Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Κοινωνία δικαιώματος επί κληρονομιαίων ακινήτων. Ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή...1378/2014 ΑΠ


Επιδίκαση της κυριότητας του τμήματος γειτονικού γηπέδου που καταλήφθηκε με την επέκταση οικοδομής. Άσκηση της σχετικής αξίωσης μόνο με αγωγή ή με ανταγωγή, όχι όμως και με ένσταση που προτείνεται από εκείνον που προέβη στην ανοικοδόμηση προς αντίκρουση της διεκδικητικής αγωγής του κυρίου του καταληφθέντος..1032/2014 ΑΠ.

1378/2014 ΑΠ ( 642572) 
Κοινωνία δικαιώματος επί κληρονομιαίων ακινήτων. Ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών...
αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η γνώση των λοιπών συγκυρίων για αντιποίηση της νομής μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση εκείνου που αντιποιείται τη νομή του κοινού, είτε από αντιπρόσωπό τους. Γνωστοποίηση της αντιποιήσεως εκ μέρους του κατόχου δεν απαιτείται, όταν ο νομέας με τη βούλησή του τον καθιστά νομέα και ο ίδιος αποξενώνεται από τη νομή, έκτοτε δε αρχίζει και ο υπολογισμός του χρόνου χρησικτησίας. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 40/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.


  
Αριθμός 1378/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Τoυ αναιρεσείοντος: Ε. Τ. του Ι., κατοίκου ..... και ήδη ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ζαχόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Τ. του Ι., κατοίκου της πρώην Κοινότητας .… και ήδη …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αγγελο Βρεττό.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/1/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και της Ζ. Τ., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2009 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/2/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/3/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με τη περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και την κατοχή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 983 του ίδιου κώδικα η νομή ως δικαίωμα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό λογίζεται ότι κατέχει το κοινό πράγμα στο όνομα και των λοιπών κοινωνών-συγκυρίων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ` αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποίησης. Τέτοια γνωστοποίηση, προς τους συγκυρίους, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου, ενώ η για αντιποίηση της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει είτε από δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για τη αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οποιονδήποτε και αν προέρχεται. Είναι όμως αυτονόητο ότι γνωστοποίηση της αντιποιήσεως εκ μέρους του κατόχου δεν απαιτείται, όταν ο νομέας με τη βούλησή του τον καθιστά νομέα και ο ίδιος αποξενώνεται από τη νομή, κατά το άρθρο 976 εδ. β` ΑΚ, αφού στη βούληση μεταβιβάσεως της νομής ενυπάρχει και η γνώση ότι ο κάτοχος καθίσταται νομέας, έκτοτε δε αρχίζει και ο υπολογισμός του χρόνου χρησικτησίας. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται, για την ταυτότητα του λόγου και επί κληρονομιαίων ακινήτων και συνεπώς, ο συγκληρονόμος που κατέχει ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή προτού τους καταστήσει γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Εξ ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση του χρησιδανείου ο χρήστης παραχωρεί στον χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στο χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, η οποία είναι RE καταρτιζόμενη σύμβαση και δεν υπόκειται σε τύπο ως κύριος. Περαιτέρω προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, ήτοι αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για την εφαρμογή του. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή τους, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ως αιτήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμευση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Εξ ετέρου ο λόγος αυτός είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ` αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσω δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή και δη την κύρια περί κλήρου αγωγική βάση και τις επικουρικές ήτοι την διεκδικητική συγκυριότητας με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή) και την αναγνωριστική συγκυριότητας με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών ο αναιρεσείων από κοινού με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αδελφή του Ζ. Τ. του Ι., συζ. Π. Γ. κατά του αναιρεσιβλήτου ετεροθαλούς αδελφού τους Θ. Τ. του Ι.: "Οι διάδικοι είναι αδέλφια, τέκνα του αποβιώσαντος στις 15.7.1946, στο Πολύδενδρο Γρεβενών πατρός τους Ι. Τ. του Μ., γεωργού, κατοίκου και εν Ζ. (βλ. την με αριθμό 2/15-7-1946 ληξιαρχική πράξη θανάτου της άλλοτε Κοινότητας και ήδη Τοπικού Διαμερίσματος … και την με αριθμό …/9-4- 1996 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβ/φου Γρεβενών .......... , που προσκομίζουν οι ενάγοντες). Τα επίδικα ακίνητα είναι αγροί και βρίσκονται στην κτηματική περιοχή της πρώην Κοινότητας και ήδη Τοπικού Διαμερίσματος Πολυδένδρου του Δήμου Ηρακλεωτών Γρεβενών, πλην του τελευταίου (αριθμός 32 στην αγωγή), το οποίο αποτελεί οικόπεδο εντός του οικισμού του Πολυδένδρου Γρεβενών. Συγκεκριμένα είναι: 1) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν τη με αριθμό …/1942 δημοσία διαθήκη του παππού των διαδίκων Μ. Τ., δύο στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ποτάμι, Νότια με ιδιοκτησία Β. Π., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Λ., 2) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Δ.Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 3) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, τριών στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων (5.000 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Δ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Σ., 4) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Ζ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Τ., 5) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Μ., Νότια με ρέμα, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Μ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 6) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ., 7) ένας αγρός στη θέση "…" ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο στρεμμάτων και ημίσεως, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (5.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Νότια και Ανατολικά με ιδιοκτησία αδελφών Λ. και Δυτικά με χέρσο, 8) ένας αγρός στη θέση "…" ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Λ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 9) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Μ., Νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Τ. και Δυτικά με δάσος, 10) ένας αγρός στη θέση "Ε. Μ.", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νοτίως με Β. Κ., Ανατολικά με δάσος και Δυτικά με αδελφούς Ζ., 11) ένας αγρός στη θέση "…" ή "…", έκτασης, εντός των ορίων του ενός στρέμματος (1.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Νότια με ρέμα, Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Κ., 12) ένας αγρός στη θέση ".…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Β. Γ., Ανατολικά με δρόμο και Δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Ξ., 13) ένας αγρός στη θέση "…" ή "…", της κτηματικής περιοχής Πολυδένδρου, συνολικής έκτασης τεσσάρων στρεμμάτων και εννιακοσίων τετραγωνικών μέτρων (4.900 τ.μ.), το οποίο απαρτίζονταν από δύο τεμάχια: α) ένα τεμάχιο, έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τεσσάρων στρεμμάτων (4.000 τ.μ.) και β) ένα τεμάχιο, έκτασης εννιακοσίων τετραγωνικών μέτρων (900 τ.μ.), το οποίο απέκτησε ο πατέρας των διαδίκων, Ι. Τ., από κλήρο και μετά από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, συνορεύει δε ολόκληρος ο αγρός, Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Κ. Κ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 14) ένας αγρός στη θέση "…" ή "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τεσσάρων στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (4.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Κ. Κ., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με ιδιοκτησία Ι. Τ., 15) ένας αγρός στη θέση "…" έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Α. Π., Νότια με ιδιοκτησία Γ. Τ., Ανατολικά με ποτάμι και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Κ., 16) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Γ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Φ. Μ., 17) ένας κήπος στη θέση "…" κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, εξακοσίων τετραγωνικών μέτρων (600 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Α. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Χ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Π. Π., 18) ένας κήπος στη θέση "…", κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, εξακοσίων τετραγωνικών μέτρων (600 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Κ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Ανατολικά με ποτάμι και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Τ., 19) μία άμπελος στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων της, ενός και ημίσεως στρέμματος (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με χέρσο, Νότια με ιδιοκτησία Β. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ι. Ξ. και Δυτικά με χέρσο, 20) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, τριών στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, πέντε στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (5.500 τ.μ), που συνορεύει : Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Νότια με ιδιοκτησία αδελφών Β., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με ιδιοκτησία Σ. Τ., 21) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Χ. Ζ., Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά και Δυτικά με δάσος, 22) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ρέμα, Νότια με ιδιοκτησία Β. Κ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Χ. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ν. Κ., 23) ένας αγρός στη θέση "…", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός και ημίσεως στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (3.500 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Τ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία ....................... και Δυτικά με ιδιοκτησία ............. .................. , 24) ένας αγρός στη θέση "Στάμνες", έκτασης, κατά μεν την ως άνω δημόσια διαθήκη, ενός στρέμματος, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία ............... , Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία ... ...... και Δυτικά με ρέμα, 25) ένας αγρός στη θέση "Μότσκες", έκτασης ενός στρέμματος και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (1.500 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Γ. Κ., Νότια με δρόμο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Τ., 26) ένας αγρός στη θέση "Βαϊνά", έκτασης, κατά την ως άνω δημόσια διαθήκη, δύο και ημίσεως στρεμμάτων, κατά δε νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση, εντός των ορίων του, τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Β. Τ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Λ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Μ. και Δυτικά με δρόμο. Ολα τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν στον πατέρα των διαδίκων, Ι. Τ., από κληρονομιά του πατέρα του Μ. Τ., την οποία του κατέλειπε με τη με αριθμό …/1942 δημοσία διαθήκη του, πού συνέταξε ενώπιον του τότε Συμβολαιογράφου Γρεβενών ........ ..... , στην οποία αναμίχθηκε αμέσως μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου του, συνεχίζοντας τις πράξεις νομής αυτού, εκτός από τμήμα έκτασης 900 τ.μ. του με αρίθμηση 13 στην κρινόμενη αγωγή αγρού, που περιήλθε σ` αυτόν απ` ευθείας από κλήρο, μετά από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά Β.Ρ.Δ, αφού κατείχε και ενέμετο αυτά με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανένα και η οποία (έκτακτη χρησικτησία) συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου του, καθόσον αυτός ασκούσε όλες τις πράξεις που προσιδιάζουν στα ακίνητα και για χρόνο υπέρτερο των 30 ετών, ήτοι τα όργωνε, τα έσπερνε, συνέλεγε τους καρπούς τους, έβοσκε τα αιγοπρόβατα, τα φύλασσε δε από διεκδικήσεις τρίτων. Επιπλέον, ο κληρονομούμενος πατέρας των διαδίκων Ι. Τ. ή Τ. ήταν αποκλειστικός κύριος, κατά τον χρόνο θανάτου του (15-7-1946) και των παρακάτω ακινήτων της ιδίας κτηματικής περιοχής ήτοι, 27) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης οκτώ στρεμμάτων (8.000 τ.μ), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Κ. Ζ., Νότια με ιδιοκτησία Ι. Τ., Ανατολικά με χέρσο και Δυτικά με δρόμο, 28) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δρόμο, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Β. Τ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Ζ., 29) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης δύο στρεμμάτων (2.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησίες Βόρεια με δρόμο, Νότια με ιδιοκτησία Γ. Κ. και ήδη Θ. Τ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Σ. Κ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Γ., 30) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης δύο στρεμμάτων και πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων (2.500 τ.μ.) που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με ιδιοκτησία Ι. Γ., Νότια με ιδιοκτησία Κ. Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Β. Γ., 31) ενός αγρού στη θέση "…", έκτασης τριών στρεμμάτων (3.000 τ.μ.), που συνορεύει ολόγυρα: Βόρεια με δάσος, Νότια με ιδιοκτησία Ν. Τ., Ανατολικά με δρόμο και Δυτικά με ιδιοκτησία της Α. Κ. Λ. και 32) ενός οικοπέδου εντός του οικισμού της τότε Κοινότητας Πολυδένδρου, έκτασης εκατό τετραγωνικών μέτρων (100 τ.μ.), πού συνορεύει γύρωθεν, Βόρεια με κοινοτικό δρόμο, Νότια με χέρσο, Ανατολικά με ιδιοκτησία Α. Κ. Λ. και Δυτικά με ιδιοκτησία Ε. Μ.. Οι παραπάνω με αρίθμηση από 27 έως και 31 αγροί και το τελευταίο από τα περιγραφόμενα επίδικα οικόπεδο των 100 τ.μ. περιήλθαν στο δικαιοπάροχο κληρονομούμενο πατέρα των διαδίκων από την ανάμιξη του, ως τέκνου, στην αδιάθετη με την ανωτέρω διαθήκη περιουσία του αποβιώσαντος πατρός του (παππού των διαδίκων), Μ. Τ., ομού μετά της μητριάς του Κ. χήρας Μ. Τ. και των αδελφών του Τ. συζ. Α. Δ., Α. συζ. Α. Τ. και Α. συζ. Ε. Π. κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, καθώς και των θυγατέρων του προαποβιώσαντος αδελφού του Δ. Τ., Κ., Ζ. και Α., οι οποίοι προέβησαν σε άτυπη διανομή μεταξύ τους των ποσοστών τους επί των αδιαθέτων κληρονομιαίων ακινήτων του Μ. Τ., με αποτέλεσμα, στην καλόπιστη νομή του Ι. Τ. να περιέλθουν τα ανωτέρω ακίνητα. Ο εναγόμενος για τα συγκεκριμένα ακίνητα (αριθμούς 27 έως και 31) ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ότι οι αγροί αυτοί δεν περιλαμβάνονται στη διαθήκη του Μ. Τ., καθόσον μεταβιβάσθηκε η νομή τους στον ίδιο, από τον παππού του όσο αυτός ζούσε και συνεπώς δεν αποτελούν κληρονομιαία περιουσία του πατρός του, αλλά προσωπική του περιουσία, που εκφεύγει της κληρονομιάς. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου ούτε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης) αναφέρει κάτι σχετικό στην ένορκη κατάθεσή του, αλλά ούτε και οι μάρτυρες του σε προηγηθείσα δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων επί της, από 9-12-1996, με όμοιο αίτημα, αγωγής των εναγόντων (αριθμ. καταθ. 3/13-1-1998), η οποία απερρίφθη τελεσιδίκως, ως αόριστη, με τη με αριθμό 122/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πλην του στοιχείου ότι ο αγρός στη θέση, "…" είναι ανταλλάξιμος, όπως αναφέρει ο μάρτυρας του εναγόμενου στην ανωτέρω δίκη, Δ. Β., πού από μόνο του όμως δεν αναιρεί την κυριότητα του Ι. Τ., καθόσον δεν αποδεικνύεται και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο (δημόσιο έγγραφο). Περαιτέρω, ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του δεν αμφισβητεί ειδικότερα: α) τα περιμετρικά όρια των επίδικων ακινήτων, όπως αυτά διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο και β) το ότι το τμήμα των 900 τ.μ. από το με αριθμό 13 επίδικο ακίνητο περιήλθε στον Ι. Τ. από παραχώρηση του Ελληνικού Δημοσίου. Από αυτή τη μη ειδικότερη αμφισβήτηση των ανωτέρω συνάγεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ομολογία του εναγόμενου ως προς τα παραπάνω και ειδικότερα ως προς τα ακριβή όρια των επιδίκων ακινήτων και την ακριβή έκταση αυτών εντός των ορίων αυτών, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και αναφέρονται ανωτέρω (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος επίσης με τις προτάσεις του δεν αμφισβητεί ειδικότερα τα όρια και την έκταση των με αριθμούς 27 - 32 ακινήτων από τα επίδικα, ενώ συνομολογεί ότι τα αναφερόμενα στη διαθήκη του παππού του ακίνητα που κατέλειπε στο υιό του Ι. Τ., δικαιοπάροχο των διαδίκων, είναι κληρονομιαία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά το θάνατο του Ι. Τ., τα τρία τέκνα του, ο Θ. (εναγόμενος), ο Ε. και Ζ. (ενάγοντες) παρέλαβαν στη νομή τους τα κληρονομιαία ακίνητα και άρχισαν να τα καλλιεργούν υπό την εποπτεία και διαχείριση του μεγαλυτέρου αδελφού Θ., αποκερδαίνοντας, με την εκμετάλλευση τους, τα έξοδα διατροφής και συντήρησης τους. Το έτος 1961 η Ζ. αρχικά και στη συνέχεια το έτος 1963 ο Ε. μετανάστευσαν στην Αυστραλία και πριν από την αναχώρηση τους παραχώρησαν την νομή των κληρονομικών τους μεριδίων στον εναγόμενο αδελφό τους, Θ., ο οποίος, σε αντάλλαγμα, ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει τα έξοδα μετανάστευσης τους (εισιτήρια, ρουχισμό και διαμονή στην Αθήνα), τα οποία ανέρχονταν, για αμφότερους, στο υψηλό για την εποχή εκείνη ποσό των 30.000 δραχμών περίπου, όση και η αξία των κληρονομικών τους μεριδίων, την οποία ο μάρτυρας ανταπόδειξης προσδιορίζει στο ποσό των 500 δραχμών ανά στέμμα (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης). Ετσι, ήδη από τα έτη 1961 και 1963, ο εναγόμενος άρχισε να νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του εξ ολοκλήρου τα επίδικα, ασκώντας αποκλειστικά τη φυσική τους εξουσίαση και εκμετάλλευση με διάνοια κυρίου, με φροντίδα, επιτήρηση, καλλιέργεια, βελτίωση και εκχέρσωση, συνεχώς και χωρίς όλα αυτά τα χρόνια να ενοχληθεί από κανέναν και ιδιαίτερα από τα αδέλφια του, τους ενάγοντες, πού, μετά την αναχώρηση τους, εγκαταστάθηκαν πλέον μόνιμα στην Αυστραλία, χωρίς πρόθεση επιστροφής για εκ νέου εγκατάσταση τους στην πατρίδα. ΣΤΟ σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι ενάγοντες, μετά την αναχώρηση τους επισκέφθηκαν το Πολύδενδρο Γρεβενών, ο μεν Ε. το έτος 1996, η δε Ζ. το έτος 1998, ενώ κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης απουσίας τους δεν ενδιαφέρθηκαν για τα επίδικα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας, δεδομένου ότι δεν επιχειρήθηκε εκ μέρους τους καμία πράξη δηλωτική της θέλησης τους για φυσική εξουσίαση των κληρονομιαίων ακινήτων, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να εκδηλωθεί παρά τη μακρόχρονη απουσία τους στο εξωτερικό, αφού ούτε ο μάρτυρας απόδειξης καταθέτει κάτι σχετικά, ούτε οι ενάγοντες προσκομίζουν μετ` επικλήσεως κάποιο στοιχείο (λ.χ. επιστολή διαμαρτυρίας, όχληση, διεκδίκηση) δηλωτικό της ανωτέρω βουλήσεώς τους, δεδομένου ότι γνώριζαν ότι όλα τα χρόνια ο αδελφός τους καλλιεργούσε τα κληρονομιαία αποκλειστικά για τον εαυτό του. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται από τη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, ο οποίος επιβεβαιώνει τόσο την καταβολή μετρητών στους ενάγοντες από τον εναγόμενο για τα έξοδα μετάβασής τους στην Αυστραλία εντός της οικίας του (εναγομένου), όσο και το γεγονός ότι, κατά την αναχώρησή τους από την Ελλάδα, του παρέδωσαν, προκειμένου ν` ασκεί αποκλειστικά για τον εαυτό του, την νομή των μεριδίων τους επί των επιδίκων, γεγονότα πού επιβεβαιώνονται από τα διδάγματα της κοινής πείρας αλλά και τη λογική, αφού τα δύσκολα εκείνα χρόνια ήταν αδύνατο ένας νέος και αγρότης στο επάγγελμα, να καλύψει μόνος του τα παραπάνω τεράστια για την εποχή εκείνη έξοδα, οι δε ενάγοντες, κατά τους άνω χρόνους αναχώρησής τους στην Αυστραλία ήταν ηλικίας 18 ετών η δεύτερη και 23 ετών ο πρώτος, ο οποίος μάλιστα μόλις είχε αποπερατώσει την στρατιωτική του θητεία και ήταν φυσικό να μη διαθέτουν αμφότεροι τα για την μετανάστευσή τους απαιτούμενα χρηματικά ποσά. Εντελώς αντίθετη επί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών είναι η κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ο οποίος αναφέρει ότι δεν υπήρχε καμία συμφωνία για άτυπη μεταβίβαση των κληρονομιαίων μεριδίων των εναγόντων στον ενάγοντα και ότι τα έξοδα μετάβασής τους τα κάλυψαν οι θείοι τους (αδέλφια της μητέρας τους), γεγονός όμως πού δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Το δε προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες, από 18-11-1998, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έγγραφο του Υπουργείου Μετανάστευσης και Πολυμορφωτικών υποθέσεων της Αυστραλίας, σύμφωνα με το οποίο τα ναύλα για την άφιξη του Ε. Τ. στην Αυστραλία με το πλοίο "Ε." κατεβλήθησαν από την κυβέρνηση της Αυστραλίας, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εναγόμενος κατέβαλε στον αδελφό του χρήματα για τα έξοδα μετάβασης του στην αλλοδαπή, καθόσον ένα μέρος μόνο των εξόδων, που απαιτούνται για τη μετανάστευση ενός ατόμου, αποτελούν τα ναύλα του πλοίου, πέραν δε αυτών η διαδικασία αυτή απαιτεί και λοιπές δαπάνες (άφιξη και διαμονή στην Αθήνα μέχρι την αναχώρηση του πλοίου, άλλα γραφειοκρατικά έξοδα και έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων για την μετακίνηση, έξοδα στοιχειώδη για το πρώτο διάστημα της άφιξης στην αλλοδαπή κ.λ.π). Επίσης, αποδείχθηκε ότι από τα έτη 1961-1963 και έπειτα, ο Θ. Τ. ασκεί τη φυσική εξουσίαση των κληρονομιαίων ακινήτων διάνοια κυρίου, αφού όχι μόνο τα επιτηρεί, φροντίζει και καλλιεργεί, αλλά και επεξέτεινε και εκχέρσωσε αυτά, δαπανώντας προς τούτο διάφορα χρηματικά ποσά, δαπάνες τις οποίες, σύμφωνα με τη λογική, δεν θα επιχειρούσε εάν πίστευε ότι του ανήκαν αυτά μόνο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου. Εξάλλου, στα παραπάνω συνηγορεί και το γεγονός ότι την εποχή εκείνη η αναχώρηση προς μετανάστευση σε μια μακρινή ήπειρο, όπως η Αυστραλία, πραγματοποιούνταν χωρίς προοπτική επιστροφής των μεταναστών στην πατρίδα και με σκοπό μόνιμης εγκατάστασης στην αλλοδαπή. Επίσης, τα παραπάνω και ειδικότερα την οικονομική ενίσχυση των εναγόντων από τον εναγόμενο, προκειμένου να καλύψουν αυτοί τα στοιχειώδη έξοδα μετάβασης τους στην Αυστραλία, επιβεβαιώνει με την ένορκη βεβαίωση του ο Κ. Μ. (αριθμός ..…/21-3-2007), ο οποίος αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο εναγόμενος και η σύζυγος του, του μετέφεραν ότι τα χρήματα αυτά τα δανείσθηκε ο εναγόμενος από τρίτους και συγκεκριμένα τους: α) Κ. Ε. από την Τραπεζίτσα Κοζάνης, β) Κ. Γ. από το Πολύδενδρο (οι οποίοι του το επιβεβαίωσαν, όπως αναφέρει, προσωπικά), γ) Κ. Σ. από το Κάστρο Γρεβενών και δ) Β. Τ. από τα Γρεβενά. Τα παραπάνω ενισχύονται και από την υπ` αριθμ…./8-9-1998 ένορκη βεβαίωση του Δ. Κ. (γενν. 1924), κατοίκου Κοκκινιάς Γρεβενών ενώπιον της Συμβολαιογράφου Γρεβενών ............ , ο οποίος τυγχάνει γνώστης των επιδίκων και των διαδίκων, η οποία εκτιμάται, ως απλό έγγραφο, για τη συναγωγή τεκμηρίων, καθόσον έχει ληφθεί σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της παρούσας αγωγής για να χρησιμοποιηθεί στην ανωτέρω προηγηθείσα μεταξύ των διαδίκων δίκη. Σημειώνεται ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επιβεβαίωσε πλην των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και τα ονόματα των προαναφερθέντων προσώπων, από τα οποία ο εναγόμενος δανείσθηκε χρήματα για την κάλυψη των εξόδων μετάβασης των εναγόντων στην Αυστραλία, πού αναφέρει στην ένορκη βεβαίωση του ο Κ. Μ., καθώς και το γεγονός ότι ο ενάγων όταν ήρθε το έτος 1996 από την Αυστραλία ζήτησε από τον εναγόμενο μόνο ένα οικόπεδο (για οικοδόμηση), δηλώνοντας ότι δεν έχει καμία απαίτηση (εννοεί από τα κληρονομιαία). Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει και ενόρκως ο βεβαιών Κ. Μ., ο οποίος ήταν παρών σε σχετική συνάντηση του Ε. και του Θ. Τ. στην οικία του τελευταίου, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ε. Τ. δήλωσε στον εναγόμενο ότι δεν έχει αξίωση από την κληρονομία του πατρός των διαδίκων και ζήτησε ως χάρη να του παραχωρήσει ο εναγόμενος ένα χωράφι που βρίσκεται στην άκρη του χωριού Κοκκινιά, στη θέση "…", για ανοικοδόμηση όταν επιστρέψει από την Αυστραλία. Οι ενάγοντες επικαλούνται την, από 6- 8-1996, υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 του εναγόμενου προς τον αδελφό του, ενάγοντα, Ε. Τ., σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας, ο εναγόμενος φέρεται δηλών ότι ο ανωτέρω αδελφός του ως κληρονόμος του πατρός των διαδίκων δικαιούταν να λάβει στο μερίδιο του και το οικόπεδο στη η θέση "…" στην Κοκκινιά, εκτάσεως τριών (3) στρεμμάτων, περίπου. Η ανωτέρω δήλωση, μόνον για συναγωγή τεκμηρίου μπορεί να χρησιμεύσει και δεν συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου προς τον ενάγοντα Ε. Τ., αναφορικά με το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου στην κληρονομιά του πατρός των, καθόσον, δεν αναφέρεται σ` αυτήν ρητά σε τι συνίσταται το μερίδιο του Ε. Τ., ενώ το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο οικόπεδο, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δήλωση αυτή του εναγόμενου δόθηκε από αυτόν προς τον αδελφό του από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση (βλ. την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση) στην πατρώα γη και όχι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι παρόμοια δήλωση δεν έγινε από τον εναγόμενο και προς την δεύτερη ενάγουσα αδελφή του, προφανώς διότι δεν ετέθη από την τελευταία ζήτημα παραχωρήσεως και σ` αυτήν για τον ίδιο σκοπό, αντιστοίχου εδαφικού τμήματος από την πατρική περιουσία. Εξάλλου, αν η εν λόγω δήλωση είχε την έννοια της αναγνωρίσεως από τον εναγόμενο του εξ αδιαιρέτου κληρονομικού μεριδίου του πρώτου ενάγοντα, δεν υπήρχε λόγος να γίνεται σ` αυτήν ειδική μνεία του προαναφερθέντος αγρού - οικοπέδου στη θέση "…", αφού σε περίπτωση που τα κληρονομιαία ακίνητα είχαν παραχωρηθεί κατά χρήση στον εναγόμενο, βάσει συμβάσεως χρησιδανείου (όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες), όλα αυτά, μεταξύ των οποίων και ο εν λόγω αγρός θ` αποτελούσαν στο μέλλον αντικείμενο διανομής μεταξύ των διαδίκων, κατά τον λόγο της κληρονομικής μερίδος εκάστου. Μάλιστα ο χρόνος της δήλωσης (6-8-1996), σε σχέση με την επίσκεψη του Ε. Τ. στην οικία του εναγομένου, που ο ενόρκως βεβαιών Κ. Μ. τοποθετεί χρονικά τον Αύγουστο του 1996, ενισχύουν την κρίση ότι η δήλωση αυτή δόθηκε στα πλαίσια όχι της αναγνώρισης εξωδίκως των δικαιωμάτων του Ε. Τ. στην περιουσία του εναγομένου, αλλά από ηθική προαίρεση του τελευταίου, λόγω της συγγενικής τους σχέσης, ως αδελφού, πού ζει σε μακρινή χώρα της αλλοδαπής επί πολλά έτη και προκειμένου να λάβει, από χαριστική αιτία, το εν λόγω ακίνητο. Την σύνταξή της δε, προς εξασφάλιση της παραχωρήσεως σ` αυτόν και για τον συγκεκριμένο σκοπό, του προαναφερθέντος αγρού ζήτησε ο πρώτος των εναγόντων ακριβώς διότι γνώριζε ότι, λόγω της προηγηθείσης ατύπου μεταβιβάσεως του κληρονομικού του μεριδίου, ουδέν δικαίωμα είχε επί των κληρονομιαίων ακινήτων. Σε αντίθετη κρίση, ως προς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να οδηγήσουν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, ούτε και οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις (βλ. ανωτέρω), καθώς και οι λαμβανόμενες υπόψη, ως απλά έγγραφα, από 17-2-1999, ένορκες καταθέσεις, των Χ. και Ζ. Κ., θείων της Ζ. Τ. (δεύτερης ενάγουσας). Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες προς επίρρωση των ισχυρισμών τους ότι καταρτίσθηκε, κατά την αναχώρησή τους τα έτη 1963 και 1961 στην Αυστραλία σύμβαση χρησιδανείου με τον εναγόμενο αδελφό τους, προκειμένου αυτός να ποιείται απλώς χρήση των κληρονομικών μεριδίων τους επί των επιδίκων δεν προσκομίζουν κάποιο σχετικό, έστω και ιδιωτικό έγγραφο (λ.χ. επιστολή), από το οποίο να προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατείχε και νεμόταν όλα αυτά τα χρόνια τα κληρονομικά τους μερίδια για λογαριασμό τους, ενόψει και του διαλαμβανομένου στην αγωγή ισχυρισμού τους ότι ο εναγόμενος προέβη τα χρόνια πού ακολούθησαν την μετανάστευση τους σε ανταλλαγές ορισμένων εκ των κληρονομιαίων αγρών με αγρούς ομόρων ιδιοκτητών και γενικά τους ενημέρωνε για την φροντίδα και διαχείριση τους. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν παρακρατεί τα κληρονομικά μερίδια των εναγόντων επί των επιδίκων αντιποιούμενος, ως κληρονόμος, το κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομιάς του πατρός των διαδίκων Ι. Τ., αλλά ως αποκλειστικός κύριος των επιδίκων με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος αυτά συνεχώς και αδιαλείπτως κατά το ποσοστό αυτών 2/3 εξ αδιαιρέτου, από την μεταβίβαση της νομής σ` αυτόν ατύπως των κληρονομικών μεριδίων των εναγόντων (1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος) τα έτη 1961 και 1963, αντίστοιχα και για χρονικό διάστημα υπέρτερο της εικοσαετίας (άρθρο 1045 ΑΚ) μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής, ασκώντας επ` αυτών τις αρμόζουσες στον κύριο διακατοχικές πράξεις νομής, που προαναφέρθηκαν. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια βάση της, αφού αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν κατακρατεί ως κληρονόμος τα επίδικα, ως προς το εξ αδιαιρέτου ποσοστό των εναγόντων, αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα, όσο και ως προς τις επικουρικές της βάσεις (διεκδικητική με παράγωγο τρόπο και αναγνωριστική με πρωτότυπο τρόπο), αφού αποδείχθηκε από τα παραπάνω ως κατ` ουσίαν βάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε ο εναγόμενος, παρελκούσης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των, επικουρικά προβαλλομένων κατά της αγωγής ενστάσεων παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ` αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της μη αντιποιήσεως από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο του κληρονομικού δικαιώματος και ενάγοντα - αναιρεσείοντα επί της συννομής κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων ακινήτων, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμους του αποβιώσαντος στις 15-7-1946 πατέρα τους και ότι η συννομή αυτή αποκτήθηκε το 1963 από τον εναγόμενο λόγω παραδόσεώς της από τον ενάγοντα και σε αντάλλαγμα της καλύψεώς των δαπανών μεταναστεύσεως στην Αυστραλία του δεύτερου από τον πρώτο, ο οποίος απέκτησε την συγκυριότητα του εν λόγω εξ αδιαιρέτου ποσοστού με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμήθηκε με διάνοια συγκυρίου για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1871, 1710, 983, 980, 981, 982, 1113 και 1045 ΑΚ. Ενόψει τούτων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πρώτος, τρίτος (κατά το 2ο μέρος του) και τέταρτος (κατά το 2ο μέρος του) από τους λόγους της αναιρέσεως. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου, κατά τις οποίες από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό πόρισμα από το εξαχθέν ως προς το ζήτημα της παραδόσεως της νομής των επιδίκων, της κάλυψης των εξόδων της μεταναστεύσεως στην Αυστραλία και της εξασφαλίσεως, από δανεισμό, του αναιρεσίβλητου των χρημάτων αυτών, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη η αιτίαση του τρίτου λόγου κατά την οποία η παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι το συμπέρασμα που προκύπτει από την από 6.8.1996 υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1996 είναι ότι η δήλωση αυτή του εναγομένου προς τον ενάγοντα αδελφό του δόθηκε "από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση στην πατρώα γη και ότι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων" αντιφάσκει με την εν συνεχεία παραδοχή ότι "υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το γεγονός ότι παρόμοια δήλωση δεν έγινε από τον εναγόμενο προς την αδελφή του, προφανώς γιατί δεν ετέθη από την τελευταία ζήτημα παραχρήσεως και σ` αυτήν αντίστοιχου εδαφικού τμήματος από την πατρική περιουσία", είναι επίσης απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν στην κατάλυση του ασκηθέντος με την περί κλήρου αγωγή δικαιώματος, ήτοι σε ζήτημα του οποίου η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, αλλά σε συμπέρασμα και επιχειρήματα του δικαστηρίου που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων και συνακόλουθα δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο. Επίσης απαράδεκτη είναι η αιτίαση του τέταρτου λόγου κατά την οποία η προσβαλλομένη αιτιολογεί ανεπαρκώς ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση χρησιδανείου, καθόσον αφορά σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον μόνο τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω η αιτίαση του ίδιου τέταρτου λόγου (1ο μέρος) κατά την οποία το Εφετείο παραβίασε ευθέως την περί χρησιδανείου διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ, καθόσον απαίτησε για την κατάρτιση της οικείας συμβάσεως έγγραφο τύπο, ήτοι απαίτησε στοιχεία περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, είναι απαράδεκτη γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν έγινε δεκτό ότι η κατάρτιση του χρησιδανείου απαιτεί τύπο, αλλά ότι η κατάρτιση της επικαλουμένης αυτής άτυπης συμβάσεως δεν αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο, όπως θα μπορούσε να είναι πχ μία επιστολή. Ακόμη η αιτίαση που περιέχεται στο ίδιο μέρος του ίδιου λόγου (4ος λόγος - 1ο μέρος) κατά την οποία το δικαστήριο άφησε αδίκαστη την αίτηση του αναιρεσείοντα ότι "για τη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων, εφόσον αυτή έλαβε χώρα, θα έπρεπε να τηρηθεί έγγραφος τύπος, ώστε να διασφαλισθεί ο αγοραστής-εναγόμενος για το ποσό που αντί για τίμημα κατέβαλε στον ενάγοντα για τα έξοδα μεταναστεύσεως του τελευταίου στον Αυστραλία, όταν μάλιστα ο εναγόμενος το ποσό αυτό το είχε δανειστεί από τρίτους" είναι απαράδεκτη, γιατί δεν αφορά σε "αίτηση", αλλά σε επιχείρημα του αναιρεσείοντα και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., κατά την οποία (διάταξη) ως "αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 25/2003).

Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας, να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, χωρίς να το εξαίρει, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αναιρετική πλημμέλεια και ειδικότερα ότι, το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 6.8.1996 υπεύθυνης δήλωσης του Ν.1599/1986 του εναγομένου (αναιρεσίβλητου) προς τον ενάγοντα (αναιρεσείοντα) στην οποία αναφέρεται ότι "ο αδελφός μου Ε. Τ. ως κληρονόμος του πατέρα μας Ι. Τ. δικαιούται στο μερίδιό του και ανάλογο οικόπεδο και σαν τέτοιο συμφωνείται να πάρει χωριστά το πατρικό μας οικόπεδο στη θέση "…" στην Κοκκινιά, εκτάσεως τριών περίπου στρεμμάτων", με το να δεχθεί ότι "η ανωτέρω δήλωση μόνο για συναγωγή τεκμηρίου μπορεί να χρησιμεύσει και δεν συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου προς τον Ε. Τ. αναφορικά με το κληρονομικό δικαίωμα του τελευταίου στην κληρονομιά του πατρός τους, καθόσον δεν αναφέρεται σ` αυτήν ρητά σε τι συνίσταται το μερίδιο του Ε. Τ., ενώ το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο οικόπεδο, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δήλωση αυτή του εναγομένου δόθηκε από αυτόν προς τον αδελφό του από ελευθεριότητα και με πρόθεση να παραχωρήσει στον αδελφό του εδαφικό τμήμα για ανοικοδόμηση στην πατρώα γη και όχι με πρόθεση απεμπόλησης των δικαιωμάτων του επί των επιδίκων ακινήτων ...". Ο λόγος αυτός είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντα εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που αυτός (αναιρεσείων) θεωρεί ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της αποφάσεως, αλλά και από την παραδεκτή επισκόπηση του όλου περιεχομένου της (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το αποδεικτικό πόρισμα ως προς το ζήτημα της άτυπης παραδόσεως της νομής των επιδίκων στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά απλώς το δικάσαν Εφετείο, το συνεκτίμησε, χωρίς να το εξαίρει, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα τις μαρτυρικές καταθέσεις στο ακροατήριο και τις επικαλούμενες ένορκες βεβαιώσεις. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή ως διδάγματα κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται, επαγωγικά, από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα (Ολ. ΑΠ 8/2005) και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρισίμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Ομως η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ` αυτούς. Επομένως ο λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει, διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ` αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Ο λόγος πάντως αυτός δεν ιδρύεται, όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευσαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών και τη συναγωγή πραγματικών επιχειρημάτων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων εκφεύγουσα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. του ακυρωτικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο μέρος του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο εφόσον δέχθηκε ότι η αναφερομένη, στην από 6-8-1996 υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, "παραχώρηση ακινήτου προερχόταν αποκλειστικά την περιουσία του αναιρεσιβλήτου" τα διδάγματα της κοινής πείρας επέβαλαν να δεχθεί ότι θα έπρεπε "να υπάρχει και αντίστοιχη παραίτηση του αναιρεσείοντα από τα δικαιώματά του στα λοιπά κληρονομιαία στοιχεία, πράγμα το οποίο ούτε έγινε, αλλά ούτε και ζητήθηκε από τον αναιρεσίβλητο". Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, γιατί τα ως άνω διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ` αυτούς αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορούν σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες (ελλείψεις) δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο. Περαιτέρω με το πρώτο μέρος του τέταρτου λόγου και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 1 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι κατά παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας που επιβάλλουν την μη τήρηση εγγράφου τύπου για τη σύμβαση χρησιδανείου, όταν αυτή καταρτίζεται μεταξύ προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενή συγγενική σχέση, δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων, που είναι αδέλφια, για την τυχόν μεταξύ τους κατάρτιση τέτοιας συμβάσεως θα έπρεπε να τηρηθεί έγγραφος τύπος, όταν τα ίδια διδάγματα δεν απαιτούν την τήρηση τύπου, ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ούτε για τη μεταβίβαση ακινήτων. Ο λόγος αυτός προεχόντως είναι απαράδεκτος γιατί όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω για τον 4ο λόγο (1ο μέρος) στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι υφίσταται τέτοια παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει αλλά και γιατί αφορά σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22-2-2012 αίτηση του Ε. Τ. του Ι. κατά του Θ. Τ. του Ι., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 40/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: