
Προκειμένου περί αγωγής για απόδοση του μισθίου (ακινήτου) συνεπεία λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα εξής στοιχεία: α)Έγκυρη εμπορική σύμβαση μισθώσεως, β)λήξη της μίσθωσης κατά νόμιμο τρόπο, γ)ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση και δ)ορισμένο αίτημα. ..
Εάν την αγωγή αυτή ασκεί ο εν τω μεταξύ γενόμενος νέος κτήτορας, συνεπεία μεταβιβάσεως σ' αυτόν του μισθίου (ακινήτου) δυνάμει πράξεως εν ζωή (συμβάσεως) για την ενεργητική του νομιμοποίηση, πρέπει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής την οικεία μεταβιβαστική πράξη (συμβολαιογραφικό έγγραφο) και μεταγραφή αυτής χωρίς να απαιτείται να γίνεται επίκληση και κάποιου ιδιαίτερου τρόπου υπεισελεύσεως στη μισθωτική σχέση.
Αριθμός 705/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη και Δημήτριο Κυριτσάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Β., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Δημήτριο Παπακωνσταντίνου και Ιωάννη Κωστόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Κ. Π., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε, 2. Θ. Ρ., κατοίκου XXX Αττικής και 3. Σ. συζ. Β. Κ., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστράτιο Παραδιά.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22 Φεβρουαρίου 2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3030/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3339/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7 Μαϊου 2003 αίτησή του και τους από 3 και 15 Δεκεμβρίου 2003 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι πλην του 1ου αναιρεσιβλήτου, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Βούλγαρης, ανάγνωσε την από 23 Ιανουαρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων και ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ' αριθμ. 51445/12-11-2003 και 5145Γ/12-11-2003 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Μ. με επιμέλεια του αναιρεσείοντος επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον πρώτον αναιρεσίβλητο Κ. Π. αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για την συζήτηση αυτής για την δικάσιμο της 6-2-2004 από το πινάκιο της οποίας αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Εφόσον συνεπώς ο αναιρεσίβλητος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την ανωτέρω δικάσιμο κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο στη σειρά της, πρέπει κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία αυτού. Επειδή στο άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ αναφέρεται ότι η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα προκειμένου περί αγωγής για απόδοση του μισθίου (ακινήτου) συνεπεία λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα εξής στοιχεία: α)Έγκυρη εμπορική σύμβαση μισθώσεως, β)λήξη της μίσθωσης κατά νόμιμο τρόπο, γ)ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση και δ)ορισμένο αίτημα. Εάν την αγωγή αυτή ασκεί ο εν τω μεταξύ γενόμενος νέος κτήτορας, συνεπεία μεταβιβάσεως σ' αυτόν του μισθίου (ακινήτου) δυνάμει πράξεως εν ζωή (συμβάσεως) για την ενεργητική του νομιμοποίηση, πρέπει να αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής την οικεία μεταβιβαστική πράξη (συμβολαιογραφικό έγγραφο) και μεταγραφή αυτής χωρίς να απαιτείται να γίνεται επίκληση και κάποιου ιδιαίτερου τρόπου υπεισελεύσεως στη μισθωτική σχέση, αφού η υπεισεύλεση αυτή γίνεται αυτοδικαίως και χωρίς τις διακρίσεις των άρθρων 614 και 615 ΑΚ, όπως τούτο προκύπτει από όλες τις διατάξεις του ΠΔ 34/95 αφού από καμμία από αυτές δεν καθιερώνεται ως λόγος λύσεως της συμβάσεως μισθώσεως η εκποίηση του μισθίου, ο δε τρίτος (νέος κύριος) υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του αποκτώντας όλα τα δικαιώματα και έχοντας όλες τις υποχρεώσεις του δικαιοπαρόχου του και η αρχική σύμβαση συνεχίζεται χωρίς να μεταβάλλεται κατά τα λοιπά το περιεχόμενο αυτής και χωρίς να αλλοιώνεται η ισχύς των συνομολογουμένων όρων της, δηλαδή πρόκειται για την ίδια και όχι για νέα μίσθωση. Εάν επίσης την άνω αγωγή ασκεί ο κληρονόμος του αρχικού εκμισθωτή δεν απαιτείται για την ενεργητική του νομιμοποίηση η αναφορά σ' αυτή (αγωγή) ότι μετέγραψε και την αποδοχή της κληρονομίας, διότι τούτο είναι απαραίτητο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846 και 1193 ΑΚ, για την απόκτηση της κυριότητας του μισθίου, ενώ στην περίπτωση που ασκεί την άνω αγωγή ο κληρονόμος του εκμισθωτή αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή ότι αυτός αποδέχθηκε την κληρονομίαν του αποβιώσαντος εκμισθωτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 22-2-2002 αγωγής των, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται κατά το άρθρο 561§2 ΚΠολΔ, οι αναιρεσίβλητοι επικαλέστηκαν τα εξής: Ότι δυνάμει του από 8-9-1969 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως που καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ αφ' ενός των αρχικών ιδιοκτητών και απωτέρων δικαιοπαρόχων των εναγόντων Π. Ρ. του Θ. Ι. Ρ. του Θ. ως εκμισθωτών και αφετέρου από τον εναγόμενον ως μισθωτή, εκμισθώθηκε σ' αυτόν το υπό στοιχεία ΙΑ ισόγειο κατάστημα εμβαδού 17, 46 τμ περίπου με υπόγεια αποθήκη 17,15 τ.μ. περίπου και πατάρι, που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό Πανεπιστημίου44 και γωνία στη στοά προς Χ. Τ. Ότι το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί από τον μισθωτή ως χρυσοχοείο και κατάστημα πωλήσεως ρολογιών, κοσμημάτων και συναφών ειδών. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής με ημερομηνία έναρξης 9-9-1969, λήξης 30-9-1973 και αρχικό μηνιαίο μίσθωμα ποσό δρχ 20.000 πλέον του μισού του τέλους χαρτοσήμου, ποσοστού 1,8%. Η παραπάνω μίσθωση παρατάθηκε από το νόμο, αλλά και συμβατικά με τα από 25-9-1976, 1-12-1979, 4-10-1982, 29-10-1991, 2-12-1994 ιδιωτικά συμφωνητικά παράτασης μίσθωσης και για τελευταία φορά με το από 10-10-2000 ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο για πρώτη φορά συμβλήθηκαν ως εκμισθωτές οι ενάγοντες και στο οποίο ορίσθηκε ημερομηνία λήξης της μίσθωσης η 30-9-2001. Ότι με το με αριθμό 10578.1978 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. νόμιμα μεταγεγραμμένου η δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Ρ. αγόρασε από τον ένα εκ των αρχικών συγκυρίων και εκμισθωτών Ι. Ρ. την ψιλή κυριότητα που αντιστοιχούσε στο ποσοστό του ½ επί του μισθίου καταστήματος, ενώ αυτός παρακράτησε για τον εαυτό του και εφόρου ζωής του το δικαίωμα επικαρπίας. Ότι στις 15-11-1992 ο παραπάνω επικαρπωτής Ι. Ρ. απεβίωσε με αποτέλεσμα το δικαίωμα επικαρπίας του να συνενωθεί με την ψιλή κυριότητα της Α. Ρ., η οποία έτσι κατέστη πλήρης κυρία, νομέας και κάτοχος του ½ εξ αδιαιρέτου του μισθίου. Ότι στη συνέχεια με το με αριθμό 14924/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβ/φου Αθηνών Τ. νόμιμα μετεγεγραμμένου, ο δεύτερος εκ των αρχικών εκμισθωτών και συνιδιοκτητών Π. Ρ. παραχώρησε την ψιλή κυριότητα του ποσοστού του ½ εξ αδιαιρέτου του μισθίου στην κόρη του και δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Ρ. με αποτέλεσμα αυτή να αποκτήσει το σύνολο της ψιλής κυριότητας επί του μισθίου, παρακρατώντας αυτός εφόρου ζωής του και μετά το θάνατό του, εφόρου ζωής της συζύγου του το δικαίωμα της επικαρπίας. Ότι η σύζυγός του και μητέρα της Α. Ρ. ουδέποτε αποδέχθηκε την πρόταση αυτή δωρεάς αιτία θανάτου του εν λόγω ποσοστού επικαρπίας, με αποτέλεσμα μετά το θάνατο του Π. Ρ. στις 17-12-1995, το ποσοστό του ½ επί της επικαρπίας του μισθίου, να συνενωθεί με την ψιλή κυριότητα της Α. Ρ., ώστε αυτή να καταστεί πλήρης κυρία, νομέας και κάτοχος ολοκλήρου του μισθίου. Ότι στις 15-4-1999 η δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Ρ., σύζυγος του πρώτου και αδελφή των δύο επομένων απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη και σύμφωνα με τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής κληρονομήθηκε κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου από τον πρώτο των εναγόντων Κ. Π., την μητέρα της και τα αδέλφια της δεύτερο και τρίτο εναγομένων, οι οποίοι και απεδέχθησαν την κληρονομία της. Ότι η μητέρα και κληρονόμος της Α. Ρ., Κ. Ρ., αποποιήθηκε το μερίδιό της με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν στο κληρονομικό μερίδιο της Κ. Ρ. οι δύο τελευταίοι των εναγόντων κατ' ισομοιρία στο μερίδιό της επί της κληρονομίας και συγκεκριμένα σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Ότι συνεπεία των ανωτέρω διαδοχών αποκλειστικη κύριοι, νομείς και κάτοιχοι του μισθίου είναι οι ενάγοντες και δη: α) ο πρώτος Κ. Π. κατά ποσοστό 2/4 εξ αδιαιρέτου β) ο δεύτερος Θ. Ρ. κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και γ) η τρίτη Σ. Κ. κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου. Ότι ο μισθωτής αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα και αυτή την τελευταία μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του μισθίου καταβάλλοντας έκτοτε στους ενάγοντες το μηνιαίο μίσθωμα κατά το ποσοστό που τους αναλογεί και καταρτίζοντας μαζί τους και την τελευταία από 10-10-2000 παράταση μίσθωσης με ημερομηνία λήξης την 30-9-2001. Ότι μετά από την παραπάνω καταληκτική ημερομηνία η μίσθωση τράπηκε σε αορίστου χρόνου χωρίς ουδέποτε στη συνέχεια να παραταθεί με νεότερο ιδιωτικό συμφωνητικό. Με βάση το εκτεθέν ιστορικό ζήτησαν την απόδοση του μισθίου ακινήτου λόγω λήξεως της συμβάσεως μισθώσεως. Με το ιστορικό αυτό και αίτημα η αγωγή περιέχει τα κατά το νόμο στοιχεία και συγκεκριμένα: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν νομικά την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής εκ μέρους των εναγόντων κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα στην αγωγή αναφέρεται, όπως εκ της επισκόπησης του περιεχομένου της προκύπτει: 1) η αρχική από 8-9-1969 σύμβαση μίσθωσης την οποία συνήψαν ως εκμισθωτές, οι δικαιοπάροχοι των αναιρεσιβλήτων Π. και Ι. Ρ. και ως μισθωτής ο αναιρεσείων, με την οποία εκμισθώθηκε στον αναιρεσείοντα, το επί της οδού Πανεπιστημίου 44 και Χ. Τ. ισόγειο κατάστημα, για να το χρησιμοποιήσει ως χρυσοχοείο - για τέσσερα έτη - αντί του σ' αυτή αναφερομένου μισθώματος. 2) Η αναγκαστική παράταση βάσει του νόμου και η με τα μνημονευθέντα στην αγωγή ιδιωτικά συμφωνητικά παράταση της μίσθωσης μέχρι την 30-9-2001, οπότε αυτή (μίσθωση) έληξε. 3) Οι επελθούσες μεταβολές στα πρόσωπα των αρχικών εκμισθωτών και των ενδιαμέσων τοιούτων βάσει καθολικών ή ειδικών διαδόχων. Και συγκεκριμένα: α) ότι στη θέση του αρχικού εκμισθωτή Ι. Ρ. υπεισήλθε η Α. Ρ., η οποία αγόρασε από εκείνον το ½ εξ αδιαιρέτου κατά (ψιλή) κυριότητα του επιδίκου μισθίου δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθ. 10578/85 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Τ. Στην αγοράστρια αυτή περιήλθε η επικαρπία (άρα νομή και κατοχή) από του επισυμβάντος την 15-11-1992 θανάτου του δικαιοπαρόχου της. β) Στην δικαιοπάροχο αυτή των εναγόντων από τον πατέρα της Παν. Ρ. περιήλθε το ½ εξ αδιαιρέτου του επιδίκου μισθίου κατά ψιλή κυριότητα με το νομίμως μεταγραφέν υπ' αριθ. 14924/1993 συμβόλαιο γονικής παροχής της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου και από του θανάτου του πατρός της περιήλθε η επικαρπία (άρα νομή και κατοχή) του επιδίκου μισθίου, ήτοι από 17-12-1995. Από του χρόνου τούτου η Α. Ρ. σύζυγος του πρώτου ενάγοντος και αδελφή των δύο λοιπών εναγόντων καθίσταται αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του επιδίκου μισθίου μέχρι του επισυμβάντος της 15-4-1999 θανάτου της. γ) Ότι στην θέση της Α. Ρ. ως εκμισθώτριας μετά το θάνατό της, ως μη εχούσης τέκνα, υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ήτοι ο σύζυγός της (πρώτος ενάγων) και οι αδελφοί αυτής (δεύτερος και τρίτος ενάγων) κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά. Αναφέρεται επίσης στην αγωγή ότι η μητέρα της Α. Ρ., αποποιήθηκε την κληρονομιά αυτής και έτσι το αντίστοιχο ποσοστό περιήλθε στους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων. και δ) Από την εκτίμηση του όλου περιεχομένου της αγωγής προκύπτει ότι οι ενδιάμεσες μισθωτικές παρατάσεις όπως αναφέρονται σ' αυτή (αγωγή) συνήφθησαν από τους ανωτέρω - όπως αναλυτικώς μνημονεύθηκε ειδικούς - καθολικούς διαδόχους των αρχικών εκμισθωτών οι οποίοι είχαν καταστεί τοιούτοι κατά τον αντίστοιχο χρόνο που ελάμβανε χώρα η σχετική συμφωνία παράτασης. Εν όψει των ήδη εκτεθέντων η αγωγή ήταν ωρισμένη και περιελάμβανε τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις στοιχεία. Για δε την πληρότητα αυτής δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται σ' αυτήν: α) πως έγινε η αποποίηση της κληρονομίας της Α. Ρ. εκ μέρους της μητρός της Κ. Ρ., αφού σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1856 ΑΚ αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία η επαγωγή θεωρείται ότι δεν έγινε προς εκείνον που αποποιήθηκε και η κληρονομία επάγεται σε αυτόν που θα κληθεί αν εκείνος που αποποιήθηκε ζούσε κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου. Έτσι αφού στην αγωγή, αναφέρεται ότι η Κ. Ρ. (μητέρα της Α. Ρ. ) αποποιήθηκε την κληρονομία, η επαγωγή της κληρονομίας της Α. Ρ. θεωρείται ότι δεν έγινε προς αυτήν (Κ. Ρ. ) και η εν λόγω κληρονομία, όπως αναφέρεται στην αγωγή, επήχθη στους ενάγοντες, δηλαδή τον άνδρα της Α. Ρ. (Κ. Π. ) και τα αδέλφια της Θ. Ρ. και Σ. Κ. β) Επίσης δεν ήταν αναγκαίο, κατά τη ήδη εκτεθέντα, να αναφέρεται ότι οι κληρονόμοι της Α. Ρ. (μη εχούσης κατιόντες) δηλαδή ο σύζυγός της (πρώτος αναιρεσιβλήτων) και οι αδελφοί της (δεύτερος και τρίτη των αναιρεσιβλήτων) μετέγραψαν την αποδοχή της κληρονομίας της εκμισθώτριας (Α. Ρ. ), διότι αρκούσε μόνον το στοιχείο της αποδοχής της κληρονομίας της εκμισθώτριας κατά τα ήδη εκτεθέντα. Κατ' ακολουθίαν τούτων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και του υπό στοιχείου Α των προσθέτων από 15-12-03 λόγων με τους οποίους όπως ορθώς εκτιμώνται προβάλλονται αιτιάσεις κατά της προσβαλλομένης από το άρθρο 558 §14 ΚΠολΔ για το ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο ήτοι δεν απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή με το άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι: «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 62/1990, 17/1995). Στην περίπτωση ειδικότερα που η αδράνεια ασκήσεως του δικαιώματος συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να παρακαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αλλ' αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Η άσκηση του δικαιώματος σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξάλλου ο αποκτών συμβατικώς την κυριότητα ακινήτου αναδέχεται το δικαίωμα στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως συνεπώς και με το βάρος των ενστάσεων που θα μπορούσαν να προταθούν κατ' αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το παραδεκτώς κατά το άρθρο 561 §2 ΚΠολΔ επισκοπούμενο δικόγραφο των προτάσεων τις οποίες ο αναιρεσείων κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προέβαλε τον ισχυρισμόν περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής εκ μέρους των ήδη αναιρεσιβλήτων, τον οποίον και επανέφερε παραδεκτώς με το δικόγραφο της από 11-9-2002 εφέσεως, την οποίαν άσκησε κατά της εκκαλουμένης υπ' αριθμ. 3030/2002 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Ο αναιρεσείων, επικαλέσθηκε προς στήριξη του μνησθέντος ισχυρισμού του τα εξής: Ότι οι αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους Π. και Ι. Ρ. και Α. Ρ. σε όλες τις επί μέρους ανανεώσεις της συναφθείσης αρχικώς από 8-9-1969 συμβάσεως μισθώσεως του αναφερομένου στην αγωγή μισθίου ακινήτου (κατάστημα με αποθήκη και πατάρι στη Πανεπιστημίου 44 και Χαριλ. Τ. ), ήτοι στις ανανεώσεις της 1-10-1979, 4-10-1982, 1-11-1985, 1-10-1988, 21-10-1991 και 2-12-1994, υπόσχονταν σ' αυτόν (αναιρεσείοντα-μισθωτή) ότι δεν πρόκειται να ζητήσουν την αποβολή του εκ του μισθίου ακινήτου μέχρι το έτος 2006, οπότε αυτός θα συνταξιοδοτείτο. Ότι εν όψει της τοιαύτης υποχρεώσεως των εκμισθωτών (εναγόντων και μνησθέντων δικαιοπαρόχων τους): 1) κατέβαλε σ' αυτούς κατά τις ως άνω ημερομηνίες την 1-10-1979 δραχ. 140.000, την 4-10-1982, δραχ. 200.000, την 1-11-1985 δρχ. 240.000, την 1-10-1988 δραχ. 300.000, την 21-10-1991 δραχ. 1.260.000 και, την 2-12-1994 δραχ. 3.600.000, ποσά τα οποία ζητούσαν απ' αυτόν (αναιρεσείοντα) οι ανωτέρω και κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες εκμισθωτές, για «αέρα» του καταστήματος και τα οποία δεν επέστρεψαν ποτέ σ' αυτόν. 2) προέβη σε εκποίηση τεσσάρων διαμερισμάτων, ιδιοκτησίας αυτού και της συζύγου του, δυο το έτος 1987 με τα υπ' αριθμ. 17414 και 4920 του Συμ/φου Ζ. και το δεύτερο του Συμ/φου Σ., το τρίτο με το υπ' αριθμ. 8 συμβόλαιο της συμβ/φου Μ. Π. και το τέταρτο το έτος 1999 με το υπ' αριθμ. 11.362 συμβόλαιο της συμβ/φου Κ., αντί συνολικού τιμήματος 55.000.000 δραχ. και με τα χρήματα αυτά ανακαίνισε το μίσθιο κατάστημα. Στη συνέχεια προέβη: 1) σε επένδυση της εξωτερικής πρόσοψης του καταστήματος με γρανίτες, μετέτρεψε τις βιτρίνες σε περίτεχνες μαρμάρινες κατασκευές και 2) επένδυσε τους εσωτερικούς τοίχους του μισθίου με μάρμαρο και ύφασμα και αντικατέστησε τα πατώματα, τις εσωτερικές βιτρίνες, τον φωτισμό και τον κλιματισμό του μισθίου καταστήματος. Και ότι παρά τις ως άνω επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των εναγόντων και των δικαιοπαρόχων τους, ότι δεν θα ζητήσουν απ' αυτόν την αποδοχή του μισθίου μέχρι και 2006 (χρόνο συνταξιοδότησής του) και παρά τα υπέρογκα ποσά που τους κατέβαλε και εδαπάνησε στο μίσθιο εκποιήσας σημαντικήν περιουσίαν αυτού και της συζύγου του, οι ενάγοντες κατά τρόπον αντιβαίνοντα προφανώς την καλή πίστη και τον οικονομικόν και κοινωνικόν σκοπόν του δικαιώματος άσκησαν κατ' αυτού την κρινόμενη αγωγή (περί αποδόσεως του μισθίου λόγω λήξεως της μισθώσεως). Ο ανωτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος (εναγομένου) με το εκτεθέν περιεχόμενόν του, ήταν νόμιμος και περιελάμβανε όλα τα απαιτούμενα περιστατικά για την θεμελίωσή του στο άρθρο 281 ΑΚ. Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο με βάση τα ως άνω περιστατικά, τα οποία δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό, έσφαλε γι' αυτό και πρέπει κατά παραδοχήν ως βασίμου του εβδόμου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο αποδίδεται αιτίαση από το άρθρο 559 §1 ΚΠολΔ να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3339/03 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών συντεθέμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποίαν ορίζει στο ποσόν των χιλίων τριακοσίων (1300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Απριλίου 2004.
Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου