Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει...388/2014 ΑΠ


Ένδικα μέσα. Αναψηλάφηση της δίκης λόγω ψευδορκίας. Η αναγνώριση του ψεύδους, είτε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, είτε με αναγνωριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να...42/2014 ΑΠ

388/2014 ΑΠ ( 639778) 
Διεκδικητική αγωγή επί ακινήτου. Εφόσον αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας με κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ’ αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και...
περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, ενώ αν η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ` αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη. Νομική και ποιοτική ή ποσοτική αοριστία της αγωγής. Έννοιες. Αποκατάσταση αστών προσφύγων. Μετά τη παρέλευση έτους από την πληρωμή ολοκλήρου του τιμήματος του ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας ασχέτως της εκδόσεως παραχωρητηρίου και της μεταγραφής αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε προ της 11-11-1944 λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ότι εξοφλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή. Επομένως, μετά παρέλευση έτους από την κατά τα άνω πλασματική εξόφληση του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1915 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου. Απόρριψη αναίρεσης κατά της υπ` αριθμ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.


  
Αριθμός 388/2014 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) α) Θ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., β) Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ... γ) Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., δ) Ν. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ε) Κ. Σ. του Δ., κατοίκου ... ως μόνων νομίμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού ενάγοντος Δ. Σ. του Θ., 2) Θ. Σ. του Β., κατοίκου ..., 3) Ε. συζ. Χ. Π., το γένος Β. Σ., κατοίκου ... 4) Γ. Σ. του Π., κατοίκου ..., 5) Δ. Σ. του Π., κατοίκου ... και 6) Μ. Σ. του Κ., κατοίκου ... ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος την 17-2-2006 αρχικού ενάγοντος Κ. Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Γεωργίου.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Β. του Γ. και 2) Σ. συζ. Ν. Β., το γένος Σ. Χ., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-2003 αγωγή των ήδη 2ου, 3ης, 4ου και 5ου των αναιρεσειόντων και των ήδη αποβιωσάντων Δ. και Κ. Σ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την από 15-1-2005 προσεπίκληση των ήδη αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4130/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 551/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-1-2011 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 8-2-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Κ.υ Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από 2-11-2012 κλήση των αναιρεσειόντων φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 5-1-2011 αίτησή τους για αναίρεση της υπ` αρ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μετά τη ματαίωση αυτής (συζήτησης) κατά τη δικάσιμο της 22-2-2012. Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους αναιρεσείοντες υπ` αρ. ... και .../28-2-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. και τις υπ` αρ. … και …/5- 6-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … με τις συνημμένες στις δύο τελευταίες: 1) απόδειξη παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε από το Α.Τ. Αμπελοκήπων Αθηνών και 2) βεβαίωση κατάθεσης συστημένου γράμματος στα ΕΛΤΑ (κατάστημα Ομονοίας Αθηνών, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής κατά την αρχική ορισθείσα δικάσιμο της 22-2-2012 ως και της κλήσης με την οποία ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος για συζήτηση αυτής, λόγω της ματαίωσης της κατά την αρχική ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκαν με επιμέλεια των αναιρεσειόντων νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δύο αναιρεσιβλήτους. Οι τελευταίοι όμως δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 6-11-2013 κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατέθεσαν δήλωση μη παράστασής τους σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (άρθρο 573 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως το δικαστήριο αυτό πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων που έχουν νόμιμα κλητευθεί (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

2. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ.1 περ. α`, β` ΚΠολΔ και 1094 ΑΚ συνάγεται, ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής αγωγής είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του διεκδικούμενου ακινήτου και η νομή ή κατοχή του πράγματος από τον εναγόμενο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1712, 1721, 1724, 1813, 1846, 1193, 1195, 1198 1199 ΑΚ, προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομιά με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αρκεί η επί εικοσαετία νομή του πράγματος, δηλαδή η με διάνοια κυρίου φυσική εξουσίαση αυτού (άρθρο 974 ΑΚ). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αν η διεκδικητική αγωγή που αφορά ακίνητο, στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ` αυτή τα απαιτούμενα για κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομιά και περαιτέρω ότι έχει προβεί σε μεταγραφή αυτής, αν δε η αγωγή στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου και ειδικότερα σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει σ` αυτή και τις υλικές πράξεις νομής πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το έχει σαν δικό του, αλλιώς απορρίπτεται η αγωγή ως αόριστη) Η συμπλήρωση της αγωγής αυτής ως προς τις πράξεις νομής με τις προτάσεις δεν είναι παραδεκτή. Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (αρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα εκείνων που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σε αυτή και ασκούντα ουσιώδη επιρροή στην κρίση περί του νόμω βάσιμου της ή αντιθέτως έκρινε αόριστη την αγωγή επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, καίτοι διαλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 10-4-2003 αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι απέκτησαν τη συγκυριότητα του περιγραφομένου ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας που διέπεται από τις διατάξεις του ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ), κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων (Θ. Σ. και Ε. Π.), όπως ρητά αναφέρεται σ` αυτή (αγωγή), δεν έχουν αποδεχθεί, (όπως συνέβη με τους άλλους ενάγοντες), την κληρονομιά των φερομένων ως δικαιοπαρόχων τους Β. Σ. και Ι. Σ. με δημόσιο έγγραφο, ούτε έχει εκδοθεί επ` ονόματι τους σχετικό κληρονομητήριο. Ότι όλοι οι ενάγοντες και οι λοιποί συγκληρονόμοι (που δεν είναι διάδικοι) νέμονταν από κοινού το επίδικο ακίνητο "αδιατάρακτα και ανενόχλητα με διάνοια κυρίου και έγιναν αδιαμφισβήτητοι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοί της κατά αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας με αδιάκοπη σειρά νόμιμων τίτλων" και ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι από το έτος 2001 κατέχουν το επίδικο ακίνητο. Γι` αυτό ζήτησαν να αναγνωριστούν συγκύριοι αυτού και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους το αποδώσουν. Η αγωγή, σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα, ως προς τους ανωτέρω ενάγοντες Θ. Σ. και Ε. Π., που συνομολογούν ότι δεν έχουν προβεί σε νομότυπη δήλωση αποδοχής κληρονομιάς των δικαιοπαρόχων τους και μεταγραφή αυτής είναι, ως προς τον επικαλούμενο παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας μη νόμιμη, αφού δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή χωρίς νομότυπη δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και μεταγραφή. Περαιτέρω, η αγωγή ως προς όλους τους ενάγοντες, αναφορικά με την βάση της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας του επίδικου ακινήτου και ειδικότερα στην έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν γίνεται στο δικόγραφο της αναφορά υλικών πράξεων νομής (εκ μέρους των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους) πάνω στο επίδικο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση τους να το έχουν σαν δικό τους. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως πάσχουσα από νομική αοριστία, ως προς τους ανωτέρω δύο ενάγοντες και ήδη πρώτο και τρίτη από τους αναιρεσείοντες, αντίστοιχα, λόγω μη αναφοράς νόμιμου τίτλου κτήσης του επικαλούμενου δικαιώματος τους, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αφού για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική επάρκεια της ένδικης αγωγής, δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούν οι προδιαληφθείσες (σχετικές με την κληρονομική διαδοχή) διατάξεις.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, ο οποίος αληθώς αποδίδει πλημμέλεια μόνο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τους αριθ. 8 και 14 του ιδίου άρθρου, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο), είναι αβάσιμος. Επίσης, αβάσιμος είναι ο ως άνω λόγος αναίρεσης και ως προς την αποδιδομένη πλημμέλεια από τον αριθ.9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Εφετείο δεν άφησε αδίκαστη αίτηση και συγκεκριμένα βάση της αγωγής για κτήση του επίδικου ακινήτου (εκ μέρους των εναγόντων αυτών) με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού από την επισκόπηση του περιεχομένου του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι δεν περιείχετο βάση τακτικής χρησικτησίας, ενώ εκείνη της έκτακτης χρησικτησίας ήταν αόριστη, καθώς παρακάτω ειδικότερα εκτίθεται. Περαιτέρω, το Εφετείο με το να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως αόριστη ως προς τη βάση της περί κτήσης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, λόγω μη αναφοράς των πράξεων νομής, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο. Επομένως, είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, ο οποίος αληθώς αποδίδει πλημμέλεια μόνο από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τους αριθ. 1 και 8 του ιδίου άρθρου, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο).

3. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 2, 4, 10, 12, 16, 20 και 70 του από 15/28-7-1939 β.δ. "περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας", που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η παραχώρηση του επιδίκου ακινήτου στην δικαιοπάροχο των διαδίκων (1932), συνάγεται ότι, μετά παρέλευση έτους από την πληρωμή ολοκλήρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας ασχέτως της εκδόσεως παραχωρητηρίου και της μεταγραφής αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε προ της 11-11-1944 λογίζεται κατά πλάσμα του νόμου ότι εξοφλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 του ν. 18/1944 και 1§ 3 του α. ν. 1073/1946. Επομένως, μετά παρέλευση έτους από της κατά τα άνω πλασματικής εξόφλησης του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1915 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (ν. ΒΧΗ/1912, ν. δ. 12.4/16.5.1926 ΑΜ. 1534/1938), παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου (ΑΠ 2010/2009, ΑΠ 1137/2009). Οπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία), αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα οι υλικές και εμφανείς πάνω σ` αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ν. 30 Κ (512) Βασ. 117 (19,2) ν.μον. παρ. 13 Κ (5,13) ν. 13 παρ. 3 Π (23,5) Νεαρ. Λέοντος 20 υπ` 22 και Νεαρ. Ιουστιν. 91 κεφ. Α) και οι οποίες κατά το άρθρο 78 Εισ.Ν.ΑΚ. εφαρμόζονται σε προίκες που είχαν συσταθεί προ της ισχύος του ΑΚ, κύριος προικώου αδιατίμητου ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου είναι ο προικολήπτης σύζυγος, μετά δε το θάνατο αυτού η κυριότητα περιέρχεται αυτοδικαίως στην επιζώσα σύζυγο, χάριν της οποίας η προίκα είχε συσταθεί. Αν ο προικοδότης δεν είναι κύριος ή το προικοσυμβόλαιο έχει κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα που αποκλείει την κτήση της κυριότητας, ο προικολήπτης δεν καθίσταται κύριος(ΑΠ 970/2007). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στην διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Δεν ιδρύεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση αυτών και στην αιτιολόγηση της εξαγωγής από αυτές του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι και τα αναγκαία, κατά νόμο, περιστατικά, προς στήριξη της αγωγής ή κάποιας νόμιμης ένστασης. (Ολ.ΑΠ 28/1997 και ΑΠ 48/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία ισογείου ορόφου) στη διασταύρωση των οδών …και …, εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων, παραχωρήθηκε για προσφυγική αποκατάσταση στη Σ. Σ. προσωρινώς από το έτος 1932, με την 21300/1932 απόφαση του τότε Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας και οριστικώς κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή δυνάμει, του νομίμως μεταγραφέντος, 4348/1947 οριστικού παραχωρητηρίου του ίδιου Υπουργείου. Η ως άνω κυρία του επιδίκου, ήδη από το έτος 1935 οπότε η κόρη της Κ. τέλεσε γάμο με τον αξιωματικό Κ. Μ. τους εγκατέστησε σ` αυτό, το δε έτος 1939, με το .../1939 προικοσυμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ......................... συνέστησε υπέρ αυτών επιτρεπώς κατά το άρθρο 12 παρ. 3 του από 28.7.1938 ΒΔ/τος, "περί κωδικοποιήσεως της περί αυτών προσφύγων νομοθεσίας" αδιατίμητη προίκα υπέρ αυτών παρακρατώντας δικαίωμα οικήσεως σε τμήμα του ακινήτου το οποίο και άσκησε μέχρι το έτος 1957 οπότε απεβίωσε. Από την ως άνω σύσταση της προίκας ο Κ. Μ. υπό την ιδιότητα του προικολήπτη ασκούσε συνεχώς επί του επιδίκου πράξεις νομής διάνοια κυρίου, με καλή πίστη, και μετά το θάνατο της συζύγου του Κ. το έτος 1960, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της από κοινού με την συγκληρονόμο κόρη τους Μ., και οι δύο αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την .../1969 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών ...................... , που μεταγράφηκε νομίμως. Ειδικότερα, ο Κ. Μ. πέραν του ότι κατοικούσε στο επίδικο με την οικογένεια του και αποπλήρωσε, σε εκτέλεση υποχρέωσης που είχε αναλάβει με το προικοσύμφωνο, με δικά του χρήματα το τίμημα της παραχώρησης των δραχμών 29.000 και εκπλήρωνε τακτικώς τις υποχρεώσεις για δημοτικά τέλη κλπ., ενήργησε κατά καιρούς επισκευές και προσθήκες επίσης με δικά του χρήματα, μετέτρεψε το ένα δωμάτιο της οικίας σε κατάστημα, όταν δε υπηρετούσε στην επαρχία εκμίσθωνε προς τούτους το κατάστημα και το διαμέρισμα και εισέπραττε μόνος τα μισθώματα.

Συνεπώς, ήδη κατά το 1966 είχε συμπληρωθεί στο πρόσωπο των Κ. Μ. και Μ. Μ. κατά προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, εικοσαετής, από την εισαγωγή του αστικού κώδικα, νομή διάνοια κυρίων χωρίς το δικαίωμα τους να αμφισβητηθεί απ` οποιονδήποτε εκτός της περιπτώσεως της αγωγής νια την οποία γίνεται κατωτέρω λόγος και ως εκ τούτου έκτοτε κατέστησαν συγκύριοι του με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι το ως άνω προικοσυμβόλαιο δεν είχε μεταγραφεί. Σημειωτέον ότι η κυριότητα τους κρίθηκε με την 4204/1974 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία επικύρωσε η 1945/1975 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, σε δίκη επί αγωγής διανομής του επιδίκου ως επικοίνου, την οποία άσκησε και κατ` αυτών ο εκ των εναγόντων Δ. Π. Σ. Ειδικότερα, η αγωγή απορρίφθηκε τελεσιδίκως, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι οι Κ. Μ. και Μ. Μ. ήταν κύριοι του ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (1970). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Κ. Μ., που απεβίωσε το έτος 1996, με την .../1991 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Λάρισας ....................... , που δημοσιεύθηκε νομίμως, εγκατέστησε κληρονόμο επί του μεριδίου του στο επίδικο την κόρη του Μ.. Η τελευταία αποδέχθηκε την κληρονομιά του με τη νομίμως μεταγραφείσα .../1997 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών .................... και, συνεπώς, από το χρόνο του θανάτου του Κ. Μ. κατέστη αποκλειστική κυρία όλου του ακινήτου. 

Κατ` ακολουθίαν, οι εναγόμενοι (μισθωτές του ακινήτου από το έτος 1986) προς τους οποίους η ανωτέρω Μ. ήδη συζ. Ν. το πώλησε με το .../2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ................. , που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησαν από κυρία και για νόμιμη αιτία και ως εκ τούτου κατέστησαν συγκύριοι του ακινήτου. Τα διατυπωθέντα με την έφεση παράπονα περί νομικού σφάλματος της εκκαλουμένης, διότι δέχθηκε την ένσταση ιδίας κυριότητας των εναγομένων, παρόλο που δεν επικαλούνται ότι οι δικαιοπάροχοι τους, συγκληρονόμοι με τους ενάγοντες του επιδίκου με απώτατη κοινή δικαιοπάροχο τη Σ. Σ., και επομένως συγκύριοι (δεδομένου ότι κατά το θάνατο της δεν είχε συμπληρωθεί από κανένα χρόνος χρησικτησίας) δεν κατέστησαν γνωστό ότι νέμονται το όλο και όχι μόνο το μερίδιο που κληρονόμησαν διάνοια κυρίου είναι απορριπτέα. Τέτοια επίκληση δεν ήταν αναγκαία εφόσον κατά τα εκτιθέμενα (και αποδειχθέντα άλλωστε, κατά τα προαναφερόμενα) οι Κ. Μ. και Κ. Μ. νέμονταν ιδίω και όχι κληρονομικά) δικαιώματι εγκαταστάθηκαν στη νομή προ του θανάτου της Σ. Σ. ήσαν νομείς και κατά το χρόνο του θανάτου και ως εκ τούτου η νομή την άσκηση της οποίας συνέχισαν δεν περιλαμβανόταν στην κληρονομιά της. Σημειωτέον ότι η σχετική διεκδικητική αγωγή που ήταν αντικείμενο της κληρονομιάς έχει οπωσδήποτε υποκύψει σε παραγραφή. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ` ουσίαν αβάσιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή, αναφορικά με τους υπόλοιπους ενάγοντες, πλην των δευτέρου και τρίτης από αυτούς, (ως προς τους οποίους η αγωγή απερρίφθη ως μη νόμιμη), κατ` αποδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρότειναν οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Κρίνοντας το Εφετείο, ότι οι Κ. και Μ. Μ. έγιναν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με το συνυπολογισμό και της νομής της δικαιοπαρόχου τους Κ. Μ. (συζύγου του πρώτου και μητέρας της δεύτερης), δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 1045, 974 και 1051 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό τους, ούτε εκείνες των άρθρων 17 του β.δ 330/1960 και 2 του α.ν 1539/1938, που δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, ούτε καμία από τις άλλες διατάξεις που επιπλέον αναφέρουν οι αναιρεσείοντες με τους σχετικούς λόγους αναίρεσης που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω. Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος κατά το πρώτο μέρος του, έβδομος και όγδοος, κατά πρώτο και το τρίτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται τ` αντίθετα είναι αβάσιμοι. Ας σημειωθεί ότι η αιτίαση που διατυπώνεται με τον ως άνω τέταρτο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί νομή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Μ. Μ. (μετά το θάνατο της μητέρας της) στο επίδικο ακίνητο και κατά το χρόνο που αυτή ήταν ανήλικη, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 127 ΑΚ, είναι προεχόντως απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο, ούτε εξάλλου προκύπτει από την από 27-2-2007 έφεση τους, ότι προέβαλαν σχετικό ισχυρισμό στο δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, που προβάλλεται με τους ανωτέρω τρίτο και έβδομο λόγους αναίρεσης, ότι δεν έχει συμπληρωθεί ο χρόνος έκτακτης χρησικτησίας (στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων), αφού από την κατά την κατά το έτος 1947 μεταγραφή του οριστικού παραχωρητηρίου και την εξόφληση του τιμήματος, οπότε και ήταν, κατ` αυτούς, δυνατή η έναρξη χρησικτησίας, και μέχρι το 1966, (που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι είχαν τη νομή οι ανωτέρω), δεν παρήλθε εικοσαετία, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, μετά την παρέλευση έτους από την πλασματική αποπληρωμή του τιμήματος, δηλαδή μετά την 11-11-1945, το επίδικο ακίνητο (που είχε παραχωρηθεί πριν την 11-11-1944) ήταν δεκτικό χρησικτησίας και κατά συνέπεια, (σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης), από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2- 1946) και μέχρι και το 1966 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας.

Περαιτέρω, έτσι, όπως παραπάνω, έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των Κ. Μ. και Μ. Μ. με έκτακτη χρησικτησία, αφού εξέθεσε σ` αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήσαν αναγκαία για την απόκτηση εκ μέρους αυτών της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο με τον εν λόγω πρωτότυπο τρόπο και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων του ΑΚ, τις οποίες και εφάρμοσε. Δεν απαιτείτο δε για την νομική πληρότητα της απόφασης η αναφορά του ποσοστού κατά το οποίο νέμονταν το επίδικο ακίνητο καθένας από τους Κ. και Μ. Μ., δεδομένου ότι η τελευταία, κατά τα αναφερόμενα σ` αυτή (απόφαση) κατέστη συννομέας του επιδίκου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας κατά το 1960 μητέρας της Κ. Μ., ήτοι κατά το ανήκον σ` αυτή (από το νόμο) ποσοστό εξ αδιαιρέτου, ούτε ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων νομής (εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων) μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Ενώ δεν υπάρχει ασάφεια (της προσβαλλόμενης απόφασης) εκ του ότι δεν προσδιορίζεται σε ποιον από τους δικαιοπαρόχους των Κ. Μ. και Μ. Μ. αναφέρεται ο ανωτέρω συνυπολογισμός της νομής, αφού είναι προφανές ότι αυτός (συνυπολογισμός) αναφέρεται στη νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου τους, ήτοι της Κ. Μ., η οποία, όπως προκύπτει από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της αναιρεσιβαλλόμενης νεμόταν το επίδικο ακίνητο (από την εισαγωγή του Α Κ και μέχρι το θάνατό της) αυτοπροσώπως και δια του συζύγου της, ο οποίος, σημειωτέον, δεν είχε καταστεί κύριος του αδιατίμητου προικώου λόγω μη μεταγραφής του προικοσυμβολαίου. Επομένως, οι τέταρτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και όγδοος, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Κατά το μέρος, εξάλλου, που με τους λόγους αυτούς οι αναιρεσείοντες πλήττουν την εκτίμηση της ουσίας των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο και ειδικότερα την αξιολόγηση, ανάλυση και στάθμιση των επιμέρους αποδεικτικών μέσων, οι ίδιοι λόγοι είναι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

4. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 λόγος αναίρεσης συντρέχει όταν υπάρχει παράβαση (ευθεία και εκ πλαγίου) ουσιαστικού κανόνος δικαίου εφόσον ο κανόνας αυτός απετέλεσε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η προϋπόθεση αυτή δεν συντρέχει όταν ο φερόμενος ως παραβιασθείς κανόνας ιστορικώς μόνο αναφέρεται στην απόφαση και μάλιστα σε αιτιολογίες πλεοναστικές που δεν στηρίζουν το διατακτικό της. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, από τους αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, ψέγουν το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι "η σχετική διεκδικητική αγωγή που ήταν αντικείμενο της κληρονομιάς έχει οπωσδήποτε υποκύψει σε παραγραφή", χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό του χρονικού σημείου έναρξης και συμπλήρωσης αυτής (παραγραφής), παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 249, 251, 1094,1095, 981 εδ. α` και 974 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η ως άνω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που εκ περισσού εκφέρθηκε δεν στηρίζει το διατακτικό της.

5. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980, 981, 982, 983, 984, 994 1113, 1884 ΑΚ, συνάγεται ότι ο συγκληρονόμος, ως συγκοινωνός, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό κληρονομιαίο πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών κληρονόμων, στους οποίους αυτοδικαίως και χωρίς να ενεργήσουν υλικές πράξεις σε αυτό, περιέρχεται η σύννομη του, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, που είχε τη νομή του. Δεν μπορεί δε ο συγκληρονόμος να αντιτάξει κατά των λοιπών κληρονόμων κτητική παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστό σ` αυτούς ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό κληρονομιαίο πράγμα αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος και από τη γνωστοποίηση αυτή παρέλθει η απαιτούμενη για τη χρησικτησία εικοσαετία. Η ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη της κοινωνίας κατά τον χρόνο έναρξης της αποκλειστικής νομής από μέρους εκείνου που προβάλλει την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, και, επομένως, δεν έχει εφαρμογή όταν κατά την ίδρυση της κοινωνίας, έχει ήδη αρχίσει και εξακολουθεί υφισταμένη η νομή χρησικτησίας, αφού ο αρχικός νομέας έχει ήδη απολέσει την νομή, ενώ ως προς τον χρησιδεσπόζοντα η ίδρυση της κοινωνίας στο δικαίωμα της κυριότητος δεν επιφέρει αυτοδικαίως απώλεια της νομής. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προαναφέρθηκε, έγινε δεκτό ότι οι Κ. Μ. και Κ. Μ. εγκαταστάθηκαν στη νομή του επίδικου ακινήτου πριν από το θάνατο της Σ. Σ. (1957) και νέμονταν αυτό και κατά το χρόνο θανάτου της, ιδίω και όχι κληρονομικώ δικαιώματι, και κατά συνέπεια δεν απαιτείτο οι χρησιδεσπόζοντες να γνωστοποιήσουν στους συγκληρονόμους της Σ. Σ., μεταξύ των οποίων και οι αναιρεσείοντες, (προκειμένου να αντιτάξουν κατ αυτών κτητική παραγραφή) την πρόθεση τους να νέμονται το επίδικο αποκλειστικά για δικό τους λογαριασμό, αφού δεν υπήρχε νόμιμη σχέση κοινωνίας μεταξύ τους. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης, κατά το έβδομο μέρος του, από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση της (ευθείας και εκ πλαγίου) παραβίασης των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων είναι αβάσιμος.

6. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 953, 954,1002 και 1117 ΑΚ, 1 και 14 του ν. 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1 και 2 του ν.δ. 1024/1971 "περί διηρημένης ιδιοκτησίας επί οικοδομημάτων ανεγειρόμενων επί ενιαίου οικοπέδου" προκύπτει, ότι, εκτός από τις περιπτώσεις σύστασης οροφοκτησίας με βάση τη διάταξη του άρθρου 480 Α` ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 11.του ν.1562/1985 ή τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 του τελευταίου νόμου, χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου ή των συγκυρίων του όλου ακινήτου, δηλαδή, είτε με σύμβαση του κυρίου και του αποκτώντος, είτε με σύμβαση μεταξύ των συγκυρίων του όλου ακινήτου, είτε με διάταξη τελευταίας δήλωσης, όχι όμως και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, η οποία, ας σημειωθεί, είναι δυνατή μόνο επί συνεστημένης ήδη χωριστής κυριότητας ορόφου ή διαμερίσματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση και αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή (σελ.2), η επίδικη οικία, με το εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του οικοπέδου της, αποτελεί αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία, η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1029 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, και κατά συνέπεια ήταν επιτρεπτή η απόκτηση της με χρησικτησία. Επομένως, ο όγδοος λόγος αναίρεσης, κατά το όγδοο μέρος του, από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων απέκτησαν την κυριότητα της επίδικης οικίας με έκτακτη χρησικτησία, παραβίασαν τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, είναι αβάσιμος.

7. Επειδή, οι αναιρεσείοντες με τον έκτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγουν το Εφετείο, διότι, με το να δεχθεί ότι συστάθηκε νομίμως υπέρ του προικολήπτη Κ. Μ. αδιατίμητη προίκα καθώς και δικαίωμα οίκησης υπέρ της προικοδότριας (Σ. Σ.), χωρίς μεταγραφή του προικοσυμβολαίου, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 3 του από 28-7-1938 β.δ, 1183, 1187, 1143 και 1033 ΑΚ. Επίσης οι αναιρεσείοντες, με τον όγδοο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενοι την ίδια ως άνω αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 1, καθώς και εκείνη του αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφονται το Εφετείο, α) με το δεύτερο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι ο Κ. Μ. υπό την ιδιότητα του προικολήπτη ασκούσε επί του επιδίκου ακινήτου πράξεις νομής με καλή πίστη, χωρίς το προικοσυμβόλαιο να μεταγραφεί, παραβίασε, (ευθέως και εκ πλαγίου), τις ουσιαστικού διατάξεις των άρθρων 1041 και 1045 ΑΚ, β) με το τέταρτο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι ο Κ. Μ. έγινε συγκύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ, δεδομένου ότι τα προικώα εξαιρούντο της χρησικτησίας κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) με το πέμπτο μέρος του, διότι, με το να δεχθεί ότι αυτοί (αναιρεσείοντες) δεν είχαν καταστεί, λόγω του θανάτου της μητέρας τους Σ. Σ. (κυρίας του επιδίκου) αυτοδικαίως συννομείς της κληρονομιάς της, στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 983, 1041, 1043, 1193, 1195, 1199, 1710 και 1846 ΑΚ και δ) με το έκτο μέρος του, διότι, με το να προσμετρήσει στο χρόνο νομής των Κ. Μ. και Κ. Μ. επί του επιδίκου ακινήτου εκείνο της Σ. Σ. για την κτήση της κυριότητάς τους με έκτακτη χρησικτησία παραβίασε (ευθέως και εκ πλαγίου) την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ. Ολοι οι ως άνω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι, διότι στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι: α) δεν υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης για απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους του προικολήπτη, (ούτε και σύσταση του πιο πάνω δικαιώματος της οίκησης), με παράγωγο τρόπο (λόγω προίκας), για το λόγο όπως ρητά αναφέρεται σ` αυτήν (απόφαση) το σχετικό προικοσυμβόλαιο δεν έχει μεταγραφεί, β) η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων υπό την ισχύ του ΑΚ, και κατά συνέπεια η ύπαρξη ή μη καλής πίστης στο πρόσωπο του νομέα είναι αδιάφορη, γ) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, ενόψει των πιο πάνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ, την εφαρμογή της οποίας, άλλωστε, δεν νομιμοποιούνται να προτείνουν οι αναιρεσείοντες, δ) η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε (ανελέγκτως) ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν στη νομή της Σ. Σ. κατά το χρόνο θανάτου της (1957) και, συνεπώς, δεν έχουν εφαρμογή οι επικαλούμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ε) δεν υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί προσμέτρησης στο χρόνο νομής των Κ. Μ. και Κ. Μ. εκείνου της νομής της Σ. Σ., η οποία, όπως αναφέρεται στην απόφαση, από το έτος 1935 παρέδωσε τη νομή στους τελευταίους λόγω προίκας.

8. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλ` αρκεί η γενική μνεία των κατ` είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθ. 11περ. γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που αυτοί νόμιμα, μεταξύ άλλων, προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής τους και το ουσία αβάσιμο της ένστασης ιδίας κυριότητας των αντιδίκων τους. Ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: α) Το 4348/1947 παραχωρητήριο του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας με τη σχετική βεβαίωση μεταγραφής του, β) την 17584/1968 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) το 637/1968 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου με τη σχετική βεβαίωση μεταγραφής του, δ) τις .../1966 και .../1966 πράξεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Κηφισιάς .............................. με τις σχετικές βεβαιώσεις μεταγραφής τους, ε) την ../1982 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Βύρωνα, τα από 7-12-1982και 5507/19-4-1990 πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών και τα 19087/2002 και 18992/2002 πιστοποιητικά περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Αθηνών και στ) τις από 19-3-1969 και 14-4-1970 αγωγές διανομής του Δ. Σ. και τις πρωτόδικες προτάσεις και τη συνημμένη σ` αυτές προσθήκη-αντίκρουση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σε αυτήν βεβαίωση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής δεν γεννάται καμία απολύτως αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα ως άνω έγγραφα, το πρώτο από τα οποία ρητά μνημονεύεται σ` αυτή, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για την στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού πορίσματός του.

9. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται ως αληθινά γεγονότα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς να απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο εκθέτει σ` αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία άντλησε την κρίση του, ότι αποδείχθηκαν και είναι αληθινά όλα τα παρατιθέμενα στην απόφαση του και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά περιστατικά. Επομένως, ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ένατος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος.

10. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Γενικά, για να είναι ορισμένος ένας λόγος αναίρεσης δεν αρκεί η απλή μνεία του αριθμού του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προβλέπει το σχετικό λόγο, ούτε η επανάληψη του κειμένου της σχετικής διάταξης, χωρίς να προσδιορίζονται τα αναγκαία στοιχεία, που, σύμφωνα με αυτήν, απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης. Ειδικότερα, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 8 λόγο αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται, στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, ήτοι τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά, όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο, όταν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Και στις δύο δε περιπτώσεις (της παρά το νόμο λήψης ή μη λήψης υπόψη) πρέπει να αναφέρεται ποία επίδραση ασκούσε στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός. Περαιτέρω, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 12 λόγο αναίρεσης, για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, θα πρέπει επίσης να εξειδικεύεται το αποδεικτικό μέσο και να αναφέρεται στο αναιρετήριο, για την απόδειξη ποιου συγκεκριμένου ισχυρισμού προσκομίσθηκε το αποδεικτικό μέσο, ποια επίδραση θα ασκούσε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης, ποία αποδεικτική δύναμη προσδόθηκε σ` αυτό από το δικαστήριο της ουσίας και ποίο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον ένατο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδουν στο Εφετείο την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 8 περ.α` του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επίσης, οι αναιρεσείοντες, με τον ίδιο λόγο, κατά το τέταρτο μέρος του, ψέγουν το Εφετείο, διότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Οι προβαλλόμενες με το λόγο αυτό αιτιάσεις είναι απορριπτέες προεχόντως ως αόριστες διότι οι αναιρεσείοντες α) δεν προσδιορίζουν ποίοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και δεν λήφθηκαν υπόψη και β) δεν αναφέρουν ποία είναι τα αποδεικτικά μέσα ως προς τα οποία το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη τους και δεν προσδιορίζουν ποία αποδεικτική δύναμη προσέδωσε σ` αυτά το Εφετείο και ποίο είναι το σχετικό σφάλμα της απόφασης.

Μετά απ` όλα τα προεκτιθέμενα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος των ηττώμενων αναιρεσειόντων ελλείψει σχετικού αιτήματος των αντιδίκων τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-1-2011 αίτηση του Θ. Σ. και λοιπών ομοδίκων του για αναίρεση της υπ` αριθμ. 551/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2014.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: