29581/2008 ΜΠΡ ΘΕΣΣΑΛ ( 478351)
(ΑΡΜ 2008/1720)
Για να είναι έγκυρη η σύμβαση εργασίας μεταξύ αθλητικού σωματείου και
προπονητή, απαιτείται έγγραφος τύπος και θεώρηση της σύμβασης από την
αρμόδια
Δ.Ο.Υ.
Σε περίπτωση άκυρης ...
σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος με απλή σχέση εργασίας
δικαιούται ευθέως εκ του νόμου τα επιδόματα εορτών και τις αποδοχές αδείας.
Με σημείωμα Δ.Σ. στον ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ.
"Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεως του Δ.Σ.
Θεσσαλονίκης".
ΜονΠρΘεσ 29581/2008
Δικαστής: Μαρία Λουίζα Τσουμέτη. Δικηγόροι: Α. Μαυρομμάτης - Α. Γιαννακοπούλου.
Με τη διάταξη του άρθρου 37 του ν. 75/1975 "Περί οργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων", όπως αυτή ίσχυε έως τις 17.6.1999, οπότε καταργήθηκε με το άρθρο 139 του ν. 2725/1999, ρυθμίζονταν τα του επαγγέλματος του προπονητή όλων γενικά των αθλημάτων. Ειδικότερα, με την παρ. 1 αυτής οριζόταν ότι "Το επάγγελμα του προπονητού δύνανται ν`ασκώσι μόνον οι κεκτημένοι παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικής αδείας, ως και οι απόφοιτοι της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής διά τα αθλήματα άτινα εδιδάχθησαν". Παρόμοιες προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή (κατοχή αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος χορηγούμενη από τη γενική γραμματεία αθλητισμού) τίθενται και με το άρθρο 31 του νέου νόμου 2725/1999 (ΦΕΚΑ` 121/17.6.1999). Ο τελευταίος αυτός νόμος προβλέπει, για πρώτη φορά, και την έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών του προπονητή, η οποία χαρακτηρίζεται, πλέον, ρητώς ως εξαρτημένης εργασίας, καθώς και τη θεώρηση της από την αρμόδια ΔΟΥ (άρθρο 31 παρ. 6).
Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η σύμβαση παροχής υπηρεσιών προπονητή με αθλητικό σωματείο, απαιτείται να είναι αυτός κάτοχος σχετικής άδειας άσκησης του επαγγέλματος αυτού, χορηγούμενης από τη ΓΓΑ, από δε τις 17.6.1999 και εφεξής απαιτείται, επιπλέον, η οικεία σύμβαση να καταρτίζεται εγγράφως και να θεωρείται από την αρμόδια ΔΟΥ. Εάν δεν υπάρχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, επειδή προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 180 ΑΚ, ότι δεν έγινε (πρβλ. και ΕφΑΘ 5206/1989, ό.π., ΕφΘεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000.1150, ΕφΠατρ 890/1999 ΔΕΕ 2000.651). Η ύπαρξη της ως άνω άδειας εξετάζεται μεν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη (πρβλ. ΑΠ 205/1999 ΕλλΔνη 1999.1067, ΑΠ 1310/1993 ΔΕΝ 1995.1256, ΕφΠατρ 890/1999 ό.π.), αλλά δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής και έτσι η αγωγή δεν είναι αόριστη, αν δεν αναφέρεται η ύπαρξη της σχετικής άδειας (πρβλ. ΑΠ 914/1998 ΕλλΔνη 1999.314, ΕφΠατρ 890/1999, ό.π.). Εξάλλου, αν η σύμβαση που καταρτίστηκε είναι για οποιοδήποτε λόγο άκυρη, δημιουργείται ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη απλή σχέση εργασίας, κατά την οποία ο μισθωτός διατηρεί τη δυνατότητα να θεμελιώσει τις αξιώσεις του για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διατεινόμενος στην αγωγή ότι ο εργοδότης του εξοικονόμησε τη δαπάνη, στην οποία θα έπρεπε να υποβληθεί για τη μισθοδοσία άλλου μισθωτού της ίδιας με αυτόν ειδικότητας και απόδοσης, που θα είχε απασχοληθεί στην ίδια εργασία (βλ. ΕφΘεσ 2208/2000 Αρμ 2000.1397, ΕφΟρ 70/2000 Αρμ 2000.1510, με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία και τη θεωρία). Οι παραπάνω αξιώσεις, που απορρέουν από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη, υπάγονται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, η οποία αρχίζει αφότου γεννήθηκε και κατέστη απαιτητή η αξίωση, και δεν ισχύει για τις αξιώσεις αυτές η βραχυπρόθεσμη παραγραφή των πέντε ετών του άρθρου 250 αριθμ. 17 ΑΚ. Ωστόσο, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ακυρότητα η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ο εργαζόμενος με απλή σχέση εργασίας δικαιούται ευθέως εκ του νόμου -και όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού-, όπως και ο εργαζόμενος με έγκυρη σύμβαση εργασίας, τα επιδόματα εορτών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1089/1980 και των άρθρων 1, 3, 10 της 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, τα επιδόματα και αποδοχές αδείας κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5 του α.ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 1346/1983 (βλ. ΑΠ 904/2004 ΔΕΝ 61.1151, ΑΠ 735/2003 ΕλλΔνη 45.1640, ΑΠ 983/2000 ΔΕΝ 56.1531, ΑΠ 389/1998 ΔΕΝ 1198.601, ΕφΑΘ 3323/2005 ΕλλΔνη 47.567). Τούτο καθίσταται σαφές, τόσο από το περιεχόμενο των ενλόγω διατάξεων, που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις αυτές γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας.
Συνεπώς, και σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως από το νόμο και όχι με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τα επιδόματα εορτών και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας (βλ. ΑΠ 983/2000 ΕΕργΔ 2002.85, ΑΠ977/1998 ΔΕΝ 1998.1496, ΑΠ 389/1998 ΕλλΔνη 1998.1573, Εφθεσ 2208/2000, Εφθρ 70.2000, ό.π.), οι απαιτήσεις δε αυτές, που οφείλονται απευθείας από το νόμο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 250 αριθμ. 17, 251, 253 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1150/2007 Νόμος, ΕφΑΘ 6629/2005 ΔΕΕ 2006.670).
Δικαστής: Μαρία Λουίζα Τσουμέτη. Δικηγόροι: Α. Μαυρομμάτης - Α. Γιαννακοπούλου.
Με τη διάταξη του άρθρου 37 του ν. 75/1975 "Περί οργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων", όπως αυτή ίσχυε έως τις 17.6.1999, οπότε καταργήθηκε με το άρθρο 139 του ν. 2725/1999, ρυθμίζονταν τα του επαγγέλματος του προπονητή όλων γενικά των αθλημάτων. Ειδικότερα, με την παρ. 1 αυτής οριζόταν ότι "Το επάγγελμα του προπονητού δύνανται ν`ασκώσι μόνον οι κεκτημένοι παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικής αδείας, ως και οι απόφοιτοι της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής διά τα αθλήματα άτινα εδιδάχθησαν". Παρόμοιες προϋποθέσεις για τη νόμιμη άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή (κατοχή αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος χορηγούμενη από τη γενική γραμματεία αθλητισμού) τίθενται και με το άρθρο 31 του νέου νόμου 2725/1999 (ΦΕΚΑ` 121/17.6.1999). Ο τελευταίος αυτός νόμος προβλέπει, για πρώτη φορά, και την έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως παροχής υπηρεσιών του προπονητή, η οποία χαρακτηρίζεται, πλέον, ρητώς ως εξαρτημένης εργασίας, καθώς και τη θεώρηση της από την αρμόδια ΔΟΥ (άρθρο 31 παρ. 6).
Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η σύμβαση παροχής υπηρεσιών προπονητή με αθλητικό σωματείο, απαιτείται να είναι αυτός κάτοχος σχετικής άδειας άσκησης του επαγγέλματος αυτού, χορηγούμενης από τη ΓΓΑ, από δε τις 17.6.1999 και εφεξής απαιτείται, επιπλέον, η οικεία σύμβαση να καταρτίζεται εγγράφως και να θεωρείται από την αρμόδια ΔΟΥ. Εάν δεν υπάρχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η σχετική σύμβαση είναι άκυρη, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, επειδή προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου και θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 180 ΑΚ, ότι δεν έγινε (πρβλ. και ΕφΑΘ 5206/1989, ό.π., ΕφΘεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000.1150, ΕφΠατρ 890/1999 ΔΕΕ 2000.651). Η ύπαρξη της ως άνω άδειας εξετάζεται μεν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη (πρβλ. ΑΠ 205/1999 ΕλλΔνη 1999.1067, ΑΠ 1310/1993 ΔΕΝ 1995.1256, ΕφΠατρ 890/1999 ό.π.), αλλά δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής και έτσι η αγωγή δεν είναι αόριστη, αν δεν αναφέρεται η ύπαρξη της σχετικής άδειας (πρβλ. ΑΠ 914/1998 ΕλλΔνη 1999.314, ΕφΠατρ 890/1999, ό.π.). Εξάλλου, αν η σύμβαση που καταρτίστηκε είναι για οποιοδήποτε λόγο άκυρη, δημιουργείται ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη απλή σχέση εργασίας, κατά την οποία ο μισθωτός διατηρεί τη δυνατότητα να θεμελιώσει τις αξιώσεις του για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διατεινόμενος στην αγωγή ότι ο εργοδότης του εξοικονόμησε τη δαπάνη, στην οποία θα έπρεπε να υποβληθεί για τη μισθοδοσία άλλου μισθωτού της ίδιας με αυτόν ειδικότητας και απόδοσης, που θα είχε απασχοληθεί στην ίδια εργασία (βλ. ΕφΘεσ 2208/2000 Αρμ 2000.1397, ΕφΟρ 70/2000 Αρμ 2000.1510, με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία και τη θεωρία). Οι παραπάνω αξιώσεις, που απορρέουν από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη, υπάγονται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, η οποία αρχίζει αφότου γεννήθηκε και κατέστη απαιτητή η αξίωση, και δεν ισχύει για τις αξιώσεις αυτές η βραχυπρόθεσμη παραγραφή των πέντε ετών του άρθρου 250 αριθμ. 17 ΑΚ. Ωστόσο, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ακυρότητα η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ο εργαζόμενος με απλή σχέση εργασίας δικαιούται ευθέως εκ του νόμου -και όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού-, όπως και ο εργαζόμενος με έγκυρη σύμβαση εργασίας, τα επιδόματα εορτών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1089/1980 και των άρθρων 1, 3, 10 της 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, τα επιδόματα και αποδοχές αδείας κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5 του α.ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 1346/1983 (βλ. ΑΠ 904/2004 ΔΕΝ 61.1151, ΑΠ 735/2003 ΕλλΔνη 45.1640, ΑΠ 983/2000 ΔΕΝ 56.1531, ΑΠ 389/1998 ΔΕΝ 1198.601, ΕφΑΘ 3323/2005 ΕλλΔνη 47.567). Τούτο καθίσταται σαφές, τόσο από το περιεχόμενο των ενλόγω διατάξεων, που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις αυτές γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας.
Συνεπώς, και σε περίπτωση άκυρης συμβάσεως εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως από το νόμο και όχι με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού τα επιδόματα εορτών και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας (βλ. ΑΠ 983/2000 ΕΕργΔ 2002.85, ΑΠ977/1998 ΔΕΝ 1998.1496, ΑΠ 389/1998 ΕλλΔνη 1998.1573, Εφθεσ 2208/2000, Εφθρ 70.2000, ό.π.), οι απαιτήσεις δε αυτές, που οφείλονται απευθείας από το νόμο, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 250 αριθμ. 17, 251, 253 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1150/2007 Νόμος, ΕφΑΘ 6629/2005 ΔΕΕ 2006.670).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου