Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Συνυπολογισμός του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου. Αναίρεση λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης.- Αριθμός 971/2008 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Κοινό κληρονομιαίο ακίνητο. Χρησικτησία μεταξύ συγκληρονόμων. - Αριθμός 1526/2006  ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία.
- Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Συνυπολογισμός του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου. Αναίρεση λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. ..

- Kατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα(κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. 
- Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. ΑΠ 24/1992). 



Διατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1051
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19
ΚΥΡΙΑΚΗ

Αριθμός 971/2008 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 

Γ' Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες. 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 

Των αναιρεσειόντων: 1. Χ1 και 2. Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μυλωνά ο οποίος ανακάλεσε την από 4-3-2008 δήλωσή του εκ του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. 

Του αναιρεσίβλητου: XXX, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τομαρά. 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-9-1998 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/2000 προδικαστική, 145/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 520/2006 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-1-2007 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Θεοχαρίδης ανέγνωσε την από 20-2-2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 

ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 1045 Α.Κ., εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα(κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 Α.Κ.). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ'αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση , στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε με αυτήν ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Κατά το έτος 1960 ο ενάγων αγόρασε ατύπως από τον Ζ1, αντί τιμήματος 17.000 δραχμών, το επίδικο αγροτικό ακίνητο, εμβαδού 15.459,25 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "XXX" ή " XXX " ή "XXX" της κτηματικής περιφέρειας Συλλάμου της πρώην Κοινότητας XXX και ήδη του Δήμου Ηρακλείου. Από της εν λόγω αγοράς του ο ενάγων παρέλαβε στη νομή του το επίδικο ακίνητο και μετά την εξόφληση του τιμήματός του, το έτος 1961, άρχισε να το εκχερσώνει, ενόψει του ότι ήταν πετρώδες και χέρσο, φύτεψε δε αρχικά σ' ένα μικρό τμήμα αυτού, στο βόρειο μέρος του, φυτά αμπέλου, τύπου "σουλτανί". Κατά το ίδιο έτος προέβη σε εκχέρσωση και του υπολοίπου τμήματος της καλλιεργήσιμης έκτασης αυτού, χρησιμοποιώντας προς τούτο εργάτες και μηχανήματα, και ακόμη συνέλεξε τις πέτρες που προήλθαν από τη βαθειά άρωσή του και τις τοποθέτησε σε επιμήκεις στίχους ("τράφους"). Μέχρι το έτος 1964 ο ενάγων φύτεψε το εκχερσωθέν τμήμα του ακινήτου αυτού εν μέρει με φυτά αμπέλου, τύπου "σουλτανί", και εν μέρει με φυτά αμπέλου άλλων ποικιλιών, ενώ στο μη εκχερσωθέν τμήμα αυτού φύτεψε ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές, αχλαδιές, συκιές, πεύκα και χαρουπιές. Μετά τις πρώτες αυτές καλλιεργητικές εργασίες, που έγιναν από τον ίδιο, ο ενάγων, λόγω του ότι ήταν κάτοικος Αθηνών και ως εκ τούτου αδυνατούσε να επιμελείται αυτοπροσώπως την καλλιέργεια του επιδίκου ακινήτου, ανέθεσε στον αδελφό του Γ1, που ήταν μόνιμος κάτοικος XXX και κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, να καλλιεργεί αυτό για λογαριασμό του, έναντι ανταλλάγματος που συνίστατο στο μισό της παραγωγής του ("συμμισακά"). Ο Γ1 και πριν από την προαναφερόμενη άτυπη αγορά του επιδίκου, καλλιεργούσε την προς νότο αυτού ευρισκόμενη και συνεχόμενη με εκείνο αγροτική έκταση, εμβαδού 14 στρεμμάτων, που ανήκε στον πωλητή του επιδίκου Ζ1 και από την οποία ( έκταση ) απέκτησε αυτός ένα τμήμα 7 περίπου στρεμμάτων ως "συμμισάτορας", βάσει τοπικού εθίμου, κατά το οποίο ο "συμμισάτορας" αποκτούσε το μισό του ξένου ακινήτου ως αντάλλαγμα για τις εργασίες μετατροπής αυτού από χέρσο σε προσοδοφόρο, και ένα άλλο τμήμα 3,5 περίπου στρεμμάτων, με άτυπη αγορά. Ο Γ1 αποβίωσε στις 30-7-1997 και με την από XXX ιδιόγραφη διαθήκη του εγκατέστησε τους εναγόμενους ανεψιούς του, ως μοναδικούς κληρονόμους αυτού σε όλη την περιουσία του, χωρίς όμως να εξειδικεύσει στη διαθήκη τα κατ' ιδίαν περιουσιακά του στοιχεία. Μετά τη δημοσίευση και κήρυξη ως κυρίας της εν λόγω διαθήκης, με τα υπ' αριθμ. 257/1997 και 631/1997, αντίστοιχα, πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, οι εναγόμενοι, θεωρώντας ότι και το επίδικο ακίνητο ανήκε στην κληρονομιαία περιουσία του ως άνω δικαιοπαρόχου τους, το κατέλαβαν, αποβάλλοντας έτσι από τη νομή αυτού τον ενάγοντα, στον οποίο και αρνήθηκαν να το αποδώσουν παρά τις διαμαρτυρίες του. Σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα, αν ο κληρονομηθείς από τους εναγομένους Γ1 καλλιεργούσε το επίδικο ακίνητο για λογαριασμό του ενάγοντος, όπως αυτός ισχυρίζεται στην αγωγή του, ή αν απέκτησε και το ακίνητο αυτό από τον πρώην ιδιοκτήτη του Ζ1, ως "συμμισάτορας", μαζί με την υπόλοιπη συνεχόμενη προς νότο έκταση, όπως διατείνονται οι εναγόμενοι, κατατέθηκε από τους μάρτυρες του ενάγοντος, στους οποίους το δικαστήριο δίδει μεγαλύτερη πίστη, ότι ο ενάγων, ο οποίος το έτος 1960 αγόρασε το επίδικο από τον Ζ1, αντί τιμήματος 17.000 δραχμών, ανέθεσε, λόγω οικονομικής ανάγκης του, στον αδελφό του Γ1 την καλλιέργεια του επιδίκου ακινήτου και με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία ο καθένας απ' αυτούς λάμβανε το μισό του εισοδήματος που προερχόταν από την παραγωγή των προϊόντων του. Ότι ο ενάγων λάμβανε το μερίδιό του από τη σύζυγο του αδελφού του, όταν αυτή μετέβαινε στην Αθήνα για προσωπικούς λόγους ή από τον ίδιο τον αδελφό του. Ότι τις δαπάνες για την καλλιέργεια του επιδίκου τις κατέβαλλε ο ενάγων, τον οποίο αρκετοί κάτοικοι των XXX θεωρούσαν ως ιδιοκτήτη του επιδίκου. Ότι κατά τη συγκομιδή των καρπών ο Γ1 διευθετούσε τους δικούς του αγρούς χωριστά από τον αγρό του ενάγοντος αδελφού του, έτσι ώστε να διακρίνεται η παραγωγή από το καθένα. Ότι το έτος 1965 ο Γ1 υπέδειξε στη σύζυγο του ενάγοντος τα όρια του ακινήτου τους ( επιδίκου), ενώ κατά τα πρώτα, μετά την αγορά αυτού, έτη ο ενάγων και η σύζυγός του μετέβαιναν στην Κρήτη και βοηθούσαν στη συγκομιδή των σταφυλιών της αμπέλου και τέλος ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω καταστροφής της αμπέλου από φυλλοξήρα, οι δύο αδελφοί συμφώνησαν να λάβει ο Γ1 στο όνομά του, λόγω της ιδιότητάς του ως αγρότη, την οποία μόνον αυτός είχε, επιδότηση για επανακαλλιέργεια του επιδίκου με αμπέλια. Αντίθετα, από τους μάρτυρες των εναγομένων δεν κατατέθηκαν περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο Γ1 είτε απέκτησε τη νομή ή κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με οποιοδήποτε τρόπο από τον Ζ1, είτε ότι το καλλιεργούσε για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό, τη δε πεποίθησή τους ότι αυτός ήταν νομέας του επιδίκου, όπως πράγματι ήταν των άλλων συνεχομένων ακινήτων, τη στηρίζουν στο γεγονός ότι μόνο αυτόν έβλεπαν να καλλιεργεί το επίδικο. Το περιστατικό, όμως, αυτό δεν αποδεικνύει την άσκηση φυσικής εξουσίας από τον Γ1, αφού τόσο οι μάρτυρες αυτοί, όσο και οι λοιποί κάτοικοι της περιοχής ΧΧΧ δεν ήταν αναγκαίο να είναι κοινωνοί του βουλητικού στοιχείου, δηλαδή να γνωρίζουν αν ο ίδιος ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο ή αν το κατείχε και το καλλιεργούσε για λογαριασμό του ενάγοντος αδελφού του. Άλλωστε, μεταξύ των δύο αδελφών υπήρχαν διαρκείς σχέσεις εμπιστοσύνης και έτσι δεν ήταν απαραίτητο να εξωτερικεύσουν αυτοί με πανηγυρικό τρόπο σε τρίτους τη βούλησή τους να καλλιεργεί το επίδικο ο Γ1 για λογαριασμό του πραγματικού νομέα αδελφού του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο Γ1, λόγω της κακής ψυχολογικής κατάστασής του από το θάνατο της συζύγου του, που συνέβη το έτος 1993, αλλά και του προχωρημένου της ηλικίας του, δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την αναμπέλωση των αγρών, για την οποία είχε χρηματοδοτηθεί από το ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας, και γι' αυτό, μετά από συμφωνία του με τον ενάγοντα, ανέθεσε την εκτέλεση των σχετικών εργασιών στους εναγόμενους, ανεψιούς αυτών, οι οποίοι ήταν κάτοχοι και χειριστές χωματουργικών μηχανημάτων. Για τις εργασίες δε αυτές, κατά το μέρος που αφορούσαν το επίδικο, κατέβαλε στους εναγομένους όλο το χρηματικό ποσό της χρηματοδότησης, που είχε λάβει για λογαριασμό του ενάγοντος από το πρόγραμμα της αναμπέλωσης. Το γεγονός ότι στη σχετική δήλωση που υπέβαλε στις αρμόδιες υπηρεσίες, για την υπαγωγή στο πιο πάνω πρόγραμμα, αναφέρεται ως ιδιοκτήτης του δηλωθέντος ακινήτου μόνο ο Γ1 και όχι και ο ενάγων, δεν αποδεικνύει ότι ο πρώτος ήταν κύριος ολόκληρης της έκτασης των 20 στρεμμάτων, που δηλώθηκε, καθόσον η δήλωση αυτή προδήλως έγινε λόγω της ιδιότητας εκείνου ως αγρότη και προς απόληψη της μέγιστης δυνατής χρηματοδότησης. Για τον ίδιο λόγο δεν είχε καταχωρηθεί ο ενάγων και στον οικείο Αγροτικό Συνεταιρισμό ως ιδιοκτήτης του επιδίκου ακινήτου και δεν εκδίδονταν στο όνομά του τα σχετικά με την καλλιέργεια αυτού έγγραφα (τιμολόγια κ.λ.π.). Η προς τα έξω εμφάνιση του Γ1 ως ιδιοκτήτη και του επιδίκου ακινήτου, ήταν επιλογή των δύο αδελφών, οι οποίοι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Παρά ταύτα ο ενάγων, το έτος 1995, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο, στη σχετική δήλωσή του περί των ακινήτων που του ανήκαν, την οποία υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ζωγράφου, περιέλαβε και το επίδικο ακίνητο, περιγράφοντας αυτό ως αγροτεμάχιο 22 στρεμμάτων, που βρίσκεται στην περιοχή XXX της Κοινότητας Βασιλειών. Το ίδιο έπραξε αυτός και κατά τα επόμενα έτη. Παράλληλα, ο αδελφός του Γ1 στην αντίστοιχη δήλωσή του για τα οικονομικά έτη 1995 και 1996 περιέλαβε ως ιδιοκτησία του, μεταξύ άλλων, και αγροτεμάχιο στη θέση "XXX" XXX, εμβαδού 18 στρεμμάτων, γεγονός από το οποίο προκύπτει ότι αυτός δεν θεωρούσε τον εαυτό του κύριο της όλης συνεχόμενης έκτασης των 26 στρεμμάτων. Η απόκλιση που παρατηρείται στις πιο πάνω φορολογικές δηλώσεις ως προς την έκταση των παραπάνω δύο ιδιοκτησιών, δικαιολογείται από την έλλειψη κτηματογράφησης στην ευρύτερη περιοχή. Με βάση όλα τα παραπάνω το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον από το έτος 1960 και μέχρι το θάνατο του αδελφού του Γ1 στις 30-7-1997, δηλαδή επί μία τουλάχιστον συνεχή εικοσαετία, άσκησε στο επίδικο ακίνητο τη φυσική εξουσία, με διάνοια κυρίου, είτε αυτοπροσώπως, είτε, κατά το άρθρο 980 ΑΚ, μέσω του ως άνω αδελφού του. Κατόπιν δε των παραδοχών αυτών, το Εφετείο έκρινε βάσιμη την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου περί διεκδικήσεως του επιδίκου ακινήτου και συνακόλουθα απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Με εκείνα που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, αφενός δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφετέρου δε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού για το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες , οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων αυτών του ΑΚ. Ειδικότερα, κατά τις σαφείς παραδοχές του Εφετείου, ο αναιρεσίβλητος ενάγων από το έτος 1960, που περιήλθε σ' αυτόν η νομή του επιδίκου ακινήτου, βάσει της άτυπης αγοράς από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του, νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου, ασκώντας επ' αυτού τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες πράξεις νομής, μέχρι μεν το έτος 1964 αυτοπροσώπως και μετά το έτος αυτό και μέχρι τις 30-7-1997 μέσω του αδελφού του Γ1, δηλαδή νεμήθηκε αυτό επί μία τουλάχιστον συνεχή εικοσαετία και συνεπώς συνέτρεχαν στο πρόσωπο αυτού όλες οι απαιτούμενες από τις πιο πάνω διατάξεις του ΑΚ προϋποθέσεις για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου, ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υφίσταται από τη μη αναφορά σ' αυτήν των ενεργειών των αναιρεσειόντων, με τις οποίες αυτοί κατέλαβαν κατά το έτος 1997 το επίδικο ακίνητο, αφού ο τρόπος κατάληψης του επιδίκου από τον εναγόμενο δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της περί διεκδικήσεως ακινήτου αγωγής. Επομένως και οι πέντε λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες προβάλλουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο παραβίασε τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ και ότι σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, περιλαμβάνοντας σ' αυτήν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Απορρίπτει την από 15-1-2007 αίτηση των Χ1 και Χ2 για αναίρεση της υπ' αριθμ. 520/2006 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. 

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2008. Και 

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2008. 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: