Προβληματισμός: Εκδικάζεται το έτος 2011 υπόθεση χρέους προς το Δημόσιο, που δημιουργήθηκε από επιχείρηση που ο κατηγορούμενος διατηρούσε το έτος 1993. Είναι δίκαιο να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος για χρέος προ 18 ετών, ακόμη και αν πράγματι το οφείλει; Σε εκτέλεση εντολής του Υπουργείου Οικονομικών, το έτος 2001 διατάσσεται η κατά τόπον ΔΟΥ να ελέγξει μερίδα ΑΦΜ. Καλεί τον φορολογούμενο να προσέλθει μετά των φορολογικών στοιχείων της επιχείρησης, η λειτουργία της οποίας έχει, στο μεσοδιάστημα, παύσει. Ως αποτέλεσμα του ελέγχου, η ΔΟΥ επιβάλλει πρόστιμο στον κατηγορούμενο, το οποίο ο τελευταίος, όντας ήδη άνεργος, φυλακισμένος, βαριά ασθενής, κάτοικος άλλης χώρας πλέον ή … αρνείται ή αδυνατεί να καταβάλει. Βεβαιώνεται η οφειλή ως χρέος προς το Δημόσιο και ο κατηγορούμενος παραπέμπεται ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Η οφειλή έχει παραγραφεί; Γιατί τα Δικαστήρια εμμένουν στην άποψη της μη παραγραφής;
Ι. Ποινική παραγραφή σύμφωνα με το χρόνο τέλεσης κατά το Διοικητικό Δίκαιο: Σύμφωνα με το 25παρ.1,7 του Ν.1882/1990 ως ισχύει με το Ν.3888/2010 και 3943/2011 «1. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. … 7. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής». Αναφορά στο χρόνο τέλεσης δεν γινόταν στο προηγούμενο άρθρο 25, ως ίσχυε με το Ν.3220/2004(1). Ωστόσο, τούτο προκύπτει από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 25(2), όπου γίνεται αναφορά για την τετράμηνη καθυστέρηση καταβολής του χρέους προς το δημόσιο(3). Η αρχική τροποποίηση του άρθρου με το Ν.2523/1997 όριζε διαφορετικούς χρόνους τέλεσης, αναλόγως του είδους του χρέους(4). Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 25 Ν.1882/1990 ως ίσχυε με το Ν.2523/1997 «7. Ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση»(5). Κατά την αρχική μορφή του άρθρου 25παρ.1 Ν.1882/1990 «1. Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφ` όσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται».
ΙΙ. Ληξιπρόθεσμο - Περιπτωσιολογία διοικητικών προθεσμιών και παραγραφών: Με το καθεστώς του Ν.1882/1990 στην αρχική του μορφή(6), ο χρόνος τέλεσης του ποινικού αδικήματος μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο τοποθετείται στη λήξη του διμήνου για τις εφάπαξ καταβολές και των τριών δόσεων στα με δόσεις καταβλητέα χρέη. Από τη χρονική εκείνη στιγμή ήρχετο η πενταετή παραγραφή του χρέους(7). Η τροποποίηση που επήλθε με το Ν.2523/1997 επιμήκυνε την ποινική παραγραφή, τοποθετώντας το χρονικό σημείο έναρξης της μετά την παραγραφή της διοικητικής οφειλής (8). Με το καθεστώς του Ν.3220/2004 επανέρχεται η πενταετής παραγραφή, που άρχεται μετά την παρέλευση του τετραμήνου προς καταβολή του χρέους.(9) Αν και κατά το όρθρο 86 παρ.1 και 2 του Ν.2362/1995(10) ¨Περί δαπανών λογιστικού ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις¨ προβλέπεται ότι, «Καμία χρηματική απαίτηση του δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη δημόσιο έσοδο στην αρμόδια ΔΟΥ ή το αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή έννοια)(11). Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία τοιαύτη βεβαίωση. Η χρηματική απαίτηση του δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφετε μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη», ωστόσο, ορθότερα, τούτο δεν θα πρέπει να επηρεάζει την ποινική παραγραφή, που από μόνη της υπακούει στις διατάξεις του Π.Κ.. Αποτελεί πρόβλεψη που κινείται καθαρά στο χώρο του Διοικητικού Δικαίου, άλλως καταστρατηγείται η πενταετής παραγραφή του ποινικού αδικήματος που ισχύει. Την ίδια στιγμή βέβαια, στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η παραγραφή των απαιτήσεων σε βάρος του δημοσίου συμπληρώνεται μετά από πενταετία ή βραχύτερα …, εισάγοντας ουσιαστικά ο νόμος δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Στην ίδια κατεύθυνση τοποθετείται η πρόβλεψη στο άρθρο 10 Ν.3943/2011(12), σύμφωνα με το οποίο «7. Με απόφαση του Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από εισήγηση της αρμόδιας για τον οφειλέτη φορολογικής αρχής, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη και μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 5 και εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οφειλή που έχει καταχωρισθεί κατά τα ανωτέρω στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης διαγράφεται από τα βιβλία αυτά και επανεγγράφεται στα βιβλία των εισπράξιμων, εάν σε χρονικό διάστημα είκοσι ετών από την εγγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε περιουσιακό στοιχείο από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο που καλύπτει μερικά ή ολικά την οφειλή. Κατά το χρονικό διάστημα από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης μέχρι και την ημερολογιακή λήξη του εικοστού έτους από αυτή, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της, δεν χορηγείται φορολογική ενημερότητα στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα για οποιαδήποτε αιτία, δεσμεύονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν.2523/1997 και δεν χορηγούνται πιστοποιητικά για μεταβίβαση ή απόκτηση περιουσιακών στοιχείων». Στη διάταξη αυτή του άρθρου ορίζεται η μέγιστη προβλεπόμενη από τον Α.Κ. παραγραφή για κάθε βεβαιωμένη και ληξιπρόθεσμη, κατά τον ΚΕΔΕ, οφειλή (άρ.10 παρ.1Ν.3943/2011), που υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή. Επιχείρημα εκ της διατάξεως αυτής αποτελεί το γεγονός ότι, η πενταετής παραγραφή πρέπει να άρχεται αμέσως μετά την παράλειψη καταβολής χρέους, καθώς σε περίπτωση που αυτή ξεκινάει μετά την παραγραφή της οφειλής, η πενταετία μπορεί να αρχίσει να υπολογίζεται μετά την παρέλευση της εικοσαετίας που αποτελεί το maximum που αναγνωρίζεται στο Δίκαιό μας. Ο φορολογούμενος, βέβαια, υπόκειται και στα λοιπά αναφερόμενα «εκβιαστικά» μέτρα του δημοσίου (13), ώστε ελεύθερα φυλακισμένος να υποστεί την μετά από είκοσι έτη εκτέλεση του δημοσίου. Το πότε μία οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη ορίζεται στο άρθρο 5 του ν.δ.356/1974 περί ΚΕΔΕ (14). Σύμφωνα με αυτό, τα εφάπαξ χρέη καθίστανται ληξιπρόθεσμα την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Τα χρέη σε δόσεις την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να καταβληθεί κάθε δόση, σύμφωνα με τις σχετικές φορολογικές ή άλλες διατάξεις. Αν η βεβαίωση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας πληρωμής της πρώτης ή οποιασδήποτε επόμενης δόσης, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα πληρωμής της δόσης, που λήγει μετά τη βεβαίωση.
Α.ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΟΦΕΙΛΕΣ - ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ
Όπως αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο στο άρθρο 68 περί παραγραφής της Τελωνειακής Οφειλής, του Καν.ΕΚ0450/2008 για την θέσπιση του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα «1. Δεν γνωστοποιείται τελωνειακή οφειλή στον οφειλέτη μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. 2. Αν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί ως αποτέλεσμα πράξης η οποία, κατά τη στιγμή της διαπράξεώς της, εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, η τριετής προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο 1 παρατείνεται σε δέκα έτη. 3. Εάν ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 23, οι προθεσμίες που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναστέλλονται από τη στιγμή άσκησης της προσφυγής και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής. 4. Όταν η υποχρέωση για μία τελωνειακή οφειλή έχει αναβιώσει, σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 5, οι προθεσμίες που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αναστέλλονται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επιστροφής ή διαγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 84, και μέχρι να ληφθεί απόφαση σχετικά με την εν λόγω επιστροφή ή διαγραφή». Ήδη, πάντως, με την ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, διακρίνεται η ποινική από την διοικητική διαδικασία. Η διοικητική παραγραφή παρατείνεται στα δέκα έτη, αν η κοινοτική τελωνειακή παράβαση αποτελεί ταυτοχρόνως και ποινικό αδίκημα. Επομένως, προβληματικό, κατά τη γνώμη μας, είναι το γεγονός ότι στο ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, προβλέπεται ποινική παραγραφή και χρόνος τέλεσης κατά το συμφέρον του διωκτικού μηχανισμού που κωλυσιεργεί να προβεί σε ελέγχους, τη στιγμή που ο φορολογούμενος, αν τέλεσε φορολογική παράβαση, την τέλεσε σε προγενέστερη χρονική στιγμή και όχι κατά τη στιγμή του φορολογικού ελέγχου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα (Ν.2960/2001 ως ισχύει με Ν.3583/2007), η τελωνειακή οφειλή, από τη στιγμή που γεννάται(15), παραγράφεται κατά τα ειδικότερα στο Ν.2362/1995, που ως νόμος εφαρμόζεται επί δημοσίων υπηρεσιών, ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στη Γενική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ)), με εξαίρεση το Ταμείο του ν.3864/2010 (ΦΕΚ 119 Α) και τις εταιρείες στις οποίες το Δημόσιο αν και πλειοψηφών μέτοχος, δεν ασκεί τη διοίκηση και διαχείριση τους. Εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, αν και δεν προβλέπεται, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ωστόσο εισάγει άλλο χρόνο παραγραφής από τον Κοινοτικό Τελωνειακό Κώδικα, κάτι που επίσης καταδεικνύει την αυθαιρεσία του εσωτερικού νομοθέτη. Με το καθεστώς του Ν.2362/1995 (βλ.ανωτέρω), λοιπόν, αν τα διωκτικά όργανα δεν προβούν σε βεβαίωση της απαιτήσεως, η τελωνειακή παράβαση και οφειλή του ιδιώτη δεν πρόκειται να παραγραφεί ποτέ. Αν μεσολαβήσει βεβαίωση του χρέους, η παραγραφή κατά το Ν.2362/1995 παραγράφεται εντός πενταετίας από το επόμενο οικονομικό έτος, δύναται όμως να αγγίξει την εικοσαετία με τις προϋποθέσεις του άρ.10 Ν.3943/2011. Αντιθέτως, αν για την ίδια παράβαση εφαρμόζεται ο Κοινοτικός Τελωνειακός Κώδικας, ο διωκτικός μηχανισμός πρέπει να κινηθεί άμεσα, καθώς προβλέπεται λελογισμένη χρονική περίοδο παραγραφής, ασχέτως του αν αποτελεί και ποινικό αδίκημα η πράξη του ιδιώτη. Β. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (Άρθρο 84 Ν.2238/1994)
Η κοινοποίηση φύλλων ελέγχου η πράξεων επιβολής φόρου στη φορολογια εισοδηματος παραγράφεται μετά από πάροδο πενταετίας (άρθρο 84 Ν.2238/1994). Η πενταετία εφαρμόζεται από το οικονομικό έτος 1996 (πριν ήταν δεκαετία). Ως πρώτος χρόνος παραγραφής θεωρείται ο επόμενος του έτους μέσα στο οποίο έπρεπε να υποβληθεί η δήλωση. Επομένως ως πρώτο έτος της πενταετίας για το οικονομικό έτος 1996 είναι το έτος 1997 και συνεπως οι υποθέσεις αυτές παραγράφονται την 31.12.2002.
Η παραγραφή είναι δεκαετής: Αν η μη ενάσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου οφείλεται σε: α) πρόθεση πράξης ή παράλειψη του φορολογούμενου η του αρμόδιου φορολογικού οργάνου, β) συμπληρωματικά στοιχεία που ήλθαν σε γνώση του προισταμένου Δ.Ο.Υ. τα ποσά υπερβαίνουν αυτά που περιλήφθηκαν στο αρχικό φύλλο ελέγχου. Αν τα στοιχεία αυτα περιέρχονται στον τελευταίο χρόνο παραγραφής, ο χρόνος αυτός παρατείνεται για ένα ετος, γ) δήλωση που υποβλήθηκε η εάν τα έντυπα ή καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδειχθούν ανακριβή.
Η παραγραφή είναι δεκαπενταετής Αν δεν υποβληθεί δήλωση φόρου εισοδήματος η παρακρατούμενων φόρων απο τη λήξη της προθεσμίας προς υποβολή δήλωσης. Πως προσμετράται ο χρόνος για την παραγραφή (Ν.2717/1999 αρθρο 60): Ο φορολογούμενος π.χ. για τη χρηση 2000 ειχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης το 2001, επομένως ο χρόνος παραγραφής ξεκινά από το (πρώτο) έτος 2002 και λήγει την 31.12.2006 (πενταετία).
1. Η παραγραφή στο Φ.Π.Α. κοινοποίησης πράξεων είναι πενταετής. 2. Κατ’ εξαίρεση υπάρχει δεκαετής παραγραφή εφόσον: α) δεν υποβλήθηκε περιοδική η εκκαθαριστική δήλωση, β) η μη άσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου εν όλω η εν μέρει οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη απο πρόθεση του υπόχρεου στο φόρο και σύμπραξη του αρμοδίου φορολογικού οργάνου, γ) αφορά συμπληρωματική πράξη που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 49. 3. Σε περίπτωση υποβολής της περιοδικής η εκκαθαριστικής δήλωσης κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους της παραγραφής, το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηηση της πράξης του άρθρου 49 παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης. 4. Χρέη απο Φ.Π.Α. παραγράφονται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικον. έτους μέσα στο οποίο έγιναν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά.
Παράταση παραγραφής Εγκ. 1006/17.1.2011
Παράταση παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου, επιβολή φόρου, τελών εισφορών. Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 7 του Ν.3888/2010, και άρθρο 4 παρ. 7 του Ν.3899/2010 η προθεσμία παραγραφής για όλα τα φορολογικά αντικείμενα (εισόδημα, κεφάλαιο ΦΠΑ κ.λπ) που εληξε την 31.12.2010. Παρατείνεται μεχρι 31.12.2011.
Γ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΣΤΟ Φ.Π.Α. (Αρθρο 57 Ν.2859/2000)
Ι.ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ----------------------------------------------------------------------------- ΧΡΗΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ----------------------------------------------------------------------------- 1990-1991 Μέχρι 31.12.2002
--------------------------------------------------------------------------------- 1992-1997 Μέχρι 31.12.2003 (ή μέχρι 27.2.2004) -------------------------------------------------------------------------------------- 1998-1999 Μέχρι 31.12.2005 ---------------------------------------------------------------------------------- 2000-2003 Μέχρι 31.12.2010 (παρατείνεται μέχρι 31.12.2011) -------------------------------------------------------------------------------------------- 2004 Μέχρι 31.12.2010 (παρατείνεται μέχρι 31.12.2011 -------------------------------------------------------------------- 2005 Μέχρι 31.12.2011 ---------------------------------------------------------------------------------------
Δ. ΠΛΑΣΤΑ - ΕΙΚΟΝΙΚΑ - ΝΟΘΕΥΜΕΝΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Διετής παράταση παραγραφής: Με τις διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 22 του Ν.3212/2003, θεσπίστηκε η παράταση της παραγραφής για 2 επιπλέον έτη πέραν του χρόνου που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις επί υποθέσεων πλαστών εικονικών, νοθευμένων φορολογικών στοιχείων, εφόσον μέχρι τον ανωτέρω χρόνο έχουν ήδη εκδοθεί και κοινοποιηθεί οι οικείες αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. Η παράταση αφορά τις χρήσεις που βαρύνονται με τις παραβάσεις αυτές, περαιτέρω όμως μετατίθεται η παραγραφή και των επόμενων χρήσεων για τις οποίες ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής είναι προγενέστερος από το νέο (παραταθέντα) χρόνο παραγραφής, ώστε τελικά να υπάρχει ταυτόχρονη παραγραφή. Διετής παράταση παραγραφής: Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 22 του Ν.3212/03 θεσπίστηκε διετής παράταση της παραγραφής και για τις περιπτώσεις που έχουν επιδοθεί εκθέσεις κατάσχεσης ανεπίσημων βιβλίων και στοιχείων μέχρι τον προβλεπόμενο από τις οικείες διατάξεις χρόνο παραγραφής. Στις περιπτώσεις αυτές, η παράταση της παραγραφής καταλαμβάνει.
Ε. ΚΑΤΑΣΧΕΘΕΝΤΑ ΑΝΕΠΙΣΗΜΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Τόσο τις χρήσεις κατά τις οποίες έγινε η κατάσχεση καθώς και τις επόμενες αυτών, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα για τις περιπτώσεις πλαστών-εικονικών νοθευμένων φορολογικών στοιχείων, όσο και τις προηγούμενες από την κατάσχεση χρήσεις για τις οποίες δεν είχε ή δεν είχε ή δεν έχει επέλθει παραγραφή κατά το χρόνο της κατάσχεσης.
- Επι μη υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, το δικαίωμα του δημοσίου για επιβολή φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο 15 ετών από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της δήλωσης (σχετ. άρθρο 84 του ν. 2238/94).
- Στο Φ.Π.Α., επί μη υποβολής περιοδικής η εκκαθαριστικής δήλωσης, ο χρόνος παραγραφής είναι 15 έτη για χρήσεις μέχρι 1994 και 10 έτη για χρήσεις 1995 και επόμενες απο το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επιδόση της εκκαθαριστικής δήλωσης (σχετ. αρθρο 57 του ν.2859/2000) . Σημείωση: Πέραν των ως άνω αναφερόμενων, υφίστανται και άλλες ειδικές περιπτώσεις με διαφορετικές προθεσμίες παραγραφής (π.χ. έκδοση συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου, φορολογία χαρτοσήμου κλπ).
Σύμφωνα με το άρθρο 86 ΚΕΔΕ η παραγραφή χρεών προς το Δημόσιο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε ετών από τη λήξη του οικον. έτους που έγινε η βεβαίωση. Χρέη προς το Δημόσιο απο ΦΠΑ παραγράφονται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους του οποίου κατέστησαν ληξιπρόθεσμα (άρθρο 57 Ν.2859/2000 περί ΦΠΑ).
Στο άρθρο 86παρ.3 ΚΕΔΕ αναφέρονται και άλλες περίπτωσεις παραγραφής χρεών προς το Δημόσιο σε μεγαλύτερο χρόνο. Στο άρθρο 87 ΚΕΔΕ αναφέρονται οι περιπτώσεις αναστολής παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Στο αρθρο 88 ΚΕΔΕ αναφέρονται περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Στο άρθρο 89 ΚΕΔΕ αναφέρονται συνέπειες της παραγραφής.
ΣΤ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΒΕΒΑΙΩΘΕΝΤΩΝ ΧΡΕΩΝ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ - ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΧΡΕΩΝ
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.5 του Ν.3808/10.12.2009 παρατείνεται μέχρι 31.12.2011 ο χρόνος παραγραφής βεβαιωμένων χρεών (Δ.Ο.Υ. και τελωνεία) προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009, 2010.
1. Για απαιτήσεις κατά του Δημοσίου, η παραγραφή είναι πενταετής.
2.Παραγραφή επιστροφής φόρου από το Δημόσιο. Τροποποίηση άρθρου 84 παρ.7 Ν.2238/1994. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση επιστροφής φόρου παραγράφεται μετά 3 έτη απο την ημερομηνία που προβλέπεται για εμπρόθεσμη δήλωση.
3. Για απαιτήσεις δημοσίων υπαλλήλων σε αποδοχές, η παραγραφή είναι δεκαετής.
4.Για απαιτήσεις συνταξιούχων για καθυστερημένες συντάξεις, η παραγραφή είναι διετής
5. Για χρηματικές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου που έχουν αναγνωριστεί με τη διαδικασία του Ν.Σ.Κ. η έχουν βεβαιωθεί τελεσίδικα με δικαστική απόφαση η έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, η παραγραφή είναι πενταετής (από την έκδοση του τίτλου). Στο άρθρο 91 ΚΕΔΕ, αναφέρεται ότι η έναρξη παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του έτους που γεννήθηκε. Στο άρθρο 92 ΚΕΔΕ, αναφέρονται περιπτώσεις αναστολής παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και στο άρθρο 93 ΚΕΔΕ αναφέρεται η διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου (βλ. και τις σχετικές, ΠΟΛ.1005/2003, ΠΟΛ.1088/2003, ΠΟΛ.1103/03 ΑΥΟ).
Ζ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (Αρθρο 90 ΚΕΔΕ) (Σε δήλωση ανακλητική η με επιφύλαξη τρία έτη από την αποδοχή. Εφαρμόζεται από 23.4.2010).
ΙII. Ανάγκη άρσης της σύγχυσης που δημιουργείται από το καθεστώς στο Διοικητικό Δίκαιο. Έναρξη Παραγραφής. Υπενθυμίζουμε ότι, κατά το άρθρο 17ΠΚ, ως χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει(16). Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως(17). Η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο αποτελεί τυπικό και γνήσιο παραλείψεως έγκλημα (η μυϊκή αδράνεια του φορολογουμένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μη καταβολή των χρεών) και επομένως ο χρόνος τέλεσης συναντάται στη χρονική στιγμή που ο φορολογούμενος δεν κατέβαλε το χρέος του και για το χρονικό διάστημα που έπρεπε να το καταβάλει, ανεξαρτήτως του οποιουδήποτε αποτελέσματος (Άλλωστε, το εδ.β΄του άρ.17ΠΚ θεσπίστηκε μεθοδευμένα για το άρ.286ΠΚ). Το πότε χρονικά έπρεπε να καταβάλει το χρέος ορίζεται από το άρθρο 5 του ν.δ.356/1974 περί ΚΕΔΕ (βλ.ανωτέρω υπό στοιχ.ΙΙ και υποσ.13), στο οποίο ορίζεται η καταληκτική ημερομηνία καταβολής των εφάπαξ και σε δόσεις χρεών (τα εφάπαξ χρέη μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. Τα χρέη σε δόσεις την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να καταβληθεί κάθε δόση … ). Σημειώνεται ότι, η παραλειπόμενη θετική ενέργεια απαιτείται να είναι και δυνατή, διότι διαφορετικά η έννοια της παράλειψης, συναρτώμενη προς οποιαδήποτε θετική ενέργεια, θα προσελάμβανε χαώδεις καταστάσεις(18). Η υποχρέωση καταβολής λήγει όταν πλέον δεν μπορεί να εκπληρωθεί ως υποχρέωση, π.χ. λόγω παρέλευσης της από το νόμο προθεσμίας(19). Επί παραδείγματι, σε περίπτωση πέρατος του χρονικού διαστήματος υποχρέωσης τήρησης των βιβλίων της επιχείρησης (δεκαετία) ή σε περίπτωση περαίωσης με πρόβλεψη του Υπουργείου Οικονομικών, κ.λ. ο κατηγορούμενος παύει να υποχρεούται σε καταβολή οποιασδήποτε οφειλής. Άλλωστε, ως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, ο φορολογούμενος δεν γνωρίζει ότι υποχρεούται σε καταβολή οφειλής, κάτι που μπορεί να προκύψει από τον μετέπειτα φορολογικό έλεγχο, ο οποίος, στην πράξη, δεν γίνεται με το διεξοδικό τρόπο που θα έπρεπε, αλλά, ας πούμε, με μία «συμφωνία» του τύπου «πρόστιμο για να δικαιολογηθεί ο έλεγχος … ».
Σύμφωνα με τον Χωραφά και τη θεωρία της εγκληματικής δράσης (συμπεριφοράς) που ακολουθείται από τον ΠΚ(20), «αφού η ποινή είναι αντίδρασις κατά του εγκλήματήσαντος, κατ’ ανάγκην ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος δεν δύναται να λαμβάνεται υπ’ όψιν χρονικόν σημείον κεχωρισμένον από τον δρώντα άνθρωπον, ήτοι από την ενέργειαν ή την αποχήν από ενεργείας του δράστου». Ο φορολογούμενος δηλ. διαπράττει το συγκεκριμένο τυπικό ποινικό αδίκημα όταν έχει τη δυνατότητα να καταβάλει το χρέος προς το δημόσιο, το οποίο γνωρίζει ότι υπάρχει, και δεν το καταβάλλει τη χρονική εκείνη στιγμή (21). Επί παραδείγματι, με εντολή του Υπουργείου Οικονομικών, το έτος 2002 ζητείται ο έλεγχος των επιχειρήσεων που έχουν παύσει τις εργασίες τους τη δεκαετία του 90’. Δεν αποκλείεται η επιχείρηση του κατηγορουμένου να προέβη σε περαίωση των οφειλών του με νόμο του Υπουργείου Οικονομικών. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια τη δυνατότητα ελέγχου των στοιχείων του από την Εφορία. Ωστόσο, αν τούτο γίνει μετά την παρέλευση της ποινικής παραγραφής, που πρέπει να αρχίζει από τη στιγμή που ο φορολογούμενος δεν κατάβαλε καταληκτικά το χρέος, η οποιαδήποτε παράβαση δεν μπορεί να αποτελέσει ποινικό αδίκημα, αλλά μόνο διοικητική διαφορά και πάλι όμως μέσα στα όρια της διοικητικής παραγραφής(22). Αποδεχόμενοι τη διαφορετική άποψη που επικρατεί, αν εντοπιστεί παράβαση σχετική με το εισόδημα, που από σφάλμα του οργάνου της διοίκησης δεν αποτέλεσε αντικείμενο πράξης επιβολής προστίμου, τότε η παραγραφή της διοικητικής οφειλής είναι δεκαετής ή και δεκαπενταετής (βλ.υπό στοιχ.ΙΙ) και θα ξεκινάει από τη βεβαίωση και το ληξιπρόθεσμο της οφειλής μετά το έτος 2002. Δηλ. η εφαρμογή της έναρξης της ποινικής παραγραφής μετά την παραγραφή της οφειλής ή μετά τη βεβαίωση του προστίμου σημαίνει τη μη παραγραφή και την αέναη ευθύνη του φορολογουμένου ακόμη και μετά θάνατον. Το οικοδόμημα, τότε, της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης του πολίτη στη διοίκηση αποτελεί ουτοπία.
Η καταδίκη του φορολογουμένου με βάση το καθεστώς που ισχύει κατά τη βεβαίωση της οφειλής, μπορεί να ειπωθεί ότι, αντιτίθεται στο άρθρο 1ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους». Με το καθεστώς που επικρατεί, ο φορολογούμενος αν και τέλεσε την πράξη προγενέστερα, ωστόσο καταδικάζεται λόγω του αποτελέσματος(23) της παράλειψής του που διαπιστώθηκε μεταγενέστερα κατά το φορολογικό έλεγχο(24) και υπό το καθεστώς διαφορετικού νομοθετικού καθεστώτος(25).
Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να εξαρτάται η παραγραφή από τη βεβαίωση και το ληξιπρόθεσμο των διοικητικών οφειλών. Με τον νυν καθεστώς ορίζεται ως χρόνος τέλεσης ο δυσνόητος του τετραμήνου από τη μη καταβολή των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών και μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Δηλ. στο παράδειγμα του προβληματισμού ο πιθανώς εν ζωή κατηγορούμενος και ίσως κάτοικος στην ίδια οικία που διαβιούσε το έτος 1993 πρέπει το 2011 να απολογηθεί για ενδεχόμενη παράβαση του έτους 1993, που, από την κωλυσιεργία ίσως και την αδιαφορία του διοικητικού μηχανισμού, βεβαιώθηκε τη δεκαετία του 2000 και δεν πληρώθηκε. Κατά τη γνώμη μου, η ποινική παραγραφή έχει παρέλθει για το πλημμέλημα από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος όφειλε να ενεργήσει και δεν το έπραξε. Επομένως, δεν μπορούμε να αναζητούμε ευθύνες από αυτόν τον φορολογούμενο δέκα οκτώ έτη μετά, ασχέτως της διοικητικής διαδικασίας, για την οποία δεν δύναμαι να εκφράσω γνώμη. Στις περιπτώσεις αυτές, η Πολιτεία χρησιμοποιεί την ποινική διαδικασία ως εξαναγκαστικό μέσο για την επιβολή της εξουσίας της, προσπαθώντας, μάλιστα, με το Ν.3943/2011 να κατατάξει τα εγκλήματα φοροδιαφυγής στα διαρκή εγκλήματα, κάτι που, όμως, αποτελεί επίσης αυθαίρετη ενέργεια, αφού από την αντικειμενική απόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τη γραμματική διατύπωση του νόμου κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να εξαχθεί.
Πέραν των ανωτέρω, στα πλαίσια του Διοικητικού Δικαίου, η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρο εισοδήματος λαμβάνεται υπόψιν μόνο αν προταθεί από τον προσφεύγοντα φορολογούμενο. Τούτο σημαίνει ότι η διοικητική παραγραφή της οφειλής μπορεί να μη προταθεί και επομένως να μη διαπιστωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο. Η αποδοχή λοιπόν της άποψης ότι η ποινική παραγραφή έπεται της διοικητικής, οδηγεί, στην περίπτωση αυτή, στο παράλογο να άρχεται η παραγραφή σε μία ήδη παραγεγραμμένη οφειλή(26). Μάλιστα, σε περίπτωση που το ποινικό αδίκημα του άρθρου 25 Ν.1882/1990 τυγχάνει να συρρέει με έτερο έγκλημα (π.χ. αυτό της πλαστογραφίας), δεν αποκλείεται, κατά το χρόνο υποβολής της Μηνυτήριας Αναφοράς από τη ΔΟΥ, να έχει μεσολαβήσει η παραγραφή για το συρρέον πλημμέλημα, ενώ, για την ίδια συμπεριφορά, η μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο να μην έχει παραγραφεί ως εκ του χρόνου τέλεσης που εφηύρε ο νομοθέτης.
Με την απόφαση Α.Π.1533/2010 (27) ορίζεται ότι «ως αφετηρία παραγραφής ισχύει η συμπλήρωση τετράμηνης καθυστέρησης στην καταβολή των εταιρικών χρεών, αφότου τα χρέη αυτά, για τα οποία κατηγορείται ο φορολογούμενος, βεβαιώθηκαν ταμειακά και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά το αρθρ.5παρ.2 ν.δ.356/1974 περί Κ.Ε.Δ.Ε. και όχι ο χρόνος που τα χρέη του κατηγορουμένου, για την καθυστέρηση καταβολής των οποίων κατηγορείται, έπρεπε να έχουν καταβληθεί από τον ίδιο». Ουσιαστικά, με την απόφαση προσδιορίζονται δύο χρόνοι, αυτός που ξεκινάει μετά την παρέλευση του τετραμήνου από τη βεβαίωση του χρέους και αυτός που ο κατηγορούμενος έπρεπε να είχε καταβάλει το χρέος. Αν δεν έχει υποβάλει περιοδική δήλωση ΦΠΑ, η υπόθεση παραγράφεται διοικητικά δέκα έτη μετά και με μία πιθανή παράταση δια εγκυκλίου πολύ αργότερα. Ωστόσο, ο φορολογούμενος έπρεπε να είχε υποβάλει τη δήλωση δέκα έτη πριν. Τότε ακριβώς, όμως, θα έπρεπε να εντοπίζεται ο χρόνος τέλεσης του ποινικού εγκλήματος μη υποβολής δηλώσεως ΦΠΑ και εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή γεννάται το χρέος προς το Δημόσιο. Αν ο φορολογούμενος οικειοθελώς προέβαινε σε μεταγενέστερο στάδιο και πριν το φορολογικό έλεγχο στην υποβολή της δηλώσεως ή στην καταβολή της οφειλής, δεν θα βεβαιωνόταν μετέπειτα το χρέος και το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής, παρόλο που αυτό είχε τελεστεί όταν δεν υποβλήθηκε η δήλωση ΦΠΑ, δεν θα υπήρχε στο νομικό κόσμο. Ομοίως, κάθε μη καταβολή οφειλής προερχόμενη από σύμβαση με το Δημόσιο μπορεί να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών. Ο φορολογούμενος που π.χ. δεν κατάβαλε μισθώματα στο Δημόσιο τελεί το ποινικό αδίκημα όταν δεν καταβάλει το μίσθωμα, οπότε και το Δημόσιο μπορεί να προσφύγει ενώπιον των Δικαστηρίων προς είσπραξη(28). Αν ο φοροδιωκτικός μηχανισμός βεβαιώσει την οφειλή τρία έτη αργότερα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι τότε ο φορολογούμενος τέλεσε το ποινικό αδίκημα τέσσερις μήνες μετά τη βεβαίωση και το ληξιπρόθεσμο, όταν μάλιστα ήδη έχει ασκηθεί σε βάρος του αγωγή για μη καταβολή μισθωμάτων τρία έτη πριν. Η άποψη που ακολουθείται ότι το ποινικό έγκλημα ξεκινάει τέσσερις μήνες μετά τη βεβαίωση και το ληξιπρόθεσμο του χρέους, δηλ. όταν ο κρατικός μηχανισμός αποφασίσει να διαπιστώσει το φορολογικό αδίκημα, καταστρατηγεί κάθε έννοια δικαίου και εξάλειψης του αξιοποίνου (29), εξυπηρετεί βέβαια την κωλυσιεργία του μηχανισμού της διοίκησης που οδηγεί σε αυθαιρεσία σε βάρος του φορολογουμένου, παραβάτη ή μη.
Ως τελική παρατήρηση, η συνεχής φορολογική εξέλιξη σημειώνεται από συνεχείς τροποποιήσεις του χρόνου τέλεσης και παραγραφής των ίδιων φορολογικών αδικημάτων (30). Ο ίδιος ο νομοθέτης εμφανίζεται ως αναποφάσιστος στον καθορισμό ενός χρόνου τέλεσης και μίας παραγραφής.Αναλόγως των περιστάσεων τροποποιεί το χρόνο τέλεσης, με αποτέλεσμα ο νομικός κόσμος να αναζητεί συνεχώς την ευμενέστερη διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής, ανάμεσα σε δυσνόητες φορολογικές διατάξεις που δύσκολα ερμηνεύονται γραμματικά(31). Προς τούτο, αναγκαία κρίνεται η διάκριση της διοικητικής διαδικασίας από την ποινική και η ποινική τιμωρία του παραβάτη φορολογούμενου εντός των πλαισίων της παραγραφής των εγκλημάτων, με χρόνο τέλεσης την ημερολογιακή στιγμή που ο φορολογούμενος έπρεπε να προχωρήσει σε καταβολή και δεν το έπραξε. Κάθε αντίθετη ρύθμιση για το χρόνο τέλεσης που εισάγει η σημερινή φορολογική νομοθεσία, υποκρύπτει τη διάθεση του νομοθέτη για εξόντωση των φορολογουμένων με τακτικές που καταδεικνύουν αυθαιρεσία.
Κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του εγκλήματος μη απόδοσης ΦΠΑ(32), που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, είναι, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 21 του ιδίου ως άνω νόμου 2523/1997: α) η ύπαρξη βεβαιωμένου χρέους, β) το ύψος τούτου, γ) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, δ) ο τρόπος πληρωμής του, ε) το ληξιπρόθεσμο αυτού, δηλαδή ο ακριβής χρόνος καταβολής του, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαστικά με το χρόνο που βεβαιώθηκε, και στ) η μη πληρωμή του (Α.Π.1398/2009, Α΄ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, στο άρθρο 18 του Ν.2523/1997 με σαφήνεια περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, κατά την οποία η μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών στοιχειοθετείται μόνο αν ο φορολογούμενος ενήργησε "προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών. Από τη χρήση της λέξης "προκειμένου" στο κείμενο του νόμου συνάγεται ότι και στην περίπτωση αυτή διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με δόλο α` βαθμού (άρθρο 27παρ.2ΠΚ) και συγκεκριμένα, θα πρέπει, π.χ. με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης για την Απόδοση στο Δημόσιο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, να μην αποδίδει ΦΠΑ γνωρίζοντας, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του33.
-------------------------------------------------------------------------------------------- * ενδ. βιβλιογραφία Ν.Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γεν.Μέρος, Αθήνα 2006 Κ.Βαθιώτης, Στοιχεία Ποινικου Δικαίου,Ν.Β/κη2007 Γ.Δημήτραινας, Εγκλήματα Φοροδιαφυγής, Ν.Β/κη2011 Θ.Παπακυριακού, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, Σάκκουλας 2005 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1) Α.Π.200/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ: Με το άρθρο 34παρ.1 του Ν.3220/2004 μεταβλήθηκε ο χρόνος τελέσεως, ο τρόπος υπολογισμού της παραγραφής και εισήχθη η ενιαία αντιμετώπιση των χρεών όσον αφορά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ και στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βάσιμη οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις (τόκοι, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ενώ οι ποινές υπολογίζονται με βάση το κατώτερο ποσό συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους του χρέους παρακρατούμενοι ή εισπραττόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κλπ), ενώ αυξάνονται και τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 2) «1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους». Βλ.Α.Π.2063/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ: «Με την νέα αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση, ως προς το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος του άρθρου 25 Ν.1882/1990, και συνεπώς ισχύουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις του Π.Κ. Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη και ως εκ τούτου έχει εφαρμογή, κατ` άρθρο 2ΠΚ και για τα αδικήματα που τελέσθηκαν υπό την ισχύ του Ν.2523/1997. Χρόνος δε έναρξης της ποινικής ευθύνης για κάθε χρέος προς το Δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου κ.τ.λ. είναι ο καθοριζόμενος με τη διάταξη του άρθρου 34 παρ.1 Ν.3220/2004 ήτοι παρέλευση προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της βεβαιώσεως των χρεών από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία. … Πλην όμως, κατά τη γνώμη των ως άνω μελών του Δικαστηρίου τούτου, πριν αρχίσει η παραγραφή του ποινικού αδικήματος (1.1.2010), σύμφωνα με το άρθρο 23 τουν.2525/1997, αφού τα χρέη του κατηγορουμένου ήταν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν.3220/2004, ήτοι την 1.1.2004, ασκήθηκε η δέουσα ποινική δίωξη και επιδόθηκε στις 21.7.2009 το έγκυρο κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, δικάσθηκε δε αυτός πρωτοβάθμια στις 12.5.2010, με αποτέλεσμα ο χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο να συμπληρώνεται το 2018 [2010 + 5 + 3 έτη (της αναστολής)].». ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 3) Α.Π.130/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ «Με το άρθρο 34 παρ.1 του ν.3220/2004 ορίστηκε ότι: 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία, αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διαπράξεως του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, … ». ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 4) «1. Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, των χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που εισπράττονται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και τα τελωνεία, τα οποία είναι βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στη μη καταβολή τριών (3) συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο (2) μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται …»
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 5) Βλ. για το χρόνο παραγραφής αναλυτικά, Α.Π.16/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ. Υπέρ της πενταετούς παραγραφής: Α.Π.130/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ: «Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όμως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1εδ.β`, 370στοιχ.β` και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Aρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της αναιρούμενης αποφάσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ`αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509 ΚΠΔ είναι τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε βάσιμος (Ολ.ΑΠ7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, σε βαθμό πλημμελήματος, αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, φέρεται ότι τελέστηκε στις 10-6-2001 και άρα, αναιρούμενης της αποφάσεως και παρελθόντος μέχρι σήμερα χρόνου υπερβαίνοντος την οκταετία από της ως άνω τελέσεώς της, υπέκυψε σε παραγραφή. Επομένως, πρέπει να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη, λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 6) Α.Π.1772/2006, Π.Δ/νη2006,1248: «Η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 7 του Ν.1882/1990, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 Ν.2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ.2 Ν.3220/2004, κατά την οποία η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής για τις πράξεις του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ των ανωτέρω νόμων 2523/1997 και 3220/2004, διότι είναι δυσμενέστερη του πριν απ’ αυτούς ισχύοντος νομικού καθεστώτος, σχετικά με το θέμα της αναστολής της παραγραφής». ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 7 )Α.Π.1236/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ: «Η παλαιότερη των ως άνω ρυθμίσεων είναι ευνοϊκότερη για τον οφειλέτη χρεών προς τον Δημόσιο από την άποψη της παραγραφής καθόσον μετά το τέλος της παρέλευσης του κατά τα άνω αναφερόμενου διμήνου άρχιζε και ο χρόνος παραγραφής που στην περίπτωση αυτή η συμπλήρωση της πενταετίας του άρθρου 111 παρ.3ΠΚ ή της οκταετίας (άρθρο 113 παρ.2 και 3 του ΠΚ) επιφέρει την εξάλειψη του αξιοποίνου του ανωτέρω πλημμελήματος είναι πρόδηλο ότι επέρχεται κατά ένα δίμηνο νωρίτερα από την περίπτωση εκείνη που η ποινική ευθύνη αρχίζει μετά την παρέλευση τετραμήνου από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος (με το πρόσκαιρο όφελος ότι για ένα δίμηνο ακόμη από τότε που ήταν καταβλητέο το χρέος δεν διώκεται ποινικά)». ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- 8) Η πρόβλεψη για την παραγραφή μετά από πενταετία από την παραγραφή της οφειλής άρχισε να ισχύει την 11.09.1997. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 9 )Βλ.Α.Π.749/2006, Π.Δ/νη2006,1383: «Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι με την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του ν. 3220/2004 αντικαταστάθηκε η παρ.7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990. Με τη νέα δε αυτή διάταξη δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990. Έτσι, αναφορικά με την παραγραφή του εν λόγω εγκλήματος ισχύουν πλέον οι κοινές διατάξεις του Π.Κ.. Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής και εφαρμοστέα κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Π.Κ.». --------------------------------------------------------------------------------------------------------------
10) Βλ.και άρ.87παρ.1 ν.δ.321/1969 ¨περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού¨, σύμφωνα με το οποίο «1. Παν χρέος προς το Δημόσιον παραγράφεται, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθη εις το Δημόσιον Ταμείον (βεβαίωσις εν στενή εννοία). Εάν η βεβαίωσις εγένετο πριν ή το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμον, εν μέρει ή εν όλω, η παραγραφή άρχεται απο της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ` ο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμον και δια το ποσόν τούτο». ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 11 )Α.Π.632/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ: Στην προκειμένη, δε, υπόθεση, μετά την παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητος των λόγων αναιρέσεως, δεν ανακύπτει ζήτημα εξαλείψεως του αξιοποίνου λόγου παραγραφής, όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι ετελέσθησαν εντός του έτους 2001, εντεύθεν δε οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως λόγω παραγραφής, για τα αδικήματα αυτά, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα αυτής από τον Άρειο Πάγο. Τούτο, δε, διότι κατά το άρθρο 86 παρ.1 και παρ.2 του Ν.2362/1995 "περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις" που ισχύει από 1.1.1996, καμία χρηματική απαίτηση του δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πραγματικά προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια ΔΟΥ ή το αρμόδιο Τελωνείο (βεβαίωση εν στενή εννοία). Όμως βλ.Α.Π.2063/2010, Α΄ΝΟΜΟΣ, υποσ.2. --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 12) ΦΕΚ Α 66/31.3.2011. Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών. ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
13) Διοικητικές κυρώσεις αποτελούν π.χ. οι ακυρότητες δικαιοπραξιών (ενδ.άρ.8παρ.16Ν.1882/1990) που προβλέπονται άμεσα εκ του φορολογικού νόμου, η διακοπή συμβάσεων με το Δημόσιο, ο αποκλεισμός από δημόσιους διαγωνισμούς, προγράμματα επιδοτήσεων, δανειοδοτήσεων, ο περιορισμός δικαιώματος αξιοποίησης ακινήτων περιουσιακών στοιχείων, η δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, η αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων, η προσωρινή ή οριστική απαγόρευση άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχήματος και ικανότητος οδηγού, η στέρηση προσωπικής ελευθερίας - προσωποκράτηση (η συνταγματικότητα του μέτρου αυτού αμφισβητείται), η δημοσιοποίηση άτυπα ονομάτων παραβατών. -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
14) Αρθρο 5. Ληξιπρόθεσμα χρέη. Τα χρέη προς το Δημόσιο που βεβαιώνονται στα δημόσια στα ταμεία και τα τελωνεία του Κράτους γίνονται ληξιπρόθεσμα ως εξής: 1. Τα χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα. 2. Τα χρέη που με βάση το νόμο καταβάλλονται σε δόσεις την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα κατά τον οποίο πρέπει να καταβληθεί κάθε δόση, σύμφωνα με τις σχετικές φορολογικές ή άλλες διατάξεις. Αν η βεβαίωση γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας πληρωμής της πρώτης ή οποιασδήποτε επόμενης δόσης, την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα πληρωμής της δόσης, που λήγει μετά τη βεβαίωση. 3. Τα χρέη από συμβάσεις την ημέρα που σύμφωνα με τη σύμβαση πρέπει να καταβληθεί ολόκληρο ή μέρος του κεφαλαίου της οφειλής. 4. Τα χρέη από εισαγωγικά τέλη, για εμπορεύματα που βρίσκονται σε αποταμίευση, την ημέρα που λήγει, σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους, η διάρκεια της αποταμίευσης, προκειμένου δε για χρέη από εμπορεύματα, που έχουν εισαχθεί με σκοπό την επανεξαγωγή, την ημέρα που λήγει η προθεσμία για επανεξαγωγή. 5. Τα χρέη δημόσιων υπόλογων από καταλογισμό, την ημέρα που ο υπόλογος ε (χε υποχρέωση για την εισαγωγή των εισπράξεων στο Δημόσιο, εφόσον ο καταλογισμός έγινε για παράλειψη εισαγωγής εισπράξεων, ενώ σε περίπτωση ελλείμματος, την ημέρα που εξακριβώθηκε ότι δημιουργήθηκε το έλλειμμα και αν η εξακρίθωση είναι αδύνατη, την ημέρα κατά την οποία έχει ανακαλυφθεί, κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης, το έλλειμμα. Αν η εξακρίβωση του ελλείμματος στη διαχείριση γίνει μετά τη λήξη του οικονομικού έτους και είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημέρας που δημιουργήθηκε αυτό, την ημέρα λήξης του οικονομικού έτους της ελλειμματικής διαχείρισης". ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 15) Άρθρο 29παρ.2Ν.2960/2001: «Επιφυλασσομένων των διατάξεων του Τελωνειακού Κοινοτικού Κώδικα η τελωνειακή οφειλή γεννάται: α) τη στιγμή της αποδοχής της σχετικής διασάφησης για θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ή εξαγωγή ενός εμπορεύματος υποκειμένου σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις, β) από την παράτυπη εισαγωγή στο Τελωνειακό έδαφος ενός εμπορεύματος, γ) από την υπεξαίρεση υποκειμένου σε δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις εμπορεύματος κατά την τελωνειακή επιτήρηση, δ) από τη μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη θέση των εμπορευμάτων σε ένα καθεστώς ή προορισμό ή από τη μη τήρηση ενός από τους όρους που είχαν τεθεί για την υπαγωγή των εμπορευμάτων αυτών στο συγκεκριμένο καθεστώς, ε) όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση ειδικότερα καθοριζόμενη. ----------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 16) Α.Π.1083/2006, Π.Δ/νη2006,1367: «Επί των εγκλημάτων που τελούνται με παράλειψη, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 15ΠΚ και 17ΠΚ, χρόνος τελέσεως αυτών είναι το χρονικό διάστημα που αρχίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο το αργότερο έπρεπε να επιχειρηθεί η οφειλόμενη ενέργεια και λήγει μόλις παύσει η υποχρέωση προς ενέργεια».
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 17) Η επιφύλαξη ¨εκτός αν ορίζεται άλλως¨ προστέθηκε με το άρ.20παρ.5β Ν.2331/1995 (άρ.20παρ.5β. Στο τέλος των άρθρων 17 και 112 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται οι λέξεις "εκτός αν ορίζεται άλλως"), προκειμένου να καλυφθεί η τροποποίηση του άρ.286ΠΚ. -------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 18) Βλ. για το ζήτημα Συστ.Ερμ.Π.Κ., Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν.Σάκκουλας, άρ.112ΠΚ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 19)Για το χρόνο τέλεσης και παραγραφής βλ. και Μαργαρίτη, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο - Εγκυρότητα Κλητηρίου θεσπίσματος - Παραγραφή εγκλήματος (γνωμ.), Π.Δ/νη2002, 295. --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 20 Βλ.Λ.Μαργαρίτη στο Λ.Μαργαρίτη - Παρασκευοπούλου, Ποινολογία, ε΄έκδ.1999, 198: De lege ferenda ωστόσο θα ήταν ορθότερη η ευθυγράμμιση του άρ.17ΠΚ προς την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 16ΠΚ, έτσι ώστε και για τον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης της πράξεως να ισχύουν τα ίδια κριτήρια που χρησιμοποιεί ο νόμος στον τόπο τέλεσης. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 21) Αυτός που αρνείται να καταθέσει την αλήθεια διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας τη στιγμή της εξέτασης του ως μάρτυρας. Όχι όταν ο παθών θυμήθηκε να υποβάλει έγκληση ή να απαιτήσει αποζημίωση. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 22) Σχετ. ΣτΕ1425/2000, Λογιστής2001, 958: «Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων δεν συνάγεται ότι σε περίπτωση οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής της φορολογίας εισοδήματος ορισμένης χρήσης κατ` εφαρμογή της διαδικασίας των ανωτέρω διατάξεων (άρθρο 14 Ν. 2198/1994 και ΑΥΟ 1049691/1994) κωλύεται η φορολογική αρχή να διενεργήσει έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για την ίδια χρήση και να εκδώσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή μέσα στα χρονικά πλαίσια παραγραφής του δικαιώματός της αφού για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει στις πιο πάνω μεταβατικού χαρακτήρα διατάξεις ρύθμιση που να αποκλείει τον έλεγχο αυτό όταν έχει υπαχθεί σ` αυτές η φορολόγηση του εισοδήματος του αντίστοιχου έτους».
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 23) Στο σύγγραμμα του Γ.Δημήτραινα, Εγκλήματα Φοροδιαφυγής, Ν.Β/κη2011,σελ.290, για τα ποινικά αδικήματα των άρ.17, 18, 19 Ν.2523/1997 ως ισχύει, ο συγγραφέας προβληματίζεται για το χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων αυτών, αφού: «Καταρχήν, η προσπάθειά του φορολογικού νομοθέτη είναι να αποκλείσει τη θεωρία της συμπεριφοράς. … δεν συνδέει, όμως, το χρόνο τέλεσης ούτε με κάποιο αποτέλεσμα που άμεσα και αιτιακά παράγεται από την πράξη του δράστη, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για προσπάθεια υιοθέτησης της θεωρίας του αποτελέσματος. … Ο νομοθέτης δεν εισάγει ούτε τη θεωρία της διευρυμένης συμπεριφοράς ούτε κάποια παραλλαγή των ενιαίων εγκλημάτων χαλαρών στη δομή τους. … Από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν.3943/2011 προκύπτει ότι … ο νομοθέτης δεν μπορεί να διακρίνει την πράξη από την παράλειψη στο Ποινικό Δίκαιο και ότι μοναδική του βούληση είναι να θεμελιώσει το συνεχές αυτόφωρο των σχετικών εγκλημάτων με τη θέσπισή τους ως διαρκών. … Πρόκειται για ρύθμιση νομοτεχνικά αδόκιμη και δογματικά επικίνδυνη, αφού η θέσπιση ημιδιαρκούς εγκλήματος συνιστά πειραματικό δημιούργημα, στο οποίο δεν μπορεί να υπαχθεί ανθρώπινη συμπεριφορά».
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 24) Βλ.Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γεν.Μέρος, Αθήνα 2006, σελ. 246: «Αν προαγόταν και ο χρόνος επέλευσης του αποτελέσματος σε χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, τότε θα έπρεπε, ως μη έδει, να κριθούν αξιόποινα ακόμη και πρόσωπα που κατά το χρόνο της πράξης τους ήταν ανίκανα προς καταλογισμό λόγω ανηλικότητας … , να κριθεί η υποκειμενική υπαιτιότητα κατά το στάδιο του αποτελέσματος και κατά παράβαση της αρχής mala fides superveniens non nocet … ».
--------------------------------------------------------------------------------------------------------- 25) Πρβλ. νομολογία Α.Π. για την εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, ενδ.Α.Π.1236/2010, Α.Π.127/2010 - αμφότερες Α΄ΝΟΜΟΣ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 26) Βλ.ΣτΕ2949/2005, Α΄ΝΟΜΟΣ: «Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 68 παρ. 1 του ν.δ.3323/1955 (Α΄214), όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο (αρθ. 58 ν. 1041/1980, αρθ. 57 παρ. 1, 4 ν. 1249/1982), η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου εισοδήματος έχει χαρακτήρα γνήσιας παραγραφής και, συνεπώς, δεδομένου ότι η συμπλήρωση ή όχι του χρόνου της παραγραφής συνδέεται με την συνδρομή και προβολή πραγματικών περιστατικών, όπως λ.χ. περιστατικών που κωλύουν την πρόοδο του χρόνου παραγραφής ή που αποτελούν λόγους διακοπής της, η διαπίστωση στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση της παραγραφής της φορολογικής αξιώσεως του Δημοσίου δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο δεν μπορεί να γνωρίζει τη συνδρομή ή μη των ως άνω πραγματικών περιστατικών, αλλά πρέπει να προτείνεται προσηκόντως από τον φορολογούμενο, ώστε να μπορεί και να αποκρουσθεί (ΣΕ:1626/2001, 329/2000, 1779/1995, 937/1992 κα). Επομένως, απαραδέκτως προβάλλεται από την αναιρεσείουσα, το πρώτον κατ’ αναίρεση, λόγος περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου ως προς την επιβολή του επιδίκου φόρου». Ομοίως ΣτΕ1626/2001, ΣτΕ329/2000 - ΔΕΕ2003,219, Φορολ.Επιθ.2001,1627. Βλ.σχετ.Δ.Εφ.Πειρ.1568/2005, Λογιστής2006,839, με την οποία παραγράφηκε το δικαίωμα επιβολής φόρου εισοδήματος του Δημοσίου, λόγω μη νόμιμης επίδοσης του Φύλλου Ελέγχου. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή φόρου εισοδήματος παραγράφονταν μετά την πάροδο δεκαετίας και ήδη πενταετίας (πλην εξαιρέσεων) από το τέλος του έτους, εντός του οποίου λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δηλώσεως. Εντός της προθεσμίας αυτής απαιτείται έγκυρη επίδοση του σχετικού φύλλου ελέγχου, άλλως το εν λόγω δικαίωμα παραγράφεται, εκτός αν ο φορολογούμενος ασκήσει κατ΄ αυτού προσφυγή εντός της ανωτέρω προθεσμίας.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------- 27) Α΄ΝΟΜΟΣ. ----------------------------------------------------------------------------------------------------- 28) Πρβλ.Α.Π.2098/2006, Α΄ΝΟΜΟΣ. Contra Α.Π.199/2002, Π.Λογ.2002,166 ως προς το χαρακτηρισμό της συμβάσεως μισθώσεως ως χρέος προς το Δημόσιο. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 29 )Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι αποφάσεις του Α.Π. για την πενταετή παραγραφή του αδικήματος του άρ.19Ν.2523/1997 από το χρόνο τέλεσης της πράξης (χρόνος έκδοσης ή αποδοχής). Ενδ.Α.Π.786/2008, Α.Π.616/2006 - ΛΟΓΙΣΤΗΣ2008,985, Π.Δ/νη2006,427. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 30) Βλ.χαρακτηριστικά και άρ.45παρ.10 Ν.2065/1992.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
31 )Μία ενδεχόμενη λύση στη φορολογική πολυνομία του Ελληνικού Κράτους είναι η εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων της φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων στα πλαίσια της Ε.Ε., με δεδομένη υποστήριξη της νομολογίας του ΔΕΚ. Για περισσότερα βλ.Γ.Μ.Μιχαηλίδη, Εναρμόνιση της Φορολογίας Εισοδήματος των Επιχειρήσεων στην Ε.Ε., Ν.Β/κη2006. -----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
32) Σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν.2523/1997 ως ισχύει «1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογουμένου». ---------------------------------------------------------------------------------------------------
33 Α.Π.1678/2008, Π.Δ/νη2009,911
2011 Α. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Διαδικασία είσπραξης χρεών προς το Δημόσιο
Πότε πρέπει να παραγράφεται ποινικά το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Κωλυσεργία και αυθαιρεσία του μηχανισμού είσπραξης.
Μελέτη της Ανδρομέδας Στεφανίδου, Αντισαγγελέως Πρωτοδικών, με τη συμβολή του Σπυρίδωνος
Μπαλατσούκα, δικηγόρου Υπ.ΔΝ., δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου