
Κυριότητα ακινήτου.
- Κυριότητα ακινήτου. Χρησικτησία. Μη επαναφορά ισχυρισμών στο Εφετείο. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Πότε κρίνεται παραδεκτός ο σχετικός λόγος.
- Προϋπόθεση της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ είναι η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ) εφόσον είχε γίνει, με νόμιμο τρόπο, καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.
- Με βάση τις παραδοχές που κάνει στην αναιρεσιβαλόμενη το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η ερειδομένη επί εκτάκτου χρησικτησίας επικουρική βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος κύριος λόγος αναιρέσεως.
- Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγους αναίρεσης. 'Ετσι, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, μπορούσε να γίνει.
Διατάξεις:
ΑΚ: 1045, 1051,
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 19, 562,
Αριθμός 1604/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Περικλή Καλαμπόκη.
Του αναιρεσίβλητου: Ψ1, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κοντογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-11-1987 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 159/1988 του ίδιου Δικαστηρίου και 189/1992 του Εφετείου Αιγαίου. Κατά της ανωτέρω εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 620/1997 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αιγαίου. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 185/2001 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-2-2002 αίτηση της και με τους από 27-3-2007 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Λεωνίδας Ζερβομπεάκος ανέγνωσε την από 8-5-2007 έκθεσή του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Γεωργίου Καπερώνη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των, από 2 Φεβρουαρίου 2002 αιτήσεως και από 27 Μαρτίου 2007 προσθέτων λόγων αναιρέσεως της 185/2001 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής έδρας Σάμου). Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως.
Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και έτσι δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγους αναίρεσης. 'Ετσι, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, μπορούσε να γίνει.
Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κήρυξης της ένδικης διεκδικητικής ακινήτου αγωγής του αναιρεσίβλητου ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας του δικογράφου αυτής, ενώ με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην ίδια απόφαση την από τον αριθμό 8 περ. β' του ίδιου ως άνω άρθρου πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας αυτής (αναιρεσείουσας) επί του επίδικου ακινήτου, κτηθείσας με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία που προτάθηκε στο Εφετείο με αυτοτελή λόγο εφέσεως και είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Όμως, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως της αναιρεσείουσας προκύπτει, ότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτό οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί περί αοριστίας της αγωγής και κτήσεως ιδίας κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι κατ' εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας, πρέπει αμφότεροι οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
ΙΙ. Επειδή, με τον δεύτερο (κύριο) λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 9 περίπτ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της επιδίκασης αντικειμένου που δεν ζητήθηκε και ειδικότερα εδαφικής έκτασης, που δεν ζητήθηκε, αφού η ταυτότητα του ακινήτου, του οποίου κύριος αναγνωρίστηκε ο αναιρεσίβλητος με την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι διαφορετική από εκείνη του ακινήτου, που ο αναιρεσίβλητος ζήτησε με την ένδικη αγωγή του. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής και της προσβαλλόμενης απόφασης το ακίνητο, που επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο, ταυτίζεται απολύτως με το ακίνητο, το οποίο ζητήθηκε με την αγωγή, με την επισημείωση, ότι στην αγωγή, από προφανή παραδρομή, αναγράφηκε δύο φορές η λέξη "δυτικά", η δεύτερη, όμως, φορά της πιο πάνω λέξης αναφέρεται στο ανατολικό όριο του επίδικου ακινήτου.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνο, όταν το δικαστήριο μόρφωσε τη γνώμη του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο φέρεται ως παραμορφωθέν και όχι όταν το συνεκτίμησε μαζί με τις άλλες αποδείξεις, χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο ως προς το πόρισμα περί υπάρξεως ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.
Εν προκειμένω, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, για να καταλήξει στην κρίση του, ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους και να απορρίψει περαιτέρω τόσο την κύρια βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσίβλητου, όσο και την ένσταση ιδίας κυριότητας της αναιρεσείουσας, που στηρίζονταν σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου, προέβη στην συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και του αναφερόμενου στον τέταρτο (κύριο) λόγο αναιρέσεως υπ' αριθ. ΧΧΧ συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μαραθοκάμπου ΧΧΧ, χωρίς να εξαίρεται το εν λόγω έγγραφο αναφορικά με την ως άνω παραδοχή του Εφετείου. Επομένως, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου του ανωτέρω εγγράφου από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. Επειδή, όπως συνάγεται από τα άρθρα 335, 338-340 και 346 ΚΠολΔ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη αποδείξεως, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς πάντως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο περιεχόμενο σ' αυτήν αποδεικτικό πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, "και τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά τεκμήρια". Από τη γενική αυτή βεβαίωση, σε συνδυασμό με το όλο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, καθίσταται αναμφίβολο ότι, το Εφετείο, παρόλο που δεν το μνημονεύει ειδικώς και δεν το αξιολογεί χωριστά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και το εξειδικευόμενο στο αναιρετήριο έγγραφο, ήτοι το από ΧΧΧ τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονας - μηχανικού ΧΧΧ, το οποίο επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα.
Συνεπώς, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
V. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρεται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Εξ άλλου, προϋπόθεση της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ είναι η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και την όμοια νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ) εφόσον είχε γίνει, με νόμιμο τρόπο, καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ" της περιφέρειας ΧΧΧ Σάμου, έχει έκταση 3,5 περίπου στρεμμάτων και είναι θαμνώδες μη καλλιεργήσιμο. Ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος ΧΧΧ από το έτος 1946 μέχρι το έτος 1973 ενεργούσε στο επίδικο με διάνοια κυρίου πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και τον σκοπό του, προβαίνοντας στη βόσκηση ζώων και σε εκθαμνώσεις, καθώς και στην εκμίσθωσή του σε τρίτους για βοσκή ζώων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μισθωτής - βοσκός ονόματι ΧΧΧ. Στη συνέχεια από το έτος 1973, οπότε η νομή του επιδίκου παραδόθηκε στον ενάγοντα, ο τελευταίος συνέχισε να ασκεί τις πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου του δια του αντιπροσώπου του Γ1 με την εκμίσθωση του επιδίκου στον προαναφερόμενο βοσκό μέχρι το έτος 1984, οπότε, λόγω ασθενείας του ως άνω αντιπροσώπου του, παραχώρησε ο ίδιος στον ανωτέρω βοσκό το δικαίωμα βοσκής ζώων στο επίδικο, συνεχίζοντας έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως την άσκηση πράξεων νομής με διάνοια κυρίου επ' αυτού. 'Ετσι, ο ενάγων προσμετρώντας στο δικό του χρόνο χρησικτησίας του επιδίκου από το έτος 1973 μέχρι του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (Φεβρουάριος 1988) τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του από το έτος 1946 μέχρι το έτος 1973 κατέστη κύριος αυτού με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα ως ασκώντας πράξεις νομής με διάνοια κυρίου πέραν της εικοσαετίας. Η εναγομένη κατά το έτος 1985 έκτισε ορνιθώνα στο επίδικο με προφανή σκοπό να επεκτείνει την όμορη με το επίδικο ιδιοκτησία της, προσβάλλοντας κατ' αυτό τον τρόπο την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία έγινε δεκτή η ερειδομένη επί εκτάκτου χρησικτησίας επικουρική βάση της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το πιο πάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και επομένως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος κύριος λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης των άρθρων 211, 979, 1041, 1045 και 1051 του ΑΚ, που συνίσταται στο ότι "η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή του αντιδίκου κατά την επικουρική της βάση, δεχθείσα ότι ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου με έκτατη χρησικτησία, προσμετρώντας στο δικό του χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο Γ1 υπήρξε ποτέ αντιπρόσωπος του ενάγοντος, αντίθετα, όπως ο ίδιος καταθέτει.....". Η μομφή αυτή, υπό το πρόσχημα των ως άνω επικαλουμένων λόγων αναιρέσεως, πλήττει την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Τέλος, ο τρίτος πρόσθετος από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών αιτιολογιών ως προς την από τον αναιρεσίβλητο κτήση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι τέτοια παραδοχή δεν περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αντίθετα μάλιστα, όπως από το περιεχόμενό της προκύπτει, με αυτή έγινε δεκτό, ότι ο ενάγων - αναιρεσίβλητος δεν κατέστη κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-2-2002 αίτηση της Χ1 για αναίρεση της 185/2001 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (μεταβατική έδρα Σάμου), καθώς και τους από 27-3-2007 προσθέτους λόγους αυτής.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου