1540/2004 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ (365906)
(ΕΕΜΠΔ 2004/828)
Θέση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου..
46 του ν. 1892/1990. Γίνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε πιστωτού αυτής και ανεξαρτήτως του...
ποσοστού συμμετοχής του στο σύνολο των αξιώσεων κατά της
εταιρίας. Η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει, κατά ρητή αναδρομική ισχύ της διατάξεως
του άρθρου 77 παρ. 24 του ν. 3057/2002, από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του
ν. 2947/2001, ήτοι από 9.10.2001. Η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του ανωτέρω
ν. 2947/2001 με την οποία, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι από το πλειστηρίασμα
ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το ελληνικό δημόσιο, ακόμη και
κατά προτεραιότητα των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, δεν
θεωρείται ότι αντίκειται στις αρχές της ισότητος και της αναλογικότητας, ούτε
στην αρχή της προστασίας της περιουσίας του προσώπου, του άρθρου 1 του πρώτου
πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και δεν συνιστά κατάχρηση εξουσίας.
Περιστατικά.
46 του ν. 1892/1990. Γίνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε πιστωτού αυτής και ανεξαρτήτως του...
Εφετείο Θεσσαλονίκης 1540/2004
Πρόεδρος: Ι. Σιμόπουλος Εισηγητής: Ε. Κλαδογένης Δικηγόροι: Α. Δαμιανίδου, Χ. Βασιλογεώργης
Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 583, 586, 590 και 773 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν προσκλήθηκε σε δίκη η οποία διεξήχθη κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και να ζητήσει την ακύρωσή της, εάν αυτή του προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του. Η απόφαση η οποία δέχεται την τριτανακοπή, ακυρώνει ή κηρύσσει ανενεργό την προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον τριτανακόπτοντα, εκτός εάν πρόκειται για αδιαίρετο δίκαιο, οπότε η απόφαση ακυρώνεται ως προς όλους. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινομένη τριτανακοπή διώκεται, κατ` ορθήν εκτίμηση του δικογράφου, η ακύρωση της υπ` αριθμ. */2002 οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδοθείσα κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, έθεσε την πρώτη από τους καθ` ων καλαθοσφαιρική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Κ.Α.Ε." υπό την ειδική εκκαθάριση των αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 και 46 Α ν.1892/1990, επειδή ο τριτανα κόπτων επικαλείται έννομο συμφέρον, ως δανειστής της εταιρίας, δεν προσεκλήθη δε και δεν έλαβε μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση. Με το περιεχόμενο αυτό η τριτανακοπή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις ως άνω διατάξεις, παραδεκτώς δε ασκηθείσα και φερομένη προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο κατά την ίδια διαδικασία, της εκουσίας δικαιοδοσίας, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Από την διάταξη του αρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία "το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει τον νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση", συνάγεται, ότι ο νεώτερος μετά αναδρομικής δυνάμεως νόμος, δημοσιευθείς μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν καταλαμβάνει την δίκη ενώπιον του Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία έχει εφαρμόσει τον ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσιεύσεώς της προηγούμενο νόμο, εκτός εάν τούτο ή ορίζεται ρητώς με ειδική διάταξη ή συνάγεται σαφώς από το όλο περιεχόμενο της εχούσης αναδρομική δύναμη διατάξεως, πράγμα το οποίο συμβαίνει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και οσά κις ορίζεται, ότι η νέα διάταξη ισχύει από τότε που ίσχυσε ο προηγούμενος, καταργούμενος ή τροποποιούμενος από αυτήν νόμος. Επίσης, οσάκις το Εφετείο, αφού εξαφανίσει κατ` αποδοχήν λόγου εφέσεως την εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει κατά το αρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ την υπόθεση προς κατ` ουσίαν εκδίκαση, επιλαμβάνεται προς τούτο της αγωγής, εφαρμόζει για την διάγνωση αυτής και μάλιστα του νόμω βασίμου της αγωγής και της ουσίας εν γένει της υποθέσεως, τον νεώτερο με αναδρομική δύναμη νόμο (ΟλΑΠ 654/1984 ΕλλΔ 25, 1174), το ίδιο δε, συμβαίνει και στην περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της τριτανακοπής. Στην προκειμένη περίπτωση, με το αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 "Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενείας κ.λπ." ορίζεται, ότι "Οι διατάξεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/ 1990 (ΦΕΚ 101 Α`), όπως αυτό ισχύει, εφαρμόζονται και στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, όπως αυτές ορίζονται στα αρ. 63 επ. του ν. 2725/1999. Ειδικός εκκαθαριστής αθλητικής ανώνυμης εταιρίας διορίζεται το αντίστοιχο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, όπως αυτό ορίζεται στο αρ. 1 σε συνδυασμό με τα αρ. 63 και 64 του ν. 2925/1999. Με την κίνηση της διαδικασίας για την θέση ανώνυμης αθλητικής εταιρίας σε εκκαθάριση, το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο αναλαμβάνει την διαχείρηση όλων των αθλητικών ζητημάτων και ιδίως την συμμετοχή των ομάδων και των αθλητών στις εθνικές και διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο αμέσως μετά την θέση ανώνυμης αθλητικής εταιρίας σε εκκαθάριση, διαθέτει με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό το δικαίωμα σύστασης νέας αθλητικής ανώνυμης εταιρίας, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια της συμμετοχής στις αντίστοιχες αθλητικές διοργανώσεις. Ως προς την διάθεση και του δικαιώματος αυτού ισχύουν αναλόγως οι ρυθμίσεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990, όπως αυτός ισχύει. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ο τρόπος υπολογισμού της τιμής εκκίνησης του σχετικού δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Από το πλειστηρίασμα ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό και στα όργανα διοίκησης της νέας εταιρίας δεν έχουν όσοι κατέχουν ή ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του 10%, στην υπό εκκαθάριση εταιρία. Ο κατάλογος των προσώπων που αποκλείονται καταρτίζεται με κοινή απόφαση των ίδιων υπουργών. Η κίνηση της διαδικασίας υπαγωγής στο καθεστώς της παραγράφου αυτής, μπορεί να γίνει μέχρι τις 31.12.2001. Η κίνηση της διαδικασίας αυτής αρκεί ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή των αντίστοιχων ομάδων σε αθλητικές διοργανώσεις". Σε εκτέλεση των ως άνω διατάξεων του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 εξεδόθη η υπ` αριθμ. 40/4.3.2002 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως στο ΦΕΚ 281/7.3.2002 (τεύχος Β) και η οποία, μεταξύ των άλλων, ορίζει, ότι:
"1) Στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες των αρ. 63 επ. του ν. 2725/1999 εφαρμόζονται οι διατάξεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990 (ειδική εκκαθάριση), όπως ισχύει σήμερα, οι οποίες προσιδιάζουν στο θεσμό της ειδικής εκκαθάρισης ως συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν αντιβαίνουν στις ειδικότερες ρυθμίσεις της παρ. 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001.
2) Η υπαγωγή των αθλητικών α νώνυμων εταιριών στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου γίνεται από το Εφετείο της έδρας της εταιρίας, εφόσον η εταιρία πληροί μία από τις αναφερόμενες στο αρ. 16 του ν. 1892/1990, στο οποίο παραπέμπει το αρ. 46 Α του ίδιου νόμου προϋποθέσεις.
3) Στην υποβολή της σχετικής αίτησης νομιμοποιείται ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται ο αιτών ή οι αιτούντες να εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων κατά της υπό εκκαθάριση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας. Στην απόφαση του Εφετείου γίνεται προς τον σκοπό αυτόν μνεία της παρ. 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001 και της παρούσας απόφασης ...".
Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η τεθείσα στην παράγραφο 3 της υπουργικής αποφάσεως διάταξη "... Χωρίς να απαιτείται ο αιτών ή οι αιτούντες να εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων κατά της υπό εκκαθάριση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας" συνιστά τροποποίηση της διατάξεως του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990, η οποία απαιτεί την πλειοψηφία του 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων προκειμένου να υποβληθεί αίτηση για την θέση ανώνυμης εταιρίας υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθαρίσεως, ετέθη δε, χωρίς να υφίσταται προς τούτο ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση του ν. 2947/2001 ή από οποιονδήποτε άλλον νόμο και συνεπώς ήταν ανίσχυρη. Ομως, μετά από την δημοσίευση της υπ` αρ. 1758/3.6.2002 αποφάσεως, του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση του δευτέρου από τους ήδη καθ` ων η τριτανακοπή και ετέθη υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως η πρώτη εξ αυτών ενώ ο αιτών εκπροσωπούσε ποσοστό μικρότερο του 51% του συνόλου των απαιτήσεων κατ` αυτής, εξεδόθη ο ν. 3057/10.10.2002, ο οποίος στο αρ. 77 παρ. 24 ορίζει τα εξής: Στην παράγραφο 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001 (ΦΕΚ 228 Α) προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια, η ισχύς των οποίων ανατρέχει στον χρόνο έναρξης της ισχύος του ν. 2947/ 2001 (9.10.2001): "Η διαδικασία κινείται με την υποβολή σχετικής αίτησης από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο των αξιώσεων κατά της εταιρίας. Η συμφωνία του Δημοσίου ως πιστωτή παρέχεται, απ` ευθείας από τον νόμο αυτόν. Με τις υπουργικές αποφάσεις των προηγούμενων εδαφίων μπορεί να εισάγονται αποκλίσεις από τον ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), όπως αυτός ισχύει, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του παρόντος νόμου". Από το περιεχόμενο των τελευταίων διατάξεων του ν. 3057/10.10.2002 προκύπτει, ότι με αυτές ορίζεται ρητώς η αναδρομική ισχύς των από της 9.10.2001, ότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2947/2001 και ειδικότερα εκείνης με την οποία επιτρέπεται να τεθεί υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθαρίσεως αθλητική ανώνυμη εταιρία κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε δανειστού της και ανεξαρτήτως του ποσο στού συμμετοχής του στο σύνολο των αξιώσεων κατά της εταιρίας, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του νόμου και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην αρχή σκέψη, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και στην παρούσα δίκη. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της τριτανακοπής, με τον οποίο ο τριτανακόπτων ζητεί την ακύρωση της τριτανακοπτομένης αποφάσεως και ειδικότερα επειδή
1) ο δεύτερος των καθ` ων, με αίτηση του οποίου ετέθη σε καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως η πρώτη εξ αυτών, είχε κατ` αυτής απαιτήσεις οι οποίες υπελείποντο του 51% του συνόλου των κατά της ιδίας απαιτήσεων και
2) η ως άνω υπ` αριθ. 40/4.3.2002. Υπουργική απόφαση εξεδόθη χωρίς να υφίσταται νομοθετική εξουσιοδότηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η διάταξη του αρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος η οποία διαλαμβάνει, ότι "Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αυτών από τον νόμο, κατά την ρύθμιση από αυτόν των αντικειμένων τα οποία εν διαφέρουν τους Ελληνες, αποκλείουσα την αυθαίρετη και άνιση μεταχείρισή τους. Δεν απαγορεύει όμως καθόλου τη ρύθμιση κατά διαφορετικό τρόπο των διαφόρων θεμάτων κατά κατηγορίες υποθέσεων ή προσώπων τα οποία τελούν υπό τις ίδιες περιστάσεις, όταν αυτή επιβάλλεται από λόγους γενικώτερου κοινωνικού ή εν γένει δημοσίου συμφέροντος ή δικαιολογείται από τις συνθήκες των ρυθμιζομένων σχέσεων και είναι σύμφωνη προς το περί δικαίου αίσθημα (ΟλΑΠ 275/1971 ΝοΒ 19, 865). Εξ άλλου, σύμφωνα με το αρ. 16 παρ. 9 του Συντάγματος "ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης την διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις εmχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους". Εν όψει των διατάξεων αυτών και του γεγονότος ότι το Δημόσιο δαπανά τεράστια ποσά για την στήριξη και την πρόοδο του αθλητισμού, η διάταξη του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 με την οποία, μεταξύ των άλλων, ορίζεται, ότι: "Από το πλειστηρίασμα ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το Ελληνικό Δημόσιο ...", δεν παραβιάζει τις κα θιερωμένες από το Σύνταγμα αρχές της ισότητος και της αναλογικότητος και δεν δύναται να θεωρηθεί ως παραβιάζουσα τις αρχές αυτές, ούτε επειδή με άλλη διάταξη, ήτοι με το αρ. 975 παρ. 3, 5 ΚΠολΔ, οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας προηγούνται στον πίνακα της κατατάξεως των δανειστών από τις απαιτήσεις του Δημοσίου. Συνεπώς, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος της τριτανακοπής, με τους οποίους ο τριτανακόπτων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι σαν αβάσιμοι.
Το αρ. 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμά των το οποίο ορίζει στο πρώτο εδάφιο, ότι: "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους", δεν θίγει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο αυτού, το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους τους οποίους το ίδιο κρίνει αναγκαίους προκειμένου να ρυθμίσει την χρήση αγαθών σύμφωνα προς το δημόσιον συμφέρον ή για την εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων, ενώ σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 2947/2001, ο δικαιολογητικός λόγος της θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως του αρ. 17 παρ. 5 αυτού, είναι ότι με αυτήν "αναγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος των αντί στοιχων αθλητικών σωματείων και διασφαλίζεται η συνέχεια της αθλητικής παρου σίας των αντίστοιχων ομάδων (των αθλητικών Α.Ε.)". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς την αναφερθείσα ανωτέρω διάταξη του αρ. 16 παρ. 9 του Συντάγματος και την διάταξη του αρ. 48 αριθ. 4 π.δ. 18/1989, κατά την οποία η πράξη της Διοικήσεως, συνιστά κατάχρηση εξουσίας, όταν αυτή φέρει μεν καθ` εαυτήν όλα τα στοιχεία της νομιμότητος, γίνεται όμως για σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίο έχει νομοθετηθεί, προκύπτει, ότι η θέσπιση της διατάξεως του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 δεν παραβιάζει το αρ. 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ούτε συνιστά κατάχρηση εξουσίας και συνεπώς οι τρίτος και τέταρτος και τελευταίος λόγοι της ανακοπής είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη η τριτανακοπή.
Πρόεδρος: Ι. Σιμόπουλος Εισηγητής: Ε. Κλαδογένης Δικηγόροι: Α. Δαμιανίδου, Χ. Βασιλογεώργης
Από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 583, 586, 590 και 773 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν προσκλήθηκε σε δίκη η οποία διεξήχθη κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και να ζητήσει την ακύρωσή της, εάν αυτή του προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του. Η απόφαση η οποία δέχεται την τριτανακοπή, ακυρώνει ή κηρύσσει ανενεργό την προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον τριτανακόπτοντα, εκτός εάν πρόκειται για αδιαίρετο δίκαιο, οπότε η απόφαση ακυρώνεται ως προς όλους. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινομένη τριτανακοπή διώκεται, κατ` ορθήν εκτίμηση του δικογράφου, η ακύρωση της υπ` αριθμ. */2002 οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδοθείσα κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, έθεσε την πρώτη από τους καθ` ων καλαθοσφαιρική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Κ.Α.Ε." υπό την ειδική εκκαθάριση των αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 και 46 Α ν.1892/1990, επειδή ο τριτανα κόπτων επικαλείται έννομο συμφέρον, ως δανειστής της εταιρίας, δεν προσεκλήθη δε και δεν έλαβε μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση. Με το περιεχόμενο αυτό η τριτανακοπή είναι νόμιμη, στηριζομένη στις ως άνω διατάξεις, παραδεκτώς δε ασκηθείσα και φερομένη προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο κατά την ίδια διαδικασία, της εκουσίας δικαιοδοσίας, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Από την διάταξη του αρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την οποία "το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει τον νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση", συνάγεται, ότι ο νεώτερος μετά αναδρομικής δυνάμεως νόμος, δημοσιευθείς μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν καταλαμβάνει την δίκη ενώπιον του Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία έχει εφαρμόσει τον ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσιεύσεώς της προηγούμενο νόμο, εκτός εάν τούτο ή ορίζεται ρητώς με ειδική διάταξη ή συνάγεται σαφώς από το όλο περιεχόμενο της εχούσης αναδρομική δύναμη διατάξεως, πράγμα το οποίο συμβαίνει, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και οσά κις ορίζεται, ότι η νέα διάταξη ισχύει από τότε που ίσχυσε ο προηγούμενος, καταργούμενος ή τροποποιούμενος από αυτήν νόμος. Επίσης, οσάκις το Εφετείο, αφού εξαφανίσει κατ` αποδοχήν λόγου εφέσεως την εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει κατά το αρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ την υπόθεση προς κατ` ουσίαν εκδίκαση, επιλαμβάνεται προς τούτο της αγωγής, εφαρμόζει για την διάγνωση αυτής και μάλιστα του νόμω βασίμου της αγωγής και της ουσίας εν γένει της υποθέσεως, τον νεώτερο με αναδρομική δύναμη νόμο (ΟλΑΠ 654/1984 ΕλλΔ 25, 1174), το ίδιο δε, συμβαίνει και στην περίπτωση ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της τριτανακοπής. Στην προκειμένη περίπτωση, με το αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 "Θέματα Ολυμπιακής Φιλοξενείας κ.λπ." ορίζεται, ότι "Οι διατάξεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/ 1990 (ΦΕΚ 101 Α`), όπως αυτό ισχύει, εφαρμόζονται και στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες, όπως αυτές ορίζονται στα αρ. 63 επ. του ν. 2725/1999. Ειδικός εκκαθαριστής αθλητικής ανώνυμης εταιρίας διορίζεται το αντίστοιχο ιδρυτικό αθλητικό σωματείο, όπως αυτό ορίζεται στο αρ. 1 σε συνδυασμό με τα αρ. 63 και 64 του ν. 2925/1999. Με την κίνηση της διαδικασίας για την θέση ανώνυμης αθλητικής εταιρίας σε εκκαθάριση, το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο αναλαμβάνει την διαχείρηση όλων των αθλητικών ζητημάτων και ιδίως την συμμετοχή των ομάδων και των αθλητών στις εθνικές και διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Το ιδρυτικό αθλητικό σωματείο αμέσως μετά την θέση ανώνυμης αθλητικής εταιρίας σε εκκαθάριση, διαθέτει με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό το δικαίωμα σύστασης νέας αθλητικής ανώνυμης εταιρίας, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια της συμμετοχής στις αντίστοιχες αθλητικές διοργανώσεις. Ως προς την διάθεση και του δικαιώματος αυτού ισχύουν αναλόγως οι ρυθμίσεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990, όπως αυτός ισχύει. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Πολιτισμού ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται, μεταξύ άλλων, ο τρόπος υπολογισμού της τιμής εκκίνησης του σχετικού δημοσίου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Από το πλειστηρίασμα ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το Ελληνικό Δημόσιο. Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό και στα όργανα διοίκησης της νέας εταιρίας δεν έχουν όσοι κατέχουν ή ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του 10%, στην υπό εκκαθάριση εταιρία. Ο κατάλογος των προσώπων που αποκλείονται καταρτίζεται με κοινή απόφαση των ίδιων υπουργών. Η κίνηση της διαδικασίας υπαγωγής στο καθεστώς της παραγράφου αυτής, μπορεί να γίνει μέχρι τις 31.12.2001. Η κίνηση της διαδικασίας αυτής αρκεί ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή των αντίστοιχων ομάδων σε αθλητικές διοργανώσεις". Σε εκτέλεση των ως άνω διατάξεων του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 εξεδόθη η υπ` αριθμ. 40/4.3.2002 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως στο ΦΕΚ 281/7.3.2002 (τεύχος Β) και η οποία, μεταξύ των άλλων, ορίζει, ότι:
"1) Στις αθλητικές ανώνυμες εταιρίες των αρ. 63 επ. του ν. 2725/1999 εφαρμόζονται οι διατάξεις του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990 (ειδική εκκαθάριση), όπως ισχύει σήμερα, οι οποίες προσιδιάζουν στο θεσμό της ειδικής εκκαθάρισης ως συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν αντιβαίνουν στις ειδικότερες ρυθμίσεις της παρ. 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001.
2) Η υπαγωγή των αθλητικών α νώνυμων εταιριών στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου γίνεται από το Εφετείο της έδρας της εταιρίας, εφόσον η εταιρία πληροί μία από τις αναφερόμενες στο αρ. 16 του ν. 1892/1990, στο οποίο παραπέμπει το αρ. 46 Α του ίδιου νόμου προϋποθέσεις.
3) Στην υποβολή της σχετικής αίτησης νομιμοποιείται ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον, χωρίς να απαιτείται ο αιτών ή οι αιτούντες να εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων κατά της υπό εκκαθάριση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας. Στην απόφαση του Εφετείου γίνεται προς τον σκοπό αυτόν μνεία της παρ. 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001 και της παρούσας απόφασης ...".
Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι η τεθείσα στην παράγραφο 3 της υπουργικής αποφάσεως διάταξη "... Χωρίς να απαιτείται ο αιτών ή οι αιτούντες να εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων κατά της υπό εκκαθάριση αθλητικής ανώνυμης εταιρίας" συνιστά τροποποίηση της διατάξεως του αρ. 46 Α του ν. 1892/1990, η οποία απαιτεί την πλειοψηφία του 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων προκειμένου να υποβληθεί αίτηση για την θέση ανώνυμης εταιρίας υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθαρίσεως, ετέθη δε, χωρίς να υφίσταται προς τούτο ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση του ν. 2947/2001 ή από οποιονδήποτε άλλον νόμο και συνεπώς ήταν ανίσχυρη. Ομως, μετά από την δημοσίευση της υπ` αρ. 1758/3.6.2002 αποφάσεως, του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση του δευτέρου από τους ήδη καθ` ων η τριτανακοπή και ετέθη υπό καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως η πρώτη εξ αυτών ενώ ο αιτών εκπροσωπούσε ποσοστό μικρότερο του 51% του συνόλου των απαιτήσεων κατ` αυτής, εξεδόθη ο ν. 3057/10.10.2002, ο οποίος στο αρ. 77 παρ. 24 ορίζει τα εξής: Στην παράγραφο 5 του αρ. 17 του ν. 2947/2001 (ΦΕΚ 228 Α) προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια, η ισχύς των οποίων ανατρέχει στον χρόνο έναρξης της ισχύος του ν. 2947/ 2001 (9.10.2001): "Η διαδικασία κινείται με την υποβολή σχετικής αίτησης από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο των αξιώσεων κατά της εταιρίας. Η συμφωνία του Δημοσίου ως πιστωτή παρέχεται, απ` ευθείας από τον νόμο αυτόν. Με τις υπουργικές αποφάσεις των προηγούμενων εδαφίων μπορεί να εισάγονται αποκλίσεις από τον ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), όπως αυτός ισχύει, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του παρόντος νόμου". Από το περιεχόμενο των τελευταίων διατάξεων του ν. 3057/10.10.2002 προκύπτει, ότι με αυτές ορίζεται ρητώς η αναδρομική ισχύς των από της 9.10.2001, ότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2947/2001 και ειδικότερα εκείνης με την οποία επιτρέπεται να τεθεί υπό το καθεστώς της ειδικής εκκαθαρίσεως αθλητική ανώνυμη εταιρία κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε δανειστού της και ανεξαρτήτως του ποσο στού συμμετοχής του στο σύνολο των αξιώσεων κατά της εταιρίας, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του νόμου και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την εκτεθείσα στην αρχή σκέψη, οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και στην παρούσα δίκη. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της τριτανακοπής, με τον οποίο ο τριτανακόπτων ζητεί την ακύρωση της τριτανακοπτομένης αποφάσεως και ειδικότερα επειδή
1) ο δεύτερος των καθ` ων, με αίτηση του οποίου ετέθη σε καθεστώς ειδικής εκκαθαρίσεως η πρώτη εξ αυτών, είχε κατ` αυτής απαιτήσεις οι οποίες υπελείποντο του 51% του συνόλου των κατά της ιδίας απαιτήσεων και
2) η ως άνω υπ` αριθ. 40/4.3.2002. Υπουργική απόφαση εξεδόθη χωρίς να υφίσταται νομοθετική εξουσιοδότηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η διάταξη του αρ. 4 παρ. 1 του Συντάγματος η οποία διαλαμβάνει, ότι "Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αυτών από τον νόμο, κατά την ρύθμιση από αυτόν των αντικειμένων τα οποία εν διαφέρουν τους Ελληνες, αποκλείουσα την αυθαίρετη και άνιση μεταχείρισή τους. Δεν απαγορεύει όμως καθόλου τη ρύθμιση κατά διαφορετικό τρόπο των διαφόρων θεμάτων κατά κατηγορίες υποθέσεων ή προσώπων τα οποία τελούν υπό τις ίδιες περιστάσεις, όταν αυτή επιβάλλεται από λόγους γενικώτερου κοινωνικού ή εν γένει δημοσίου συμφέροντος ή δικαιολογείται από τις συνθήκες των ρυθμιζομένων σχέσεων και είναι σύμφωνη προς το περί δικαίου αίσθημα (ΟλΑΠ 275/1971 ΝοΒ 19, 865). Εξ άλλου, σύμφωνα με το αρ. 16 παρ. 9 του Συντάγματος "ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης την διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις εmχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους". Εν όψει των διατάξεων αυτών και του γεγονότος ότι το Δημόσιο δαπανά τεράστια ποσά για την στήριξη και την πρόοδο του αθλητισμού, η διάταξη του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 με την οποία, μεταξύ των άλλων, ορίζεται, ότι: "Από το πλειστηρίασμα ικανοποιείται ως πρώτος προνομιούχος πιστωτής το Ελληνικό Δημόσιο ...", δεν παραβιάζει τις κα θιερωμένες από το Σύνταγμα αρχές της ισότητος και της αναλογικότητος και δεν δύναται να θεωρηθεί ως παραβιάζουσα τις αρχές αυτές, ούτε επειδή με άλλη διάταξη, ήτοι με το αρ. 975 παρ. 3, 5 ΚΠολΔ, οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας προηγούνται στον πίνακα της κατατάξεως των δανειστών από τις απαιτήσεις του Δημοσίου. Συνεπώς, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος της τριτανακοπής, με τους οποίους ο τριτανακόπτων ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι σαν αβάσιμοι.
Το αρ. 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμά των το οποίο ορίζει στο πρώτο εδάφιο, ότι: "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους", δεν θίγει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο αυτού, το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους τους οποίους το ίδιο κρίνει αναγκαίους προκειμένου να ρυθμίσει την χρήση αγαθών σύμφωνα προς το δημόσιον συμφέρον ή για την εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων, ενώ σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 2947/2001, ο δικαιολογητικός λόγος της θεσπίσεως της ως άνω διατάξεως του αρ. 17 παρ. 5 αυτού, είναι ότι με αυτήν "αναγνωρίζεται ο ιδιαίτερος ρόλος των αντί στοιχων αθλητικών σωματείων και διασφαλίζεται η συνέχεια της αθλητικής παρου σίας των αντίστοιχων ομάδων (των αθλητικών Α.Ε.)". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς την αναφερθείσα ανωτέρω διάταξη του αρ. 16 παρ. 9 του Συντάγματος και την διάταξη του αρ. 48 αριθ. 4 π.δ. 18/1989, κατά την οποία η πράξη της Διοικήσεως, συνιστά κατάχρηση εξουσίας, όταν αυτή φέρει μεν καθ` εαυτήν όλα τα στοιχεία της νομιμότητος, γίνεται όμως για σκοπό καταδήλως άλλον από εκείνον για τον οποίο έχει νομοθετηθεί, προκύπτει, ότι η θέσπιση της διατάξεως του αρ. 17 παρ. 5 ν. 2947/2001 δεν παραβιάζει το αρ. 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ούτε συνιστά κατάχρηση εξουσίας και συνεπώς οι τρίτος και τέταρτος και τελευταίος λόγοι της ανακοπής είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη η τριτανακοπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου