
Πτώχευση.
- Πτώχευση. Αγωγή του συνδίκου για την καταβολή αντιμισθίας. Τακτική διαδικασία. Καταψηφιστική αγωγή.
- Κατά το άρθρο 551 του ΕμπΝ, ο σύνδικος, αφού δώσει λόγο της διαχειρίσεώς του, δύναται..
να λάβει αντιμισθία, το ποσό της οποίας ορίζει το δικαστήριο επί τη εκθέσει του εισηγητή της πτωχεύσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν η πτώχευση περατώθηκε με πτωχευτικό συμβιβασμό, για την καταβολή της αντιμισθίας αγωγή του συνδίκου απευθύνεται κατά του πτωχεύσαντος και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή αυτή, σε αντίθεση με την αίτηση καθορισμού προσωρινής αντιμισθίας, είναι καταψηφιστική. Για τον καθορισμό της αντιμισθίας το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη τη διάρκεια της πτωχεύσεως, τις υπηρεσίες που ο σύνδικος προσέφερε κλπ. Σε περίπτωση που ο σύνδικος είναι και δικηγόρος το δικαστήριο, λαμβάνει υπ' όψη και τις παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες του, με τις οποίες η πτώχευση απηλλάγη της αμοιβής άλλου δικηγόρου, χωρίς, όμως, η αντιμισθία, ως προς τις υπηρεσίες αυτές, να καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων. Η ως αν απαιτουμένη έκθεση του εισηγητή αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της περί αντιμισθίας αγωγής του συνδίκου και δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο. Για το κύρος της εκθέσεως δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη ακρόαση του πτωχού, αφού δεν αποτελεί λήψη μέτρου σε βάρος αυτού και η τελική περί αντιμισθίας κρίση ανήκει στο δικαστήριο, στο οποίο ο πτωχεύσας εναγόμενος έχει την ευχέρεια ν' ακουσθεί. Η συμμετοχή του εισηγητή που υπέβαλε την ως άνω έκθεση, ως δικαστή σε άλλη δίκη της πτωχεύσεως δεν καθιστά αυτόν εξαιρετέο στα καθήκοντά του ως εισηγητή και σε κάθε περίπτωση η σχετική αίτηση του διαδίκου για την εξαίρεση δεν μπορεί να υποβληθεί ούτε ως λόγος ακυρότητάς της ως άνω πράξεώς του σε δίκη περί αντιμισθίας του συνδίκου, αφού για αυτήν προβλέπεται ειδικώς στα άρθρα 52 και επ. ΚΠολΔ. Περαιτέρω από την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 551 Εμπ Ν, αλλά και από άλλες διατάξεις (άρθρ. 612, 632 ΕμπΝ, 303 ΑΚ, 473 του ΚΠολΔ, συνάγεται η προς λογοδοσία υποχρέωση του συνδίκου μετά τη λήξη του λειτουργήματός του, η λογοδοσία δ' αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της αξιώσεώς του προς λήψη της οριστικής αντιμισθίας του, το ύψος της οποίας άλλωστε εξαρτάται και από την καλή ή όχι διαχείριση των πτωχευτικών πραγμάτων. Αν κατά τη λογοδοσία του ενώπιον του εισηγητή υπάρξουν αντιρρήσεις του πτωχού, όπως στην προκείμενη περίπτωση, περί αυτών αποφασίζει το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή και πριν από την έκδοση της σχετικής αποφάσεως η λογοδοσία δεν μπορεί να θεωρηθεί περατωμένη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αντιρρήσεις αναφέρονται σε διαχειριστικές πράξεις του συνδίκου, που αποτελούν και το αντικείμενο της λογοδοσίας του, και όχι σε πράξεις ή παραλείψεις του που δεν αφορούν το αντικείμενο αυτό και για τις οποίες ενέχεται ανεξάρτητα από τη λογοδοσία το. Τέλος για την εγκυρότητα ορισμένων πράξεων του συνδίκου απαιτείται άδεια του εισηγητή. Οι πράξεις αυτές προβλέπονται ειδικώς στον ΕμπΝ (άρθρ. 559, 560, 576 και λοιπά).
Διατάξεις:
ΑΚ: 303,
ΚΠολΔ: 473,
ΕμπΝ: 551, 612, 632,
Αριθμός 859/1998
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Aγησίλαο Μπακόπουλο-Αντιπρόεδρο, Ανδρέα Κατσίφα, Κωνσταντίνο Λυμπερόπουλο, Κωνσταντίνο Κωστήρη και Πέτρο Κακκαλή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Νοεμβρίου 1997, με την παρουσία και του γραμματέα Προκόπη Κιούση, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΖΕΥΣ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ΧΧΧ, ο οποίος διορίζει ως πληρεξούσιο αυτής τον δικηγόρο Βασιλ. Μίντζα.
Του αναιρεσιβλήτου: ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ι. Ξυδόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-5-1994 αγωγή που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2612/1995 του ίδιου Δικαστηρίου και 709/1996 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η εναγόμενη με την από 17 Απριλίου 1996 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Κατσίφας ανέγνωσε την από 20-10-1997 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 551 του ΕμπΝ, ο σύνδικος, αφού δώσει λόγο της διαχειρίσεώς του, δύναται να λάβει αντιμισθία, το ποσό της οποίας ορίζει το δικαστήριο επί τη εκθέσει του εισηγητή της πτωχεύσεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν η πτώχευση περατώθηκε με πτωχευτικό συμβιβασμό, για την καταβολή της αντιμισθίας αγωγή του συνδίκου απευθύνεται κατά του πτωχεύσαντος και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή αυτή, σε αντίθεση με την αίτηση καθορισμού προσωρινής αντιμισθίας, είναι καταψηφιστική. Για τον καθορισμό της αντιμισθίας το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη τη διάρκεια της πτωχεύσεως, τις υπηρεσίες που ο σύνδικος προσέφερε κλπ. Σε περίπτωση που ο σύνδικος είναι και δικηγόρος το δικαστήριο, λαμβάνει υπ' όψη και τις παρασχεθείσες δικηγορικές υπηρεσίες του, με τις οποίες η πτώχευση απηλλάγη της αμοιβής άλλου δικηγόρου, χωρίς, όμως, η αντιμισθία, ως προς τις υπηρεσίες αυτές, να καθορίζεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων. Η ως αν απαιτουμένη έκθεση του εισηγητή αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της περί αντιμισθίας αγωγής του συνδίκου και δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο. Για το κύρος της εκθέσεως δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη ακρόαση του πτωχού, αφού δεν αποτελεί λήψη μέτρου σε βάρος αυτού και η τελική περί αντιμισθίας κρίση ανήκει στο δικαστήριο, στο οποίο ο πτωχεύσας εναγόμενος έχει την ευχέρεια ν' ακουσθεί. Η συμμετοχή του εισηγητή που υπέβαλε την ως άνω έκθεση, ως δικαστή σε άλλη δίκη της πτωχεύσεως δεν καθιστά αυτόν εξαιρετέο στα καθήκοντά του ως εισηγητή και σε κάθε περίπτωση η σχετική αίτηση του διαδίκου για την εξαίρεση δεν μπορεί να υποβληθεί ούτε ως λόγος ακυρότητάς της ως άνω πράξεώς του σε δίκη περί αντιμισθίας του συνδίκου, αφού για αυτήν προβλέπεται ειδικώς στα άρθρα 52 και επ. ΚΠολΔ. Περαιτέρω από την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 551 Εμπ Ν, αλλά και από άλλες διατάξεις (άρθρ. 612, 632 ΕμπΝ, 303 ΑΚ, 473 του ΚΠολΔ, συνάγεται η προς λογοδοσία υποχρέωση του συνδίκου μετά τη λήξη του λειτουργήματός του, η λογοδοσία δ' αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της αξιώσεώς του προς λήψη της οριστικής αντιμισθίας του, το ύψος της οποίας άλλωστε εξαρτάται και από την καλή ή όχι διαχείριση των πτωχευτικών πραγμάτων. Αν κατά τη λογοδοσία του ενώπιον του εισηγητή υπάρξουν αντιρρήσεις του πτωχού, όπως στην προκείμενη περίπτωση, περί αυτών αποφασίζει το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή και πριν από την έκδοση της σχετικής αποφάσεως η λογοδοσία δεν μπορεί να θεωρηθεί περατωμένη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αντιρρήσεις αναφέρονται σε διαχειριστικές πράξεις του συνδίκου, που αποτελούν και το αντικείμενο της λογοδοσίας του, και όχι σε πράξεις ή παραλείψεις του που δεν αφορούν το αντικείμενο αυτό και για τις οποίες ενέχεται ανεξάρτητα από τη λογοδοσία το. Τέλος για την εγκυρότητα ορισμένων πράξεων του συνδίκου απαιτείται άδεια του εισηγητή. Οι πράξεις αυτές προβλέπονται ειδικώς στον ΕμπΝ (άρθρ. 559, 560, 576 και λοιπά).
Στην προκείμενη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 709/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, έγινε μερικώς δεκτή, κατά παραδοχή εφέσεως του αναιρεσιβλήτου και απόρριψη αντιθέτου εφέσεως της αναιρεσείουσας, αγωγή τούτων, οριστικού συνδίκου της πτωχεύσεως αυτής, που περατώθηκε με πτωχευτικό συμβιβασμό, προς καταβολή σ' αυτόν της οριστικής του αντιμισθίας για δραχμές 17.000.000, νομιμοτόκως από της επιδόσεως αυτής. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεώς της η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση της ουσιαστικής διατάξεως 542 επ. ΕμπΝ, το Εφετείο απέρριψε τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι η ένδικη αγωγή ήταν αόριστος γιατί δεν αναφερόταν σ' αυτή, όπως και στην εκκληθείσα απόφαση, η ύπαρξη άδειας του εισηγητή και ο αριθμός αυτής για όλες τις πράξεις του συνδίκου που αναφέρονται σ' αυτή (άρθρ. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ). Με βάση τον ίδιο ισχυρισμό η αναιρεσείουσα προβάλλει περαιτέρω ότι το εφετείο δεν κήρυξε παρά το νόμο το από την αοριστία της αγωγής απαράδεκτο (άρθρ. 559 αρ. 14 ΚΠολΔ), και, τέλος, ότι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης γιατί δεν αναφέρονται σ' αυτή για κάθε μια πράξη του συνδίκου η ύπαρξη και ο αριθμός της άδειας του εισηγητή (άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ). Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως στο σύνολό του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί τόσο στην αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας εκτιμά ο Αρειος Πάγος (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσο και στην απόφαση, με παραπομπή σ' εκείνη, αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις του συνδίκου για τις οποίες και μόνον απαιτείτο άδεια του εισηγητή και ο αριθμός αυτής. Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 551 ΕμπΝ και 346 ΑΚ ως προς την δια της προσβαλλομένης αποφάσεως επιδίκαση τόκων από της επιδόσεως της περί οριστικής αντιμισθίας αγωγής. Και ο λόγος αυτός από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται περί καταψηφιστικής αγωγής που αφορά χρηματική αξίωση του συνδίκου που γεννήθηκε αμέσως μετά τη λογοδοσία του και μόνο ο καθορισμός του ποσού αυτής αφέθηκε στο δικαστήριο. Από το εφετήριο της αναιρεσείουσας προκύπτει ότι αυτή προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η ένδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου έχει παραγραφεί γιατί παρήλθε διετία από της λογοδοσίας του. Ο λόγος αυτός της εφέσεως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι για την ένδικη περίπτωση δεν προβλέπεται η βραχυχρόνια αυτή παραγραφή από κάποια διάταξη. Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως προσδίδεται στην απόφαση το σφάλμα της ελλείψεως νόμιμης βάσης γιατί το Εφετείο παρέλειψε να διαλάβει τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που προβλέπει την παραγραφή της επίδικης απαίτησης. Ο λόγος αυτός από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚπολΔικ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως γιατί δίδεται μόνον ως προς τις παραδοχές πραγματικών περιστατικών (ελάσσων πρόταση) και όχι για την νομική ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις για την παραγραφή (μείζων πρόταση).Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται ότι η έκθεση του εισηγητή, με την οποία προτάθηκε η καταβολή οριστικής αντιμισθίας στον αναιρεσίβλητο ορισμένου ποσού, δεν έπρεπε να ληφθεί υπ' όψη και έπρεπε ν'ακυρωθεί: α) γιατί η αναιρεσείουσα δεν κλήθηκε ν'αναπτύξει τις απόψεις της ενώπιον του εισηγητή κατά παράβαση του άρθρου 20 του Συντάγματος και β) γιατί ο συντάξας την έκθεση δικαστής ήταν εξαιρετέος εκ του ότι ως δικαστής Μονομελούς Πρωτοδικείου, δέχθηκε κατάταξη απαιτήσεως του αναιρεσιβλήτου με απόφασή του που εξαφανίσθηκε κατ' έφεση. Το Εφετείο απέρριψε τους οικείους λόγους εφέσεως της αναιρεσείουσας. Τις αιτιάσεις αυτές η αναιρεσείουσα υπάγει στο άρθρο 559 αρ. 1 και 3. Πρέπει, όμως, ν' απορριφθούν, ως απαράδεκτες γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η έλλειψη αποφάσεως δεν αρμόζει στην ως άνω έκθεση, αφορά δε δικονομικό και όχι ουσιαστικό δικαίωμα, αφού η έκθεση αποτελεί μόνο δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της περί οριστικής αντιμισθίας αγωγής, η δε εξαίρεση του δικαστή δεν μπορεί να ζητηθεί ή να προταθεί κατά τον τρόπο που προβάλλεται εν προκειμένω, ούτε τα επικαλούμενα περιστατικά συνιστούν λόγο εξαίρεσής του για τη σύνταξη της πιο πάνω εκθέσεως.
Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 551 εδ. β' και 612 του ΕμπΝ, όπως και ανεπάρκεια αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ) ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι, λόγω της μη εγκρίσεως της λογοδοσίας του αντιδίκου της, το δικαστήριο δεν έπρεπε να προχωρήσει στην έρευνα της υποθέσεως, αλλά να διατάξει αναβολή της συζητήσεως (άρθρ. 249 ΚΠολΔ) μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της δίκης επί των κατά της λογοδοσίας αντιρρήσεων αυτής. Ανεξάρτητα του ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν μπορούν να υπαχθούν στους ως άνω λόγους αναιρέσεως, ο λόγος αυτός στο σύνολό του είναι απορριπτέος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, γιατί, όπως έγινε ανελέγκτως δεκτό από το Εφετείο, η μη έγκριση της προκείμενης λογοδοσίας δεν αφορούσε πράξεις διαχειρίσεως της πτωχεύσεως από το σύνδικο, αλλά άλλες, για τις οποίες η αναιρεσείουσα είχε εγείρει αγωγή αποζημιώσεως κατ' αυτού, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε, η αιτιολογία δε αυτή είναι επαρκής για την στήριξη της απόρριψης του πιο πάνω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας. Το δικαστήριο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία, και όταν ακόμη έχει ορισθεί με πράξη του Προέδρου σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 2 εδ α' Κ.Πολ.Δ. ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υποχρεούται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 338,341 παρ. 1 352, παρ.1, 438 επ. ΚΠολΔ., να διατάξει αποδείξεις για ισχυρισμούς που προαποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία ή ισχυρισμούς που αποτελούν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 559 αρ. 8 και 10 του ΚΠολΔ, δεν συνιστούν πράγματα»,οι αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί του εναγομένου. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ το Εφετείο δέχεται, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι την κρίση του επί της ουσίας της υποθέσεως σχημάτισε άμεσα από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και τις ομολογίες των διαδίκων η αναιρεσείουσα με τον έκτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έκανε δεκτό σχετικό λόγο της εφέσεώς της ότι έπρεπε να διατάξει εμμάρτυρες αποδείξεις για την εκτέλεση από τον αναιρεσίβλητο των πράξεων που αφορούσε η ένδικη αγωγή, λόγω της αρνήσεως αυτής από την εκκαλούσα. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, γιατί η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένες πράξεις του αναιρεσείοντος, που αυτός φέρεται ότι τέλεσε, οι οποίες δεν προαποδεικνύονται από τα έγγραφα και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και από ομολογίες της.
Με τον τελευταίο λόγο της αιτήσεως προβάλλεται ότι το εφετείο ανεπιτρέπτως έλαβε υπ' όψη, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό της αντιμισθίας του συνδίκου και δύο ανυπόγραφα σχέδια ιδιωτικών συμφωνητικών πωλήσεως του πακέτου των μετοχών της πτωχεύσασας. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί τα σχέδια συμβάσεων που συντάσσει ο δικηγόρος, δικαιολογούν αμοιβή αυτού που βαρύνει την πτώχευση, όταν αφορούν περιουσιακά στοιχεία της, κατά το άρθρο 161 του Κώδικα περί Δικηγόρων, άλλως κατά τα άρθρα 91 και 176 αυτού, και , συνεπώς, αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα της σχετικής αξιώσεως, υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 161 Κώδικα δικηγόρων).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 17 Απριλίου 1996 αίτηση της εταιρίας «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Ο ΖΕΥΣ», που εδρεύει στην Αθήνα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 709/1996 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου από δραχμές διακόσιες είκοσι χιλιάδες (220.000).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 1998 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 1998.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου