392/2008 ΕΙΡ ΠΑΤΡ ( 471272)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αμειβόμενοι ποδοσφαιριστές και συμβάσεις αυτών με τις ΠΑΕ. Συμφωνία για
παροχή αθλητικών υπηρεσιών από τον...
ποδοσφαιριστή έναντι μισθού. Ανατοκισμός
και αίτημα της σχετικής αγωγής. Η εξόφληση διακόπτει τον ανατοκισμό, όπως
διακόπτει την παραγωγή τόκων γενικά η εξόφληση του κεφαλαίου. Ο υπολογισμός
των τόκων επί τόκων είναι αδύνατος εκ των προτέρων αφού είναι άγνωστος ο
χρόνος κατά τον οποίο θα εξοφληθούν οι καθυστερούμενοι τόκοι και θα διακοπεί
ο ανατοκισμός. Νόμιμη η ένδικη αγωγή ως προς το αίτημα επιδίκασης τόκων επί
των τόκων υπερημερίας από την επίδοση αυτής μέχρι την εξόφληση του τοκοφόρου
ποσού. Μη νόμιμο το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω
αδικοπραξίας από την αθέτηση των συμβατικών ενοχικών υποχρεώσεων της
εναγομένης, αφού τέτοια αθέτηση δεν αρκεί για να θεμελιώσει αδικοπραξία. Μη
νόμιμο και το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής
της προσωπικότητας του ενάγοντα, αφού η μη καταβολή από την εναγομένη των
οφειλομένων αποδοχών δεν συνεπάγεται προσβολή της προσωπικότητας. Συμφωνία
των διαδίκων περί καταβολής, πέραν του μισθού, και ποσού ως πριμ υπογραφής
συμβολαίου, καταβλητέου σε δόσεις. Ο ενάγων συνδέθηκε με την εναγομένη με
σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών. Οσον αφορά το
ανωτέρω πριμ, η σχετική συμφωνία δεν συνιστά σύμβαση παροχής αθλητικών
υπηρεσιών λόγω μη τήρησης της σχετικής διαδικασίας και ορθά η σχετική
διαφορά απορρίφθηκε από την ΕΕΟΔΕΠ. Ομως η διαφορά αυτή ως ιδιωτική από
σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάγεται στα πολιτικά δικαστήρια. Ο ανατοκισμός
είναι επιτρεπτός αν έχει συμπληρωθεί από την υπερημερία μέχρι την άσκηση της
αγωγής ετήσια τουλάχιστον χρήση της κάθε δόσης και υπάρχουν δεδουλευμένοι
τόκοι ενός τουλάχιστον έτους. Μερικά δεκτή η αγωγή.
Αριθμός 392/2008
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αποτελούμενο από το Δικαστή Γρηγόριο Κομπολίτη Ειρηνοδίκη, και τη Γραμματέα Ευγενία Χρυσανθακοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2008, ημέρα Τρίτη και ώρα 9 π.μ. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: ................ , κατοίκου Σόφιας Βουλγαρίας, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Ρήγα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ποδοσφαιρικής Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «.........................., που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Παπαναγιώτου.
Ο ενάγων με την υπό ημερομηνία 13-6-07 αγωγή του που απηύθυνε στο Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε με την υπ` αριθ. 713/2007 πράξη της Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Πατρών δικάσιμος η 6-11- 2007 και μετά από αναβολή εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ότι με την από 10-1-05 σύμβαση συμφώνησε με την εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία να παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες ως αμειβόμενος ποδοσφαιριστής από 1-1-05 μέχρι 30-6-06 αντί μισθού 703 ευρώ. Επίσης ισχυρίζεται ότι για το τίμημα της μετακίνησής του, ποσού 28.700 ευρώ, υπογράφηκαν στις 30-12-05 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, με το πρώτο από τα οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει μέχρι 31-5-05 το ποσό των 9.800 ευρώ, σε τρεις δόσεις των 3.000, 3.400 και 3.400 ευρώ κάθε μία, έναντι του οποίου του προκατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ. Τέλος ισχυρίζεται ότι μετά από καταγγελία-προσφυγή του στην αρμόδια ΕΕΟΔΕΠ λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση και του επιδικάστηκε το ποσό των 3.572 ευρώ για τις δεδουλευμένες αποχές του, πλην όμως η εναγόμενη δεν του κατέβαλε και συνεχίζει να του οφείλει υπόλοιπο ποσού 8.800 ευρώ από το τίμημα της μεταγραφής του που συμφωνήθηκε με το πρώτο από τα δύο πρόσθετα συμφωνητικά.
Μετά απ` αυτά ζητά να υποχρεωθεί με απόφαση προσωρινά εκτελεστή η εναγόμενη να του καταβάλει κατά κύριο μεν λόγο με βάση τη σύμβαση και επικουρικά κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό: α) το ποσό των 8.800 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη λήξη κάθε δόσης για το επί μέρους ποσό της, β) τα ποσά των 341, 508 και 451 ευρώ για τόκους επί του ποσού των τόκων υπερημερίας και γ) το ποσό των 1.500 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθική του βλάβης που υπέστη λόγω της αθέτησης των συμβατικών της ενοχικών υποχρεώσεων που συνιστά αδικοπραξία, αλλά και λόγω της προσβολής της προσωπικότητά του συνεπεία της μη καταβολής των αποδοχών του, τα δυο δε τελευταία κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη.
Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται στο αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρ. 14 παρ. 1 περ. α΄ και 25 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 648,649,653,655, 296,341,345,346 ΑΚ.
Oσον αφορά τα ζητούμενα πιο πάνω ποσά για τόκους επί των τόκων υπερημερίας, αίτημα της περί ανατοκισμού αγωγής δεν είναι η κεφαλαιοποίηση των οφειλομένων και καθυστερούμενων, τουλάχιστον ενός έτους, τόκων, ώστε του λοιπού να εισπράξουν και αυτοί τόκο, αλλά η καταψήφιση του εναγομένου στην πληρωμή των καθυστερούμενων τόκων, εντόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, η οποία (εξόφληση) διακόπτει τον ανατοκισμό, όπως διακόπτει την παραγωγή τόκων γενικά η εξόφληση του κεφαλαίου (ΑΠ 738/2002, ΑΠ 243/2002, ΤΝΠ- Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ζητούνται από την ημερομηνία τοκοφορίας κάθε επί μέρους δόσης συγκεκριμένα ποσά τόκων (341, 508 και 451 ευρώ αντίστοιχα) υπολογιζόμενα με ενιαίο επιτόκιο 10%. Τα ποσά όμως αυτά και ανεξάρτητα από την ορθότητα του υπολογισμού τους, αποτελούν τόκους υπερημερίας, για τους οποίους υποβάλλεται ήδη αίτημα στην αγωγή και όχι τόκους επί των τόκων, ο υπολογισμός των οποίων είναι αδύνατος εκ των προτέρων αφού είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο θα εξοφληθούν οι καθυστερούμενοι τόκοι και θα διακοπεί ο ανατοκισμός.
Ενόψει αυτών και εφόσον στο αίτημα επιδίκασης ορισμένου ποσού τόκων περιλαμβάνεται η επιδίκαση του μικρότερου τυχόν ποσού, στην προκειμένη δε περίπτωση μέχρι τη συζήτηση της αγωγής το ποσό των τόκων επί των τόκων είναι μικρότερο των πιο πάνω ζητούμενων (συνολικά οι τόκοι υπερημερία ανέρχονται σε 2.088,37 ευρώ οι δε επ` αυτών δικονομικοί τόκοι σε 217 ευρώ) η αγωγή είναι νόμιμη ως προς το αίτημα της επιδίκασης τόκων επί των τόκων υπερημερίας από την επίδοσή της μέχρι την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού.
Παραπέρα το αίτημα της αγωγής περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας της εναγόμενης από την αθέτηση των συμβατικών ενοχικών υποχρεώσεών της είναι μη νόμιμο, καθόσον η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων, δεν μπορεί από μόνη της να θεμελιώσει αδικοπραξία, αφού δεν μπορεί να έχει συνέπειες ανεξάρτητες της συμβατικής σχέσης της οποίας αποτελούν ενδεχόμενο επακόλουθο (βλ. ΑΠ Ολ.707/79 ΝοΒ 28-37, ΕΑ 2896/77 ΝοΒ 26-223, ΕΑ 7206/93 Δνη 36-1260, Εφ.Δωδ. 120/91 Δνη 36-398). Εφόσον επομένως από τη συμπεριφορά της εναγόμενης δεν πληρούται το πραγματικό αδικοπραξίας αυτής σε βάρος του ενάγοντα κατά την έννοια του αρθ. 914 ΑΚ, δε νοείται ηθική του βλάβη και παραπέρα επιδίκαση χρηματικής του ικανοποίησης για την αποκατάστασή της (βλ. Εφ. Θεσ. 448/89 Δνη 30-1011 και Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Ερμ. ΑΚ αρθ. 299 αριθ. 4 και 5). Επίσης μη νόμιμο είναι το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντα, καθόσον η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης (μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών) χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών που επιφέρουν ηθική μείωση αυτού, δεν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου και δε συνιστά αδικοπραξία κατά τα άρθρα 914, 927, 298 ΑΚ (ΑΠ 1346/2002 Δνη 44-455, ΑΠ 1436/2002 Δνη 45- 757 ΕφΑθ 7982/2000 Δνη 43-806, 132/1995 ΔΕΝ 53-618, ΕφΠειρ. 892/2005ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), συνεπώς δε γεννιέται η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως του άρθρου 59 ΑΚ.
Τέλος η επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι νομικά αβάσιμη καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται παράλληλα ότι λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από την επικαλουμένη από τον ίδιο εργασιακή σύμβαση λόγω ακυρότητά της ούτε το λόγο της ακυρότητας. Επομένως η αγωγή πρέπει κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί παραπέρα και στην ουσία της, χωρίς να απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου (Βλ. άρθρο 71 του ν. 2479/97).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την από 10-1-05 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ειδικότερα σύμβασης παροχής υπηρεσιών επαγγελματία ποδοσφαιριστή, νόμιμα επικυρωμένη από την ΕΠΑΕ, ο ενάγων, που είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, συμφώνησε με την εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία (ΠΑΕ), η οποία αγωνίζεται στο πρωτάθλημα της Γ` εθνικής κατηγορίας, να παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες ως αμειβόμενος ποδοσφαιριστής από 1-1-05 μέχρι 30-6-06 αντί μηνιαίου μισθού 703 ευρώ. Κατά την πρόσληψή του εκτός από την πιο σύμβαση εργασίας, υπέγραψε με τον εκπρόσωπο πρόεδρο της ΠΑΕ ...... δύο ακόμη συμφωνητικά με ημερομηνία 30-12-05, με τα οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει επιπρόσθετα ως πριμ υπογραφής συμβολαίου για την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 το ποσό των 9.800 ευρώ σε τρεις δόσεις των 3.000 η πρώτη και από 3.400 ευρώ κάθε μία από τις άλλες δύο, με ημερομηνίες καταβολής αντίστοιχα τη 15η-1-05, 31η-3-05 και 31η-5-05, για δε την αγωνιστική περίοδο 2005-2006 το ποσό των 18.900 ευρώ (βλ. τα ιδιωτικά συμφωνητικά). Eναντι της πρώτης δόσης, δηλαδή αυτής της 15ης-1-05, η εναγόμενη του προκατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ, όχι όμως και το υπόλοιπό της, ούτε τα ποσά των επόμενων δύο δόσεων, καίτοι πέρασε η συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής τους.
Ο ενάγων, συνεπεία αγωνιστικού παραγκωνισμού του, ακόμη δε της μη καταβολής μέρους των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, αλλά των πιο πάνω ποσών των δόσεων του πριμ μεταγραφής του, υπέβαλε την από 7- 6-05 αίτηση-προσφυγή στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών (ΕΕΟΔΕΠ), με την οποία ζητούσε τη λύση της σύμβασής του με τη εναγόμενη ΠΑΕ και την καταβολή των οφειλομένων μέχρι τότε ποσών της αμοιβής του. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η 693/05 απόφαση της ΕΕΟΔΕΠ, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή, κηρύχθηκε λυμένη η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση με υπαιτιότητα της ΠΑΕ και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει το ποσό των 3.266,50 ευρώ για δεδουλευμένες τακτικές αποδοχές του, ενώ απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορούσε τις επίδικες δόσεις του πριμ μεταγραφής, επειδή δεν περιέχονται αυτές στην κύρια σύμβαση αλλά στο πρόσθετο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όμως δεν είχε κατατεθεί νόμιμα στην ΕΠΑΕ με κοινοποίηση στον ΠΣΑΠ, ούτε είχε υπογραφεί από τον ενάγοντα ενώπιον αστυνομικής αρχής, όπως προβλέπεται από τα αρθ. 6 παρ. 2 και 7 παρ. 3 και 19 παρ. 1 και 4 του Κανονισμού επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών (ΚΕΠ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, με την υπογραφή του από 10-1-05 συμβολαίου και την επικύρωσή του από την ΕΠΑΕ ο ενάγων συνδέθηκε με την εναγόμενη ΠΑΕ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών. Η σύμβαση όμως αυτή κατά το μέρος της που αφορά το επίδικο πριμ μεταγραφής που συμφωνήθηκε μεν στα πλαίσια αυτής όμως με διαφορετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, για το οποίο δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία με την κατάθεσή του προς επικύρωση στην ΕΠΑΕ κλπ, δεν είναι σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών, η δε η αγωγική διαφορά απ` αυτή δεν μπορεί να προβληθεί στις προβλεπόμενες από τα αρθ. 95 του ν. 2725/1999 και 51 του ν. 3057/2002 πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές (γι` αυτό και απορρίφθηκε όπως προαναφέρθηκε). Oμως ως ιδιωτική διαφορά από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάγεται στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια και συνεπώς τα όσα υποστηρίζει η εναγόμενη ΠΑΕ περί απαραδέκτου της επίδικης απαίτησης επειδή το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν κατατέθηκε στη ΕΠΑΕ και γι` αυτό δεν ισχύει, στερούνται βασιμότητας.
Παραπέρα η εργασιακή σχέση του ενάγοντα με την εναγόμενη ΠΑΕ διήρκεσε μέχρι τις 7-6-05, χρόνο από τον οποίο κηρύχθηκε λυμένη με υπαιτιότητα της εναγόμενης με την πιο πάνω 693/05 απόφαση της ΕΕΟΔΕΠ. Επομένως για την εργασία του μέχρι την ημερομηνία αυτή ο ενάγων δικαιούται με βάση το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό να λάβει το πριμ μεταγραφής που συμφωνήθηκε για τη αγωνιστική περίοδο 2004-2005, και συγκεκριμένα τα ποσά των 2.000 ευρώ (3.000-1.000 ευρώ η προκαταβολή), 3.400 ευρώ και επίσης 3.400 ευρώ, συνολικά δε το ποσό των 8.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής κάθε δόσης και συγκεκριμένα από 16-1-05, 31-3-05 και 31-5-05 αντίστοιχα, ημερομηνίες από τις οποίες η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη, ποσά τα οποία δεν του κατέβαλε η εναγόμενη και συνεχίζει να του οφείλει (βλ. κατάθεση μάρτυρα).
Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει ως προς την αξίωση αυτή η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 16-1-05 για μέρος του ποσού 2.000 ευρώ, από 1-4-05 για μέρος του ποσού 3.400 ευρώ και από 1-6-05 για το υπόλοιπο μέρος του των 3.400 ευρώ.
Όσον αφορά το αίτημα ανατοκισμού, ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, εφόσον έχει συμπληρωθεί από την υπερημερία μέχρι την άσκηση της αγωγής (25-6-07) ετήσια τουλάχιστον χρήση του κεφαλαίου της κάθε δόσης και επομένως υπάρχουν δεδουλευμένοι τόκοι ενός τουλάχιστον έτους. Το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, στο χρονικό διάστημα που αφορά η αγωγή (επιδόθηκε στις 25-6-07), κλιμακώθηκε, κατά τις παρακάτω χρονικές περιόδους, στα ακόλουθα ποσοστά: από 17/01/2005 σε 10,00%, από 06/12/2005 σε 10,25%, από 08/03/2006 σε 10,50%, από 15/06/2006 σε 10,75%, από 09/08/2006 σε 11,00%, από 11/10/2006 σε 11,25%, από 13/12/2006 σε 11,50%, από 14/03/2007 σε 11,75% και από 13/06/2007 σε 12,00%.
Με βάση τα ποσοστά αυτά τόκου υπερημερίας οι τόκοι, που αναλογούν, για όλο το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, από την υπερημερία δηλαδή μέχρι την επίδοσή της, στα ποσά των παραπάνω δόσεων ανέρχονται, της πρώτης δόσης των 2.000 ευρώ σε 519,31, της δεύτερης των 3.400 ευρώ σε 812,94 ευρώ και της τρίτης των 3.400 ευρώ σε 756,12 ευρώ. Κατ` ακολουθία των παραπάνω πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως προς το αίτημά της αυτό ως βάσιμη και στη ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, με τα πιο πάνω ποσά των τόκων υπερημερίας, που ανέρχονται συνολικά σε 2.088,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η εναγόμενη προβάλλει την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων του αντενάγοντα, χωρίς όμως και να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά, στα οποία την στηρίζει και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη και απαράδεκτη.
Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των 5.400 ευρώ, καθόσον κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (αρθ. 907 και 908 παρ.1 ΚΠολΔ).
Τέλος η δικαστική δαπάνη του ενάγοντα πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγόμενης (αρθ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (8.800), μαζί με το νόμιμο τόκο από 16-1-05 για μέρος του ποσού 2.000 ευρώ, από 1-4-05 για μέρος του ποσού 3.400 ευρώ και από 1-6-05 για το υπόλοιπο μέρος του των 3.400 ευρώ και τα ποσά αυτά, του κεφαλαίου των 8.800 ευρώ και των τόκων υπερημερίας, που κατά την επίδοση της αγωγής ανέρχονταν συνολικά σε 2.088,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (5.400).
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, την οποία ορίζει σε 250 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πατρών, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 18-6-2008, απόντων των διαδίκων.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αποτελούμενο από το Δικαστή Γρηγόριο Κομπολίτη Ειρηνοδίκη, και τη Γραμματέα Ευγενία Χρυσανθακοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2008, ημέρα Τρίτη και ώρα 9 π.μ. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ: ................ , κατοίκου Σόφιας Βουλγαρίας, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Ρήγα.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της ποδοσφαιρικής Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «.........................., που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Παπαναγιώτου.
Ο ενάγων με την υπό ημερομηνία 13-6-07 αγωγή του που απηύθυνε στο Δικαστήριο τούτο και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά του.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίστηκε με την υπ` αριθ. 713/2007 πράξη της Γραμματέας του Ειρηνοδικείου Πατρών δικάσιμος η 6-11- 2007 και μετά από αναβολή εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και ότι με την από 10-1-05 σύμβαση συμφώνησε με την εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία να παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες ως αμειβόμενος ποδοσφαιριστής από 1-1-05 μέχρι 30-6-06 αντί μισθού 703 ευρώ. Επίσης ισχυρίζεται ότι για το τίμημα της μετακίνησής του, ποσού 28.700 ευρώ, υπογράφηκαν στις 30-12-05 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, με το πρώτο από τα οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει μέχρι 31-5-05 το ποσό των 9.800 ευρώ, σε τρεις δόσεις των 3.000, 3.400 και 3.400 ευρώ κάθε μία, έναντι του οποίου του προκατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ. Τέλος ισχυρίζεται ότι μετά από καταγγελία-προσφυγή του στην αρμόδια ΕΕΟΔΕΠ λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση και του επιδικάστηκε το ποσό των 3.572 ευρώ για τις δεδουλευμένες αποχές του, πλην όμως η εναγόμενη δεν του κατέβαλε και συνεχίζει να του οφείλει υπόλοιπο ποσού 8.800 ευρώ από το τίμημα της μεταγραφής του που συμφωνήθηκε με το πρώτο από τα δύο πρόσθετα συμφωνητικά.
Μετά απ` αυτά ζητά να υποχρεωθεί με απόφαση προσωρινά εκτελεστή η εναγόμενη να του καταβάλει κατά κύριο μεν λόγο με βάση τη σύμβαση και επικουρικά κατά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό: α) το ποσό των 8.800 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη λήξη κάθε δόσης για το επί μέρους ποσό της, β) τα ποσά των 341, 508 και 451 ευρώ για τόκους επί του ποσού των τόκων υπερημερίας και γ) το ποσό των 1.500 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθική του βλάβης που υπέστη λόγω της αθέτησης των συμβατικών της ενοχικών υποχρεώσεων που συνιστά αδικοπραξία, αλλά και λόγω της προσβολής της προσωπικότητά του συνεπεία της μη καταβολής των αποδοχών του, τα δυο δε τελευταία κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη.
Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται στο αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρ. 14 παρ. 1 περ. α΄ και 25 ΚΠολΔ), κατά τη διαδικασία των άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 648,649,653,655, 296,341,345,346 ΑΚ.
Oσον αφορά τα ζητούμενα πιο πάνω ποσά για τόκους επί των τόκων υπερημερίας, αίτημα της περί ανατοκισμού αγωγής δεν είναι η κεφαλαιοποίηση των οφειλομένων και καθυστερούμενων, τουλάχιστον ενός έτους, τόκων, ώστε του λοιπού να εισπράξουν και αυτοί τόκο, αλλά η καταψήφιση του εναγομένου στην πληρωμή των καθυστερούμενων τόκων, εντόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, η οποία (εξόφληση) διακόπτει τον ανατοκισμό, όπως διακόπτει την παραγωγή τόκων γενικά η εξόφληση του κεφαλαίου (ΑΠ 738/2002, ΑΠ 243/2002, ΤΝΠ- Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ζητούνται από την ημερομηνία τοκοφορίας κάθε επί μέρους δόσης συγκεκριμένα ποσά τόκων (341, 508 και 451 ευρώ αντίστοιχα) υπολογιζόμενα με ενιαίο επιτόκιο 10%. Τα ποσά όμως αυτά και ανεξάρτητα από την ορθότητα του υπολογισμού τους, αποτελούν τόκους υπερημερίας, για τους οποίους υποβάλλεται ήδη αίτημα στην αγωγή και όχι τόκους επί των τόκων, ο υπολογισμός των οποίων είναι αδύνατος εκ των προτέρων αφού είναι άγνωστος ο χρόνος κατά τον οποίο θα εξοφληθούν οι καθυστερούμενοι τόκοι και θα διακοπεί ο ανατοκισμός.
Ενόψει αυτών και εφόσον στο αίτημα επιδίκασης ορισμένου ποσού τόκων περιλαμβάνεται η επιδίκαση του μικρότερου τυχόν ποσού, στην προκειμένη δε περίπτωση μέχρι τη συζήτηση της αγωγής το ποσό των τόκων επί των τόκων είναι μικρότερο των πιο πάνω ζητούμενων (συνολικά οι τόκοι υπερημερία ανέρχονται σε 2.088,37 ευρώ οι δε επ` αυτών δικονομικοί τόκοι σε 217 ευρώ) η αγωγή είναι νόμιμη ως προς το αίτημα της επιδίκασης τόκων επί των τόκων υπερημερίας από την επίδοσή της μέχρι την εξόφληση του τοκοφόρου ποσού.
Παραπέρα το αίτημα της αγωγής περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω αδικοπραξίας της εναγόμενης από την αθέτηση των συμβατικών ενοχικών υποχρεώσεών της είναι μη νόμιμο, καθόσον η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων, δεν μπορεί από μόνη της να θεμελιώσει αδικοπραξία, αφού δεν μπορεί να έχει συνέπειες ανεξάρτητες της συμβατικής σχέσης της οποίας αποτελούν ενδεχόμενο επακόλουθο (βλ. ΑΠ Ολ.707/79 ΝοΒ 28-37, ΕΑ 2896/77 ΝοΒ 26-223, ΕΑ 7206/93 Δνη 36-1260, Εφ.Δωδ. 120/91 Δνη 36-398). Εφόσον επομένως από τη συμπεριφορά της εναγόμενης δεν πληρούται το πραγματικό αδικοπραξίας αυτής σε βάρος του ενάγοντα κατά την έννοια του αρθ. 914 ΑΚ, δε νοείται ηθική του βλάβη και παραπέρα επιδίκαση χρηματικής του ικανοποίησης για την αποκατάστασή της (βλ. Εφ. Θεσ. 448/89 Δνη 30-1011 και Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Ερμ. ΑΚ αρθ. 299 αριθ. 4 και 5). Επίσης μη νόμιμο είναι το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντα, καθόσον η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης (μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών) χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών που επιφέρουν ηθική μείωση αυτού, δεν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου και δε συνιστά αδικοπραξία κατά τα άρθρα 914, 927, 298 ΑΚ (ΑΠ 1346/2002 Δνη 44-455, ΑΠ 1436/2002 Δνη 45- 757 ΕφΑθ 7982/2000 Δνη 43-806, 132/1995 ΔΕΝ 53-618, ΕφΠειρ. 892/2005ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), συνεπώς δε γεννιέται η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως του άρθρου 59 ΑΚ.
Τέλος η επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι νομικά αβάσιμη καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται παράλληλα ότι λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από την επικαλουμένη από τον ίδιο εργασιακή σύμβαση λόγω ακυρότητά της ούτε το λόγο της ακυρότητας. Επομένως η αγωγή πρέπει κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί παραπέρα και στην ουσία της, χωρίς να απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου (Βλ. άρθρο 71 του ν. 2479/97).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την από 10-1-05 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ειδικότερα σύμβασης παροχής υπηρεσιών επαγγελματία ποδοσφαιριστή, νόμιμα επικυρωμένη από την ΕΠΑΕ, ο ενάγων, που είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, συμφώνησε με την εναγόμενη ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία (ΠΑΕ), η οποία αγωνίζεται στο πρωτάθλημα της Γ` εθνικής κατηγορίας, να παρέχει τις αθλητικές του υπηρεσίες ως αμειβόμενος ποδοσφαιριστής από 1-1-05 μέχρι 30-6-06 αντί μηνιαίου μισθού 703 ευρώ. Κατά την πρόσληψή του εκτός από την πιο σύμβαση εργασίας, υπέγραψε με τον εκπρόσωπο πρόεδρο της ΠΑΕ ...... δύο ακόμη συμφωνητικά με ημερομηνία 30-12-05, με τα οποία η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει επιπρόσθετα ως πριμ υπογραφής συμβολαίου για την αγωνιστική περίοδο 2004-2005 το ποσό των 9.800 ευρώ σε τρεις δόσεις των 3.000 η πρώτη και από 3.400 ευρώ κάθε μία από τις άλλες δύο, με ημερομηνίες καταβολής αντίστοιχα τη 15η-1-05, 31η-3-05 και 31η-5-05, για δε την αγωνιστική περίοδο 2005-2006 το ποσό των 18.900 ευρώ (βλ. τα ιδιωτικά συμφωνητικά). Eναντι της πρώτης δόσης, δηλαδή αυτής της 15ης-1-05, η εναγόμενη του προκατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ, όχι όμως και το υπόλοιπό της, ούτε τα ποσά των επόμενων δύο δόσεων, καίτοι πέρασε η συμφωνηθείσα ημερομηνία καταβολής τους.
Ο ενάγων, συνεπεία αγωνιστικού παραγκωνισμού του, ακόμη δε της μη καταβολής μέρους των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, αλλά των πιο πάνω ποσών των δόσεων του πριμ μεταγραφής του, υπέβαλε την από 7- 6-05 αίτηση-προσφυγή στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Οικονομικών Διαφορών (ΕΕΟΔΕΠ), με την οποία ζητούσε τη λύση της σύμβασής του με τη εναγόμενη ΠΑΕ και την καταβολή των οφειλομένων μέχρι τότε ποσών της αμοιβής του. Επί της προσφυγής αυτής εκδόθηκε η 693/05 απόφαση της ΕΕΟΔΕΠ, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή, κηρύχθηκε λυμένη η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση με υπαιτιότητα της ΠΑΕ και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει το ποσό των 3.266,50 ευρώ για δεδουλευμένες τακτικές αποδοχές του, ενώ απορρίφθηκε κατά το μέρος που αφορούσε τις επίδικες δόσεις του πριμ μεταγραφής, επειδή δεν περιέχονται αυτές στην κύρια σύμβαση αλλά στο πρόσθετο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όμως δεν είχε κατατεθεί νόμιμα στην ΕΠΑΕ με κοινοποίηση στον ΠΣΑΠ, ούτε είχε υπογραφεί από τον ενάγοντα ενώπιον αστυνομικής αρχής, όπως προβλέπεται από τα αρθ. 6 παρ. 2 και 7 παρ. 3 και 19 παρ. 1 και 4 του Κανονισμού επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών (ΚΕΠ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, με την υπογραφή του από 10-1-05 συμβολαίου και την επικύρωσή του από την ΕΠΑΕ ο ενάγων συνδέθηκε με την εναγόμενη ΠΑΕ με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για παροχή αθλητικών υπηρεσιών. Η σύμβαση όμως αυτή κατά το μέρος της που αφορά το επίδικο πριμ μεταγραφής που συμφωνήθηκε μεν στα πλαίσια αυτής όμως με διαφορετικό ιδιωτικό συμφωνητικό, για το οποίο δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία με την κατάθεσή του προς επικύρωση στην ΕΠΑΕ κλπ, δεν είναι σύμβαση παροχής αθλητικών υπηρεσιών, η δε η αγωγική διαφορά απ` αυτή δεν μπορεί να προβληθεί στις προβλεπόμενες από τα αρθ. 95 του ν. 2725/1999 και 51 του ν. 3057/2002 πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές (γι` αυτό και απορρίφθηκε όπως προαναφέρθηκε). Oμως ως ιδιωτική διαφορά από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάγεται στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια και συνεπώς τα όσα υποστηρίζει η εναγόμενη ΠΑΕ περί απαραδέκτου της επίδικης απαίτησης επειδή το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν κατατέθηκε στη ΕΠΑΕ και γι` αυτό δεν ισχύει, στερούνται βασιμότητας.
Παραπέρα η εργασιακή σχέση του ενάγοντα με την εναγόμενη ΠΑΕ διήρκεσε μέχρι τις 7-6-05, χρόνο από τον οποίο κηρύχθηκε λυμένη με υπαιτιότητα της εναγόμενης με την πιο πάνω 693/05 απόφαση της ΕΕΟΔΕΠ. Επομένως για την εργασία του μέχρι την ημερομηνία αυτή ο ενάγων δικαιούται με βάση το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό να λάβει το πριμ μεταγραφής που συμφωνήθηκε για τη αγωνιστική περίοδο 2004-2005, και συγκεκριμένα τα ποσά των 2.000 ευρώ (3.000-1.000 ευρώ η προκαταβολή), 3.400 ευρώ και επίσης 3.400 ευρώ, συνολικά δε το ποσό των 8.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα καταβολής κάθε δόσης και συγκεκριμένα από 16-1-05, 31-3-05 και 31-5-05 αντίστοιχα, ημερομηνίες από τις οποίες η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη, ποσά τα οποία δεν του κατέβαλε η εναγόμενη και συνεχίζει να του οφείλει (βλ. κατάθεση μάρτυρα).
Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει ως προς την αξίωση αυτή η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 8.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 16-1-05 για μέρος του ποσού 2.000 ευρώ, από 1-4-05 για μέρος του ποσού 3.400 ευρώ και από 1-6-05 για το υπόλοιπο μέρος του των 3.400 ευρώ.
Όσον αφορά το αίτημα ανατοκισμού, ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, εφόσον έχει συμπληρωθεί από την υπερημερία μέχρι την άσκηση της αγωγής (25-6-07) ετήσια τουλάχιστον χρήση του κεφαλαίου της κάθε δόσης και επομένως υπάρχουν δεδουλευμένοι τόκοι ενός τουλάχιστον έτους. Το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, στο χρονικό διάστημα που αφορά η αγωγή (επιδόθηκε στις 25-6-07), κλιμακώθηκε, κατά τις παρακάτω χρονικές περιόδους, στα ακόλουθα ποσοστά: από 17/01/2005 σε 10,00%, από 06/12/2005 σε 10,25%, από 08/03/2006 σε 10,50%, από 15/06/2006 σε 10,75%, από 09/08/2006 σε 11,00%, από 11/10/2006 σε 11,25%, από 13/12/2006 σε 11,50%, από 14/03/2007 σε 11,75% και από 13/06/2007 σε 12,00%.
Με βάση τα ποσοστά αυτά τόκου υπερημερίας οι τόκοι, που αναλογούν, για όλο το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, από την υπερημερία δηλαδή μέχρι την επίδοσή της, στα ποσά των παραπάνω δόσεων ανέρχονται, της πρώτης δόσης των 2.000 ευρώ σε 519,31, της δεύτερης των 3.400 ευρώ σε 812,94 ευρώ και της τρίτης των 3.400 ευρώ σε 756,12 ευρώ. Κατ` ακολουθία των παραπάνω πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως προς το αίτημά της αυτό ως βάσιμη και στη ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, με τα πιο πάνω ποσά των τόκων υπερημερίας, που ανέρχονται συνολικά σε 2.088,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η εναγόμενη προβάλλει την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων του αντενάγοντα, χωρίς όμως και να αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά, στα οποία την στηρίζει και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη και απαράδεκτη.
Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των 5.400 ευρώ, καθόσον κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (αρθ. 907 και 908 παρ.1 ΚΠολΔ).
Τέλος η δικαστική δαπάνη του ενάγοντα πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγόμενης (αρθ. 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ` αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (8.800), μαζί με το νόμιμο τόκο από 16-1-05 για μέρος του ποσού 2.000 ευρώ, από 1-4-05 για μέρος του ποσού 3.400 ευρώ και από 1-6-05 για το υπόλοιπο μέρος του των 3.400 ευρώ και τα ποσά αυτά, του κεφαλαίου των 8.800 ευρώ και των τόκων υπερημερίας, που κατά την επίδοση της αγωγής ανέρχονταν συνολικά σε 2.088,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (5.400).
Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα, την οποία ορίζει σε 250 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πατρών, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 18-6-2008, απόντων των διαδίκων.
Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου