
713/2014 ΑΠ ( 629849)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Υποχρέωση του ενάγοντα να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητας του πάνω στο ακίνητο και τη νομή ή κατοχή αυτού από τον εναγόμενο. Η απόρριψη της αγωγής, ως ουσιαστικά αβάσιμης, για...
το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος, καθιστά περιττή την έρευνα της ένστασης ιδίας κυριότητος του εναγομένου. Μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου. Τηρητέος τύπος. Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Πράξεις νομής. Ορθή η κρίση του Εφετείου ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε καθ’οιονδήποτε τρόπο (πρωτοτύπως ή παραγώγως) στην κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος - ενάγοντος με χρησικτησία, καθώς ποτέ αυτός και οι δικαιοπάροχοί του δεν το νεμήθηκαν, αλλά αντίθετα κυρία του επίδικου ακινήτου κατέστη κατά παράγωγο τρόπο η εναγόμενη - εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία αγόρασε αυτό με νόμιμα μεταγεγραμμένο παραχωρητήριο από το Ελληνικό Δημόσιο που ήταν ο αληθής κύριος αυτού. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2795/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Αριθμός 713/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Φ. του Ν., κατοίκου .. . , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Παπαδόπουλο , που δήλωσε ότι ανακαλεί την από 5-11-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία ".......", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 3) Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής, που εδρεύει στον Χολαργό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Οικονόμου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., το 2ο και η 3η εκπροσωπήθηκαν από τον Διονύσιο Χειμώνα, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-4-1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3519/2000, 5392/2006 μη οριστικές και 4045/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2795/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9-1-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου διάβασε την από 30-10-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας είναι κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 973, 974, 999, 1000, 1045, 1051 ΑΚ, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται η άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ` αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ο ενάγων δε επί διεκδικητικής αγωγής πρέπει, κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ και 338 ΚΠολΔ, να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητας του πάνω σε αυτό (ακίνητο) και ότι ο εναγόμενος το νέμεται ή το κατέχει. Αν, όμως, απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος, καθίσταται περιττή η έρευνα της ένστασης ιδίας κυριότητος του εναγομένου, αφού η απόρριψη της αγωγής που επιδίωξε ο εναγόμενος με την ένσταση του έγινε, γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, μετ`εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στο … στη θέση "..." ή "..." και κατά μεν τον ενάγοντα έχει έκταση 21.031 τμ. και συνορεύει βόρεια-βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ....αι πλέον με ιδιοκτησία Κ. Λ., νότια με ιδιοκτησία Ι. Φ. και κληρονόμων Ι. και Σ. Γ., ανατολικά εν μέρει με πρώην ιδιοκτησία ............ και πλέον ιδιοκτησία Κ. Λ. και εν μέρει με αγροτική οδό και πέραν από αυτή με ιδιοκτησία Ι. Φ. και κληρονόμων Ι. και Σ. Γ. και δυτικά με αγροτική οδό, κατά δε την εναγομένη και τους προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάντες έχει έκταση 23 περίπου στρεμμάτων και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ....... και εν μέρει με έκταση του υπ` αριθ. 26797/1914 παραχωρητηρίου του Υπουργού Οικονομικών και δυτικά με δρόμο. Ολόκληρη η περιοχή του Λαυρίου ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο είχε περιέλθει κατά κυριότητα ως διάδοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος" και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών και τμήματα της παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες με παραχωρητήρια, όλες δε οι σημερινές ιδιοκτησίες εντός της πόλης του Λαυρίου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, έχουν παραχωρηθεί προς ιδιώτες με παραχωρητήρια είτε του Υπουργείου Γεωργίας είτε του Υπουργείου Οικονομικών. Μάλιστα, όταν αμφισβητήθηκε από την τότε κοινότητα Κερατέας η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί της ευρύτερης περιοχής ως διαδόχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδόθηκε η υπ` αριθ. 1151/1872 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία επιδικάστηκαν όλες οι εκτάσεις της Κερατέας και του Λαυρίου στο Ελληνικό Δημόσιο, μετέπειτα δε, με την έναρξη λειτουργίας της γαλλικής Εταιρείας ............ ...... , όλες οι λατομευόμενες εκτάσεις είχαν παραχωρηθεί στην ως άνω εταιρεία από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε κατά χρήση είτε κατά κυριότητα. Για ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, οι αρχικοί τίτλοι κυριότητας των ιδιωτών είναι αποκλειστικά και μόνον παραχωρητήρια από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού από της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους και μετά, τόσο το Υπουργείο Γεωργίας όσο και το Υπουργείο Οικονομικών, παραχωρούσαν με παραχωρητήρια σε ακτήμονες καλλιεργητικές εκτάσεις, διαδικασία η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Λαυρίου Αττικής και είναι αγροτεμάχιο, αποτελούσε τμήμα από το δημόσιο κτήμα ΒΚ 167, το οποίο είχε αρχική έκταση 75 περίπου στρέμματα και έφερε τους αριθμούς τεμαχίων 194α, 194β, 194γ και 195 και το οποίο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού ως διάδοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "περί οριστικού διακανονισμού ορίων της Ελλάδος" και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών αρχών. Από την αρχική αυτή έκταση του δημόσιου κτήματος ΒΚ 167 διάφορα τμήματα εκποιήθηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών σε ιδιοκτήτες που την κατείχαν αυθαίρετα και είχαν υποβάλει αίτηση εξαγοράς. Ετσι, με το παραχωρητήριο 16797/1914 είχε παραχωρηθεί έκταση προς την Φ. Γ. που είναι όμορη με το επίδικο ακίνητο και απέμεινε από την αρχική έκταση του ως άνω δημόσιου κτήματος μη παραχωρηθείσα έκταση 23 περίπου στρεμμάτων και η έκταση αυτή είναι εκείνη ακριβώς που αναφέρεται στο συμβόλαιο με αριθμό …/92, την οποία ο Κ. Κ. επώλησε στον Ι. Φ.. Στον πίνακα διανομής προς αποκατάσταση ακτημόνων που έγινε το έτος 1949, το επίδικο ακίνητο εμφανίζεται να κατέχεται αυθαίρετα από τους κληρονόμους Φ. Γ.. Οι κληρονόμοι αυτοί είχαν υποβάλει στο Ελληνικό Δημόσιο αιτήσεις εξαγοράς, με τις οποίες ζητούσαν να αγοράσουν όχι μόνο το συγκεκριμένο επίδικο ακίνητο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή, εκτός και πέραν από την έκταση που τους είχε δοθεί με το υπ` αριθ. 26797/1914 παραχωρητήριο. Όμως και η δικαιοπάροχος τους και κληρονομηθείσα απ` αυτούς Φ. Γ., με την από 28-10-1938 αίτηση της, ζητεί να εξαγοράσει από το Ελληνικό Δημόσιο έκταση 55 περίπου στρεμμάτων που είναι όμορη με την έκταση που της είχε παραχωρηθεί με το ως άνω υπ`αριθ. 26797/1914 παραχωρητήριο. Δηλαδή, η ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου ακινήτου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, ούτε από την αρχική κάτοχο του, Φ. Γ., ούτε και από τους κληρονόμους της, αφού αυτοί αναγνώριζαν την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου ακινήτου και με επανειλημμένες αιτήσεις τους ζητούσαν τη εξαγορά της. Η επίδικη έκταση που δεν έχει καμία σχέση με την έκταση που είχε παραχωρηθεί με το ως άνω υπ` αριθ. 26797/1914 παραχωρητήριο στην Φ. Γ. αλλά είναι όμορη ως προς την μία πλευρά με αυτή, καταχωρήθηκε ως δημόσιο κτήμα ΒΚ 167 στο σχετικό βιβλίο κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Λαυρίου, η δε καταχώρηση της έγινε με τους αριθμούς 194α, 194β, 194γ και 195 που αφορούν τεμάχια της διανομής του έτους 1949, την οποία έκανε το 21ο τοπογραφικό συνεργείο του Υπουργείου Γεωργίας για λογαριασμό του Υπουργείου Οικονομικών. Αυτό ήταν απαραίτητο, γιατί σε κάθε ένα τεμάχιο αναφέρθηκε και ο κάτοχος αυτού. Στη συνέχεια, το ίδιο Υπουργείο Γεωργίας και πάλι το 1971 διενήργησε με βάση τα κτηματολογικά στοιχεία του έτους 1949 νέα αποτύπωση και πλέον στον κτηματολογικό πίνακα τοποθετήθηκαν όλα τα παραχωρητήρια που είχαν εκδοθεί από το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε πλέον να είναι αποτυπωμένη η πραγματική κατάσταση, αφού στον κτηματολογικό πίνακα διανομής του έτους 1949 καταχωρήθηκαν μεν τα τεμάχια, πλην όμως, ελλείψει διασταύρωσης στοιχείων, στην στήλη με την ένδειξη παρατηρήσεις δεν τέθηκε ο αριθμός παραχωρητηρίου, αλλ` απλώς έγινε αναφορά με την ένδειξη ιδιοκτησία. Ομως, η συγκεκριμένη επιτροπή απαλλοτριώσεων που συνέταξε τον ως άνω κτηματολογικό πίνακα του έτους 1949 για να παραχωρήσει στη συνέχεια δημόσιες εκτάσεις σε ακτήμονες καλλιεργητές, συνέταξε τον κτηματολογικό πίνακα προκειμένου να εξακριβωθεί από τις εκτάσεις προς απαλλοτρίωση ποιες κατείχοντο μέχρι τότε από κατόχους βάσει τίτλων του Δημοσίου (Υπουργείου Γεωργίας - Υπουργείου Οικονομικών), καθώς και ποιες κατείχοντο υπό τρίτων αυθαίρετα και γι αυτό ακριβώς το λόγο στο συγκεκριμένο πρακτικό της επιτροπής απαλλοτριώσεων αναφέρεται σαφώς ότι προς απαλλοτρίωση υφίστανται δημόσιες εκτάσεις κατεχόμενες υπό τρίτων. Στις συγκεκριμένες εκτάσεις που κατείχοντο αυθαίρετα από τρίτους περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο. Στη συνέχεια, μετά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα του έτους 1949, εκδόθηκε νέος κτηματολογικός πίνακας το 1971 από το 21ο τοπογραφικό συνεργείο του Υπουργείου Γεωργίας και στο νέο κτηματολογικό πίνακα τοποθετήθηκαν τα παραχωρητήρια του Υπουργείου Οικονομικών σε κάθε έναν κάτοχο που κατείχε βάσει παραχωρητηρίου και εάν στο περιθώριο του κτηματολογικού αυτού πίνακα δεν αναφερόταν παραχωρητήριο του δημοσίου, αναγραφόταν η λέξη "αίτηση" που σήμαινε ότι ο κάτοχος της εκτάσεως δεν είχε παραχωρητήριο, πλην όμως είχε υποβάλει αίτηση για να του παραχωρηθεί η έκταση. Στη συγκεκριμένη περιοχή που βρίσκεται το επίδικο ακίνητο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου Αττικής, κανένας τίτλος δεν είναι ισχυρός εάν δεν ανάγεται σε παραχωρητήριο του Ελληνικού Δημοσίου που, όπως προαναφέρθηκε, απέκτησε την κυριότητα της ευρύτερης περιοχής ως διάδοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε αγορά από την γαλλική Εταιρεία ...................... στην οποία είχε παραχωρήσει εκτάσεις προς εκμετάλλευση το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο ή σε αγορά από την ...... Τράπεζα της Ελλάδος που είχε αποκτήσει εκτάσεις που είχαν παραχωρηθεί από το Δημόσιο και ανήκαν στην γαλλική Εταιρεία .......... από αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση απαιτήσεων που είχε κατά της τελευταίας. Το Ελληνικό Δημόσιο ποτέ δεν απέκτησε στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου που βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο κυριότητα εδαφικής εκτάσεως από ιδιώτες, εκτός από 708 στρέμματα που του μεταβίβασε η ............ Τράπεζα της Ελλάδος με το υπ` αριθ. 128458 του 1962 συμβόλαιο συμβιβαστικής μεταβίβασης ακινήτων, τα οποία αφορούν έκταση που βρίσκεται σε γειτονική με το επίδικο περιοχή και που είχε αποκτήσει αυτή, όπως προαναφέρθηκε, από την γαλλική Εταιρεία .............. με την επωνυμία "..................................", στην οποία είχε παραχωρηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο. Το επίδικο ακίνητο αλλά και ολόκληρη η περιοχή του Λαυρίου περιλαμβάνεται μέσα στα όρια της έκτασης που αναφέρει η υπουργική απόφαση περί κηρύξεως απαλλοτριώσεων κτημάτων της περιφέρειας Λαυρίου που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 108/1931. Όπως αναφέρεται σ` αυτήν, εξαιρούνται της απαλλοτρίωσης οι μη ανήκουσες στο δημόσιο εκτάσεις και αυτό σαφέστατα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της επιτροπής απαλλοτριώσεων, στο οποίο πλέον η αρμόδια επιτροπή διαχωρίζει ποιες εκτάσεις είναι δημόσιες και ποιες εκτάσεις του Δημοσίου είναι αυθαιρέτως κατεχόμενες από τρίτους. Στο συγκεκριμένο πρακτικό, το επίδικο αναφέρεται σαφώς και ως προς την έκταση του και ως προς τον αυθαίρετο κάτοχο του ότι είναι δημόσια έκταση κατεχόμενη. Η διάκριση για τις εκτάσεις αυτές ήταν αναγκαία, επειδή από το Σούνιο μέχρι και το Λαύριο, το Ελληνικό Δημόσιο παραχωρούσε από το 1928 ακίνητα σε ιδιώτες γι` αυτό, μετά την κήρυξη της απαλλοτρίωσης που είχε αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών μέχρι το πρακτικό επιτροπής απαλλοτριώσεων, αλλά και την οριστικοποίηση αυτής κατά το έτος 1949, γίνεται μια διασταύρωση όλων των στοιχείων για την αποφυγή λαθών. Πάντως, εκτός από τον ως άνω κτηματολογικό πίνακα που συντάχθηκε το έτος 1971, τόσο στον κτηματολογικό πίνακα που συντάχθηκε το έτος 1932 όσο και στον κτηματολογικό πίνακα που συντάχθηκε το έτος 1949, το επίδικο φέρεται δημόσιο κτήμα με αυθαίρετο κάτοχο συγκεκριμένο άτομο. Συγκεκριμένα, το επίδικο ακίνητο το κατείχε αυθαίρετα από το έτος 1926 μέχρι το έτος 1942 η Φ. Γ. και κατέλαβε γι` αυτό αποζημίωση αυθαίρετης χρήσης από 1-1-1926 μέχρι και 31-3-1940 7.300 δραχμές και από 1-4-1940 μέχρι 31- 3-1941 2.800 δραχμές. Μάλιστα, με την από 11-11-1938 αίτηση της προς την Οικονομική Εφορία Λάρισας και την από 18-5-1939 αίτηση της προς το Υπουργείο Οικονομικών, ζήτησε να εξαγοράσει εδαφικά τμήματα σε αυτή την περιοχή, καθώς είχε φυτέψει σε αυτά αμπέλι και δένδρα και είχε αναγείρει κτίσματα, ενώ της είχε παραχωρηθεί από το Ελληνικό Δημόσιο όμορη έκταση εμβαδού 28.285 τμ. με το υπ` αριθ. 26797/1914 παραχωρητήριο. Ακόμη και οι κληρονόμοι της Φ. Γ., δηλαδή ο Ν. Γ., Π. Γ. συζ. Κ. Κ. και Π. Τ., κατά το έτος 1958 μετά την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως που κηρύχθηκε με το από 24-9-1958 Διάταγμα για την ίδρυση της βιομηχανίας κατασκευής πυρείων ".............. ...............", η οποία περιλάμβανε και μέρος του δημοσίου κτήματος ΒΚ 167, αλλά και κατά το έτος 1968 με την υπ` αριθ. πρωτ. 3077/20-3-1968 αίτηση τους προς τον Οικονομικό Έφορο Λαυρίου, ζήτησαν να εξαγοράσουν το υπ` αριθ. ΒΚ 167 δημόσιο κτήμα, το ίδιο δε αίτημα για εξαγορά του δημόσιου κτήματος ΒΚ 167 είχαν επαναλάβει οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι της Φ. Γ. και μετά το έτος 1942 κατέλαβε και κατείχε αυθαίρετα το επίδικο ακίνητο ο δικαιοπάροχος του εκκαλούντος ενάγοντος Κ. Κ. και σε βάρος αυτού, αλλά και των κληρονόμων της Φ. Γ., δηλαδή του Ν. Γ., Π. συζ. Κ. Κ., Π. Τ. και Ι. Γ., επιβλήθηκε με το υπ`αριθ. 76/1969 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσεως δημοσίου κτήματος της Εφορίας Λαυρίου το ποσό των 31.200 δραχμών ως αποζημίωση για την αυθαίρετη χρήση του δημοσίου κτήματος ΒΚ 167 για το χρονικό διάστημα από 1-1-1966 μέχρι και 31-12-1969. Ακολούθως, ο Κ. Κ., σύζυγος της μίας από τους κληρονόμους της Φ. Γ., στις 21-12-1992, υπέβαλε στο Δ.Ο.Υ. Λαυρίου την υπ` αριθ. 2776/21-12-1992 δήλωση χρησικτησίας για το επίδικο ακίνητο και στη συνέχεια, στις 23-12-1992, πώλησε και μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα με το υπ` αριθ. …/1992 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λαυρίου ............... ............ , το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαυρίου στον τόμο … με αριθμό …και στο οποίο προσαρτήθηκε το από Οκτώβριο του 1992 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Σ. Β., όπου αποτυπώνεται το ακίνητο με στοιχεία ΑΒΕΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΑ. Στο συμβόλαιο αυτό αναγράφεται ότι η έκταση του επίδικου ακινήτου είναι 21.031 τμ. και ότι συνόρευε βόρεια-βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ............ και πλέον με ιδιοκτησία Κ. Λ., νότια με ιδιοκτησία Ι. Φ. και κληρονόμων Ι. και Σ. Γ., ανατολικά εν μέρει με πρώην ιδιοκτησία ......... και πλέον ιδιοκτησία Κ. Λ. και εν μέρει με αγροτική οδό και πέραν από αυτή με ιδιοκτησία Ι. Φ. και κληρονόμων Ι. και Σ. Γ. και δυτικά με αγροτική οδό. Ομως, το Ελληνικό Δημόσιο, με το υπ` αριθ. 1/6-3-1997 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, απέβαλε τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα από το επίδικο ακίνητο που, όπως προαναφέρθηκε, έχει έκταση 23.250 τμ. και αποτελεί τμήμα του δημόσιου κτήματος με αριθμό ΒΚ 167, συνολικής έκτασης 75.675 τμ., η δε ανακοπή που άσκησε ο ενάγων και ήδη εκκαλών κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής απορρίφθηκε και το Ελληνικό Δημόσιο, ως ιδιοκτήτης και κύριος του επίδικου ακινήτου, με το από 11-6-1998 με αριθμό πρωτ. 6/5 και αριθμό αποφ. 2 πωλητήριο του προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Λαυρίου στις 1-7-1999 και τον τόμο 68 με αριθμό 409, πώλησε και μεταβίβασε στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία το υπόλοιπο του δημόσιου κτήματος με αριθμό ΒΚ 167, εμβαδού 25.030 τμ., στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό αποτυπώνεται στο από το Μάιο του 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του τεχνικού τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Ανατολικής Αττικής Π. Κ. με αριθμό 194α και στοιχεία ΑΒΕΔΕΖΗΘΙΚΛΜΩΨΞΟΠΡΑ και απεικονίζεται να συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία ...... και εν μέρει με έκταση του υπ` αριθ. 26797/1914 παραχωρητηρίου του Υπουργού Οικονομικών και δυτικά με δρόμο. Αντίθετα, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στην ευρύτερη περιοχή που με την υπ`αριθ. 1304/7-5-1855 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιδικάστηκε υπέρ των κατοίκων της Κερατέας στους οποίους περιλαμβάνονται και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των σκωριούχων γαιών της θέσης "..." ή "..." ή "..." ή "..." ή "..." … που αναφέρονται στα συμβόλαια με τα οποία οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα είχαν πωλήσει στις τότε μεταλλευτικές εταιρείες στις σκωρίες και εκβολάδες που υπήρχαν σε αυτές τις γαίες και είχαν παρακρατήσει την κυριότητα των γαιών, ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στις μη δασώδεις εκτάσεις του χωριού … που ανήκουν στην κοινότητα των κατοίκων Κερατέας, όπως αυτές αναφέρονται στο Χοτζέτι του 1830 κατά θέση και όρια και ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται σε εποικιστικό κτηματολόγιο που εξαιρέθηκε από την απαλλοτρίωση του έτους 1931, επειδή δεν ανήκε στο Δημόσιο αλλά σε ιδιώτη. Κατά συνέπεια, αφού αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιήλθε ποτέ στην κυριότητα του άμεσου δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος ενάγοντος με χρησικτησία και τούτο, διότι ποτέ αυτός και οι δικαιοπάροχοι του δεν το νεμήθηκαν, δηλαδή δεν το κατείχαν και το εξουσίαζαν με διάνοια κυρίου, αλλ` αντίθετα γνώριζαν ότι αυτό ανήκε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο είχε περιέλθει κατά κυριότητα ως διάδοχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μάλιστα κατ` επανάληψη υπέβαλαν σ` αυτό αιτήσεις για την εξαγορά της κυριότητας του από μέρους τους, ο εκκαλών ενάγων δεν απέκτησε την κυριότητα αυτού κατά παράγωγο τρόπο με αγορά από τον αληθή κύριο του με το υπ` αριθ. …/1992 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λαυρίου ............. ..................... , αλλ` ούτε και κατά πρωτότυπο τρόπο, αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτός και οι δικαιοπάροχοι του νέμονταν το επίδικο ακίνητο, δηλαδή το κατείχαν, εξουσίαζαν και το χρησιμοποιούσαν με διάνοια κυρίου και μάλιστα και με καλή πίστη για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριάντα (30) ετών μέχρι τις 11-9-1915 που επιτρεπόταν κατά το νόμο η χρησικτησία δημοσίων κτημάτων. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι κυρία του επίδικου ακινήτου κατέστη κατά παράγωγο τρόπο η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία, αφού αυτή αγόρασε το επίδικο ακίνητο με νόμιμα μεταγεγραμμένο παραχωρητήριο από το Ελληνικό Δημόσιο που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ο αληθής κύριος τούτου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη από 28-4-1999 αγωγή του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση της κυριότητας του στο επίδικο ακίνητο, εμβαδού 21.031 τμ. στη θέση "..." ή "..." …, που έχει ως βάση τον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας του με το 3171/1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, νόμιμα μεταγεγραμμένο, άλλως τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του από το έτος 1948, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, και ακολούθως απέρριψε την έφεση του ιδίου (αναιρεσείοντος) κατά της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση] Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι ουδέποτε οι δικαιοπάροχοι του αναιρεσείοντος το νεμήθηκαν, δηλαδή το κατείχαν και το εξουσίαζαν με διάνοια κυρίου, αλλά αντίθετα γνώριζαν ότι αυτό ανήκε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, υποβάλλοντας κατ` επανάληψη αιτήσεις για την εξαγορά του από το τελευταίο, και ότι, εφόσον ο άμεσος δικαιοπάροχος του, Κ. Κ., δεν έγινε κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, δεν κατέστη κύριος αυτού ούτε ο αναιρεσείων, στον οποίο ο Κ. Κ. πώλησε το επίδικο ακίνητο με το …/1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λαυρίου ............................ , δηλαδή με παράγωγο τρόπο, αλλά ούτε και με πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία). Επομένως, το Εφετείο με τις κρίσεις του αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσείοντος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 973, 999, 1000, 1033, 1045 και 1051 ΑΚ, που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη και, συνεπώς, ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτήν σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικών αυτών διατάξεων που εφάρμοσε και επομένως, οι πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, κατ` εκτίμηση, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι αποδιδόμενες στην προσβαλλόμενη απόφαση περαιτέρω αιτιάσεις, ότι: α) παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των ν. 8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 πανδ. (23.3.) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, β) με ελλιπή αιτιολογία δέχθηκε ότι "το δεύτερο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο (δικαιοπάροχος της πρώτης αναιρεσίβλητης) άσκησε πράξεις νομής στην επίδικη έκταση, αφού για πρώτη φορά εμφανίστηκε και πρόβαλε δικαιώματα με το από 1/6-3-1997 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής εναντίον του (αναιρεσείοντος)", γ) με αντιφατική αιτιολογία δέχθηκε ότι "το επίδικο καταχωρήθηκε ως δημόσιο κτήμα ΒΚ 167 στο σχετικό βιβλίο της Οικονομικής Εφορίας Λαυρίου, ενώ ουδέποτε μέχρι τότε είχε τεθεί θέμα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτού, στη διάρκεια των συναλλαγών του με πλείστες όσες δημόσιες υπηρεσίες", δ) με αντιφατική αιτιολογία δέχθηκε ότι "μέχρι το 1966 στη χρήση της επίδικης έκτασης βρίσκονταν οι κληρονόμοι της Φ. Γ., ενώ ταυτόχρονα δέχθηκε ότι μετά τη Φ. Γ. και μετά το έτος 1942 κατέλαβε και κατείχε αυθαίρετα το επίδικο ο Κ. Κ." (δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος), ε) με αντιφατική αιτιολογία δέχθηκε ότι "η έλλειψη της καλής πίστης στην άσκηση της νομής των δικαιοπαρόχων του στην επίδικη έκταση συνάγεται από το ότι αυτοί υπέβαλαν κατά το έτος 1968 αιτήσεις στο Ελληνικό Δημόσιο για εξαγορά αυτής", ενώ ταυτόχρονα δέχθηκε ότι "ο Κ. Κ. βρισκόταν στη νομή και κατοχή αυτής προ 20ετίας" είναι αφενός μεν ως προς τις υπό στοιχεία α`, β` και γ` αιτιάσεις αλυσιτελείς, αφού η παραδοχή του Εφετείου περί μη κτήσης κυριότητας του αναιρεσείοντος είτε με παράγωγο είτε με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) στο επίδικο ακίνητο, εξαιτίας της μη άσκησης σ` αυτό διακατοχικών πράξεων με διάνοια κυρίου από το δικαιοπάροχο του (κατά το κρίσιμο διάστημα 1948-1999) και της αγοράς του από μη αληθή κύριο, καθώς και της μη άσκησης νομής από τον ίδιο και τους δικαιοπαρόχους του κατά το απαιτούμενο χρονικό διάστημα της έκτακτης χρησικτησίας, για τη θεμελίωση της οποίας από την έναρξη ισχύος του ΑΚ (23-2-1946) αρκεί η 20ετής νομή, χωρίς το στοιχείο της καλής πίστης του νομέως, στηρίζει, επαρκώς την απορριπτική κρίση του Εφετείου ως προς τη μη απόδειξη της ιστορικής βάσης της αγωγής, οι πιο πάνω δε αιτιολογίες ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου είναι πλεοναστικές, αφετέρου δε, ως προς τις υπό στοιχεία δ` και ε` αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης τους πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση από το Εφετείο των πραγματικών γεγονότων. Επίσης απορριπτέος ως αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος είναι ο ίδιος τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος, λόγος αναίρεσης από το άρθρο 11 εδ.β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί λήψης υπόψη μη επιτρεπόμενων αποδεικτικών μέσων, διότι δεν αναφέρεται στο λόγο αυτό αναίρεσης γιατί δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, οι υποβληθείσες κατά το έτος 1968 αιτήσεις των κληρονόμων Γ. προς το Ελληνικό Δημόσιο για την εξαγορά του επίδικου ακινήτου. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β` ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται επίσης ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (ολ ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ.8 περ.β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τους παρακάτω ουσιώδεις ισχυρισμούς του, και ειδικότερα ότι: α) στην έκταση, στην οποία εκτεινόταν η κυριαρχία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, δεν περιλαμβανόταν η Αττική, η οποία περιήλθε σ` αυτό στις 31-8-1833, με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικού συμφώνου μεταξύ Γαλλίας, Μ.Βρετανίας, Ρωσίας και Τουρκίας, β) δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 5 του από 21-1/3-2-1830 πρωτοκόλλου, με την οποία διασφαλίστηκαν τα εμπράγματα δικαιώματα των Οθωμανών υπηκόων που παρέμειναν στα εδάφη, τα οποία δεν αποδόθηκαν (όπως συνέβη με την Αττική) στο Ελληνικό Κράτος, καθώς και το άρθρο 7 της Συνθήκης Κων/λεως, γ) το επίδικο, το οποίο βρίσκεται στην Αττική, ανήκει στην έκταση, την οποία αγόρασαν διάφοροι κάτοικοι της Κερατέας, με το Χοτζέτι του 1830, δ) οι κληρονόμοι Γ. δεν είχαν λόγο να πουν την αλήθεια, διότι προσδοκούσαν να παραχωρηθεί σε αυτούς όμορη ιδιοκτησία (του Ελληνικού Δημοσίου), ενώ "δεν ήταν δυνατόν εν τω μέσω του πολέμου να πληρώνονται από ακτήμονες καλλιεργητές για εκτάσεις που δεν ήξεραν αν θα ανήκαν στο μέλλον στο Ελληνικό Κράτος τεράστια για την εποχή (1926-1942) χρηματικά ποσά", ε) "εάν πράγματι το με αριθ. 194Α επίδικο ήταν ακίνητο του Ελληνικού Δημοσίου, τότε κατά την απαλλοτρίωση της .............. θα το έπαιρνε χωρίς την παραμικρή υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης", στ) κατά τις συναλλαγές του (αναιρεσείοντος) με διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, και ιδίως με τη Δ.Ο.Υ. Λαυρίου, ουδέποτε του τέθηκε θέμα για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου, ζ) το επίδικο, ακόμη και αν είχε χαρακτήρα δάσους, από το έτος 1872 και πριν από το έτος 1915 δεν ήταν ανεπίδεκτο πράξεων νομής, η δε 1151/1872 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επιδίκασε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ακίνητα της περιοχής, ανήκοντα στο σύμπλεγμα δασών, όπου δεν ανήκει το επίδικο, το οποίο είναι τμήμα σκωριούχων γαιών της θέσης Πανόραμα Λαυρίου. Ο λόγος αυτός, ως προς τα υπό στοιχεία α` και β` αιτιάσεις είναι αλυσιτελής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω κατά την έρευνα του πρώτου, κατά το δεύτερο μέρος, και τρίτου, κατά το δεύτερο μέρος, λόγων αναίρεσης, ενώ ως προς τις υπό στοιχεία γ` έως ζ` αποδιδόμενες αιτιάσεις είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως το περιεχόμενο της εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και τους απέρριψε.
Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδονται στο Εφετείο οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.11 και 20 ΚΠολΔ, ότι: Α) δεν λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων για την απόδειξη προβληθέντος ουσιώδους ισχυρισμού του ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο (δικαιοπάροχο της πρώτης αναιρεσίβλητης) αλλά ότι αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητα του με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη: 1) οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων του Ι. Κ. και Ν. Χ., 2) τα παρακάτω έγγραφα: α) γερμανικοί και γαλλικοί χάρτες αποτύπωσης 1837, β) η 446/97 απόφαση του Αρείου Πάγου, γ) τα 18854 και 18983/1864 έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, δ) το Χοτζέτι 1830, ε) οι 13041/1855 και 1151/1872 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, στ) η από 11-5-2005 έκθεση φωτοερμηνείας του πολιτικού μηχανικού Ι. Α., ζ) η 49138/1864 έκθεση της επιτροπής του Υπουργείου Οικονομικών υπό τον ορυκτολόγο Κ. κλπ. και Β) παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 1151/1872 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθώς και των χαρτών των ετών 1932, 1948 και 1971 των αρμοδίων υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου. Από την επισκόπηση, όμως,του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και, ειδικότερα, από την περιεχόμενη σε αυτή μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη "οι ένορκες καταθέσεις που περιλαμβάνονται στην 772/2001 εισηγητική έκθεση του Πρωτοδικείου Αθηνών και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι", σε συνδυασμό με το σύνολο των αιτιολογιών αυτής δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο, για τη συναγωγή του πιο πάνω αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν (μάρτυρες, έγγραφα), χωρίς να είναι αναγκαία η χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Επίσης, όπως προκύπτει από τον έλεγχο του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων δεν προσκομίζει τα έγγραφα που υποστηρίζει ότι παραμορφώθηκαν,ώστε να διαπιστωθεί από την εκτίμηση του περιεχομένου τους, αν υπήρξε πράγματι διαγνωστικό σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1414/2010). Επομένως, ο λόγος αυτός ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, πέραν του ότι είναι και απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι υπό το πρόσχημα συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσης του πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το Εφετείο.
Με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ της παρά το νόμο μη κήρυξης άκυρης της εξέτασης των μαρτύρων ανταπόδειξης της πρώτης των αναιρεσιβλήτων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή της αίτησης της για χορήγηση νέας προθεσμίας διεξαγωγής μαρτυρικών αποδείξεων διάρκειας έξι μηνών, ακυρότητα που είχε προβάλει ο αναιρεσείων και με σχετικό λόγο της έφεσης του, ο οποίος απορρίφθηκε. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η χορήγηση ή μη νέας προθεσμίας εξέτασης μαρτύρων υπόκειται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, και δεν δημιουργείται εξ αυτού λόγος αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9/1/2012 αίτηση του Ι. Φ. για αναίρεση της 2795/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ, για την πρώτη αναιρεσίβλητη και στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για το δεύτερο και την τρίτη των αναιρεσιβλήτων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
1 σχόλιο:
κ.ΚΑΛΑΊΤΖΗ,ΧΑΙΡΕΤΕ.ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΩ,ΟΤΙ, ΜΕ ΤΗΝ 1151/1872 ΜΕΙΚΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ,ΔΕΝ ΕΠΙΔΙΚΑΣΘΗΣΑΝ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΥΤΟ ΕΖΗΤΗΣΕ.ΠΟΛΛΕΣ ΕΞ ΑΥΤΩΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΘΗΣΑΝ ΩΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ,ΟΠΩΣ ΟΙ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΟΥΒΑΡΑ[ΔΑΣΙΚΕΣ,ΔΑΣΗ,ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ,ΕΛΑΙΩΝΕΣ κτλ].ΕΙΝΑΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΙΣ ΟΤΙ << ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΚΕΡΔΙΣΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ...>>
Δημοσίευση σχολίου