Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ


ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - 100/2010 ΕΙΡ ΡΟΔ - Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησκτησία). Αοριστία. Νομική φύση. Αόριστη η αγωγή, εάν δεν γίνεται επίκληση ή μνεία της νομικής φύσης του επιδίκου ακινήτου, ώστε να καθίσταται σαφής και ορισμένη η περιγραφή του

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ:
Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Αγόρευση συνηγόρου πολιτικής αγωγής
ΑΠ 1757/10 (Π.Χρ.2011, σελ.686)

Περίληψη.....

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως και για όλους τους λόγους. – Η υπεράσπιση της πολιτικής αγωγής αγορεύει μόνον επί της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν δικαιούται να αγορεύσει και επί της ποινής, ούτε επί ζητημάτων που σχετίζονται με την ποινή, όπως για το αν η έφεση του καταδικασθέντος θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή για το αν το δικαστήριο είναι αρμόδιο να χορηγήσει την αναστολή. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σχετικά με α) την αναστολή εκτελέσεως της ποινής κάθειρξης 20 ετών που επεβλήθη στον καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και β) την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου να προσδώσει στην έφεση του καταδικασθέντος ανασταλτικό αποτέλεσμα. – Αρμόδιο να αποφασίσει για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή το ΜΟΔ, και όχι οι τακτικοί δικαστές του. – Άνευ υπερβάσεως εξουσίας χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του καταδικασθέντος από το ΜΟΔ.



Ανήλικοι


ΑΠ 118/11

(Π.Χρ.2012, σελ.35)



Περίληψη



Ποιος δύναται να είναι δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης επί παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Τι πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος και πώς η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης. – Ποια είναι η έννοια του “παθόντος” που έχει δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως στα κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα. – Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το αν ο αμέσως ζημιούμενος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς ασκείται η πολιτική αγωγή όταν ο παθών είναι ανήλικος. – Η έγκληση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε ορισμένο χρόνο, αφού συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. – Πότε επέρχεται υπέρβαση εξουσίας λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης. – Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απλή σωματική βλάβη ανηλίκου (μετά από μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη) α) λόγω απόλυτης ακυρότητας, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής του πατέρα του παθόντος ανηλίκου για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ίδιος ατομικώς και όχι το ανήλικο τέκνο του, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί παρίσταται μόνος ως πολιτικώς ενάγων ο πατέρας, αν του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του παθόντος ανηλίκου τέκνου του και αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να ενεργεί μόνος, χωρίς την σύμπραξη της μητέρας του ανηλίκου, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως και δήλωσε ότι έχει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της και ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη της κατηγορουμένης μητέρας, της και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι η έγκληση υπεβλήθη μόνον από τον πατέρα του ανηλίκου, χωρίς να διερευνηθεί το εμπρόθεσμον αυτής και ο λόγος ένεκα του οποίου δεν συνέπραξε και η μητέρα του ανηλίκου


Αξίωση από κακοδικία κατά συμβολαιογράφου


ΑΠ 1392/10

(Νόμος)



…Ακόμη, διορίζει ως αντίκλητο τον ......... ... , κάτοικο ..... , οδός ... και επισυνάπτει στην έγκληση το 004184 γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής, περί της καταθέσεως του οποίου γίνεται ειδική μνεία από το γραμματέα που παρέλαβε την έγκληση, στο άνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν παραμένει καμιά αμφιβολία για την σαφή και άμεση πρόθεση του εγκαλούντος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ασκών ήδη από την προδικασία τα δικαιώματα που του προσδίδει η ιδιότητα αυτή. Το γεγονός ότι η έγκληση στρέφεται κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη και όχι ονομαστικώς κατά του αναιρεσείοντος, δεν δημιουργεί ασάφεια ως προς την παθητική νομιμοποίηση αυτού, αφού και ο αναιρεσείων κατονομάζεται μεταξύ των προσώπων συνέπραξαν στην κατάρτιση των επίμαχων συμβολαίων (ήταν ο συμβολαιογράφος) και, εφ` όσον από την ανακριτική έρευνα ήθελε προκύψει ποινική ευθύνη και γι` αυτόν, το δεδομένο αυτό θα είχε ως επακόλουθο και την αστική του ευθύνη. Ως εκ τούτου, η από 1-8-2002 δήλωση παραστάσεως του εγκαλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος υπήρξε ισχυρή και υποβλήθηκε πριν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα κατάρτισης (και πολύ περισσότερο από την ημέρα γνώσεως του πολιτικώς ενάγοντος περί αυτής, βλ. ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 400/2001) των επίμαχων, από 26-2-2002 συμβολαίων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το πρώτον ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ατελής και δεν επήγαγε έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, όταν επαναλήφθηκε εγκύρως κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτή, την 23-6-2004, να επιχειρηθεί απαραδέκτως, λόγω παρόδου της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 73 παρ.5 του ΕισΝΚΠολΔ, που προβλέπεται για την άσκηση των αγωγών κακοδικίας κατά συμβολαιογράφων κλπ και με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία απόλυτης ακυρότητας λόγω παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ΚΠοινΔ 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α`), είναι αβάσιμος...



Ένδικα μέσα


ΑΠ 2134/09

(Π.Χρ.2010, σελ.681)



Περίληψη


Ο πολιτικώς ενάγων δεν δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, ακόμη και αν η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στον νόμο. – Πότε θεωρείται ότι η πολιτική αγωγή απορρίπτεται ως μη στηριζόμενη στον νόμο. – Κρίνεται ως παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατ’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κακουργημάτων με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή ως μη στηριζόμενη στον νόμο, αφού η επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση. – Έννοια “θετικής” και “αρνητικής” υπέρβασης εξουσίας. – Η αιτιολογία απαιτείται και ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του πολιτικώς ενάγοντος, τέτοιος δε είναι και ο περί περιορισμού του χρηματικού μεγέθους της απαίτησής του. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία αποβλήθηκαν από την διαδικασία οι πολιτικώς ενάγοντες, ως προς το ζήτημα της απόρριψης του ισχυρισμού τους ότι είχαν περιορίσει την απαίτησή τους κατά την εκδίκαση αυτής υπό του πολιτικού δικαστηρίου, προκειμένου να την εισαγάγουν ενώπιον του ποινικού, διότι δεν εκτίθεται αφενός μεν αν ελήφθησαν υπόψιν οι προτάσεις των πολιτικώς εναγόντων στις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε διατυπωθεί ο περιορισμός του αιτήματος των αγωγών τους που κρίθηκαν από το πολυμελές πρωτοδικείο, αφετέρου δε ο λόγος για τον οποίο ο επίμαχος περιορισμός ήταν μη νόμιμος ή παρέμεινε αναπόδεικτος.



ΑΠ 1333/09

(Π.Χρ.2010, σελ.385)



Περίληψη



Ποιος δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Πότε έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου ο πολιτικώς ενάγων. – Έννοια “μη στηριζόμενης στον νόμο” πολιτικής αγωγής. – Κατά της απόφασης του πλημμελειοδικείου που δεν είναι ανέκκλητη ο διάδικος δεν επιτρέπεται να ασκήσει αναίρεση, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, έστω κι αν έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας προς άσκησιν εφέσεως. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρος και ηθική αυτουργία σε αυτήν, ως προς την απόρριψη την παράστασης της πολιτικής αγωγής, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αδικήματος, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με έφεση από την πολιτικώς ενάγουσα.



Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής


Ανεκκαθάριστη απαίτηση


ΑΠ 1342/10

(Π.Χρ.2011, σελ.447)



Περίληψη



Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση εκ του εγκλήματος της φοροδιαφυγής ως ανεκκαθάριστη, χωρίς στην συνέχεια να παραπεμφθεί η σχετική απαίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατ’ αρ. 65 παρ. 2 ΚΠΔ.



Προήγηση οριστικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου



ΑΠ 1001/10

(Π.Χρ.2011, σελ.279)



Περίληψη



…Έναντι ποίων ευθύνονται ο Νομάρχης και τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου για πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. − Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε νομάρχης ή νομαρχιακός σύμβουλος δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας, τις δε αστικές απαιτήσεις του (για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση) θα τις εισαγάγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο· αν το τελευταίο εκδώσει οριστική απόφαση επί της αγωγής τού ζημιωθέντος, ο δικαιούχος της αξίωσης δεν μπορεί, πλέον, να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. − Η παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. − Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής στον δεύτερο βαθμό, μολονότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εξεδόθη οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως και επιδικάσθηκε σε αυτήν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, μελών του νομαρχιακού συμβουλίου…



Προήγηση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου



ΑΠ 1319/07

(Π.Χρ.2008, σελ.349)



Περίληψη



Στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του και επιφυλάχθηκε να εισαγάγει και ένα μέρος αυτής στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η παράστασή του στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντος για το μέρος της απαίτησής του που δεν έχει εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί οριστική ή τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγω παρανόμου παράστασης πολιτικής αγωγής λόγος αναιρέσεως



ΤρΠλημΧαλκ 3157/10

(Π.Χρ.2012, σελ.216)



Περίληψη



Δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, σε περίπτωση που έχει ήδη εκδοθεί επ’ αυτής οριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου. – Κατ’ εξαίρεσιν, είναι νόμιμη η άσκηση πολιτικής αγωγής εφόσον ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή επιδίκασε μέρος ή το σύνολο της σχετικής απαιτήσεως. – Διατάσσεται η αποβολή της πολιτικής αγωγής με αίτημα την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού οι πολιτικώς ενάγοντες, σύζυγος και υιός του θανόντος, αντιστοίχως, άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο την αγωγή τους κατά του πρώτου κατηγορουμένου, χωρίς να επιφυλαχθούν ως προς την άσκηση μέρους της απαιτήσεώς τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, η δε αγωγή τους απερρίφθη από το πολιτικό δικαστήριο. – Η νομότυπη και παραδεκτή άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του πολιτικού. – Πώς διαπιστώνεται εάν η ποινική παραγραφή της εξ αδικοπραξίας κολάσιμης πράξεως είναι μεγαλύτερη της αστικής· η αφετηρία της πρώτης μπορεί να διαφέρει από εκείνην της δεύτερης. – Επί πλημμελημάτων, το κατ’ αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής της παραγραφής δεν υπολογίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της πολιτικής. – Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ αρ. 261 ΑΚ, συνιστά και η, κατόπιν δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εισαγωγή στο ποινικό δικαστήριο προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. – Γίνεται δεκτή η ένσταση των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων περί παραγραφής της αστικής αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων, αφού αφενός μεν, ως προς τους δύο πρώτους, καίτοι ασκήθηκε πολιτική αγωγή εναντίον τους, εντούτοις παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εν τω μεταξύ να επαναληφθεί η δήλωση παραστάσεως ή να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, ώστε να διακοπεί εκ νέου η παραγραφή, αφετέρου δε, ως προς τον δεύτερο, ουδέποτε ασκήθηκε αγωγή, επομένως δεν διεκόπη η παραγραφή…



Η ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ως αποδεικτικό μέσο


ΑΠ 2089/09

(Π.Χρ.2010, σελ.677)



Περίληψη



Για την πληρότητα της αιτιολογίας τόσο της καταδικαστικής όσο και της απαλλακτικής κρίσης του δικαστηρίου αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. – Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων. – Αιτιολογημένως αθωώθηκε για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση ο κατηγορούμενος, αφού έγινε δεκτό ότι τα όσα κατήγγειλε εις βάρος της εγκαλούσης με την μηνυτήρια αναφορά του ήσαν μεν αναληθή, όπως κατέθεσε ο ανωμοτί εξετασθείς πολιτικώς ενάγων, σύζυγος της ήδη αποβιώσασας εγκαλούσης, πλην όμως ο κατηγορούμενος πίστευε ότι ήσαν αληθινά και δεν είχε σκοπό εξύβρισής της, με αποτέλεσμα, καίτοι δεν αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψιν και η κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων, αλλά μόνον οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, να προκύπτει από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης ότι αξιολογήθηκε και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.



Νομικά πρόσωπα


Α.Ε.



ΣυμβΑΠ 48/2007

(Π.Χρ.2007, σελ.594)



Περίληψη 



Δικαστική εκπροσώπηση ΑΕ. Ανάθεση από το Δ.Σ. ανώνυμης

εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο να ασκήσει μήνυση ή να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Διατυπώσεις χορήγησης της σχετικής εντολής. Το πρακτικό του ΔΣ που

περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη

έγκληση, πρέπει να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των μελών

του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στην περίπτωση που η πληρεξουσιότητα

παρέχεται με απλή έγγραφη δήλωση, ενώ δεν απαιτείται η διατύπωση αυτή στην

περίπτωση που το πληρεξούσιο παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.



Ε.Π.Ε.


ΑΠ 1573/09

(Π.Χρ.2010, σελ.550)



Περίληψη



Δικαιούχος της έγκλησης επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (και πριν ρυθμισθεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το αρ. 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006) δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της, αφού εκείνος τελικά υφίσταται την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. – Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν επηρεάζεται και το αξιόποινο της συμπεριφοράς του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής δεν αίρεται από το γεγονός ότι αυτός είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο εκδόσεως της επιταγής. – Πότε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. – Ποιος νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος και η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσής του. – Το νομικό πρόσωπο της (μονοπρόσωπης) ΕΠΕ συμπίπτει μεν με το φυσικό πρόσωπο που την εκπροσωπεί, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, κάθε δε ενέργεια του φυσικού προσώπου πρέπει να διακρίνεται αναλόγως του αν γίνεται επ’ ονόματί του και με ατομική του ευθύνη ή ως εκπροσώπου της μονοπρόσωπης ΕΠΕ της οποίας είναι μέτοχος και διαχειριστής. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθησιν, εφόσον έγινε δεκτό ότι ενομιμοποιείτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς, και να του επιδικασθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος, ο νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης ΕΠΕ εις διαταγήν της οποίας είχαν εκδοθεί οι επίμαχες τρεις επιταγές, διότι έγινε σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας της εγκαλούσας και αυτής του πολιτικώς ενάγοντος, αφού δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής είχε μόνον η εγκαλούσα ΕΠΕ.



Ιερές Μονές



ΑΠ 778/09

(Π.Χρ.2010, σελ.200)



Περίληψη



Παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέσθηκε εις βάρος τους και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Από το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. – Ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του που προήλθαν από δόλο ή βαρεία αμέλειά του και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλ’ υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το τελευταίο στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. – Ο νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής σε δίκη εις βάρος υπαλλήλου μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. – Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, πρέπει δε να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως. – Δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που προκλήθηκε στο νομικό πρόσωπο από την αξιόποινη πράξη. – Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. – Όταν η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. – Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση ως πολιτικής αγωγής της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ (διά της ηγουμένης Μοναχής ως εκπροσώπου αυτής) προς υποστήριξη της κατηγορίας της υπεξαίρεσης χρηματικού ποσού ανήκοντος στην κυριότητα της Μονής, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο Μητροπολίτη, αφού α) αν ήταν ορθό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ως Εκκλησιαστική Αρχή της Επαρχίας του και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, τότε η πολιτικώς ενάγουσα θα μπορούσε να παρασταθεί στο δικαστήριο ζητώντας και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και β) απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εκπροσωπούσε νομίμως την Ιερά Μονή, διότι, όταν η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και αφορά μόνο την χρηματική ικανοποίηση, η έλλειψη της τήρησης της προδικασίας αυτής ή η τυχόν ακυρότητά της δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. – Ο Μητροπολίτης είναι υπάλληλος κατά την έννοια των αρ. 13 εδ. α΄ και 263α ΠΚ. – Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές της Ελλάδος είναι αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα Καθιδρύματα και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ο επιχώριος δε Μητροπολίτης ασκεί πνευματική εποπτεία και έχει την μέριμνα για την σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία της μονής και τον έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης αυτής. – Έννοια κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος.



Οικογένεια του θύματος


ΑΠ 1577/10

(Π.Χρ.2011, σελ.600)



Περίληψη



…Επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος, ένεκα παρανόμου παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού στο δικαστήριο προσκομίσθηκε σε νόμιμη μετάφραση έγγραφο συμβολαιογράφου της Αλβανίας, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι γονείς και τα αδέρφια του θύματος εξουσιοδοτούν συγκεκριμένο συνήγορο να τους εκπροσωπήσει στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει για λογαριασμό τους τα αναφερόμενα ποσά για την πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας εις βάρος του γιου και αδελφού τους, αλβανικής επίσης υπηκοότητας, το δε πληρεξούσιο φέρει τις υπογραφές όλων των παραπάνω προσώπων, ενώ στο τέλος του υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα του Κοινοτάρχη με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση ως πολιτικώς εναγόντων των αδελφών του θανόντος, επειδή δεν ανήκουν στην “οικογένεια του θύματος” σύμφωνα με την αλβανική νομοθεσία, στην οποία δεν προσδιορίζεται η έννοια της οικογένειας ούτε προβλέπεται ο θεσμός της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, αφού έλαβε χώρα ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των αρ. 192 “περί διατροφής” και 360 “περί κληρονομικής διαδοχής” του αλβανικού Αστικού Κώδικα, με την παραδοχή ότι τα αδέλφια του θύματος είναι μέλη της οικογένειάς του και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, δεδομένου ότι κατά το μεν αρ. 192 υφίσταται υποχρέωση διατροφής αδελφών έναντι των αδελφών, κατά δε το αρ. 360 στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, αμέσως μετά τα τέκνα, τα εγγόνια και την σύζυγο, καλούνται οι γονείς του θανόντος και τα αδέλφια του.



ΑΠ 1317/10

(Π.Χρ.2011, σελ.443)



Περίληψη



Εκείνος που υπέστη από την πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ασκήσει τις αξιώσεις του. – Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία. – Κατά το δίκαιο της πολιτείας στην οποία τελέσθηκε το αδίκημα κρίνονται, μεταξύ άλλων, το πρόσωπο του δικαιούχου και του υποχρέου προς αποζημίωση από το αδίκημα, καθώς και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογήν του αρ. 26 ΑΚ. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού νομίμως δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας η μητέρα της θανούσης, Αγγλίδα υπήκοος, με αίτημα την επιδίκαση σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο της θυγατέρας της…



Ουσιαστική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής

(Περιπτωσιολογία αδικημάτων)


Άσεμνα δημοσιεύματα



ΑΠ 1567/10

(Π.Χρ.2011, σελ.595)



Περίληψη



Οι διατάξεις των αρ. 29 παρ. 1 εδ. α΄ και 30 εδ. α΄ του Ν. 5060/1931 διαφυλάσσουν την δημόσια ηθική και αποβλέπουν στην προστασία μόνον του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ως εκ τούτου δε είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος, που δύναται να αποκατασταθεί με την πραγματική ή συμβολική επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού. – Υφίσταται παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Σε άσκηση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. – Άνευ απολύτου ακυρότητος παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αδίκημα της παράβασης των αρ. 29 και 30 του Ν. 5060/1931 η παθούσα, άσεμνες φωτογραφίες της οποίας (σε ερωτική στάση) δημοσιεύθηκαν από τους κατηγορουμένους…


Έκδοση και χρήση πλαστών πιστοποιητικών για κατάθεση μετοχών


ΑΠ 1907/09

(Π.Χρ.2010, σελ.604)



Περίληψη


Απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. – Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. – Ποιος ήταν ο στόχος του νομοθέτη της διάταξης του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 και ποιοι είναι οι αμέσως εκ του αδικήματος παθόντες. – Ορθώς απερρίφθη η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για έλλειψη νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγόντων, μετόχων εταιρείας, επειδή αφενός μεν αμέσως παθούσα από την πράξη του αρ. 58 εδ. β΄ του Ν. 2190/1920 είναι η ανώνυμη εταιρεία, και όχι οι μέτοχοι αυτής, αφετέρου δε οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους με το να μην παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την συζήτηση της ασκηθείσας από τον κατηγορούμενο αναιρέσεως που στρεφόταν εναντίον τους και κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, αφού οι εγκαλούντες α) ενομιμοποιούντο σε παράσταση πολιτικής αγωγής, εφόσον υπέστησαν ηθική βλάβη που συνίσταται στην προσβολή των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων τους, δεδομένου ότι, καίτοι ήσαν κύριοι (ο καθένας) 7.375 μετοχών της εταιρείας, σύμφωνα με πλαστά πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών αυτές εφέροντο ότι ανήκαν κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο και στην σύζυγό του, με συνέπεια την νόθευση του αποτελέσματος της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, και β) δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη. – Αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για παράβαση του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 ο κατηγορούμενος, ο οποίος ως μέλος του Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας, εν γνώσει της πλαστότητας, έκανε χρήση πιστοποιητικών καταθέσεως μετοχών, όπου βεβαιωνόταν ψευδώς ότι εκείνος και η σύζυγός του ήσαν κύριοι 14.750 μετοχών της εταιρείας, μολονότι αληθινοί κύριοι αυτών ήσαν οι εγκαλούντες, παραπλανώντας τους τελευταίους, την εταιρεία και την αρμόδια προς άσκησιν εποπτείας επί των ανωνύμων εταιρειών αρχή, με σκοπό την άσκηση δικαιώματος ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, δεδομένου ότι η γνώση του κατηγορουμένου προκύπτει από την επίκληση του περιεχομένου της αγωγής που κατέθεσε ο ίδιος και η σύζυγός του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, με αίτημα την καταδίκη των ήδη πολιτικώς εναγόντων σε δήλωση βουλήσεως μεταβίβασης της κυριότητας των επίμαχων μετοχών.


Περιύβριση νεκρών



ΑΠ 1652/09

(Π.Χρ.2010, σελ.567)



Περίληψη



Ποιο είναι το έννομο αγαθό που προστατεύεται από το αδίκημα της περιύβρισης νεκρών. – Ποιος δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία επί του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι οι συγγενείς των νεκρών (παππούς και μητέρα) ενομιμοποιούντο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του δικαστηρίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αφού ήσαν άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη του αρ. 201 ΠΚ. – Τρόποι τελέσεως και στοιχειοθέτηση του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για περιύβριση νεκρών κατ’ εξακολούθησιν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, προέβη σε αυθαίρετη διάνοιξη οικογενειακού τάφου, προκειμένου να εναποθέσει εκεί άλλον νεκρό, καταστρέφοντας τον τάφο και τον μαρμάρινο σταυρό του, αφαίρεσε δε και εξαφάνισε τα ευρισκόμενα εντός του τάφου οστά της ενταφιασμένης εκεί μητέρας και γιαγιάς των εγκαλούντων, καθώς και μαρμάρινο οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του υιού της εγκαλούσας.



Υποβάθμιση περιβάλλοντος



ΑΠ 1865/09

(Π.Χρ.2010, σελ.601)



Περίληψη


Πότε είναι παράνομη η παράσταση της πολιτικής αγωγής. – Νομιμοποιούμενος προς άσκησιν πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι μόνον ο αμέσως εκ του εγκλήματος ζημιωθείς. – Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή του Τεχνικού Επιμελητηρίου σε δίκη για κάποιο από τα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 περί προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου. – Η ως άνω δυνατότητα δεν αποκλείει την ταυτόχρονη παράσταση άλλων προσώπων, φυσικών ή νομικών, τα οποία, κατά την γενική διάταξη του αρ. 68 ΚΠΔ, έχουν δικαίωμα παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος εκ του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για παράβαση του Ν. 1650/1986, αφού οι επικαλούμενοι ηθική βλάβη (ιδιώτες, κάτοχοι γειτονικών ακινήτων) νομίμως παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες



Σημείωση : Το επίμαχο άρθρο 28 § 7 ν.1650/86 τροποποιήθηκε αρχικώς (αρ. 16 § 5 ν.3937/11) ως εξής :


7.«Στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της βιοποικιλότητας, του φυσικού

κεφαλαίου και του περιβάλλοντος εν γένει, ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να

παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, στην

περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της

Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, πανεπιστήμια, άλλοι

επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης

προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα,

ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημιά, με αίτημα την αποκατάσταση

των πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν

απαιτείται.»


και στη συνέχεια (αρ. 7 § 7 ν.4042/12) έλαβε την ακόλουθη μορφή :


«7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να

παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των

οποίων τελέσθηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο

της Ελλάδος, πανεπιστήμια, άλλοι επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης

προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν

έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο και με αίτημα ιδίως την αποκατάσταση των πραγμάτων στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν

απαιτείται.»



Παραγραφή της αστικής αξίωσης


Ένσταση παραγραφής ως όρος για τη θεμελίωση παράνομης παράστασης


ΑΠ 617/10

(Πειρ.Νομ.2010, σελ.200)



Περίληψη



Ως άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, νοείται και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατά την ποινική διαδικασία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπέρβασης εξουσίας, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ένσταση αποβολής πολιτικής αγωγής, μολονότι είχε παρέλθει από το χρονικό σημείο της δήλωσής της η από το νόμο οριζόμενη πενταετία και συνεπώς η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε υποπέσει σε παραγραφή


ΑΠ 232/08

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)


Περίληψη


Πολιτική αγωγή - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -Παραγραφή - Αυτεπάγγελτη έρευνα - Ένσταση - Αιτιολογία -. Το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το κατά πόσον η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή, πλην όμως εάν προβληθεί σχετική ένσταση από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα σε αυτήν (ομοίως ΑΠ 1240/07 ΠραξΛογΠΔ 2007/260).



Εφαρμογή επί παράστασης προς αποκλειστική υποστήριξη της κατηγορίας


ΑΠ 925/09

(Π.Χρ.2010, σελ.226)



Περίληψη



Η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία γεννά την απόλυτη ακυρότητα του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, συνίσταται αποκλειστικώς σε ελλείψεις σχετικά με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ή παραβάσεις ως προς την ακολουθητέα διαδικασία σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δεν υφίσταται παράνομη παράσταση, υπό την ως άνω έννοια, όταν συντρέχουν οποιουδήποτε άλλου είδους πλημμέλειες της πολιτικής αγωγής, όπως αυτή που δημιουργείται από την συμπλήρωση της κατ’ αρ. 937 ΑΚ πενταετούς παραγραφής της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα, εφόσον δεν έχει προταθεί ένσταση παραγραφής από τον κατηγορούμενο. – Ο χρόνος έναρξης της ποινικής παραγραφής δύναται να διαφέρει από εκείνον της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως· ποιος ο τρόπος διαπίστωσης της μακρότερης παραγραφής σε τέτοιες περιπτώσεις. – Διακοπή της παραγραφής, κατά την διάταξη του αρ. 270 ΑΚ, επέρχεται και όταν, κατόπιν της ασκήσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εισάγεται προς κρίσιν η επίμαχη αξίωση. – Σε δίκη δημοσίου υπαλλήλου για εκ δόλου ή εκ βαρείας αμελείας τελεσθέν αδίκημα, υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος ή χρηματική ικανοποίησή του έχει, δυνάμει του αρ. 85 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα, το Δημόσιο, το οποίο φέρει την ιδιότητα του αστικώς υπευθύνου. – Όταν από την εγκληματική πράξη πλήττονται έννομα συμφέροντα τόσο ιδιωτικά όσο και του Δημοσίου, δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχει και ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα, μόνον όμως για την υποστήριξη της κατηγορίας και όχι για την επιδίκαση αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψιν η εκ του αρ. 937 ΑΚ τασσόμενη προθεσμία παραγραφής· τέτοια περίπτωση συνιστά και η δίκη για παράβαση καθήκοντος ή δωροδοκία υπαλλήλου, εφόσον παράλληλα με το συμφέρον του Δημοσίου περί διατηρήσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας θίγονται και δικαιώματα τρίτου προσώπου. – Απορρίπτονται οι ενστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων, προϊσταμένου και υπαλλήλου ΔΟΥ, κατηγορουμένων για κατ’ εξακολούθησιν παθητική δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος και για κατ’ εξακολούθησιν παράβαση καθήκοντος αντιστοίχως, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένεκα παραγραφής, διότι αφενός μεν το Δημόσιο ενομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θεμελιούμενη στην μείωση του κύρους των υπηρεσιών του που υπέστη από τις ανωτέρω πράξεις, ενώ επιπροσθέτως δεν είχε παρέλθει η προθεσμία από την γνώση της πράξεως και των υπαιτίων έως την το πρώτον παράσταση της πολιτικής αγωγής υπ’ αυτού (του Δημοσίου), αφετέρου δε η παράσταση ως ετέρου πολιτικώς ενάγοντος προς υποστήριξιν της κατηγορίας ιδιώτη-φορολογουμένου, ζημιωθέντος από την έκνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων, ήταν παραδεκτή, καθώς δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτής η τυχόν παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας του αρ. 937 ΑΚ. – Κατά την αντίθετη εισαγγελική αγόρευση, επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ως προς την παράσταση του προαναφερθέντος ιδιώτη, αφού η δήλωση παραστάσεως, έστω και αν γίνεται μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας, είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αξίωση για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η δε εν προκειμένω συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, παράλληλα με την προβολή της αντίστοιχης ενστάσεως από τους κατηγορουμένους, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποβολή της πολιτικής αγωγής.


Σχέση με την παραγραφή του προϊσχύοντος άρθρου 432 § 2 ΚΠΔ



ΑΠ 416/12

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)



… Αν περαιτέρω η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, (από αδικοπραξία) που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα: α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ' αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και  β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής. Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου τούτου, κρίνονται ως γενικότερου νομικού ενδιαφέροντος, ενόψει της προαναφερθείσας διάστασης απόψεων σε νομολογία και θεωρία, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να παραπεμφθεί στην ποινική τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.1 του ν. 1756/88 και 3 παρ.2 του ν. 3810/57, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις με το άρθρο 64 παρ.5 του ΕισΝ ΚΠολΔ, προκειμένου η τελευταία, να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών που ανεφύησαν στο ποινικό αυτό τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφανθεί για το βάσιμο ή μη των προβληθέντων με την από 29-4-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρώτου και δευτέρου, αντίστοιχων σχετικών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτου λόγου, της υπέρβασης εξουσίας, λόγω παραγραφής της αξιόποινης πράξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ) και δεύτερου λόγου, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής, μη διακοπείσας δια ασκήσεώς της στον πρώτο βαθμό, της αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ)...


Υπολογισμός της μακρότερης παραγραφής κατά το άρθρο 937 § 2 ΑΚ



ΟλΑΠ 21/03

(Π.Χρ.2003, σελ.971)



Περίληψη


Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 937 παρ. 2 AK. – Για την διακρίβωση του εάν επί πλημμελημάτων η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της αστικής δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από το αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, διότι αφενός η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι εξ αρχής προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής και αφετέρου ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί σύγχυση με την διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής. – Δεν παραβιάσθηκε το αρ. 937 ΑΚ εκ της αποδοχής της ενστάσεως παραγραφής τής επίδικης απαίτησης, εφόσον η αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη μετά παρέλευση πέντε (όχι όμως και οκτώ) ετών από την γνώση εκ μέρους τού αναιρεσείοντος της ζημίας και του υπόχρεου, έστω και αν η παραγραφή του εγκλήματος, εκ του οποίου πήγαζε η απαίτηση, είχε μετατραπεί σε οκταετή λόγω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η προσβαλλομένη έπρεπε να αναιρεθεί λόγω παράβασης των αρ. 937 ΑΚ και 111-113 ΠΚ, διότι επί απαιτήσεως από αδικοπραξία δεν γίνεται καμία διάκριση στον νόμο ούτε για κατηγορίες αδικημάτων ούτε για αρχική ή μετ’ αναστολήν παραγραφή, αλλά αυτή υπόκειται στην μακρότερη συνολικά παραγραφή, η οποία επί πλημμελημάτων φθάνει τα οκτώ έτη, αφού ο νομοθέτης θέλησε τόσο η αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, όσο και η απαίτηση του αδικηθέντος να υπόκεινται στον αυτό χρόνο παραγραφής.


Παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας


Αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α.



ΑΠ 986/08

(Νόμος)



Περίληψη



…Παράβαση καθήκοντος από τους εκλεγέντες δημοτικούς συμβούλους που έθιξαν τη

δραστηριότητα του καταστήματος της μηνύτριας. Περιορισμός αστικής ευθύνης

αιρετών οργάνων, τα οποία δεν υπέχουν ατομική ευθύνη τα ίδια προς αποζημίωση

τρίτων. Δυνατότητα πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου από τον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα, (εταιρεία και όχι εταίρο) προς υποστήριξη εδώ της

κατηγορίας και μόνον, και όχι χρηματικής ικανοποίησης. Παράνομη

παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου

Δικαστηρίου..



Ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης



ΑΠ 2338/08

(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)



…Ειδικότερα κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα - "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνο που έπαθε προσβολή της υγείας του ... ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος συναρτάται πάντοτε με υλική ζημία στο πρόσωπό του (πολιτικώς ενάγοντος) ή με χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην περίπτωση της προσβολής της υγείας του. Παράσταση πολιτικής αγωγής για υπεράσπιση της κατηγορίας στον πρώτο βαθμό ή ενώπιον του Εφετείου επί καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεπίτρεπτη και η τοιαύτη δήλωση συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, εφόσον γίνει δεκτή από το δικάσαν δικαστήριο, κατ' άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το οποίο "αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του δικαστηρίου" επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία προτείνεται κατά πάσα στάση της δίκης και ωσότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 173 αρ. 1 ΚΠΔ). Εξαίρεση του ανωτέρω αποτελεί ως προς την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, όταν από την άποψη του χρόνου αυτή γίνεται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό και παράλληλα από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο…



Δικονομικές συνέπειες από την επιδίκαση του τυχόν αιτηθέντος ποσού



ΑΠ 604/09

(Π.Χρ.2010, σελ.122)



Περίληψη



Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Πότε δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό και η ουσιαστική βασιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Τι πρέπει να περιέχει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. – Εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοιες απαιτήσεις δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου και συνεπώς δεν του επιδικάζονται, τυχόν δε επιδίκαση της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται υπέρβαση εξουσίας, αλλά η παραδοχή του λόγου αναιρέσεως δεν επάγεται την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, αλλά μόνο ως προς την διάταξή της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή. – Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση στο ακροατήριο ως πολιτικώς ενάγοντος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού προς υποστήριξη της κατηγορίας για υπόθαλψη εγκληματία, επειδή ο Συνεταιρισμός δήλωσε ότι παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη πράξη των κατηγορουμένων. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκαν για υπόθαλψη εγκληματία οι κατηγορούμενοι, υπάλληλοι της Διεύθυνσης Δασών, οι οποίοι παρόλο που διαπίστωσαν ύστερα από αυτοψία ότι αμφότεροι οι δράστες διέπραξαν παράνομη υλοτόμηση σε συνεταιριστικό δάσος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού, δεν κατέθεσαν μήνυση εναντίον του ενός εκ των δύο, ματαιώνοντας καταρχήν την δίωξή του, ούτε περιέλαβαν στην δικογραφία σχετική ένορκη κατάθεση του προέδρου του επίμαχου Αναγκαστικού Συνεταιρισμού



ΑΠ 1010/07

(Π.Χρ.2008, σελ.322)



Περίληψη



Οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως είναι οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι ανήκοντες στο ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων οιασδήποτε μορφής, αλλά και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ.) δεν ευθύνονται αστικώς έναντι εκείνων που ζημιώθηκαν αμέσως από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν με δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την διενέργεια συναφών προς αυτά πράξεων ή παραλείψεών τους. – Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την έναρξη της διαδικασίας και να υποστηρίξει μόνο την κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. απαγγελθείσα κατηγορία, χωρίς να δύναται να επιδιώξει την υπέρ αυτού επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (εις βάρος του υπαλλήλου). – Το ποινικό δικαστήριο της ουσίας που υποχρεώνει τον καταδικασθέντα δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει για την από αυτόν τελεσθείσα αξιόποινη πράξη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με αποτέλεσμα να επέρχεται η αναίρεση της αποφάσεως μόνο ως προς την διάταξη της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να υφίσταται ανάγκη για μετ’ αναίρεσιν παραπομπή της υπόθεσης στο δικάσαν δικαστήριο. – Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι (δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι), λόγω της ιδιότητάς τους (επιμελητής της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου ο πρώτος, και ειδικευόμενος βοηθός της ίδιας κλινικής ο δεύτερος), να καταβάλουν κατ’ ίσα μέρη στον καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες το ποσό των 45 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. – Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον συγκατηγορούμενό τους και απαλείφεται η καταψηφιστική περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης διάταξη της προσβαλλομένης



Εξόφληση της αστικής απαίτησης



ΟλΑΠ 1/97

(Νόμος)



Περίληψη



Δικονομία ποινική. Η πολιτική αγωγή ασκείται στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον ΑΚ και ειδικότερα τα άρθρα 932 και 933 αυτού. Το ποινικό δικαστήριο στερείται του δικαιώματος να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να ασκηθεί δίωξη ή απαλλάσσει τον κατηγορούμενο. Η πολιτική αγωγή έχει εκτός του αστικού και ποινικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην υποστήριξη της κατηγορίας κατά του υπαιτίου του εγκλήματος. Η καταβολή ή η δημόσια παρακατάθεση της αποζημίωσης δεν επηρεάζουν την ποινική λειτουργία της πολιτικής αγωγής. Έτσι ο πολιτικώς ενάγων που έχει προβεί στη σχετική δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ή οι κληρονόμοι, μπορούν να παρίστανται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την υποστήριξη μόνο της κατηγορίας και την περαιτέρω διασφάλιση της αστικής αξίωσης, αφού σε περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου, ο τελευταίος μπορεί να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράστασης των κληρονόμων του πολιτικώς ενάγοντα στην κατ’ έφεση δίκη μετά την καταβολή της επιδικασθείσης αποζημιώσεως. Αντίθετη μειοψηφία







Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς



ΑΠ 1384/08

(Ποιν.Δικ.2009, σελ.282)



Περίληψη



Απορρίπτεται ο αναιρετικός λόγος για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι στην ένδικη υπόθεση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέστη, όπως και πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 6 Ν 3340/2005…



«Παρά τον νόμο» παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος


Επιφύλαξη του δικαστηρίου επί των αντιρρήσεων κατά της πολιτικής αγωγής



ΑΠ 1264/10

(Π.Χρ.2011, σελ.435)



Περίληψη



Εφόσον αμφισβητείται κατ’ ουσίαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου η ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και η ύπαρξη της τελευταίας εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων χωρίς να γεννάται ακυρότητα από την μέχρι τότε παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.



ΑΠ 486/10

(Π.Χρ.2011, σελ.181)



Περίληψη



…Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, ένεκα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Πότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από την μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος από την διαδικασία. – Ορθώς, αιτιολογημένως και άνευ απολύτου ακυρότητος καταδικάσθηκε για νόθευση (κατ’ ακριβή νομικό χαρακτηρισμό) εγγράφων κατ’ εξακολούθησιν μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίω ο κατηγορούμενος, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται: α) η εκ μέρους του νόθευση των τιμολογίων της εταιρείας του, ώστε να εμφανίζουν πώληση εμπορευμάτων αξίας 94.708,56 ευρώ προς την εγκαλούσα εταιρεία και η υπογραφή τους κατ’ απομίμησιν της υπογραφής του διευθυντή της εγκαλούσας, ώστε να φαίνεται ότι ο τελευταίος παρέλαβε τα εμπορεύματα ένεκα πωλήσεως και όχι ένεκα συμβάσεως έργου, β) η χρησιμοποίηση των τιμολογίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής, γ) η ψευδής παράσταση προς τον δικαστή ότι τα τιμολόγια αντιπροσωπεύουν πώληση εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, και δ) η ζημία της εγκαλούσης ποσού των 43.582,56 ευρώ, όπως προέκυψε μετά την αφαίρεση από το ποσό των 94.708,56 ευρώ του ποσού των 51.120 ευρώ, αφού το τελευταίο αφορούσε τα υλικά που πράγματι παραδόθηκαν βάσει της καταρτισθείσας συμβάσεως έργου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος αφενός μεν στο ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αποβλήθηκε μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, αφετέρου δε στο ότι ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο.



ΑΠ 174/09

(Π.Χρ.2010, σελ.95)



Περίληψη



Πότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Σε περίπτωση αθωώσεως του κατηγορουμένου και ασκήσεως εφέσεως από τον εισαγγελέα, αυτός που νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δικαιούται να παραστεί με την αυτή ιδιότητα και στην κατ’ έφεσιν δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας. – Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως από τον εισαγγελέα, αν ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε παρασταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν δικαιούται να παραστεί το πρώτον στο εφετείο ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, τυχόν δε παρασταθείσα πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση του Εισαγγελέως κατά της πρωτοδίκου αθωωτικής αποφάσεως για κλοπή και υπεξαίρεση, έγινε επίσης δεκτή και η παράσταση της δηλωθείσας το πρώτον στο εφετείο πολιτικής αγωγής για υποστήριξη της κατηγορίας, μετά δε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (που διεξήχθη με την παρουσία της πολιτικής αγωγής), η πολιτική αγωγή αποβλήθηκε, επειδή δεν είχε ασκηθεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο


ΑΠ 1748/08

(Ποιν.Δικ.2009, σελ.649)



Περίληψη



…Απορρίπτονται επίσης και οι λόγοι της παραβίασης δεδικασμένου και της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω του ότι για την ίδια πράξη έχουν ασκηθεί εναντίον του δύο ποινικές διώξεις, αφού τα βουλεύματα που επικαλείται αφορούν την κήρυξη ως απαραδέκτων ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί κατά άλλου προσώπου, καμία δε ακυρότητα δεν δημιουργείται από την παρά το νόμο παράσταση μέχρι το τέλος της διαδικασίας του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου που έφερε την επωνυμία «ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ ΝΠΔΔ», παρόλο που είχε ως προς την περιουσιακή ζημία του ολοσχερώς εξοφληθεί από αυτόν, διότι όταν υπάρχει σύμφωνα με δήλωση του πολιτικώς ενάγοντα και τη σε βάρος του τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την αποβολή ή όχι της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, συνεπώς η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντα στη διαδικασία μέχρι το ως άνω χρονικό όριο δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης για παρά το νόμο παράσταση αυτού.



Κρίσιμες πλημμέλειες για τη διάγνωση παράνομης παράστασης


ΑΠ 753/10

(Π.Χρ.2011, σελ.214)



Περίληψη



Η παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα· παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής υπάρχει και όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκησή της. – Η παραγραφή του δικαιώματος άσκησης πολιτικής αγωγής δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. – Πότε και πώς πρέπει να προταθεί η επίμαχη ένσταση παραγραφής ειδικά ενώπιον του εφετείου. – Ορθώς απερρίφθη ο περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, συνιστάμενος στο ότι με την έγκληση δεν διευκρινίσθηκε για ποιο αδίκημα γίνεται η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής, δεν καταβλήθηκε το απαραίτητο παράβολο και η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού α) από την επισκόπηση της έγκλησης προκύπτει ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής αφορούσε τόσο τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης όσο και της ηθικής αυτουργίας σε αυτά, τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την επανάληψη της σχετικής δήλωσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, β) εφόσον η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής έγινε με την έγκληση που υπεβλήθη στις 9.8.2002, δεν υποχρεούτο η πολιτικώς ενάγουσα να καταθέσει και το οικείο παράβολο, διότι η επίμαχη υποχρέωση επιβλήθηκε αργότερα επί ποινή απαραδέκτου της πολιτικής αγωγής, και γ) ο ισχυρισμός περί αποβολής της πολιτικώς ενάγουσας προβλήθηκε το πρώτον στο εφετείο, χωρίς να αποτελεί λόγο της ασκηθείσας εφέσεως.

ΑΠ 1161/09

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.424)



… Περαιτέρω κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Παράνομη δε είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο σύμφωνα με τα άρθρα 63, 64 και 68 ΚΠΔ, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, όχι δε και όταν υφίσταται άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια ως προς την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και έξοδα και τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Τέλος, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, από μόνο το λόγο ότι το δικαστήριο δεν εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία να δέχεται την πολιτική αγωγή της οποίας ζητήθηκε η αποβολή από τον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται το μεν γιατί εσφαλμένα το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε ότι η εγκαλούσα είναι η άμεσα παθούσα από την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με τις διακρίσεις της συμμετοχικής δράσης του καθένα απ' αυτούς, το δε γιατί το ίδιο Δικαστήριο μετά την υποβολή από μέρους τους, της σχετικής ενστάσεως περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την επί της ενστάσεώς τους παρεμπίπτουσα απόφαση, την οποία δεν εξέδωσε μέχρι τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο σχετικός, όμως, ισχυρισμός, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και συγκεκριμένα κατά το πρώτο μέρος, γιατί η παθούσα, η οποία είχε το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως του ως άνω Ρ/Σ, νομιμοποιούνταν αυτή να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να επιδιώξει την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Επίσης, και κατά το έτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, ο εν λόγω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων γιατί δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση που το Δικαστήριο, δεν εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση ως προς τη νομιμότητα της πολιτικής αγωγής…


ΑΠ 2051/08

(Νόμος)



…Ι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη

ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ` άρθρο 510 παρ. 1

στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε

στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά τον νόμο

παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει

όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της

ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής,

σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 63 και 64 Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάσθηκε η

διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της

άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το αρθρ. 68 του ίδιου κώδικα. Εξάλλου

από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 63 Κ. Π. Δ. και 614 και 932 Α. Κ.,

προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον εκείνοι

που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη του νομικού

προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της πολιτικής

αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο

ζημιώνεται άμεσα από αυτό (Ολ. Α.Π. 5/1994). Ηθική βλάβη μπορεί να υποστεί

και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και

την φήμη του η άδικη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του, στην δήλωση του

εκπροσώπου του οποίου, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν είναι

αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω

αντίκτυπο. Έτσι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των αρθρ. 63, 64, 68

Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται μόνον

οσάκις υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν

τηρήθηκε η επιβαλλομένη διαδικασία σχετικώς προς τον χρόνο και τον τρόπο

ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής εις το ποινικό δικαστήριο.



Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερομένη στην παράσταση ή την

εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της

παραστάσεως, όπως επί εταιρίας η έλλειψη εγκρίσεως της Γενικής Συνελεύσεως

(Α.Π. 1575/98, 2266/2002)…


Ποινικές δίκες ανεπίδεκτες πολιτικής αγωγής


Αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών



ΣυμβΑΠ 1127/11

(Νόμος)



Σύμφωνα με το άρθρο 15 και 16 του ΚΠΔ, εκτός των άλλων περιοριστικώς αναφερομένων

προσώπων, και ο πολιτικώς ενάγων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση των εισαγγελικών λειτουργών που ασχολούνται με την έγκληση του. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος εξαιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα είναι: α) αυτός να είναι αμέσως παθών από το έγκλημα που κατήγγειλε β) να δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και γ) να έχει δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν ο εγκαλών δεν έχει το δικαίωμα από τον Νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για το έγκλημα που κατήγγειλε, τότε δεν έχει το δικαίωμα να υποβάλλει και αίτημα εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1151/1995). Σε έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών είναι ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με αρθρ. 99 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 6 του Ν. 693/1977 και 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, η παράσταση πολιτικής αγωγής και ο παθών μπορεί να επιδιώξει τις απαιτήσεις του μόνο στο Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (ΑΠ 751/2003, ΑΠ 1531/1993, ΑΠ 248/1987, ΑΠ 256/1996, ΑΠ 821/1986, Ειδ. Δικ. Κακοδικίας 4/1987). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αυτός που υποβάλλει έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών για π.χ. παράβαση καθήκοντος ή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του, δεν μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει την εξαίρεση άλλων δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την έγκλησή του επειδή δεν μπορεί σύμφωνα με το νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους στην ποινική δίκη (ΑΠ 518/1975)...



Αυθαίρετες κατασκευές



ΑΠ 1123/10

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1285)



Περίληψη


Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος που αφορά στο αδίκημα του άρθρου 17 παρ. 8 Ν 1337/1983 (αυθαίρετες κατασκευές) και ως προς την επιδίκαση-προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ως ηθική βλάβη, λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε στο ακροατήριο από την παράνομη παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτό δεν είναι άμεσα παθόν από την ως άνω εγκληματική πράξη



Πολιτική αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων


ΜονΔικΑνηλΑμαλ 73/09

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1144)



Περίληψη


Κατά των ανηλίκων επιτρέπεται η παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων, αλλιώς δεν θα είχε θέση η ρύθμιση του άρθρου 488 ΚΠΔ περί παροχής έφεσης στον πολιτικώς ενάγοντα. Αν στην παράσταση αναφέρεται και κάποιο χρηματικό ποσό, τούτο δεν καθιστά τη δήλωση απαράδεκτη, αφού αυτή ισχύει μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας. Άλλωστε ο παρασταθείς προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει όλα τα δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος, μπορεί δηλαδή να ασκήσει και ένδικα μέσα



Προστασία του πολιτικώς ενάγοντος από το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ


ΕΔΔΑ – Απόφαση της 11.02.2010 (Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας)

(Πειρ.Νομ.2011, σελ.106)



… Α. Επί του παραδεκτού

1. Ισχυρισμοί των διαδίκων

23. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ.Α. δεν δημιούργησε ζητήματα στη βάση του άρθρου 6 της Σύμβασης, διότι δεν έθιξε τα δικαιώματα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα. Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουμένης. Η Κυβέρνηση επεσήμανε ως προς τούτο ότι, όταν κατέθεσε τη μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συμβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωμάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει μία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άμεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συμμόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες. Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 διότι η απόφαση αριθ. 528/2005, με την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συμμορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο...

… 2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης

27. Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωμα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκημα. Προκειμένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκ μέρους του θύματος άσκηση του δικαιώματός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης μιας συμβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώματος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωμα της απόλαυσης μιας «καλής φήμης» (βλέπε Perez κατά Γαλλίας [GC], no.47287/99, παρ. 70, ECHR 2004-I).

28. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με μηνύσεις με παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγμή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο μηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο μη διφορούμενο από την άσκηση του δικαιώματός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Perez, παρ. 66).

29. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονομική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συμβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπε Γώρου κατά Ελλάδας (αριθ.2) [GC], no. 12686/03, παρ. 24-26, 20 Μαρτίου 2009).

30. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης που σχετίζεται με τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζημίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούμενης παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθμιση της πρόσβασής του στον γιο του. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποζημιωθεί για την επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αριθ. 528/2005 διακυβευόταν άμεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπε Gorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας, αριθ. 62543/00, παρ. παρ. 46-47, ECHR 2004-III).

31. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρόλο που η μήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούμενη μη συμμόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούμενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή». Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν…



…37. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζημία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούμενης μη νόμιμης συμπεριφοράς της Μ.Α. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο μέσο ισοδύναμο με την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ.Α. Η διεκδίκηση αστικής αποζημίωσης μόνο μέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόμευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων...



…Το Δικαστήριο διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει ένα ένδικο μέσο όπως η υποβολή μήνυσης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαμβάνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπε Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας, αριθ. 54589/2000, παρ. 32, 3 Απριλίου 2003)…



Αποκλίνουσα γνώμη του δικαστή Φλογαΐτη:

Δε συμφωνώ με την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση. Κατανοώ ότι υφίστανται σημαντικά νομολογιακά προηγούμενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Πιστεύω, ωστόσο, ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας με εμποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή.

Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, μία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δημόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή μίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόμου. Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάμεσα στον εκπρόσωπο του δημοσίου συμφέροντος και τον κατηγορούμενο.

Όταν το «θύμα» ενός εγκλήματος επιθυμεί να παρέμβει στη διαδικασία, μόνο ένας θεσμός του επιτρέπει να συμμετάσχει επισήμως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή.

Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζημίωση συμμετέχει στην ποινική δίκη με πρόσχημα τη διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτομο που υπέφερε ως αποτέλεσμα του εγκλήματος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια. Άλλως ειπείν, ζητώντας από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγματικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δημόσιες αρχές και την απονομή δικαιοσύνης προς όφελός του. Τούτο θα συμβεί μόνο αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος για το έγκλημα με απόφαση του δικαστηρίου. Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκλημα αποτελεί στοιχείο του δημόσιου σκοπού της ποινής, αφού όχι μόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι ομοίως σημαντική για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία.

Η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζημίωση στην ποινική δίκη ομοίως συμβάλλει στην επίτευξη μίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και σε μία μεγαλύτερη αποσαφήνιση, τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, όσο και των συνεπειών του. Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούμενου και την προσήκουσα ποινή. Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι ομοίως αναγκαία προκειμένου τα δικαστήρια ή οι δημόσιες αρχές να κινούν με ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες.

Το επιχείρημα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουμένου ομοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζημίωση είναι πολύ μικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για μεγαλύτερη αποζημίωση, και β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύμα να συμμετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζημίωση. Πιο συγκεκριμένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούμενος, ii) οι δημόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκλημα που σχετίζεται με φόρους και δασμούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευμένη καθώς αυτή μπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωμα ακρόασης.



Τυπική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής


Ι. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ


Διατύπωση της δήλωσης


ΟλΣυμβΑΠ 7/06

(Ποιν.Δικ.2006, σελ.551)



Περίληψη


Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, με συνέπεια να μην έχει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Δεν είναι όμως απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί από το κείμενο της δηλώσεως ή και της διαλαμβάνουσας αυτή εγκλήσεως να μην δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της διατυπωθείσας δήλωσής του ήταν η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία, με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που ο νόμος παρέχει στον πολιτικώς ενάγοντα. Η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση «δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπολοίπου» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, παραστάσεως του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος. Το νόημα αυτό καθίσταται εναργέστερο αν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο διορισμός δικηγόρου ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δηλούντος ή η συνυποβολή του γραμματίου καταθέσεως παραβόλου πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω δήλωση του αναιρεσείοντος ήταν άμεση και ανεπιφύλακτη, –και όχι απλώς μία προαγγελία μελλοντικής παραστάσεώς του σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο– αυτός απέκτησε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και είχε ως εκ τούτου δικαίωμα στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (αντίθ. εισαγγ. πρότ.).


Περιεχόμενο της δήλωσης



Αντίκλητος


ΣυμβΑΠ 52/10

(Ποιν.Δικ.2010, σελ.990)



Περίληψη


Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικά την εξουσία του με το να κάνει τυπικά δεκτή την έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ενώ όφειλε να την έχει απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω της μη νομότυπης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής από αυτόν, αφού διόρισε ως αντικλήτους, δικηγόρους που δεν υπηρετούσαν στην περιφέρεια του δικαστηρίου όπου κατατέθηκε η έφεση.



ΣυμβΑΠ 26/10

(Π.Χρ.2010, σελ.813)



Περίληψη



Ως “έδρα” του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της, κατά τρόπον ώστε, μαζί με αυτούς, να εμφανίζεται ως μία πόλη, ανεξαρτήτως του αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωρισθεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. – Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτήν δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. – Η θέσπιση της υποχρέωσης του πολιτικώς ενάγοντος για τον διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, εφόσον αυτός που κάνει την δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί, δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, ούτε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού σκοπός της είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων, συνεπώς δε και της προδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος και υπερβάσεως εξουσίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε τυπικώς δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά απαλλακτικού βουλεύματος για ζωοκλοπή, διότι ο πολιτικώς ενάγων δεν διόρισε ούτε κατά την προδικασία με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ούτε με την έφεσή του αντίκλητο δικηγόρο στην έδρα του δικαστηρίου.


Ειδολογική αποσαφήνιση της επελθούσας ζημίας


ΣυμβΑΠ 1542/09

(Π.Χρ.2010, σελ.478)



Περίληψη



Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ασκεί αναίρεση κατά οιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, εκτός αν ο νόμος ρητώς το απαγορεύει. – Η απάλειψη της φράσεως “ή του βουλεύματος” από το αρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν αφορά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. – Παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. – Πότε δικαιούται ο πολιτικώς ενάγων να ασκήσει έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. – Πότε είναι παραδεκτή η δήλωση παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Το αν αναφέρθηκε ή όχι στην δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αφορά αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε οποιαδήποτε στάση της προδικασίας. – Πότε λαμβάνει χώρα παραδεκτώς η σχετική δήλωση περί παραστάσεως πολιτικής αγωγής όταν περιέχεται στην έγκληση. – Γίνεται δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. – Αναιρείται λόγω παράνομης απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά απαλλακτικού βουλεύματος για απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω του ποσού των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία, επειδή δεν προέκυπτε αν με την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η εταιρεία επεδίωκε αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή σωρευτικώς και τις δύο αξιώσεις, διότι σύμφωνα με την έγκληση η δήλωση αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προξενηθείσης περιουσιακής ζημίας και εφόσον το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε ότι η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα είχε αποβληθεί της ποινικής διαδικασίας προ της εκδόσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, παρά τον νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή της κατ’ αυτού.








ΙΙ. ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ



Δυνατότητα παράστασης δια πληρεξουσίου



ΑΠ 1305/07

(Π.Χρ.2008, σελ.348)



Περίληψη


Εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ ειδικού πληρεξουσίου που διαθέτει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα κατ’ αρ. 42 παρ. 2 ΚΠΔ. – Η δι’ ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του αρ. 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, αφού ο τελευταίος έχει δικαίωμα κατ’ αρ. 327 παρ. 2 ΚΠΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες. – Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής διά πληρεξουσίου.



Ειδικές ρυθμίσεις για τα αγροτικά αδικήματα



ΑΠ 874/09

(Π.Χρ.2010, σελ.215)



Περίληψη



Η αρχή της ενασκήσεως της αξιώσεως από εκείνον που υπέστη ζημία συνεπεία τελέσεως αγροτικού αδικήματος με την υποβολή απλής αιτήσεως, υποβαλλομένης είτε στον αγρονόμο εγγράφως είτε στο ακροατήριο, καθώς και ο αποκλεισμός της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ένεκα τέτοιου αδικήματος αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις που κολάζονται σε βαθμό πταίσματος και εφαρμόζονται μόνο κατά την ενώπιον του πταισματοδικείου ή του αγρονόμου διαδικασία, επί των λοιπών δε αδικημάτων κατά των αγροτικών κτημάτων, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. – Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. – Εκείνος που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την τέλεση εγκλήματος εις βάρος του μπορεί να υποβάλλει την περί χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. – Η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Ορθώς έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής των πολιτικώς εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχαν υποστεί από την εις βάρος τους πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού κατά συρροή, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, αφού η πράξη τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, βάσει του προσδιορισθέντος κατά την κατηγορία ποσού της αξίας των κλαπέντων αγροτικών κινητών πραγμάτων.










«Ειδικά ζητήματα πολιτικής αγωγής»





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ





1) Φ. Ανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομοθεσία-Βιβλιογραφία-Ερμηνεία-Νομολογία, 3η έκδοση, 2006.


2) Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, 2007, σελ. 81-99, 364-382, 396-398.


3) Ν. Αποστολίδης, Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (Θεμελίωση – Δικονομικές προϋποθέσεις ενάσκησης), Μονογραφίες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 2, 2010


4) Θ. Δαλακούρας, Ποινική Δικονομία, Βασικά ζητήματα της ποινικής δίκης για ανακριτικούς υπαλλήλους, Τόμος Α΄, 2007, σελ. 140-155.


5) Δ. Ιακώβου, Η πολιτική αγωγή εις την ποινικήν δίκην, 2η έκδοση, 1997.


6) Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι - Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, Εκδόσεις Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου 2, 2008, σελ. 77.


7) Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 403-420, 422-423, 665-669, 671, 674, 678, 737-738.


8) Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία, 2006, σελ. 64-73, 127-128, 367-442, 564-566.


9) Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία 2, Διαδικασία στο ακροατήριο Ι, Θεωρία-νομολογία-υποδείγματα, με σχόλια και παρατηρήσεις, 2η έκδοση, 2006, σελ. 167-168.


10) Λ. Μαργαρίτης - Α. Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Λόγος (Νομολογία) - Αντίλογος (Θεωρία), Πρακτικά ζητήματα, 1999, σελ. 242.


11) Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ανηλίκων, Κριτική επισκόπηση νομολογίας, 1994, σελ. 84.


12) Λ. Μαργαρίτης, Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία Β΄, 1992, σελ. 49.


13) Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 5η έκδοση, 2011, σελ. 51-52, 158-162, 165-169, 177, 180, 188.


14) Α. Ψαρούδα Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, 1982.





ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ





1) Η. Αλατσάς, Η προκαταρκτική εξέταση, ΝΟΜΟΣ.


2) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΑΠ 925/09, Π.Χρ.2010, σελ. 226.


3) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΟλΑΠ 21/03, Π.Χρ.2003, σελ. 971.


4) Ν. Αποστολίδης, Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη δευτεροβάθμια δίκη που διανοίγεται από την εισαγγελική έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, Π.Χρ.2010, σελ. 158.


5) Ι. Γιαρένη, Η έννοια του παρανόμου οφέλους στο υπηρεσιακό έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και το ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 96.


6) Θ. Δαλακούρας, Προκαταρκτική εξέταση : Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν.3160/2003 και 3346/2005, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 1326.


7) Α. Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, Ταυτόχρονα μερικές σκέψεις για το μέλλον του θεσμού προς την κατεύθυνση μιας παράστασης αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, Π.Χρ.2010,                σελ. 529.


8) Γ. Δημήτραινας, Παρατηρήσεις στη ΜΟΔΚατερ 20-22/92, Υπερ.1992,            σελ. 885.


9) Ν. Δημητράτος, Το δικαίωμα συνεχίσεως της παραστάσεως πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους (Με αφορμή το υπ' αρ. 2117/1992 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΠοινΧρ ΜΓ΄ σελ.203 επ.), Π.Χρ.1993, σελ. 234.


10) Α. Ζύγουρας, Η παράστασις του πολιτικώς ενάγοντος εις την ποινικήν δίκην και η επιφύλαξις τούτου εις την πολιτικήν δίκην δια μέρος της απαιτήσεώς του, Ποιν.Δικ.2001, σελ. 65.


11) Α. Ζύγουρας, Η απουσία του πολιτικώς ενάγοντος και η αναβολή της ποινικής δίκης, Νο.Β.1998, σελ. 1028.


12) Θ. Κονταξής, Η δυνατότητα ή μη παράστασης πολιτικής αγωγής από εργαζόμενο σε βάρος του εργοδότη του σε περίπτωση μη καταβολής μισθών, Ποιν.Δικ.2010, σελ. 246.


13) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής δια πληρεξουσίου προς υποστήριξη της κατηγορίας (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2004, σελ. 594.


14) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής – Η έννοια της αμεσότητας και οι λογικές υπερβάσεις, Ποιν.Δικ.2003, σελ. 821.


15) Α. Κωνσταντινίδης, Επίκαιροι προβληματισμοί σχετικά με τον θεσμό της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, Τιμητικός τόμος για τον Νικόλαο Κ. Ανδρουλάκη : Festschrift fuer Nikolaos K.Androulakis, επιμέλεια : Αργύριος Καρράς, 2003, σελ. 955.


16) Α. Κωνσταντινίδης, Δικαιώματα του θύματος ως πολιτικώς ενάγοντος στην κύρια διαδικασία, Ελλ.Δ/νη 1989, σελ. 1140.


17) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : ποινική δικαστική έκφρασή της, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 582.


18) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 717.


19) Λ. Μαργαρίτης, Αντιρρήσεις κατά της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 1425.


20) Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 52/95, Υπερ.1995, σελ. 732.


21) Ν. Νίκας - Α. Παπαδαμάκης, Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2009, σελ. 1121.


22) Γ. Νούσκαλης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΕφΙωαν 56/02, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 1033.


23) Α. Παπαδαμάκης, Λειτουργία «παρατράπεζας» με πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση. Ποιων τα έννομα συμφέροντα βλάπτονται και πώς κολάζεται ποινικά η πράξη, Αρμ.2005, σελ. 143.


24) Α. Παπαδαμάκης, Η φύση της πλαστογραφίας στο πλαίσιο «παρατραπεζικής» δραστηριότητας : όροι και όρια στην εφαρμογή του Ν.1608/1950 (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2005, σελ. 73.


25) Α. Παπαδαμάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1416/1996, Υπερ.1997, σελ.310.


26) Π. Παπανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2009,                       σελ. 345, 476.


27) Χ. Παπαχαραλάμπους, Παράλειψη σύνταξης εκθέσεως εγχειρίσεως και παραδεκτή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (με αφορμή το βουλ.ΣυμβΑΠ 52/95), Π.Χρ.1995, σελ. 382.


28) Γ. Πυρομάλλης, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως ; Π.Χρ.2004, σελ. 176.


29) Θ. Σάμιος, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 604/09, Π.Χρ.2010, σελ. 122.


30) Α. Σπίγγος, Ποινική Δικονομία : Ακυρότητα κλήσης σε περίπτωση άσκησης έφεσης – αρ.500 ΚΠοινΔ – αποβολή πολιτικής αγωγής κατ’ αρ. 84 ΚΠΔ, Ιον.Επιθ.τ.Δικ.2002, σελ. 80.


31) Γ. Σταθέας, Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών, δικαστικών γραμματέων και δικαστικών επιμελητών, Δ. 2005, σελ.277.


32) Γ. Συλίκος, Η ανώνυμη εταιρία, που πτώχευσε, παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για ηθική βλάβη με τον πριν από την πτώχευση εκπρόσωπό της και όχι με τον σύνδικο της πτώχευσης (υπό την ΑΠ 1998/03), Π & Λ.Π.Δ.2003, σελ. 530.


33) Ν. Χατζηνικολάου, Η εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 762.


34) Π. Χριστόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1518/05, Π.Χρ.2006, σελ.495.





ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ





Αγόρευση συνηγόρου πολιτικής αγωγής 





ΑΠ 1757/10


(Π.Χρ.2011, σελ.686)





Περίληψη





Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως και για όλους τους λόγους. – Η υπεράσπιση της πολιτικής αγωγής αγορεύει μόνον επί της ενοχής του κατηγορουμένου και δεν δικαιούται να αγορεύσει και επί της ποινής, ούτε επί ζητημάτων που σχετίζονται με την ποινή, όπως για το αν η έφεση του καταδικασθέντος θα έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ή για το αν το δικαστήριο είναι αρμόδιο να χορηγήσει την αναστολή. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής σχετικά με α) την αναστολή εκτελέσεως της ποινής κάθειρξης 20 ετών που επεβλήθη στον καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και β) την αρμοδιότητα του συγκεκριμένου δικαστηρίου να προσδώσει στην έφεση του καταδικασθέντος ανασταλτικό αποτέλεσμα. – Αρμόδιο να αποφασίσει για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, δηλαδή το ΜΟΔ, και όχι οι τακτικοί δικαστές του. – Άνευ υπερβάσεως εξουσίας χορηγήθηκε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του καταδικασθέντος από το ΜΟΔ.





Ανήλικοι 





ΑΠ 118/11


(Π.Χρ.2012, σελ.35)





Περίληψη





Ποιος δύναται να είναι δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης επί παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Τι πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος και πώς η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης. – Ποια είναι η έννοια του “παθόντος” που έχει δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως στα κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα. – Ποιος νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το αν ο αμέσως ζημιούμενος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Πώς ασκείται η πολιτική αγωγή όταν ο παθών είναι ανήλικος. – Η έγκληση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε ορισμένο χρόνο, αφού συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. – Πότε επέρχεται υπέρβαση εξουσίας λόγω μη νομότυπης υποβολής της έγκλησης. – Αναιρείται η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για απλή σωματική βλάβη ανηλίκου (μετά από μεταβολή της κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη) α) λόγω απόλυτης ακυρότητας, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής του πατέρα του παθόντος ανηλίκου για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ίδιος ατομικώς και όχι το ανήλικο τέκνο του, χωρίς να διευκρινίζεται γιατί παρίσταται μόνος ως πολιτικώς ενάγων ο πατέρας, αν του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση αποκλειστικώς η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του παθόντος ανηλίκου τέκνου του και αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να ενεργεί μόνος, χωρίς την σύμπραξη της μητέρας του ανηλίκου, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπερασπίσεως και δήλωσε ότι έχει την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της και ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη της κατηγορουμένης μητέρας, της και β) λόγω υπερβάσεως εξουσίας, διότι η έγκληση υπεβλήθη μόνον από τον πατέρα του ανηλίκου, χωρίς να διερευνηθεί το εμπρόθεσμον αυτής και ο λόγος ένεκα του οποίου δεν συνέπραξε και η μητέρα του ανηλίκου





Αξίωση από κακοδικία κατά συμβολαιογράφου 





ΑΠ 1392/10 


(Νόμος)





…Ακόμη, διορίζει ως αντίκλητο τον ......... ... , κάτοικο ..... , οδός ... και επισυνάπτει στην έγκληση το 004184 γραμμάτιο παραβόλου πολιτικής αγωγής, περί της καταθέσεως του οποίου γίνεται ειδική μνεία από το γραμματέα που παρέλαβε την έγκληση, στο άνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν παραμένει καμιά αμφιβολία για την σαφή και άμεση πρόθεση του εγκαλούντος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ασκών ήδη από την προδικασία τα δικαιώματα που του προσδίδει η ιδιότητα αυτή. Το γεγονός ότι η έγκληση στρέφεται κατά παντός υπέχοντος ποινική ευθύνη και όχι ονομαστικώς κατά του αναιρεσείοντος, δεν δημιουργεί ασάφεια ως προς την παθητική νομιμοποίηση αυτού, αφού και ο αναιρεσείων κατονομάζεται μεταξύ των προσώπων συνέπραξαν στην κατάρτιση των επίμαχων συμβολαίων (ήταν ο συμβολαιογράφος) και, εφ` όσον από την ανακριτική έρευνα ήθελε προκύψει ποινική ευθύνη και γι` αυτόν, το δεδομένο αυτό θα είχε ως επακόλουθο και την αστική του ευθύνη. Ως εκ τούτου, η από 1-8-2002 δήλωση παραστάσεως του εγκαλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος υπήρξε ισχυρή και υποβλήθηκε πριν περάσουν έξι μήνες από την ημέρα κατάρτισης (και πολύ περισσότερο από την ημέρα γνώσεως του πολιτικώς ενάγοντος περί αυτής, βλ. ΟλΑΠ 20/2000, ΑΠ 400/2001) των επίμαχων, από 26-2-2002 συμβολαίων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται το πρώτον ότι η εν λόγω δήλωση ήταν ατελής και δεν επήγαγε έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, όταν επαναλήφθηκε εγκύρως κατά την εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ενώπιον του ανακριτή, την 23-6-2004, να επιχειρηθεί απαραδέκτως, λόγω παρόδου της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 73 παρ.5 του ΕισΝΚΠολΔ, που προβλέπεται για την άσκηση των αγωγών κακοδικίας κατά συμβολαιογράφων κλπ και με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία απόλυτης ακυρότητας λόγω παράνομης παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο (ΚΠοινΔ 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α`), είναι αβάσιμος...





Ένδικα μέσα





ΑΠ 2134/09


(Π.Χρ.2010, σελ.681)





Περίληψη





Ο πολιτικώς ενάγων δεν δικαιούται να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, ακόμη και αν η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στον νόμο. – Πότε θεωρείται ότι η πολιτική αγωγή απορρίπτεται ως μη στηριζόμενη στον νόμο. – Κρίνεται ως παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων κατ’ αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κακουργημάτων με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή ως μη στηριζόμενη στον νόμο, αφού η επίμαχη απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση. – Έννοια “θετικής” και “αρνητικής” υπέρβασης εξουσίας. – Η αιτιολογία απαιτείται και ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών του πολιτικώς ενάγοντος, τέτοιος δε είναι και ο περί περιορισμού του χρηματικού μεγέθους της απαίτησής του. – Αναιρείται, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και υπερβάσεως εξουσίας, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία αποβλήθηκαν από την διαδικασία οι πολιτικώς ενάγοντες, ως προς το ζήτημα της απόρριψης του ισχυρισμού τους ότι είχαν περιορίσει την απαίτησή τους κατά την εκδίκαση αυτής υπό του πολιτικού δικαστηρίου, προκειμένου να την εισαγάγουν ενώπιον του ποινικού, διότι δεν εκτίθεται αφενός μεν αν ελήφθησαν υπόψιν οι προτάσεις των πολιτικώς εναγόντων στις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε διατυπωθεί ο περιορισμός του αιτήματος των αγωγών τους που κρίθηκαν από το πολυμελές πρωτοδικείο, αφετέρου δε ο λόγος για τον οποίο ο επίμαχος περιορισμός ήταν μη νόμιμος ή παρέμεινε αναπόδεικτος.





ΑΠ 1333/09


(Π.Χρ.2010, σελ.385)





Περίληψη





Ποιος δικαιούται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Πότε έχει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου ο πολιτικώς ενάγων. – Έννοια “μη στηριζόμενης στον νόμο” πολιτικής αγωγής. – Κατά της απόφασης του πλημμελειοδικείου που δεν είναι ανέκκλητη ο διάδικος δεν επιτρέπεται να ασκήσει αναίρεση, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, έστω κι αν έχει καταστεί τελεσίδικη λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας προς άσκησιν εφέσεως. – Απορρίπτεται ως απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατ’ αθωωτικής απόφασης για ψευδορκία μάρτυρος και ηθική αυτουργία σε αυτήν, ως προς την απόρριψη την παράστασης της πολιτικής αγωγής, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αδικήματος, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να προσβληθεί με έφεση από την πολιτικώς ενάγουσα.





Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου επί της πολιτικής αγωγής 





Ανεκκαθάριστη απαίτηση





ΑΠ 1342/10


(Π.Χρ.2011, σελ.447)





Περίληψη





Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απερρίφθη η πολιτική αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου για χρηματική ικανοποίηση εκ του εγκλήματος της φοροδιαφυγής ως ανεκκαθάριστη, χωρίς στην συνέχεια να παραπεμφθεί η σχετική απαίτηση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατ’ αρ. 65 παρ. 2 ΚΠΔ.





Προήγηση οριστικής απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου





ΑΠ 1001/10


(Π.Χρ.2011, σελ.279)





Περίληψη





…Έναντι ποίων ευθύνονται ο Νομάρχης και τα μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου για πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν εκ δόλου ή βαριάς αμέλειας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. − Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος που τέλεσε νομάρχης ή νομαρχιακός σύμβουλος δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνο της κατηγορίας, τις δε αστικές απαιτήσεις του (για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση) θα τις εισαγάγει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο· αν το τελευταίο εκδώσει οριστική απόφαση επί της αγωγής τού ζημιωθέντος, ο δικαιούχος της αξίωσης δεν μπορεί, πλέον, να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. − Η παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. − Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για παράβαση καθήκοντος, διότι έγινε εσφαλμένως δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής στον δεύτερο βαθμό, μολονότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης εξεδόθη οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της πολιτικώς ενάγουσας κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως και επιδικάσθηκε σε αυτήν χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, μελών του νομαρχιακού συμβουλίου…





Προήγηση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου





ΑΠ 1319/07 


(Π.Χρ.2008, σελ.349)





Περίληψη





Στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαιούχος αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του και επιφυλάχθηκε να εισαγάγει και ένα μέρος αυτής στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η παράστασή του στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντος για το μέρος της απαίτησής του που δεν έχει εισαχθεί στο πολιτικό δικαστήριο, ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί οριστική ή τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγω παρανόμου παράστασης πολιτικής αγωγής λόγος αναιρέσεως





ΤρΠλημΧαλκ 3157/10


(Π.Χρ.2012, σελ.216)





Περίληψη





Δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, σε περίπτωση που έχει ήδη εκδοθεί επ’ αυτής οριστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου. – Κατ’ εξαίρεσιν, είναι νόμιμη η άσκηση πολιτικής αγωγής εφόσον ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει μέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ή επιδίκασε μέρος ή το σύνολο της σχετικής απαιτήσεως. – Διατάσσεται η αποβολή της πολιτικής αγωγής με αίτημα την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αφού οι πολιτικώς ενάγοντες, σύζυγος και υιός του θανόντος, αντιστοίχως, άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο την αγωγή τους κατά του πρώτου κατηγορουμένου, χωρίς να επιφυλαχθούν ως προς την άσκηση μέρους της απαιτήσεώς τους ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, η δε αγωγή τους απερρίφθη από το πολιτικό δικαστήριο. – Η νομότυπη και παραδεκτή άσκηση πολιτικής αγωγής ενώπιον ποινικού δικαστηρίου εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής ενώπιον του πολιτικού. – Πώς διαπιστώνεται εάν η ποινική παραγραφή της εξ αδικοπραξίας κολάσιμης πράξεως είναι μεγαλύτερη της αστικής· η αφετηρία της πρώτης μπορεί να διαφέρει από εκείνην της δεύτερης. – Επί πλημμελημάτων, το κατ’ αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής της παραγραφής δεν υπολογίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της πολιτικής. – Άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ αρ. 261 ΑΚ, συνιστά και η, κατόπιν δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, εισαγωγή στο ποινικό δικαστήριο προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. – Γίνεται δεκτή η ένσταση των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου των κατηγορουμένων περί παραγραφής της αστικής αξιώσεως των πολιτικώς εναγόντων, αφού αφενός μεν, ως προς τους δύο πρώτους, καίτοι ασκήθηκε πολιτική αγωγή εναντίον τους, εντούτοις παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, χωρίς εν τω μεταξύ να επαναληφθεί η δήλωση παραστάσεως ή να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου, ώστε να διακοπεί εκ νέου η παραγραφή, αφετέρου δε, ως προς τον δεύτερο, ουδέποτε ασκήθηκε αγωγή, επομένως δεν διεκόπη η παραγραφή…





Η ανωμοτί εξέταση του πολιτικώς ενάγοντος ως αποδεικτικό μέσο





ΑΠ 2089/09


(Π.Χρ.2010, σελ.677)





Περίληψη 





Για την πληρότητα της αιτιολογίας τόσο της καταδικαστικής όσο και της απαλλακτικής κρίσης του δικαστηρίου αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. – Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων. – Αιτιολογημένως αθωώθηκε για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση ο κατηγορούμενος, αφού έγινε δεκτό ότι τα όσα κατήγγειλε εις βάρος της εγκαλούσης με την μηνυτήρια αναφορά του ήσαν μεν αναληθή, όπως κατέθεσε ο ανωμοτί εξετασθείς πολιτικώς ενάγων, σύζυγος της ήδη αποβιώσασας εγκαλούσης, πλην όμως ο κατηγορούμενος πίστευε ότι ήσαν αληθινά και δεν είχε σκοπό εξύβρισής της, με αποτέλεσμα, καίτοι δεν αναφέρεται ότι ελήφθη υπόψιν και η κατάθεση του ανωμοτί εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ των ληφθέντων υπόψιν αποδεικτικών μέσων, αλλά μόνον οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, να προκύπτει από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της προσβαλλομένης ότι αξιολογήθηκε και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος.





Νομικά πρόσωπα 





Α.Ε.





ΣυμβΑΠ 48/2007


(Π.Χρ.2007, σελ.594)





Περίληψη 





Δικαστική εκπροσώπηση ΑΕ. Ανάθεση από το Δ.Σ. ανώνυμης 


εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο να ασκήσει μήνυση ή να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Διατυπώσεις χορήγησης της σχετικής εντολής. Το πρακτικό του ΔΣ που


περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη


έγκληση, πρέπει να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των μελών 


του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στην περίπτωση που η πληρεξουσιότητα


παρέχεται με απλή έγγραφη δήλωση, ενώ δεν απαιτείται η διατύπωση αυτή στην


περίπτωση που το πληρεξούσιο παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.





Ε.Π.Ε.





ΑΠ 1573/09


(Π.Χρ.2010, σελ.550)





Περίληψη 





Δικαιούχος της έγκλησης επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (και πριν ρυθμισθεί νομοθετικά το σχετικό ζήτημα με το αρ. 15 παρ. 3 του Ν. 3472/2006) δεν είναι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας αυτής που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της, αφού εκείνος τελικά υφίσταται την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. – Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν επηρεάζεται και το αξιόποινο της συμπεριφοράς του εκδότη της ακάλυπτης επιταγής δεν αίρεται από το γεγονός ότι αυτός είχε παύσει τις πληρωμές του κατά τον χρόνο εκδόσεως της επιταγής. – Πότε είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. – Ποιος νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτόν της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος και η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσής του. – Το νομικό πρόσωπο της (μονοπρόσωπης) ΕΠΕ συμπίπτει μεν με το φυσικό πρόσωπο που την εκπροσωπεί, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, κάθε δε ενέργεια του φυσικού προσώπου πρέπει να διακρίνεται αναλόγως του αν γίνεται επ’ ονόματί του και με ατομική του ευθύνη ή ως εκπροσώπου της μονοπρόσωπης ΕΠΕ της οποίας είναι μέτοχος και διαχειριστής. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθησιν, εφόσον έγινε δεκτό ότι ενομιμοποιείτο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ατομικώς, και να του επιδικασθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του αδικήματος, ο νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης ΕΠΕ εις διαταγήν της οποίας είχαν εκδοθεί οι επίμαχες τρεις επιταγές, διότι έγινε σύγχυση μεταξύ της ιδιότητας της εγκαλούσας και αυτής του πολιτικώς ενάγοντος, αφού δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής είχε μόνον η εγκαλούσα ΕΠΕ.





Ιερές Μονές





ΑΠ 778/09


(Π.Χρ.2010, σελ.200)





Περίληψη 





Παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέσθηκε εις βάρος τους και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Από το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία άμεσα ζημιούμενος και δικαιούμενος να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι ο κύριος του υπεξαιρεθέντος πράγματος. – Ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν ευθύνεται για πράξεις ή παραλείψεις του που προήλθαν από δόλο ή βαρεία αμέλειά του και έγιναν κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ’ αυτόν δημοσίας εξουσίας, αλλ’ υπέχει ευθύνη μόνο έναντι του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε ή υποχρεούται να καταβάλει το τελευταίο στον αμέσως από το αδίκημα παθόντα για αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας ή για χρηματική του ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. – Ο νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής σε δίκη εις βάρος υπαλλήλου μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. – Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, πρέπει δε να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως. – Δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον αντίκτυπο που προκλήθηκε στο νομικό πρόσωπο από την αξιόποινη πράξη. – Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. – Όταν η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. – Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση ως πολιτικής αγωγής της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ (διά της ηγουμένης Μοναχής ως εκπροσώπου αυτής) προς υποστήριξη της κατηγορίας της υπεξαίρεσης χρηματικού ποσού ανήκοντος στην κυριότητα της Μονής, πράξη φερομένη ως τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο Μητροπολίτη, αφού α) αν ήταν ορθό ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη ως Εκκλησιαστική Αρχή της Επαρχίας του και για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των αρ. 105 και 106 ΕισΝΑΚ, τότε η πολιτικώς ενάγουσα θα μπορούσε να παρασταθεί στο δικαστήριο ζητώντας και την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και β) απαραδέκτως προβάλλεται η αιτίαση ότι η πολιτική αγωγή ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εκπροσωπούσε νομίμως την Ιερά Μονή, διότι, όταν η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και αφορά μόνο την χρηματική ικανοποίηση, η έλλειψη της τήρησης της προδικασίας αυτής ή η τυχόν ακυρότητά της δεν επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Στοιχεία υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. – Ο Μητροπολίτης είναι υπάλληλος κατά την έννοια των αρ. 13 εδ. α΄ και 263α ΠΚ. – Οι Ορθόδοξες Ιερές Μονές της Ελλάδος είναι αυτοδιοικούμενα και αυτοδιαχειριζόμενα Καθιδρύματα και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ο επιχώριος δε Μητροπολίτης ασκεί πνευματική εποπτεία και έχει την μέριμνα για την σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες λειτουργία της μονής και τον έλεγχο της νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης αυτής. – Έννοια κατ’ εξακολούθησιν εγκλήματος.





Οικογένεια του θύματος 





ΑΠ 1577/10


(Π.Χρ.2011, σελ.600)





Περίληψη 





…Επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος, ένεκα παρανόμου παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού στο δικαστήριο προσκομίσθηκε σε νόμιμη μετάφραση έγγραφο συμβολαιογράφου της Αλβανίας, με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι γονείς και τα αδέρφια του θύματος εξουσιοδοτούν συγκεκριμένο συνήγορο να τους εκπροσωπήσει στα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια και να ζητήσει για λογαριασμό τους τα αναφερόμενα ποσά για την πράξη της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας εις βάρος του γιου και αδελφού τους, αλβανικής επίσης υπηκοότητας, το δε πληρεξούσιο φέρει τις υπογραφές όλων των παραπάνω προσώπων, ενώ στο τέλος του υπάρχει υπογραφή και σφραγίδα του Κοινοτάρχη με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση ως πολιτικώς εναγόντων των αδελφών του θανόντος, επειδή δεν ανήκουν στην “οικογένεια του θύματος” σύμφωνα με την αλβανική νομοθεσία, στην οποία δεν προσδιορίζεται η έννοια της οικογένειας ούτε προβλέπεται ο θεσμός της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, αφού έλαβε χώρα ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των αρ. 192 “περί διατροφής” και 360 “περί κληρονομικής διαδοχής” του αλβανικού Αστικού Κώδικα, με την παραδοχή ότι τα αδέλφια του θύματος είναι μέλη της οικογένειάς του και δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, δεδομένου ότι κατά το μεν αρ. 192 υφίσταται υποχρέωση διατροφής αδελφών έναντι των αδελφών, κατά δε το αρ. 360 στην εξ αδιαθέτου διαδοχή, αμέσως μετά τα τέκνα, τα εγγόνια και την σύζυγο, καλούνται οι γονείς του θανόντος και τα αδέλφια του.





ΑΠ 1317/10


(Π.Χρ.2011, σελ.443)





Περίληψη 





Εκείνος που υπέστη από την πράξη άμεση ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, νομιμοποιείται να παραστεί κατά του υπαιτίου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων και να ασκήσει τις αξιώσεις του. – Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο, η δε ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία. – Κατά το δίκαιο της πολιτείας στην οποία τελέσθηκε το αδίκημα κρίνονται, μεταξύ άλλων, το πρόσωπο του δικαιούχου και του υποχρέου προς αποζημίωση από το αδίκημα, καθώς και η έκταση της οφειλόμενης αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογήν του αρ. 26 ΑΚ. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αφού νομίμως δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας η μητέρα της θανούσης, Αγγλίδα υπήκοος, με αίτημα την επιδίκαση σε αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης για τον θάνατο της θυγατέρας της…





Ουσιαστική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής 


(Περιπτωσιολογία αδικημάτων) 





Άσεμνα δημοσιεύματα





ΑΠ 1567/10


(Π.Χρ.2011, σελ.595)





Περίληψη





Οι διατάξεις των αρ. 29 παρ. 1 εδ. α΄ και 30 εδ. α΄ του Ν. 5060/1931 διαφυλάσσουν την δημόσια ηθική και αποβλέπουν στην προστασία μόνον του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, ως εκ τούτου δε είναι ασυμβίβαστες με την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος, που δύναται να αποκατασταθεί με την πραγματική ή συμβολική επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού. – Υφίσταται παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση πολιτικής αγωγής. – Σε άσκηση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομιμοποιούνται μόνο όσοι έχουν ζημιωθεί αμέσως από το διωκόμενο έγκλημα. – Άνευ απολύτου ακυρότητος παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αδίκημα της παράβασης των αρ. 29 και 30 του Ν. 5060/1931 η παθούσα, άσεμνες φωτογραφίες της οποίας (σε ερωτική στάση) δημοσιεύθηκαν από τους κατηγορουμένους…





Έκδοση και χρήση πλαστών πιστοποιητικών για κατάθεση μετοχών





ΑΠ 1907/09


(Π.Χρ.2010, σελ.604)





Περίληψη





Απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά την ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία. – Η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί μόνον από τα πρόσωπα που ζημιώθηκαν αμέσως από το αδίκημα. – Ποιος ήταν ο στόχος του νομοθέτη της διάταξης του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 και ποιοι είναι οι αμέσως εκ του αδικήματος παθόντες. – Ορθώς απερρίφθη η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής για έλλειψη νομιμοποίησης των πολιτικώς εναγόντων, μετόχων εταιρείας, επειδή αφενός μεν αμέσως παθούσα από την πράξη του αρ. 58 εδ. β΄ του Ν. 2190/1920 είναι η ανώνυμη εταιρεία, και όχι οι μέτοχοι αυτής, αφετέρου δε οι τελευταίοι παραιτήθηκαν του δικαιώματός τους με το να μην παραστούν ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά την συζήτηση της ασκηθείσας από τον κατηγορούμενο αναιρέσεως που στρεφόταν εναντίον τους και κατ’ αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, αφού οι εγκαλούντες α) ενομιμοποιούντο σε παράσταση πολιτικής αγωγής, εφόσον υπέστησαν ηθική βλάβη που συνίσταται στην προσβολή των διοικητικών και περιουσιακών δικαιωμάτων τους, δεδομένου ότι, καίτοι ήσαν κύριοι (ο καθένας) 7.375 μετοχών της εταιρείας, σύμφωνα με πλαστά πιστοποιητικά καταθέσεως μετοχών αυτές εφέροντο ότι ανήκαν κατά κυριότητα στον κατηγορούμενο και στην σύζυγό του, με συνέπεια την νόθευση του αποτελέσματος της γενικής συνέλευσης της εταιρείας, και β) δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες στην ποινική δίκη. – Αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για παράβαση του αρ. 58 του Ν. 2190/1920 ο κατηγορούμενος, ο οποίος ως μέλος του Δ.Σ. ανωνύμου εταιρείας, εν γνώσει της πλαστότητας, έκανε χρήση πιστοποιητικών καταθέσεως μετοχών, όπου βεβαιωνόταν ψευδώς ότι εκείνος και η σύζυγός του ήσαν κύριοι 14.750 μετοχών της εταιρείας, μολονότι αληθινοί κύριοι αυτών ήσαν οι εγκαλούντες, παραπλανώντας τους τελευταίους, την εταιρεία και την αρμόδια προς άσκησιν εποπτείας επί των ανωνύμων εταιρειών αρχή, με σκοπό την άσκηση δικαιώματος ψήφου στις γενικές συνελεύσεις της εταιρείας, δεδομένου ότι η γνώση του κατηγορουμένου προκύπτει από την επίκληση του περιεχομένου της αγωγής που κατέθεσε ο ίδιος και η σύζυγός του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, με αίτημα την καταδίκη των ήδη πολιτικώς εναγόντων σε δήλωση βουλήσεως μεταβίβασης της κυριότητας των επίμαχων μετοχών.





Περιύβριση νεκρών





ΑΠ 1652/09 


(Π.Χρ.2010, σελ.567)





Περίληψη 





Ποιο είναι το έννομο αγαθό που προστατεύεται από το αδίκημα της περιύβρισης νεκρών. – Ποιος δύναται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία επί του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι οι συγγενείς των νεκρών (παππούς και μητέρα) ενομιμοποιούντο να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον του δικαστηρίου και να ζητήσουν την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αφού ήσαν άμεσα ζημιωθέντες από την αξιόποινη πράξη του αρ. 201 ΠΚ. – Τρόποι τελέσεως και στοιχειοθέτηση του αδικήματος της περιύβρισης νεκρών. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκε για περιύβριση νεκρών κατ’ εξακολούθησιν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, προέβη σε αυθαίρετη διάνοιξη οικογενειακού τάφου, προκειμένου να εναποθέσει εκεί άλλον νεκρό, καταστρέφοντας τον τάφο και τον μαρμάρινο σταυρό του, αφαίρεσε δε και εξαφάνισε τα ευρισκόμενα εντός του τάφου οστά της ενταφιασμένης εκεί μητέρας και γιαγιάς των εγκαλούντων, καθώς και μαρμάρινο οστεοφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν τα οστά του υιού της εγκαλούσας.





Υποβάθμιση περιβάλλοντος





ΑΠ 1865/09


(Π.Χρ.2010, σελ.601)





Περίληψη





Πότε είναι παράνομη η παράσταση της πολιτικής αγωγής. – Νομιμοποιούμενος προς άσκησιν πολιτικής αγωγής για την επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι μόνον ο αμέσως εκ του εγκλήματος ζημιωθείς. – Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή του Τεχνικού Επιμελητηρίου σε δίκη για κάποιο από τα εγκλήματα του αρ. 28 παρ. 1 του Ν. 1650/1986 περί προστασίας του περιβάλλοντος, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου. – Η ως άνω δυνατότητα δεν αποκλείει την ταυτόχρονη παράσταση άλλων προσώπων, φυσικών ή νομικών, τα οποία, κατά την γενική διάταξη του αρ. 68 ΚΠΔ, έχουν δικαίωμα παραστάσεως. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος εκ του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου για παράβαση του Ν. 1650/1986, αφού οι επικαλούμενοι ηθική βλάβη (ιδιώτες, κάτοχοι γειτονικών ακινήτων) νομίμως παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες





Σημείωση : Το επίμαχο άρθρο 28 § 7 ν.1650/86 τροποποιήθηκε αρχικώς (αρ. 16 § 5 ν.3937/11) ως εξής :





7.«Στις περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της βιοποικιλότητας, του φυσικού 


κεφαλαίου και του περιβάλλοντος εν γένει, ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να 


παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, στην 


περιφέρεια των οποίων τελέστηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της 


Ελλάδας, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, πανεπιστήμια, άλλοι 


επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης 


προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, 


ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημιά, με αίτημα την αποκατάσταση 


των πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν 


απαιτείται.»





και στη συνέχεια (αρ. 7 § 7 ν.4042/12) έλαβε την ακόλουθη μορφή :





«7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να 


παρίσταται το Δημόσιο, καθώς και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των 


οποίων τελέσθηκε το έγκλημα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο 


της Ελλάδος, πανεπιστήμια, άλλοι επιστημονικοί φορείς, δικηγορικοί σύλλογοι, φορείς διαχείρισης 


προστατευόμενων περιοχών, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φυσικά πρόσωπα, ανεξάρτητα αν 


έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο και με αίτημα ιδίως την αποκατάσταση των πραγμάτων στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν 


απαιτείται.»





Παραγραφή της αστικής αξίωσης





Ένσταση παραγραφής ως όρος για τη θεμελίωση παράνομης παράστασης





ΑΠ 617/10


(Πειρ.Νομ.2010, σελ.200)





Περίληψη 





Ως άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, νοείται και η εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, κατά την ποινική διαδικασία. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω υπέρβασης εξουσίας, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο ένσταση αποβολής πολιτικής αγωγής, μολονότι είχε παρέλθει από το χρονικό σημείο της δήλωσής της η από το νόμο οριζόμενη πενταετία και συνεπώς η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είχε υποπέσει σε παραγραφή





ΑΠ 232/08


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





Περίληψη 





Πολιτική αγωγή - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -Παραγραφή - Αυτεπάγγελτη έρευνα - Ένσταση - Αιτιολογία -. Το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το κατά πόσον η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη πενταετή παραγραφή, πλην όμως εάν προβληθεί σχετική ένσταση από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οφείλει να απαντήσει αιτιολογημένα σε αυτήν (ομοίως ΑΠ 1240/07 ΠραξΛογΠΔ 2007/260).





Εφαρμογή επί παράστασης προς αποκλειστική υποστήριξη της κατηγορίας





ΑΠ 925/09


(Π.Χρ.2010, σελ.226)





Περίληψη 





Η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία γεννά την απόλυτη ακυρότητα του αρ. 171 αριθμ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, συνίσταται αποκλειστικώς σε ελλείψεις σχετικά με την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής ή παραβάσεις ως προς την ακολουθητέα διαδικασία σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της. – Δεν υφίσταται παράνομη παράσταση, υπό την ως άνω έννοια, όταν συντρέχουν οποιουδήποτε άλλου είδους πλημμέλειες της πολιτικής αγωγής, όπως αυτή που δημιουργείται από την συμπλήρωση της κατ’ αρ. 937 ΑΚ πενταετούς παραγραφής της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα, εφόσον δεν έχει προταθεί ένσταση παραγραφής από τον κατηγορούμενο. – Ο χρόνος έναρξης της ποινικής παραγραφής δύναται να διαφέρει από εκείνον της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως· ποιος ο τρόπος διαπίστωσης της μακρότερης παραγραφής σε τέτοιες περιπτώσεις. – Διακοπή της παραγραφής, κατά την διάταξη του αρ. 270 ΑΚ, επέρχεται και όταν, κατόπιν της ασκήσεως πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εισάγεται προς κρίσιν η επίμαχη αξίωση. – Σε δίκη δημοσίου υπαλλήλου για εκ δόλου ή εκ βαρείας αμελείας τελεσθέν αδίκημα, υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος ή χρηματική ικανοποίησή του έχει, δυνάμει του αρ. 85 παρ. 1 του Υπαλληλικού Κώδικα, το Δημόσιο, το οποίο φέρει την ιδιότητα του αστικώς υπευθύνου. – Όταν από την εγκληματική πράξη πλήττονται έννομα συμφέροντα τόσο ιδιωτικά όσο και του Δημοσίου, δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχει και ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα, μόνον όμως για την υποστήριξη της κατηγορίας και όχι για την επιδίκαση αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μην λαμβάνεται εν προκειμένω υπόψιν η εκ του αρ. 937 ΑΚ τασσόμενη προθεσμία παραγραφής· τέτοια περίπτωση συνιστά και η δίκη για παράβαση καθήκοντος ή δωροδοκία υπαλλήλου, εφόσον παράλληλα με το συμφέρον του Δημοσίου περί διατηρήσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και καθαρότητα της υπηρεσίας θίγονται και δικαιώματα τρίτου προσώπου. – Απορρίπτονται οι ενστάσεις των δημοσίων υπαλλήλων, προϊσταμένου και υπαλλήλου ΔΟΥ, κατηγορουμένων για κατ’ εξακολούθησιν παθητική δωροδοκία και παράβαση καθήκοντος και για κατ’ εξακολούθησιν παράβαση καθήκοντος αντιστοίχως, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένεκα παραγραφής, διότι αφενός μεν το Δημόσιο ενομιμοποιείτο σε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, θεμελιούμενη στην μείωση του κύρους των υπηρεσιών του που υπέστη από τις ανωτέρω πράξεις, ενώ επιπροσθέτως δεν είχε παρέλθει η προθεσμία από την γνώση της πράξεως και των υπαιτίων έως την το πρώτον παράσταση της πολιτικής αγωγής υπ’ αυτού (του Δημοσίου), αφετέρου δε η παράσταση ως ετέρου πολιτικώς ενάγοντος προς υποστήριξιν της κατηγορίας ιδιώτη-φορολογουμένου, ζημιωθέντος από την έκνομη δραστηριότητα των κατηγορουμένων, ήταν παραδεκτή, καθώς δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτής η τυχόν παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας του αρ. 937 ΑΚ. – Κατά την αντίθετη εισαγγελική αγόρευση, επήλθε απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, ως προς την παράσταση του προαναφερθέντος ιδιώτη, αφού η δήλωση παραστάσεως, έστω και αν γίνεται μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας, είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με την αξίωση για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, η δε εν προκειμένω συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, παράλληλα με την προβολή της αντίστοιχης ενστάσεως από τους κατηγορουμένους, θα έπρεπε να οδηγήσει στην αποβολή της πολιτικής αγωγής.





Σχέση με την παραγραφή του προϊσχύοντος άρθρου 432 § 2 ΚΠΔ





ΑΠ 416/12


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





… Αν περαιτέρω η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, (από αδικοπραξία) που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα: α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ' αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και  β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής. Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου τούτου, κρίνονται ως γενικότερου νομικού ενδιαφέροντος, ενόψει της προαναφερθείσας διάστασης απόψεων σε νομολογία και θεωρία, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να παραπεμφθεί στην ποινική τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.1 του ν. 1756/88 και 3 παρ.2 του ν. 3810/57, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις με το άρθρο 64 παρ.5 του ΕισΝ ΚΠολΔ, προκειμένου η τελευταία, να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών που ανεφύησαν στο ποινικό αυτό τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφανθεί για το βάσιμο ή μη των προβληθέντων με την από 29-4-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρώτου και δευτέρου, αντίστοιχων σχετικών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτου λόγου, της υπέρβασης εξουσίας, λόγω παραγραφής της αξιόποινης πράξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ) και δεύτερου λόγου, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής, μη διακοπείσας δια ασκήσεώς της στον πρώτο βαθμό, της αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας (άρθρο 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ)...





Υπολογισμός της μακρότερης παραγραφής κατά το άρθρο 937 § 2 ΑΚ





ΟλΑΠ 21/03 


(Π.Χρ.2003, σελ.971)





Περίληψη 





Προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 937 παρ. 2 AK. – Για την διακρίβωση του εάν επί πλημμελημάτων η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη της αστικής δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από το αρ. 113 παρ. 3 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, διότι αφενός η ασφάλεια δικαίου ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου επιβάλλει να είναι εξ αρχής προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής και αφετέρου ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί σύγχυση με την διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής. – Δεν παραβιάσθηκε το αρ. 937 ΑΚ εκ της αποδοχής της ενστάσεως παραγραφής τής επίδικης απαίτησης, εφόσον η αγωγή για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη μετά παρέλευση πέντε (όχι όμως και οκτώ) ετών από την γνώση εκ μέρους τού αναιρεσείοντος της ζημίας και του υπόχρεου, έστω και αν η παραγραφή του εγκλήματος, εκ του οποίου πήγαζε η απαίτηση, είχε μετατραπεί σε οκταετή λόγω επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος. – Κατά την γνώμη της μειοψηφίας η προσβαλλομένη έπρεπε να αναιρεθεί λόγω παράβασης των αρ. 937 ΑΚ και 111-113 ΠΚ, διότι επί απαιτήσεως από αδικοπραξία δεν γίνεται καμία διάκριση στον νόμο ούτε για κατηγορίες αδικημάτων ούτε για αρχική ή μετ’ αναστολήν παραγραφή, αλλά αυτή υπόκειται στην μακρότερη συνολικά παραγραφή, η οποία επί πλημμελημάτων φθάνει τα οκτώ έτη, αφού ο νομοθέτης θέλησε τόσο η αξίωση της Πολιτείας για την τιμωρία του δράστη της αξιόποινης πράξης, όσο και η απαίτηση του αδικηθέντος να υπόκεινται στον αυτό χρόνο παραγραφής.





Παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο για υποστήριξη της κατηγορίας 





Αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α.





ΑΠ 986/08


(Νόμος)





Περίληψη 





…Παράβαση καθήκοντος από τους εκλεγέντες δημοτικούς συμβούλους που έθιξαν τη


δραστηριότητα του καταστήματος της μηνύτριας. Περιορισμός αστικής ευθύνης 


αιρετών οργάνων, τα οποία δεν υπέχουν ατομική ευθύνη τα ίδια προς αποζημίωση 


τρίτων. Δυνατότητα πολιτικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου από τον αμέσως εκ του αδικήματος παθόντα, (εταιρεία και όχι εταίρο) προς υποστήριξη εδώ της 


κατηγορίας και μόνον, και όχι χρηματικής ικανοποίησης. Παράνομη


παράσταση πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου


Δικαστηρίου..





Ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης





ΑΠ 2338/08


(Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.)





…Ειδικότερα κατά το άρθρο 63 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα - "σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνο που έπαθε προσβολή της υγείας του ... ". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος συναρτάται πάντοτε με υλική ζημία στο πρόσωπό του (πολιτικώς ενάγοντος) ή με χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στην περίπτωση της προσβολής της υγείας του. Παράσταση πολιτικής αγωγής για υπεράσπιση της κατηγορίας στον πρώτο βαθμό ή ενώπιον του Εφετείου επί καταδικαστικής αποφάσεως, χωρίς να ζητείται η επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεπίτρεπτη και η τοιαύτη δήλωση συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα, εφόσον γίνει δεκτή από το δικάσαν δικαστήριο, κατ' άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ, κατά το οποίο "αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του δικαστηρίου" επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, η οποία προτείνεται κατά πάσα στάση της δίκης και ωσότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 173 αρ. 1 ΚΠΔ). Εξαίρεση του ανωτέρω αποτελεί ως προς την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος για υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο, όταν από την άποψη του χρόνου αυτή γίνεται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό και παράλληλα από διάταξη νόμου η υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο…





Δικονομικές συνέπειες από την επιδίκαση του τυχόν αιτηθέντος ποσού





ΑΠ 604/09


(Π.Χρ.2010, σελ.122)





Περίληψη 





Δικαιούχος της χρηματικής ικανοποίησης είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. – Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη και έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στην φήμη τους έναντι των τρίτων. – Πότε δεν είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη στην δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες. – Πώς κρίνεται το επιτρεπτό και η ουσιαστική βασιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος. – Τι πρέπει να περιέχει η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. – Εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ακροατήριο προς υποστήριξη μόνο της κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου κατηγορίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται αν παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή για αποκατάσταση υλικής ζημίας, αφού τέτοιες απαιτήσεις δεν έχει έναντι του κατηγορουμένου υπαλλήλου και συνεπώς δεν του επιδικάζονται, τυχόν δε επιδίκαση της απαίτησης του πολιτικώς ενάγοντος συνεπάγεται υπέρβαση εξουσίας, αλλά η παραδοχή του λόγου αναιρέσεως δεν επάγεται την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, αλλά μόνο ως προς την διάταξή της περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως στην πολιτική αγωγή. – Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος στην παράνομη παράσταση στο ακροατήριο ως πολιτικώς ενάγοντος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού προς υποστήριξη της κατηγορίας για υπόθαλψη εγκληματία, επειδή ο Συνεταιρισμός δήλωσε ότι παρίσταται για χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη πράξη των κατηγορουμένων. – Ορθώς και αιτιολογημένως καταδικάσθηκαν για υπόθαλψη εγκληματία οι κατηγορούμενοι, υπάλληλοι της Διεύθυνσης Δασών, οι οποίοι παρόλο που διαπίστωσαν ύστερα από αυτοψία ότι αμφότεροι οι δράστες διέπραξαν παράνομη υλοτόμηση σε συνεταιριστικό δάσος Αναγκαστικού Συνεταιρισμού, δεν κατέθεσαν μήνυση εναντίον του ενός εκ των δύο, ματαιώνοντας καταρχήν την δίωξή του, ούτε περιέλαβαν στην δικογραφία σχετική ένορκη κατάθεση του προέδρου του επίμαχου Αναγκαστικού Συνεταιρισμού





ΑΠ 1010/07


(Π.Χρ.2008, σελ.322)





Περίληψη 





Οι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως είναι οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας και οι ανήκοντες στο ιατρικό προσωπικό των νοσοκομείων οιασδήποτε μορφής, αλλά και οι υπάλληλοι των Ν.Π.Δ.Δ.) δεν ευθύνονται αστικώς έναντι εκείνων που ζημιώθηκαν αμέσως από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις τους που τελέσθηκαν με δόλο ή βαρειά αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την διενέργεια συναφών προς αυτά πράξεων ή παραλείψεών τους. – Ο αμέσως ζημιωθείς από το έγκλημα δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την έναρξη της διαδικασίας και να υποστηρίξει μόνο την κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. απαγγελθείσα κατηγορία, χωρίς να δύναται να επιδιώξει την υπέρ αυτού επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης (εις βάρος του υπαλλήλου). – Το ποινικό δικαστήριο της ουσίας που υποχρεώνει τον καταδικασθέντα δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει για την από αυτόν τελεσθείσα αξιόποινη πράξη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, με αποτέλεσμα να επέρχεται η αναίρεση της αποφάσεως μόνο ως προς την διάταξη της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να υφίσταται ανάγκη για μετ’ αναίρεσιν παραπομπή της υπόθεσης στο δικάσαν δικαστήριο. – Αναιρείται λόγω υπερβάσεως εξουσίας η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι (δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι), λόγω της ιδιότητάς τους (επιμελητής της νευροχειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου ο πρώτος, και ειδικευόμενος βοηθός της ίδιας κλινικής ο δεύτερος), να καταβάλουν κατ’ ίσα μέρη στον καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες το ποσό των 45 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. – Επεκτείνεται το αναιρετικό αποτέλεσμα και στον συγκατηγορούμενό τους και απαλείφεται η καταψηφιστική περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης διάταξη της προσβαλλομένης





Εξόφληση της αστικής απαίτησης





ΟλΑΠ 1/97 


(Νόμος)





Περίληψη 





Δικονομία ποινική. Η πολιτική αγωγή ασκείται στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον ΑΚ και ειδικότερα τα άρθρα 932 και 933 αυτού. Το ποινικό δικαστήριο στερείται του δικαιώματος να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να ασκηθεί δίωξη ή απαλλάσσει τον κατηγορούμενο. Η πολιτική αγωγή έχει εκτός του αστικού και ποινικό χαρακτήρα, αφού αποβλέπει στην υποστήριξη της κατηγορίας κατά του υπαιτίου του εγκλήματος. Η καταβολή ή η δημόσια παρακατάθεση της αποζημίωσης δεν επηρεάζουν την ποινική λειτουργία της πολιτικής αγωγής. Έτσι ο πολιτικώς ενάγων που έχει προβεί στη σχετική δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ή οι κληρονόμοι, μπορούν να παρίστανται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για την υποστήριξη μόνο της κατηγορίας και την περαιτέρω διασφάλιση της αστικής αξίωσης, αφού σε περίπτωση απαλλαγής του κατηγορουμένου, ο τελευταίος μπορεί να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Απορρίπτεται η αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράστασης των κληρονόμων του πολιτικώς ενάγοντα στην κατ’ έφεση δίκη μετά την καταβολή της επιδικασθείσης αποζημιώσεως. Αντίθετη μειοψηφία











Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς





ΑΠ 1384/08


(Ποιν.Δικ.2009, σελ.282)





Περίληψη 





Απορρίπτεται ο αναιρετικός λόγος για απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης πολιτικής αγωγής, δεδομένου ότι στην ένδικη υπόθεση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέστη, όπως και πρωτοδίκως, ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 6 Ν 3340/2005…





«Παρά τον νόμο» παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος 





Επιφύλαξη του δικαστηρίου επί των αντιρρήσεων κατά της πολιτικής αγωγής





ΑΠ 1264/10


(Π.Χρ.2011, σελ.435)





Περίληψη 





Εφόσον αμφισβητείται κατ’ ουσίαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου η ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και η ύπαρξη της τελευταίας εξαρτάται από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει για την αποβολή της πολιτικής αγωγής μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων χωρίς να γεννάται ακυρότητα από την μέχρι τότε παραμονή του πολιτικώς ενάγοντος στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία.





ΑΠ 486/10


(Π.Χρ.2011, σελ.181)





Περίληψη 





…Πότε υπάρχει απόλυτη ακυρότητα, ένεκα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Πότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από την μη αποβολή του πολιτικώς ενάγοντος από την διαδικασία. – Ορθώς, αιτιολογημένως και άνευ απολύτου ακυρότητος καταδικάσθηκε για νόθευση (κατ’ ακριβή νομικό χαρακτηρισμό) εγγράφων κατ’ εξακολούθησιν μετά χρήσεως και απάτη επί δικαστηρίω ο κατηγορούμενος, αφού στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται: α) η εκ μέρους του νόθευση των τιμολογίων της εταιρείας του, ώστε να εμφανίζουν πώληση εμπορευμάτων αξίας 94.708,56 ευρώ προς την εγκαλούσα εταιρεία και η υπογραφή τους κατ’ απομίμησιν της υπογραφής του διευθυντή της εγκαλούσας, ώστε να φαίνεται ότι ο τελευταίος παρέλαβε τα εμπορεύματα ένεκα πωλήσεως και όχι ένεκα συμβάσεως έργου, β) η χρησιμοποίηση των τιμολογίων για την έκδοση διαταγής πληρωμής, γ) η ψευδής παράσταση προς τον δικαστή ότι τα τιμολόγια αντιπροσωπεύουν πώληση εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση της διαταγής πληρωμής, και δ) η ζημία της εγκαλούσης ποσού των 43.582,56 ευρώ, όπως προέκυψε μετά την αφαίρεση από το ποσό των 94.708,56 ευρώ του ποσού των 51.120 ευρώ, αφού το τελευταίο αφορούσε τα υλικά που πράγματι παραδόθηκαν βάσει της καταρτισθείσας συμβάσεως έργου. – Απορρίπτεται ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως, συνιστάμενος αφενός μεν στο ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αποβλήθηκε μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, αφετέρου δε στο ότι ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο.





ΑΠ 174/09


(Π.Χρ.2010, σελ.95)





Περίληψη 





Πότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής. – Σε περίπτωση αθωώσεως του κατηγορουμένου και ασκήσεως εφέσεως από τον εισαγγελέα, αυτός που νομίμως παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δικαιούται να παραστεί με την αυτή ιδιότητα και στην κατ’ έφεσιν δίκη, αλλά μόνον προς υποστήριξιν της κατηγορίας. – Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατ’ αθωωτικής αποφάσεως από τον εισαγγελέα, αν ο πολιτικώς ενάγων δεν είχε παρασταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν δικαιούται να παραστεί το πρώτον στο εφετείο ούτε προς υποστήριξη της κατηγορίας, τυχόν δε παρασταθείσα πολιτική αγωγή πρέπει να αποβληθεί πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση του Εισαγγελέως κατά της πρωτοδίκου αθωωτικής αποφάσεως για κλοπή και υπεξαίρεση, έγινε επίσης δεκτή και η παράσταση της δηλωθείσας το πρώτον στο εφετείο πολιτικής αγωγής για υποστήριξη της κατηγορίας, μετά δε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (που διεξήχθη με την παρουσία της πολιτικής αγωγής), η πολιτική αγωγή αποβλήθηκε, επειδή δεν είχε ασκηθεί και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο





ΑΠ 1748/08


(Ποιν.Δικ.2009, σελ.649)





Περίληψη 





…Απορρίπτονται επίσης και οι λόγοι της παραβίασης δεδικασμένου και της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω του ότι για την ίδια πράξη έχουν ασκηθεί εναντίον του δύο ποινικές διώξεις, αφού τα βουλεύματα που επικαλείται αφορούν την κήρυξη ως απαραδέκτων ποινικών διώξεων που έχουν ασκηθεί κατά άλλου προσώπου, καμία δε ακυρότητα δεν δημιουργείται από την παρά το νόμο παράσταση μέχρι το τέλος της διαδικασίας του εκπροσώπου του πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου που έφερε την επωνυμία «ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ ΝΠΔΔ», παρόλο που είχε ως προς την περιουσιακή ζημία του ολοσχερώς εξοφληθεί από αυτόν, διότι όταν υπάρχει σύμφωνα με δήλωση του πολιτικώς ενάγοντα και τη σε βάρος του τελεσθείσα αξιόποινη πράξη ενεργητική νομιμοποίηση αυτού, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την αποβολή ή όχι της πολιτικής αγωγής μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και τις αγορεύσεις των συνηγόρων, συνεπώς η παραμονή του πολιτικώς ενάγοντα στη διαδικασία μέχρι το ως άνω χρονικό όριο δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης για παρά το νόμο παράσταση αυτού.





Κρίσιμες πλημμέλειες για τη διάγνωση παράνομης παράστασης





ΑΠ 753/10


(Π.Χρ.2011, σελ.214)





Περίληψη 





Η παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής επάγεται απόλυτη ακυρότητα· παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής υπάρχει και όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκησή της. – Η παραγραφή του δικαιώματος άσκησης πολιτικής αγωγής δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. – Πότε και πώς πρέπει να προταθεί η επίμαχη ένσταση παραγραφής ειδικά ενώπιον του εφετείου. – Ορθώς απερρίφθη ο περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, συνιστάμενος στο ότι με την έγκληση δεν διευκρινίσθηκε για ποιο αδίκημα γίνεται η δήλωση της παράστασης πολιτικής αγωγής, δεν καταβλήθηκε το απαραίτητο παράβολο και η αξίωση της πολιτικώς ενάγουσας έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού α) από την επισκόπηση της έγκλησης προκύπτει ότι η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής αφορούσε τόσο τα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφήμησης όσο και της ηθικής αυτουργίας σε αυτά, τούτο άλλωστε επιβεβαιώθηκε και από την επανάληψη της σχετικής δήλωσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, β) εφόσον η δήλωση παραστάσεως της πολιτικής αγωγής έγινε με την έγκληση που υπεβλήθη στις 9.8.2002, δεν υποχρεούτο η πολιτικώς ενάγουσα να καταθέσει και το οικείο παράβολο, διότι η επίμαχη υποχρέωση επιβλήθηκε αργότερα επί ποινή απαραδέκτου της πολιτικής αγωγής, και γ) ο ισχυρισμός περί αποβολής της πολιτικώς ενάγουσας προβλήθηκε το πρώτον στο εφετείο, χωρίς να αποτελεί λόγο της ασκηθείσας εφέσεως.


ΑΠ 1161/09


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.424)





… Περαιτέρω κατά το άρθρο 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Παράνομη δε είναι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο σύμφωνα με τα άρθρα 63, 64 και 68 ΚΠΔ, όταν υπάρχει έλλειψη ως προς το χρόνο και τον τρόπο άσκησής της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ή ως προς την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, όχι δε και όταν υφίσταται άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια ως προς την παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία δεν θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου ούτε πλήττει τη δημόσια τάξη. Έτσι, δεν είναι παράνομη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, επί παραβιάσεως από αυτόν των διατάξεων για τα δικαστικά τέλη και έξοδα και τη σχετική νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Τέλος, δεν υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής, από μόνο το λόγο ότι το δικαστήριο δεν εξέδωσε παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία να δέχεται την πολιτική αγωγή της οποίας ζητήθηκε η αποβολή από τον κατηγορούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται το μεν γιατί εσφαλμένα το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχθηκε ότι η εγκαλούσα είναι η άμεσα παθούσα από την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, με τις διακρίσεις της συμμετοχικής δράσης του καθένα απ' αυτούς, το δε γιατί το ίδιο Δικαστήριο μετά την υποβολή από μέρους τους, της σχετικής ενστάσεως περί αποβολής της πολιτικής αγωγής, επιφυλάχθηκε να εκδώσει την επί της ενστάσεώς τους παρεμπίπτουσα απόφαση, την οποία δεν εξέδωσε μέχρι τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο σχετικός, όμως, ισχυρισμός, κατ' αμφότερα τα σκέλη του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και συγκεκριμένα κατά το πρώτο μέρος, γιατί η παθούσα, η οποία είχε το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμεταλλεύσεως του ως άνω Ρ/Σ, νομιμοποιούνταν αυτή να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και να επιδιώξει την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την αξιόποινη συμπεριφορά των αναιρεσειόντων. Επίσης, και κατά το έτερο σκέλος του είναι αβάσιμος, ο εν λόγω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων γιατί δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση που το Δικαστήριο, δεν εκδώσει παρεμπίπτουσα απόφαση ως προς τη νομιμότητα της πολιτικής αγωγής…





ΑΠ 2051/08


(Νόμος)



…Ι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, απόλυτη 


ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατ` άρθρο 510 παρ. 1


στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε


στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά τον νόμο 


παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει


όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της 


ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, 


σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθρ. 63 και 64 Κ.Π.Δ. και όταν παραβιάσθηκε η


διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της


άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το αρθρ. 68 του ίδιου κώδικα. Εξάλλου


από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 63 Κ. Π. Δ. και 614 και 932 Α. Κ.,


προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνον εκείνοι 


που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό και όχι και εκείνοι που βλάπτονται έμμεσα, όπως τα μέλη του νομικού 


προσώπου, τα οποία δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της πολιτικής


αγωγής από αδίκημα που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, το οποίο και μόνο


ζημιώνεται άμεσα από αυτό (Ολ. Α.Π. 5/1994). Ηθική βλάβη μπορεί να υποστεί


και το νομικό πρόσωπο από τον αντίκτυπο που έχει στην πίστη, το κύρος και


την φήμη του η άδικη πράξη που διαπράχθηκε σε βάρος του, στην δήλωση του


εκπροσώπου του οποίου, όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν είναι


αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω


αντίκτυπο. Έτσι από τις προαναφερόμενες διατάξεις των αρθρ. 63, 64, 68


Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται μόνον


οσάκις υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως ή όταν δεν


τηρήθηκε η επιβαλλομένη διαδικασία σχετικώς προς τον χρόνο και τον τρόπο


ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής εις το ποινικό δικαστήριο.

Οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη αναφερομένη στην παράσταση ή την 


εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος δεν ασκεί επιρροή στην νομιμότητα της 


παραστάσεως, όπως επί εταιρίας η έλλειψη εγκρίσεως της Γενικής Συνελεύσεως 


(Α.Π. 1575/98, 2266/2002)…





Ποινικές δίκες ανεπίδεκτες πολιτικής αγωγής 





Αξιόποινες πράξεις δικαστικών λειτουργών


 ΣυμβΑΠ 1127/11


(Νόμος)


 Σύμφωνα με το άρθρο 15 και 16 του ΚΠΔ, εκτός των άλλων περιοριστικώς αναφερομένων


προσώπων, και ο πολιτικώς ενάγων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση των εισαγγελικών λειτουργών που ασχολούνται με την έγκληση του. Προϋπόθεση για την υποβολή αιτήματος εξαιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα είναι: α) αυτός να είναι αμέσως παθών από το έγκλημα που κατήγγειλε β) να δικαιούται να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων και γ) να έχει δηλώσει νομότυπα παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν ο εγκαλών δεν έχει το δικαίωμα από τον Νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων για το έγκλημα που κατήγγειλε, τότε δεν έχει το δικαίωμα να υποβάλλει και αίτημα εξαιρέσεως (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1151/1995). Σε έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών είναι ανεπίτρεπτη, σύμφωνα με αρθρ. 99 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, 6 του Ν. 693/1977 και 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, η παράσταση πολιτικής αγωγής και ο παθών μπορεί να επιδιώξει τις απαιτήσεις του μόνο στο Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας (ΑΠ 751/2003, ΑΠ 1531/1993, ΑΠ 248/1987, ΑΠ 256/1996, ΑΠ 821/1986, Ειδ. Δικ. Κακοδικίας 4/1987). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αυτός που υποβάλλει έγκληση κατά δικαστικών λειτουργών για π.χ. παράβαση καθήκοντος ή κατάχρηση εξουσίας σε βάρος του, δεν μπορεί στη συνέχεια να ζητήσει την εξαίρεση άλλων δικαστικών λειτουργών που ερευνούν την έγκλησή του επειδή δεν μπορεί σύμφωνα με το νόμο να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων εναντίον τους στην ποινική δίκη (ΑΠ 518/1975)...





Αυθαίρετες κατασκευές

ΑΠ 1123/10


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1285)

Περίληψη 


 Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο κατά το μέρος που αφορά στο αδίκημα του άρθρου 17 παρ. 8 Ν 1337/1983 (αυθαίρετες κατασκευές) και ως προς την επιδίκαση-προσδιορισμό χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάσθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο ως ηθική βλάβη, λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε στο ακροατήριο από την παράνομη παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτό δεν είναι άμεσα παθόν από την ως άνω εγκληματική πράξη



Πολιτική αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων 


ΜονΔικΑνηλΑμαλ 73/09


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.1144)


Περίληψη 

Κατά των ανηλίκων επιτρέπεται η παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων, αλλιώς δεν θα είχε θέση η ρύθμιση του άρθρου 488 ΚΠΔ περί παροχής έφεσης στον πολιτικώς ενάγοντα. Αν στην παράσταση αναφέρεται και κάποιο χρηματικό ποσό, τούτο δεν καθιστά τη δήλωση απαράδεκτη, αφού αυτή ισχύει μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας. Άλλωστε ο παρασταθείς προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει όλα τα δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος, μπορεί δηλαδή να ασκήσει και ένδικα μέσα




Προστασία του πολιτικώς ενάγοντος από το άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ


ΕΔΔΑ – Απόφαση της 11.02.2010 (Υπόθεση Συγγελίδης κατά Ελλάδας) 

(Πειρ.Νομ.2011, σελ.106)

… Α. Επί του παραδεκτού


1. Ισχυρισμοί των διαδίκων


23. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άρνηση της ελληνικής Βουλής να άρει την ασυλία της Μ.Α. δεν δημιούργησε ζητήματα στη βάση του άρθρου 6 της Σύμβασης, διότι δεν έθιξε τα δικαιώματα αστικής φύσεως του προσφεύγοντα. Κατά πρώτον, υποστήριξε ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντα έδειξε ότι ο σκοπός της δήλωσης παράστασής του ως πολιτικής αγωγής ήταν κατά κύριο λόγο να επιτύχει την καταδίκη της κατηγορουμένης. Η Κυβέρνηση επεσήμανε ως προς τούτο ότι, όταν κατέθεσε τη μήνυσή του στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο προσφεύγων απλώς αξίωσε το συμβολικό ποσό των δέκα ευρώ, χωρίς να παραβλάπτεται η ικανοποίηση όλων των δικαιωμάτων του αστικής φύσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν ο προσφεύγων κατάφερνε να επιτύχει μία καταδίκη σε βάρος την πρώην συζύγου του, αυτή δε θα ήταν «άμεσα αποφασιστική» καθώς οποιεσδήποτε συνέπειες της εν λόγω καταδίκης επί της συμμόρφωσής της προς τους όρους της πρόσβασης του προσφεύγοντος στο παιδί του θα ήταν αβέβαιες και αόριστες. Κατά τρίτον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η παρούσα προσφυγή δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 διότι η απόφαση αριθ. 528/2005, με την οποία η σύζυγος του προσφεύγοντος παρέλειψε να συμμορφωθεί, συνιστούσε προσωρινό μέτρο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο...


… 2. Εκτίμηση του Δικαστηρίου


α) Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης 


27. Σε ό,τι αφορά την αστική φύση της διαδικασίας, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η Σύμβαση δεν παραχωρεί αφ’εαυτού το δικαίωμα της δίωξης ή καταδίκης τρίτων για ένα ποινικό αδίκημα. Προκειμένου να υπεισέρχεται στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκ μέρους του θύματος άσκηση του δικαιώματός του να ασκήσει την αστική αγωγή που προσφέρεται από το εθνικό δίκαιο, έστω και ενόψει της επίτευξης μιας συμβολικής επανόρθωσης ή της προστασίας ενός δικαιώματος αστικής φύσεως, όπως το δικαίωμα της απόλαυσης μιας «καλής φήμης» (βλέπε Perez κατά Γαλλίας [GC], no.47287/99, παρ. 70, ECHR 2004-I).


28. Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της Σύμβασης εφαρμόζεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με μηνύσεις με παράσταση πολιτικής αγωγής από τη στιγμή της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, εκτός αν ο μηνυτής έχει παραιτηθεί κατά τρόπο μη διφορούμενο από την άσκηση του δικαιώματός του σε επανόρθωση (βλέπε πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση Perez, παρ. 66).


29. Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για ποσό που ισοδυναμούσε με δέκα ευρώ, όταν κατέθεσε μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, στη βάση του άρθρου 232Α του Ποινικού Κώδικα. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν αστικής φύσεως καθώς είχε οικονομική πτυχή, κάτι που προκύπτει από το ποσό των δέκα ευρώ, όσο συμβολικό κι αν είναι αυτό, για το οποίο ο προσφεύγων δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής (βλέπε Γώρου κατά Ελλάδας (αριθ.2) [GC], no. 12686/03, παρ. 24-26, 20 Μαρτίου 2009).


30. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης που σχετίζεται με τον αποφασιστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για το εν λόγω δικαίωμα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή αφορούσε την αποζημίωση του προσφεύγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της επικαλούμενης παραβίασης της απόφασης αριθ. 528/2005 από την πρώην σύζυγό του και όχι τη ρύθμιση της πρόσβασής του στον γιο του. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα του προσφεύγοντος να αποζημιωθεί για την επικαλούμενη μη συμμόρφωση προς την απόφαση αριθ. 528/2005 διακυβευόταν άμεσα στην επίδικη διαδικασία (βλέπε Gorraiz Lizarraga και λοιποί κατά Ισπανίας, αριθ. 62543/00, παρ. παρ. 46-47, ECHR 2004-III).


31. Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρόλο που η μήνυση που κατέθεσε ο προσφεύγων ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών βασιζόταν στην επικαλούμενη μη συμμόρφωση της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος προς την προηγούμενη προσωρινή διαταγή, ωστόσο εισήγαγε ένα εντελώς αυτοτελές αίτημα αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστη. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τη φύση της «προσωρινή». Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και ότι οι ενστάσεις της Κυβέρνησης πρέπει να απορριφθούν…





…37. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είχε περιορισθεί στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι η εσωτερική διαταγή διασφάλιζε την πιθανότητα διεκδίκησης αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για υλική ζημία και ηθική βλάβη που προκλήθηκαν λόγω της επικαλούμενης μη νόμιμης συμπεριφοράς της Μ.Α. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι μία αστική αγωγή αποτελούσε ένα ένδικο μέσο ισοδύναμο με την παράσταση ως πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία κατά της Μ.Α. Η διεκδίκηση αστικής αποζημίωσης μόνο μέσω της ποινικής διαδικασίας θα υπονόμευε ολόκληρο τον σκοπό της χορήγησης ασυλίας στους βουλευτές, ήτοι την ελευθερία και τον αυθόρμητο χαρακτήρα των βουλευτικών συζητήσεων...





…Το Δικαστήριο διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση. Όπως έχει ήδη παρατηρήσει σε πολλές περιπτώσεις, όταν η εσωτερική έννομη τάξη προσφέρει ένα ένδικο μέσο όπως η υποβολή μήνυσης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, το Κράτος υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο πολιτικώς ενάγων να απολαμβάνει τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 (βλέπε Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδας, αριθ. 54589/2000, παρ. 32, 3 Απριλίου 2003)…





Αποκλίνουσα γνώμη του δικαστή Φλογαΐτη: 


Δε συμφωνώ με την πλειοψηφία στην παρούσα υπόθεση. Κατανοώ ότι υφίστανται σημαντικά νομολογιακά προηγούμενα σε περιπτώσεις όπου κατατέθηκαν δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής σε ποινικές δίκες ενώπιον των δικαστηρίων. Πιστεύω, ωστόσο, ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής ποινικής διαδικασίας με εμποδίζουν από το να δεχθώ ότι η επίδικη διαδικασία ήταν από τη φύση της αστική και, συνεπώς, από το να καταλήξω ότι το άρθρο 6 παρ. 1 έχει εφαρμογή.


Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο, μία ποινική δίκη έχει εξ ολοκλήρου δημόσιο χαρακτήρα: ο εισαγγελέας είναι εκείνος που αποφασίζει ποιον να συλλάβει, ασκούνται διώξεις στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, και είναι ευθύνη του εισαγγελέα η εισαγωγή μίας υπόθεσης ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο για παραβίαση του νόμου. Η ποινική δίκη γίνεται ως εκ τούτου ανάμεσα στον εκπρόσωπο του δημοσίου συμφέροντος και τον κατηγορούμενο.


Όταν το «θύμα» ενός εγκλήματος επιθυμεί να παρέμβει στη διαδικασία, μόνο ένας θεσμός του επιτρέπει να συμμετάσχει επισήμως στην ποινική δίκη: η αστική αγωγή.


Ο πολιτικώς ενάγων που αξιώνει αποζημίωση συμμετέχει στην ποινική δίκη με πρόσχημα τη διεκδίκηση αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως το άτομο που υπέφερε ως αποτέλεσμα του εγκλήματος και που επιδιώκει να αποκαλύψει την αλήθεια. Άλλως ειπείν, ζητώντας από το ποινικό δικαστήριο να του επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, ο πολιτικώς ενάγων στην πραγματικότητα επιζητεί την αναγνώριση του βασάνου του από τις δημόσιες αρχές και την απονομή δικαιοσύνης προς όφελός του. Τούτο θα συμβεί μόνο αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος για το έγκλημα με απόφαση του δικαστηρίου. Επιπλέον, η ικανοποίηση των αξιώσεων του πολιτικώς ενάγοντος που απορρέουν από το έγκλημα αποτελεί στοιχείο του δημόσιου σκοπού της ποινής, αφού όχι μόνο παρέχει επανόρθωση για τον πολιτικώς ενάγοντα αλλά είναι ομοίως σημαντική για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στην κοινωνία. 


Η συμμετοχή του πολιτικώς ενάγοντα που αξιώνει αποζημίωση στην ποινική δίκη ομοίως συμβάλλει στην επίτευξη μίας καλύτερης διάγνωσης της προσωπικότητας του κατηγορουμένου και σε μία μεγαλύτερη αποσαφήνιση, τόσο των ψυχολογικών συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, όσο και των συνεπειών του. Όταν λαμβάνονται υπόψη αυτοί οι παράγοντες, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα το επίπεδο ευθύνης του κατηγορούμενου και την προσήκουσα ποινή. Η παρουσία του πολιτικώς ενάγοντος είναι ομοίως αναγκαία προκειμένου τα δικαστήρια ή οι δημόσιες αρχές να κινούν με ταχύτητα τις ποινικές διαδικασίες.


Το επιχείρημα ότι σκοπός του πολιτικώς ενάγοντα στην ποινική διαδικασία είναι να διασφαλίσει την ποινική καταδίκη του κατηγορουμένου ομοίως ενισχύεται από το γεγονός ότι α) το ποσό που αξιώνει ο πολιτικώς ενάγων ως αποζημίωση είναι πολύ μικρό, 10 ή 20 ευρώ, και συνήθως επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εισάγει την υπόθεση ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για μεγαλύτερη αποζημίωση, και β) η ποινική διαδικασία επιτρέπει στο θύμα να συμμετάσχει στην ποινική δίκη και να προσπαθήσει να διασφαλίσει την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς να αξιώσει αστική αποζημίωση. Πιο συγκεκριμένα, τούτο είναι δυνατό σε περιπτώσεις όπου i) υπεύθυνος για την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα είναι κάποιος τρίτος και όχι ο κατηγορούμενος, ii) οι δημόσιες αρχές ασκούν αστική αγωγή για ένα έγκλημα που σχετίζεται με φόρους και δασμούς, iii) o εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, και γ) η διαδικασία δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι απλουστευμένη καθώς αυτή μπορεί να γίνει προφορικά στην πορεία της δίκης, μπορεί να διορισθεί δικηγόρος, η πολιτική αγωγή καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου και έχει το δικαίωμα ακρόασης.





Τυπική νομιμοποίηση της πολιτικής αγωγής 

Ι. ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Διατύπωση της δήλωσης

ΟλΣυμβΑΠ 7/06

(Ποιν.Δικ.2006, σελ.551)

Περίληψη

Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή, βέβαιο και ανεπιφύλακτο, να μην τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία και να μην αναφέρεται στο μέλλον, αλλά στο παρόν. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι απαράδεκτη και δεν προσδίδει στον δηλούντα την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, με συνέπεια να μην έχει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Δεν είναι όμως απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένου τρόπου εκφράσεως, αλλά αρκεί από το κείμενο της δηλώσεως ή και της διαλαμβάνουσας αυτή εγκλήσεως να μην δημιουργείται αμφιβολία για τη νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος και να προκύπτει ότι το νόημα της διατυπωθείσας δήλωσής του ήταν η άμεση παράσταση αυτού κατά την προδικασία, με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων που ο νόμος παρέχει στον πολιτικώς ενάγοντα. Η περιεχόμενη στην έγκληση λεκτική διατύπωση «δηλώνω ότι θα παρασταθώ ως πολιτικώς ενάγων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστην από την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη, για το ποσό των 44 ευρώ με επιφύλαξη του υπολοίπου» έχει το νόημα της άμεσης και ανεπιφύλακτης, κατά την υποβολή της εγκλήσεως, παραστάσεως του δηλούντος ως πολιτικώς ενάγοντος. Το νόημα αυτό καθίσταται εναργέστερο αν συντρέχουν και άλλα στοιχεία, όπως είναι ο διορισμός δικηγόρου ως πληρεξουσίου και αντικλήτου του δηλούντος ή η συνυποβολή του γραμματίου καταθέσεως παραβόλου πολιτικής αγωγής. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η κατά τα ανωτέρω δήλωση του αναιρεσείοντος ήταν άμεση και ανεπιφύλακτη, –και όχι απλώς μία προαγγελία μελλοντικής παραστάσεώς του σε μη προσδιοριζόμενο χρόνο– αυτός απέκτησε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και είχε ως εκ τούτου δικαίωμα στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (αντίθ. εισαγγ. πρότ.).





Περιεχόμενο της δήλωσης





Αντίκλητος 





ΣυμβΑΠ 52/10 


(Ποιν.Δικ.2010, σελ.990)





Περίληψη 





Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα, διότι το Συμβούλιο Εφετών υπερέβη θετικά την εξουσία του με το να κάνει τυπικά δεκτή την έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ενώ όφειλε να την έχει απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω της μη νομότυπης δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής από αυτόν, αφού διόρισε ως αντικλήτους, δικηγόρους που δεν υπηρετούσαν στην περιφέρεια του δικαστηρίου όπου κατατέθηκε η έφεση.





ΣυμβΑΠ 26/10


(Π.Χρ.2010, σελ.813)





Περίληψη 





Ως “έδρα” του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της, κατά τρόπον ώστε, μαζί με αυτούς, να εμφανίζεται ως μία πόλη, ανεξαρτήτως του αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωρισθεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. – Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτήν δεν αποκτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και δεν νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. – Η θέσπιση της υποχρέωσης του πολιτικώς ενάγοντος για τον διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, εφόσον αυτός που κάνει την δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί, δεν παραβιάζει ούτε το δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, ούτε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αφού σκοπός της είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων, συνεπώς δε και της προδικασίας. – Αναιρείται λόγω απολύτου ακυρότητος και υπερβάσεως εξουσίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε τυπικώς δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά απαλλακτικού βουλεύματος για ζωοκλοπή, διότι ο πολιτικώς ενάγων δεν διόρισε ούτε κατά την προδικασία με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ούτε με την έφεσή του αντίκλητο δικηγόρο στην έδρα του δικαστηρίου.





Ειδολογική αποσαφήνιση της επελθούσας ζημίας 





ΣυμβΑΠ 1542/09


(Π.Χρ.2010, σελ.478)





Περίληψη 





Ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ασκεί αναίρεση κατά οιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, εκτός αν ο νόμος ρητώς το απαγορεύει. – Η απάλειψη της φράσεως “ή του βουλεύματος” από το αρ. 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν αφορά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. – Παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. – Πότε δικαιούται ο πολιτικώς ενάγων να ασκήσει έφεση κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών. – Πότε είναι παραδεκτή η δήλωση παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος. – Το αν αναφέρθηκε ή όχι στην δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής αφορά αποζημίωση λόγω υλικής ζημίας ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε οποιαδήποτε στάση της προδικασίας. – Πότε λαμβάνει χώρα παραδεκτώς η σχετική δήλωση περί παραστάσεως πολιτικής αγωγής όταν περιέχεται στην έγκληση. – Γίνεται δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. – Αναιρείται λόγω παράνομης απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας κατά απαλλακτικού βουλεύματος για απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω του ποσού των 73.000 ευρώ κατά συναυτουργία, επειδή δεν προέκυπτε αν με την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής η εταιρεία επεδίωκε αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή σωρευτικώς και τις δύο αξιώσεις, διότι σύμφωνα με την έγκληση η δήλωση αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προξενηθείσης περιουσιακής ζημίας και εφόσον το Συμβούλιο Εφετών δεν δέχθηκε ότι η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα είχε αποβληθεί της ποινικής διαδικασίας προ της εκδόσεως του πρωτοδίκου βουλεύματος, παρά τον νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεσή της κατ’ αυτού.


 ΙΙ. ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ


Δυνατότητα παράστασης δια πληρεξουσίου


ΑΠ 1305/07

(Π.Χρ.2008, σελ.348)

Περίληψη 


Εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ ειδικού πληρεξουσίου που διαθέτει έγγραφη προς τούτο πληρεξουσιότητα κατ’ αρ. 42 παρ. 2 ΚΠΔ. – Η δι’ ειδικού πληρεξουσίου παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική δίκη δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του αρ. 6 της ΕΣΔΑ και δεν φαλκιδεύει κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου, αφού ο τελευταίος έχει δικαίωμα κατ’ αρ. 327 παρ. 2 ΚΠΔ να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα και να ζητήσει από το δικαστήριο να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να εξετασθούν και άλλοι μάρτυρες. – Απορρίπτεται ο περί ελλείψεως αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως του κατηγορουμένου συνιστάμενος στην παρά τον νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής διά πληρεξουσίου.




Ειδικές ρυθμίσεις για τα αγροτικά αδικήματα

ΑΠ 874/09
(Π.Χρ.2010, σελ.215)

περίληψη 

Η αρχή της ενασκήσεως της αξιώσεως από εκείνον που υπέστη ζημία συνεπεία τελέσεως αγροτικού αδικήματος με την υποβολή απλής αιτήσεως, υποβαλλομένης είτε στον αγρονόμο εγγράφως είτε στο ακροατήριο, καθώς και ο αποκλεισμός της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ένεκα τέτοιου αδικήματος αναφέρονται μόνο σε παραβάσεις που κολάζονται σε βαθμό πταίσματος και εφαρμόζονται μόνο κατά την ενώπιον του πταισματοδικείου ή του αγρονόμου διαδικασία, επί των λοιπών δε αδικημάτων κατά των αγροτικών κτημάτων, που τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. – Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης και όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται ως προς τον χρόνο και τον τρόπο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. – Εκείνος που υπέστη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από την τέλεση εγκλήματος εις βάρος του μπορεί να υποβάλλει την περί χρηματικής ικανοποιήσεως αξίωσή του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. – Η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. – Ορθώς έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής των πολιτικώς εναγόντων για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία είχαν υποστεί από την εις βάρος τους πράξη της αγροτικής κλοπής από κοινού κατά συρροή, αντικειμένου αξίας ανώτερης των 60 ευρώ, αφού η πράξη τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, βάσει του προσδιορισθέντος κατά την κατηγορία ποσού της αξίας των κλαπέντων αγροτικών κινητών πραγμάτων.

















ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Φ. Ανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομοθεσία-Βιβλιογραφία-Ερμηνεία-Νομολογία, 3η έκδοση, 2006.

2) Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3η έκδοση, 2007, σελ. 81-99, 364-382, 396-398.

3) Ν. Αποστολίδης, Το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη (Θεμελίωση – Δικονομικές προϋποθέσεις ενάσκησης), Μονογραφίες Ποινικού Δικονομικού Δικαίου 2, 2010

4) Θ. Δαλακούρας, Ποινική Δικονομία, Βασικά ζητήματα της ποινικής δίκης για ανακριτικούς υπαλλήλους, Τόμος Α΄, 2007, σελ. 140-155.

5) Δ. Ιακώβου, Η πολιτική αγωγή εις την ποινικήν δίκην, 2η έκδοση, 1997.

6) Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι - Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δίκαιο & Άρειος Πάγος, Εκδόσεις Ουσιαστικού και Δικονομικού Ποινικού Δικαίου 2, 2008, σελ. 77.

7) Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 2011, σελ. 403-420, 422-423, 665-669, 671, 674, 678, 737-738.

8) Λ. Μαργαρίτης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία, 2006, σελ. 64-73, 127-128, 367-442, 564-566.

9) Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία 2, Διαδικασία στο ακροατήριο Ι, Θεωρία-νομολογία-υποδείγματα, με σχόλια και παρατηρήσεις, 2η έκδοση, 2006, σελ. 167-168.

10) Λ. Μαργαρίτης - Α. Ζαχαριάδης, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Λόγος (Νομολογία) - Αντίλογος (Θεωρία), Πρακτικά ζητήματα, 1999, σελ. 242.

11) Λ. Μαργαρίτης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ανηλίκων, Κριτική επισκόπηση νομολογίας, 1994, σελ. 84.

12) Λ. Μαργαρίτης, Μελέτες για εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία Β΄, 1992, σελ. 49.

13) Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Θεωρία-Πράξη-Νομολογία, 5η έκδοση, 2011, σελ. 51-52, 158-162, 165-169, 177, 180, 188.

14) Α. Ψαρούδα Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Νομική φύση-Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος, 1982.



ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ



1) Η. Αλατσάς, Η προκαταρκτική εξέταση, ΝΟΜΟΣ.

2) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΑΠ 925/09, Π.Χρ.2010, σελ. 226.

3) Η. Αναγνωστόπουλος, Σημείωση στην ΟλΑΠ 21/03, Π.Χρ.2003, σελ. 971.

4) Ν. Αποστολίδης, Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη δευτεροβάθμια δίκη που διανοίγεται από την εισαγγελική έφεση κατά της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, Π.Χρ.2010, σελ. 158.

5) Ι. Γιαρένη, Η έννοια του παρανόμου οφέλους στο υπηρεσιακό έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και το ζήτημα της παράστασης πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 96.

6) Θ. Δαλακούρας, Προκαταρκτική εξέταση : Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν.3160/2003 και 3346/2005, Ποιν.Δικ.2007, σελ. 1326.

7) Α. Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, Ταυτόχρονα μερικές σκέψεις για το μέλλον του θεσμού προς την κατεύθυνση μιας παράστασης αμιγώς ποινικού χαρακτήρα, Π.Χρ.2010,                σελ. 529.

8) Γ. Δημήτραινας, Παρατηρήσεις στη ΜΟΔΚατερ 20-22/92, Υπερ.1992,            σελ. 885.

9) Ν. Δημητράτος, Το δικαίωμα συνεχίσεως της παραστάσεως πολιτικής αγωγής από τους κληρονόμους (Με αφορμή το υπ' αρ. 2117/1992 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΠοινΧρ ΜΓ΄ σελ.203 επ.), Π.Χρ.1993, σελ. 234.

10) Α. Ζύγουρας, Η παράστασις του πολιτικώς ενάγοντος εις την ποινικήν δίκην και η επιφύλαξις τούτου εις την πολιτικήν δίκην δια μέρος της απαιτήσεώς του, Ποιν.Δικ.2001, σελ. 65.

11) Α. Ζύγουρας, Η απουσία του πολιτικώς ενάγοντος και η αναβολή της ποινικής δίκης, Νο.Β.1998, σελ. 1028.

12) Θ. Κονταξής, Η δυνατότητα ή μη παράστασης πολιτικής αγωγής από εργαζόμενο σε βάρος του εργοδότη του σε περίπτωση μη καταβολής μισθών, Ποιν.Δικ.2010, σελ. 246.

13) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής δια πληρεξουσίου προς υποστήριξη της κατηγορίας (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2004, σελ. 594.

14) Θ. Κονταξής, Παράσταση πολιτικής αγωγής – Η έννοια της αμεσότητας και οι λογικές υπερβάσεις, Ποιν.Δικ.2003, σελ. 821.

15) Α. Κωνσταντινίδης, Επίκαιροι προβληματισμοί σχετικά με τον θεσμό της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, Τιμητικός τόμος για τον Νικόλαο Κ. Ανδρουλάκη : Festschrift fuer Nikolaos K.Androulakis, επιμέλεια : Αργύριος Καρράς, 2003, σελ. 955.

16) Α. Κωνσταντινίδης, Δικαιώματα του θύματος ως πολιτικώς ενάγοντος στην κύρια διαδικασία, Ελλ.Δ/νη 1989, σελ. 1140.

17) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : ποινική δικαστική έκφρασή της, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 582.

18) Λ. Μαργαρίτης, Πολιτική αγωγή : σχέση αστικής και ποινικής δίκης, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 717.

19) Λ. Μαργαρίτης, Αντιρρήσεις κατά της δηλώσεως παραστάσεως πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2005, σελ. 1425.

20) Λ. Μαργαρίτης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΑΠ 52/95, Υπερ.1995, σελ. 732.

21) Ν. Νίκας - Α. Παπαδαμάκης, Η σχέση ποινικής και πολιτικής δίκης στο χώρο της πολιτικής αγωγής, Ποιν.Δικ.2009, σελ. 1121.

22) Γ. Νούσκαλης, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΕφΙωαν 56/02, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 1033.

23) Α. Παπαδαμάκης, Λειτουργία «παρατράπεζας» με πλαστογραφίες κατ’ εξακολούθηση. Ποιων τα έννομα συμφέροντα βλάπτονται και πώς κολάζεται ποινικά η πράξη, Αρμ.2005, σελ. 143.

24) Α. Παπαδαμάκης, Η φύση της πλαστογραφίας στο πλαίσιο «παρατραπεζικής» δραστηριότητας : όροι και όρια στην εφαρμογή του Ν.1608/1950 (γνωμ.), Ποιν.Δικ.2005, σελ. 73.

25) Α. Παπαδαμάκης, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1416/1996, Υπερ.1997, σελ.310.

26) Π. Παπανδρέου, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2009,                       σελ. 345, 476.

27) Χ. Παπαχαραλάμπους, Παράλειψη σύνταξης εκθέσεως εγχειρίσεως και παραδεκτή δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (με αφορμή το βουλ.ΣυμβΑΠ 52/95), Π.Χρ.1995, σελ. 382.

28) Γ. Πυρομάλλης, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως ; Π.Χρ.2004, σελ. 176.

29) Θ. Σάμιος, Ενημερωτικό σημείωμα στην ΑΠ 604/09, Π.Χρ.2010, σελ. 122.

30) Α. Σπίγγος, Ποινική Δικονομία : Ακυρότητα κλήσης σε περίπτωση άσκησης έφεσης – αρ.500 ΚΠοινΔ – αποβολή πολιτικής αγωγής κατ’ αρ. 84 ΚΠΔ, Ιον.Επιθ.τ.Δικ.2002, σελ. 80.

31) Γ. Σταθέας, Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρων, συμβολαιογράφων, διαιτητών, δικαστικών γραμματέων και δικαστικών επιμελητών, Δ. 2005, σελ.277.

32) Γ. Συλίκος, Η ανώνυμη εταιρία, που πτώχευσε, παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για ηθική βλάβη με τον πριν από την πτώχευση εκπρόσωπό της και όχι με τον σύνδικο της πτώχευσης (υπό την ΑΠ 1998/03), Π & Λ.Π.Δ.2003, σελ. 530.

33) Ν. Χατζηνικολάου, Η εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας στην ποινική δίκη, Ποιν.Δικ.2002, σελ. 762.

34) Π. Χριστόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1518/05, Π.Χρ.2006, σελ.495.

http://criminal.law.duth.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: