Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Επαγγελματίες αθλητές. Αξιώσεις ποδοσφαιριστή με σύμβαση .

https://docs.google.com/file/d/0BwUnM0UiSQf0TUR2NkdneEkxTVk/edit

64/2004 ΕΠΟ (391341)
(ΔΕΕ 2005/216) 64/2004 ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΟΙΚΟΝ. ΔΙΑΦ. ΤΗΣ ΕΠΟ Επαγγελματίες..

αθλητές. Αξιώσεις ποδοσφαιριστή με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για αμοιβές. Συμφωνία για παροχή πριμς νικών και...
ισοπαλιών ανάλογα με το αποτέλεσμα. Δυνητική και όχι υποχρεωτική παροχή από την ΠΑΕ. Είναι έγκυρη η ρήτρα διαιτησίας από την Επιτροπή Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ. Οι σχετικές αποφάσεις παράγουν δεδικασμένο και έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Τοκοφορία των επιδικασθέντων ποσών. Δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη διότι δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου και δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου. Αντίθετη μειοψηφία. Διαδικασία για τη συζήτηση και παράβολα. Με σημείωση Αντώνιου Ταμπάκη στο ΔΕΕ.
  


Πρόεδρος Δ. Mουστάκας Eισηγητής Κ. Kατσιλιέρης Δικηγόροι Γ. Παναγόπουλος, Α. Λίβας

Η από 8-9-2004 έφεση του προσφεύγοντος ποδοσφαιριστή κατά της υπ` αριθμ. 734/2004 αποφάσεως της Πρωτοβάθμιας ΕΕΟΔΕΠ/ΕΠΑΕ ασκήθηκε κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως εφόσον σε σχέση με το εμπρόθεσμο δεν προκύπτει κοινοποίηση της εκκαλουμένης (άρθρο 95 παρ. 5 Ν. 2725/1999), ούτε πάροδος της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεως ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτής. Πρέπει, επομένως, μετά την καταβολή του από την ΕΠΟ καθορισμένου παραβόλου έφεσης, σύμφωνα με το με αριθμό ..../ 2004 γραμμάτιο είσπραξης της ΕΠΟ, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε μερικά δεκτή η από 19-7-2004 προσφυγή του εκκαλούντος ποδοσφαιριστή, με την οποία αυτός ζητούσε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη ΠΑΕ να του καταβάλει για ληξιπρόθεσμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές μηνών Απριλίου-Μαϊου-Ιουνίου 2004 και επίδομα αδείας 2004, συνολικό ποσό 2.310 ευρώ, για υπόλοιπο μιας ληξιπρόθεσμης δόσης βάσει από 31-7-2003 επαγγελματικού συμβολαίου το ποσόν των 5.000 ευρώ και για πριμς νικών και ισοπαλιών της ποδοσφαιρικής ομάδας της εφεσίβλητης κατά το πρωτάθλημα περιόδου 2003-2004 ποσό 3.815,11 ευρώ και συνολικά κατ` αθροιση το ποσόν των 11.125,11 ευρώ, νομιμότοκα από την δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της προσφυγής μέχρι τηv ολοσχερή εξόφληση και επιδικάσθηκε στον εκκαλούντα το συνολικό ποσόν των 7.310 ευρώ, χωρίς να επιδικαστούν τόκοι. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με τους λόγους της εφέσεώς του, ζητώντας την επιδίκαση ολοκλήρου του αιτηθέντος ποσού και τόκων του αιτουμένου κεφαλαίου, καθώς και την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης τριακοσίων (300) ευρώ.

Απ` όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση και από τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων, [....], αποδεικνύονται τα εξής: Με το 31.7.2003 συμβόλαιο παροχής αθλητικών υπηρεσιών που νόμιμα κατατέθηκε και επικυρώθηκε από την ΕΠΑΕ την 1.8.2003, η εφεσίβλητη ΠΑΕ συμβλήθηκε με τον εκκαλούντα με σκοπό αυτός ως ποδοσφαιριστής να προσφέρει σ` αυτήν τις αθλητικές του υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από 31.7.2003 έως 30.6.2004 αντί μηνιαίου μισθού 660 ευρώ και με τους λοιπούς αναφερόμενους σ` αυτό όρους, μεταξύ των οποίων και πριμ υπογραφής συμβολαίου συνολικού ποσού 52.139,40 ευρώ, που θα καταβαλλόταν σε τρεις (3) δόσεις των 17.379,80 ευρώ εκάστη, που ήταν καταβλητέες αντίστοιχα την 30.11.2003, 31.1.2004 και 30.3.2004. Συνεπεία μη καταβολής από την ΠΑΕ ολόκληρης της δόσης της 30.3.2004, για την οποία καταβλήθηκε ποσό 12.379,80 ευρώ και απέμεινε υπόλοιπο 5.000 ευρώ, καθώς και της μη καταβολής των τακτικών μηνιαίων αποδοχών των μηνών Απριλίου, Μαιου και Ιουνίου 2004 ποσού 1.980 ευρώ, ασκήθηκε από τον εκκαλούντα ποδοσφαιριστή η από 19.7.2004 και υπ` αριθμ. πρωτ. ΕΠΑΕ .../19.7.2004 προσφυγή-αίτησή του, με την οποία αυτός ζητούσε να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη ΠΑΕ να του καταβάλει το συνολικό ποσόν των 11.125,11 ευρώ. Με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε μερικά δεκτή η ανωτέρω προσφυγή και επιδικάσθηκε σ` αυτόν το συνολικό ποσό των 7.310 ευρώ.

Η Πρωτοβάθμια Επιτροπή ορθώς δεν επιδίκασε το κονδύλιο ύψους 3.815,11 ευρώ για πριμς περιόδου 2003-2004 των νικηφόρων αγώνων της ποδοσφαιρικής ομάδας της εφεσίβλητης με της ποδοσφαιρικές ομάδες του Π., της Π., του Ι. και του Η. και των ισοπάλων αγώνων με Π., Κ., Π.,Α. και Π., δεδομένου ότι στον εσωτερικό κανονισμό της εφεσίβλητης ΠΑΕ υπάρχει ρητός συμβατικός όρος που τον αποδέχθηκαν, όπως συνομολογείται, όλοι οι ποδοσφαιριστές αυτής, ότι τα πριμς νικών και ισοπαλιών θα καταβληθούν μόνο στην περίπτωση που η ποδοσφαιρική ομάδα της εφεσίβλητης εξασφαλίσει την παραμονή της στην Α` Εθνική Κατηγορία κάτι το οποίο, όπως συνομολογείται, δεν συνέβη. Εξάλλου, η παροχή των ανωτέρω πριμς νικών και ισοπαλιών προς τους ποδοσφαιριστές είναι δυνητική για τις ΠΑΕ και όχι υποχρεωτική, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών και μπορεί έγκυρα να εξαρτηθεί από την επίτευξη αγωνιστικού- αθλητικού στόχου, όπως είναι η παραμονή της ομάδας στην Α` Εθνική Κατηγορία ή η κατάληψη κάποιας συγκεκριμένης θέσης στον βαθμολογικό πίνακα. Επομένως, το συνολικό ποσό που πρέπει να επιδικασθεί στον εκκαλούντα ανέρχεται σε 7.310 ευρώ, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη, η οποία όμως έσφαλε, μη επιδικάζοντας τόκους του κεφαλαίου, παρά την ύπαρξη σαφούς αιτήματος ως προς τούτο στην προσφυγή και θα πρέπει ο σχετικός λόγος εφέσεως να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Συνεπώς, πρέπει κατά παραδοχή της κρινομένης έφεσης ως βάσιμης, να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση και δικαζομένης της ένδικης προσφυγής κατ`ουσία να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη ΠΑΕ να καταβάλει στον εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 7.310 ευρώ με το νόμιμο τόκο ως εξής; [....].

Ως προς το ζήτημα της επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης και εξόδων στον εκκαλούντα, η επικρατήσασα άποψη της παρούσας Επιτροπής έχει ως εξής: Το άρθρο 95 του Ν 2725/1999 πριν την τροποποίησή του όριζε στην παρ. 9 αυτού "Επιτρέπονται προσφυγές στα πολιτικά δικαστήρια, όσον αφορά οικονομικές διαφορές μεταξύ επαγγελματιών αθλητών ή αθλητών με αμοιβή ή προπονητών και ΑΑΕ ή σωματείων που διατηρούν ΤΑΑ, μόνο μετά την περαίωση των διαδικασιών ενώπιον των παραπάνω επιτροπών. Αγωγή που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πριν από την εξάντληση της παραπάνω διαδικασίας απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Mε το άρθρο 51 του Ν 3057/2002 τροποποιήθηκε το ανωτέρω άρθρο 95 του Ν 2725/1999 και έχει πλέον ως εξής: "1. Οι οικονομικές διαφορές που προκύπτουν από τις συμβάσεις μεταξύ αθλητών ή προπονητών και ΑΑΕ ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν ΤΑΑ, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά με ρητό όρο της σχετικής σύμβασης, επιλύονται διαιτητικά από τις επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών. 2. Οι επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών του παρόντος άρθρου είναι όργανα μόνιμης διαρκούς διαιτησίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό που συνιστώνται και διέπονται από τα προβλεπόμενα στον κανονισμό του άρθρου 87 του παρόντος. Οι επιτροπές αυτές συγκροτούνται σε πρώτο βαθμό στις επαγγελματικές ενώσεις ή στις ολομέλειες τμημάτων αμειβομένων αθλητών του οικείου κλάδου άθλησης, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους με διετή θητεία και με κύρια αρμοδιότητα την επίλυση των προεχόντως αθλητικών διαφορών που προκύπτουν από τα συμβόλαια μεταξύ αθλητών ή προπονητών και ΑΑΕ ή αθλητικών σωματείων που διατηρούν ΤΑΑ, όπως τη διακοπή ή λύση του συμβολαίου. Oταν δεν λειτουργεί ολομέλεια ΤΑΑ ή αυτή αδυνατεί να τη συγκροτήσει μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη του πρωταθλήματος, η αντίστοιχη επιτροπή συγκροτείται σε κάθε περίπτωση χωρίς άλλη καθυστέρηση στην ομοσπονδία του αθλήματος. Οι δευτεροβάθμιες επιτροπές επίλυσης οικονομικών διαφορών συγκροτούνται στις ομοσπονδίες του οικείου κλάδου άθλησης, με διετή θητεία, με απόφαση του διοικητικού τους συμβουλίου, και έχουν ως έργο τη σε δεύτερο βαθμό κρίση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών του οικείου κλάδου άθλησης ...6. Οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών, καθώς και αυτές των πρωτοβάθμιων επιτροπών μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης στην παρ. 5 του παρόντος προθεσμίας, αποτελούν δεδικασμένο και είναι τίτλοι εκτελεστοί κατά την έννοια του άρθρου 904 παρ. 2 περ. β του ΚΠολΔ ...9. Στα μέλη των πιο πάνω επιτροπών, στους αναπληρωτές τους, καθώς και στους γραμματείς καταβάλλεται ειδική μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το ΔΣ της οικείας επαγγελματικής ένωσης ή της ολομέλειας των ΤΑΑ, ή άλλως, της οικείας ομοσπονδίας για την πρωτοβάθμια επιτροπή και της οικείας ομοσπονδίας για τη δευτεροβάθμια επιτροπή, τον προϋπολογισμό των οποίων βαρύνει αντίστοιχα η σχετική δαπάνη". Οι ανωτέρω κανονιστικές διατάξεις έχουν θεσπισθεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος, κατά το οποίο ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία του κράτους, το οποίο επιχορηγεί και ελέγχει τα αθλητικά σωματεία.

Ο xαρακτήρας της σύμβασης των αμειβομένων ποδοσφαιριστών της εξαρτημένης εργασίας δεν εμποδίζει τον νομοθέτη να υπαγάγει σε διαιτησία τις διαφορές, που προκύπτουν από τη σύμβαση αυτή, αφού η διάταξη του άρθρου 867 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι δεν είναι δεκτικές διαιτησίας οι εργατικές διαφορές του άρθρου 663 του ίδιου Κώδικα, δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ και επομένως με νεότερο νόμο μπορεί να θεσπισθεί αντίθετη ρύθμιση (ΕφΑθ 602/1995 ΔΕΝ 52,26). Στη συγκεκριμένη διαδικασία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 867 επ. ΚΠολΔ και των θεσπιζομένων κανονισμών των οικείων αθλητικών ομοσπονδιών κατ άρθρο 87 του Ν 2725/1999. Σύμφωνα με τα άρθρα 1,2,26 παρ. 1 και 58 του δικονομικού κανονισμού λειτουργίας επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών της ΕΠΟ, που έχει τεθεί σε ισχύ από 1.1.2002, ως οικονομικές διαφορές για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού νοούνται οι παντός είδους οικονομικές διαφορές όπως αυτές ορίζονται στην αθλητική νομοθεσία και οι οποίες ανακύπτουν μεταξύ των σωματείων ή ΠΑΕ, που αγωνίζονται σε πρωταθλήματα αρμοδιότητας ΕΠΟ, ΕΠΑΕ με τους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές τους. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών, στην Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών μεταξύ ΕΠΣ -Σωματείων Δ Εθνικής και προπονητών αυτών (ΕΚΕΔ) στην Επιτροπή Αποτίμησης Ποδοσφαιριστών και στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής γίνονται στα γραφεία της ΕΠΟ ή της ΕΠΑΕ και είναι δημόσιες. Τα διάδικα μέρη μπορούν να παρίστανται κατά τις συνεδριάσεις οι ίδιοι ή με αντοπρόσωπο είτε μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου. Για την άσκηση προσφυγής ή έφεσης, απαιτείται μέχρι την έναρξη της συζήτησης, η κατάθεση παραβόλου που το ύψος του ορίζεται από την αντίστοιχη ένωση. Αντίστοιχο παράβολο απαιτείται και για την άσκηση ανταίτησης, παρέμβασης, τριτανακοπής και αντέφεσης. Η μη κατάθεση του παραβόλου συνεπάγεται την απόρριψη των ανωτέρω σαν απαραδέκτων. Σε προσφυγή, έφεση, παρέμβαση, τριτανακοπή και αντέφεση που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη επειδή δεν προσκομίστηκε το αντίστοιχο παράβολο, δεν επιτρέπεται η εκ νέου εισαγωγή τους προς συζήτηση. Με την απόφαση της Επιτροπής επιστρέφεται το παράβολο στον διάδικο που νίκησε, άλλως καταπίπτει υπέρ της ΕΠΟ.

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτουν οι παραπάνω διαφορές ως προς την διαδικασία ενώπιον της παρούσας και της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής σε σχέση με την διαδικασία ενώπιον του ΑΣΕΑΔ καί του Πρωτοβαθμίου Δικαιοδοτικού Οργάνου και της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, κατά τα άρθρα 126 και 127β του Ν 2725/1999 όπως τέθηκαν και ισχύουν με τα άρθρα 46 και 49 του Ν 3057/2002. Ειδικότερα: α) Για την κατάθεση προσφυγής ενώπιον του ΑΣΕΑΔ και του ΠΔΟ απαιτείται δικόγραφο που πρέπει να υπογράφεται από πληρεξούσιο δικηγόρο, κάτι που δεν είναι απαραίτητο στις Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών, β) για την παράσταση ενώπιον του AΣEΑΔ του ΠΔΟ και της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, απαιτείται πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος καταβάλλει ένσημα παράστασης και γραμμάτιο προείσπραξης, που καθορίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, κάτι που δεν απαιτείται στις Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών.

Σύμφωνα με το άρθρο 882 παρ. 5 ΚΠολΔ, η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα κατ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 176 έως 180, 138 έως 185 και 188 ΚΠολΔ. Ως έξοδα στη συγκεκριμένη περίπτωση, νοούνται τα έξοδα των διαιτητών και αφορούν τις δαπάνες στις οποίες πράγματι αυτοί υποβλήθηκαν, το ύψος των οποίων δεν είναι γνωστό πριν από την πραγματοποίησή τους (Β. Βαθρακοκοίλη, "Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας", άρθρο 882, σελ. 768-770). Τούτο, άλλωστε, προκύπτει και από την αρχική διατύπωση του άρθρου 882 ΚΠολΔ (άρθρο 943 ΑΝ 44/1967 και άρθρο 61 παρ. 1 ΝΔ 958/1971), που ανέφερε κατά λέξη ότι: "Οι διαιτηταί και ο επιδιαιτητής δικαιούνται εις αμοιβήν και εις την πληρωμήν των εξόδων των. Η αμοιβή εάν δεν ωρισθή άλλως διά της συμφωνίας περί διαιτησίας ορίζεται εν τη διαιτητική αποφάσει. Επί τη προσφυγή των ενδιαφερομένων καθορίζεται υπό του δικαστηρίου κατά την κρίσιν του και κατά την διαδικασίαν των άρθρων 677 επόμενα". Στις Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών, η αμοιβή των διαιτητών και του γραμματέα και τα έξοδα των διαιτητών καταβάλλονται διά μηνιαίας αποζημιώσεως από την ΕΠΟ και δεν επιβαρύνουν σε καμία περίπτωση τα καταφεύγοντα σε αυτές μέρη. Επιπλέον το κατά τον ΝΓλOH /1912 "περί δικαστικών ενσήμων" τέλος δικαστικού ενσήμου επιβάλλεται επί αγωγών εγειρομένων ενώπιον τακτικών δικαστηρίων, όχι δε και όταν η εκδίκαση της διαφοράς γίνεται από διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελεί δικαστική αρχή αλλά αντλεί στην εξουσία του από τη διατυπωθείσα στη συμφωνία περί διαιτησίας θέληση των διαδίκων μερών (ΕφΑθ 7313/1987 Δνη 30,771) και συνεπώς δικαστικό ένσημο δεν επιβάλλεται για εκδίκαση διαφορών ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου.

Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι για την παράσταση ενώπιον της παρούσας Διαιτητικής Επιτροπής, δεν μπορεί να επιβληθεί δικαστική δαπάνη σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου, δεδομένου ότι δεν καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου ή άλλου δικαστικού πληρεξουσίου, τα δικόγραφα και εν γένει τα έγγραφα δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, ούτε απαιτείται να σημανθούν με ένσημα παράστασης δικηγόρου, το δε παράβολο σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποδοχής της προσφυγής ή της έφεσης, πρέπει υποχρεωτικά να επιστρέφεται στον καταθέτη τόσο στον πρώτο όσο και στο δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 58 παρ. 4 του Δικονομικού Κανονισμού της ΕΠΟ, που εφαρμόζεται και ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΑΕ. Επομένως, πέραν της επιστροφής του παραβόλου στον καταθέτη, από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει υποχρέωση επιβολής επιπλέον δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου. Κατά τη γνώμη όμως του μέλους της Επιτροπής Κ.Τ. α) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 2 του Ν 2725/1999, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του Ν 3057/2002, οι Επιτροπές Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών είναι όργανα μόνιμης διαρκούς διαιτησίας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, β) στο Δικονομικό Κανονισμό Λειτουργίας Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών της ΕΠΟ ορίζεται ότι και στη διαδικασία επίλυσης αυτών των διαφορών εφαρμόζονται και οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του Κανονισμού αυτού (άρθρο 71 αυτού), οι διατάξεις του Κανονισμού αυτού έχουν εφαρμογή και στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών (άρθρο 2 αυτού) και ότι για την άσκηση προσφυγής ή έφεσης απαιτείται με ποινή απαραδέκτου αυτής η κατάθεση παραβόλου, το ύψοςτου οποίου ορίζεται από την αντίστοιχη Ενωση και με την απόφαση της Επιτροπής επιστρέφεται το παράβολο στο διάδικο που νίκησε, διαφορετικά καταπίπτει υπέρ της ΕΠΟ (όταν πρόκειται για παράβολο προσφυγής), σύμφωνα με την ορθή ερμηνευτική έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, αφού η σχετική διάταξη αναφέρεται τόσο στην άσκηση της έφεσης όσο και της προσφυγής και η μεν πρώτη εκδικάζεται από Επιτροπή που λειτουργεί στα πλαίσια της οικείας Ενωσης και μόνο η δεύτερη στην Επιτροπή που λειτουργεί στα πλαίσια της ΕΠΟ, γ) από τις διατάξεις του ΚΠολΔ προβλέπεται ότι με τη διαιτητική απόφαση γίνεται ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων ως διαιτησίας (άρθρο 882 παρ. 3), η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα κατ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 176 έως 180, 183 έως 185 και 188 ΚΠολΔ (άρθρο 882 παρ. 5 ΚΠολΔ) και κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να προσφύγει και να ζητήσει τον καθορισμό του ύψους της αμοιβής των διαιτητών και των εξόδων, αν αυτά δεν έχουν ορισθεί με τη διαιτητική απόφαση (παρ. 6 του ίδιου πιο πάνω άρθρου) και ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται στην πληρωμή των εξόδων (άρθρο 176 ΚΠολΔ), δ) τέλος στη διάταξη ως παρ. 9 του άρθρου 95 του Ν 2725/1999 (όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του Ν 3057/2002), ορίζεται ότι στα μέλη των παραπάνω Επιτροπών, στους αναπληρωτές τους καθώς και στους γραμματείς καταβάλλεται ειδική μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το ΔΣ της οικείας επαγγελματικής ένωσης για την Πρωτοβάθμια Επιτροπή και της οικείας ομοσπονδίας για τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή, τον προϋπολογισμό των οποίων βαρύνει αντίστοιχα η σχετική δαπάνη.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι με τις σχετικές αποφάσεις που εκδίδουν οι εν λόγω Επιτροπές Διαιωσίας αποκλείεται μεν ο καθορισμός ως αμοιβής των μελών των Διαιωτικών αυτών Επιτροπών, όχι όμως και η επιβάρυνση του διαδίκου μέρους με τα έξοδα, τα οποία ο ενδιαφερόμενος ενήργησε στα πλαίσια κίνησης και διεξαγωγής της σχετικής διαδικασίας, εφόσον αυτά ήσαν απαραίτητα για την διεξαγωγή της διαιτητικής δίκης, αυτός δεν ήταν υπαίτιος αυτής και το ένδικο μέσο που άσκησε (προσφυγή ή έφεση) ήταν δικαιολογημένο και έγινε δεκτό. Μεταξύ των εξόδων αυτών περιλαμβάνεται και η απόδοση του ποσού του παραβόλου που αυτός κατέθεσε για το παραδεκτό της προσφυγής του, στην επιστροφή του οποίου έχουν υποχρέωση να διατάξουν οι αντίστοιχες Επιτροπές, όταν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση παραλείπουν την ορθή εφαρμογή του νόμου, κατά παραβίαση ως παραπάνω διάταξης του άρθρου 58 Δικ. Κανονισμού Λειτουργίας Επιτροπών Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ Ολ 647/2004 ΝοΒ 52/1306).

Ενόψει αυτών στην προκειμένη υπόθεση ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών ποδοσφαιριστής παραπονείται για την μη απόδοση του παραβόλου που αυτός κατέθεσε στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή και ζήτησε την καταδίκη της αντιδίκου ΠΑΕ στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημα της προσφυγής και να καταδικασθεί η καθ` ης στην πληρωμή του ποσού του αντίστοιχου παραβόλου, καθόσον κατ`ορθή εκτίμηση του δικογράφου της προσφυγής στην έννοια του αιτήματος καταδίκης στη δικαστική δαπάνη περιλαμβάνονται και τα έξοδα (ποσού 200,00 ευρώ), τα οποία ο προσφεύγων πραγματοποίησε με τη μορφή του κατατεθέντος και μη αποδοθέντος παραβόλου και όχι άλλα έξοδα (αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου κλπ.), η ενέργεια των οποίων δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, πρέπει να επαναδιατηπωθεί για το ενιαίο της εκτελέσεως το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως και να επιστραφεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο έφεσης. Δεν ορίζεται αμοιβή των μελών της συνθέσεως της επιτροπής της παρούσης διαιτητικής αποφάσεως, δεδομένου ότι στα μέλη και τη γραμματέα αυτής καταβάλλεται ειδική μηνιαία αποζημίωση από την ΕΠΟ, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 9 του Ν 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 παρ. 9 του Ν 3057/2002.

(Δέχεται την έφεση και εν μέρει την προσφυγή.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: