1. Εισαγωγικά
Κατά την Θ’/6 Μαρτίου 2012 συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων
ψηφίστηκε επί της αρχής και κατ’ άρθρον ο Ν. 4055/2012 υπό τον τίτλο «Δίκαιη δίκη και εύλογη
διάρκεια αυτής» (1) (ΦΕΚ Α’ 51/12 Μαρτίου 2012), ένα πραγματικά ογκώδες νομοθέτημα το οποίο
τροποποιεί διατάξεις πολλών θεσμικώννόμων, όπως ΑΚ, ΚΠοΛΔ, ΠΚ, ΚΠοινΔ, ΠτωχΚ, ΚΔΔ κα, το
οποίο κατά το άρθρο του υπ’ αρ. 113 ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου ορίζεται η
2/4/2012 (πλην των ρητών εξαιρέσεων του άρθρου 110). Είναι μάλιστα τόσο ογκώδες και
πολυποίκιλο, που εν τέλει αποδείχθηκε ότι ήταν αναπόφευκτες οι παραλείψεις, οι αντιφάσεις κι οι
ασυνέχειες. Εξ αυτών δε δυστυχώς προκαλούνται ιδιαίτερα σημαντικά και δισεπίλυτα λάθη, τα
οποία χρήζουν άμεσης νομοθετικής παρέμβασης, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η νομική ύπαρξη και
λειτουργικότητα όλων των σχετικών διατάξεων.
Αλλά ας προσεγγίσουμε κατ’ ιδίαν όλες τις τροποποιούμενες και τροποποιητικές διατάξεις. 2. Τροποποιήσεις: ορθές ή μη, αντιφατικές, αναποτελεσματικές Εν προκειμένω οι αλλαγές που επέρχονται στην πολιτική δίκη έχουν ως εξής:
2.1. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα
2.1.1. Αυξάνεται το άνω όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων στις 250.000 € από τις 120.000 € που ήταν πριν (άρθρ. 6 §§ 1 & 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 14 & 16), ενώ το κάτω όριο παραμένει στις 20.000,00 €. Επιπλέον όμως υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού οι διαφορές ακύρωσης γάμου, αναγνώρισης ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, σχέσεων συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου (γαμικές διαφορές) καθώς και οι σχέσεις γονέων και τέκνων της ΚΠολΔ 614 § 1 (άρθρ. 6 § 5 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 17).
2.1.2. Στον αντίποδα αυξάνεται δραματικά και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων. Δεν αλλάζει βέβαια η υλική αρμοδιότητα λόγω ποσού, αλλά πλέον οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την εκουσία δικαιοδοσία υπάγονται όλες στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (ή του Ειρηνοδίκη) ανεξαρτήτως ποσού, με μόνες εξαιρέσεις α. την πτώχευση (άρθρ. 4 Ν. 3588/2077), β. τις διαφορές που προκύπτουν απ’ όσα ορίζει ο Νόμος περί κτηματολογίου (Ν. 2664/1998), γ. το συναινετικό διαζύγιο (ΑΚ 1441), δ. την κήρυξη αλλοδαπού τίτλου ως εκτελεστού (ΚΠολΔ 905), και ε. τη νεοπροβλεφθείσα ανακοπή κατά της διαταγής του Ειρηνοδική περί σύστασης σωματείου κατ’ άρθρ. ΑΚ 81 επ. & ΚΠολΔ 787 (άρθρ. 17 § 1 & 20 Ν. 4055/2012 - ΕισΝΚΠολΔ 3 § 4 & ΚΠολΔ 740). Οι σχετικές διατάξεις περί μεταφοράς της σχετικής ύλης της Εκουσίας Δικαιοδοσίας στο Ειρηνοδικείο ισχύουν κατ’ εξαίρεση από 16/9/2012 (110 § 21 Ν. 4055/2012).
Πλην της προσθήκης της § 4 στο άρθρο 3 ΕισΝΚΠολΔ ως γενική διάταξη που ορίζει αυτή την αύξηση υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, καθώς και των ΚΠολΔ 787 και ΑΚ 82, τροποποιήθηκαν επιπροσθέτως, προς εναρμόνιση κι ομοιογένεια καταρχάς, και οι κατ’ ιδίαν σχετικές διατάξεις που αφορούν την εκουσία δικαιοδοσία στον ΑΚ και ΚΠολΔ (άρθρ. 1, 4, 5 & 17 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 69, 73, 81-83, 1769-1774, 1776, 1956, 1958-1961 & ΚΠολΔ 740, 747, 748, 750, 751, 756, 763, 769, 776, 787, 798, 808-810, 819, 820, 823, 826, 832, 841, 878 - 880).
Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, επιχειρείται και πάλι μία σημαντική μετατόπιση της ύλης της πολιτικής δίκης από τα ανώτερα προς τα κατώτερα Δικαστήρια. Μέθοδος βέβαια δοκιμασμένη στο πρόσφατο νομοπαραγωγικό παρελθόν, η οποία όμως μόνο ως ανεπιτυχής μπορεί να προσεγγιστεί (2).
2.2. Διατάξεις δικαστών αντί αποφάσεων
Στις μόλις αναφερθείσες όμως τροποποιούμενες διατάξεις των ΑΚ & ΚΠολΔ, πλην της μεταφοράς της υλικής αρμοδιότητας απ’ το Μονομελές Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο, επήλθε μια σημαντική αλλαγή ως προς το εξής: Κάποιες δικαστικές αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας αντικαταστάθηκαν από σχετική πράξη/διάταξη του Ειρηνοδίκη. Και συγκεκριμένα:
2.2.1. Η σύσταση κι η τροποποίηση καταστατικού σωματείου του ΑΚ 78 πραγματοποιείται με διάταξη του Ειρηνοδίκη της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο. Οι προϋποθέσεις σύστασης σωματείου παραμένουν ως είχαν, όμως προβλέπεται επιπλέον ότι το καταστατικό αφού επικυρωθεί απ’ τον Ειρηνοδίκη, κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και κατατίθεται και πάλι στο αρχείο του Πρωτοδικείου. Επί απορριπτικής διάταξης του Ειρηνοδίκη προβλέπεται δικαίωμα ανακοπής απ’ τον αιτούντα, ενώ επί διάταξης που δέχεται την αίτηση δικαίωμα ανακοπής έχει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή όποιος έχει έννομο συμφέρον. Η προαναφερόμενη ανακοπή εκδικάζεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739, 740, 787. Το σωματείο αποκτά και πάλι νομική προσωπικότητα απ’ την εγγραφή του στο οικείο βιβλίο, όμως αυτή η εγγραφή πλέον πραγματοποιείται αμέσως μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής του Ειρηνοδίκη (άρθρ. 1 §§ 3-5, 17 §§ 1 & 14 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 81- 83 & ΚΠολΔ 740 & 787).
2.2.2. Η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιείται πλέον από τον Ειρηνοδίκη, και όχι από Δικαστήριο, με πράξη. Με πράξη του Ειρηνοδίκη (και όχι του Πρωτοδικείου) πλέον δημοσιεύονται κι οι διαθήκες. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο υπάρχει δημόσια διαθήκη, κατά τις νέες διατάξεις, στέλνει αντίγραφό της στον Ειρηνοδίκη, ενώ παραδίδει αυτοπροσώπως σ’ αυτόν τη μυστική ή έκτακτη διαθήκη (αντί του προγενεστέρου γραμματέα πρωτοδικείου για τη δημόσια διαθήκη και πρωτοδικείο σε δημόσια συνεδρίαση για τη μυστική και έκτακτη διαθήκη). Αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου έχει έδρα ο Συμβολαιογράφος.
Επιπλέον η ιδιόγραφη διαθήκη παραδίδεται στα χέρια του Ειρηνοδίκη και όχι του Δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης στον οποίο προσάγεται για δημοσίευση. Η δημοσίευση οποιουδήποτε είδους (δημόσιας, μυστικής, έκτακτης, ιδιόγραφης) διαθήκης λαμβάνει χώρα με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού, όπως και με το προγενέστερο δίκαιο δηλαδή, αλλά απ’ τον Ειρηνοδίκη πλέον και όχι το Δικαστήριο. Ενώ η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιείται με πράξη του Ειρηνοδίκη, αντικαθιστώντας την προγενέστερη δικαστική απόφαση. Βέβαια, όπως και στο προγενέστερο δίκαιο, η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας μπορεί να πραγματοποιηθεί και κατά τη δημοσίευσή της. Τέλος κατά τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης ο αιτών μπορεί να προσαγάγει έως δύο μάρτυρες, αντί τριών όπως ίσχυε, προκειμένου να βεβαιώσουν ενόρκως τη γνησιότητα της γραφής και υπογραφής του διαθέτη, στοιχεία μάλιστα που πρέπει να πιθανολογηθούν απ’ το Δικαστή προκειμένου η ιδιόγραφη διαθήκη να κηρυχθεί κυρία (άρθρ. 4 & 17 §§ 16-22 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 1769-1774, 1776 & ΚΠολΔ 807 § 1, 808 §§ 3-6, 809, 810). Οι σχετικές διατάξεις όμως δεν μας προσδιορίζουν πότε θα προσάγονται αυτοί οι απαραίτητοι μάρτυρες ενώπιον του Ειρηνόδίκη. Έως τώρα παρουσιάζονταν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δικασίμου. Τώρα λοιπόν θα ορίζεται ημερομηνία «οιονεί δικασίμου» κατά την κατάθεση της σχετικής αίτησης; Και πώς αυτό θα επιταχύνει τη διαδικασία;Μόνη λύση προς επιτάχυνση θα αποτελούσε η ταυτόχρονη κατάθεση και προσαγωγή μαρτύρων με ταυτόχρονη τήρηση πρακτικών της (έστω τυπικής) κατάθεσής τους. Όμως αυτό προϋποθέτει διαθέσιμο κάθε φορά Ειρηνοδίκη και γραμματέα.
Εκτός αυτού, εκ των παραπάνω προκύπτει ότι πλέον, αφού η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας συντελείται με πράξη του Ειρηνοδίκη και όχι με σχετική δικαστικη απόφαση, εμφανίζεται αναγκαστικά διάφορη η νομική αντιμετώπιση της προβολής οποιασδήποτε μορφής ισχυρισμών κατά της ιδιόγραφης διαθήκης. Έως τώρα η δικαστική απόφαση που κήρυττε την ιδιόγραφη διαθήκη ως κυρία, προσβαλλόταν με το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής της ΚΠολΔ 586, ελλείψει ειδικότερης διάταξης. Κι αυτό διότι εάν η αίτηση γινόταν δεκτή ο έχων έννομο συμφέρον να προσβάλλει την απόφαση, δεν είχε συμμετάσχει στην αρχική δίκη, κι έτσι μόνο η ΚΠολΔ 586 μπορούσε να τύχει εφαρμογής(3) . Ενώ επί απορρίψεως της αιτήσεως ο αιτών μπορούσε να ασκήσει έφεση. Τώρα όμως η πράξη του Ειρηνοδίκη δεν μπορεί να προσβληθεί με τριτανακοπή ή έφεση, καθώς κι η τριτανακοπή κι η έφεση ασκούνται μόνο κατά δικαστικών αποφάσεων. Έτσι, κι ελλείψει ειδικοτέρων διατάξεων, η πράξη αυτή, είτε επί αποδοχής είτε επί απόρριψης της αίτησης, μόνο με την ανακοπή της ΚΠολΔ 583 μπορεί να προσβληθεί. Ό, τι δηλαδή ίσχυε κι ισχύει και με το πρακτικό δημοσίευσης δημόσιας, μυστικής και έκτακτης διαθήκης (4).
Το πρόβλημα που δημιουργείται εν προκειμένω είναι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτής της ανακοπής. Το σύνηθες στο Νόμο είναι ότι η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 ως επί το πλείστον δεν εμφανίζεται να εφαρμόζεται αυτοτελώς, παρά μόνο ως γενικότερη διάταξη στην οποία εμπίπτουν οι ειδικότερες διατάξεις που προβλέπουν ανακοπή, όπως οι κλασικές ανακοπές των ΚΠολΔ 632, 662ΣΤ, 933 κα, όπου επ’ αυτών προβλέπεται ειδικότερα η καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Η τελευταία δε, κατά συνήθη λογική, ορίζεται ως αυτή του Δικαστηρίου του εκδόσαντος την πράξη/διάταξη Δικαστή. Όμοια λογική μάλιστα ακολουθεί κι η αρμοδιότητα της τριτανακοπής των ΚΠολΔ 586 επ. Εν προκειμένω όμως, ελλείψει ειδικών διατάξεων η υλική αρμοδιότητα θα πρέπει καταρχάς να προσδιοριστεί κατά τις γενικές διατάξεις περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας, δηλαδή τις ΚΠολΔ 13 επ (5). Και το λογικά παράδοξο είναι η παραδοχή ότι βάσει αυτών, και καθώς αφενός η εν λόγω ανακοπή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα κι αφετέρου δεν υφίσταται ειδική διάταξη εξαιρετικής αρμοδιότητας, εφαρμογή βρίσκει η ΚΠολΔ 18, κι έτσι αρμόδιο ορίζεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο σε πρώτο βαθμό (και το Τριμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό, ΚΠολΔ 19 μετά το Ν. 3994/2011), συμπέρασμα εντελώς αντίθετο από τον κατά τίτλο σκοπό του Ν. 4055/2012 περί εύλογης διάρκειας της δίκης, μέσω του οποίου ο Νομοθέτης επιδίωξε να ελαφρύνει την υλική αρμοδιότητα και των Πολυμελών Πρωτοδικείων εις βάρος των κατωτέρων Δικαστηρίων (6). Το πρόβλημα δηλαδή εμφανίζεται διότι ο Νομοθέτης του Ν. 4055/2012 δεν προέβλεψε ειδικότερες διατάξεις επί της σχετικής ανακοπής. Η σχετική (και μη συμβατή με την επιτάχυνση) νομική αντιμετώπιση της υλικής αρμοδιότητας της ανακοπής αυτή, δεν αντιμετωπίστηκε ούτε στις σχετικές ανακοπές που πιθανόν να ασκούνταν κατά των πράξεων δημοσίευσης διαθήκης. Κι αυτό διότι η ανακοπή αυτή δεν ασκούνταν συνήθως κατά των πράξεων αυτών καθώς ως προς τη δημοσίευση των λοιπών ειδών διαθηκών υπήρχε η εγγυητική για το κύρος τους συμμετοχή ενός Συμβολαιογράφου, εκμηδενίζοντας στην πράξη την ύπαρξη όποιου λόγου προσβολής της δημοσίευσης, ενώ τα σχετικά προβλήματα εμφανίζονταν, όπως είναι λογικό, στην δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης με ταυτόχρονη κήρυξή της ως κυρίας (7) (πχ. λόγω πλαστότητας). Κι έτσι αν και υπήρχαν οι τυπικές προϋποθέσεις, εντούτοις de facto αυτή η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 δεν αντιμετωπίστηκε στη νομολογία, ούτως ώστε να υπάρχουν σήμερα νομολογημένες λύσεις. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ακούσια παράλειψη του Νομοθέτη, και όχι για ηθελημένη νομοθετική επιλογή, όπως φαίνεται κι απ’ τις λοιπές νέες διατάξεις.
Μόνη λύση που μπορεί να υπάρξει είναι να εφαρμοστεί αναλογικά η νέα διάταξη της ΚΠολΔ 810 (άρθρ. 17 § 22 Ν. 4055/2012) όπου ορίζεται πλέον ως Δικαστήριο της κληρονομίας το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου είχε ο κληρονομούμενος την τελευταία κατοικία ή διαμονή του (άλλως αυτό της Αθήνας), αφού άλλωστε αυτό φαίνεται να ήθελε κι ο Νομοθέτης απ’ όλες τις διατάξεις περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας (και δη αυτών και περί κληρονομητηρίων, βλ. παρακάτω υπό 2.2.3). Αυτό το Δικαστήριο μπορεί αναλογικά να θεωρηθεί αρμόδιο για την υπό εξέταση περίπτωση, υπό το φως μιας σχετικής διασταλτικής ερμηνείας ερειδόμενης κυρίως στο νόημα του τίτλου του και στην πρόβλεψή του εντός της εκουσίας δικαιοδοσίας, καθώς εντός αυτής προβλέπονται κι οι υπό εξέταση πιθανώς προσβαλλόμενες πράξεις του Ειρηνοδίκη. Εφόσον ξεπεράσουμε το γεγονός ότι ο προσδιορισμός του Δικαστηρίου της κληρονομίας υφίσταται καταρχήν γιατί επόμενες διατάξεις παραπέμπουν ρητά σ’ αυτό, το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί είναι η τοπική αρμοδιότητα, κι αυτό καθώς ενώ το Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου είχε ο κληρονομούμενος την τελευταία κατοικία ή διαμονή του, η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 εισάγεται, ελλείψει ειδικών διατάξεων, στο Δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (ΚΠολΔ 584). Επειδή όμως η ΚΠολΔ 810 μόνο αναλογικά κι ερμηνευτικά μπορεί να εφαρμοστεί, το ορθό είναι να εφαρμοστεί μόνο για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κληρονομίας, ενώ ως τοπική δωσιδικία ορθότερο φαίνεται να οριστεί αυτή του ανακόπτοντος, της ΚΠολΔ 584 δηλαδή, ως γενικής κι άμεσα εφαρμοζόμενης διάταξης. Ως διαδικασία θα πρέπει να επιλεγεί η εκουσία δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των ΚΠολΔ 739 & 740 ως αποτέλεσμα της επιλογής του Δικαστηρίου της κληρονομίας. Με επιπλέον δε επιχείρημα υπέρ της εν λόγω διαδικασίας το γεγονός ότι, αν και δεν προβλέπεται ρητά αυτή η ανακοπή εντός των σχετικών διατάξεων, εντούτοις οι σχετικές πράξεις κατά των οποίων στρέφεται προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις.
Πάντως, αν και η παρούσα ερμηνεία προκρίνεται ως ορθή τελολογικά, εντούτοις είναι εμφανές ότι χρειάζεται άμεση νομοθετική παρέμβαση ή έστω αυθεντική ερμηνεία του Νόμου, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα.
2.2.3. Το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα του έχοντος έννομο συμφέρον (κληρονομητήριο) εκδίδεται πλέον από τον Ειρηνοδίκη, και όχι από Δικαστήριο (άρθρ. 5 & 17 §§ 23-26 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 1956, 1958-1961 & ΚΠολΔ 819, 820, 823, 826). Το περιεχόμενο και οι προϋποθέσεις του κληρονομητηρίου δεν τροποποιούνται. Εισάγεται όμως κάτι καινούργιο. Η αίτηση για έκδοση κληρονομητηρίου αναρτάται για 10 ημέρες σε ειδικό χώρο στο Ειρηνοδικείο, προφανώς προς γνώση όποιων ενδιαφερομένων τρίτων (ΚΠολΔ 819). Επιπλέον προβλέπεται ότι εντός αυτής της προθεσμίας μπορεί να ασκηθεί παρέμβαση τρίτου, για την οποία ο Ειρηνοδίκης προσδιορίζει δικάσιμο, προφανώς από όποιον έχει αντιρρήσεις επί της αιτήσεως, αφού κληρονομητήριο ακόμη δεν υφίσταται. Η διάταξη δεν το ορίζει ρητά αλλά μάλλον προκύπτει ότι το κληρονομητήριο εκδίδεται μετά την άπρακτη παρέλευση του δεκαημέρου, κατά τη λογική παραδοχή ότι οι διατάξεις περί της νέας αυτής παρέμβασης, σκοπό φαίνεται να έχουν την προβολή αντιρρήσεων πριν την έκδοση κληρονομητηρίου. Η εκδίκαση της παρεμβάσεως αυτής γίνεται ενώπιον του Δικαστηρίου της κληρονομίας, αφού ο Ειρηνοδίκης αυτού του Δικαστηρίου την προσδιορίζει ως προς τη δικάσιμο. Η διαδικασία είναι η εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739 & 740. Επιπλέον καθώς δεν προβλέπονται ειδικά ούτε κατά ποίων προσώπων στρέφεται (πλην προφανώς κατά του περιεχομένου της ίδιας της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου) ούτε η αναγκαστικότητα σχετικών επιδόσεων της παρέμβασης και αντιστοίχων προθεσμιών αυτών, εφαρμογή επί των τελευταίων θα βρει προφανώς η ΚΠολΔ 748, κατά την οποία ο Ειρηνοδίκης αποφαίνεται επί κοινοποιήσεων και προθεσμιών αυτών. Οι διατάξεις πάντως περί της παρέμβασης αυτής φαίνονται μάλλον ελλιπείς καθώς και πάλι υπάρχει έδαφος και πεδίο εφαρμογής προς ερμηνεία, όπως αβίαστα συνάγουμε από την έλλειψη ρητών κι ειδικών ρυθμίσεων.
Η προπεριγραφόμενη παρέμβαση δεν ασκεί καμία επιρροή, ελλείψει ειδικής διάταξης, στο δικαίωμα όποιου έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση σχετικής ανακοπής κατ’ άρθρον ΚΠολΔ 583, είτε επί αποδοχής είτε επί απορρίψεως της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου. Αυτό δε καθώς, αφενός το κληρονομητήριο πλέον εκδίδεται με πράξη του Δικαστή κι αφετέρου η προεκτεθείσα παρέμβαση στρέφεται κατά της αίτησης προς κληρονομητηριο ενώ η ανακοπή κατά του ίδιου του κληρονομητηρίου. Επί της ανακοπής αυτής ισχύει ό, τι ειπώθηκε και προηγουμένως σχετικά με την κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας (βλ. παραπάνω υπό 2.2.2). Βασική διαφορά είναι ότι εν προκειμένω το δικάζον Δικαστήριο και η διαδικασία δεν αμφισβητείται, καθώς η ΚΠολΔ 823 ορίζει ότι οποιαδήποτε αντίρρηση επί κληρονομητηρίου δικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου της κληρονομίας της ΚΠολΔ 810, κι επομένως κατά την εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739, 740.
2.2.4. Πρέπει να σημειωθεί εν τέλει ότι κατ’ εξαίρεση του ορισμού της 2ας Απριλίου 2012 ως ημερομηνίας έναρξης ισχύος του Νόμου κατ’ άρθρον 113 Ν. 4055/2012, η 110 § 2 Ν. 4055/2012 ορίζει ότι οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 1, 4 & 5 Ν. 4055/2012, δηλαδή οι προπεριγραφόμενες υποθέσεις (υπό 2.2, 2.2.1, 2.2.2 & 2.2.3) περί επικυρώσεως καταστατικού σωματείου, περί δημοσιεύσεως διαθήκης, περί κήρυξης ιδιόγραφης ως κυρίας και περί εκδόσεως κληρονομητηρίου, υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ή του μονομελούς πρωτοδικείου, μέχρι της υπαγωγής τους στα ειρηνοδικεία, έως δηλαδή την 16/9/2012 (110 § 21 Ν.4055/202).
2.3. Συναινετικό διαζύγιο
Τροποποιείται η ΑΚ 1441 (άρθρ. 3 Ν. 4055/2012) σχετικά με το συναινετικό διαζύγιο. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι πλέον, κατ’ επιτυχή επιλογή, απαιτείται μία και μόνη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την εκουσία δικαιοδοσία για να λυθεί ο γάμος, ενώ επιπροσθέτως ο γάμος αρκεί να έχει διαρκέσει μόλις έξι μήνες (αντί του προγενεστέρου ενός έτους) ως προϋπόθεση για να λυθεί. Να σημειωθεί ότι κατά την διάταξη του άρθρου 110 § 1 Ν. 4055/2012, οι τροποποιημένες διατάξεις ισχύουν και για τις ήδη συζητηθείσες αιτήσεις σε α’ συζήτηση.
Πλέον αυτών φαίνεται να τροποποιείται και σε άλλα σημεία η διαδικασία:
2.3.1. Πρώτον κατά τη διατύπωση της διάταξης, δεν υποβάλλεται πλέον στο Δικαστήριο «κοινή αίτηση» αλλά «κοινή συμφωνία» των συζύγων περί συναινετικής λύσης του γάμου, για την οποία συμφωνία προβλέπεται χορήγηση ειδικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο κατά την ΑΚ 1441 (αυτή η ειδική πληρεξουσιότητα προβλεπόταν για την αίτηση πρό του Ν. 4055/2012), ενώ όμως παραδόξως προβλέφθηκε και υποχρέωση γενικής πληρεξουσιότητας κατά την ΚΠολΔ 94 για την ίδια έγγραφη συμφωνία (άρθρ. 3 & 6 § 7 Ν. 4055/2012), ενώ συνεχίζει να ισχύει ακόμη κι η ειδική πληρεξουσιότητα επί γαμικών διαφορών κατά την ΚΠολΔ 98. Έτσι λοιπόν έχουμε ειδικό πληρεξούσιο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ΚΠολΔ 98, αναγκαστική γενική πληρεξουσιότητα για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας λύσης του γάμου σύμφωνα με την ΚΠολΔ 94, η οποία όμως και αυτή παρέχεται με ειδικό πληρεξούσιο κατά την ΑΚ 1441. Αυτή η υπερβολή επί των γενικών και ειδικών πληρεξουσιοτήτων κι η ατυχής διατύπωση περί «κοινής συμφωνίας» φαίνονται ότι είναι αποτέλεσμα των μη διορθωμένων υπολειμμάτων της πρώτης διατύπωσης της διάταξης που βρίσκεται στο αρχικό κείμενο του Σ/Ν, κατά το οποίο η συναινετική λύση του γάμου πραγματοποιούνταν με διάταξη του Πρωτοδίκη και όχι με δικαστική απόφαση(8). Κι εξ αυτού φαίνεται ότι η διόρθωση της διάταξης δεν υπήρξε δυστυχώς πλήρης.
Πέραν όμως των παραπάνω, επειδή σε κάθε περίπτωση αποτελεί γενική θεμελιώδη αρχή του δικονομικού δικαίου (ΚΠολΔ 106 σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 747) ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται μετά από «αίτηση» του διαδίκου, θα πρέπει να γίνει πανθομολογουμένως δεκτό ότι σαφώς και πάλι απαιτείται εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, στο οποίο τίποτε δεν απαγορεύει να περιέχεται αυτή η «κοινή συμφωνία», καθώς δεν επιτάσσεται από καμία διάταξη ένα ξεχωριστό δικόγραφο γι’ αυτήν (ούτως ή άλλως έως σήμερα κι η αίτηση για συναινετική λύση του γάμου τα χαρακτηριστικά «κοινής συμφωνίας» είχε, με αντίστοιχη χρήση νομικών όρων όπως «συνομολογούμε», «αποφασίζουμε» κλπ), αντίθετα δηλαδή με την συμφωνία περί επιμέλειας κι επικοινωνίας γονέων και τέκνων. Το βασικό ζήτημα που μένει (έως διορθώσεως της διάταξης) και θέλει ιδιαίτερη προσοχή από τους πληρεξουσίους δικηγόρος είναι το γεγονός ότι, λόγω της υπάρχουσας διατύπωσης της διάταξης, θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στο ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και η έγγραφη αυτή συμφωνία (πλην της εκδίκασης της υπόθεσης) ως διενεργούμενη πράξη απ’ τον πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς ρητά ορίζεται υποχρέωση ειδικής πληρεξουσιότητας και επί της έγγραφης συμφωνίας. Επιπλέον για αποφυγή μιας άδικης μεν αλλά τυπικής απόρριψης της αίτησης, κάλο θα ήταν αυτή η έγγραφη συμφωνία περί συναινετικής λύσης του γάμου να αναφέρεται ρητώς ως συμφωνία και στο δικόγραφο. Κι αναμένουμε διορθώσεις.
2.3.2. Δεύτερον, ένα ακόμη περίεργο συμπέρασμα, που προκύπτει από τη μη πλήρη διόρθωση του αρχικού κειμένου του Σ/Ν, αποτελεί και ο χρονικός περιορισμός χορήγησης του ειδικού πληρεξουσίου. Κατά την προγενέστερη μορφή των σχετικών διατάξεων, η ΚΠολΔ 98 απαιτούσε απλά ύπαρξη ειδικού πληρεξουσίου επί γαμικών διαφορών άνευ χρονικού περιορισμού ενώ η ΑΚ 1441 όριζε ειδικότερα ότι αυτό το ειδικό πληρεξούσιο επί αιτήσεως συναινετικής λύσης του γάμου, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί το πολυ έως ένα μήνα προ της κάθε συζήτησης της αίτησης. Με το Ν. 4055/2012 όμως, η ΚΠολΔ 98 συνεχίζει να έχει την ίδια μορφή (δηλαδή δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς), ενώ η τροποποιημένη ΑΚ 1441 ορίζει ότι το ειδικό αυτό πληρεξούσιο χορηγείται μέσα στον τελευταίο μήνα πριν την υπογραφή του συμφωνητικού συναινετικής λύσης του γάμου, και όχι πριν τη συζήτηση. Είναι εμφανές ότι και αυτή η διατύπωση απέμεινε από την αρχική μορφή της διάταξης στο Σ/Ν. Αν και κατά τα προλεγόμενα δημιουργείται από πλευράς χρόνου ένα φαινομενικά επιεικέστερο για το διάδικο καθεστώς χορήγησης πληρεξουσίου ως προς τη συζήτηση της αίτησης, εντούτοις πρόβλημα παραμένει η απώλεια της «νωπής εντολής» για έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Ο χρονικός περιορισμός του ενός μηνός πριν τη συζήτηση είχε το νόημα μίας πρόσφατης επιθυμίας συναινετικής μεταβολής μιας εκ των πλέον προσωπικών καταστάσεων, αυτής του γάμου. Με το παρόν νομοθετικό καθεστώς ελλοχεύει ο κίνδυνος ότι νομότυπα, πλην «ξεχασμένα» από πιθανή κι εύλογη κρίση των διαδίκων, πληρεξούσια της ΚΠολΔ 98 θα ενεργοποιούνται ενώπιον του Δικαστηρίου του συναινετικού διαζυγίου, με αποτέλεσμα να λύεται ο γάμος νομότυπα αλλά όχι επί της ουσίας «συναινετικά». Θεωρώ ότι η διάταξη κι εν προκειμένω πρέπει να διορθωθεί.
Σε συνέχεια των παραπάνω περί πληρεξουσιότητας να προσθέσω ότι, αν και για το συναινετικό διαζύγιο φαίνεται ότι ο Νομοθέτης από αβλεψία υπερέβαλε μάλλον ως προς την χορήγηση πληρεξουσιότητας, εντούτοις δεν προβλέφθηκε ρητά στο γράμμα του Νόμου αναγκαστική χορήγηση πληρεξουσιότητας στις προαναφερθείσες διαταγές/πράξεις του Ειρηνοδίκη επί επικύρωσης καταστατικού, δημοσιεύσεων διαθηκών και εκδόσεως κληρονομητηρίων, αν και αυτό είχε προβλεφθεί κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στα οικεία άρθρα 4 & 5.
2.3.3. Τρίτον, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι πλέον το τελευταίο εδάφιο της ΑΚ 1441 ορίζει επί λέξει ότι: «Η απόφαση του Μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο». Εν προκειμένω λοιπόν ο Νομοθέτης για πρώτη φορά θεωρεί ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου στα πλαίσια της συναινετικής λύσης του γάμου, μπορεί να αφορά και στη διατροφή των ανήλικων τέκνων κι επ’ αυτού η απόφαση θα αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Προκειμένου η απόφαση βέβαια να αφορά και στη διατροφή των ανήλικων τέκνων, θα πρέπει να έχει κατατεθεί σχετική συμφωνία των συζύγων καθώς βρισκόμαστε στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας, λαμβάνοντας απ’ την άλλη υπόψη ότι αυτή η συμφωνία δεν απαιτείται για την συναινετική λύση του γάμου (σε αντίθεση με τη σχετική συμφωνία των γονέων περί της επιμέλειας κι επικοινωνίας γονέων και τέκνων).
Μέχρι το Ν. 4055/2012, σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων, η σχετική συμφωνία περί διατροφής αυτών δεν απαγορευόταν, αλλά αφενός δεν ήταν δυνατόν να επικυρωθεί από το Δικαστήριο του συναινετικού διαζυγίου καθώς δεν προβλεπόταν σχετική δυνατότητα (9), κι αφετέρου σε κάθε περίπτωση το έγκυρο της συμφωνίας εξαρτώταν από τις σχετικές με τη διατροφή εκ του Νόμου διατάξεις, ΑΚ 1585 επ., όπως περί μη δυνατότητας παραιτήσεως απ’ το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον (ΑΚ 1499) (10) ή ακόμη περί του ύψους της το οποίο θα έπρεπε να πλησιάζει αυτό το οποίο θα επιδίκαζε και το αρμόδιο Δικαστήριο κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία (ΑΚ 1493) (11). Αυτά ίσχυαν (κι ισχύουν ακόμη) επί της σχετικής συμφωνίας στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου ενώ προκειμένου απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου να αποφαίνεται αρμοδίως και δεσμευτικώς επί της διατροφής των ανήλικων τέκνων, θα έπρεπε να έχει ασκηθεί αγωγή εκδικαζόμενη κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία και δη κατά τις ΚΠολΔ 681Β & 681Γ. Να προστεθεί εδώ ότι σε δίκες διατροφής ανηλίκων τέκνων κατά την διαδικασία των ΚΠολΔ 681Β & 681Γ επιτρέπεται (κι επιβάλλεται εκ των σχετικών διατάξεων) δικαστικός συμβιβασμός κατά την ΚΠολΔ 293, ο οποίος όμως αφενός πρέπει να είναι σύμφωνος και πάλι με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (και δη αναγκαστικού δικαίου), να έχει δηλαδή «σύννομο περιεχόμενο», έστω κατά προσέγγιση, κι αφετέρου να τίθεται προς το συμφέρον του τέκνου (12). Επομένως ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, κάθε συμφωνία ή συμβιβασμός, εξώδικος ή δικαστικός, μεταξύ γονέων σχετικά με τη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους, κρίνεται πλην άλλων και βάσει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων περί διατροφής εκ του Νόμου.
Το ζήτημα είναι λοιπόν ότι αν και πλέον προβλέπεται ότι η απόφαση επί συναινετικής λύσης του γάμου, στο μέρος που αφορά τη διατροφή των ανήλικων τέκνων, αποτελεί εκτελεστό τίτλο κι επομένως αυτό σημαίνει ότι επικυρώνεται σχετική συμφωνία των συζύγων - γονέων, εντούτοις τα προλεχθέντα περί αναγκαστικού δικαίου διατάξεων επί διατροφής εκ του Νόμου των ανηλίκων τέκνων συνεχίζουν να ισχύουν. Αυτό σημαίνει ότι η επικυρωμένη έγγραφη συμφωνία πρέπει να είναι σύμφωνη και με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις. Πώς όμως αυτό θα είναι δυνατό να συμβεί όταν η συμφωνία αυτή θα τίθεται απλώς προς επικύρωση στο Δικαστήριο ενώ δεν θα τίθεται σχετικό πραγματικό προς κρίση, πραγματικό απαραίτητο για την ουσιαστική κρίση περί «συννόμου περιεχομένου» της σχετικής συμφωνίας; Αν το Δικαστήριο δεν κάνει χρήση της ΚΠολΔ 744, περί αυτεπάγγελτης έρευνας γεγονότων τα οποία θα υποδείξουν το σύννομο περιεχόμενο της έγγραφης συμφωνίας, τότε αυτή η συμφωνία θα πάσχει, καθώς σαφώς η δικαστική επικύρωση δεν θα μπορεί να επιβεβαιώσει ελλείψει πραγματικού ούτε το σύννομο περιεχόμενο της συμφωνίας ούτε το εξασφαλισμένο συμφέρον του τέκνου. Στα πλαίσια της διαδικασίας του συναινετικού διαζυγίου όμως, η οποία στην πράξη είναι ταχύτατη, θα εφαρμοστεί η ΚΠολΔ 744 η οποία θα καθυστερήσει πάρα πολύ τη διαδικασία, θέτοντας επί της ουσίας μία δεύτερη μετ’ αναβολή δικάσιμο;
Αλλά ξεπερνώντας αυτή την ανάγκη λήψης υπόψη και των διατάξεων περί της εκ του Νόμου διατροφής, αναρωτιέται κανείς: ποιά είναι η φύση αυτής της επικυρωμένης συμφωνίας περί διατροφής του ανηλίκου τέκνου; Εν ολίγοις μετά από μια τέτοια συμφωνία και την αμετάκλητη λύση του γάμου θα είναι δυνατή η έγερση μίας αγωγής με αντικείμενο τη διατροφή του ανήλικου τέκνου, δεδομένου ότι αυτή η επικυρωμένη συμφωνία θα είναι τίτλος εκτελεστός;
Η πιθανότερη απάντηση είναι ότι ελλείψει ειδικής διάταξης, αυτή η επικυρωμένη συμφωνία δεν εμποδίζει την έγερση σχετικής αγωγής, παρά μόνο απλώς θα ληφθεί υπόψη απ’ το Δικαστήριο της διατροφής. Αυτό δε καθώς ούτε ειδική διάταξη πλην της εκτελεστότητας υπάρχει, ούτε αυτή η συμφωνία μπορεί να ληφθεί υπόψη ως δικαστικός συμβιβασμός της ΚΠολΔ 293 ούτως ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανατρεπτικής ένστασης ανάλογου αποτελέσματος με αυτή του δεδικασμένου (13). Ο δικαστικός συμβιβασμός προϋποθέτει (πλην των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου) και εκκρεμοδικία. Εδώ όμως η τυχόν επικυρωμένη συμφωνία υπογράφεται και καταρτίζεται πρό της κατάθεσης της επίδικης αίτησης. Κι αυτό διότι στην πράξη κατά την ταχύτατη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου, κατάθεση, προσδιορισμός και εκδίκαση της αίτησης πραγματοποιούνται την ίδια σχεδόν χρονική στιγμή. Εκτός αυτού δικαστικός συμβιβασμός νοείται επί του αντικειμένου της δίκης, καθώς αυτός επιφέρει κατάργηση της δίκης (14). Εν προκειμένω όμως αυτή η συμφωνία περί διατροφής ούτε αντικείμενο της δίκης είναι (αντικείμενο αποτελεί η λύση του γάμου) ούτε καν απαραίτητη για το παραδεκτό της αίτησης είναι. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι αυτός ο εκτελεστός τίτλος, από επικυρωμένη συμφωνία περί διατροφής ανηλίκου τέκνου στα πλαίσια συναινετικής λύσης του γάμου, έχει μεν εκτελεστότητα, εντούτοις όμως θα μπορεί επί της ουσίας να προσβάλλεται σε κάθε επόμενη σχετική δίκη. Κι εξ αυτού φαίνεται ότι η ύλη του Δικαστηρίου των ΚΠολΔ 681Β & 681Γ θα μεταφερθεί στο δικαστήριο της αντίστοιχης ανακοπής κατά της εκτέλεσης αυτού του τίτλου, με αντίστοιχη όμως αύξηση της ύλης καθώς θα συνυποβάλλονται και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής.
Ως προς το μέρος της απόφασης που αφορά την εκτελεστότητα της συμφωνίας περί επιμέλειας και επικοινωνίας γονέων και τέκνων, η σχετική διάταξη φαίνεται να μένει κενό γράμμα. Κι αυτό διότι το σχετικό δικαίωμα περί επιμέλειας και επικοινωνίας δεν εκτελείται άμεσα παρά μόνο έμμεσα μέσω της ΚΠολΔ 947, δηλαδή με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, σε περίπτωση μη ανοχής πράξης δηλαδή, κατόπιν υποβολής αιτήματος του διαδίκου είτε με αγωγή είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κατ’ άρθρ. ΚΠολΔ 731 επ (15). Κι ερωτάται κανείς, πώς μπορεί να γίνει εκτελεστό αυτό το μέρος της απόφασης, αν δεν μπορεί να σωρευτεί και αίτημα απειλής χρηματικής ποινής; Κι αν εν τέλει μπορεί να σωρευτεί, το ύψος της θα καθορίζεται με κοινή συμφωνία των συζύγων, καθώς μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας; Αντικρουόμενες αρχές δικονομικού δικαίου οι οποίες εν τέλει θα αφήσουν ανεφάρμοστη τη διάταξη. Κλείνοντας να σημειώσω ότι ευτυχώς διατηρήθηκε (ας ελπίσουμε όχι από παραδρομή) η διάταξη που όριζε επί της ουσίας την προσωρινότητα της σχετικής με την επιμέλεια και επικοινωνία ισχύ της συμφωνίας, παραπέμποντας και πάλι στην ΑΚ 1513, η οποία ορίζει ότι αρμόδιο Δικαστήριο αποφαίνεται οριστικά επί του ζητήματος. Η διάταξη αυτή μάλιστα υποδεικνύει και την αληθή φύση της σχετικής συμφωνίας, κι ίσως θα έπρεπε να είχε αποτελέσει πρότυπο και για την σχετική συμφωνία περί διατροφής, η οποία αναλύθηκε ανωτέρω.
2.4. Διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου και σώρευσή με διαταγή πληρωμής
Τροποποιούνται οι ΚΠολΔ 662Α επ. ως προς την διαταγή απόδοσης μισθίου (άρθρ. 15 §§ 2- 5 Ν. 4055/2012). Πρώτον, η σχετική έγγραφη όχληση για την καταβολή των μισθωμάτων, ως απαραίτητη προϋπόθεση της διαταγής απόδοσης μισθίου, επιδίδεται 15 ημέρες πριν την κατάθεση της αίτησης, αντί του προγενεστέρου ενός μηνός. Δεύτερον διαγράφηκε η σε πρακτική αχρησία διάταξη που προέβλεπε δυνατότητα του Δικαστή να καλέσει τον αιτούντα να βεβαιώσει ενόρκως γεγονότα. Τρίτον δεν απαιτούνται πλέον δύο επιδόσεις της διαταγής, προκειμένου αυτή να εκτελεστεί, αλλά αντ’ αυτού προβλέπεται μία και μόνη επίδοση αυτής ως αντιγράφου εξ απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, ενώ η εκτέλεση μπορεί να αρχίσει μετά την παρέλευση 20 ημερών από αυτή τη μόνη επίδοση. Κι έτσι απ’ αυτή τη μόνη επίδοση αρχίζει κι η δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση της σχετικής ανακοπής της ΚΠολΔ 662ΣΤ.
Πλην αυτών προστέθηκε η ΚΠολΔ 662Θ κατά την οποία προβλέφθηκε η δυνατότητα σώρευσης με την ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και αιτήματος καταδίκης για χρηματική απαίτηση από οφειλόμενα μισθώματα, κοινόχρηστες δαπάνες, τέλη και λογαριασμούς κοινής ωφελείας, εφόσον το ύψος αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, με ρητή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί διαταγής απόδοσης μισθίου και μερικών περί διαταγής πληρωμής. Εξ αυτών προκύπτουν τα εξής: Η ανακοπή κι η αναστολή και κατ’ αυτής της διαταγής πληρωμής εκδικάζονται όπως κι επί διαταγής απόδοσης μισθίου. Εφαρμόζονται οι σχετικές περί διαταγής απόδοσης μισθίου προθεσμίες. Και κυρίως δεν αποκτά ούτε μπορεί να αποκτήσει αυτή η οιονεί διαταγή πληρωμής δύναμη δεδικασμένου, καθώς αφενός έχει παραλειφθεί η σχετική διάταξη περί διαταγής πληρωμής ως αναλόγως εφαρμοζόμενης (ΚΠολΔ 662Θ, 632, 633), κι αφετέρου η διαταγή απόδοσης μισθίου ορθώς δεν παράγει κανενός είδος δεδικασμένου, ούτε καν αυτό της ΚΠολΔ 651 επί μισθωτικών διαφορών (16).
3. Ιδιαίτερα προβληματικές τροποποιήσεις
3.1. Η τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Τροποποιήθηκε η τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άρθρ. 9 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 270 § 5). Προβλέφθηκε ως δυνατότητα (και όχι αναγκαστική διαδικασία) η διακοπή της συζήτησης επί υποθέσεων, στις οποίες θα διεξαχθούν έμμαρτυρες αποδείξεις, κι η αναβολή της για την «αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία και ολοκληρώνεται η συζήτηση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αφού προηγηθεί η εξέταση των μαρτύρων». Οι μάρτυρες θα εξετάζονται ενώπιον του διορισμένου απ’ τον Πρόεδρο Εισηγητή Δικαστή, ενώ «ο τόπος και χρόνος της διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων καθορίζεται κατά την αρχική δικάσιμο αμέσως μετά την εκφώνηση και τη διακοπή της συζήτησης με ανακοίνωση του Προέδρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται». Ορίζεται τέλος ότι ο εισηγητής Δικαστής αποφαίνεται επί όλων των σχετικών με την απόδειξη διαδικαστικών θεμάτων. Επομένως κατά την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο, κι εφόσον πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες, το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει τη συζήτηση για την αμέσως επόμενη δικάσιμο (κατά την οποία δεν θα είναι παρόντες οι διάδικοι), ορίζοντας όμως επιπλέον τόπο και χρόνο διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον του εισηγητή Δικαστή, η οποία διεξαγωγή κατά τη διάταξη θα πραγματοποιείται κι ολοκληρώνεται μεταξύ των δύο δικασίμων, της πρώτης προσδιορισθείσας και της δεύτερης μετ’ αναβολήν. Η εν λόγω διάταξη αρχίζει να ισχύει από την 12/5/2012 (110 § 20 Ν. 4055/2012).
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί αυτή η νέα τροποποίηση η οποία ομοιάζει εν μέρει (ως προς τη διεξαγωγή των εμμάρτυρων καταθέσεων) με την παλαιότερη διαδικασία προ του 2001, όπου όμως υπήρχε η προδικαστική απόφαση κι η μετ’ απόδειξη συζήτηση. Η διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων μόνο ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή δεν εξυπηρετεί στο μέγιστο την δημοσιότητα της συζήτησης ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς αυτή η διεξαγωγή, όπως και προ του 2001, θα πραγματοποιείται πιθανόν και πάλι στο γραφείο του Εισηγητή, γεγονός βέβαια που δεν παρακωλύει τη δημοσιότητα, αλλά την ελαττώνει εν τοις πράγμασι (λόγω μεγέθους του χώρου, λόγω παρουσίας μόνο των ενδιαφερομένων κλπ). Επιπλέον πιθανόν να εμφανιστούν επ’ αυτού πάλι φαινόμενα ιδιαίτερα εκτενών μαρτυρικών καταθέσεων, όπως και προ του 2001.
Ακόμη από προσεκτική ανάγνωση της νέας διάταξης προκύπτει ότι τουλάχιστον επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο πρόβλημα καθυστέρησης διεξαγωγής των εμμαρτύρων αποδείξεων, το οποίο είχε εμφανιστεί στην παλαιότερη προ του 2001 διαδικασία. Καθώς η συζήτηση αναβάλλεται για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης και καθώς έως τότε θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων, φαίνεται να υφίσταται ένας de facto χρονικός περιορισμός της διαδικασίας.
Πλην όμως αυτών των προβληματισμών, δημιουργούνται ορισμένα πρακτικά προβλήματα επί της νέας διαδικασίας, καθώς αφενός η διάταξη δεν εξαντλεί όλα τα στάδια της διαδικασίας κι αφετέρου η «δεύτερη» δικάσιμος (ως μετ’ απόδειξη συζήτηση) θα πραγματοποιείται απουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων. Πρώτον, η διάταξη δεν ορίζει πότε θα προβάλλονται και προφορικά ενστάσεις κι αντενστάσεις, οψιγενείς ισχυρισμοί ή ακόμη κι οι συμπληρώσεις της ΚΠολΔ 224 ή πότε θα είναι δυνατόν να ασκηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου κι η καθοδηγητική του λειτουργία που ορίζει η ΚΠολΔ 236 περί προτροπής των διαδίκων προς συμπλήρωση των ισχυρισμών τους. Καθώς κατά τη διάταξη η συζήτηση διακόπτεται κι αναβάλλεται αμέσως μετά την εκφώνηση και καθώς ο Εισηγητής Δικαστής είναι αρμόδιος μόνο για τα επί αποδείξεως διαδικαστικά ζητήματα, φαίνεται να υπάρχει μεγάλο κενό. Επ’ αυτού λοιπόν δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα η νέα ΚΠολΔ 270, κι επομένως οι προαναφερθείσες δικονομικές υποχρεώσεις και δυνατότητες περί προβολής ισχυρισμών θα πρέπει να πραγματοποιούνται ενώπιον ολόκληρης της σύνθεσης κατά την αρχική δικάσιμο, καθώς δεν υφίσταται κανένας άλλος τρόπος αυτές να λάβουν χώρα, κι αφού ολοκληρωθούν τότε να διακόπτεται η συζήτηση.
Δεύτερον, πρόβλημα δημιουργείται ως προς την προθεσμία κατάθεσης προσθήκης και αντίκρουσης οκτώ ημέρες μετά τη δικάσιμο (ΚΠολΔ 237 § 4). Η ΚΠολΔ 237 § 4 ορίζει ότι έως τις 12:00 μμ της όγδοης ημέρας από τη συζήτηση ή την αυτοψία ή την λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι καταθέτουν προσθήκη κυρίως σχολιάζοντας την αποδεικτική διαδικασία. Κι αναρωτιέται κανείς: Πότε ξεκινά πλέον αυτή η προθεσμία και επομένως πότε λήγει; Αν τηρηθούν κατά γράμμα οι διατάξεις αυτή η προθεσμία αρχίζει από τη δεύτερη δικάσιμο της συζήτησης, όπου οι διάδικοι δεν είναι παρόντες, διότι τότε ολοκληρώνεται η μία και μόνη συζήτηση, τότε ακούγεται αυτό το περίφημο «συζητείται». Προκειμένου λοιπόν να είναι δυνατή η κατάθεση αυτής της προσθήκης και να είναι βέβαιοι οι διάδικοι για το χρονικό εύρος κατά το οποίο οι φάκελλοι θα παραμένουν «ανοικτοί», θα πρέπει κατά την αρχική δικάσιμο η σύνθεση να αναβάλλει σε ρητή και συγκεκριμένη δικάσιμο αναγκαστικά ούτως ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία. Κι επομένως καθίσταται αναγκαίο κατά την αρχική δικάσιμο να υφίσταται ήδη αφενός επαρκές πρόγραμμα δικασίμων κι αφετέρου επαρκής χρόνος και βεβαιότητα για τη διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων. Είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να μην καταστρατηγηθούν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων. Αυτό δε διότι η αναβολή της συζήτησης για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης (το πιθανότερο δηλαδή εντός 15 ημερών) σημαίνει διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων έως αυτή τη δεύτερη δικάσιμο. Αν υποθέσουμε ότι κατά τον προσδιορισθέντα τόπο και χρόνο της διεξαγωγής, υπάρξει κώλυμα να πραγματοποιηθούν οι αποδείξεις (ασθένεια μάρτυρα ή ακόμη και απεργία δικηγόρων κλπ), τότε είναι πιθανό κατά την δεύτερη συζήτηση να μην έχουν διεξαχθεί κι ολοκληρωθεί οι αποδείξεις. Αν ο εισηγητής Δικαστής υποχρεωθεί να αναβάλλει για επόμενη ημέρα τη διεξαγωγή αποδείξεων, και αυτή τύχει λόγω συνθηκών να έπεται τη δεύτερης δικασίμου, πώς θα ολοκληρωθεί η συζήτηση κατά τη δεύτερη προσδιορισθείσα δικάσιμο; Θα υπάρξει ανάγκη νέας αναβολής της δεύτερης δικασίμου, αλλά αυτή τη φορά αναγκαστικά απόντων των διαδίκων κατά το γράμμα της διάταξης. Πώς θα είναι δυνατόν να αναβάλει το Δικαστήριο απουσία των διαδίκων; Πώς εν τέλει θα λάβει γνώση ο διάδικος επίσημα απ’ το Δικαστήριο, το πέρας της δίκης και το χρονικό εύρος κατάθεσης της προαναφερόμενης προσθήκης της ΚΠολΔ 237 § 4; Εκτός αυτού προβληματίζει κι η αυξημένη πιθανότητα επιβράδυνσης της διαδικασίας.
Μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των επίφοβων πιθανοτήτων απομένει η πραγματοποίηση της διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων κατά την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο, μετά την εξάντληση της «εκφώνησης» του πινακίου ενώπιον όλης της σύνθεσης, νόημα που μάλλον προκρίνει κι ο Νομοθέτης στην Αιτιολογική Έκθεση (17). Εφόσον θα πραγματοποιηθεί διεξαγωγή εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον του εισηγητή, σημαίνει ότι η εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον όλης της σύνθεσης θα ολοκληρωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, αφήνοντας χρόνο στους εισηγητές για τη διεξαγωγή κατά την ίδια ημέρα, καθιστώντας βέβαιη την εκδίκαση κατά τη δεύτερη δικάσιμο. Και κατά αυτόν τον τρόπο όμως και πάλι δεν είναι βέβαιη η ολοκλήρωση της διεξαγωγής των αποδείξεων κατά την ίδια ημέρα, δημιουργώντας όπως προειπώθηκε πιθανότητα προβληματικών αναβολών. Σε κάθε περίπτωση όμως θα εξασφαλιστεί πολύτιμος χρόνος μειώνοντας τις προεκτιθέμενες πιθανότητες. Προβληματίζει ιδιαίτερα όμως η πρόβλεψη της διάταξης περί κλήτευσης των διαδίκων, ακόμη και των απόντων, κατά την πρώτη δικάσιμο ως προς τον τόπο και χρόνο της διεξαγωγής των αποδείξεων. Εάν υφίσταται κλήτευση για τη διεξαγωγή, μπορεί η διεξαγωγή απλώς να έπεται της ίδιας δικασίμου στην ίδια ημέρα; Γιατί να υπάρχει κλήτευση τότε; Νοείται κλήτευση για την ίδια ημέρα;
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα που παρουσιάζεται στη νέα αυτή διαδικασία σε σχέση με αυτή την κλήτευση είναι το γεγονός ότι η ανακοίνωση της σύνθεσης για τον τόπο και χρόνο διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων υπέχει θέση κλήτευσης ακόμη και των απόντων διαδίκων. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει ασφαλώς από τη φράση «... και εκείνων που δεν παρίστανται» εννοείται κατά την κλήτευση. Χρησιμοποιώντας ενεστώτα η διάταξη εννοεί ασφαλώς την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο. Αυτή η διάταξη δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί επ’ ουδενί. Κι αυτό διότι αν θεωρηθεί ότι πράγματι κλητεύτηκαν κι οι απόντες διάδικοι, σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν ερημοδικάζονται. Είναι εντελώς ασυνεπές κι αντιφατικό να διεξάγονται εμμάρτυρες ή όποιες άλλες αποδείξεις επί ερημοδικίας, δεδομένων των σχετικών διατάξεων που προβλέπουν επί της ουσίας ομολογία ισχυρισμών του αντιδίκου σε περίπτωση ερημοδικίας (ΚΠολΔ 271, 272). Το γεγονός λοιπόν ότι κλητεύονται να συμμετάσχουν στην συνέχιση της δίκης και στην αποδεικτική διαδικασία και οι απόντες κατά την αρχική δικάσιμο διάδικοι, σημαίνει ότι σαφώς δεν ερημοδικάζονται. Πώς όμως είναι δυνατόν να εφαρμοστεί αυτό; Εφόσον δηλαδή δεν ερημοδικάζονται, σημαίνει ότι κατά την εκφώνηση της αρχικής δικασίμου δεν είναι αναγκαία η παράσταση των διαδίκων; Καταργούνται δηλαδή έμμεσα οι σχετικές με την κλήση για συζήτηση διατάξεις; Και μάλιστα κατά περίπτωση; Κι αν υποθέσουμε ότι δεν είναι αναγκαία η παράσταση των διαδίκων, όλες οι προαναφερόμενες δικονομικές υποχρεώσεις και δυνατότητες προβολής ενστάσεων, αντενστάσεων κλπ, ενώπιον ποίου Δικαστηρίου και σε ποιό τόπο και χρόνο θα πραγματοποιούνται; Ενώπιον του Εισηγητή, καθώς θα μείνει η μόνη στιγμή κατά την οποία θα είναι παρόντες οι διάδικοι; Ο Εισηγητής Δικαστής όμως δεν είναι αρμόδιος παρά μόνο επί θεμάτων αποδείξεως. Αυτή η κλήτευση των απόντων διαδίκων λοιπόν δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί. Ή θα πρέπει να διαγραφεί ως διάταξη ή θα πρέπει να γίνει προσεκτικότερη μελέτη της διαδικασίας και να επωμιστεί όλο το βάρος της συζήτησης ο Εισηγητής Δικαστής, παραδοχή ιδιαίτερα επικίνδυνη τόσο για την πραγματική επιτάχυνση της διαδικασίας όσο και για την de facto μετατροπή της Πολυμελούς σύνθεσης σε Μονομελή.
Εάν ακολουθηθεί η ορθή και μόνη πρακτικά χρήσιμη άποψη ότι η διεξαγωγή των αποδείξεων έπεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκφώνησης ολόκληρου του πινακίου με απλή ανακοίνωση του Προέδρου του «τόπου και χρόνου της διεξαγωγής», είναι φανερό ότι τα περί κλητεύσεως μόνο προβλήματα ερμηνείας δημιουργούν χωρίς λόγο αφού θα καταστούν περιττά. Αυτό δε διότι οι παρόντες κατά την εκφώνηση ασφαλώς δεν χρειάζονται κλήτευση για να συνεχίσουν στην ορισθείσα με την ανακοίνωση αίθουσα ή γραφείο, ενώ οι απόντες κατά την εκφώνση ούτως ή άλλως έχουν ήδη ερημοδικασθεί. Εκτός αυτού λύνεται και το πρόβλημα των αναβολών, καθώς τα σχετικά αιτήματα θα μπορούν να προβάλλονται ενώπιον της σύνθεσης την ημέρα της πρώτης δικασίμου (κι όχι ενώπιον του εισηγητή), η οποία θα αναβάλλει γι’ αυτόν τον λόγο και όχι για διεξαγωγή αποδείξεων.
3.2. Προθεσμίες προσδιορισμού δικασίμων και δημοσίευσης αποφάσεων
3.2.1. Πλήθος διατάξεων επί ειδικών διαδικασιών πλέον ορίζουν συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο προσδιορισμού δικασίμου. Οι συζητήσεις α. ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 632 - 14 Ν. 4055/2012), β. αγωγών και τακτικών ενδίκων μέσων επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, κι η μετ’ αναβολή συζήτηση αυτών (ΚΠολΔ 672Α - 15 § 8 Ν. 4055/2012), γ. ανακοπής κι ανακοπής τρίτου κατά αναγκαστικής εκτέλεσης (ΚΠολΔ 933 & 936 - 19 §§ 1, 3 Ν. 4055/2012), δ. ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (ΚΠολΔ 979 - 19 § 10 Ν. 4055/2012), προσδιορίζονται να συζητηθούν εντός 60 ημερών από την κατάθεση εάν ο αντίδικος είναι κάτοικος ημεδαπής. Η συζήτηση της ανακοπής του κατάσχοντος κατά της δήλωσης τρίτου κατ’ άρθρο ΚΠολΔ 986 προσδιορίζεται εντός 120 ημερών από την κατάθεσή της (19 § 12 Ν. 4055/2012).
Ακόμη ορίζεται ότι η συζήτηση της προσωρινής διαταγής προσδιορίζεται εντός δύο εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση της προσωρινής διαταγής η σχετική συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται εντός 30 ημερών (ΚΠολΔ 691 - 16 § 1 Ν. 4055/2012). Από την άλλη η συζήτηση επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια αγωγών επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, προσδιορίζεται στην ίδια δικάσιμο της κύριας δίκης ανακοπής ή αγωγής κατά περίπτωση (ΚΠολΔ 632, 672Α, 938 - 14, 15 § 8, 19 § 5 Ν. 4055/2012). Πλην των προβλημάτων συνεκδίκασης που θα εξεταστούν παρακάτω (υπό 3.3) διερωτάται κανείς: σε περίπτωση όπου έχουμε αίτηση προσωρινής διαταγής, η οποία γίνεται δεκτή, στα πλαίσια μιας των προαναφερθέντων δικών, πότε θα προσδιοριστούν για συζήτηση τα ασφαλιστικά μέτρα; Ένα μήνα μετά την εκδίκαση της προσωρινής διαταγής ή κατά τη δικάσιμο της κύριας δίκης; Ποιά θα θεωρηθεί η ειδικότερη διάταξη αφού και οι δύο ρυθμίζουν ειδικές περιπτώσεις;
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις περί προσδιορισμού δικασίμου μάλλον κενό γράμμα του Νόμου καθίστανται, αφού καμία έννομη συνέπεια δεν προβλέπεται από τη μη τήρησή τους, κι έτσι μάλλον προσεγγίζονται ως lex imperfetta.
3.2.2. Επιπλέον ο Ν. 4055/2012 ορίζει εκ νέου νέες προθεσμίες δημοσίευσης αποφάσεων ειδικών διαδικασιών. Και συγκεκριμένα οι αποφάσεις επί δικών που εκδικάζονται α. κατά τη διαδικασία πιστωτικών τίτλων, β. μισθωτικών διαφορών, γ. εργατικών διαφορών, δ. διαφορών σχετικά με την εκτέλεση, δημοσιεύονται εντός 60 ημερών από τη συζήτησή τους (14 § 2, 15 §§ 1 & 7, 19 § 4 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 643, 647, 666, 937).
Έως τώρα αντίστοιχες διατάξεις αντιμετωπίζονταν ορθά απ’ τη νομολογία ως μη επιφέρουσες κάποια έννομη συνέπεια κι ως εκ τούτου έχουν χαρακτηριστεί από τα Δικαστήρια της ουσίας ακόμη κι ως «ευχές» του Νομοθέτη (18). Κι έτσι θα ‘πρεπε να αντιμετωπιστούν και τώρα, όμως ο Νομοθέτης επέλεξε ένα έμμεσο τρόπο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Με τον ίδιο Ν. 4055/2012 (άρθρα 85 επ.) τροποποιεί διατάξεις του Ν. 1756/1988, γνωστού και ως Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών. Συγκεκριμένα λοιπόν προκειμένου να προαχθεί Δικαστικός Λειτουργός λαμβάνεται πλέον υπόψη ως τυπικό προσόν ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων που έχει χρεωθεί, απολύτως όμως ποσοτικοποιημένος και ορισμένος σε έξι μήνες για κάθε περίπτωση πλην αυτών που απ’ τις ειδικές διατάξεις προβλέπεται βραχύτερος (93 Ν. 40552/2012 - 49 §§ 5-9 Ν. 1756/1988). Αντιστοίχως η καθυστέρηση στα ίδια χρονικά πλαίσια ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα (106 Ν. 40552/2012 - 91 Ν. 1756/1988). Ενώ η καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει και λόγο μείωσης αποδοχών (90 Ν. 40552/2012 - 43 Ν. 1756/1988). Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί ο Νομοθέτης. Δεν νομίζω να υποστηρίζει κανείς το ανέλεγκτο της δικαστικής λειτουργίας της κρατικής εξουσίας. Όμως αυτή η ποσοτικοποίηση της παραγωγικότητας των δικαστικών λειτουργών, τους εμφανίζει εν τέλει ως απλούς δημοσίους υπαλλήλους κι επιπροσθέτως υποσκάπτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας δικαστικής απόφασης. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό του εκάστοτε Νομοθέτη.
Επ΄αυτού να θυμίσω μία παλαιότερη κι εξαιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος με την υπ’ αρ. 813/2003 απόφασή του (19), επί σχετικών προθεσμιών δημοσίευσης αποφάσεων των άρθρων 19 § 14 ΝΔ 797/1971 και 20 § 8 Ν. 2882/2001, είχε κρίνει επί λέξει: «Οι προθεσμίες αυτές δεν δημιουργούν, ούτε μπορούσε λόγω της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρ.26 Συντάγματος) να ορισθεί ότι η παραβίασή τους δημιουργεί, ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.» Κατά μείζονα λόγο λοιπόν δεν είναι δυνατόν η τήρηση των προθεσμιών αυτών να αποτελέσουν κριτήριο παραγωγικότητας των Δικαστικών Λειτουργών κατά την ίδια μη αναθεωρίσιμη Συνταγματική Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας. Τέλος να σημειώσω ότι ορίστηκαν προθεσμίες δημοσίευσης και δικών ασφαλιστικών μέτρων, επί των οποίων εκτενέστερη ανάλυση παρακάτω (υπό 3.4).
3.3. Συνεκδίκαση κυρίων δικών με αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων
Όπως προειπώθηκε θεσπίστηκε υποχρεωτική συνεκδίκαση ορισμένων δικών ασφαλιστικών μέτρων με τις συνεχόμενες κύριες δίκες τους. Έτσι η συζήτηση επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια αγωγών επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, προσδιορίζεται στην ίδια δικάσιμο της κύριας δίκης ανακοπής ή αγωγής κατά περίπτωση (ΚΠολΔ 632, 672Α, 938 - 14, 15 § 8, 19 § 5 Ν. 4055/2012).
Μια πραγματικά προβληματική διάταξη. Πρώτον φαίνεται ότι ο ίδιος Δικαστής θα πιθανολογεί επί της απαίτησης εντός 48 ωρών, όπως ορίστηκε η προθεσμία δημοσίευσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. παρακάτω υπό 3.4) ενώ θα αποφαίνεται οριστικά επί της απαίτησης εντός δύο μηνών, όπως ορίζονται οι σχετικές προθεσμίες δημοσίευσης των αποφάσεων των κυρίων δικών. Η αντίφαση είναι εμφανής κι ίσως να καταλήξει σε πραγματική πίεση στη δικαιοδοτική λειτουργία και κρίση του δικάζοντος Δικαστή.
Δεύτερον όμως και κυρίως δεν ελήφθη υπόψη η ένωση δύο διαδικασιών τόσο ιδιαίτερων στην ίδια δικάσιμο και για το ίδιο ζήτημα. Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας σε διάφορα αποτελέσματα απ’ αυτά της κύριας δίκης, έχει κάποια πραγματικά ιδιαίτερα και εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων αφενός έχει θεσπιστεί ανακριτικό σύστημα (ΚΠολΔ 691 § 1), κατά το οποίο ο Δικαστής μπορεί να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως οποιοδήποτε αναγκαίο για την κρίση του στοιχείο, αφετέρου δεν υφίσταται περιορισμός ως προς τα αποδεικτικά μέσα, καθώς λαμβάνονται υπόψη και τα μη πληρούντα τους όρους του Νόμου (αυτό βέβαια συνέπεια έχει μόνο ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις χωρίς προηγούμενη κλήτευση, οι οποίες στα ασφαλιστικά μέτρα λαμβάνονται υπόψη κατ’ εξαίρεση) (20). Αυτές οι εξαιρετικές δυνατότητες της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων μπορούν να συνυπάρξουν με τις αυστηρότερες διατάξεις της διαδικασίας της κύριας δίκης; Δεν θα φέρει τον δικάζοντα Δικαστή σε ατελέσφορο δίλημμα ως προς την κρίση του;
3.4. Η αναιτιολόγητη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων
Ορίστηκε ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δημοσιεύεται εντός 48 ωρών καταχωριζομένου του διατακτικού της είτε στην αίτηση είτε στα πρακτικά. Ενώ ο Δικαστής διατηρεί το δικαίωμα να ορίσει ρητά κατά τη συζήτηση μεταγενέστερη ημερομηνία, και πάντως όχι πέραν του ενός μηνός, για δημοσίευση της απόφασης. Και στην τελευταία αυτή περίπτωση προβλέπεται απλώς συνοπτική αιτιολογία (16 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 691 § 5). Η εν λόγω διάταξη αρχίζει να ισχύει μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του Νόμου, δηλαδή ισχύει από την 12/5/2012 (110 § 20 Ν. 4055/2012).
Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο Νομοθέτης δίδει ως κίνητρο προς το Δικαστή, για να δημοσιεύσει την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων εντός 48 ωρών, την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, αφού ο Δικαστής θα καταχωρεί απλώς το διατακτικό. Ενώ στην περίπτωση που θα ορίσει επόμενη ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης εντός μηνός, θα υποχρεούται απλώς σε συνοπτική αιτιολογία. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι μια τέτοια διάταξη είναι αντισυνταγματική (Σ 93 § 3) καθώς επιβάλλεται σε κάθε δικαστική απόφαση ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Το δυστυχές είναι ότι κατά την ΚΠολΔ 699 η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο πλην ειδικοτέρων διατάξεων. Έτσι μία αναιτιολόγητη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να προσβληθεί, δημιουργώντας στην πράξη τη δυνατότητα ακώλυτης εφαρμογής αυτής της νέας αντισυνταγματικής διάταξης. Μόνοι δρόμοι μένουν η αναίρεση υπέρ της ερμηνείας του Νόμου που ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου χωρίς να αναπτύσσει αποτελέσματα για τους διαδίκους (ΚΠολΔ 557), ή μία πραγματικά τυχαία συγκυρία κατά την οποία διάδικος μη κλητευθείς νόμιμα και απών κατά τη συζήτηση της αίτησης, ασκήσει αίτηση ανάκλησης της αναιτιολόγητης απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων κατά την ΚΠολΔ 693 § 1 και επ’ αυτού νομολογήσει και παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο. Πλην αυτών, επί της 48ωρης προθεσμίας δημοσίευσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, δημιουργείται έντονο πρόβλημα ως προς τη δικονομική δυνατότητα κατάθεσης σημειώματος των διαδίκων πχ. προς αξιολόγηση των αποδείξεων ή ως προς τον καθού η αίτηση προς προβολή ισχυρισμών, καθώς δεν μένει σχεδόν καθόλου χρόνος.
4. Λοιπές τροποποιήσεις
4.1. Ορίζεται η προκαταβολή παραβόλων για την παραδεκτή άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, 100 € για την αίτηση εξαίρεσης Δικαστή, 200 € για την έφεση, 300 € για την αναίρεση και 400 € για την αναψηλάφηση, τα οποία επιστρέφονται στον διάδικο εάν νικήσει εν όλω ή εν μέρει με διάταξη της απόφασης. Για τις έφεση, αναίρεση και αναψηλάφηση δεν προκαταβάλλονται αυτά τα παράβολα σε υποθέσεις εργατικών διαφορών κατά τις ΚΠολΔ 663 επ., διαδικασίας αμοιβών κατά τις ΚΠολΔ 677 επ. και διατροφών εντός ή εκτός γάμου και σχέσεων γονέων και τέκνων κατά τις ΚΠολΔ 681Β επ. (άρθρ. 6 § 3 & 12 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 53, 495). Σκοπός της διάταξης προβάλλεται η αποτροπή προδήλως αβασίμων ενδίκων μέσων (21). Προβλέφθηκε δε αυτά να περιληφθούν στο ευεργέτημα της πενίας (άρθρ. 6 §§ 8 & 9 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 194, 199). Επιπλέον ορίζεται ότι επί αίτησης εξαίρεσης Δικαστή, εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, αποφαίνεται επ’ αυτού το ίδιο Δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται στην ίδια συνεδρίαση.
4.2. Προβλέφθηκε η μη υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών έστω για διαφορές των ΚΠολΔ 663, 677, 681Α & 681Β (άρθρ. 21 Ν. 4055/2012 - άρθρ. 7 § 3 ΝΔ 1544/1942).
4.3. Προβλέφθηκε η υποχρεωτική προσαγωγή του ειδικού πληρεξουσίου του δικηγόρου επί αναιρέσεως κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου ενώπιον του Αρείου Πάγου, ενώ η σχετική πληρεξουσιότητα για αναίρεση κατά απόφασης επί εργατικών διαφορών προβλέφθηκε ότι μπορεί να χορηγηθεί με ιδιωτικό έγγραφο θεωρημένης της υπογραφής από ΚΕΠ ή άλλη αρμόδια δημόσια αρχή (άρθρ. 12 § 3 & 15 § 6 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 568, 665).
4.4. Προβλέφθηκαν επιπλέον δυνατότητες κατ’ ουσίαν εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρ. 12 § 4 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 580).
4.5. Προβλέφθηκε ρητά η αποχή των δικηγόρων ως αναγκαστικός λόγος αναβολής της πολιτικής δίκης (άρθρ. 8 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 241).
4.6. Ορίζεται ρητά ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να στηρίζεται και σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία εκδόθηκε κατόπιν ομολογίας ή αποδοχής της από τον οφειλέτη (άρθρ. 13 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 623).
4.7. Εισάγεται ρητά νέα τοπική δωσιδικία του τόπου του υποκαταστήματος μη φυσικού προσώπου έχοντος την ικανότητα διαδίκου (άρθρ. 6 § 6 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 25).
4.8. Επί εκδίκασης μικροδιαφορών η ερημοδικία ενός διαδίκου δεν επιφέρει αποτελέσματα ομολογίας, αλλά η υπόθεση εκδικάζεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 12 § 1 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 469).
4.9. Η αποσφράγιση πραγμάτων, κατά την εκουσία δικαιοδοσία, διατάσσεται απ’ τον Ειρηνοδίκη ο οποίος ορίζει και γι’ αυτό Συμβολαιογράφο που θα την διενεργήσει (άρθρ. 17 § 27 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 832).
4.10. Τροποποιείται η διάταξη περί τόκου επιδικίας (2 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 346).
4.11. Προβλέφθηκε ο θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης (άρθρ. 7 & 10 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 214Β & 293).
4.12. Προβλέφθηκε η ηλεκτρονική υποβολή των προτάσεων, η ηλεκτρονική έκδοση των αποφάσεων κι η δυνατότητα φωνοληψίας των πρακτικών ενώπιον όλων των πολιτικών Δικαστηρίων (άρθρ. 8 §§ 1 & 3 και 11 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 237, 256, 304). Η διάταξη αρχίζει να ισχύει από την 16/9/2012 (110 § 21 Ν. 4055/2012).
5. Αντί επιλόγου - Αίτηση δίκαιης ικανοποίησης λόγω υπέρβασης της έυλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης
Ως προς την πολιτική δίκη λοιπόν, οι τροποποιήσεις που επιφέρει ο Ν. 4055/2012 μάλλον δεν συνάδουν με τον τίτλο του, «Για τη δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής», καθώς σε πολύ λίγα σημεία συντελεί πράγματι στην επιτάχυνση ενώ παράλληλα δημιουργεί πολλά δυσεπίλυτα ή άλυτα πρακτικά κι ερμηνευτικά προβλήματα.
Κλείνοντας όμως θα ήθελα να εκφράσω μια απορία για ένα νέο ουσιαστικό δικαίωμα και δικονομική δυνατότητα που προσφέρει ο Ν. 4055/2012. Στο κεφάλαιο Δ’ του Ν. 4055/2012, άρθρα 53-60, προβλέπεται πλέον η δυνατότητα υποβολής αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζουν οι διατάξεις (αντίστοιχες αιτήσεις έως τώρα υποβάλλονταν και εν πολλοίς δικαιώνονταν ενώπιον του ΕΔΔΑ) (22). Να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω άιτηση αφορά μόνο στη διοικητική δίκη. Στη διάταξη του άρθρου 57 § 1 Ν. 4055/2012 ορίζονται ενδεικτικά οι παράγοντες που συνεκτιμώνται απ’ το Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ζητήματος για το αν πράγματι υφίσταται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Ανάμεσα σε ορθά οριζόμενους παράγοντες (πχ. δυσκολία νομικών ζητημάτων, συμπεριφορά διαδίκων), ορίζεται επιπλέον ως στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και το «διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα» (περιπτ. δ - η πρώτη μορφή του Σ/Ν δεν περιείχε αυτόν τον όρο. Επί του όρου αυτού η Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου σιωπά). Και τι μπορεί να νοηθεί ως «διακύβευμα» εάν όχι πρωτίστως το αντικείμενο της κύριας διοικητικής δίκης, το οικονομικό δηλαδή. Έτσι το «διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα» δεν λαμβάνεται υπόψη απλώς για το ύψος της δίκαιης ικανοποίησης κατά την αρχή της αναλογικότητας, όπως θα ήταν λογικό κι επόμενο, αλλά για την ύπαρξη ή μη «υπέρβασης της εύλογης διάρκειας». Δηλαδή, κατά την παρούσα διατύπωση της διάταξης, εάν το αντικείμενο της διοικητικής δίκης είναι μικρό για τον αιτούντα δεν υφίσταται «υπέρβαση της εύλογης διάρκειας», ενώ εάν είναι μεγάλο υφίσταται; Τι σημαίνει αυτό; Μ’ αυτό τον τρόπο τα Δικαστήρια θα μπορούν να δικαιώνουν τους μεγάλους δανειστές του Δημοσίου, ενώ θα αποκλείουν από την αντίστοιχη δικαστική προστασία τους μικρούς, καθώς κριτήριο της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, απαραίτητης για την ευδοκίμηση της σχετικής αίτησης, αποτελεί και το «διακύβευμα». Έτσι οι «μικροί δανειστές» του Δημοσίου θα συνεχίσουν να απευθύνονται στο ΕΔΔΑ αιτούμενοι αποζημίωση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας, με την πρόσθετη όμως υποχρέωση να έχουν ασκήσει την σχετική αίτηση και να περιμένουν την απόρριψή της, καθώς απαιτείται εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων για το παραδεκτό της προσφυγής στο ΕΔΔΑ (ΕΣΔΑ 35 § 1). Είναι εντελώς ασυνεπές και παράλογο το συμπέρασμα. Κυρίως όμως αντίκειται στη μη αναθεωρίσιμη συνταγματική αρχή της ισότητας (Σ 4).
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (1) Όλα τα σχετικά έγγραφα του Νόμου, πρακτικά συνεδριάσεων ολομέλειας και επιτροπών της Βουλής, εισηγητικές κι αιτιολογικές εκθέσεις, τροπολογίες κλπ βρίσκονται στο διαδικτυακή διεύθυνση της Βουλής των Ελλήνων, http://www.hellenicparliament.gr/ -------------------------------------------------------------------------------------------------- (2) Κατά τα τελευταία έτη, ο Νομοθέτης επιχείρησε να επιταχύνει την πολιτική δίκη μέσω τροποποιήσεων των διατάξεων της καθ’ ύλην αρμοδιότητας 4 φορές, με τους Ν. 3994/2011, ΥΑ 125804/2003, Ν. 2145/1993 και τον υπό κρίση παρόντα Ν. 4055/2012. Ενώ επιχείρησε την επιτάχυνση μέσω τροποποίησης της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων και πάλι 4 φορές, με τους Ν. 3994/2011, 3043/2002, 2915/2001 και τον υπό κρίση παρόντα Ν. 4055/2012. Έτσι το γεγονός ότι ο Νομοθέτης έκρινε τουλάχιστον 5 φορές τα τελευταια 11 χρόνια ότι χρήζει επιτάχυνσης η πολιτική δίκη, υποδεικνύει κι αποδεικνύει τη συνεχή κι αδιάκοπη παρουσία του προβλήματος καθώς και συνεκδοχικά και την αναποτελεσματικότητα των ίδιων και των αυτών μέτρων. Επί της ουσίας πραγματική ελάφρυνση στο ακόμη δυσκολότερο κι επιβαρυμένο έργο που αναμένεται να έχουν οι Ειρηνοδίκες, θα ήταν η κατ’ ουσίαν ανάληψη καθηκόντων των 80 επιτυχόντων που προβλέφθηκαν με το άρθρο 18 Ν. 3869/2010, αν και η εν λόγω αύξηση του αριθμού των Ειρηνοδικών τελεί σε συνάρτηση με την τότε επικείμενη αύξηση των πινακίων των Ειρηνοδικίων λόγω της εισαγωγής της νέας διαδικασίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών (βλ. και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3869/2010 στο οικείο άρθρο 18). ------------------------------------------------------------------------------------------------------ (3) Βλ. σχετικά αντί πολλών ΑΠ 750/2000, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 158/2010, ΠειρΝομ 2010, 205, ΕφΠατρ 81/2005, ΑχαΝομ 2006, 241. --------------------------------------------------------------------------------------------------------- (4) Βλ. ΑΠ 1339/2009, ΧρΙΔ 2010, 461. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (5) Βλ. και Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, αρθρ. 583, σελ. 1084 επ., ιδίως αρ. 9. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (6) Σημειωτέον δε ότι στο προγενέστερο δίκαιο, προ του Ν. 4055/2012, η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιούταν απ’ το Μονομελές Πρωτοδικείο (παλαιά διατύπωση της ΚΠολΔ 740), ενώ το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής του μη συμμετέχοντος στη πρώτη δίκη κι έχοντος έννομο συμφέρον διαδίκου ασκούταν πάλι ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 586). --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (7)Αν κοιτάξουμε τη νομολογία των πολιτικών Δικαστηρίων δεν θα μπορέσουμε να βρούμε εύκολα την εκδίκαση μιας ανακοπής της ΚΠολΔ 583 κατά της δημοσίευσης δημόσιας, μυστικής ή έκτακτης διαθήκης, αλλά θα βρούμε πλήθος αποφάσεων εκδίκασης τριτανακοπών κατά των αποφάσεων που κήρυξαν ιδιόγραφη διαθήκη ως κυρία. Κι αυτό το πλήθος τώρα θα μεταφερθεί στην εκδίκαση των σχετικών ανακοπών αντί τριτανακοπών, καθώς οι τελευταίες ασκούνται μόνο κατά αποφάσεων και όχι πράξεων. ---------------------------------------------------------------------------------------------- (8)Βλ. αρχικό κείμενο Σ/Ν και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στα οικεία άρθρα 3 & 6. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- (9)Βλ. ΜπρΑθ 5380/1994, Αρμ 1995, 1012 ---------------------------------------------------------------------------------------------------- (10) Βλ. ΕφΑθ 5878/2010, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑθ 5648/2008, Δνη 2010, 506. -------------------------------------------------------------------------------------------------------- (11)Βλ. ΑΠ 620/1999, Δνη 41, 73, ΕφΑθ 5878/2010, ΤΝΠ NOMOS. -------------------------------------------------------------------------------------- (12)Βλ. ΕφΑθ 2272/2007, Δνη 2008, 626. ----------------------------------------------------------------------------------------------- (13)Βλ. από πρόσφατες ΠΠρΣαμ 121/2009, ΤΝΠ NOMOS. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (14)Βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμηνείαΚΠολΔ Ι, άρθρο 293, σελ. 584 επ. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (15) Βλ. αντί πολλών ΜΠρωτΘεσ 26829/2010, ΤΝΠ NOMOS, και Ι. Κατρά, Σύστημα ασφαλιστικών μέτρων, 2010, σελ. 613 επ., 630 επ., 1004 επ. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (16) Βλ. ΜΠρΠειρ 1084/2011, ΔΕΕ 2011, 572. ---------------------------------------------------------------------------------------------------- (17)Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4055/2012, στο οικείο άρθρο 9, όπου επί λέξει: «ο πρόεδρος με την εκφώνηση των υποθέσεων κρατάει για συζήτηση μόνον εκείνες για τις οποίες υπάρχει ανάγκη εμμάρτυρης απόδειξης». Το οριζόμενο ρήμα «κρατάει» προκρίνει την παρούσα ερμηνεία. Όμως παραμένει διαφορετική η αποτύπωση στο γράμμα του Νόμου, δίδοντας κατ’ επίφαση διαφορετικές πιθανές ερμηνείες. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (18) Βλ. χαρακτηριστικά ΕφΑθ 639/2008, Δνη 2009/820, όπου επί της προγενέστερης ΚΠολΔ 672Α, η οποία όριζε 15μερη προθεσμία δημοσίευσης της απόφασης, απέρριψε αίτημα σχετικής ακυρότητας χαρακτηρίζοντας τη διάταξη «ευχή». ------------------------------------------------------------------------------------------- (19)ΤΝΠ NOMOS. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- (20) Βλ. και ΑΠ 1150/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ, και Ι. Κατρά, Σύστημα ασφαλιστικών μέτρων, 2010, σελ. 150 επ --------------------------------------------------------------------------------------------------------- (21)Βλ. σχετικά και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στο οικείο άρθρο 12. ------------------------------------------------------------------------------------------------------ (22) Βλ. αντί πολλών 5/4/2011 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 6130/2009), ΤΝΠ ΝΟΜΟS, και Ετήσια Έκθεση ΕΔΔΑ 2008 (σελ. 138), δημοσιευμένη και στο site του ΕΔΔΑ, κατά την οποία για το διάστημα 1/11/1998 έως 31/12/2008 η Ελλάδα καταδικάστηκε 272 φορές για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της δίκης, τρίτη μετά την Ιταλία και την Πολωνία. Οι εν λόγω καταδίκες αφορούν στην καθυστέρηση όλων των ειδών των υποθέσεων, πολιτικών, ποινικών, διοικητικών. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (23) Η εξάντληση των ενδίκων μέσων του ΕΣΔΑ 35 § 1 αναφέρεται πρωτίστως σε εσωτερικά ένδικα μέσα με αντικείμενο την ίδια την προσβολή του δικαιώματος της ΕΣΔΑ, βλ. 24/9/2009 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 24598/06), Αρμ 2011, 853, όπου επί λέξει: «…οποιοσδήποτε προσφεύγων πρέπει να έχει δώσει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα που το άρθρο 35 §1 έχει σκοπό να παρέξει καταρχήν στα συμβαλλόμενα κράτη: την αποφυγή ή την επανόρθωση των επικαλουμένων παραβιάσεων εναντίον του (Cardot κατά Γαλλίας, 19 Μαρτίου 1991, § 36, serie A no. 200). Ο κανόνας αυτός θεμελιώνεται πάνω στην υπόθεση ότι η εθνική έννομη τάξη προσφέρει ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο ως προς την επικαλούμενη παραβίαση (βλέπε, για παράδειγμα, Selmouni κατά Γαλλίας, [GC], αριθμ. 25803/94, §74 CEDH 1999-V).» Βλ. ακόμη αντί πολλών 18/10/2011 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 6667/2009), ΤΝΠ ΝΟΜΟS. --------------------------------------------------------------------------------------------------------
2012 Ι. ΓΡΥΛΛΗΣ Αλλά ας προσεγγίσουμε κατ’ ιδίαν όλες τις τροποποιούμενες και τροποποιητικές διατάξεις. 2. Τροποποιήσεις: ορθές ή μη, αντιφατικές, αναποτελεσματικές Εν προκειμένω οι αλλαγές που επέρχονται στην πολιτική δίκη έχουν ως εξής:
2.1. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα
2.1.1. Αυξάνεται το άνω όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων στις 250.000 € από τις 120.000 € που ήταν πριν (άρθρ. 6 §§ 1 & 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 14 & 16), ενώ το κάτω όριο παραμένει στις 20.000,00 €. Επιπλέον όμως υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων ανεξαρτήτως ποσού οι διαφορές ακύρωσης γάμου, αναγνώρισης ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, σχέσεων συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου (γαμικές διαφορές) καθώς και οι σχέσεις γονέων και τέκνων της ΚΠολΔ 614 § 1 (άρθρ. 6 § 5 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 17).
2.1.2. Στον αντίποδα αυξάνεται δραματικά και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων. Δεν αλλάζει βέβαια η υλική αρμοδιότητα λόγω ποσού, αλλά πλέον οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την εκουσία δικαιοδοσία υπάγονται όλες στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (ή του Ειρηνοδίκη) ανεξαρτήτως ποσού, με μόνες εξαιρέσεις α. την πτώχευση (άρθρ. 4 Ν. 3588/2077), β. τις διαφορές που προκύπτουν απ’ όσα ορίζει ο Νόμος περί κτηματολογίου (Ν. 2664/1998), γ. το συναινετικό διαζύγιο (ΑΚ 1441), δ. την κήρυξη αλλοδαπού τίτλου ως εκτελεστού (ΚΠολΔ 905), και ε. τη νεοπροβλεφθείσα ανακοπή κατά της διαταγής του Ειρηνοδική περί σύστασης σωματείου κατ’ άρθρ. ΑΚ 81 επ. & ΚΠολΔ 787 (άρθρ. 17 § 1 & 20 Ν. 4055/2012 - ΕισΝΚΠολΔ 3 § 4 & ΚΠολΔ 740). Οι σχετικές διατάξεις περί μεταφοράς της σχετικής ύλης της Εκουσίας Δικαιοδοσίας στο Ειρηνοδικείο ισχύουν κατ’ εξαίρεση από 16/9/2012 (110 § 21 Ν. 4055/2012).
Πλην της προσθήκης της § 4 στο άρθρο 3 ΕισΝΚΠολΔ ως γενική διάταξη που ορίζει αυτή την αύξηση υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, καθώς και των ΚΠολΔ 787 και ΑΚ 82, τροποποιήθηκαν επιπροσθέτως, προς εναρμόνιση κι ομοιογένεια καταρχάς, και οι κατ’ ιδίαν σχετικές διατάξεις που αφορούν την εκουσία δικαιοδοσία στον ΑΚ και ΚΠολΔ (άρθρ. 1, 4, 5 & 17 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 69, 73, 81-83, 1769-1774, 1776, 1956, 1958-1961 & ΚΠολΔ 740, 747, 748, 750, 751, 756, 763, 769, 776, 787, 798, 808-810, 819, 820, 823, 826, 832, 841, 878 - 880).
Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, επιχειρείται και πάλι μία σημαντική μετατόπιση της ύλης της πολιτικής δίκης από τα ανώτερα προς τα κατώτερα Δικαστήρια. Μέθοδος βέβαια δοκιμασμένη στο πρόσφατο νομοπαραγωγικό παρελθόν, η οποία όμως μόνο ως ανεπιτυχής μπορεί να προσεγγιστεί (2).
2.2. Διατάξεις δικαστών αντί αποφάσεων
Στις μόλις αναφερθείσες όμως τροποποιούμενες διατάξεις των ΑΚ & ΚΠολΔ, πλην της μεταφοράς της υλικής αρμοδιότητας απ’ το Μονομελές Πρωτοδικείο στο Ειρηνοδικείο, επήλθε μια σημαντική αλλαγή ως προς το εξής: Κάποιες δικαστικές αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας αντικαταστάθηκαν από σχετική πράξη/διάταξη του Ειρηνοδίκη. Και συγκεκριμένα:
2.2.1. Η σύσταση κι η τροποποίηση καταστατικού σωματείου του ΑΚ 78 πραγματοποιείται με διάταξη του Ειρηνοδίκη της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο. Οι προϋποθέσεις σύστασης σωματείου παραμένουν ως είχαν, όμως προβλέπεται επιπλέον ότι το καταστατικό αφού επικυρωθεί απ’ τον Ειρηνοδίκη, κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και κατατίθεται και πάλι στο αρχείο του Πρωτοδικείου. Επί απορριπτικής διάταξης του Ειρηνοδίκη προβλέπεται δικαίωμα ανακοπής απ’ τον αιτούντα, ενώ επί διάταξης που δέχεται την αίτηση δικαίωμα ανακοπής έχει ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή όποιος έχει έννομο συμφέρον. Η προαναφερόμενη ανακοπή εκδικάζεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά την εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739, 740, 787. Το σωματείο αποκτά και πάλι νομική προσωπικότητα απ’ την εγγραφή του στο οικείο βιβλίο, όμως αυτή η εγγραφή πλέον πραγματοποιείται αμέσως μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής του Ειρηνοδίκη (άρθρ. 1 §§ 3-5, 17 §§ 1 & 14 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 81- 83 & ΚΠολΔ 740 & 787).
2.2.2. Η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιείται πλέον από τον Ειρηνοδίκη, και όχι από Δικαστήριο, με πράξη. Με πράξη του Ειρηνοδίκη (και όχι του Πρωτοδικείου) πλέον δημοσιεύονται κι οι διαθήκες. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο υπάρχει δημόσια διαθήκη, κατά τις νέες διατάξεις, στέλνει αντίγραφό της στον Ειρηνοδίκη, ενώ παραδίδει αυτοπροσώπως σ’ αυτόν τη μυστική ή έκτακτη διαθήκη (αντί του προγενεστέρου γραμματέα πρωτοδικείου για τη δημόσια διαθήκη και πρωτοδικείο σε δημόσια συνεδρίαση για τη μυστική και έκτακτη διαθήκη). Αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου έχει έδρα ο Συμβολαιογράφος.
Επιπλέον η ιδιόγραφη διαθήκη παραδίδεται στα χέρια του Ειρηνοδίκη και όχι του Δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης στον οποίο προσάγεται για δημοσίευση. Η δημοσίευση οποιουδήποτε είδους (δημόσιας, μυστικής, έκτακτης, ιδιόγραφης) διαθήκης λαμβάνει χώρα με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού, όπως και με το προγενέστερο δίκαιο δηλαδή, αλλά απ’ τον Ειρηνοδίκη πλέον και όχι το Δικαστήριο. Ενώ η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιείται με πράξη του Ειρηνοδίκη, αντικαθιστώντας την προγενέστερη δικαστική απόφαση. Βέβαια, όπως και στο προγενέστερο δίκαιο, η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας μπορεί να πραγματοποιηθεί και κατά τη δημοσίευσή της. Τέλος κατά τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης ο αιτών μπορεί να προσαγάγει έως δύο μάρτυρες, αντί τριών όπως ίσχυε, προκειμένου να βεβαιώσουν ενόρκως τη γνησιότητα της γραφής και υπογραφής του διαθέτη, στοιχεία μάλιστα που πρέπει να πιθανολογηθούν απ’ το Δικαστή προκειμένου η ιδιόγραφη διαθήκη να κηρυχθεί κυρία (άρθρ. 4 & 17 §§ 16-22 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 1769-1774, 1776 & ΚΠολΔ 807 § 1, 808 §§ 3-6, 809, 810). Οι σχετικές διατάξεις όμως δεν μας προσδιορίζουν πότε θα προσάγονται αυτοί οι απαραίτητοι μάρτυρες ενώπιον του Ειρηνόδίκη. Έως τώρα παρουσιάζονταν ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δικασίμου. Τώρα λοιπόν θα ορίζεται ημερομηνία «οιονεί δικασίμου» κατά την κατάθεση της σχετικής αίτησης; Και πώς αυτό θα επιταχύνει τη διαδικασία;Μόνη λύση προς επιτάχυνση θα αποτελούσε η ταυτόχρονη κατάθεση και προσαγωγή μαρτύρων με ταυτόχρονη τήρηση πρακτικών της (έστω τυπικής) κατάθεσής τους. Όμως αυτό προϋποθέτει διαθέσιμο κάθε φορά Ειρηνοδίκη και γραμματέα.
Εκτός αυτού, εκ των παραπάνω προκύπτει ότι πλέον, αφού η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας συντελείται με πράξη του Ειρηνοδίκη και όχι με σχετική δικαστικη απόφαση, εμφανίζεται αναγκαστικά διάφορη η νομική αντιμετώπιση της προβολής οποιασδήποτε μορφής ισχυρισμών κατά της ιδιόγραφης διαθήκης. Έως τώρα η δικαστική απόφαση που κήρυττε την ιδιόγραφη διαθήκη ως κυρία, προσβαλλόταν με το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής της ΚΠολΔ 586, ελλείψει ειδικότερης διάταξης. Κι αυτό διότι εάν η αίτηση γινόταν δεκτή ο έχων έννομο συμφέρον να προσβάλλει την απόφαση, δεν είχε συμμετάσχει στην αρχική δίκη, κι έτσι μόνο η ΚΠολΔ 586 μπορούσε να τύχει εφαρμογής(3) . Ενώ επί απορρίψεως της αιτήσεως ο αιτών μπορούσε να ασκήσει έφεση. Τώρα όμως η πράξη του Ειρηνοδίκη δεν μπορεί να προσβληθεί με τριτανακοπή ή έφεση, καθώς κι η τριτανακοπή κι η έφεση ασκούνται μόνο κατά δικαστικών αποφάσεων. Έτσι, κι ελλείψει ειδικοτέρων διατάξεων, η πράξη αυτή, είτε επί αποδοχής είτε επί απόρριψης της αίτησης, μόνο με την ανακοπή της ΚΠολΔ 583 μπορεί να προσβληθεί. Ό, τι δηλαδή ίσχυε κι ισχύει και με το πρακτικό δημοσίευσης δημόσιας, μυστικής και έκτακτης διαθήκης (4).
Το πρόβλημα που δημιουργείται εν προκειμένω είναι η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτής της ανακοπής. Το σύνηθες στο Νόμο είναι ότι η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 ως επί το πλείστον δεν εμφανίζεται να εφαρμόζεται αυτοτελώς, παρά μόνο ως γενικότερη διάταξη στην οποία εμπίπτουν οι ειδικότερες διατάξεις που προβλέπουν ανακοπή, όπως οι κλασικές ανακοπές των ΚΠολΔ 632, 662ΣΤ, 933 κα, όπου επ’ αυτών προβλέπεται ειδικότερα η καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Η τελευταία δε, κατά συνήθη λογική, ορίζεται ως αυτή του Δικαστηρίου του εκδόσαντος την πράξη/διάταξη Δικαστή. Όμοια λογική μάλιστα ακολουθεί κι η αρμοδιότητα της τριτανακοπής των ΚΠολΔ 586 επ. Εν προκειμένω όμως, ελλείψει ειδικών διατάξεων η υλική αρμοδιότητα θα πρέπει καταρχάς να προσδιοριστεί κατά τις γενικές διατάξεις περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας, δηλαδή τις ΚΠολΔ 13 επ (5). Και το λογικά παράδοξο είναι η παραδοχή ότι βάσει αυτών, και καθώς αφενός η εν λόγω ανακοπή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα κι αφετέρου δεν υφίσταται ειδική διάταξη εξαιρετικής αρμοδιότητας, εφαρμογή βρίσκει η ΚΠολΔ 18, κι έτσι αρμόδιο ορίζεται το Πολυμελές Πρωτοδικείο σε πρώτο βαθμό (και το Τριμελές Εφετείο σε δεύτερο βαθμό, ΚΠολΔ 19 μετά το Ν. 3994/2011), συμπέρασμα εντελώς αντίθετο από τον κατά τίτλο σκοπό του Ν. 4055/2012 περί εύλογης διάρκειας της δίκης, μέσω του οποίου ο Νομοθέτης επιδίωξε να ελαφρύνει την υλική αρμοδιότητα και των Πολυμελών Πρωτοδικείων εις βάρος των κατωτέρων Δικαστηρίων (6). Το πρόβλημα δηλαδή εμφανίζεται διότι ο Νομοθέτης του Ν. 4055/2012 δεν προέβλεψε ειδικότερες διατάξεις επί της σχετικής ανακοπής. Η σχετική (και μη συμβατή με την επιτάχυνση) νομική αντιμετώπιση της υλικής αρμοδιότητας της ανακοπής αυτή, δεν αντιμετωπίστηκε ούτε στις σχετικές ανακοπές που πιθανόν να ασκούνταν κατά των πράξεων δημοσίευσης διαθήκης. Κι αυτό διότι η ανακοπή αυτή δεν ασκούνταν συνήθως κατά των πράξεων αυτών καθώς ως προς τη δημοσίευση των λοιπών ειδών διαθηκών υπήρχε η εγγυητική για το κύρος τους συμμετοχή ενός Συμβολαιογράφου, εκμηδενίζοντας στην πράξη την ύπαρξη όποιου λόγου προσβολής της δημοσίευσης, ενώ τα σχετικά προβλήματα εμφανίζονταν, όπως είναι λογικό, στην δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης με ταυτόχρονη κήρυξή της ως κυρίας (7) (πχ. λόγω πλαστότητας). Κι έτσι αν και υπήρχαν οι τυπικές προϋποθέσεις, εντούτοις de facto αυτή η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 δεν αντιμετωπίστηκε στη νομολογία, ούτως ώστε να υπάρχουν σήμερα νομολογημένες λύσεις. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ακούσια παράλειψη του Νομοθέτη, και όχι για ηθελημένη νομοθετική επιλογή, όπως φαίνεται κι απ’ τις λοιπές νέες διατάξεις.
Μόνη λύση που μπορεί να υπάρξει είναι να εφαρμοστεί αναλογικά η νέα διάταξη της ΚΠολΔ 810 (άρθρ. 17 § 22 Ν. 4055/2012) όπου ορίζεται πλέον ως Δικαστήριο της κληρονομίας το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου είχε ο κληρονομούμενος την τελευταία κατοικία ή διαμονή του (άλλως αυτό της Αθήνας), αφού άλλωστε αυτό φαίνεται να ήθελε κι ο Νομοθέτης απ’ όλες τις διατάξεις περί καθ’ ύλην αρμοδιότητας (και δη αυτών και περί κληρονομητηρίων, βλ. παρακάτω υπό 2.2.3). Αυτό το Δικαστήριο μπορεί αναλογικά να θεωρηθεί αρμόδιο για την υπό εξέταση περίπτωση, υπό το φως μιας σχετικής διασταλτικής ερμηνείας ερειδόμενης κυρίως στο νόημα του τίτλου του και στην πρόβλεψή του εντός της εκουσίας δικαιοδοσίας, καθώς εντός αυτής προβλέπονται κι οι υπό εξέταση πιθανώς προσβαλλόμενες πράξεις του Ειρηνοδίκη. Εφόσον ξεπεράσουμε το γεγονός ότι ο προσδιορισμός του Δικαστηρίου της κληρονομίας υφίσταται καταρχήν γιατί επόμενες διατάξεις παραπέμπουν ρητά σ’ αυτό, το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί είναι η τοπική αρμοδιότητα, κι αυτό καθώς ενώ το Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου είχε ο κληρονομούμενος την τελευταία κατοικία ή διαμονή του, η ανακοπή της ΚΠολΔ 583 εισάγεται, ελλείψει ειδικών διατάξεων, στο Δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος (ΚΠολΔ 584). Επειδή όμως η ΚΠολΔ 810 μόνο αναλογικά κι ερμηνευτικά μπορεί να εφαρμοστεί, το ορθό είναι να εφαρμοστεί μόνο για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κληρονομίας, ενώ ως τοπική δωσιδικία ορθότερο φαίνεται να οριστεί αυτή του ανακόπτοντος, της ΚΠολΔ 584 δηλαδή, ως γενικής κι άμεσα εφαρμοζόμενης διάταξης. Ως διαδικασία θα πρέπει να επιλεγεί η εκουσία δικαιοδοσία κατ’ εφαρμογή των ΚΠολΔ 739 & 740 ως αποτέλεσμα της επιλογής του Δικαστηρίου της κληρονομίας. Με επιπλέον δε επιχείρημα υπέρ της εν λόγω διαδικασίας το γεγονός ότι, αν και δεν προβλέπεται ρητά αυτή η ανακοπή εντός των σχετικών διατάξεων, εντούτοις οι σχετικές πράξεις κατά των οποίων στρέφεται προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις.
Πάντως, αν και η παρούσα ερμηνεία προκρίνεται ως ορθή τελολογικά, εντούτοις είναι εμφανές ότι χρειάζεται άμεση νομοθετική παρέμβαση ή έστω αυθεντική ερμηνεία του Νόμου, προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα.
2.2.3. Το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα του έχοντος έννομο συμφέρον (κληρονομητήριο) εκδίδεται πλέον από τον Ειρηνοδίκη, και όχι από Δικαστήριο (άρθρ. 5 & 17 §§ 23-26 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 1956, 1958-1961 & ΚΠολΔ 819, 820, 823, 826). Το περιεχόμενο και οι προϋποθέσεις του κληρονομητηρίου δεν τροποποιούνται. Εισάγεται όμως κάτι καινούργιο. Η αίτηση για έκδοση κληρονομητηρίου αναρτάται για 10 ημέρες σε ειδικό χώρο στο Ειρηνοδικείο, προφανώς προς γνώση όποιων ενδιαφερομένων τρίτων (ΚΠολΔ 819). Επιπλέον προβλέπεται ότι εντός αυτής της προθεσμίας μπορεί να ασκηθεί παρέμβαση τρίτου, για την οποία ο Ειρηνοδίκης προσδιορίζει δικάσιμο, προφανώς από όποιον έχει αντιρρήσεις επί της αιτήσεως, αφού κληρονομητήριο ακόμη δεν υφίσταται. Η διάταξη δεν το ορίζει ρητά αλλά μάλλον προκύπτει ότι το κληρονομητήριο εκδίδεται μετά την άπρακτη παρέλευση του δεκαημέρου, κατά τη λογική παραδοχή ότι οι διατάξεις περί της νέας αυτής παρέμβασης, σκοπό φαίνεται να έχουν την προβολή αντιρρήσεων πριν την έκδοση κληρονομητηρίου. Η εκδίκαση της παρεμβάσεως αυτής γίνεται ενώπιον του Δικαστηρίου της κληρονομίας, αφού ο Ειρηνοδίκης αυτού του Δικαστηρίου την προσδιορίζει ως προς τη δικάσιμο. Η διαδικασία είναι η εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739 & 740. Επιπλέον καθώς δεν προβλέπονται ειδικά ούτε κατά ποίων προσώπων στρέφεται (πλην προφανώς κατά του περιεχομένου της ίδιας της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου) ούτε η αναγκαστικότητα σχετικών επιδόσεων της παρέμβασης και αντιστοίχων προθεσμιών αυτών, εφαρμογή επί των τελευταίων θα βρει προφανώς η ΚΠολΔ 748, κατά την οποία ο Ειρηνοδίκης αποφαίνεται επί κοινοποιήσεων και προθεσμιών αυτών. Οι διατάξεις πάντως περί της παρέμβασης αυτής φαίνονται μάλλον ελλιπείς καθώς και πάλι υπάρχει έδαφος και πεδίο εφαρμογής προς ερμηνεία, όπως αβίαστα συνάγουμε από την έλλειψη ρητών κι ειδικών ρυθμίσεων.
Η προπεριγραφόμενη παρέμβαση δεν ασκεί καμία επιρροή, ελλείψει ειδικής διάταξης, στο δικαίωμα όποιου έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση σχετικής ανακοπής κατ’ άρθρον ΚΠολΔ 583, είτε επί αποδοχής είτε επί απορρίψεως της αίτησης για έκδοση κληρονομητηρίου. Αυτό δε καθώς, αφενός το κληρονομητήριο πλέον εκδίδεται με πράξη του Δικαστή κι αφετέρου η προεκτεθείσα παρέμβαση στρέφεται κατά της αίτησης προς κληρονομητηριο ενώ η ανακοπή κατά του ίδιου του κληρονομητηρίου. Επί της ανακοπής αυτής ισχύει ό, τι ειπώθηκε και προηγουμένως σχετικά με την κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας (βλ. παραπάνω υπό 2.2.2). Βασική διαφορά είναι ότι εν προκειμένω το δικάζον Δικαστήριο και η διαδικασία δεν αμφισβητείται, καθώς η ΚΠολΔ 823 ορίζει ότι οποιαδήποτε αντίρρηση επί κληρονομητηρίου δικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου της κληρονομίας της ΚΠολΔ 810, κι επομένως κατά την εκουσία δικαιοδοσία σύμφωνα με τις ΚΠολΔ 739, 740.
2.2.4. Πρέπει να σημειωθεί εν τέλει ότι κατ’ εξαίρεση του ορισμού της 2ας Απριλίου 2012 ως ημερομηνίας έναρξης ισχύος του Νόμου κατ’ άρθρον 113 Ν. 4055/2012, η 110 § 2 Ν. 4055/2012 ορίζει ότι οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 1, 4 & 5 Ν. 4055/2012, δηλαδή οι προπεριγραφόμενες υποθέσεις (υπό 2.2, 2.2.1, 2.2.2 & 2.2.3) περί επικυρώσεως καταστατικού σωματείου, περί δημοσιεύσεως διαθήκης, περί κήρυξης ιδιόγραφης ως κυρίας και περί εκδόσεως κληρονομητηρίου, υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ή του μονομελούς πρωτοδικείου, μέχρι της υπαγωγής τους στα ειρηνοδικεία, έως δηλαδή την 16/9/2012 (110 § 21 Ν.4055/202).
2.3. Συναινετικό διαζύγιο
Τροποποιείται η ΑΚ 1441 (άρθρ. 3 Ν. 4055/2012) σχετικά με το συναινετικό διαζύγιο. Η βασική διαφορά έγκειται στο ότι πλέον, κατ’ επιτυχή επιλογή, απαιτείται μία και μόνη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την εκουσία δικαιοδοσία για να λυθεί ο γάμος, ενώ επιπροσθέτως ο γάμος αρκεί να έχει διαρκέσει μόλις έξι μήνες (αντί του προγενεστέρου ενός έτους) ως προϋπόθεση για να λυθεί. Να σημειωθεί ότι κατά την διάταξη του άρθρου 110 § 1 Ν. 4055/2012, οι τροποποιημένες διατάξεις ισχύουν και για τις ήδη συζητηθείσες αιτήσεις σε α’ συζήτηση.
Πλέον αυτών φαίνεται να τροποποιείται και σε άλλα σημεία η διαδικασία:
2.3.1. Πρώτον κατά τη διατύπωση της διάταξης, δεν υποβάλλεται πλέον στο Δικαστήριο «κοινή αίτηση» αλλά «κοινή συμφωνία» των συζύγων περί συναινετικής λύσης του γάμου, για την οποία συμφωνία προβλέπεται χορήγηση ειδικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο κατά την ΑΚ 1441 (αυτή η ειδική πληρεξουσιότητα προβλεπόταν για την αίτηση πρό του Ν. 4055/2012), ενώ όμως παραδόξως προβλέφθηκε και υποχρέωση γενικής πληρεξουσιότητας κατά την ΚΠολΔ 94 για την ίδια έγγραφη συμφωνία (άρθρ. 3 & 6 § 7 Ν. 4055/2012), ενώ συνεχίζει να ισχύει ακόμη κι η ειδική πληρεξουσιότητα επί γαμικών διαφορών κατά την ΚΠολΔ 98. Έτσι λοιπόν έχουμε ειδικό πληρεξούσιο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ΚΠολΔ 98, αναγκαστική γενική πληρεξουσιότητα για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας λύσης του γάμου σύμφωνα με την ΚΠολΔ 94, η οποία όμως και αυτή παρέχεται με ειδικό πληρεξούσιο κατά την ΑΚ 1441. Αυτή η υπερβολή επί των γενικών και ειδικών πληρεξουσιοτήτων κι η ατυχής διατύπωση περί «κοινής συμφωνίας» φαίνονται ότι είναι αποτέλεσμα των μη διορθωμένων υπολειμμάτων της πρώτης διατύπωσης της διάταξης που βρίσκεται στο αρχικό κείμενο του Σ/Ν, κατά το οποίο η συναινετική λύση του γάμου πραγματοποιούνταν με διάταξη του Πρωτοδίκη και όχι με δικαστική απόφαση(8). Κι εξ αυτού φαίνεται ότι η διόρθωση της διάταξης δεν υπήρξε δυστυχώς πλήρης.
Πέραν όμως των παραπάνω, επειδή σε κάθε περίπτωση αποτελεί γενική θεμελιώδη αρχή του δικονομικού δικαίου (ΚΠολΔ 106 σε συνδυασμό με ΚΠολΔ 747) ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται μετά από «αίτηση» του διαδίκου, θα πρέπει να γίνει πανθομολογουμένως δεκτό ότι σαφώς και πάλι απαιτείται εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, στο οποίο τίποτε δεν απαγορεύει να περιέχεται αυτή η «κοινή συμφωνία», καθώς δεν επιτάσσεται από καμία διάταξη ένα ξεχωριστό δικόγραφο γι’ αυτήν (ούτως ή άλλως έως σήμερα κι η αίτηση για συναινετική λύση του γάμου τα χαρακτηριστικά «κοινής συμφωνίας» είχε, με αντίστοιχη χρήση νομικών όρων όπως «συνομολογούμε», «αποφασίζουμε» κλπ), αντίθετα δηλαδή με την συμφωνία περί επιμέλειας κι επικοινωνίας γονέων και τέκνων. Το βασικό ζήτημα που μένει (έως διορθώσεως της διάταξης) και θέλει ιδιαίτερη προσοχή από τους πληρεξουσίους δικηγόρος είναι το γεγονός ότι, λόγω της υπάρχουσας διατύπωσης της διάταξης, θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στο ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και η έγγραφη αυτή συμφωνία (πλην της εκδίκασης της υπόθεσης) ως διενεργούμενη πράξη απ’ τον πληρεξούσιο δικηγόρο, καθώς ρητά ορίζεται υποχρέωση ειδικής πληρεξουσιότητας και επί της έγγραφης συμφωνίας. Επιπλέον για αποφυγή μιας άδικης μεν αλλά τυπικής απόρριψης της αίτησης, κάλο θα ήταν αυτή η έγγραφη συμφωνία περί συναινετικής λύσης του γάμου να αναφέρεται ρητώς ως συμφωνία και στο δικόγραφο. Κι αναμένουμε διορθώσεις.
2.3.2. Δεύτερον, ένα ακόμη περίεργο συμπέρασμα, που προκύπτει από τη μη πλήρη διόρθωση του αρχικού κειμένου του Σ/Ν, αποτελεί και ο χρονικός περιορισμός χορήγησης του ειδικού πληρεξουσίου. Κατά την προγενέστερη μορφή των σχετικών διατάξεων, η ΚΠολΔ 98 απαιτούσε απλά ύπαρξη ειδικού πληρεξουσίου επί γαμικών διαφορών άνευ χρονικού περιορισμού ενώ η ΑΚ 1441 όριζε ειδικότερα ότι αυτό το ειδικό πληρεξούσιο επί αιτήσεως συναινετικής λύσης του γάμου, θα πρέπει να έχει χορηγηθεί το πολυ έως ένα μήνα προ της κάθε συζήτησης της αίτησης. Με το Ν. 4055/2012 όμως, η ΚΠολΔ 98 συνεχίζει να έχει την ίδια μορφή (δηλαδή δεν θέτει χρονικούς περιορισμούς), ενώ η τροποποιημένη ΑΚ 1441 ορίζει ότι το ειδικό αυτό πληρεξούσιο χορηγείται μέσα στον τελευταίο μήνα πριν την υπογραφή του συμφωνητικού συναινετικής λύσης του γάμου, και όχι πριν τη συζήτηση. Είναι εμφανές ότι και αυτή η διατύπωση απέμεινε από την αρχική μορφή της διάταξης στο Σ/Ν. Αν και κατά τα προλεγόμενα δημιουργείται από πλευράς χρόνου ένα φαινομενικά επιεικέστερο για το διάδικο καθεστώς χορήγησης πληρεξουσίου ως προς τη συζήτηση της αίτησης, εντούτοις πρόβλημα παραμένει η απώλεια της «νωπής εντολής» για έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Ο χρονικός περιορισμός του ενός μηνός πριν τη συζήτηση είχε το νόημα μίας πρόσφατης επιθυμίας συναινετικής μεταβολής μιας εκ των πλέον προσωπικών καταστάσεων, αυτής του γάμου. Με το παρόν νομοθετικό καθεστώς ελλοχεύει ο κίνδυνος ότι νομότυπα, πλην «ξεχασμένα» από πιθανή κι εύλογη κρίση των διαδίκων, πληρεξούσια της ΚΠολΔ 98 θα ενεργοποιούνται ενώπιον του Δικαστηρίου του συναινετικού διαζυγίου, με αποτέλεσμα να λύεται ο γάμος νομότυπα αλλά όχι επί της ουσίας «συναινετικά». Θεωρώ ότι η διάταξη κι εν προκειμένω πρέπει να διορθωθεί.
Σε συνέχεια των παραπάνω περί πληρεξουσιότητας να προσθέσω ότι, αν και για το συναινετικό διαζύγιο φαίνεται ότι ο Νομοθέτης από αβλεψία υπερέβαλε μάλλον ως προς την χορήγηση πληρεξουσιότητας, εντούτοις δεν προβλέφθηκε ρητά στο γράμμα του Νόμου αναγκαστική χορήγηση πληρεξουσιότητας στις προαναφερθείσες διαταγές/πράξεις του Ειρηνοδίκη επί επικύρωσης καταστατικού, δημοσιεύσεων διαθηκών και εκδόσεως κληρονομητηρίων, αν και αυτό είχε προβλεφθεί κατά την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στα οικεία άρθρα 4 & 5.
2.3.3. Τρίτον, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι πλέον το τελευταίο εδάφιο της ΑΚ 1441 ορίζει επί λέξει ότι: «Η απόφαση του Μονομελούς πρωτοδικείου που αφορά την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων αποτελεί εκτελεστό τίτλο». Εν προκειμένω λοιπόν ο Νομοθέτης για πρώτη φορά θεωρεί ότι η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου στα πλαίσια της συναινετικής λύσης του γάμου, μπορεί να αφορά και στη διατροφή των ανήλικων τέκνων κι επ’ αυτού η απόφαση θα αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Προκειμένου η απόφαση βέβαια να αφορά και στη διατροφή των ανήλικων τέκνων, θα πρέπει να έχει κατατεθεί σχετική συμφωνία των συζύγων καθώς βρισκόμαστε στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας, λαμβάνοντας απ’ την άλλη υπόψη ότι αυτή η συμφωνία δεν απαιτείται για την συναινετική λύση του γάμου (σε αντίθεση με τη σχετική συμφωνία των γονέων περί της επιμέλειας κι επικοινωνίας γονέων και τέκνων).
Μέχρι το Ν. 4055/2012, σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων, η σχετική συμφωνία περί διατροφής αυτών δεν απαγορευόταν, αλλά αφενός δεν ήταν δυνατόν να επικυρωθεί από το Δικαστήριο του συναινετικού διαζυγίου καθώς δεν προβλεπόταν σχετική δυνατότητα (9), κι αφετέρου σε κάθε περίπτωση το έγκυρο της συμφωνίας εξαρτώταν από τις σχετικές με τη διατροφή εκ του Νόμου διατάξεις, ΑΚ 1585 επ., όπως περί μη δυνατότητας παραιτήσεως απ’ το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον (ΑΚ 1499) (10) ή ακόμη περί του ύψους της το οποίο θα έπρεπε να πλησιάζει αυτό το οποίο θα επιδίκαζε και το αρμόδιο Δικαστήριο κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία (ΑΚ 1493) (11). Αυτά ίσχυαν (κι ισχύουν ακόμη) επί της σχετικής συμφωνίας στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου ενώ προκειμένου απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου να αποφαίνεται αρμοδίως και δεσμευτικώς επί της διατροφής των ανήλικων τέκνων, θα έπρεπε να έχει ασκηθεί αγωγή εκδικαζόμενη κατά την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία και δη κατά τις ΚΠολΔ 681Β & 681Γ. Να προστεθεί εδώ ότι σε δίκες διατροφής ανηλίκων τέκνων κατά την διαδικασία των ΚΠολΔ 681Β & 681Γ επιτρέπεται (κι επιβάλλεται εκ των σχετικών διατάξεων) δικαστικός συμβιβασμός κατά την ΚΠολΔ 293, ο οποίος όμως αφενός πρέπει να είναι σύμφωνος και πάλι με τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις (και δη αναγκαστικού δικαίου), να έχει δηλαδή «σύννομο περιεχόμενο», έστω κατά προσέγγιση, κι αφετέρου να τίθεται προς το συμφέρον του τέκνου (12). Επομένως ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, κάθε συμφωνία ή συμβιβασμός, εξώδικος ή δικαστικός, μεταξύ γονέων σχετικά με τη διατροφή των ανήλικων τέκνων τους, κρίνεται πλην άλλων και βάσει των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων περί διατροφής εκ του Νόμου.
Το ζήτημα είναι λοιπόν ότι αν και πλέον προβλέπεται ότι η απόφαση επί συναινετικής λύσης του γάμου, στο μέρος που αφορά τη διατροφή των ανήλικων τέκνων, αποτελεί εκτελεστό τίτλο κι επομένως αυτό σημαίνει ότι επικυρώνεται σχετική συμφωνία των συζύγων - γονέων, εντούτοις τα προλεχθέντα περί αναγκαστικού δικαίου διατάξεων επί διατροφής εκ του Νόμου των ανηλίκων τέκνων συνεχίζουν να ισχύουν. Αυτό σημαίνει ότι η επικυρωμένη έγγραφη συμφωνία πρέπει να είναι σύμφωνη και με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις. Πώς όμως αυτό θα είναι δυνατό να συμβεί όταν η συμφωνία αυτή θα τίθεται απλώς προς επικύρωση στο Δικαστήριο ενώ δεν θα τίθεται σχετικό πραγματικό προς κρίση, πραγματικό απαραίτητο για την ουσιαστική κρίση περί «συννόμου περιεχομένου» της σχετικής συμφωνίας; Αν το Δικαστήριο δεν κάνει χρήση της ΚΠολΔ 744, περί αυτεπάγγελτης έρευνας γεγονότων τα οποία θα υποδείξουν το σύννομο περιεχόμενο της έγγραφης συμφωνίας, τότε αυτή η συμφωνία θα πάσχει, καθώς σαφώς η δικαστική επικύρωση δεν θα μπορεί να επιβεβαιώσει ελλείψει πραγματικού ούτε το σύννομο περιεχόμενο της συμφωνίας ούτε το εξασφαλισμένο συμφέρον του τέκνου. Στα πλαίσια της διαδικασίας του συναινετικού διαζυγίου όμως, η οποία στην πράξη είναι ταχύτατη, θα εφαρμοστεί η ΚΠολΔ 744 η οποία θα καθυστερήσει πάρα πολύ τη διαδικασία, θέτοντας επί της ουσίας μία δεύτερη μετ’ αναβολή δικάσιμο;
Αλλά ξεπερνώντας αυτή την ανάγκη λήψης υπόψη και των διατάξεων περί της εκ του Νόμου διατροφής, αναρωτιέται κανείς: ποιά είναι η φύση αυτής της επικυρωμένης συμφωνίας περί διατροφής του ανηλίκου τέκνου; Εν ολίγοις μετά από μια τέτοια συμφωνία και την αμετάκλητη λύση του γάμου θα είναι δυνατή η έγερση μίας αγωγής με αντικείμενο τη διατροφή του ανήλικου τέκνου, δεδομένου ότι αυτή η επικυρωμένη συμφωνία θα είναι τίτλος εκτελεστός;
Η πιθανότερη απάντηση είναι ότι ελλείψει ειδικής διάταξης, αυτή η επικυρωμένη συμφωνία δεν εμποδίζει την έγερση σχετικής αγωγής, παρά μόνο απλώς θα ληφθεί υπόψη απ’ το Δικαστήριο της διατροφής. Αυτό δε καθώς ούτε ειδική διάταξη πλην της εκτελεστότητας υπάρχει, ούτε αυτή η συμφωνία μπορεί να ληφθεί υπόψη ως δικαστικός συμβιβασμός της ΚΠολΔ 293 ούτως ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανατρεπτικής ένστασης ανάλογου αποτελέσματος με αυτή του δεδικασμένου (13). Ο δικαστικός συμβιβασμός προϋποθέτει (πλην των προϋποθέσεων του ουσιαστικού δικαίου) και εκκρεμοδικία. Εδώ όμως η τυχόν επικυρωμένη συμφωνία υπογράφεται και καταρτίζεται πρό της κατάθεσης της επίδικης αίτησης. Κι αυτό διότι στην πράξη κατά την ταχύτατη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου, κατάθεση, προσδιορισμός και εκδίκαση της αίτησης πραγματοποιούνται την ίδια σχεδόν χρονική στιγμή. Εκτός αυτού δικαστικός συμβιβασμός νοείται επί του αντικειμένου της δίκης, καθώς αυτός επιφέρει κατάργηση της δίκης (14). Εν προκειμένω όμως αυτή η συμφωνία περί διατροφής ούτε αντικείμενο της δίκης είναι (αντικείμενο αποτελεί η λύση του γάμου) ούτε καν απαραίτητη για το παραδεκτό της αίτησης είναι. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι αυτός ο εκτελεστός τίτλος, από επικυρωμένη συμφωνία περί διατροφής ανηλίκου τέκνου στα πλαίσια συναινετικής λύσης του γάμου, έχει μεν εκτελεστότητα, εντούτοις όμως θα μπορεί επί της ουσίας να προσβάλλεται σε κάθε επόμενη σχετική δίκη. Κι εξ αυτού φαίνεται ότι η ύλη του Δικαστηρίου των ΚΠολΔ 681Β & 681Γ θα μεταφερθεί στο δικαστήριο της αντίστοιχης ανακοπής κατά της εκτέλεσης αυτού του τίτλου, με αντίστοιχη όμως αύξηση της ύλης καθώς θα συνυποβάλλονται και αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής.
Ως προς το μέρος της απόφασης που αφορά την εκτελεστότητα της συμφωνίας περί επιμέλειας και επικοινωνίας γονέων και τέκνων, η σχετική διάταξη φαίνεται να μένει κενό γράμμα. Κι αυτό διότι το σχετικό δικαίωμα περί επιμέλειας και επικοινωνίας δεν εκτελείται άμεσα παρά μόνο έμμεσα μέσω της ΚΠολΔ 947, δηλαδή με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, σε περίπτωση μη ανοχής πράξης δηλαδή, κατόπιν υποβολής αιτήματος του διαδίκου είτε με αγωγή είτε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κατ’ άρθρ. ΚΠολΔ 731 επ (15). Κι ερωτάται κανείς, πώς μπορεί να γίνει εκτελεστό αυτό το μέρος της απόφασης, αν δεν μπορεί να σωρευτεί και αίτημα απειλής χρηματικής ποινής; Κι αν εν τέλει μπορεί να σωρευτεί, το ύψος της θα καθορίζεται με κοινή συμφωνία των συζύγων, καθώς μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας; Αντικρουόμενες αρχές δικονομικού δικαίου οι οποίες εν τέλει θα αφήσουν ανεφάρμοστη τη διάταξη. Κλείνοντας να σημειώσω ότι ευτυχώς διατηρήθηκε (ας ελπίσουμε όχι από παραδρομή) η διάταξη που όριζε επί της ουσίας την προσωρινότητα της σχετικής με την επιμέλεια και επικοινωνία ισχύ της συμφωνίας, παραπέμποντας και πάλι στην ΑΚ 1513, η οποία ορίζει ότι αρμόδιο Δικαστήριο αποφαίνεται οριστικά επί του ζητήματος. Η διάταξη αυτή μάλιστα υποδεικνύει και την αληθή φύση της σχετικής συμφωνίας, κι ίσως θα έπρεπε να είχε αποτελέσει πρότυπο και για την σχετική συμφωνία περί διατροφής, η οποία αναλύθηκε ανωτέρω.
2.4. Διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου και σώρευσή με διαταγή πληρωμής
Τροποποιούνται οι ΚΠολΔ 662Α επ. ως προς την διαταγή απόδοσης μισθίου (άρθρ. 15 §§ 2- 5 Ν. 4055/2012). Πρώτον, η σχετική έγγραφη όχληση για την καταβολή των μισθωμάτων, ως απαραίτητη προϋπόθεση της διαταγής απόδοσης μισθίου, επιδίδεται 15 ημέρες πριν την κατάθεση της αίτησης, αντί του προγενεστέρου ενός μηνός. Δεύτερον διαγράφηκε η σε πρακτική αχρησία διάταξη που προέβλεπε δυνατότητα του Δικαστή να καλέσει τον αιτούντα να βεβαιώσει ενόρκως γεγονότα. Τρίτον δεν απαιτούνται πλέον δύο επιδόσεις της διαταγής, προκειμένου αυτή να εκτελεστεί, αλλά αντ’ αυτού προβλέπεται μία και μόνη επίδοση αυτής ως αντιγράφου εξ απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, ενώ η εκτέλεση μπορεί να αρχίσει μετά την παρέλευση 20 ημερών από αυτή τη μόνη επίδοση. Κι έτσι απ’ αυτή τη μόνη επίδοση αρχίζει κι η δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκηση της σχετικής ανακοπής της ΚΠολΔ 662ΣΤ.
Πλην αυτών προστέθηκε η ΚΠολΔ 662Θ κατά την οποία προβλέφθηκε η δυνατότητα σώρευσης με την ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και αιτήματος καταδίκης για χρηματική απαίτηση από οφειλόμενα μισθώματα, κοινόχρηστες δαπάνες, τέλη και λογαριασμούς κοινής ωφελείας, εφόσον το ύψος αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, με ρητή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί διαταγής απόδοσης μισθίου και μερικών περί διαταγής πληρωμής. Εξ αυτών προκύπτουν τα εξής: Η ανακοπή κι η αναστολή και κατ’ αυτής της διαταγής πληρωμής εκδικάζονται όπως κι επί διαταγής απόδοσης μισθίου. Εφαρμόζονται οι σχετικές περί διαταγής απόδοσης μισθίου προθεσμίες. Και κυρίως δεν αποκτά ούτε μπορεί να αποκτήσει αυτή η οιονεί διαταγή πληρωμής δύναμη δεδικασμένου, καθώς αφενός έχει παραλειφθεί η σχετική διάταξη περί διαταγής πληρωμής ως αναλόγως εφαρμοζόμενης (ΚΠολΔ 662Θ, 632, 633), κι αφετέρου η διαταγή απόδοσης μισθίου ορθώς δεν παράγει κανενός είδος δεδικασμένου, ούτε καν αυτό της ΚΠολΔ 651 επί μισθωτικών διαφορών (16).
3. Ιδιαίτερα προβληματικές τροποποιήσεις
3.1. Η τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου
Τροποποιήθηκε η τακτική διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άρθρ. 9 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 270 § 5). Προβλέφθηκε ως δυνατότητα (και όχι αναγκαστική διαδικασία) η διακοπή της συζήτησης επί υποθέσεων, στις οποίες θα διεξαχθούν έμμαρτυρες αποδείξεις, κι η αναβολή της για την «αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης, κατά την οποία και ολοκληρώνεται η συζήτηση χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, αφού προηγηθεί η εξέταση των μαρτύρων». Οι μάρτυρες θα εξετάζονται ενώπιον του διορισμένου απ’ τον Πρόεδρο Εισηγητή Δικαστή, ενώ «ο τόπος και χρόνος της διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων καθορίζεται κατά την αρχική δικάσιμο αμέσως μετά την εκφώνηση και τη διακοπή της συζήτησης με ανακοίνωση του Προέδρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και εκείνων που δεν παρίστανται». Ορίζεται τέλος ότι ο εισηγητής Δικαστής αποφαίνεται επί όλων των σχετικών με την απόδειξη διαδικαστικών θεμάτων. Επομένως κατά την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο, κι εφόσον πρόκειται να εξεταστούν μάρτυρες, το Δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει τη συζήτηση για την αμέσως επόμενη δικάσιμο (κατά την οποία δεν θα είναι παρόντες οι διάδικοι), ορίζοντας όμως επιπλέον τόπο και χρόνο διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον του εισηγητή Δικαστή, η οποία διεξαγωγή κατά τη διάταξη θα πραγματοποιείται κι ολοκληρώνεται μεταξύ των δύο δικασίμων, της πρώτης προσδιορισθείσας και της δεύτερης μετ’ αναβολήν. Η εν λόγω διάταξη αρχίζει να ισχύει από την 12/5/2012 (110 § 20 Ν. 4055/2012).
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί αυτή η νέα τροποποίηση η οποία ομοιάζει εν μέρει (ως προς τη διεξαγωγή των εμμάρτυρων καταθέσεων) με την παλαιότερη διαδικασία προ του 2001, όπου όμως υπήρχε η προδικαστική απόφαση κι η μετ’ απόδειξη συζήτηση. Η διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων μόνο ενώπιον του Εισηγητή Δικαστή δεν εξυπηρετεί στο μέγιστο την δημοσιότητα της συζήτησης ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, καθώς αυτή η διεξαγωγή, όπως και προ του 2001, θα πραγματοποιείται πιθανόν και πάλι στο γραφείο του Εισηγητή, γεγονός βέβαια που δεν παρακωλύει τη δημοσιότητα, αλλά την ελαττώνει εν τοις πράγμασι (λόγω μεγέθους του χώρου, λόγω παρουσίας μόνο των ενδιαφερομένων κλπ). Επιπλέον πιθανόν να εμφανιστούν επ’ αυτού πάλι φαινόμενα ιδιαίτερα εκτενών μαρτυρικών καταθέσεων, όπως και προ του 2001.
Ακόμη από προσεκτική ανάγνωση της νέας διάταξης προκύπτει ότι τουλάχιστον επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο πρόβλημα καθυστέρησης διεξαγωγής των εμμαρτύρων αποδείξεων, το οποίο είχε εμφανιστεί στην παλαιότερη προ του 2001 διαδικασία. Καθώς η συζήτηση αναβάλλεται για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης και καθώς έως τότε θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων, φαίνεται να υφίσταται ένας de facto χρονικός περιορισμός της διαδικασίας.
Πλην όμως αυτών των προβληματισμών, δημιουργούνται ορισμένα πρακτικά προβλήματα επί της νέας διαδικασίας, καθώς αφενός η διάταξη δεν εξαντλεί όλα τα στάδια της διαδικασίας κι αφετέρου η «δεύτερη» δικάσιμος (ως μετ’ απόδειξη συζήτηση) θα πραγματοποιείται απουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων. Πρώτον, η διάταξη δεν ορίζει πότε θα προβάλλονται και προφορικά ενστάσεις κι αντενστάσεις, οψιγενείς ισχυρισμοί ή ακόμη κι οι συμπληρώσεις της ΚΠολΔ 224 ή πότε θα είναι δυνατόν να ασκηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου κι η καθοδηγητική του λειτουργία που ορίζει η ΚΠολΔ 236 περί προτροπής των διαδίκων προς συμπλήρωση των ισχυρισμών τους. Καθώς κατά τη διάταξη η συζήτηση διακόπτεται κι αναβάλλεται αμέσως μετά την εκφώνηση και καθώς ο Εισηγητής Δικαστής είναι αρμόδιος μόνο για τα επί αποδείξεως διαδικαστικά ζητήματα, φαίνεται να υπάρχει μεγάλο κενό. Επ’ αυτού λοιπόν δεν μπορεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα η νέα ΚΠολΔ 270, κι επομένως οι προαναφερθείσες δικονομικές υποχρεώσεις και δυνατότητες περί προβολής ισχυρισμών θα πρέπει να πραγματοποιούνται ενώπιον ολόκληρης της σύνθεσης κατά την αρχική δικάσιμο, καθώς δεν υφίσταται κανένας άλλος τρόπος αυτές να λάβουν χώρα, κι αφού ολοκληρωθούν τότε να διακόπτεται η συζήτηση.
Δεύτερον, πρόβλημα δημιουργείται ως προς την προθεσμία κατάθεσης προσθήκης και αντίκρουσης οκτώ ημέρες μετά τη δικάσιμο (ΚΠολΔ 237 § 4). Η ΚΠολΔ 237 § 4 ορίζει ότι έως τις 12:00 μμ της όγδοης ημέρας από τη συζήτηση ή την αυτοψία ή την λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, οι διάδικοι καταθέτουν προσθήκη κυρίως σχολιάζοντας την αποδεικτική διαδικασία. Κι αναρωτιέται κανείς: Πότε ξεκινά πλέον αυτή η προθεσμία και επομένως πότε λήγει; Αν τηρηθούν κατά γράμμα οι διατάξεις αυτή η προθεσμία αρχίζει από τη δεύτερη δικάσιμο της συζήτησης, όπου οι διάδικοι δεν είναι παρόντες, διότι τότε ολοκληρώνεται η μία και μόνη συζήτηση, τότε ακούγεται αυτό το περίφημο «συζητείται». Προκειμένου λοιπόν να είναι δυνατή η κατάθεση αυτής της προσθήκης και να είναι βέβαιοι οι διάδικοι για το χρονικό εύρος κατά το οποίο οι φάκελλοι θα παραμένουν «ανοικτοί», θα πρέπει κατά την αρχική δικάσιμο η σύνθεση να αναβάλλει σε ρητή και συγκεκριμένη δικάσιμο αναγκαστικά ούτως ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία. Κι επομένως καθίσταται αναγκαίο κατά την αρχική δικάσιμο να υφίσταται ήδη αφενός επαρκές πρόγραμμα δικασίμων κι αφετέρου επαρκής χρόνος και βεβαιότητα για τη διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων. Είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να μην καταστρατηγηθούν τα δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων. Αυτό δε διότι η αναβολή της συζήτησης για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας σύνθεσης (το πιθανότερο δηλαδή εντός 15 ημερών) σημαίνει διεξαγωγή των εμμάρτυρων αποδείξεων έως αυτή τη δεύτερη δικάσιμο. Αν υποθέσουμε ότι κατά τον προσδιορισθέντα τόπο και χρόνο της διεξαγωγής, υπάρξει κώλυμα να πραγματοποιηθούν οι αποδείξεις (ασθένεια μάρτυρα ή ακόμη και απεργία δικηγόρων κλπ), τότε είναι πιθανό κατά την δεύτερη συζήτηση να μην έχουν διεξαχθεί κι ολοκληρωθεί οι αποδείξεις. Αν ο εισηγητής Δικαστής υποχρεωθεί να αναβάλλει για επόμενη ημέρα τη διεξαγωγή αποδείξεων, και αυτή τύχει λόγω συνθηκών να έπεται τη δεύτερης δικασίμου, πώς θα ολοκληρωθεί η συζήτηση κατά τη δεύτερη προσδιορισθείσα δικάσιμο; Θα υπάρξει ανάγκη νέας αναβολής της δεύτερης δικασίμου, αλλά αυτή τη φορά αναγκαστικά απόντων των διαδίκων κατά το γράμμα της διάταξης. Πώς θα είναι δυνατόν να αναβάλει το Δικαστήριο απουσία των διαδίκων; Πώς εν τέλει θα λάβει γνώση ο διάδικος επίσημα απ’ το Δικαστήριο, το πέρας της δίκης και το χρονικό εύρος κατάθεσης της προαναφερόμενης προσθήκης της ΚΠολΔ 237 § 4; Εκτός αυτού προβληματίζει κι η αυξημένη πιθανότητα επιβράδυνσης της διαδικασίας.
Μόνος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των επίφοβων πιθανοτήτων απομένει η πραγματοποίηση της διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων κατά την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο, μετά την εξάντληση της «εκφώνησης» του πινακίου ενώπιον όλης της σύνθεσης, νόημα που μάλλον προκρίνει κι ο Νομοθέτης στην Αιτιολογική Έκθεση (17). Εφόσον θα πραγματοποιηθεί διεξαγωγή εμμάρτυρων αποδείξεων ενώπιον του εισηγητή, σημαίνει ότι η εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον όλης της σύνθεσης θα ολοκληρωθεί σε μικρό χρονικό διάστημα, αφήνοντας χρόνο στους εισηγητές για τη διεξαγωγή κατά την ίδια ημέρα, καθιστώντας βέβαιη την εκδίκαση κατά τη δεύτερη δικάσιμο. Και κατά αυτόν τον τρόπο όμως και πάλι δεν είναι βέβαιη η ολοκλήρωση της διεξαγωγής των αποδείξεων κατά την ίδια ημέρα, δημιουργώντας όπως προειπώθηκε πιθανότητα προβληματικών αναβολών. Σε κάθε περίπτωση όμως θα εξασφαλιστεί πολύτιμος χρόνος μειώνοντας τις προεκτιθέμενες πιθανότητες. Προβληματίζει ιδιαίτερα όμως η πρόβλεψη της διάταξης περί κλήτευσης των διαδίκων, ακόμη και των απόντων, κατά την πρώτη δικάσιμο ως προς τον τόπο και χρόνο της διεξαγωγής των αποδείξεων. Εάν υφίσταται κλήτευση για τη διεξαγωγή, μπορεί η διεξαγωγή απλώς να έπεται της ίδιας δικασίμου στην ίδια ημέρα; Γιατί να υπάρχει κλήτευση τότε; Νοείται κλήτευση για την ίδια ημέρα;
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα που παρουσιάζεται στη νέα αυτή διαδικασία σε σχέση με αυτή την κλήτευση είναι το γεγονός ότι η ανακοίνωση της σύνθεσης για τον τόπο και χρόνο διεξαγωγής των εμμάρτυρων αποδείξεων υπέχει θέση κλήτευσης ακόμη και των απόντων διαδίκων. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει ασφαλώς από τη φράση «... και εκείνων που δεν παρίστανται» εννοείται κατά την κλήτευση. Χρησιμοποιώντας ενεστώτα η διάταξη εννοεί ασφαλώς την πρώτη προσδιορισθείσα δικάσιμο. Αυτή η διάταξη δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί επ’ ουδενί. Κι αυτό διότι αν θεωρηθεί ότι πράγματι κλητεύτηκαν κι οι απόντες διάδικοι, σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν ερημοδικάζονται. Είναι εντελώς ασυνεπές κι αντιφατικό να διεξάγονται εμμάρτυρες ή όποιες άλλες αποδείξεις επί ερημοδικίας, δεδομένων των σχετικών διατάξεων που προβλέπουν επί της ουσίας ομολογία ισχυρισμών του αντιδίκου σε περίπτωση ερημοδικίας (ΚΠολΔ 271, 272). Το γεγονός λοιπόν ότι κλητεύονται να συμμετάσχουν στην συνέχιση της δίκης και στην αποδεικτική διαδικασία και οι απόντες κατά την αρχική δικάσιμο διάδικοι, σημαίνει ότι σαφώς δεν ερημοδικάζονται. Πώς όμως είναι δυνατόν να εφαρμοστεί αυτό; Εφόσον δηλαδή δεν ερημοδικάζονται, σημαίνει ότι κατά την εκφώνηση της αρχικής δικασίμου δεν είναι αναγκαία η παράσταση των διαδίκων; Καταργούνται δηλαδή έμμεσα οι σχετικές με την κλήση για συζήτηση διατάξεις; Και μάλιστα κατά περίπτωση; Κι αν υποθέσουμε ότι δεν είναι αναγκαία η παράσταση των διαδίκων, όλες οι προαναφερόμενες δικονομικές υποχρεώσεις και δυνατότητες προβολής ενστάσεων, αντενστάσεων κλπ, ενώπιον ποίου Δικαστηρίου και σε ποιό τόπο και χρόνο θα πραγματοποιούνται; Ενώπιον του Εισηγητή, καθώς θα μείνει η μόνη στιγμή κατά την οποία θα είναι παρόντες οι διάδικοι; Ο Εισηγητής Δικαστής όμως δεν είναι αρμόδιος παρά μόνο επί θεμάτων αποδείξεως. Αυτή η κλήτευση των απόντων διαδίκων λοιπόν δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί. Ή θα πρέπει να διαγραφεί ως διάταξη ή θα πρέπει να γίνει προσεκτικότερη μελέτη της διαδικασίας και να επωμιστεί όλο το βάρος της συζήτησης ο Εισηγητής Δικαστής, παραδοχή ιδιαίτερα επικίνδυνη τόσο για την πραγματική επιτάχυνση της διαδικασίας όσο και για την de facto μετατροπή της Πολυμελούς σύνθεσης σε Μονομελή.
Εάν ακολουθηθεί η ορθή και μόνη πρακτικά χρήσιμη άποψη ότι η διεξαγωγή των αποδείξεων έπεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκφώνησης ολόκληρου του πινακίου με απλή ανακοίνωση του Προέδρου του «τόπου και χρόνου της διεξαγωγής», είναι φανερό ότι τα περί κλητεύσεως μόνο προβλήματα ερμηνείας δημιουργούν χωρίς λόγο αφού θα καταστούν περιττά. Αυτό δε διότι οι παρόντες κατά την εκφώνηση ασφαλώς δεν χρειάζονται κλήτευση για να συνεχίσουν στην ορισθείσα με την ανακοίνωση αίθουσα ή γραφείο, ενώ οι απόντες κατά την εκφώνση ούτως ή άλλως έχουν ήδη ερημοδικασθεί. Εκτός αυτού λύνεται και το πρόβλημα των αναβολών, καθώς τα σχετικά αιτήματα θα μπορούν να προβάλλονται ενώπιον της σύνθεσης την ημέρα της πρώτης δικασίμου (κι όχι ενώπιον του εισηγητή), η οποία θα αναβάλλει γι’ αυτόν τον λόγο και όχι για διεξαγωγή αποδείξεων.
3.2. Προθεσμίες προσδιορισμού δικασίμων και δημοσίευσης αποφάσεων
3.2.1. Πλήθος διατάξεων επί ειδικών διαδικασιών πλέον ορίζουν συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο προσδιορισμού δικασίμου. Οι συζητήσεις α. ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 632 - 14 Ν. 4055/2012), β. αγωγών και τακτικών ενδίκων μέσων επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, κι η μετ’ αναβολή συζήτηση αυτών (ΚΠολΔ 672Α - 15 § 8 Ν. 4055/2012), γ. ανακοπής κι ανακοπής τρίτου κατά αναγκαστικής εκτέλεσης (ΚΠολΔ 933 & 936 - 19 §§ 1, 3 Ν. 4055/2012), δ. ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης (ΚΠολΔ 979 - 19 § 10 Ν. 4055/2012), προσδιορίζονται να συζητηθούν εντός 60 ημερών από την κατάθεση εάν ο αντίδικος είναι κάτοικος ημεδαπής. Η συζήτηση της ανακοπής του κατάσχοντος κατά της δήλωσης τρίτου κατ’ άρθρο ΚΠολΔ 986 προσδιορίζεται εντός 120 ημερών από την κατάθεσή της (19 § 12 Ν. 4055/2012).
Ακόμη ορίζεται ότι η συζήτηση της προσωρινής διαταγής προσδιορίζεται εντός δύο εργασίμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση της προσωρινής διαταγής η σχετική συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων προσδιορίζεται εντός 30 ημερών (ΚΠολΔ 691 - 16 § 1 Ν. 4055/2012). Από την άλλη η συζήτηση επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια αγωγών επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, προσδιορίζεται στην ίδια δικάσιμο της κύριας δίκης ανακοπής ή αγωγής κατά περίπτωση (ΚΠολΔ 632, 672Α, 938 - 14, 15 § 8, 19 § 5 Ν. 4055/2012). Πλην των προβλημάτων συνεκδίκασης που θα εξεταστούν παρακάτω (υπό 3.3) διερωτάται κανείς: σε περίπτωση όπου έχουμε αίτηση προσωρινής διαταγής, η οποία γίνεται δεκτή, στα πλαίσια μιας των προαναφερθέντων δικών, πότε θα προσδιοριστούν για συζήτηση τα ασφαλιστικά μέτρα; Ένα μήνα μετά την εκδίκαση της προσωρινής διαταγής ή κατά τη δικάσιμο της κύριας δίκης; Ποιά θα θεωρηθεί η ειδικότερη διάταξη αφού και οι δύο ρυθμίζουν ειδικές περιπτώσεις;
Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις περί προσδιορισμού δικασίμου μάλλον κενό γράμμα του Νόμου καθίστανται, αφού καμία έννομη συνέπεια δεν προβλέπεται από τη μη τήρησή τους, κι έτσι μάλλον προσεγγίζονται ως lex imperfetta.
3.2.2. Επιπλέον ο Ν. 4055/2012 ορίζει εκ νέου νέες προθεσμίες δημοσίευσης αποφάσεων ειδικών διαδικασιών. Και συγκεκριμένα οι αποφάσεις επί δικών που εκδικάζονται α. κατά τη διαδικασία πιστωτικών τίτλων, β. μισθωτικών διαφορών, γ. εργατικών διαφορών, δ. διαφορών σχετικά με την εκτέλεση, δημοσιεύονται εντός 60 ημερών από τη συζήτησή τους (14 § 2, 15 §§ 1 & 7, 19 § 4 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 643, 647, 666, 937).
Έως τώρα αντίστοιχες διατάξεις αντιμετωπίζονταν ορθά απ’ τη νομολογία ως μη επιφέρουσες κάποια έννομη συνέπεια κι ως εκ τούτου έχουν χαρακτηριστεί από τα Δικαστήρια της ουσίας ακόμη κι ως «ευχές» του Νομοθέτη (18). Κι έτσι θα ‘πρεπε να αντιμετωπιστούν και τώρα, όμως ο Νομοθέτης επέλεξε ένα έμμεσο τρόπο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Με τον ίδιο Ν. 4055/2012 (άρθρα 85 επ.) τροποποιεί διατάξεις του Ν. 1756/1988, γνωστού και ως Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών. Συγκεκριμένα λοιπόν προκειμένου να προαχθεί Δικαστικός Λειτουργός λαμβάνεται πλέον υπόψη ως τυπικό προσόν ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων που έχει χρεωθεί, απολύτως όμως ποσοτικοποιημένος και ορισμένος σε έξι μήνες για κάθε περίπτωση πλην αυτών που απ’ τις ειδικές διατάξεις προβλέπεται βραχύτερος (93 Ν. 40552/2012 - 49 §§ 5-9 Ν. 1756/1988). Αντιστοίχως η καθυστέρηση στα ίδια χρονικά πλαίσια ορίζεται ως πειθαρχικό παράπτωμα (106 Ν. 40552/2012 - 91 Ν. 1756/1988). Ενώ η καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει και λόγο μείωσης αποδοχών (90 Ν. 40552/2012 - 43 Ν. 1756/1988). Είναι εμφανής η πίεση που ασκεί ο Νομοθέτης. Δεν νομίζω να υποστηρίζει κανείς το ανέλεγκτο της δικαστικής λειτουργίας της κρατικής εξουσίας. Όμως αυτή η ποσοτικοποίηση της παραγωγικότητας των δικαστικών λειτουργών, τους εμφανίζει εν τέλει ως απλούς δημοσίους υπαλλήλους κι επιπροσθέτως υποσκάπτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας δικαστικής απόφασης. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί σκοπό του εκάστοτε Νομοθέτη.
Επ΄αυτού να θυμίσω μία παλαιότερη κι εξαιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος με την υπ’ αρ. 813/2003 απόφασή του (19), επί σχετικών προθεσμιών δημοσίευσης αποφάσεων των άρθρων 19 § 14 ΝΔ 797/1971 και 20 § 8 Ν. 2882/2001, είχε κρίνει επί λέξει: «Οι προθεσμίες αυτές δεν δημιουργούν, ούτε μπορούσε λόγω της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρ.26 Συντάγματος) να ορισθεί ότι η παραβίασή τους δημιουργεί, ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.» Κατά μείζονα λόγο λοιπόν δεν είναι δυνατόν η τήρηση των προθεσμιών αυτών να αποτελέσουν κριτήριο παραγωγικότητας των Δικαστικών Λειτουργών κατά την ίδια μη αναθεωρίσιμη Συνταγματική Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών της κρατικής εξουσίας. Τέλος να σημειώσω ότι ορίστηκαν προθεσμίες δημοσίευσης και δικών ασφαλιστικών μέτρων, επί των οποίων εκτενέστερη ανάλυση παρακάτω (υπό 3.4).
3.3. Συνεκδίκαση κυρίων δικών με αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων
Όπως προειπώθηκε θεσπίστηκε υποχρεωτική συνεκδίκαση ορισμένων δικών ασφαλιστικών μέτρων με τις συνεχόμενες κύριες δίκες τους. Έτσι η συζήτηση επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια αγωγών επί διαφορών για άκυρη απόλυση, μισθούς υπερημερίας και καθυστερούμενους, της αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, προσδιορίζεται στην ίδια δικάσιμο της κύριας δίκης ανακοπής ή αγωγής κατά περίπτωση (ΚΠολΔ 632, 672Α, 938 - 14, 15 § 8, 19 § 5 Ν. 4055/2012).
Μια πραγματικά προβληματική διάταξη. Πρώτον φαίνεται ότι ο ίδιος Δικαστής θα πιθανολογεί επί της απαίτησης εντός 48 ωρών, όπως ορίστηκε η προθεσμία δημοσίευσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. παρακάτω υπό 3.4) ενώ θα αποφαίνεται οριστικά επί της απαίτησης εντός δύο μηνών, όπως ορίζονται οι σχετικές προθεσμίες δημοσίευσης των αποφάσεων των κυρίων δικών. Η αντίφαση είναι εμφανής κι ίσως να καταλήξει σε πραγματική πίεση στη δικαιοδοτική λειτουργία και κρίση του δικάζοντος Δικαστή.
Δεύτερον όμως και κυρίως δεν ελήφθη υπόψη η ένωση δύο διαδικασιών τόσο ιδιαίτερων στην ίδια δικάσιμο και για το ίδιο ζήτημα. Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αποσκοπώντας σε διάφορα αποτελέσματα απ’ αυτά της κύριας δίκης, έχει κάποια πραγματικά ιδιαίτερα και εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Επί διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων αφενός έχει θεσπιστεί ανακριτικό σύστημα (ΚΠολΔ 691 § 1), κατά το οποίο ο Δικαστής μπορεί να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως οποιοδήποτε αναγκαίο για την κρίση του στοιχείο, αφετέρου δεν υφίσταται περιορισμός ως προς τα αποδεικτικά μέσα, καθώς λαμβάνονται υπόψη και τα μη πληρούντα τους όρους του Νόμου (αυτό βέβαια συνέπεια έχει μόνο ως προς τις ένορκες βεβαιώσεις χωρίς προηγούμενη κλήτευση, οι οποίες στα ασφαλιστικά μέτρα λαμβάνονται υπόψη κατ’ εξαίρεση) (20). Αυτές οι εξαιρετικές δυνατότητες της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων μπορούν να συνυπάρξουν με τις αυστηρότερες διατάξεις της διαδικασίας της κύριας δίκης; Δεν θα φέρει τον δικάζοντα Δικαστή σε ατελέσφορο δίλημμα ως προς την κρίση του;
3.4. Η αναιτιολόγητη απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων
Ορίστηκε ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δημοσιεύεται εντός 48 ωρών καταχωριζομένου του διατακτικού της είτε στην αίτηση είτε στα πρακτικά. Ενώ ο Δικαστής διατηρεί το δικαίωμα να ορίσει ρητά κατά τη συζήτηση μεταγενέστερη ημερομηνία, και πάντως όχι πέραν του ενός μηνός, για δημοσίευση της απόφασης. Και στην τελευταία αυτή περίπτωση προβλέπεται απλώς συνοπτική αιτιολογία (16 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 691 § 5). Η εν λόγω διάταξη αρχίζει να ισχύει μετά την πάροδο δύο μηνών από τη δημοσίευση του Νόμου, δηλαδή ισχύει από την 12/5/2012 (110 § 20 Ν. 4055/2012).
Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο Νομοθέτης δίδει ως κίνητρο προς το Δικαστή, για να δημοσιεύσει την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων εντός 48 ωρών, την έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, αφού ο Δικαστής θα καταχωρεί απλώς το διατακτικό. Ενώ στην περίπτωση που θα ορίσει επόμενη ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης εντός μηνός, θα υποχρεούται απλώς σε συνοπτική αιτιολογία. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι μια τέτοια διάταξη είναι αντισυνταγματική (Σ 93 § 3) καθώς επιβάλλεται σε κάθε δικαστική απόφαση ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Το δυστυχές είναι ότι κατά την ΚΠολΔ 699 η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο πλην ειδικοτέρων διατάξεων. Έτσι μία αναιτιολόγητη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να προσβληθεί, δημιουργώντας στην πράξη τη δυνατότητα ακώλυτης εφαρμογής αυτής της νέας αντισυνταγματικής διάταξης. Μόνοι δρόμοι μένουν η αναίρεση υπέρ της ερμηνείας του Νόμου που ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου χωρίς να αναπτύσσει αποτελέσματα για τους διαδίκους (ΚΠολΔ 557), ή μία πραγματικά τυχαία συγκυρία κατά την οποία διάδικος μη κλητευθείς νόμιμα και απών κατά τη συζήτηση της αίτησης, ασκήσει αίτηση ανάκλησης της αναιτιολόγητης απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων κατά την ΚΠολΔ 693 § 1 και επ’ αυτού νομολογήσει και παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο. Πλην αυτών, επί της 48ωρης προθεσμίας δημοσίευσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, δημιουργείται έντονο πρόβλημα ως προς τη δικονομική δυνατότητα κατάθεσης σημειώματος των διαδίκων πχ. προς αξιολόγηση των αποδείξεων ή ως προς τον καθού η αίτηση προς προβολή ισχυρισμών, καθώς δεν μένει σχεδόν καθόλου χρόνος.
4. Λοιπές τροποποιήσεις
4.1. Ορίζεται η προκαταβολή παραβόλων για την παραδεκτή άσκηση ενδίκων μέσων και βοηθημάτων, 100 € για την αίτηση εξαίρεσης Δικαστή, 200 € για την έφεση, 300 € για την αναίρεση και 400 € για την αναψηλάφηση, τα οποία επιστρέφονται στον διάδικο εάν νικήσει εν όλω ή εν μέρει με διάταξη της απόφασης. Για τις έφεση, αναίρεση και αναψηλάφηση δεν προκαταβάλλονται αυτά τα παράβολα σε υποθέσεις εργατικών διαφορών κατά τις ΚΠολΔ 663 επ., διαδικασίας αμοιβών κατά τις ΚΠολΔ 677 επ. και διατροφών εντός ή εκτός γάμου και σχέσεων γονέων και τέκνων κατά τις ΚΠολΔ 681Β επ. (άρθρ. 6 § 3 & 12 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 53, 495). Σκοπός της διάταξης προβάλλεται η αποτροπή προδήλως αβασίμων ενδίκων μέσων (21). Προβλέφθηκε δε αυτά να περιληφθούν στο ευεργέτημα της πενίας (άρθρ. 6 §§ 8 & 9 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 194, 199). Επιπλέον ορίζεται ότι επί αίτησης εξαίρεσης Δικαστή, εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, αποφαίνεται επ’ αυτού το ίδιο Δικαστήριο στο οποίο υποβάλλεται στην ίδια συνεδρίαση.
4.2. Προβλέφθηκε η μη υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών έστω για διαφορές των ΚΠολΔ 663, 677, 681Α & 681Β (άρθρ. 21 Ν. 4055/2012 - άρθρ. 7 § 3 ΝΔ 1544/1942).
4.3. Προβλέφθηκε η υποχρεωτική προσαγωγή του ειδικού πληρεξουσίου του δικηγόρου επί αναιρέσεως κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου ενώπιον του Αρείου Πάγου, ενώ η σχετική πληρεξουσιότητα για αναίρεση κατά απόφασης επί εργατικών διαφορών προβλέφθηκε ότι μπορεί να χορηγηθεί με ιδιωτικό έγγραφο θεωρημένης της υπογραφής από ΚΕΠ ή άλλη αρμόδια δημόσια αρχή (άρθρ. 12 § 3 & 15 § 6 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 568, 665).
4.4. Προβλέφθηκαν επιπλέον δυνατότητες κατ’ ουσίαν εκδίκασης των υποθέσεων ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρ. 12 § 4 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 580).
4.5. Προβλέφθηκε ρητά η αποχή των δικηγόρων ως αναγκαστικός λόγος αναβολής της πολιτικής δίκης (άρθρ. 8 § 2 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 241).
4.6. Ορίζεται ρητά ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να στηρίζεται και σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η οποία εκδόθηκε κατόπιν ομολογίας ή αποδοχής της από τον οφειλέτη (άρθρ. 13 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 623).
4.7. Εισάγεται ρητά νέα τοπική δωσιδικία του τόπου του υποκαταστήματος μη φυσικού προσώπου έχοντος την ικανότητα διαδίκου (άρθρ. 6 § 6 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 25).
4.8. Επί εκδίκασης μικροδιαφορών η ερημοδικία ενός διαδίκου δεν επιφέρει αποτελέσματα ομολογίας, αλλά η υπόθεση εκδικάζεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρ. 12 § 1 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 469).
4.9. Η αποσφράγιση πραγμάτων, κατά την εκουσία δικαιοδοσία, διατάσσεται απ’ τον Ειρηνοδίκη ο οποίος ορίζει και γι’ αυτό Συμβολαιογράφο που θα την διενεργήσει (άρθρ. 17 § 27 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 832).
4.10. Τροποποιείται η διάταξη περί τόκου επιδικίας (2 Ν. 4055/2012 - ΑΚ 346).
4.11. Προβλέφθηκε ο θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης (άρθρ. 7 & 10 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 214Β & 293).
4.12. Προβλέφθηκε η ηλεκτρονική υποβολή των προτάσεων, η ηλεκτρονική έκδοση των αποφάσεων κι η δυνατότητα φωνοληψίας των πρακτικών ενώπιον όλων των πολιτικών Δικαστηρίων (άρθρ. 8 §§ 1 & 3 και 11 Ν. 4055/2012 - ΚΠολΔ 237, 256, 304). Η διάταξη αρχίζει να ισχύει από την 16/9/2012 (110 § 21 Ν. 4055/2012).
5. Αντί επιλόγου - Αίτηση δίκαιης ικανοποίησης λόγω υπέρβασης της έυλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης
Ως προς την πολιτική δίκη λοιπόν, οι τροποποιήσεις που επιφέρει ο Ν. 4055/2012 μάλλον δεν συνάδουν με τον τίτλο του, «Για τη δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής», καθώς σε πολύ λίγα σημεία συντελεί πράγματι στην επιτάχυνση ενώ παράλληλα δημιουργεί πολλά δυσεπίλυτα ή άλυτα πρακτικά κι ερμηνευτικά προβλήματα.
Κλείνοντας όμως θα ήθελα να εκφράσω μια απορία για ένα νέο ουσιαστικό δικαίωμα και δικονομική δυνατότητα που προσφέρει ο Ν. 4055/2012. Στο κεφάλαιο Δ’ του Ν. 4055/2012, άρθρα 53-60, προβλέπεται πλέον η δυνατότητα υποβολής αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζουν οι διατάξεις (αντίστοιχες αιτήσεις έως τώρα υποβάλλονταν και εν πολλοίς δικαιώνονταν ενώπιον του ΕΔΔΑ) (22). Να υπογραμμιστεί ότι η εν λόγω άιτηση αφορά μόνο στη διοικητική δίκη. Στη διάταξη του άρθρου 57 § 1 Ν. 4055/2012 ορίζονται ενδεικτικά οι παράγοντες που συνεκτιμώνται απ’ το Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του ζητήματος για το αν πράγματι υφίσταται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Ανάμεσα σε ορθά οριζόμενους παράγοντες (πχ. δυσκολία νομικών ζητημάτων, συμπεριφορά διαδίκων), ορίζεται επιπλέον ως στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και το «διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα» (περιπτ. δ - η πρώτη μορφή του Σ/Ν δεν περιείχε αυτόν τον όρο. Επί του όρου αυτού η Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου σιωπά). Και τι μπορεί να νοηθεί ως «διακύβευμα» εάν όχι πρωτίστως το αντικείμενο της κύριας διοικητικής δίκης, το οικονομικό δηλαδή. Έτσι το «διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα» δεν λαμβάνεται υπόψη απλώς για το ύψος της δίκαιης ικανοποίησης κατά την αρχή της αναλογικότητας, όπως θα ήταν λογικό κι επόμενο, αλλά για την ύπαρξη ή μη «υπέρβασης της εύλογης διάρκειας». Δηλαδή, κατά την παρούσα διατύπωση της διάταξης, εάν το αντικείμενο της διοικητικής δίκης είναι μικρό για τον αιτούντα δεν υφίσταται «υπέρβαση της εύλογης διάρκειας», ενώ εάν είναι μεγάλο υφίσταται; Τι σημαίνει αυτό; Μ’ αυτό τον τρόπο τα Δικαστήρια θα μπορούν να δικαιώνουν τους μεγάλους δανειστές του Δημοσίου, ενώ θα αποκλείουν από την αντίστοιχη δικαστική προστασία τους μικρούς, καθώς κριτήριο της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, απαραίτητης για την ευδοκίμηση της σχετικής αίτησης, αποτελεί και το «διακύβευμα». Έτσι οι «μικροί δανειστές» του Δημοσίου θα συνεχίσουν να απευθύνονται στο ΕΔΔΑ αιτούμενοι αποζημίωση για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας, με την πρόσθετη όμως υποχρέωση να έχουν ασκήσει την σχετική αίτηση και να περιμένουν την απόρριψή της, καθώς απαιτείται εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων για το παραδεκτό της προσφυγής στο ΕΔΔΑ (ΕΣΔΑ 35 § 1). Είναι εντελώς ασυνεπές και παράλογο το συμπέρασμα. Κυρίως όμως αντίκειται στη μη αναθεωρίσιμη συνταγματική αρχή της ισότητας (Σ 4).
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (1) Όλα τα σχετικά έγγραφα του Νόμου, πρακτικά συνεδριάσεων ολομέλειας και επιτροπών της Βουλής, εισηγητικές κι αιτιολογικές εκθέσεις, τροπολογίες κλπ βρίσκονται στο διαδικτυακή διεύθυνση της Βουλής των Ελλήνων, http://www.hellenicparliament.gr/ -------------------------------------------------------------------------------------------------- (2) Κατά τα τελευταία έτη, ο Νομοθέτης επιχείρησε να επιταχύνει την πολιτική δίκη μέσω τροποποιήσεων των διατάξεων της καθ’ ύλην αρμοδιότητας 4 φορές, με τους Ν. 3994/2011, ΥΑ 125804/2003, Ν. 2145/1993 και τον υπό κρίση παρόντα Ν. 4055/2012. Ενώ επιχείρησε την επιτάχυνση μέσω τροποποίησης της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων και πάλι 4 φορές, με τους Ν. 3994/2011, 3043/2002, 2915/2001 και τον υπό κρίση παρόντα Ν. 4055/2012. Έτσι το γεγονός ότι ο Νομοθέτης έκρινε τουλάχιστον 5 φορές τα τελευταια 11 χρόνια ότι χρήζει επιτάχυνσης η πολιτική δίκη, υποδεικνύει κι αποδεικνύει τη συνεχή κι αδιάκοπη παρουσία του προβλήματος καθώς και συνεκδοχικά και την αναποτελεσματικότητα των ίδιων και των αυτών μέτρων. Επί της ουσίας πραγματική ελάφρυνση στο ακόμη δυσκολότερο κι επιβαρυμένο έργο που αναμένεται να έχουν οι Ειρηνοδίκες, θα ήταν η κατ’ ουσίαν ανάληψη καθηκόντων των 80 επιτυχόντων που προβλέφθηκαν με το άρθρο 18 Ν. 3869/2010, αν και η εν λόγω αύξηση του αριθμού των Ειρηνοδικών τελεί σε συνάρτηση με την τότε επικείμενη αύξηση των πινακίων των Ειρηνοδικίων λόγω της εισαγωγής της νέας διαδικασίας των υπερχρεωμένων νοικοκυριών (βλ. και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3869/2010 στο οικείο άρθρο 18). ------------------------------------------------------------------------------------------------------ (3) Βλ. σχετικά αντί πολλών ΑΠ 750/2000, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 158/2010, ΠειρΝομ 2010, 205, ΕφΠατρ 81/2005, ΑχαΝομ 2006, 241. --------------------------------------------------------------------------------------------------------- (4) Βλ. ΑΠ 1339/2009, ΧρΙΔ 2010, 461. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (5) Βλ. και Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, αρθρ. 583, σελ. 1084 επ., ιδίως αρ. 9. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (6) Σημειωτέον δε ότι στο προγενέστερο δίκαιο, προ του Ν. 4055/2012, η κήρυξη της ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας πραγματοποιούταν απ’ το Μονομελές Πρωτοδικείο (παλαιά διατύπωση της ΚΠολΔ 740), ενώ το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής του μη συμμετέχοντος στη πρώτη δίκη κι έχοντος έννομο συμφέρον διαδίκου ασκούταν πάλι ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου (ΚΠολΔ 586). --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (7)Αν κοιτάξουμε τη νομολογία των πολιτικών Δικαστηρίων δεν θα μπορέσουμε να βρούμε εύκολα την εκδίκαση μιας ανακοπής της ΚΠολΔ 583 κατά της δημοσίευσης δημόσιας, μυστικής ή έκτακτης διαθήκης, αλλά θα βρούμε πλήθος αποφάσεων εκδίκασης τριτανακοπών κατά των αποφάσεων που κήρυξαν ιδιόγραφη διαθήκη ως κυρία. Κι αυτό το πλήθος τώρα θα μεταφερθεί στην εκδίκαση των σχετικών ανακοπών αντί τριτανακοπών, καθώς οι τελευταίες ασκούνται μόνο κατά αποφάσεων και όχι πράξεων. ---------------------------------------------------------------------------------------------- (8)Βλ. αρχικό κείμενο Σ/Ν και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στα οικεία άρθρα 3 & 6. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- (9)Βλ. ΜπρΑθ 5380/1994, Αρμ 1995, 1012 ---------------------------------------------------------------------------------------------------- (10) Βλ. ΕφΑθ 5878/2010, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑθ 5648/2008, Δνη 2010, 506. -------------------------------------------------------------------------------------------------------- (11)Βλ. ΑΠ 620/1999, Δνη 41, 73, ΕφΑθ 5878/2010, ΤΝΠ NOMOS. -------------------------------------------------------------------------------------- (12)Βλ. ΕφΑθ 2272/2007, Δνη 2008, 626. ----------------------------------------------------------------------------------------------- (13)Βλ. από πρόσφατες ΠΠρΣαμ 121/2009, ΤΝΠ NOMOS. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (14)Βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμηνείαΚΠολΔ Ι, άρθρο 293, σελ. 584 επ. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (15) Βλ. αντί πολλών ΜΠρωτΘεσ 26829/2010, ΤΝΠ NOMOS, και Ι. Κατρά, Σύστημα ασφαλιστικών μέτρων, 2010, σελ. 613 επ., 630 επ., 1004 επ. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (16) Βλ. ΜΠρΠειρ 1084/2011, ΔΕΕ 2011, 572. ---------------------------------------------------------------------------------------------------- (17)Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4055/2012, στο οικείο άρθρο 9, όπου επί λέξει: «ο πρόεδρος με την εκφώνηση των υποθέσεων κρατάει για συζήτηση μόνον εκείνες για τις οποίες υπάρχει ανάγκη εμμάρτυρης απόδειξης». Το οριζόμενο ρήμα «κρατάει» προκρίνει την παρούσα ερμηνεία. Όμως παραμένει διαφορετική η αποτύπωση στο γράμμα του Νόμου, δίδοντας κατ’ επίφαση διαφορετικές πιθανές ερμηνείες. ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ (18) Βλ. χαρακτηριστικά ΕφΑθ 639/2008, Δνη 2009/820, όπου επί της προγενέστερης ΚΠολΔ 672Α, η οποία όριζε 15μερη προθεσμία δημοσίευσης της απόφασης, απέρριψε αίτημα σχετικής ακυρότητας χαρακτηρίζοντας τη διάταξη «ευχή». ------------------------------------------------------------------------------------------- (19)ΤΝΠ NOMOS. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- (20) Βλ. και ΑΠ 1150/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ, και Ι. Κατρά, Σύστημα ασφαλιστικών μέτρων, 2010, σελ. 150 επ --------------------------------------------------------------------------------------------------------- (21)Βλ. σχετικά και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4055/2012 στο οικείο άρθρο 12. ------------------------------------------------------------------------------------------------------ (22) Βλ. αντί πολλών 5/4/2011 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 6130/2009), ΤΝΠ ΝΟΜΟS, και Ετήσια Έκθεση ΕΔΔΑ 2008 (σελ. 138), δημοσιευμένη και στο site του ΕΔΔΑ, κατά την οποία για το διάστημα 1/11/1998 έως 31/12/2008 η Ελλάδα καταδικάστηκε 272 φορές για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου της δίκης, τρίτη μετά την Ιταλία και την Πολωνία. Οι εν λόγω καταδίκες αφορούν στην καθυστέρηση όλων των ειδών των υποθέσεων, πολιτικών, ποινικών, διοικητικών. ---------------------------------------------------------------------------------------------------------------- (23) Η εξάντληση των ενδίκων μέσων του ΕΣΔΑ 35 § 1 αναφέρεται πρωτίστως σε εσωτερικά ένδικα μέσα με αντικείμενο την ίδια την προσβολή του δικαιώματος της ΕΣΔΑ, βλ. 24/9/2009 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 24598/06), Αρμ 2011, 853, όπου επί λέξει: «…οποιοσδήποτε προσφεύγων πρέπει να έχει δώσει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα που το άρθρο 35 §1 έχει σκοπό να παρέξει καταρχήν στα συμβαλλόμενα κράτη: την αποφυγή ή την επανόρθωση των επικαλουμένων παραβιάσεων εναντίον του (Cardot κατά Γαλλίας, 19 Μαρτίου 1991, § 36, serie A no. 200). Ο κανόνας αυτός θεμελιώνεται πάνω στην υπόθεση ότι η εθνική έννομη τάξη προσφέρει ένα αποτελεσματικό ένδικο μέσο ως προς την επικαλούμενη παραβίαση (βλέπε, για παράδειγμα, Selmouni κατά Γαλλίας, [GC], αριθμ. 25803/94, §74 CEDH 1999-V).» Βλ. ακόμη αντί πολλών 18/10/2011 ΕΔΔΑ (αρ. προσφ. 6667/2009), ΤΝΠ ΝΟΜΟS. --------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Οι αλλαγές που επιφέρει στην Πολιτική Δίκη ο Ν.4055/2012 με τίτλο "Δίκαιη Δίκη και Εύλογη Διάρκεια αυτής" Μελέτη του Ιωάννη Γρύλλη, δικηγόρου Αθηνών, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου