
Ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που ...
πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης.
Διατάξεις:
ΑΚ: 361, 594
ΚΠολΔ: 522, 535, 536, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 11,
ΠΔ: 34/1995 άρθ. 15,
(ΦΑΝΙΑ)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 π.δ. 34/1995), ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το παρεχόμενο δικαίωμα στον εκμισθωτή προς άμεση καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, εξαρτάται από το ότι ο μισθωτής αφενός α) χρησιμοποιεί το μίσθιο, όχι με την επιμέλεια που απαιτούν οι συναλλαγές ή β) χρησιμοποιεί τούτο όχι όπως συμφωνήθηκε, με τους όρους της σύμβασης και αφετέρου εξακολουθεί να εμμένει στην κακή ή αντισυμβατική χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή. Ειδικότερα ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε η ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.
Αριθμός 1041/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γ. Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη και Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Μ. Ψ., για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ., κατοίκου Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Καρατζογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Μ., κατοίκου Πατρών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Λεπίδα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Φεβρουαρίου 2001 αγωγή του αρχικού ενάγοντος και ήδη αποβιώσαντος Ν. Κ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1033/2002 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 643/2004 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29 Νοεμβρίου 2004 αίτησή του και τους από 28 Δεκεμβρίου 2005 πρόσθετους λόγους αυτής.Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Α. Π.ανέγνωσε την από 27 Ιανουαρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή τους και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 π.δ. 34/1995), ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το παρεχόμενο δικαίωμα στον εκμισθωτή προς άμεση καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, εξαρτάται από το ότι ο μισθωτής αφενός α) χρησιμοποιεί το μίσθιο, όχι με την επιμέλεια που απαιτούν οι συναλλαγές ή β) χρησιμοποιεί τούτο όχι όπως συμφωνήθηκε, με τους όρους της σύμβασης και αφετέρου εξακολουθεί να εμμένει στην κακή ή αντισυμβατική χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή. Ειδικότερα ο μισθωτής θεωρείται ότι μεταχειρίζεται το μίσθιο «όχι όπως συμφωνήθηκε» και όταν μεταχειρίζεται τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς ρητό απαγορευτικό όρο της σύμβασης. Η προηγούμενη δε έγγραφη ή προφορική διαμαρτυρία του εκμισθωτή, μπορεί, ως μη υποκείμενη σε ορισμένο τύπο, να περιέχεται και στην προς απόδοση του μισθίου ασκηθείσα και ως καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης ισχύουσα αγωγή (άρθρο 662 ΚΠολΔ), οπότε η εμμονή του μισθωτή μέχρι την πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτησή της στην απαγορευμένη ή αντισυμβατική χρήση του μισθίου, ιδρύει το παρεχόμενο στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη δε η ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα της αιτιολογίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Δυνάμει του από 10-4-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού ο αρχικός ενάγων Ν. Κ. εκμίσθωσε στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ένα ισόγειο κατάστημα επί της πλατείας ΧΧΧ στην Πάτρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως καφενείο-ουζερί ή καφετέρια. Η μίσθωση συμφωνήθηκε για χρονικό διάστημα έξι ετών και το μίσθωμα σε 150.000 δρχ. μηνιαίως προσαυξανόμενο κατά τα οριζόμενα στο συμφωνητικό. Το μίσθιο ευρίσκεται σε παλαιά διώροφη οικοδομή, που έχει ανεγερθεί κατά το έτος 1930 περίπου και στην οποία κατοικούσε ο εκμισθωτής και ήδη μετά τον θάνατό του διαμένει ο υιός του Γ. και ήδη αναιρεσείων που συνεχίζει τη δίκη, με τη μητέρα του. Ο εκμισθωτής άσκησε την από 19-2-2001 αγωγή (επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση) με την οποία κατήγγειλε τη μίσθωση για κακή χρήση του μισθίου και ειδικότερα, πλην των άλλων διότι παρά τις διαμαρτυρίες του δεν τοποθέτησε κατάλληλο απορροφητήρα και καπνοδόχο για τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις που προκαλούνται από την παρασκευή διάφορων εδεσμάτων για την πελατεία του καταστήματος, ενώ τοποθέτησε στον ακάλυπτο χώρο μηχάνημα κλιματισμού με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επιβλαβείς καταστάσεις και θέματα ασφαλείας για τον ίδιο και τους γείτονες. Περαιτέρω, όπως ελέχθη, το μίσθιο χρησιμοποιείτο ως καφενείο-ουζερί. Για την εύρυθμη λειτουργία του ήταν αναγκαία η παρασκευή εδεσμάτων (μεζέδες από τηγανητές πατάτες, κεφτεδάκια, κολοκυθάκια κ.ά.), καθώς και η χρησιμοποίηση κλιματιστικού. Για την αντιμετώπιση των αναθυμιάσεων και οσμών που δημιουργούνταν από την παρασκευή των εδεσμάτων η μισθώτρια τοποθέτησε κατασκεύασμα διοχέτευσης αυτών (φουγάρο) προς τον ακάλυπτο χώρο. Επίσης, στον ίδιο (ακάλυπτο) χώρο τοποθέτησε και τον κινητήρα για τη λειτουργία του κλιματιστικού. Από τις εκπομπές των οσμών προκαλούνταν ενοχλήσεις στους ενοίκους που διέμεναν πάνω από το μίσθιο, δηλαδή στον αναιρεσείοντα και τη μητέρα του, ομοίως δε και η τοποθέτηση του κινητήρα του κλιματιστικού δημιουργούσε θόρυβο αλλά και πρόβλημα ασφαλείας της οικοδομής, διότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σκαλοπάτι πρόσβασης στο μπαλκόνι της οικίας του αναιρεσείοντος. Ο τελευταίος ζήτησε τη μετατόπιση τόσο του κλιματιστικού όσο και του κατασκευάσματος απορρόφησης των εκπομπών, χωρίς όμως και να συμφωνήσει ή έστω να υποδείξει άλλη κατάλληλη για τη χρήση τους θέση. Μόλις κοινοποιήθηκε η ένδικη αγωγή η αναιρεσίβλητη μισθώτρια απέστειλε την από 7-3-2001 εξώδικη δήλωση στον αρχικό ενάγοντα (επεδόθη την 12-3-2001) και αφού ισχυριζόταν ότι ο τελευταίος αντιδρούσε στην τοποθέτηση καπνοδόχου σε οποιοδήποτε δυνατό σημείο του μισθίου, τον καλούσε να της υποδείξει τα σημεία που συμφωνούσε να τοποθετηθεί η καπνοδόχος, καθώς και η συσκευή κλιματισμού. Στην πρόσκληση αυτή της μισθώτριας ο εκμισθωτής ουδεμία απάντηση έδωσε. Στη συνέχεια και πριν από τη συζήτηση της ένδικης αγωγής, που είχε ορισθεί για την 27-3-2001 (και που ανεβλήθη για την 25-9-2001), απεβίωσε ο αρχικός ενάγων Ν. Κ. και στη θέση του υπεισήλθε ο ήδη αναιρεσείων υιός του, που μέχρι τότε είχε την ψιλή κυριότητα του μισθίου. Ο τελευταίος απέστειλε την από 26-4-2001 εξώδικη δήλωση στη μισθώτρια (επεδόθη την 27-4-2001), με την οποία, αφού επαναλάμβανε όσα ιστορούνταν στην αγωγή, της γνωστοποιούσε ότι συνεχίζει τη δίκη και την καλούσε να καταβάλει σε αυτόν τα μισθώματα. Η μισθώτρια απέστειλε νέα εξώδικη δήλωση στον διάδοχο του εκμισθωτή (επεδόθη την 14-5-2001) και ζήτησε να της υποδείξει τα σημεία που συμφωνεί να τοποθετηθούν η καπνοδόχος και το κλιματιστικό αλλά αυτός δεν απάντησε. Από όσα έχουν εκτεθεί παραπάνω προκύπτει ότι η κατά τον τρόπο αυτό χρήση του μισθίου ήταν η συνήθης για καταστήματα του ίδιου τύπου και σύμφωνη με τη μισθωτική σύμβαση, συνεπαγόταν δε αναγκαίως τη χρησιμοποίηση συσκευών για το ψήσιμο εδεσμάτων και τον κλιματισμό του καταστήματος. Από τη χρησιμοποίηση των συσκευών αυτών ήταν αναπόφευκτη η εκπομπή οσμών, αναθυμιάσεων και θορύβων, που προκαλούσαν σχετικές ενοχλήσεις προς τους ενοίκους της οικοδομής. Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος όμως περί της επικαλούμενης μη επιμελούς χρήσεως του μισθίου και ιδίως ότι η μισθώτρια επέμενε στην κακή χρήση παρά τις διαμαρτυρίες του δεν είναι βάσιμος. Η τελευταία αμέσως μόλις ασκήθηκε η ένδικη αγωγή ζήτησε εγγράφως από τον αρχικό ενάγοντα να συμφωνήσει σε κοινώς αποδεκτή λύση ως προς την τοποθέτηση της καπνοδόχου και του κλιματιστικού και το ίδιο επανέλαβε και μετά την επεισέλευση του ήδη αναιρεσείοντος στη δίκη, χωρίς όμως να λάβει οποιαδήποτε απάντηση, γεγονός που αποδεικνύει αφενός μεν ότι οι κατά τα άνω εγκαταστάσεις εκ μέρους της αναιρεσίβλητης ήταν οι τεχνικώς ενδεδειγμένες, επίσης δε, έλλειψη εμμονής της στην κακή χρήση μετά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή και αφετέρου ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του τελευταίου (που δεν συνεπικουρείται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία) ότι η μισθώτρια απέφυγε να εγκαταστήσει καπνοδόχο για να μην επιβαρυνθεί οικονομικά. Έτσι, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κακής χρήσεως του μισθίου, δεν υφίστατο το παρεχόμενο για την αιτία αυτή στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, κατά παραδοχή της έφεσης της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης μισθώτριας εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που αποφάνθηκε αντιθέτως και απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος εκμισθωτή. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτή σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Επομένως οι δύο μοναδικοί λόγοι του κυρίως δικογράφου με τους οποίους αποδίδονται στο Εφετείο οι αιτιάσεις από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΙΙ.Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν κατά παραδοχή ως βασίμου λόγου έφεσης εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα ζητήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως προς οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν κρίνεται αγωγή που έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται στις διατάξεις της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που πλήττονται με την έφεση αλλά εκτείνεται, χωρίς ειδικό παράπονο, κατ' εξαίρεση των απαγορευτικών διατάξεων των άρθρων 12 και 13 του ΚΠολΔ και στις βάσεις που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Εξάλλου, ως πράγματα, η παράλειψη λήψης υπόψη των οποίων ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης νοούνται και οι βάσεις της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο του, παραδεκτά ασκηθέντος, κατ΄άρθρο 569 παρ. 2 ΚΠολΔ, δικογράφου των προσθέτων, αποδίδει στο Εφετείο την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι ενώ απέρριψε την αγωγή απόδοσης του μισθίου κατά την κύρια βάση της, αναγόμενη σε κακή χρήση αυτού (άρθρο 594 ΑΚ), δεν ερεύνησε αυτή κατά την επικουρική βάση της, αναγόμενη σε αντισυμβατική χρήση αυτού (άρθρο 361 ΑΚ). Με την κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά επισκοπείται (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), ο αναιρεσείων εκμισθωτής ζήτησε την κατ' άρθρο 594 ΑΚ απόδοση του μισθίου λόγω καταγγελίας της μίσθωσης για κακή χρήση αυτού και ειδικότερα διότι παρά τις διαμαρτυρίες του η αναιρεσίβλητη μισθώτρια δεν τοποθέτησε κατάλληλο απορροφητήρα και καπνοδόχο για τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις που προκαλούνται από την παρασκευή διαφόρων εδεσμάτων για την πελατεία του καταστήματος ενώ παράλληλα τοποθέτησε στον ακάλυπτο χώρο μηχάνημα κλιματισμού με αποτέλεσμα να δημιουργούνται επιβλαβείς καταστάσεις και θέματα ασφάλειας για τον ίδιο και τους γείτονες. Η αγωγή αυτή και όσον αφορά το ως άνω περιεχόμενο έχει μία και μόνο βάση, στηριζόμενη στην, με τις προαναφερθείσες μορφές εμφανιζόμενη, διάταξη του άρθρου 594 ΑΚ, η οποία και αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας τόσο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και από το Εφετείο και συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης περί μη εξέτασης από το Εφετείο της επικουρικής βάσης της αγωγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός αυτός λόγος, θα πρέπει στο αναιρετήριο να αναφέρεται α) ποιες είναι οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν και τις οποίες έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας β) ο ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η εκ του αριθμού 11 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, ότι έλαβε υπόψη μη επικαλούμενο και προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την από 5-2-2003 αγωγή της αναιρεσίβλητης, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, διότι ο αναιρεσείων δεν εκθέτει στον αναιρετήριο τον ισχυρισμό για τον οποίο έλαβε υπόψη το αποδεικτικό αυτό μέσο.
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, όπως είναι, σύμφωνα με το άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα και η εξέταση των διαδίκων. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων, προσάπτεται από τον αναιρεσείοντα στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του την, χωρίς όρκο, εξέτασή του στο ακροατήριο του πρωτόδικου δικαστηρίου και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου του άρθρου559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το αγωγικό αίτημα περί απόδοσης της χρήσης του μισθίου, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα «και τις διευκρινίσεις (αντί του ορθού χωρίς όρκο εξέταση) που παρέσχε ο ενάγων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο». Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-11-2004 αίτηση του Γ. Κ. για αναίρεση της 643/2004 απόφασης του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε επτακόσια (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2006.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 24 Μαίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου