(ΕΠΟΛΔ 2012/163, ΝΟΜΟΣ πλήρες κείμενο)
Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία.
Διεθνής δικαιοδοσία ημεδαπών δικαστηρίων κατ` άρθρο 5 παρ.3 του κανονισμού 44/2001.
Τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός και τόπος επελεύσεως της άμεσης αρχικής ζημίας.
Σχετ.Νομολογία:ΑΠ 778/2005, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 1330/2011,
Γνωμοδότηση του....
Ιωάννη Στ.Δεληκωστόπουλου, Λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου
Αθηνών, δημοσιευμένη στην ΕΠΟΛΔ 2012, 163 και στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
Ι. Ιστορικό
1. Το κατ’ ιδίαν ιστορικό που τέθηκε υπόψη μου από την ενάγουσα-εκκαλούσα έχει ως
ακολούθως: Η εταιρεία με την επωνυμία «...» που κατά το καταστατικό της εδρεύει στο Χονγκ
Κονγκ της Κίνας, ουσιαστικά όμως εδρεύει στον Πειραιά, αγόρασε τον Ιανουάριο του 2007 το
ταξινομημένο στην κλάση +100 A1 του εναγομένου από τον Ιούνιο 2004 φορτηγό πλοίο «...»
(πρώην «...»). Το εν λόγω πλοίο αγοράστηκε στη Σαγκάη της Κίνας και η διαχείρισή του ανατέθηκε
στην εταιρεία «...». Η κλάση +100 A1 του φορτηγού πλοίου επιβεβαιώθηκε ύστερα από ειδική
επιθεώρηση που διεξήχθη από τους επιθεωρητές του εναγομένου τον Οκτώβριο του 2006 στην
Κίνα, ήτοι μερικούς μήνες πριν από την αγορά του πλοίου από την ενάγουσα-εκκαλούσα. Κατά την
ειδική αυτή επιθεώρηση, ύστερα από ενδελεχή έλεγχο, οι επιθεωρητές του εναγομένου έκριναν ότι
έπρεπε να διατηρηθεί η κλάση του φορτηγού πλοίου για την επόμενη πενταετία. Στη συνέχεια,
όμως, το συγκεκριμένο φορτηγό πλοίο παρουσίασε σημαντικά και διαρκώς επαναλαμβανόμενα
προβλήματα τα οποία δεν ήταν συμβατά με την κατά τα ανωτέρω κλάση +100 A1. Έγιναν
διάφορες επισκευές από την ενάγουσα-εκκαλούσα. Τον Οκτώβριο του 2007 το φορτηγό πλοίο
κατέπλευσε στον Πειραιά και επιθεωρήθηκε εκ νέου από τους επιθεωρητές του εναγομένου. Οι
επιθεωρητές καθόρισαν τις νέες εργασίες που κρίθηκαν απαραίτητες για να διατηρηθεί η κλάση +
100 A1 του πλοίου. Οι εν λόγω εργασίες αποκατάστασης των βλαβών διενεργήθηκαν. Ωστόσο, σε
επόμενο σταθμό του «...» στην Αλεξάνδρεια και σε συνέχεια της εκεί νέας επιθεώρησης, το πλοίο
κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις αξιοπλοΐας. Περαιτέρω, κατά τον
κατάπλου του πλοίου στο λιμένα Λα Πλάτα της Αργεντινής το 2008, οι τοπικές λιμενικές αρχές
έκριναν ότι το φορτηγό δεν μπορούσε να διεξάγει με ασφάλεια το έργο του. Η ενάγουσα
προχώρησε σε προσωρινή αποκατάσταση των ελαττωμάτων του πλοίου. Παρά τις διενεργηθείσες
προσωρινής φύσεως εργασίες, μετά τον απόπλου του πλοίου, αυτό αναγκάστηκε να παρεκκλίνει
της πορείας του και να προσεγγίσει το λιμάνι Ντακάρ της Σενεγάλης για να παραλάβει τα
απαιτούμενα ανταλλακτικά για την εκ νέου επισκευή της βλάβης του. Μάλιστα, λίγες μέρες
αργότερα, το πλοίο υπέστη νέα βλάβη με αποτέλεσμα να χρειαστεί η βοήθεια ρυμουλκών για να
προσεγγίσει το λιμάνι της Λισαβόνας. Οι τοπικές λιμενικές αρχές διέταξαν την απαγόρευση του
απόπλου του. Η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου ζήτησε και επέτυχε την άρση της απαγόρευσης
του απόπλου. Με τη σύμφωνη γνώμη του εναγομένου, το πλοίο κατευθύνθηκε προς τον Πειραιά
προκειμένου να διενεργηθεί ενδιάμεση νέα επιθεώρηση και αποκατάσταση των διαρκώς
επαναλαμβανόμενων σημαντικών βλαβών του. Στις 6 Οκτωβρίου 2008 ο εναγόμενος
γνωστοποίησε στην ενάγουσα τα ονόματα των δύο επιθεωρητών που θα αναλάμβαναν την
επιθεώρηση του πλοίου στον Πειραιά. Στις 8 Οκτωβρίου ο εναγόμενος γνωστοποίησε στην
ενάγουσα την ανάκληση της κλάσης του πλοίου. Με συνέπεια, το φορτηγό πλοίο να βρεθεί χωρίς
κλάση, χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης ναύλωσής του, εξαιτίας της
αδυναμίας τήρησης των όρων και προϋποθέσεων υφιστάμενου ναυλοσυμφώνου.
2. Η ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε αγωγή κατά του εναγόμενου-εφεσιβλήτου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι υπέστη θετική και αποθετική ζημία από την ανάκληση της κλάσης του φορτηγού της πλοίου στον Πειραιά. Σύμφωνα με την ενάγουσα, η εν λόγω ανάκληση ήταν σε ευθεία αντίθεση με τις προηγούμενες, ανακριβείς όπως προέκυψε εκ των υστέρων, πιστοποιήσεις της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο. Συγκεκριμένα, το πλοίο αγοράσθηκε ως πλοίο κλάσης +100 A1. Η συγκεκριμένη κλάση πιστοποιήθηκε για μία πενταετία από τον εναγόμενο μόλις λίγους μήνες πριν από την αγορά του από την ενάγουσα. Τα προβλήματα όμως που εμφάνισε στη συνέχεια σε συνδυασμό με την εκ των υστέρων ανάκληση της κλάσης από τον εναγόμενο δημιούργησαν στην ενάγουσα-εκκαλούσα σημαντική θετική και αποθετική ζημία. Η ζημία αυτή συνίσταται αφενός στα έξοδα για την αποκατάσταση βλαβών του πλοίου, αφετέρου, στην απώλεια εσόδων που η ενάγουσα θα αποκόμιζε από σύμβαση ναύλωσης η οποία και καταγγέλθηκε από τη ναυλώτρια λόγω της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου. Συνοψίζοντας, η ενάγουσα-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι αντιφατικές και παράνομες κατά την έννοια του ΑΚ 914 ενέργειες του εναγομένου (πιστοποιήσεις με διάρκεια πενταετίας και ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά) συνιστούν αδικοπραξία, από την οποία υπέστη σημαντική ζημία για την οποία πρέπει να αποζημιωθεί.
3. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε, στην απόφασή του υπ. αριθ. ..., κατά παραδοχή σχετικής ένστασης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων του εναγομένου, ότι στερείτο διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υποθέσεως. Και αυτό εξαιτίας της ύπαρξης έγκυρης ρήτρας παρέκτασης δικαιοδοσίας που καθιστούσε αρμόδια τα … δικαστήρια σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών με ημερομηνία … μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε., θυγατρικής και άμεσου αντιπροσώπου του εναγομένου στην Ελλάδα. Περαιτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε, ότι οι δημοσιευμένοι κανόνες και κανονισμοί του εναγομένου για την ταξινόμηση των πλοίων οι οποίοι προέβλεπαν ότι οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με τις υπηρεσίες του εναγομένου υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των … δικαστηρίων, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι έγκυρη και δημιουργεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των … δικαστηρίων. Ειδικότερα, θεωρήθηκε, ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών με ημερομηνία … μεταξύ της ενάγουσας- εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε. δέσμευε την ενάγουσα-εκκαλούσα, η οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την περιεχόμενη στους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) ρήτρα περί δωσιδικίας των … δικαστηρίων. Εξάλλου, εκρίθη ότι αποτελεί διεθνή ναυτιλιακή πρακτική να περιλαμβάνονται ρήτρες αποκλειστικής δωσιδικίας στους ΓΟΣ, όμοιες με αυτήν που υπέγραψε η ενάγουσα. Κατά ταύτα, έγινε δεκτό, ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη.
4. Ασκήθηκε έφεση από την εταιρεία με την επωνυμία «...» κατά της υπ. αριθ. ... οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε την αγωγή.
ΙΙ. Ερωτήματα 5. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως αυτό τέθηκε υπόψη μου, μου ζητήθηκε να γνωμοδοτήσω επί των ακόλουθων ερωτημάτων: 1) Είναι έγκυρη, κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «...» που εδρεύει στο ... , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε., ρήτρα η οποία είναι δημοσιευμένη στους κανόνες και κανονισμούς του εναγομένου; 2) Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, έχουν τοπική αρμοδιότητα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υποθέσεως τα δικαστήρια του Πειραιά και αν ναι, ως προς ποιες αξιώσεις; ΙΙΙ. Απαντήσεις 1. Επί του πρώτου ερωτήματος
6. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 το οποίο εφαρμόζεται στην υπό εξέταση περίπτωση, αν τα μέρη, «από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους», συμφωνήσουν παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας «για διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως [...]». Το δικαστήριο που θα κρίνει το ζήτημα σε περίπτωση που έχει ασκηθεί αγωγή και σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους είναι το πρώτο χρονικά επιληφθέν δικαστήριο (βλ. ΔΕΚ, 9.12.2003, C-116/02 Erich Gasser v. MISAT Srl). Για να είναι έγκυρη η συμφωνία παρέκτασης, θα πρέπει αυτή να έχει καταρτισθεί: «α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση. β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις. γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη δραστηριότητα».
7. Κατά πάγια θέση στην επιστήμη και στη νομολογία, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως ερμηνεύονται στενά (βλ. αντί πολλών Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σ. 264. Από τη νομολογία για το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών βλ. ΔΕΚ, 14.12.1976, 25/76 Segoura). Πιο συγκεκριμένα, στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο απαιτείται, κατά ρητή νομολογιακή επιταγή, πραγματική σύμπτωση των βουλήσεων των μερών επί ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας. Και αυτό έτσι ώστε να διασφαλίζεται το υποστατό της συμφωνίας των μερών (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, 20.02.1997, C-106/95 MSG και βλ. Στ. Σταματόπουλο/Π. Γιαννόπουλο, γνωμοδότηση, ΕΠολΔ 5/2008. 629 επ.). Μάλιστα, αντίθετα με ότι ισχύει, κατ’ αρχήν, στο ελληνικό δίκαιο, στο οποίο δεν απαιτείται, κατ’ άρθρο 42 ΚΠολΔ, έγγραφη συμφωνία για υφιστάμενες διαφορές, το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 είναι, όπως εύστοχα επιλέγεται, «σαφώς προσανατολισμένο προς την έγγραφη διατύπωση (ή έστω επιβεβαίωση) της ρήτρας παρέκτασης» (Σταματόπουλος/Γιαννόπουλος, ο.π., 633). Τούτο διότι ο έγγραφος τύπος διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Αποκλίσεις από την τυπικότητα του έγγραφου τύπου είναι αποδεκτές από τον ‘κοινοτικό’ νομοθέτη μόνον εφόσον διαπιστώνεται η συναίνεση των συμβαλλομένων μερών υπό τύπο ανταποκρινόμενο στη συμβατική πρακτική των μερών ή στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και, επομένως, αποδέχτηκαν εν τοις πράγμασι. Εξάλλου, σε ότι αφορά ρήτρα παρέκτασης περιεχόμενη σε ΓΟΣ, χωρίς ρητή επιβεβαίωση της αποδοχής της από τον αντισυμβαλλόμενο, εξετάζεται, μεταξύ άλλων, αν η εκάστοτε ρήτρα υπήρξε πράγματι αντικείμενο ουσιαστικής συμφωνίας των μερών. Ειδικότερα, όπως έχει νομολογηθεί για το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, απαιτείται η ρήτρα παρέκτασης να είναι ειδική. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, ότι «δεν αρκεί [η ρήτρα παρέκτασης] να αναφέρεται σε έντυπους γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι περιέχονται σε τιμολόγια ή δελτία αποστολής εμπορευμάτων» (ΑΠ 1252/2005 σε Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, επιμέλεια Ε. Βασιλακάκης, 2008, σ. 38). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η σύμπτωση των βουλήσεων των μερών αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο του υποστατού της ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας, τόσο κατ’ άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών όσο και κατ’ άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001. 8. Η προεπιλογή συγκεκριμένου δικαστηρίου από τα μέρη, έτσι ώστε το δικαστήριο αυτό να έχει την εξουσία να δικάσει την υπόθεση, έχει χαρακτήρα δικονομικό και αυτό γιατί δημιουργεί έννομες συνέπειες δικονομικής φύσεως. Ως αποτέλεσμα της αυτονομίας της βουλήσεως των δύο μερών (βλ. Στεφ. Δεληκωστόπουλο, Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως εν τη Πολιτική Δικονομία, 1965, σ. 195), κατά απολύτως κρατούσα θέση στη νομολογία και στην επιστήμη, η συμφωνία παρεκτάσεως δεν μπορεί να δεσμεύει, κατ’ αρχήν, παρά μόνον τους συμβαλλόμενους (βλ. ενδεικτικά H. Gaudemet-Tallon, Competence et execution des jugements en Europe, 4eme edition, LGDJ, p. 147, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σ. 118, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, ο.π., σ. 262. Από τη νομολογία του Γαλλικού Ακυρωτικού βλ. Cass. civ. 1ere, 5 janvier 1999). Κατ’ εξαίρεση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η συμφωνία επεκτείνεται και σε τρίτα πρόσωπα (π.χ., ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοι). Συγκεκριμένα, επέκταση των υποκειμενικών ορίων της συμφωνίας παρεκτάσεως επιτρέπεται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ΔΕΚ), σε συμβάσεις ασφαλίσεων και εκ μέρους του τρίτου κομιστή της φορτωτικής έναντι του μεταφορέα, εφόσον το κύρος της ρήτρας έχει αναγνωρισθεί στις σχέσεις των αρχικών συμβαλλομένων μερών, ήτοι του φορτωτή και του μεταφορέα (βλ. έκθεση Ευρυγένη-Κεραμέως σε Νίκα, Ευρωπαϊκό Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σ. 449). Και αυτό γιατί, όπως έκρινε το ΔΕΚ στην απόφασή του Tilly Russ (ΔΕΚ, 19.06.1984, 71/83), ο τρίτος κομιστής, αποκτώντας τη φορτωτική, διαδέχεται το φορτωτή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του.
9. Πέραν των ανωτέρω περιπτώσεων, ρήτρα παρέκτασης υπέρ και σε βάρος τρίτου που δεν είναι καθολικός ή ειδικός διάδοχος ενός εκ των δύο (ή περισσοτέρων) συμβαλλομένων δεν είναι κατ’ αρχήν αποδεκτή στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη (όπως και στην ελληνική). Και αυτό γιατί οδηγεί, κατ’ αποτέλεσμα, στον αποκλεισμό του φυσικού δικαστή του διαδίκου και στην περιθωριοποίηση, αν όχι στην κατάργηση, του δεσμευτικού ευρωπαϊκού συστήματος των δικαιοδοτικών βάσεων του κανονισμού 44/2001. Επομένως, δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου. Σε αυτό το σημείο, απαραίτητο είναι να λεχθεί, ειδικά για την παρέκταση, ότι ουσιαστική συμφωνία των μερών υπέρ και σε βάρος τρίτου δεν νοείται, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση, διότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του υποστατού της συμφωνίας, δηλαδή η ουσιαστική συμφωνία του εκάστοτε συμβαλλόμενου με τον εκάστοτε μη συμβαλλόμενο τρίτο. Με άλλες λέξεις, δεν πρόκειται εδώ μόνο για θέμα του απαιτούμενου τύπου για την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας, όπως θα ετίθετο, για παράδειγμα, σε ρήτρα παρέκτασης περιεχόμενη σε ΓΟΣ, χωρίς ρητή επιβεβαίωση της αποδοχής της από τον αντισυμβαλλόμενο. Ζήτημα γεννάται ως προς το υποστατό αυτό καθεαυτό της συμφωνίας παρέκτασης υπέρ και σε βάρος τρίτων.
10. Γενικότερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων προϋποθέτει την ασφάλεια δικαίου και την προβλεπτικότητα. Η ασφάλεια δικαίου επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς μέσω της ύπαρξης συγκεκριμένων δικαιοδοτικών συνδέσμων στον κανονισμό 44/2001. Η ασφάλεια δικαίου σε συνδυασμό με την αποδεικτική εγγύτητα του δικάζοντος δικαστηρίου αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Εξ’ ου και η προσπάθεια για περιορισμό του forum shopping (‘άγρα δικαστηρίου’ - βλ. Δ. Τσικρικά, ΕλλΔνη 2006. 664 επ.) και για αποκλεισμό του forum non conveniens (βλ. ΔΕΚ, 1.03.2005, C-281/02, Owusu κατά Jackson) και των αντί-αγωγικών διαταγών (‘anti-suit injunctions’ - βλ. ΔΕΚ, 27.04.2004, C-159/02, Turner, ΔΕΚ, 10.02.2009, C-185/2007, Allianz SpA). Θεσμοί, ενστάσεις και ρήτρες υπέρ τρίτων με υπερεδαφική εμβέλεια που μπορούν να θίξουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας απορρίπτονται ως μη συμβατοί με το ευρωπαϊκό σύστημα.
11. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στην υπό εξέταση περίπτωση, υφίσταται αξίωση από αδικοπραξία - η ενάγουσα-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι αντιφατικές και παράνομες κατά την έννοια του ΑΚ 914 ενέργειες του εναγομένου (ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά παρά την προηγούμενη πιστοποίηση με διάρκεια πενταετίας) συνιστούν αδικοπραξία - της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου. Τούτο διότι δεν υπήρχε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και του εναγομένου, η δε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε. ήταν σύμβαση υπηρεσιών με διαφορετικό, περιορισμένο, αντικείμενο σε σχέση με την προηγηθείσα πιστοποίηση του πλοίου από τον εναγόμενο και την ανάκληση της πιστοποίησής του στον Πειραιά. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται από το αίτημα, την ιστορική βάση και, πλέον, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, δεν σχετίζεται με τη σύμβαση συγκεκριμένων υπηρεσιών μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής Α.Ε., νομικό πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με τον αντίδικο. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ότι η επίκληση ρήτρας παρέκτασης από τον εναγόμενο, ρήτρα η οποία είναι δημοσιευμένη στους κανόνες και κανονισμούς του εναγομένου από τον Ιούλιο του 2008, χωρίς να αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης και η οποία προηγείται χρονικά του παραγωγικού λόγου της αξίωσης από αδικοπραξία (ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 2008, παρά την προηγούμενη πιστοποίησή του με διάρκεια πενταετίας), δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, η αξίωση από αδικοπραξία δεν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας παρεκτάσεως μεταξύ μη συμβαλλομένων μερών. Έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως θα μπορούσε να υπάρξει μόνο εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου και, υπό την προϋπόθεση, ότι η εν λόγω συμφωνία είχε γίνει μετά την τέλεση της αδικοπραξίας (έτσι, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 3, αριθ. 21, σ. 29). Συνοψίζοντας, εξ επόψεως υποκειμενικών ορίων, η υφιστάμενη συμφωνία παρεκτάσεως δεσμεύει μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη και όχι την ενάγουσα- εκκαλούσα και τον εναγόμενο τρίτο.
12. Περαιτέρω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου - συμπέρασμα όμως που δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα της υπόθεσης - σύμφωνα με τη θέση που τείνει να παγιωθεί στην ημεδαπή νομολογία (ΑΠ 778/2005, ΕφΘεσ 1330/2011), η αναφορά σε ρήτρα παρέκτασης στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στο να καταστήσει τη συμφωνία αποκλειστική, αλλά σκοπό έχει να τη διατηρήσει ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της. Η κατά τα αμέσως προηγούμενα θέση αυτή της νομολογίας σημαίνει εδώ ότι η αναφορά στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001 (…), δικαστηρίων έχει καταστήσει τη συμφωνία συντρέχουσα και όχι αποκλειστική. Η εν λόγω νομολογία είναι δεκτική αντιρρήσεων (έτσι, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, σ. 160 επ.), ιδίως, αλλά όχι μόνο, σε ότι αφορά στην εφαρμογή της στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Εξάλλου, δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τα πραγματικά περιστατικά εάν υπάρχει ή όχι αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001, δικαστηρίων. Και αυτό γιατί η ρήτρα παρέκτασης που υπάρχει στη σύμβαση (όρος ..) μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε. παραπέμπει στη δικαιοδοσία των … δικαστηρίων γενικά και όχι σ’ ένα συγκεκριμένο κατά τόπον δικαστήριο (…) που θα συνέπιπτε με τη γενική νόμιμη δωσιδικία της έδρας του εναγομένου. Πάντως, εάν το Εφετείο Πειραιά ακολουθήσει, κατ’ αρχήν, τη νομολογία των ημεδαπών δικαστηρίων (ΑΠ 778/2005, ΕφΘεσ 1330/2011) και εφόσον αποφασίσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι υφίσταται έγκυρη ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, δύναται να κρίνει, ότι η αναφορά στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001 (γενική νόμιμη δωσιδικία της έδρας του εναγομένου), δικαστηρίων έχει καταστήσει τη συμφωνία συντρέχουσα και όχι αποκλειστική.
13. Συμπερασματικά, ως προς το πρώτο ερώτημα δίδεται η απάντηση, ότι σε αξίωση από αδικοπραξία της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, η επίκληση από τον εναγόμενο ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Η ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας- εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε., ακόμη και αν θεωρηθεί έγκυρη, δεν παράγει αποτελέσματα παρά μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (ενάγουσα και ελληνική αντισυμβαλλόμενη Α.Ε.). Συνεπώς, δεν δεσμεύει τα ελληνικά δικαστήρια σε ότι αφορά στην αξίωση της ενάγουσας-εκκαλούσας κατά του εναγομένου νηογνώμονα ως προς τη βάση της αδικοπραξίας.
2. Επί του δεύτερου ερωτήματος
14. Κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001, «για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα· β) την κεντρική της διοίκηση ή· γ) την κύρια εγκατάστασή της». Επίσης, ο κανονισμός 44/2001 προβλέπει, πέραν της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 2 παρ. 1 του κανονισμού), την ειδική συντρέχουσα δωσιδικία «του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού). Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού απορρέει από το ίδιο σύστημα με εκείνο της Σύμβασης των Βρυξελλών και έχει συνταχθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, 14.05.2009, Ilsinger, C-180/06, σκέψη 58). Η δωσιδικία αυτή αφορά τις ενοχές εξ αδικοπραξίας όσο και τις οιονεί αδικοπραξίες (quasi-delits).
15. Σε σχέση με τον προσδιορισμό «του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού) θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα (βλ. Ε. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και από αδικοπραξία, 2004, σ. 169 επ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 2011, σ. 107 επ.): ο τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να είναι είτε ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, είτε ο τόπος επέλευσης της ζημίας (από τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας βλ. ΠολΠρΚορινθ 73/2006 Αρμεν. 2007. 54 επ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου έκρινε, ως προς την ευθύνη του παραγγελιοδόχου από αδικοπραξία, ότι θεμελιώνεται συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία και των ελληνικών δικαστηρίων, διότι το ζημιογόνο γεγονός της απάτης συνέβη μεν στην Αγγλία, αλλά η ζημία επήλθε στην έδρα του ενάγοντα στην Ελλάδα). Υπό την προϋπόθεση, ότι πρόκειται για την άμεση, αρχική, ζημία και όχι για την έμμεση ή απώτερη ζημία συνεπεία της αρχικά επελθούσας ζημίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν αφορά τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς ισχυρίζεται, «ότι υπέστη περιουσιακή ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας που υπέστη» (ΔΕΚ, 19.09.1995, Marinari/Lloyds Bank, C- 364/93, σκέψη 15), ούτε επεκτείνεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του, επειδή και μόνον ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτό οικονομική ζημία (ΔΕΚ, 10.06.2004, Kronhofer, C-168/02. Για τη νομολογία αυτή του ΔΕΚ βλ. Π. Αρβανιτάκη, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημείο 3 ΣυμβΛουγκ/ΚανΒρ Ι, γνωμοδότηση, ΕΠολΔ 4/2009. 472 επ., 475-6). Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει στην απόφασή του υπ’ αριθ. 18/2006, ότι δεν ιδρύεται δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων στην περίπτωση που η μεν «αδικοπραξία τελέσθηκε στο Λονδίνο» - επρόκειτο για ανεπιτυχή εγχείρηση στη μέση, ο ιατρός είχε χειρουργήσει το δίσκο Α4-Α5 αντί του δίσκου Α5-Α6, όπου υπήρχε το πρόβλημα -, η δε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης της υγείας εμφανίζεται «όχι ως πρωτογενής αλλά ως συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα στη Μεγάλη Βρετανία» (ΑΠ 18/2006 ΝοΒ 2006. 1501, 1503). Η νομολογία αυτή τείνει να παγιωθεί στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες - βλ. Com. 28 fevrier 2006, σε S. Guinchard/C. Chainais/F. Ferrand, Procedure civile. Droit interne et droit de l’Union europeenne, 30eme edition, Dalloz 2010, p. 1106) και επαναλαμβάνεται σ’ ένα βαθμό σε διαφορετικές αδικοπραξίες. Έτσι, έχει νομολογηθεί στο παρελθόν ως προς τον τόπο επέλευσης της ζημίας, ότι «αν επήλθε από το ζημιογόνο γεγονός περαιτέρω ζημία σε διάφορο τόπο αυτού της αρχικής ζημίας, τότε ο τόπος αυτός δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου» (ΑΠ 1551/2003 ΕΕΕυρΔ 2/2005. 459 επ., 463). 16. Ζήτημα προκύπτει είτε όταν τα αδικήματα τελούνται σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη, είτε όταν η ζημία που προκύπτει συνεπεία της αδικοπραξίας εκδηλώνεται σε διαφορετικά κράτη- μέλη. Το φαινόμενο είναι σύνηθες, μεταξύ άλλων, για τα δημοσιεύματα του τύπου, τα ελαττωματικά προϊόντα, τις θαλάσσιες μεταφορές και το περιβάλλον. Η προβληματική συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση περίπτωση της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 2008, παρά την προηγούμενη πιστοποίησή του με διάρκεια πενταετίας. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης, η παράθεση μίας παρεμφερούς περίπτωσης έχει την αξία της: εφόσον πρόκειται για δημοσίευμα του τύπου το οποίο κυκλοφόρησε εντός πλειόνων κρατών-μελών, αυτός του οποίου προσβλήθηκε η υπόληψη έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είτε ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους του τόπου εγκαταστάσεως του εκδότη, είτε ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους στο οποίο κυκλοφόρησε το δημοσίευμα και προσβλήθηκε η υπόληψή του (ΔΕΚ, 7.03.1995, Fionna Shevill/ Presse Alliance, C-68/93), μόνο όμως κατά το ποσοστό της ζημίας που επήλθε σε αυτό (βλ. Παμπούκη/Μεϊδάνη, Διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίων, Δίκαιο διεθνών συναλλαγών, 2010, σ. 1346).
17. Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητο είναι να τονιστεί, ότι γενικά το ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) ακολουθεί μία μάλλον αυστηρή, συσταλτική, ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού. Αυτό σημαίνει ότι, οι αποκλίσεις από τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου ισχύουν μεν, ερμηνεύονται όμως με αυστηρά κριτήρια δε. Συγκεκριμένα, έχει νομολογηθεί, ότι τόσο ο τόπος διαπίστωσης της ζημίας, όσο και ο τόπος της τελικής παραδόσεως του φορτίου, δεν θεμελιώνουν τη δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού (ΔΕΚ, 27.10.1998, Reunion europeenne S.A/, C-51/97, ΕλλΔνη 1999. 685 επ., 688). Πράγματι, από την παράθεση του συνόλου της νομολογίας του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, συνάγεται, κατ’ αρχήν, ότι «η διεθνής δικαιοδοσία κατά το άρθρο 5 σημείο 3 [..] ερμηνεύεται συσταλτικά σε σχέση προς τον ‘τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός’, ώστε να αποκλεισθεί τόσο η δημιουργία ενός forum actoris όσο και η δυνατότητα του ενάγοντος να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων fora delicti» (Αρβανιτάκης, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημείο 3 ΣυμβΛουγκ/ΚανΒρ Ι, ο.π., 476).
18. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό είναι να λεχθεί, ότι η κατά τα ανωτέρω συσταλτική ερμηνεία του Δικαστηρίου δεν σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού περιορίζεται μόνον στον τόπο του εκάστοτε αιτιώδους γεγονότος. Αντίθετα, λαμβάνεται ρητά υπόψη και ο τόπος επελεύσεως της ζημίας, δηλαδή «ο τόπος στον οποίο εμφανίζεται με συγκεκριμένο τρόπο η ζημία που προκλήθηκε» (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, C-189/08, σκέψη 27, ΕΠολΔ 4/2009. 547 επ., σημείωμα Π. Αρβανιτάκη, 551). Δεν πρέπει επομένως να γίνεται σύγχυση μεταξύ του τόπου επελεύσεως της ζημίας και του τόπου όπου έλαβε χώρα το εκάστοτε γεγονός που έβλαψε, για παράδειγμα, ένα προϊόν. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με το Δικαστήριο, ο τόπος πραγματοποιήσεως της ζημίας «είναι εκείνος όπου το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός παράγει τα ζημιογόνα αποτελέσματά του» (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, ο.π., σκέψη 27). Έτσι, ο τόπος επελεύσεως της ζημίας μπορεί να είναι ένα εργοστάσιο στο οποίο το ελαττωματικό προϊόν μεταποιήθηκε σε άλλο υλικό, προκαλώντας στο τελευταίο υλική ζημία. Συμπερασματικά, ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δηλώνεται ο τόπος όπου επήλθε η αρχική ζημία λόγω της φυσιολογικής χρήσης του προϊόντος για τον σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, ο.π., σκέψη 32). Κατά τη γνώμη μας, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου δεν είναι αποδοκιμαστέα. Τούτο διότι η διάκριση μεταξύ του τόπου του αιτιώδους γεγονότος και του τόπου όπου επήλθε η ζημία αποδίδει με πληρότητα τις δυνατότητες που έχει ο ενάγων επί αδικοπραξίας. Σε αυτή την κατηγορία των περιπτώσεων, ορθόν είναι ο ζημιωθείς να μην περιορίζεται μόνο στη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, αλλά να μπορεί να επιλέξει και το δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε η αρχική ζημία.
19. Υπό το φως του συνόλου των ανωτέρω επισημάνσεων, προκύπτει ότι επί αδικοπραξίας ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον στην Ελλάδα συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια της απευθείας παραγωγής στην Ελλάδα των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του γεγονότος εις βάρος του αμέσως ζημιωθέντος (βλ. ΑΠ 18/2006, ΑΠ 1027/2011 ΕφΑΔ 12/2011. 1195 επ., 1196), ή/και επήλθε η άμεση ζημία του ενάγοντος. Συνεπώς, στην υπό εξέταση περίπτωση, από το κατ’ ιδίαν ιστορικό όπως αυτό τέθηκε υπόψη μου, συμπεραίνεται, ότι τα ημεδαπά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία ως προς τη βάση της αδικοπραξίας για ζημιογόνα γεγονότα εις βάρος της αμέσως ζημιωθείσας ενάγουσας που δεν συνέβησαν στην Ελλάδα και για τα οποία δεν επήλθε άμεση, αρχική, ζημία της ενάγουσας στην ημεδαπή. Ειδικότερα, τα ημεδαπά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία ως προς τις αξιώσεις της ενάγουσας για τις επιμέρους ζημίες που υπέστη και που αναγκάστηκε να επιδιορθώσει σε λιμάνια ανά τον κόσμο (Λα Πλάτα, Ντακάρ, Λισαβόνα), ακόμη και αν θεωρηθούν οι επιμέρους αυτές ζημίες ως συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας της οποίας γενεσιουργός λόγος ήταν η ενδεχομένως εσφαλμένη ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση +100 Α1. Γι’ αυτές τις αξιώσεις, διεθνή δικαιοδοσία έχουν είτε τα δικαστήρια του … , όπου και εδρεύει το εναγόμενο νομικό πρόσωπο, είτε τα κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια της Κίνας, όπου έλαβε χώρα η πρώτη, ενδεχομένως εσφαλμένη, ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση + 100 Α1. Η μόνη περίπτωση να έχουν τα δικαστήρια του Πειραιά δικαιοδοσία για το σύνολο της διαφοράς είναι εάν κριθεί, ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω η ειδική συντρέχουσα δωσιδικία της τοποθεσίας του υποκαταστήματος, κατ’ άρθρο 5 παρ. 5 του κανονισμού 44/2001. Με δεδομένο ότι η ύπαρξη ενός διαφορετικού νομικού προσώπου δεν θεωρείται πάντοτε αποφασιστική για τον αποκλεισμό της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 5 του κανονισμού 44/2001 (βλ. ΔΕΚ, 9.12.1987, Schotte/Rothschild, 218/86), η ειδική δωσιδικία της τοποθεσίας του υποκαταστήματος δύναται να εφαρμόζεται, υπό προϋποθέσεις, σε αυτοτελή εταιρεία που έχει την ίδια επωνυμία με τη θυγατρική της. Τέτοιο όμως συμπέρασμα δεν συνάγεται στην υπό εξέταση περίπτωση από τα πραγματικά περιστατικά όπως μου ετέθησαν και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ζήτημα της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου. Εξάλλου, η νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση Schotte/Rothschild τυγχάνει επιστημονικής αμφισβήτησης.
20. Αντίθετα, τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν τοπική αρμοδιότητα και, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία για το γενεσιουργό της θετικής και αποθετικής ζημίας γεγονός της αιφνίδιας ανάκλησης της κλάσης του φορτηγού πλοίου από τον εναγόμενο τον Οκτώβριο του 2008 - με την άφιξη του φορτηγού πλοίου «…» στον Πειραιά, για τις δαπάνες μίσθωσης της πλωτής δεξαμενής του ΟΛΠ, για τις δαπάνες ρυμούλκησης από τη Δραπετσώνα στο Πέραμα και για την μεθόρμιση του πλοίου στη Δραπετσώνα, για τις συνολικές δαπάνες ανταλλακτικών και επισκευών προκειμένου να ταξινομηθεί το πλοίο στην κλάση του … Νηογνώμονα συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο, για την ηθική βλάβη και για την αποθετική ζημία που ανέκυψε από την απώλεια του ναύλου, δυνάμει της από … σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων. Τούτο διότι τόσο ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός - δηλαδή η ανάκληση της πιστοποίησης του πλοίου στις αρχές Οκτωβρίου του 2008 με άμεση συνέπεια την καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης - όσο και ο τόπος επελεύσεως της άμεσης, αρχικής, ζημίας που προήλθε από την καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης και τις δαπάνες για τη νέα ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση του … Νηογνώμονα, είναι, όπως προκύπτει από το ιστορικό που τέθηκε υπόψη μου, ο Πειραιάς. Εφόσον στον Πειραιά συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια της απευθείας παραγωγής των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του γεγονότος αυτού εις βάρος της αμέσως ζημιωθείσας ενάγουσας-εκκαλούσας, ιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά για τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες αξιώσεις από αδικοπραξία της εταιρείας «…». IV. Συμπεράσματα
21. Σε αξίωση από αδικοπραξία της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, η επίκληση από τον εναγόμενο ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Τούτο διότι αξίωση από αδικοπραξία δεν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας παρεκτάσεως μεταξύ μη συμβαλλομένων μερών. Συνεπώς, η ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε. δεν δεσμεύει τα ελληνικά δικαστήρια σε ότι αφορά στην αξίωση της ενάγουσας-εκκαλούσας κατά του εναγομένου νηογνώμονα ως προς τη βάση της αδικοπραξίας. 22. Περαιτέρω, τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού 44/2001, αποκλειστικά για τις αξιώσεις που προέρχονται από το γενεσιουργό της ζημίας συγκεκριμένο γεγονός της ανάκλησης της κλάσης του φορτηγού πλοίου «…» από τον εναγόμενο τον Οκτώβριο του 2008 στον Πειραιά, για τις συνολικές δαπάνες ανταλλακτικών και επισκευών προκειμένου να ταξινομηθεί το πλοίο στην κλάση του … Νηογνώμονα συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο, για την ηθική βλάβη και για την αποθετική ζημία που ανέκυψε από την απώλεια του ήδη συμφωνημένου, δυνάμει της από 15.09.2008 σύμβασης, ναύλου, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων, συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο.
Αθήνα, 20 Απριλίου 2012
2. Η ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε αγωγή κατά του εναγόμενου-εφεσιβλήτου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι υπέστη θετική και αποθετική ζημία από την ανάκληση της κλάσης του φορτηγού της πλοίου στον Πειραιά. Σύμφωνα με την ενάγουσα, η εν λόγω ανάκληση ήταν σε ευθεία αντίθεση με τις προηγούμενες, ανακριβείς όπως προέκυψε εκ των υστέρων, πιστοποιήσεις της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο. Συγκεκριμένα, το πλοίο αγοράσθηκε ως πλοίο κλάσης +100 A1. Η συγκεκριμένη κλάση πιστοποιήθηκε για μία πενταετία από τον εναγόμενο μόλις λίγους μήνες πριν από την αγορά του από την ενάγουσα. Τα προβλήματα όμως που εμφάνισε στη συνέχεια σε συνδυασμό με την εκ των υστέρων ανάκληση της κλάσης από τον εναγόμενο δημιούργησαν στην ενάγουσα-εκκαλούσα σημαντική θετική και αποθετική ζημία. Η ζημία αυτή συνίσταται αφενός στα έξοδα για την αποκατάσταση βλαβών του πλοίου, αφετέρου, στην απώλεια εσόδων που η ενάγουσα θα αποκόμιζε από σύμβαση ναύλωσης η οποία και καταγγέλθηκε από τη ναυλώτρια λόγω της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου. Συνοψίζοντας, η ενάγουσα-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι αντιφατικές και παράνομες κατά την έννοια του ΑΚ 914 ενέργειες του εναγομένου (πιστοποιήσεις με διάρκεια πενταετίας και ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά) συνιστούν αδικοπραξία, από την οποία υπέστη σημαντική ζημία για την οποία πρέπει να αποζημιωθεί.
3. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε, στην απόφασή του υπ. αριθ. ..., κατά παραδοχή σχετικής ένστασης ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων του εναγομένου, ότι στερείτο διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υποθέσεως. Και αυτό εξαιτίας της ύπαρξης έγκυρης ρήτρας παρέκτασης δικαιοδοσίας που καθιστούσε αρμόδια τα … δικαστήρια σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών με ημερομηνία … μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε., θυγατρικής και άμεσου αντιπροσώπου του εναγομένου στην Ελλάδα. Περαιτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά έκρινε, ότι οι δημοσιευμένοι κανόνες και κανονισμοί του εναγομένου για την ταξινόμηση των πλοίων οι οποίοι προέβλεπαν ότι οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με τις υπηρεσίες του εναγομένου υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των … δικαστηρίων, πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι έγκυρη και δημιουργεί αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των … δικαστηρίων. Ειδικότερα, θεωρήθηκε, ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών με ημερομηνία … μεταξύ της ενάγουσας- εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε. δέσμευε την ενάγουσα-εκκαλούσα, η οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την περιεχόμενη στους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) ρήτρα περί δωσιδικίας των … δικαστηρίων. Εξάλλου, εκρίθη ότι αποτελεί διεθνή ναυτιλιακή πρακτική να περιλαμβάνονται ρήτρες αποκλειστικής δωσιδικίας στους ΓΟΣ, όμοιες με αυτήν που υπέγραψε η ενάγουσα. Κατά ταύτα, έγινε δεκτό, ότι η εν λόγω ρήτρα είναι έγκυρη.
4. Ασκήθηκε έφεση από την εταιρεία με την επωνυμία «...» κατά της υπ. αριθ. ... οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε την αγωγή.
ΙΙ. Ερωτήματα 5. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως αυτό τέθηκε υπόψη μου, μου ζητήθηκε να γνωμοδοτήσω επί των ακόλουθων ερωτημάτων: 1) Είναι έγκυρη, κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «...» που εδρεύει στο ... , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε., ρήτρα η οποία είναι δημοσιευμένη στους κανόνες και κανονισμούς του εναγομένου; 2) Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001, έχουν τοπική αρμοδιότητα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υποθέσεως τα δικαστήρια του Πειραιά και αν ναι, ως προς ποιες αξιώσεις; ΙΙΙ. Απαντήσεις 1. Επί του πρώτου ερωτήματος
6. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 το οποίο εφαρμόζεται στην υπό εξέταση περίπτωση, αν τα μέρη, «από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους», συμφωνήσουν παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας «για διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως [...]». Το δικαστήριο που θα κρίνει το ζήτημα σε περίπτωση που έχει ασκηθεί αγωγή και σε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους είναι το πρώτο χρονικά επιληφθέν δικαστήριο (βλ. ΔΕΚ, 9.12.2003, C-116/02 Erich Gasser v. MISAT Srl). Για να είναι έγκυρη η συμφωνία παρέκτασης, θα πρέπει αυτή να έχει καταρτισθεί: «α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση. β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις. γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη δραστηριότητα».
7. Κατά πάγια θέση στην επιστήμη και στη νομολογία, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως ερμηνεύονται στενά (βλ. αντί πολλών Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σ. 264. Από τη νομολογία για το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών βλ. ΔΕΚ, 14.12.1976, 25/76 Segoura). Πιο συγκεκριμένα, στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο απαιτείται, κατά ρητή νομολογιακή επιταγή, πραγματική σύμπτωση των βουλήσεων των μερών επί ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας. Και αυτό έτσι ώστε να διασφαλίζεται το υποστατό της συμφωνίας των μερών (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, 20.02.1997, C-106/95 MSG και βλ. Στ. Σταματόπουλο/Π. Γιαννόπουλο, γνωμοδότηση, ΕΠολΔ 5/2008. 629 επ.). Μάλιστα, αντίθετα με ότι ισχύει, κατ’ αρχήν, στο ελληνικό δίκαιο, στο οποίο δεν απαιτείται, κατ’ άρθρο 42 ΚΠολΔ, έγγραφη συμφωνία για υφιστάμενες διαφορές, το άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001 είναι, όπως εύστοχα επιλέγεται, «σαφώς προσανατολισμένο προς την έγγραφη διατύπωση (ή έστω επιβεβαίωση) της ρήτρας παρέκτασης» (Σταματόπουλος/Γιαννόπουλος, ο.π., 633). Τούτο διότι ο έγγραφος τύπος διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Αποκλίσεις από την τυπικότητα του έγγραφου τύπου είναι αποδεκτές από τον ‘κοινοτικό’ νομοθέτη μόνον εφόσον διαπιστώνεται η συναίνεση των συμβαλλομένων μερών υπό τύπο ανταποκρινόμενο στη συμβατική πρακτική των μερών ή στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν και, επομένως, αποδέχτηκαν εν τοις πράγμασι. Εξάλλου, σε ότι αφορά ρήτρα παρέκτασης περιεχόμενη σε ΓΟΣ, χωρίς ρητή επιβεβαίωση της αποδοχής της από τον αντισυμβαλλόμενο, εξετάζεται, μεταξύ άλλων, αν η εκάστοτε ρήτρα υπήρξε πράγματι αντικείμενο ουσιαστικής συμφωνίας των μερών. Ειδικότερα, όπως έχει νομολογηθεί για το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, απαιτείται η ρήτρα παρέκτασης να είναι ειδική. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, ότι «δεν αρκεί [η ρήτρα παρέκτασης] να αναφέρεται σε έντυπους γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι περιέχονται σε τιμολόγια ή δελτία αποστολής εμπορευμάτων» (ΑΠ 1252/2005 σε Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, επιμέλεια Ε. Βασιλακάκης, 2008, σ. 38). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η σύμπτωση των βουλήσεων των μερών αποτελεί αναγκαίο προαπαιτούμενο του υποστατού της ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας, τόσο κατ’ άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών όσο και κατ’ άρθρο 23 του κανονισμού 44/2001. 8. Η προεπιλογή συγκεκριμένου δικαστηρίου από τα μέρη, έτσι ώστε το δικαστήριο αυτό να έχει την εξουσία να δικάσει την υπόθεση, έχει χαρακτήρα δικονομικό και αυτό γιατί δημιουργεί έννομες συνέπειες δικονομικής φύσεως. Ως αποτέλεσμα της αυτονομίας της βουλήσεως των δύο μερών (βλ. Στεφ. Δεληκωστόπουλο, Η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως εν τη Πολιτική Δικονομία, 1965, σ. 195), κατά απολύτως κρατούσα θέση στη νομολογία και στην επιστήμη, η συμφωνία παρεκτάσεως δεν μπορεί να δεσμεύει, κατ’ αρχήν, παρά μόνον τους συμβαλλόμενους (βλ. ενδεικτικά H. Gaudemet-Tallon, Competence et execution des jugements en Europe, 4eme edition, LGDJ, p. 147, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σ. 118, Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, ο.π., σ. 262. Από τη νομολογία του Γαλλικού Ακυρωτικού βλ. Cass. civ. 1ere, 5 janvier 1999). Κατ’ εξαίρεση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η συμφωνία επεκτείνεται και σε τρίτα πρόσωπα (π.χ., ειδικοί ή καθολικοί διάδοχοι). Συγκεκριμένα, επέκταση των υποκειμενικών ορίων της συμφωνίας παρεκτάσεως επιτρέπεται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ΔΕΚ), σε συμβάσεις ασφαλίσεων και εκ μέρους του τρίτου κομιστή της φορτωτικής έναντι του μεταφορέα, εφόσον το κύρος της ρήτρας έχει αναγνωρισθεί στις σχέσεις των αρχικών συμβαλλομένων μερών, ήτοι του φορτωτή και του μεταφορέα (βλ. έκθεση Ευρυγένη-Κεραμέως σε Νίκα, Ευρωπαϊκό Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σ. 449). Και αυτό γιατί, όπως έκρινε το ΔΕΚ στην απόφασή του Tilly Russ (ΔΕΚ, 19.06.1984, 71/83), ο τρίτος κομιστής, αποκτώντας τη φορτωτική, διαδέχεται το φορτωτή στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του.
9. Πέραν των ανωτέρω περιπτώσεων, ρήτρα παρέκτασης υπέρ και σε βάρος τρίτου που δεν είναι καθολικός ή ειδικός διάδοχος ενός εκ των δύο (ή περισσοτέρων) συμβαλλομένων δεν είναι κατ’ αρχήν αποδεκτή στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη (όπως και στην ελληνική). Και αυτό γιατί οδηγεί, κατ’ αποτέλεσμα, στον αποκλεισμό του φυσικού δικαστή του διαδίκου και στην περιθωριοποίηση, αν όχι στην κατάργηση, του δεσμευτικού ευρωπαϊκού συστήματος των δικαιοδοτικών βάσεων του κανονισμού 44/2001. Επομένως, δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου. Σε αυτό το σημείο, απαραίτητο είναι να λεχθεί, ειδικά για την παρέκταση, ότι ουσιαστική συμφωνία των μερών υπέρ και σε βάρος τρίτου δεν νοείται, παρά μόνον κατ’ εξαίρεση, διότι δεν πληρούται η προϋπόθεση του υποστατού της συμφωνίας, δηλαδή η ουσιαστική συμφωνία του εκάστοτε συμβαλλόμενου με τον εκάστοτε μη συμβαλλόμενο τρίτο. Με άλλες λέξεις, δεν πρόκειται εδώ μόνο για θέμα του απαιτούμενου τύπου για την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας, όπως θα ετίθετο, για παράδειγμα, σε ρήτρα παρέκτασης περιεχόμενη σε ΓΟΣ, χωρίς ρητή επιβεβαίωση της αποδοχής της από τον αντισυμβαλλόμενο. Ζήτημα γεννάται ως προς το υποστατό αυτό καθεαυτό της συμφωνίας παρέκτασης υπέρ και σε βάρος τρίτων.
10. Γενικότερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελεύθερη κυκλοφορία των αποφάσεων προϋποθέτει την ασφάλεια δικαίου και την προβλεπτικότητα. Η ασφάλεια δικαίου επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς μέσω της ύπαρξης συγκεκριμένων δικαιοδοτικών συνδέσμων στον κανονισμό 44/2001. Η ασφάλεια δικαίου σε συνδυασμό με την αποδεικτική εγγύτητα του δικάζοντος δικαστηρίου αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Εξ’ ου και η προσπάθεια για περιορισμό του forum shopping (‘άγρα δικαστηρίου’ - βλ. Δ. Τσικρικά, ΕλλΔνη 2006. 664 επ.) και για αποκλεισμό του forum non conveniens (βλ. ΔΕΚ, 1.03.2005, C-281/02, Owusu κατά Jackson) και των αντί-αγωγικών διαταγών (‘anti-suit injunctions’ - βλ. ΔΕΚ, 27.04.2004, C-159/02, Turner, ΔΕΚ, 10.02.2009, C-185/2007, Allianz SpA). Θεσμοί, ενστάσεις και ρήτρες υπέρ τρίτων με υπερεδαφική εμβέλεια που μπορούν να θίξουν την ομοιόμορφη εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας απορρίπτονται ως μη συμβατοί με το ευρωπαϊκό σύστημα.
11. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στην υπό εξέταση περίπτωση, υφίσταται αξίωση από αδικοπραξία - η ενάγουσα-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι αντιφατικές και παράνομες κατά την έννοια του ΑΚ 914 ενέργειες του εναγομένου (ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά παρά την προηγούμενη πιστοποίηση με διάρκεια πενταετίας) συνιστούν αδικοπραξία - της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου. Τούτο διότι δεν υπήρχε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και του εναγομένου, η δε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης Α.Ε. ήταν σύμβαση υπηρεσιών με διαφορετικό, περιορισμένο, αντικείμενο σε σχέση με την προηγηθείσα πιστοποίηση του πλοίου από τον εναγόμενο και την ανάκληση της πιστοποίησής του στον Πειραιά. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό οριοθετείται από το αίτημα, την ιστορική βάση και, πλέον, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, δεν σχετίζεται με τη σύμβαση συγκεκριμένων υπηρεσιών μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής Α.Ε., νομικό πρόσωπο που δεν ταυτίζεται με τον αντίδικο. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ότι η επίκληση ρήτρας παρέκτασης από τον εναγόμενο, ρήτρα η οποία είναι δημοσιευμένη στους κανόνες και κανονισμούς του εναγομένου από τον Ιούλιο του 2008, χωρίς να αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης και η οποία προηγείται χρονικά του παραγωγικού λόγου της αξίωσης από αδικοπραξία (ανάκληση της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 2008, παρά την προηγούμενη πιστοποίησή του με διάρκεια πενταετίας), δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, η αξίωση από αδικοπραξία δεν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας παρεκτάσεως μεταξύ μη συμβαλλομένων μερών. Έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως θα μπορούσε να υπάρξει μόνο εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου και, υπό την προϋπόθεση, ότι η εν λόγω συμφωνία είχε γίνει μετά την τέλεση της αδικοπραξίας (έτσι, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 3, αριθ. 21, σ. 29). Συνοψίζοντας, εξ επόψεως υποκειμενικών ορίων, η υφιστάμενη συμφωνία παρεκτάσεως δεσμεύει μόνον τα συμβαλλόμενα μέρη και όχι την ενάγουσα- εκκαλούσα και τον εναγόμενο τρίτο.
12. Περαιτέρω, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου - συμπέρασμα όμως που δεν επιβεβαιώνεται από τα νομικά δεδομένα της υπόθεσης - σύμφωνα με τη θέση που τείνει να παγιωθεί στην ημεδαπή νομολογία (ΑΠ 778/2005, ΕφΘεσ 1330/2011), η αναφορά σε ρήτρα παρέκτασης στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στο να καταστήσει τη συμφωνία αποκλειστική, αλλά σκοπό έχει να τη διατηρήσει ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της. Η κατά τα αμέσως προηγούμενα θέση αυτή της νομολογίας σημαίνει εδώ ότι η αναφορά στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001 (…), δικαστηρίων έχει καταστήσει τη συμφωνία συντρέχουσα και όχι αποκλειστική. Η εν λόγω νομολογία είναι δεκτική αντιρρήσεων (έτσι, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, σ. 160 επ.), ιδίως, αλλά όχι μόνο, σε ότι αφορά στην εφαρμογή της στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Εξάλλου, δεν προκύπτει με βεβαιότητα από τα πραγματικά περιστατικά εάν υπάρχει ή όχι αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001, δικαστηρίων. Και αυτό γιατί η ρήτρα παρέκτασης που υπάρχει στη σύμβαση (όρος ..) μεταξύ της ενάγουσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε. παραπέμπει στη δικαιοδοσία των … δικαστηρίων γενικά και όχι σ’ ένα συγκεκριμένο κατά τόπον δικαστήριο (…) που θα συνέπιπτε με τη γενική νόμιμη δωσιδικία της έδρας του εναγομένου. Πάντως, εάν το Εφετείο Πειραιά ακολουθήσει, κατ’ αρχήν, τη νομολογία των ημεδαπών δικαστηρίων (ΑΠ 778/2005, ΕφΘεσ 1330/2011) και εφόσον αποφασίσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι υφίσταται έγκυρη ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, δύναται να κρίνει, ότι η αναφορά στην αρμοδιότητα των ήδη αρμόδιων, κατ’ άρθρο 60 του κανονισμού 44/2001 (γενική νόμιμη δωσιδικία της έδρας του εναγομένου), δικαστηρίων έχει καταστήσει τη συμφωνία συντρέχουσα και όχι αποκλειστική.
13. Συμπερασματικά, ως προς το πρώτο ερώτημα δίδεται η απάντηση, ότι σε αξίωση από αδικοπραξία της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, η επίκληση από τον εναγόμενο ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Η ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας- εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε., ακόμη και αν θεωρηθεί έγκυρη, δεν παράγει αποτελέσματα παρά μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (ενάγουσα και ελληνική αντισυμβαλλόμενη Α.Ε.). Συνεπώς, δεν δεσμεύει τα ελληνικά δικαστήρια σε ότι αφορά στην αξίωση της ενάγουσας-εκκαλούσας κατά του εναγομένου νηογνώμονα ως προς τη βάση της αδικοπραξίας.
2. Επί του δεύτερου ερωτήματος
14. Κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001, «για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα· β) την κεντρική της διοίκηση ή· γ) την κύρια εγκατάστασή της». Επίσης, ο κανονισμός 44/2001 προβλέπει, πέραν της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 2 παρ. 1 του κανονισμού), την ειδική συντρέχουσα δωσιδικία «του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού). Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού απορρέει από το ίδιο σύστημα με εκείνο της Σύμβασης των Βρυξελλών και έχει συνταχθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, 14.05.2009, Ilsinger, C-180/06, σκέψη 58). Η δωσιδικία αυτή αφορά τις ενοχές εξ αδικοπραξίας όσο και τις οιονεί αδικοπραξίες (quasi-delits).
15. Σε σχέση με τον προσδιορισμό «του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» (άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού) θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα (βλ. Ε. Βασιλακάκη, Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από σύμβαση και από αδικοπραξία, 2004, σ. 169 επ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 2011, σ. 107 επ.): ο τόπος όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να είναι είτε ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, είτε ο τόπος επέλευσης της ζημίας (από τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας βλ. ΠολΠρΚορινθ 73/2006 Αρμεν. 2007. 54 επ. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου έκρινε, ως προς την ευθύνη του παραγγελιοδόχου από αδικοπραξία, ότι θεμελιώνεται συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία και των ελληνικών δικαστηρίων, διότι το ζημιογόνο γεγονός της απάτης συνέβη μεν στην Αγγλία, αλλά η ζημία επήλθε στην έδρα του ενάγοντα στην Ελλάδα). Υπό την προϋπόθεση, ότι πρόκειται για την άμεση, αρχική, ζημία και όχι για την έμμεση ή απώτερη ζημία συνεπεία της αρχικά επελθούσας ζημίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, η έννοια «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δεν αφορά τον τόπο στον οποίο ο ζημιωθείς ισχυρίζεται, «ότι υπέστη περιουσιακή ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικώς επελθούσας ζημίας που υπέστη» (ΔΕΚ, 19.09.1995, Marinari/Lloyds Bank, C- 364/93, σκέψη 15), ούτε επεκτείνεται στον τόπο της κατοικίας του ενάγοντος, όπου βρίσκεται το επίκεντρο της περιουσίας του, επειδή και μόνον ο ενάγων υπέστη στον τόπο αυτό οικονομική ζημία (ΔΕΚ, 10.06.2004, Kronhofer, C-168/02. Για τη νομολογία αυτή του ΔΕΚ βλ. Π. Αρβανιτάκη, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημείο 3 ΣυμβΛουγκ/ΚανΒρ Ι, γνωμοδότηση, ΕΠολΔ 4/2009. 472 επ., 475-6). Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει στην απόφασή του υπ’ αριθ. 18/2006, ότι δεν ιδρύεται δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων στην περίπτωση που η μεν «αδικοπραξία τελέσθηκε στο Λονδίνο» - επρόκειτο για ανεπιτυχή εγχείρηση στη μέση, ο ιατρός είχε χειρουργήσει το δίσκο Α4-Α5 αντί του δίσκου Α5-Α6, όπου υπήρχε το πρόβλημα -, η δε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης της υγείας εμφανίζεται «όχι ως πρωτογενής αλλά ως συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας που υπέστη η αναιρεσείουσα στη Μεγάλη Βρετανία» (ΑΠ 18/2006 ΝοΒ 2006. 1501, 1503). Η νομολογία αυτή τείνει να παγιωθεί στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες - βλ. Com. 28 fevrier 2006, σε S. Guinchard/C. Chainais/F. Ferrand, Procedure civile. Droit interne et droit de l’Union europeenne, 30eme edition, Dalloz 2010, p. 1106) και επαναλαμβάνεται σ’ ένα βαθμό σε διαφορετικές αδικοπραξίες. Έτσι, έχει νομολογηθεί στο παρελθόν ως προς τον τόπο επέλευσης της ζημίας, ότι «αν επήλθε από το ζημιογόνο γεγονός περαιτέρω ζημία σε διάφορο τόπο αυτού της αρχικής ζημίας, τότε ο τόπος αυτός δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου» (ΑΠ 1551/2003 ΕΕΕυρΔ 2/2005. 459 επ., 463). 16. Ζήτημα προκύπτει είτε όταν τα αδικήματα τελούνται σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη, είτε όταν η ζημία που προκύπτει συνεπεία της αδικοπραξίας εκδηλώνεται σε διαφορετικά κράτη- μέλη. Το φαινόμενο είναι σύνηθες, μεταξύ άλλων, για τα δημοσιεύματα του τύπου, τα ελαττωματικά προϊόντα, τις θαλάσσιες μεταφορές και το περιβάλλον. Η προβληματική συνδέεται άμεσα με την υπό εξέταση περίπτωση της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου στον Πειραιά τον Οκτώβριο του 2008, παρά την προηγούμενη πιστοποίησή του με διάρκεια πενταετίας. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης, η παράθεση μίας παρεμφερούς περίπτωσης έχει την αξία της: εφόσον πρόκειται για δημοσίευμα του τύπου το οποίο κυκλοφόρησε εντός πλειόνων κρατών-μελών, αυτός του οποίου προσβλήθηκε η υπόληψη έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είτε ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους του τόπου εγκαταστάσεως του εκδότη, είτε ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους στο οποίο κυκλοφόρησε το δημοσίευμα και προσβλήθηκε η υπόληψή του (ΔΕΚ, 7.03.1995, Fionna Shevill/ Presse Alliance, C-68/93), μόνο όμως κατά το ποσοστό της ζημίας που επήλθε σε αυτό (βλ. Παμπούκη/Μεϊδάνη, Διεθνής δικαιοδοσία δικαστηρίων, Δίκαιο διεθνών συναλλαγών, 2010, σ. 1346).
17. Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητο είναι να τονιστεί, ότι γενικά το ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) ακολουθεί μία μάλλον αυστηρή, συσταλτική, ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού. Αυτό σημαίνει ότι, οι αποκλίσεις από τη γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου ισχύουν μεν, ερμηνεύονται όμως με αυστηρά κριτήρια δε. Συγκεκριμένα, έχει νομολογηθεί, ότι τόσο ο τόπος διαπίστωσης της ζημίας, όσο και ο τόπος της τελικής παραδόσεως του φορτίου, δεν θεμελιώνουν τη δικαιοδοτική βάση του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού (ΔΕΚ, 27.10.1998, Reunion europeenne S.A/, C-51/97, ΕλλΔνη 1999. 685 επ., 688). Πράγματι, από την παράθεση του συνόλου της νομολογίας του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου, συνάγεται, κατ’ αρχήν, ότι «η διεθνής δικαιοδοσία κατά το άρθρο 5 σημείο 3 [..] ερμηνεύεται συσταλτικά σε σχέση προς τον ‘τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός’, ώστε να αποκλεισθεί τόσο η δημιουργία ενός forum actoris όσο και η δυνατότητα του ενάγοντος να επιλέξει μεταξύ περισσοτέρων fora delicti» (Αρβανιτάκης, Η έννοια του «τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» επί σύνθετης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς κατά το άρθρο 5 σημείο 3 ΣυμβΛουγκ/ΚανΒρ Ι, ο.π., 476).
18. Από την άλλη πλευρά, σημαντικό είναι να λεχθεί, ότι η κατά τα ανωτέρω συσταλτική ερμηνεία του Δικαστηρίου δεν σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του κανονισμού περιορίζεται μόνον στον τόπο του εκάστοτε αιτιώδους γεγονότος. Αντίθετα, λαμβάνεται ρητά υπόψη και ο τόπος επελεύσεως της ζημίας, δηλαδή «ο τόπος στον οποίο εμφανίζεται με συγκεκριμένο τρόπο η ζημία που προκλήθηκε» (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, C-189/08, σκέψη 27, ΕΠολΔ 4/2009. 547 επ., σημείωμα Π. Αρβανιτάκη, 551). Δεν πρέπει επομένως να γίνεται σύγχυση μεταξύ του τόπου επελεύσεως της ζημίας και του τόπου όπου έλαβε χώρα το εκάστοτε γεγονός που έβλαψε, για παράδειγμα, ένα προϊόν. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με το Δικαστήριο, ο τόπος πραγματοποιήσεως της ζημίας «είναι εκείνος όπου το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός παράγει τα ζημιογόνα αποτελέσματά του» (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, ο.π., σκέψη 27). Έτσι, ο τόπος επελεύσεως της ζημίας μπορεί να είναι ένα εργοστάσιο στο οποίο το ελαττωματικό προϊόν μεταποιήθηκε σε άλλο υλικό, προκαλώντας στο τελευταίο υλική ζημία. Συμπερασματικά, ως «τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός» δηλώνεται ο τόπος όπου επήλθε η αρχική ζημία λόγω της φυσιολογικής χρήσης του προϊόντος για τον σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται (ΔΕΚ, 16.07.2009, Zuid-Chemie, ο.π., σκέψη 32). Κατά τη γνώμη μας, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου δεν είναι αποδοκιμαστέα. Τούτο διότι η διάκριση μεταξύ του τόπου του αιτιώδους γεγονότος και του τόπου όπου επήλθε η ζημία αποδίδει με πληρότητα τις δυνατότητες που έχει ο ενάγων επί αδικοπραξίας. Σε αυτή την κατηγορία των περιπτώσεων, ορθόν είναι ο ζημιωθείς να μην περιορίζεται μόνο στη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, αλλά να μπορεί να επιλέξει και το δικαστήριο του τόπου όπου επήλθε η αρχική ζημία.
19. Υπό το φως του συνόλου των ανωτέρω επισημάνσεων, προκύπτει ότι επί αδικοπραξίας ιδρύεται δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον στην Ελλάδα συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια της απευθείας παραγωγής στην Ελλάδα των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του γεγονότος εις βάρος του αμέσως ζημιωθέντος (βλ. ΑΠ 18/2006, ΑΠ 1027/2011 ΕφΑΔ 12/2011. 1195 επ., 1196), ή/και επήλθε η άμεση ζημία του ενάγοντος. Συνεπώς, στην υπό εξέταση περίπτωση, από το κατ’ ιδίαν ιστορικό όπως αυτό τέθηκε υπόψη μου, συμπεραίνεται, ότι τα ημεδαπά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία ως προς τη βάση της αδικοπραξίας για ζημιογόνα γεγονότα εις βάρος της αμέσως ζημιωθείσας ενάγουσας που δεν συνέβησαν στην Ελλάδα και για τα οποία δεν επήλθε άμεση, αρχική, ζημία της ενάγουσας στην ημεδαπή. Ειδικότερα, τα ημεδαπά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία ως προς τις αξιώσεις της ενάγουσας για τις επιμέρους ζημίες που υπέστη και που αναγκάστηκε να επιδιορθώσει σε λιμάνια ανά τον κόσμο (Λα Πλάτα, Ντακάρ, Λισαβόνα), ακόμη και αν θεωρηθούν οι επιμέρους αυτές ζημίες ως συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας της οποίας γενεσιουργός λόγος ήταν η ενδεχομένως εσφαλμένη ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση +100 Α1. Γι’ αυτές τις αξιώσεις, διεθνή δικαιοδοσία έχουν είτε τα δικαστήρια του … , όπου και εδρεύει το εναγόμενο νομικό πρόσωπο, είτε τα κατά τόπον αρμόδια δικαστήρια της Κίνας, όπου έλαβε χώρα η πρώτη, ενδεχομένως εσφαλμένη, ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση + 100 Α1. Η μόνη περίπτωση να έχουν τα δικαστήρια του Πειραιά δικαιοδοσία για το σύνολο της διαφοράς είναι εάν κριθεί, ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω η ειδική συντρέχουσα δωσιδικία της τοποθεσίας του υποκαταστήματος, κατ’ άρθρο 5 παρ. 5 του κανονισμού 44/2001. Με δεδομένο ότι η ύπαρξη ενός διαφορετικού νομικού προσώπου δεν θεωρείται πάντοτε αποφασιστική για τον αποκλεισμό της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 5 του κανονισμού 44/2001 (βλ. ΔΕΚ, 9.12.1987, Schotte/Rothschild, 218/86), η ειδική δωσιδικία της τοποθεσίας του υποκαταστήματος δύναται να εφαρμόζεται, υπό προϋποθέσεις, σε αυτοτελή εταιρεία που έχει την ίδια επωνυμία με τη θυγατρική της. Τέτοιο όμως συμπέρασμα δεν συνάγεται στην υπό εξέταση περίπτωση από τα πραγματικά περιστατικά όπως μου ετέθησαν και, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ζήτημα της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου. Εξάλλου, η νομολογία του ΔΕΚ στην υπόθεση Schotte/Rothschild τυγχάνει επιστημονικής αμφισβήτησης.
20. Αντίθετα, τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν τοπική αρμοδιότητα και, επομένως, διεθνή δικαιοδοσία για το γενεσιουργό της θετικής και αποθετικής ζημίας γεγονός της αιφνίδιας ανάκλησης της κλάσης του φορτηγού πλοίου από τον εναγόμενο τον Οκτώβριο του 2008 - με την άφιξη του φορτηγού πλοίου «…» στον Πειραιά, για τις δαπάνες μίσθωσης της πλωτής δεξαμενής του ΟΛΠ, για τις δαπάνες ρυμούλκησης από τη Δραπετσώνα στο Πέραμα και για την μεθόρμιση του πλοίου στη Δραπετσώνα, για τις συνολικές δαπάνες ανταλλακτικών και επισκευών προκειμένου να ταξινομηθεί το πλοίο στην κλάση του … Νηογνώμονα συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο, για την ηθική βλάβη και για την αποθετική ζημία που ανέκυψε από την απώλεια του ναύλου, δυνάμει της από … σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων. Τούτο διότι τόσο ο τόπος όπου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός - δηλαδή η ανάκληση της πιστοποίησης του πλοίου στις αρχές Οκτωβρίου του 2008 με άμεση συνέπεια την καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης - όσο και ο τόπος επελεύσεως της άμεσης, αρχικής, ζημίας που προήλθε από την καταγγελία της σύμβασης ναύλωσης και τις δαπάνες για τη νέα ταξινόμηση του πλοίου στην κλάση του … Νηογνώμονα, είναι, όπως προκύπτει από το ιστορικό που τέθηκε υπόψη μου, ο Πειραιάς. Εφόσον στον Πειραιά συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, υπό την έννοια της απευθείας παραγωγής των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του γεγονότος αυτού εις βάρος της αμέσως ζημιωθείσας ενάγουσας-εκκαλούσας, ιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Πειραιά για τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες αξιώσεις από αδικοπραξία της εταιρείας «…». IV. Συμπεράσματα
21. Σε αξίωση από αδικοπραξία της οποίας ο παραγωγικός λόγος δεν συνιστά παράλληλα και αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, η επίκληση από τον εναγόμενο ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 του κανονισμού 44/2001. Τούτο διότι αξίωση από αδικοπραξία δεν αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας παρεκτάσεως μεταξύ μη συμβαλλομένων μερών. Συνεπώς, η ρήτρα παρέκτασης υπέρ τρίτου, νηογνώμονα με την επωνυμία «…» που εδρεύει στο … , σε σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας-εκκαλούσας και της ελληνικής αντισυμβαλλόμενης της Α.Ε. δεν δεσμεύει τα ελληνικά δικαστήρια σε ότι αφορά στην αξίωση της ενάγουσας-εκκαλούσας κατά του εναγομένου νηογνώμονα ως προς τη βάση της αδικοπραξίας. 22. Περαιτέρω, τα δικαστήρια του Πειραιά έχουν διεθνή δικαιοδοσία, κατ’ άρθρο 5 παρ. 3 του κανονισμού 44/2001, αποκλειστικά για τις αξιώσεις που προέρχονται από το γενεσιουργό της ζημίας συγκεκριμένο γεγονός της ανάκλησης της κλάσης του φορτηγού πλοίου «…» από τον εναγόμενο τον Οκτώβριο του 2008 στον Πειραιά, για τις συνολικές δαπάνες ανταλλακτικών και επισκευών προκειμένου να ταξινομηθεί το πλοίο στην κλάση του … Νηογνώμονα συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο, για την ηθική βλάβη και για την αποθετική ζημία που ανέκυψε από την απώλεια του ήδη συμφωνημένου, δυνάμει της από 15.09.2008 σύμβασης, ναύλου, συμπεριλαμβανομένων των νόμιμων τόκων, συνεπεία της ανάκλησης της κλάσης του πλοίου από τον εναγόμενο.
Αθήνα, 20 Απριλίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου