691 § 1) και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (744).

Στις δίκες όπου ισχύει το συζητητικό σύστημα είναι αμφίβολο το κύρος των συμφωνιών περί αποκλεισμού ωρισμένων αποδεικτικών μέσων. Κατά μια εκδοχή Ράμμου, Στοιχεία Ι § 183 σελ. 615-616) οι συμφωνίες αυτές είναι κατ' αρχήν έγκυρες, εκτός αν ο δικαστής έχη την εξουσία να διατάξη αυτε­παγγέλτως την προσαγωγή του αποκλειόμενου αποδεικτικού μέσου (Ράμμου, ο όρκος § 45 II σελ. 252· σύμφωνος και ο Δεληκωστόπουλος, ό.π. σελ. 271-272). Εναντίον της εκδοχής αυτής παρατηρείται (Σινανιώτης, 339 III σελ. 199-200) ότι σύμφωνα με το άρθρο 107 ο δικαστής έχει την Εξουσία να διάταξη αποδείξεις με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, του οποίου η χρήση δεν αποκλείεται από το νόμο, έστω και αν ot διάδικοι δεν το έχουν επικαλεσθή. Με αφετηρία λοιπόν την παρατήρηση αυτή υποστηρί­ζεται ότι «αι συμφωνίαι περί αποκλεισμού ωρισμένων αποδεικτικών μέσων είναι κατ’ αρχήν ισχυροί και δεσμεύουν τα μέρη και τον δικαστήν, εφ' όσον η απόδειξις διεξάγεται πρωτοβουλία των διαδίκων. Αφ’ ης στιγμής όμως ο δικαστής κρίνει, ότι πρέπει να κάμη χρήσιν της υπό του αρθρ. 107 Κωδ.Πολ.Δικ. παρεχομένης ούτω δυνατότητος, η τυχόν υφισταμένη συμφωνία περί μη χρησιμο­ποιήσεως ωρισμένων αποδεικτικών μέσων δεν δύναται να θίγη την σφαίραν της αυτεπαγγέλτου [κατά νόμον] δράσεως αυτού και κατά συνέπειαν η συμφω­νία δεν θα ληφθή υπ' όψιν» (Σινανιώτης, ό.π. σελ. 200).

Η τοποθέτηση αυτή δεν με ικανοποιεί για τους ακόλουθους λόγους : πρώ­τον, επειδή το κείμενο των αποφάσεων πού διατάζουν αποδείξεις συνήθως δεν αναφέρουν αν οι αποδείξεις διατάζονται κατ' αίτηση των διαδίκων η αυτε­παγγέλτως και έτσι δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτο το κριτήριο της αντιδιαστο­λής· δεύτερον, επειδή ο δικαστής θα είχε την ευχέρεια οποτεδήποτε να διά­ταξη αυτεπαγγέλτως αποδείξεις και έτσι να καταστήση άκυρη την άλλως έγκυρη συμφωνία των διαδίκων. Αλλά μια ακυρότητα που εξαρτά αϊ από την ανέ­λεγκτη θέληση του δικαστή μπορεί να κλονίση επικίνδυνα την εμπιστοσύνη του κόσμου ως προς την αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης· και τρίτον, επειδή η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται πάντοτε με την πρωτο­βουλία των διαδίκων και απλώς διατάζεται και με την πρωτοβουλία του δικαστή.

Στο πλαίσιο του διαθετικού συστήματος θα μπορούσε κανείς να σκεφθή ότι οι διάδικοι πρέπει να έχουν την εξουσία να συμφωνήσουν τον αποκλεισμό ωρισμένων αποδεικτικών μέσων. Αφού έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν το επίδικο δικαίωμα, είτε αμέσως με ουσιαστική δικαιοπραξία (ΑΚ 361), είτε εμμέ­σως με αποδοχή της αγωγής (298) ή παραίτηση από το δικαίωμα της (296) ή με δικαστική ομολογία (352) ή με ερημοδικία (271 και 272) ή ακόμη και με την παράλειψη να προσαγάγουν τις διαταχθείσες αποδείξεις μέσα στην ταχθεί­σα προθεσμία (πρβλ. 341 § 2 εδ. δ'), γιατί να μην έχουν την εξουσία να δια­θέσουν το επίδικο δικαίωμα ή (αντιστοίχως) την επίδικη υποχρέωση με τον έμμεσο (ή περιωρισμένο) τρόπο του συμβατικού αποκλεισμού ωρισμένων απο­δεικτικών μέσων ; Στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθή πειστική αρνητική απάν­τηση μόνον αν ο δικαστής έχη τη δυνατότητα να χρησιμοποίηση τα αποδει­κτικό μέσο, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται, όπως επίσης υπάρχουν και περιπτώσεις πού ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να διάταξη την προσαγωγή ενός αποδεικτικού μέσου. Το τελευ­ταίο αυτό συμβαίνει με τη δικαστική ομολογία (352 § 1) και τον επακτό όρκο (421 § 1). Το άρθρο 107 δεν δίνει στο δικαστή την εξουσία να διάταξη αυτε­παγγέλτως να προβή ο διάδικος σε δικαστική ομολογία η να προβή στην επα­γωγή η αντεπαγωγή όρκου. Γι' αυτό είναι έγκυρη η συμφωνία των διαδί­κων περί αποκλεισμού του αποδεικτικού μέσου του επακτού όρκου στις δίκες οι οποίες διεξάγονται με το σύστημα της συζητήσεως. Ειδικώς όμως η συμφω­νία για το συμβατικό αποκλεισμό της (δικαστικής η εξώδικης) ομολογίας, ενώ θα έπρεπε με τις παραπάνω σκέψεις να επιτρέπεται, θα ήταν άκυρη. και τούτο, επειδή η συμφωνία αυτή θα έπρεπε να κριθή όταν είχε ήδη γίνει η ομο­λογία, οπότε όμως το πρόβλημα θα άλλαζε όψη. Δεν θα ρωτούσαμε πλέον αν επιτρέπεται να γίνη ή να μη γίνη ομολογία, αλλά αν η ήδη γενάμενη ομο­λογία έχη ή δεν έχη αποδεικτική δύναμη. Και θα ήταν άκυρη η συμφωνία που θα εμπόδιζε το δικαστή να εκτίμηση τη γενόμενη ομολογία, επειδή η εκτίμηση των αποδείξεων απόκειται κατά κανόνα στην ελεύθερη συνείδηση του δικαστή και κατ' εξαίρεση στο νόμο (340), αλλά ουδέποτε στη θέληση των διαδίκων. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που επιβάλλει και την ακόλουθη διάκριση : και όταν ακόμη είναι έγκυρη η συμφωνία για τον αποκλεισμό ενός αποδεικτικού μέσου, η συμφωνία αυτή εμποδίζει την προσαγωγή του. Αν όμως προσαχθή και δεν αποκρουσθή αμέσως, τότε η συμφωνία περί του αποκλεισμού του δεν εμποδίζει την ελεύθερη εκτίμησή του. Έτσι, για παράδειγμα, αν έχη συμφωνηθή ο αποκλεισμός των μαρτύρων, εγκύρως εναντιώνεται ο διάδικος στην εξέταση των μαρτύρων που έχει φέρει ο αντίδικός του. Αν όμως δεν εναντιωθή στην εξέταση των μαρτύρων, τότε η συμφωνία περί του αποκλεισμού τους δεν μπορεί να εμποδίση την ελεύθερη δικαστική εκτίμηση των καταθέσεών τους. Και τούτο, επειδή η ελεύθερη δικαστική εκτίμηση των προσαχθέντων αποδεικτι­κών μέσων δεν είναι κατά τα άρθρο 340 δεκτική διαθέσεως από τους διαδίκους.

Αν ο δικαστής διάταξη αυτεπαγγέλτως αποδείξεις, η διεξαγωγή των οποίων μπορεί να γίνη ανεξάρτητα άπα τη συμπεριφορά των διαδίκων, τότε η συμφω­νία τους για τον αποκλεισμό του διαταχθέντος είδους αποδείξεως είναι άκυρη, υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύει το δικαστή. Αυτό συμβαίνει με την αυτοψία, την πραγματογνωμοσύνη, την εξέταση των διαδίκων και τον εκτιμητικό όρκο. Και διεξάγεται εδώ η απόδειξη ανεξάρτητα από την προθυμία των διαδίκων προς σύμπραξη, επειδή ο δικαστής έχει την ευχέρεια να εκτίμηση ελεύθερα την άρνηση του διαδίκου να προγαγάγη το αντικείμενο αυτοψίας (366) ή πραγ­ματογνωμοσύνης, καθώς και την άρνηση προς εξέταση (420) ή δόση του επι­βληθέντος εκτιμητικού όρκου (431).

Από την ανάλυση πού προηγήθηκε προκύπτει ότι η συμφωνία για τον αποκλεισμό ενός αποδεικτικού μέσου είναι έγκυρη μόνο στο πλαίσιο του συζητητικού συστήματος, μόνο για αποδεικτικά μέσα των μαρτύρων και του επακτού όρκου και μόνον προς αποκλεισμό της προσαγωγής τους, Ενώ δεν αποκλείει τη δικαστική τους εκτίμηση, αν δεν είχαν αποκρουσθή από τον αντίδικο κατά την προσαγωγή τους.

4. Ύστερα από όσα έχουν εκτεθή για το κύρος των αποδεικτικών συμβά­σεων είναι εύκολη ή εξέταση του κύρους της λεγόμενης διαιτητικής πραγματο­γνωμοσύνης (βλ. σχετικώς γνωμοδότηση Ράμμου-Κουμάντου-Μπέη, Δ 6, 301). Οι διάδικοι έχουν την εξουσία να συμφωνήσουν την άρση της αμφι­βολίας τους ως προς την αληθινή κατάσταση ενός έργου ή οποιουδήποτε αντικείμενου αποδείξεως με τη διενέργεια διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης. Το πόρισμα της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης είναι έγκυρο αποδεικτικό μέσο. Δεν αποκλείει όμως ούτε την ελεύθερη δικαστική εκτίμηση κατά το άρθρο 340, ούτε τη δικαστική συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, παρά μόνον των μαρτύρων και του επακτού όρκου.

III. 1. Τα αποδεικτικά μέσα είναι, όπως σημειώθηκε (βλ. πιο πάνω, ΠΙ) τα μέσα γνώσεως πού χρησιμοποιεί ο δικαστής για να πεισθή ως προς την αλήθεια των αμφισβητούμενων ισχυρισμών.

Τα μέσα αυτά είναι είτε ή αντίληψη (οι αισθήσεις) του ίδιου του δικαστή (=αυτοψία), είτε οι ισχυρισμοί των διαδίκων (=ομολογία, εξέταση των διαδί­κων, όρκος και δικαιοπρακτικά έγγραφά τους) ή τρίτων πραγματογνώμο­νες, έγγραφα μαρτυρίας, μάρτυρες και «δικαστικά τεκμήρια).

2. Αποδεικτικά μέσα δεν είναι οποιαδήποτε άμεση αντίληψη του δικαστή ή οποιοσδήποτε ισχυρισμός των διαδίκων ή τρίτων, αλλά μόνον εκείνοι πού ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των αποδεικτικών κανόνων.

3. Ομολογία είναι ο ισχυρισμός του αντιδίκου του φέροντος το βάρος αποδείξεως, με τον οποίο παραδέχεται ότι έχει συμβή το αποδεικτέο γεγονός. Ο ισχυρισμός αυτός είτε απευθύνεται προς το δικάζον δικαστήριο (=δικαστική ομολογία), είτε σε άλλο δικαστήριο ή τρίτα πρόσωπα (=εξώδικη ομολογία). Η εξώδικη ομολογία είτε είναι προφορική, οπότε βεβαιώνεται άπα τους μάρ­τυρες, είτε είναι γραπτή, οπότε θα πρέπει να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις για την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων.

4. Αυτοψία είναι ή άμεση αντίληψη πού αποκτά ο δικαστής με τις αισθή­σεις του, κατόπιν εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, ως προς την κατάσταση ωρισμένου αντικειμένου. Αν την άμεση αυτή αντίληψη σχηματίζη ο δικαστής χωρίς να εκδοθή προηγούμενη απόφαση και χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατυπώσεις, τότε δεν υπάρχει το αποδεικτικό μέσο της αυτοψίας κατά το άρθρο 339. Έτσι, για παράδειγμα, δεν αποτελεί αυτοψία ή επίσκεψη του επίδικου τόπου από το δικαστή, η οποία οφείλεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία του, έστω και αν γίνεται για να μόρφωση άμεση αντίληψη. Ή επίσκεψη αυτή δεν μπορεί να στήριξη την κατάστρωση της ιστορικής αιτίας της αποφάσεως. Και ορίζει το άρθρο 245 § 1 ότι το δικαστήριο έχει την εξουσία «να διάταξη παν ό,τι δύναται να συντέλεση εις την διάγνωσιν της διαφοράς», αλλά η ευχέρεια αυτή δεν νομιμοποιεί την Ιδιωτική επίσκεψη του δικαστή στον επίδικο τόπο γιο tous ακόλουθους λόγους :

—επειδή η επίσκεψη αυτή αποτελεί πρωτοβουλία του δικαστή και όχι του δικαστηρίου,

—επειδή η ευχέρεια του άρθρου 245 § 1 αναφέρεται στη διασάφηση των αόριστων ισχυρισμών και όχι στην απόδειξή τους,

—επειδή το άρθρο 339 και όλοι οι αποδεικτικοί κανόνες αποτελούν φραγμό στην ελαστικότητα της διαδικασίας πού καθιερώνει το άρθρο 245 § 1.

Η αυτοψία έχει ως αντικείμενο πάντοτε την ποιότητα η ποσότητα ένας αντικειμένου. Δεν αποτελεί αυτοψία η άμεση αντίληψη πού σχημάτισε ο δικα­στής με τις αισθήσεις του, παρακολουθώντας το αποδεικτέο συμβάν. Αν, για παράδειγμα, ο δικαστής παρέστη στη σύγκρουση των αυτοκινήτων των δια­δίκων και σχημάτισε προσωπική και άμεση αντίληψη για τις συνθήκες της συγκρούσεως, η άμεση αυτή αντίληψη δεν αποτελεί αυτοψία. Και τούτο, επειδή δεν είχε προηγηθή η έκδοση αποφάσεως περί αυτοψίας, όπως επίσης δεν τηρή­θηκαν οι δικονομικές διατυπώσεις, και ιδίως δεν καταχωρίσθηκε το πόρισμα της αυτοψίας από το γραμματέα στην έκθεση των αποδείξεων.

5. Πραγματογνωμοσύνη είναι η αντίληψη που σχηματίζει ο δικαστής ως προς το αντικείμενο της αποδείξεως εμμέσως, με τη βοήθεια των επιστημονικών ή τεχνικών εξηγήσεων πού του δίνουν τρίτα πρόσωπα, τα όποια έχουν τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις. Πραγματογνωμοσύνη κατά την έννοια του άρθρου 339 είναι μόνον η γνωμοδότηση, η οποία παρέχε­ται υστέρα από την έκδοση σχετικής αποφάσεως, και με την τήρηση των αντί­στοιχων δικονομικών διατυπώσεων (πρβλ. 368 έπ.), αντιθέτως η άτυπη γνω­μοδότηση προσώπων, τα οποία έχουν ειδικές επιστημονικές η τεχνικές γνώ­σεις και τα οποία είχαν επιφορτισθή σχετικώς από τους διαδίκους (πρβλ. 390), αποτελούν δικαστικά τεκμήρια κατά το άρθρο 339 (Ειρ. Αθηνών 366/1971 Αρμ. 25, 591).

6. Έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 339 (ως ήδη ισχύει μετά το ν.δ. 958/1971) είναι οι γραπτές δικαιοπρακτικές δηλώσεις των διαδίκων, καθώς και οι γραπτές πιστοποιήσεις των αρμοδίων δημοσίων υπαλλήλων. Oι δηλώσεις και οι πιστοποιήσεις αυτές έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη (438-441 και 445).

Κατά τα άρθρο 444 «ως ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και 1) τα κατά τον εμπορικόν νόμον ή άλλας διατάξεις τηρούμενα υπό εμπόρων και επαγγελμα­τιών βιβλία, 2) τα κατά τας ισχύουσας διατάξεις τηρούμενα βιβλία υπό δικη­γόρων, συμβολαιογράφων, δικαστικών κλητήρων, ιατρών, φαρμακοποιών και μαιών, 3) φωτογραφικαί ή κινηματογραφικαί αναπαραστάσεις, φωνοληψίαι και πάσα άλλη μηχανική απεικόνισις». Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία εθεωρούντο ως έγγραφα υπό το κράτος του κωδικός του 1968. Ήδη όμως, μετά το ν.δ. 958/ 1971, το οποίο καθιέρωσε ως αυτοτελές αποδεικτικό μέσο τα δικαστικά τεκμήρια, -προκύπτει ότι τα επαγγελματικά βιβλία και οι μηχανικές απεικονίσεις δεν είναι έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 339, αλλά δικαστικά τεκμήρια, ως αποδεικτικό μέσο κατά το άρθρο τούτο (ΑΠ 543/1972 ΝοΒ 20, 1404). Κατ' εξαίρεση ενδέχεται μια καταχώριση σε επαγγελματικό βιβλίο να αποτελή εξώ­δικη ομολογία.

Δεν αποτελούν επίσης το αποδεικτικό μέσο των εγγράφων :

—τα έγγραφα μαρτυρίας (όπως είναι οι εκθέσεις πού περιέχουν μαρτυρι­κές καταθέσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις και οι επιστολές τρίτων). Οι γραπτές αυτές ανακοινώσεις αποτελούν είτε το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων, είτε το απο­δεικτικό μέσο των δικαστικών τεκμηρίων

—η εγγραφή εξοφλητική απόδειξη και η επιστολές των διαδίκων, οι οποίες ενδέχεται να αποτελούν είτε εξώδικες ομολογίες είτε δικαστικά τεκμήρια·

—το αιτιολογικό των δικαστικών αποφάσεων, το οποίο αποτελεί δικαστικό τεκμήριο·

—η έκθεση αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, ορκίσεως και εξετάσεως των μαρτύρων ή των διαδίκων, καθώς και η γραπτή γνωμοδότηση των πραγμα­τογνωμόνων ή των κατ’ άρθρο 390 προσώπων.

7. Εξέταση των διαδίκων είναι οι ανακοινώσεις παραστάσεως, στις όποιες προβαίνουν οι διάδικοι απευθυνόμενοι προς το δικαστήριο ή το δικαστή επί των αποδείξεων, κατόπιν εκδόσεως σχετικής αποφάσεως, και σύμ­φωνα με τους σχετικούς αποδεικτικούς κανόνες (415 επ.).

8. Το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων είναι οι ανακοινώσεις παραστάσεως, στις όποιες προβαίνουν τρίτα πρόσωπα, απευθυνόμενα προς το δικαστή­ριο η το δικαστή επί των αποδείξεων, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως και σύμ­φωνα με τους σχετικούς αποδεικτικούς κανόνες (393 επ.)·

9. Το αποδεικτικό μέσο του όρκου (421 επ.) είναι η ένορκη επιβεβαί­ωση η άρνηση ενός ισχυρισμού, στην οποία προβαίνει ο διάδικος, ύστερα από την έκδοση σχετικής αποφάσεως και με την εφαρμογή των αντίστοιχων απο­δεικτικών κανόνων.

Ο όρκος διακρίνεται σε επακτό (421), ο οποίος επιβάλλεται κατόπιν αιτή­σεως του αντιδίκου, και εκτιμητικό (431), ο οποίος επιβάλλεται αποκλειστικώς με την πρωτοβουλία του δικαστηρίου. ο επακτός και ο εκτιμητικός όρκος αντιδιαστέλλεται από την ένορκη εξέταση των διαδίκων (417), η οποία απο­τελεί άλλο αποδεικτικό μέσο και, κατ' αντίθεση προς τον όρκο, εκτιμάται ελευ­θέρως.

10. Το ν.δ. 958/1971 καθιέρωσε ως αποδεικτικό μέσο και τα δικαστικά τεκμήρια. Σχετικώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ότι «η επανα­φορά ως αποδεικτικού μέσου των δικαστικών τεκμηρίων, υπό την παραδεδεγμένην προ της εισαγωγής του κώδικος έννοιαν, είναι απολύτως επιβεβλημένη, ως διευκολύνουσα τα μέγιστα τον σχηματισμόν ορθής δικανικής κρίσεως». Ούτε όμως υπό το προϊσχύον ούτε υπό το ισχύον δίκαιο δεν έχει κατορθωθή κοινή παραδοχή ενιαίας θεωρίας για την έννοια των δικαστικών τεκμηρίων ως απο­δεικτικών μέσων.

α) Κατά μια εκδοχή (Φραγκίστας-Φαλτσή § 4 III 2 σελ. 51) αποτελεί δικαστικό τεκμήριο ως αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια του άρθρου 339, «πάσα άλλη πηγή γνώσεως δυναμένη να παράσχη χρήσιμα στοιχεία δια την μόρφωσιν δικανικής πεποιθήσεως» ή, κατ' άλλη διατύπωση (Φραγκίστας-Φαλτσή § 14 Ι σελ. 188) «τα πάσης φύσεως ανώνυμα αποδει­κτικά μέσα μη δυνάμενα να συμβάλλουν εις την ανεύρεσιν της αληθείας». Η γνώση αυτή μπορεί να αντλήται «οθενδήποτε» (Διαμαντάκος, ΕΕΝ 39, 276. ΑΠ 209/1971 ΑρχΝ 22, 515). Αλλα εάν η έννοια των δικαστικών τεκμηρίων ήταν κατά το άρθρο 339 τόσο πλατειά, θα έπρεπε και οι (προφορικές ή γρα­πτές) πληροφορίες που θα συνέλεγε ο δικαστής από τη γειτονιά να αποτελούν αποδεικτικό μέσο, στο όποιο να στηριχθή το διατακτικό δικαστικής αποφά­σεως ! Με την ίδια λογική θα έπρεπε να επιτρέπωνται οι ένορκες βεβαιώσεις και στην τακτική διαδικασία (ΑΠ 160/1960 ΑρχΝ 21, 556· αντιθέτως Διαμαντάκος, ΕΕΝ 39, 277), ενώ εξ άλλου θα ήταν άσκοπη η αντιδιαστολή της ελεύ­θερης από τη δικονομική απόδειξη, παρ' όλον ότι η αντιδιαστολή αυτή είναι τόσο σαφής στα άρθρα 347, 469 § 2, 650, 671 και 744). Από τις διατάξεις αυτές λοιπόν προκύπτει ότι δεν είναι δικαστικό τεκμήριο κατά την έννοια του άρθρου 339 κάθε πηγή γνώσεως και ειδικώτερα δεν είναι δικαστικά τεκμήρια οι άτυπες μαρτυρικές καταθέσεις. Ακόμη γενικώτερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν επιτρέπεται να επιβιώσουν ως δικαστικά τεκμήρια, τα αποδεικτικά μέσα που αναγράφει ο κατάλογος του άρθρου 339, τα οποία ενέχουν καταστρα­τήγηση των αποδεικτικών κανόνων πού τα ρυθμίζουν (την επιφύλαξη αυτή δέχονται οι Φραγκίστας —Φαλτσή, ο.π. σελ. 190), με μόνη εξαίρεση τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων (πρβλ. 390). Έτσι δεν είναι δικα­στικό τεκμήριο η άτυπη επίσκεψη του δικαστή στον επίδικο τόπο, δηλαδή η αυτοψία πού έχει διεξαχθή χωρίς να εκδοθή προηγουμένως απόφαση, χωρίς να κληθούν οι διάδικοι και χωρίς να καταχωρισθή το πόρισμα της σε δικαστική έκθεση. Επίσης δεν μπορεί να επιβίωση ως δικαστικό τεκμήριο ή άτυπη εξέ­ταση των διαδίκων.

β) Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή (Ράμμος, ΑρχΝ 10, 4) τα δικαστικά τεκμήρια συνάγονται «εκ πάσης ανύποπτου πηγής», ακόμη και «εξ ατελών αποδεικτικών μέσων». Ειδικώτερα υποστηρίζεται ότι τα δικαστικά τεκμήρια συνάγονται και από άκυρα αποδεικτικά μέσα, αρκεί η ακυρότητα να μην οφεί­λεται σε πρόθεση καταστρατηγήσεως των διατάξεων πού ρυθμίζουν το επι­τρεπτό και τη διαδικασία των άλλων αποδεικτικών μέσων (Ράμμου, Στοιχεία § 176 σελ. 530. Φραγκίστας — Φαλτσή, ό.π.). Στη θέση αυτή αντιτάσσεται ορθώς ότι τα άκυρα αποδεικτικά μέσα δεν είναι τεκμήρια (Μητσοπούλου, Η πιθανολόγηση § 3 IV 7 β' σελ. 47). και τούτο, «διότι η δυνατότης εκτιμήσεως των άκυρων, αλλά μη στερουμένων αποδεικτικής δυνάμεως, μέσων δεν εξαρτάται ούτε εκ της αναγνωρίσεως ή μη των δικαστικών τεκμηρίων ως αποδεικτικών μέσων, ούτε εκ της υπάρξεως κανόνες, αναγνωρίζοντος ως δυνατήν και την έμμεσον δικανικήν γνώσιν, αλλ' εκ της ερμηνείας του συνόλου των διατάξεων, των αφορωσών τα κατ' ιδίαν απο­δεικτικά μέσα, εάν δήλον ότι εξ αυτών συνάγεται δυνατότης εκτιμήσεως του αποδεικτικού μέσου του μη πληρούντος τους όρους του νόμου, εν συνδυασμώ και προς την έρευναν της δυνατότητας κάμψεως των αρχών της αμεσότητος της διαδικασίας και της απαγορεύσεως της ιδιωτικής γνώσεως του δικαστού, ως και ετέρων τινών κανόνων, δι' ων καθιερούνται βασικαί τινές εγγυήσεις ως προς τον τρόπον του αληθούς της γνώσεως» (Μητσόπουλος, Πρακτικά αναθεωρητικής επιτροπής, σελ. 121).

γ) η έκφραση «άκυρα αποδεικτικά μέσα» είναι ανεπιτυχής. Τα αποδεικτικά μέσα δεν έχουν έννομες συνέπειες, παρά μόνον αποδεικτική δύναμη. Αν λοιπόν ως «άκυρα» χαρακτηρισθούν τα αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν έχουν αποδεικτική δύναμη, τότε ο χαρακτηρισμός τους ως δικαστικών τεκμηρίων είναι άσκοπος, αφού η μετονομασία τους δεν θα τους προσδώση την αποδεικτική δύναμη που εκ γενετής δεν έχουν. Ένα αποδεικτικό μέσο ενδέχεται να είναι ατελές κατά τις προϋποθέσεις του. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνη η ακόλουθη διάκριση :

—είτε είναι η ατέλεια τόσο έντονη, ώστε να αναιρή την υπόσταση του απο­δεικτικού μέσου ως ενός επώνυμου αποδεικτικού μέσου κατά το άρθρο 339, οπότε δεν μπορεί να επιβίωση ούτε με την περούκα του δικαστικού τεκμηρίου· τούτο συμβαίνει με την άτυπη αυτοψία και τις ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 160/ 1970 ΑρχΝ 21, 556. Εφ. Αθηνών 1109/1970 Αρμ. 24, 919. 2607/1970 Αρμ. 25, 142. Εφ. Θεσσαλονίκης 497/1970 Αρμ. 24, 712. Εφ. Θράκης 4/1970 Αρμ. 24, 742. Π. Πρ. Λαμίας 516/1969 Αρμ. 23, 706)·

—είτε το ελάττωμα δεν είναι τόσο Ισχυρό, ώστε να μην ανατρέπεται η απο­δεικτική αξία του πάντως υποστατού επώνυμου αποδεικτικού μέσου, οπότε ο δικαστής μπορεί να στηριχθή σ' αυτό, χωρίς να χρειάζεται να το μεταβαπτίση σε δικαστικό τεκμήριο (Μητσόπουλος, ό.π.). Τούτο συμβαίνει με τις καταθέσεις των μαρτύρων πού διακόπηκαν προτού ολοκληρωθούν (πρβλ. Εφ. Θεσσαλονίκης 1256/1971 Αρμ. 26, 121. Π. Πρ. Θεσσαλονίκης 101/1972 Δ 3, 122 με παρατηρήσεις Μπέη) ή που έχουν ληφθή εκπροθέσμως (πρβλ. Εφ. Αι­γαίου 72/1971 ΑρχΝ 23, 320).

Η έλλειψη χαρτοσημάνσεως ενός αποδεικτικού εγγράφου καθιστά απαρά­δεκτη την επίκληση του, εις τρόπον ώστε να μη μπορή να ληφθή υπ' όψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο (Π. Πρ. Θεσσαλονίκης 101/1972, δ.π.).

δ) Από όσα σημειώθηκαν προκύπτει ότι δικαστικά τεκμήρια, ως αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του άρθρου 339, είναι :

—οι ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις (390. Εφ. Αθηνών 2139/1970 ΝοΒ 19, 189. 366/1971 Αρμ. 25, 591). και ως τέτοια γνωμοδότηση είναι και το φύλλο νοση­λείας πού εκδίδει μια κλινική (Μ. Πρ. Θεσσαλονίκης 594/1972 ΕλΔ 1972, 617)-

—τα επαγγελματικά βιβλία και οι μηχανικές απεικονίσεις (444), περιλαμβανομένων και των μισθοδοτικών καταστάσεων

—τα δικαιοπρακτικά έγγραφα και τα έγγραφα μαρτυρίας, τα οποία δεν έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως είναι τα ιδιόχειρα αλλ' ανυπόγραφα ιδιωτικά έγγραφα (Παπαδόγιαννης, ΝοΒ 18, 632), το αιτιολογικό των δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. ΑΠ 659/1971 ΑρχΝ 23, 200. Εφ. Θεσσαλονί­κης 484/1972 Αρμ. 26, 586) και ιδίως των ποινικών (Ειρ. Πατρών 420/1972 ΕΕΝ 39, 659), περιλαμβανομένων και των βουλευμάτων (Φραγκίστας-Φαλτσή, σελ. 190), οι επιστολές των διαδίκων ή τρίτων που έχουν γραφή πριν από τη δίκη σε ανύποπτο χρόνο και δεν απέβλεπαν στη δημιουργία απο­δείξεων (Ράμμος, ΑρχΝ 10, 6. Εφ. Θεσσαλονίκης 981/1969 Αρμ. 24, 400), και οι μαρτυρικές καταθέσεις ή η απολογία του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία (ΑΠ 209/1971 ΑρχΝ 22, 515. Ειρ. Πατρών 420/1972 ό.π.).

ε) -Κατά το άρθρο 395 «όταν η δια μαρτύρων απόδειξις αποκλείεται, δεν επιτρέπεται και η δια δικαστικών τεκμηρίων». Κατά την εφαρμογή της διατά­ξεως αυτής γεννήθηκε το πρόβλημα αν ως δικαστικά τεκμήρια νοείται εδώ το κατ' άρθρο 339 αποδεικτικό μέσο ή η έμμεση απόδειξη κατά το άρθρο 336 § 3 (υπέρ της πρώτης εκδοχής Φραγκίστας-Φαλτσή § 4 III 2 σελ. 52· υπέρ της δεύτερης Παπαδόγιαννης, ΝοΒ 18, 633. Ράμμος, ΆρχΝ 10, 4 επ.).

Η αιτιολογική έκθεση του ν.δ. 958/1971 διευκρινίζει ότι «η διάφορος φρα­στική διατύπωσις του άρθρου τούτου είναι συνέπεια της επαναφοράς της δια τεκμηρίων αποδείξεως». ο περιορισμός λοιπόν του άρθρου 393 ισχύει και για το αποδεικτικό μέσο των δικαστικών τεκμηρίων, όταν αντικείμενο της αποδεί­ξεως είναι συμβάσεις αξίας άνω των 10.000 δρχ. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει τη χρήση τους, όταν συντρέχη μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 394. Και επειδή το αποδεικτικό μέσο των δικαστικών τεκμηρίων είναι, όπως είδαμε, πάντοτε γραπτά διατυπωμένο, ενώ εξ άλλου ο περιορισμός του άρθρου 393 δεν ισχύει, όταν υπάρχη αρχή εγγράφου αποδείξεως (394 § 1 εδ. α'), προκύπτει ότι η απα­γόρευση του άρθρου 395 ισχύει μόνο για τα έγγραφα μαρτυρίας και τα ανυπόγραφα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ως δικαστικά τεκμήρια, ενώ δεν ισχύει για τις καταχωρίσεις στα επαγγελματικά βιβλία κατά το άρθρο 444.

11. Κατά το άρθρο 1 § 1 ν.δ. 105/1969 τα γεγονότα πού έχουν οποιεσδή­ποτε έννομες συνέπειες, μπορούν ν' αποδειχθούν «ενώπιον πάσης αρχής η υπηρεσίας η νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου η οργανισμού η επιχειρή­σεως δημοσίου χαρακτήρος» με εγγραφή δήλωση η βεβαίωση, η οποία παρέ­χεται με την ατομική ευθύνη του δηλούντος η βεβαιούντος, χωρίς να χρει­άζεται η προσαγωγή άλλων αποδεικτικών στοιχείων η πιστοποιητικών, «εκτός αν δι’ ειδικών διατάξεων καθορίζεται υποχρεωτική απόδειξις δι' ωρισμένου μέσου».

Η διάταξη αυτή δεν ετροποποίησε το άρθρο 339 ΠολΔ. Η υπεύθυνη δήλωση δεν αποτελεί oote υποκατάστατο των άλλων αποδεικτικών μέσων, ούτε -πρόσθετο αποδεικτικό μέσο, είτε αυτοτελώς είτε ως δικαστικό τεκμήριο (αντιθέτως Εφ. Αθηνών 3733/1970 Δ 2, 341 με ενημ. σημ. Μπέη). Και τούτο, επειδή ως «αρχή» κατά την έννοια του ν.δ. 105/1969 δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα πολιτικά η τα ποινικά δικαστήρια, ενώ εξ άλλου στην επι­φύλαξη του άρθρου 1 § 1 ν.δ. 105/1969 ως προς τις ειδικές διατάξεις περι­λαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 339. Η υπεύθυνη δήλωση δεν είναι δικαστικό τεκμήριο κατά το άρθρο 339, παρ' όλον ότι είναι ένα έγγραφο μαρτυρίας, επειδή γράφεται με τον αποκλειστικό σκοπό να χρησιμεύση ως αποδεικτικό στοιχείο στην εκκρεμή δίκη (βλ. πιο πάνω, 10 δ').
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: