
728/2014 ΑΠ
Αμφισβήτηση κυριότητας επί εδαφικών λωρίδων. Άσκηση αναίρεσης κατά διαδίκου που αποβίωσε. Διάκριση περιπτώσεων ανάλογα με τον χρόνο αποβίωσης του διαδίκου. Η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος διαδίκου, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο ...
αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσίβλητου. Παράλειψη του Εφετείου να λάβει υπόψη του, ως προς την κυριότητα των εναγουσών στα επίδικα ακίνητα και των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Αναιρεί την υπ’αριθμ. 5420/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει.
Αριθμός 728/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Εταιρείας με την επωνυμία "...............", που εδρεύει στα …, τελεί υπό πτώχευση και εκπροσωπείται νόμιμα από τη σύνδικο Ρ. Π., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ασπασία Γιαννοπούλου και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "........................................" που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργύριο Καρρά.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ. και 2) Α. Γ. Λ., συζ. Ε. Π., κατοίκου .... Η 2η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ανδρέου και δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α) Γ. Μ. του Δ., β) Ν. Μ. του Δ. και γ) Μ. Σ., το γένος Δ. Μ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/10/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3396/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5420/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/2/2013 αίτηση και τους από 31/10/2013 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/11/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Αρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του (αρθρ.35 ΑΚ). Εξάλλου κατ`άρθρο 313 παρ.1 εδ.δ ΚΠολΔ, απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατ`ανυπάρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και το αποβιώσαν, δεν έχει υπόσταση, χαρακτηριζόμενη ρητά ως ανύπαρκτη. Εξ ετέρας όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 286 επ. ΚΠολΔ, τα οποία εφαρμόζονται και στην κατ`αναίρεση δίκη (αρθρ. 573 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις ανωτέρω διατάξεις, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (προτού αποπερατωθεί η δίκη αμετακλήτως), αν μεν ο θάνατός του επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε, τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνης της γνωστοποιήσεως του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επαναλήψεως διαδικαστικές πράξεις, εκτός της τυχόν εκδιδόμενης απόφασης, να λογίζονται άκυρες. Αν δε ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της συζητήσεως εκείνης, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής επ`αυτής αποφάσεως, τότε, εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της ως άνω αποφάσεως ένδικα μέσα, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση προτού ασκηθεί η αναίρεσή του, μ`οποιονδήποτε τρόπο, του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και ν`απευθύνει κατ`αυτών την αναίρεση. Η αναίρεση συνεπώς που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει το θάνατό του ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρες και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο ή εμφανίζονται κατά τη συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 27/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά το χρόνο ασκήσεως της αναιρέσεως, ήτοι στις 14.2.2013, η πρώτη αναιρεσίβλητη Α., χήρα Δ. Μ., το γένος Ν. Ρ., είχε ήδη και δή από 13.1.2013, αποβιώσει (βλ. υπ` αριθμ. 20/3/15.1.2013 Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου του Δήμου Αθηναίων). Πλήν όμως η αναίρεση παραδεκτά ασκήθηκε κατ`αυτής, καθόσον οι αναιρεσείουσες δεν γνώριζαν τον θάνατό της, του οποίου έλαβαν γνώση μετά την άσκηση της αναίρεσης και συγκεκριμένα στις 16.2.2013, με τη γνωστοποίηση σ`αυτές του θανάτου της, καθώς και των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της, ήτοι των τριών παιδιών της, που τελικά είναι και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της και μάλιστα κατ`ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, κατά τη νόμιμα δημοσιευθείσα με το υπ`αριθμ.1/2013 πρακτικό Δημοσιεύσεως του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου της ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ............... συνταχθείσας υπ` αριθμ..../6.6.2011 δημοσίας διαθήκης της (βλ. τις από 16-2-2013 επισημειώσεις του δικαστικού επιμελητή Αθηνών, επί του επιδοθέντος σε κάθε αναιρεσείουσα αντίγραφο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την προσαρτημένη σ` αυτό γνωστοποίηση θανάτου και κληρονόμων καθώς και των οικείων νομιμοποιητικών εγγράφων και τα προαναφερθέντα πρακτικό δημοσιεύσεως και αντίγραφο δημόσιας διαθήκης). Οι ως άνω κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση της εν λόγω αποβιώσας αναιρεσίβλητης και συνεχίζουν την εναντίον της αναιρετική δίκη, ενώ οι ασκηθέντες από 31.10.2013 πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά απευθύνθηκαν εναντίον τους, αφού κατά τα προαναφερθέντα κατά το χρόνο αυτό (31.10.2013) είχε γνωστοποιηθεί το γεγονός του θανάτου της δικαιοπαρόχου τους. Ενόψει τούτων η αναίρεση είναι παραδεκτή, όπως παραδεκτοί είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων έχει λάβει χώρα και εμπρόθεσμη επίδοση, ήτοι προ τριάντα τουλάχιστον ημερών από την ορισθείσα συζήτηση της αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τα υπ` αριθ. .../1.11.2013, .../1.11.2013, .../1.11.2013 και .../1.11.2013 αποδεικτικά επιδόσεως του δικαστ. επιμελητού Αθήνας ….
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ` του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Κατά την έννοια του παραπάνω εδαφίου του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναιρέσεως αρκεί η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν με επίκληση, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 338 επ του ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ`αυτό, αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε κατ`ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ένδικη διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων και των κατ`αυτής υποβληθεισών ένστασεων ιδίας κυριότητας και παραγραφής τα ακόλουθα, συνοπτικά, πραγματικά περιστατικά: "Η πρώτη ενάγουσα με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ`αριθμ…./1958 συμβόλαιο και η Α. Ρ. με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ`αριθμ…./1958 συμβόλαιο, του συμβ/φου Αθηνών .............. , μεταβίβασαν η μεν πρώτη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2772,80 τ.μ., η δε δεύτερη ένα αγροτεμάχιο επιφανείας 2600 τ.μ., που βρίσκονται στη θέση "..." της περιοχής "... στον Θ. ή Λ. Γ. η πρώτη και στην "....................." η δεύτερη. Στα εν λόγω συμβόλαια αναφέρεται ότι κάθε πωλήτρια έχει αφήσει παρακείμενο του πωληθέντος αγροτεμαχίου εδαφικό τμήμα πλάτους 6μ και μήκους 80μ., ήτοι εμβαδού 480 τμ. το καθένα, με σκοπό τη δημιουργία ιδιωτικής οδού. Τα πωληθέντα και παρακείμενα των εδαφικών αυτών τμημάτων αγροτεμάχια, μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, περιήλθαν στην κυριότητα της δεύτερης εναγομένηςμ ως ενιαίο αγροτεμάχιο, επιφανείας 5.200 τ.μ., ενώ η δεύτερη από τις παραπάνω εδαφικές λωρίδες, φέρεται ως ανήκουσα κατά κυριότητα και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στις εναγόμενες, με απώτερη εκ κληρονομίας δικαιοπάροχό τους την Α. Ρ.. Περί το τέλος του 2004 οι εναγόμενες εταιρείες απέβαλαν τις ενάγουσες από τα επίδικα, συνολικής επιφανείας 960 τ.μ. (480 + 480), εδαφικά τμήματα, αντικαθιστώντας την προστατευτική μπάρα που υπήρχε στη νότια πλευρά των επιδίκων και κτίζοντας μανδρότοιχο με συρματόπλεγμα στη βόρεια πλευρά. Τα εδαφικά αυτά τμήματα που αφέθηκαν για τη δημιουργία ιδιωτικής οδού και για την εξυπηρέτηση και επικοινωνία, με την Ιερά Οδό των προς βορράν των εδαφικών αυτών λωρίδων ιδιοκτησιών των κληρονόμων των Ι. και Ν. Ρ., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγουσες, δεν είναι κοινόχρηστες (λωρίδες) γιατί δεν χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστος χώρος με την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, αλλά ούτε και τέθηκαν σε κοινή χρήση με τη βούληση των ιδιοκτητών. Στις επίδικες εδαφικές λωρίδες με τη συναίνεση και τη ανοχή του συζύγου της πρώτης ενάγουσας και αδελφού της δεύτερης Δ. Μ., η εταιρεία του οποίου είχε μισθώσει παρακείμενο οικόπεδό τους, στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους οι εναγόμενες, ενώ τα κλειδιά της πόρτας, που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των επιδίκων τα κατείχε πάντα ο Δ. Μ. Από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγόμενη στάθμευε τα αυτοκίνητά της στο επίδικο, δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι νεμόταν αυτό με την πρόθεση να το έχει δικό της, καθόσον αυτό γινόταν με τη συναίνεση των εναγουσών, ενώ η δεύτερη εναγόμενη δεν αγόρασε με τον τίτλο κτήσεως του παρακειμένου των επιδίκων ακινήτων τους και τα επίδικα, ούτε αποδείχθηκε ότι ο πωλητής του ακινήτου αυτού (Συνεταιρισμός Γ` ΚΤΕΛ) νεμόταν αυτά για διάστημα είκοσι ετών, ενώ η μνεία στο μεταβιβαστικό αυτό συμβόλαιο ότι το πωληθέν αγροτεμάχιο συνορεύει με τα επίδικα "τα οποία νεμόταν η πωλήτρια εταιρεία για διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών", δεν ασκεί επιρροή. Ακόμη το γεγονός της εκμισθώσεως των επιδίκων ακινήτων από τη δεύτερη εναγομένη τόσο στην πρώτη, όσο και σε άλλους μισθωτές, για να χρησιμοποιηθούν ως χώρο, σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση, καθόσον οι ενάγουσες δεν γνώριζαν, αλλά ούτε και όφειλαν να γνωρίζουν εάν τα σταθμευμένα αυτοκίνητα ανήκαν σε υπαλλήλους της δεύτερης εναγόμενης ή των μισθωτριών της. Οι ενέργειες της δεύτερης εναγόμενης έγιναν με σχεδιασμό και σκοπιμότητα προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί των επιδίκων, εκμεταλλευόμενη την ανοχή των εναγουσών για στάθμευση των αυτοκινήτων της, ώστε να επικαλεσθεί νομή από του χρόνου αγοράς του παρακειμένου ακινήτου της, ήτοι από το 1984, η δε δήλωση από αυτή (δεύτερη εναγομένη) των επιδίκων από το 1997 στο έντυπο Ε-9 ήταν προσχηματική και έγινε για τη θεμελίωση αξιώσεων επί του επιδίκου, ενώ ο χρόνος εκδηλώσεώς τους δεν είναι επαρκής για τη θεμελίωση δικαιώματος έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθούν ως αβάσιμες οι ενστάσεις της δεύτερης εναγόμενης περί ιδίας κυριότητας και περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως των εναγουσών". Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και αφού την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη αναγνώρισε την κυριότητα των εναγουσών επί των επιδίκων εδαφικών λωρίδων και δη την πρώτη ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία της μιας από τις εδαφικές αυτές λωρίδες και τις δύο δι ενάγουσες συγκύριες, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου της άλλης εδαφικής λωρίδας και υποχρέωσε τις εναγόμενες να τις αποδώσουν....". Με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ.11 περ.γ του άρθρου 559 πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείουσες, μεταξύ άλλων, επαναπροσκόμισαν και επικαλέσθηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη, από τα οποία προέκυπτε το ουσία αβάσιμο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων και η ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας των αναιρεσειουσών και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α)την από 31.3.1985 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης και της δικαιοπαρόχου της δεύτερης ενάγουσας - αναιρεσίβλητης, στην οποία αυτές αναφέρουν ότι από το 1953 είχαν δημιουργήσει οδό επιφανείας 960 τ.μ. (480+480) που είχε αφεθεί από τις ιδιοκτησίες τους και ότι οι εναγόμενες - αναιρεσείουσες από τον Φεβρουάριο του 1985 προέβησαν στην κατασκευή μεγάλης θύρας, που κάλυπτε όλο το πλάτος της οδού, με αποτέλεσμα να τις εμποδίζουν από την χρήση της οδού, προσβάλλοντας παράνομα, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, την προσωπικότητά τους, β) τις από 9.2.2005 και 22.9.2005 αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων κατά των εναγομένων - αναιρεσειουσών, στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία ή αναφορά περί δικαιώματος κυριότητας ή νομής επί των επιδίκων, αλλά μόνο προσβολή της προσωπικότητάς τους εξαιτίας φερόμενων κατασκευών από τις αναιρεσείουσες, που παρεμποδίζουν τη διέλευσή τους προς τις ιδιοκτησίες τους. Το Εφετείο βεβαιώνει μεν στην προσβαλλομένη απόφασή του ότι για το σχηματισμό της κρίσεώς του ως προς το ανωτέρω ζήτημα έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν, ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι. Ομως από μόνη τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου, το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του και το σύνολο των ως άνω αιτιολογιών αυτής δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο και αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την κυριότητα και συγκυριότητα των εναγουσών στα επίδικα ακίνητα και οι ως άνω αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, δοθέντος ότι η απόφαση, ενώ στηρίζεται στις καταθέσεις των μαρτύρων και σε όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία προκύπτει, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεν ασχολείται καθόλου με τα πιο πάνω έγγραφα των αναιρεσειουσών και μπορούσε βεβαίως το Δικαστήριο, ως μη δεσμευόμενο από τα όσα αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, να καταλήξει σε αντίθετο πόρισμα, ενόψει όμως της σοβαρότητας των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, έπρεπε να τα αντικρούσει ειδικώς, μη αρκούσης προς τούτο της αόριστης αναφοράς της αποφάσεως ότι "το ότι σε δικόγραφα των εναγουσών τα επίδικά αναφέρονται με τον εντελώς αδόκιμο όρο ως κοινόχρηστος δρόμος, δεν αρκεί για να συναγάγει το δικαστήριο ότι αυτά (επίδικα) είχαν εξαιρεθεί της ιδιοκτησίας των εναγουσών και ότι ο καθένας μπορούσε να τα χρησιδεσπόσει". Ενόψει τούτων ως προς τα έγγραφα αυτά (τρείς αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων), στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ`ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος, από αυτές, παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθμ. 5420/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου