
220/2006 ΠΠΡ ΡΟΔ (411449)
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) δημοσίων ακινήτων (εραζί-εμιριέ). Στοιχεία της αγωγής. Κτήση δικαιώματος πλήρους κυριότητας (μουλκ) επί ακινήτου εραζί-εμιριέ με μόνη την..
καταγραφή ως τέτοιο στο Κτηματολόγιο (Ν. 2100/1952). Σύνορα. Επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία επί συνόρων ομόρων ακινήτων όταν δεν επέρχεται απλώς μεταβολή της συνοριακής γραμμής αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασής τους. Μέσα επιθέσεως και άμυνας. Πότε είναι παραδεκτή η προβολή τους και πότε η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ΄ έφεση δίκη. Αιτιολογημένη άρνηση. Δεν απαιτείται καταχώριση στα πρακτικά.
Αριθμός 220/2006
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Πρωτοδίκη, Ανδρονίκη Αθανασιάδη, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Φωτεινή Καραγιάννη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Μαρτίου 2006 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας - εναγομένης: Σ. συζ. Ι.Μ., κατοίκου Ρόδου, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Χάριτος, συμπαρισταμένης και της ασκούμενης δικηγόρου Ειρήνης Χωνιανάκη.
Της εφεσίβλητης - ενάγουσας: Ε. συζ. Γ.Ζ., κατοίκου Ρόδου, η οποία εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο με την πληρεξούσια της δικηγόρο Λυγία Παπαθεοδωράκη - Διακοσταυριανού, συμπαρισταμένης και της ασκούμενης δικηγόρου, Δήμητρας Διακοσταυριανού.
Η εφεσίβλητη, με την από 5-11-2001 και αριθμ. 1203/2001 αγωγή της προς το Ειρηνοδικείο Ρόδου, ζήτησε τα σε αυτήν αναφερόμενα. Το παραπάνω Δικαστήριο με την 627/2004 απόφαση του, έκανε δεκτή την αγωγή. Ήδη, η εκκαλούσα με την από 15-2-2005 έφεση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με αύξοντα αριθμό κατάθεσης δικογράφου 207/2005, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση κατά της 627/2004 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης της ή άλλος λόγος απαραδέκτου (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α`, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ) και αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 18 ΚΠολΔ). Συνεπώς, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Κατά την παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ, «Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορούν να προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης». Κατά την παρ. 2, εξάλλου, του ίδιου άρθρου «Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με τις προτάσεις ή και προφορικά, α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνωρίζει ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα είναι απαράδεκτη στην κατ` έφεση δίκη η προβολή πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει προς υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η άρνηση, όμως, της αγωγής δεν εντάσσεται στα μέσα επίθεσης και άμυνας του άρθρου 269 ΚΠολΔ και δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 527 ΚΠολΔ και συνεπώς είναι επιτρεπτή η προβολή των θεμελιωτικών της άρνησης πραγματικών περιστατικών στην κατ` έφεση δίκη, αφού αυτή δεν τείνει στη θεμελίωση ή την κατάλυση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (Β. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 527, αρ. 7). Από τις διατάξεις, εξάλλου, των άρθρων 216 παρ.1 ΚΠολΔ, 9 παρ.1 και 2 ν. 2100/1952 και 1, 4 επ, 20 επ, 40, 43, 44, 45, 46, 47, 51 επ, 61, 63; 65, 68 και 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Κυβερνητικού Διατάγματος 132 της 1 Σεπτεμβρίου 1929), που διατηρήθηκε σε ισχύ, προκύπτει ότι επί αγωγής από το άνω άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, με την οποία διώκεται η αναγνώριση της προβλεπόμενης από αυτό δεκαπενταετούς παραγραφής, κατά αρχικής (θεμελιώδους) εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου κειμένου στην περιφέρεια του Κτηματολογίου Ρόδου, φερόμενου δε με την αγωγή ως ανήκοντος προηγουμένως στην κατηγορία των κατά τον Οθωμανικό Νόμο δημόσιων γαιών επί των οποίων είχε αποκτηθεί κατά τον ίδιο νόμο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από ιδιώτη, ήτοι ακινήτου ανήκοντος στην κατηγορία των εραζί-εμιριέ (αρζί-μιρί) και καταστάντος στην συνέχεια τοιούτου ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) κατά το άνω άρθρο 9 παρ.1 και 2 ν. 2100/1952 διότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, αρκεί για την πληρότητα της ως προς τον χαρακτήρα του εν λόγω ακινήτου ως «μούλκ» να γίνεται επίκληση και να αναφέρονται σ΄ αυτή: α) η νομική φύση του ακινήτου, β) η θεμελιώδης κτηματολογική εγγραφή, γ) ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου, δ) ότι ο αρχικός τιτλούχος του ακινήτου απέκτησε το επί τούτου δικαίωμα «τεσσαρούφ» προ της ενάρξεως των εργασιών καταρτίσεως του Κτηματολογίου Ρόδου και ε) ότι διετηρήθη τούτο στο όνομα του συνεχώς μέχρι τη δημοσίευση του παραπάνω ν. 2100/1952 (ΑΠ 403/1999 ΕλλΔνη 1999.1561).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 2 του Κτηματολογικού Κανονισμού η 15ετής παραγραφή, στην οποία αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου αυτού και για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως, δεν επιτρέπεται, οσάκις, έχει ως συνέπεια την τροποποίηση των συνόρων των καταγεγραμμένων ακινήτων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής α) Η μεταβολή, που έχει ως συνέπεια το μη επιτρεπτό (απαράδεκτο της κτητικής παραγραφής, πρέπει να συνεπάγεται αναγκαίως τη μεταβολή της διαγραφόμενης στον κτηματολογικό χάρτη μεθοριακής γραμμής και για τα δύο όμορα ακίνητα και β) με τη διάταξη αυτή σκοπείται η αποτροπή της, δια της μεθόδου της χρησικτησίας, λαθραίας μεταβολής των αποτυπωθέντων στον οικείο κτηματολογικό χάρτη συνόρων ομόρων ακινήτων με τις βαθμηδόν και κατ` ολίγον μετατοπίσεις αυτών σε βάρος του ιδιοκτήτη ενός απ` αυτά, καθόσον τέτοια ενέργεια συνεπάγεται ρευστότητα καταστάσεως δυσδιάκριτη ως εκ της συνεχόμενης γύρω από το όριο νομής. Δηλαδή, είναι επιτρεπτή η προβολή της 15ετούς κτητικής παραγραφής όταν μ` αυτή δεν σκοπείται μεταβολή της αναγνωρισμένης μεθοριακής γραμμής, αλλά η νομιμοποίηση της κατοχής του γείτονα συνεπεία χρησικτησίας ενός συγκεκριμένου και σαφώς καθορισμένου τμήματος του γειτονικού ακινήτου (Π. Θεοδωροπούλου «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον», Ε΄ έκδοση, παρ. 649). Με την έννοια αυτή και το ίδιο πνεύμα έχει κριθεί νομολογιακά, ότι είναι επιτρεπτή η αναγνώριση της κτητικής αυτής παραγραφής, εφόσον αυτή αφορά σε συγκεκριμένο και σαφώς καθοριζόμενο εδαφικό τμήμα γειτονικής μερίδας και όχι σε χρησικτησία λωρίδας περί τα όρια ομόρων ακινήτων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απαγορευμένη τροποποίηση αυτών (ΑΠ 1645/1990 στην εκδοθείσα από το Δικηγορικό σύλλογο Ρόδου συλλογή νομολογίας για τον Κτηματολογικό Κανονισμό, εκδ. 1998, σελ. 161) ή κατ` άλλη διατύπωση, είναι επιτρεπτή η χρησικτησία όταν αφορά μέρος του ενός από τα καταγεγραμμένα όμορα ακίνητα και έτσι μ` αυτή δεν επέρχεται μόνο μεταβολή της συνοριακής γραμμής, αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασης των ομόρων ακινήτων (ΑΠ 131/1997 στην ίδια ως άνω συλλογή νομολογίας, σελ. 217), όταν δηλαδή η χρησικτησία αφορά τμήμα ακινήτου τόσης εκτάσεως, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να υπερβαίνει την απλή περί τα όρια διαφορά (Γ. Παντελίδη, επισκόπηση της επί του Κτηματολογικού Κανονισμού νομολογίας, Δωδ. Νομ. Επιθ. 2, σελ. 96 επ. 104, ΕφΔωδ 86/2002 ΔωδΝομ 2003.69).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη στην από 5-11-2001 και με αριθμό κατάθεσης 1203/20-11-2001 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, εξέθετε ότι από άτυπη δωρεά, από τη μητέρα της, Φ. σύζ. Σ.Π., που έγινε το έτος 1972, περιήλθαν σε αυτήν, τα περιγραφόμενα στην αγωγή, κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητα. Ότι ως αδιάσπαστη ενότητα με τα παραπάνω ακίνητα, η δικαιοπάροχος μητέρα της,, της μεταβίβασε, μεταξύ των παραπάνω, και τη νομή του επιδίκου, εκτάσεως 24 τ.μ., που αποτελεί τμήμα της κτηματομεριδας 2690 γαιών Απολλώνων -Ρόδου, ιδιοκτησίας της εναγομένης. Ότι έκτοτε αυτή, κατέχει και νέμεται με διάνοια κυρίας το επίδικο, ασκώντας επ` αυτού, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, με αποτέλεσμα να αποκτήσει την κυριότητα επ` αυτού, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
Ότι το επίδικο τμήμα, το οποίο αποτελούσε αδιάσπαστη ενότητα με τις κτηματομερίδες 2689 και 193 γαιών Απολλώνων - Ρόδου και οικοδομών Απολλώνων - Ρόδου, αντίστοιχα, θεμελιώδης τιτλούχος των οποίων είναι η γιαγιά της ενάγουσας, Δ. συζ. Β. Κ., είχε καταλάβει, η τελευταία, από το έτος 1943 και έκτοτε νεμόταν τούτο με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ` αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής έως το έτος 1953, οπότε το δώρισε άτυπα στην κόρη της Φ. συζ. Σ.Π. Κατόπιν των παραπάνω ζητούσε. για το λόγο ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, που είναι κύρια, της όμορης, δυτικά προς το δικό της ακίνητο, κτηματομερίδας με αριθμό 2690, αμφισβητεί την κυριότητα της επί του επιδίκου, να αναγνωρισθεί ότι στο πρόσωπο της συμπληρώθηκε ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας επ` αυτού (επιδίκου) και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη και καθόλα ορισμένη, παρά τα όσα αντιθέτως διατείνεται η εκκαλούσα, καθόσον για την πληρότητα της ως προς τον χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως μουλκ, διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα γεγονότα για την μετατροπή του ακινήτου αυτού από εραζί - εμιριέ (αρζί - μιρί) σε μουλκ, σύμφωνα και με την προδιαληφθείσα νομική αιτιολογία. Ο ισχυρισμός, εξάλλου, της εκκαλούσας ότι το επίδικο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας λόγω της φύσης του ως «αρζί μιρί» με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει η ενάγουσα την κυριότητα επ` αυτού, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση και ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο η καταχώρηση του ισχυρισμού αυτού στα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης, όπως εσφαλμένα διατείνεται η εφεσίβλητη, προκειμένου να προβληθεί αυτός παραδεκτώς και στην κατ` έφεση δίκη, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού, 9 παρ. 1 και 2 ν. 2100/1952, 8 ν. 510/1947, 974, 1045 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ, στη συνέχεια δε έγινε δεκτή αυτή ως κατ` ουσίαν βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη και ζητεί για τους λόγους, που αναφέρονται στην έφεση της και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή καθώς και να καταδικασθεί η ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη.
Κατά της διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, που κυρώθηκε με το 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στην Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ.2 του από 30-12-1947 ισχύοντος νόμου 510/1947, διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες: α) δημοσίων γαιών (εραζί - εμιριέ, μιρί κ.λπ), β) ελεύθερης ιδιοκτησίας (μούλκ) και γ) βακουφιών, όπως έχει κατά το προϊσχύσαν στην Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας «εραζί-εμιριέ» θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (ταπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα «τεσσαρούφ» καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών των άρθρων 37 και 39, καθίσταται αμετάκλητη (αρθρ. 61 εδ. β`). Κατά δε το άρθρο 63 παρ. 5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες «μιρί ή εραζί-εμιριέ» Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το άρθρο 4 εδ στ` με το οποίο προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο, όμως, 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι τα δημόσια κτήματα οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρηση τους σε ιδιώτες έγινε μετά την ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς στις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως, ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, κατ` εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή, και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο με εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαροΰφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ), όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ` αυτών δικαιώματα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στην δημιουργηθείσα και υφιστάμενη πραγματική κατάσταση (δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας). Έτσι, και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο, είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος «τεσσαρούφ» επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη), αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του, και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στην δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Η ανωτέρω 10ετής κτητική παραγραφή στην ωφέλιμη κυριότητα επί δημοσίας γης, ισχύει κατά του Δημοσίου, εφόσον αυτή έχει συμπληρωθεί πριν από την ισχύ του α.ν. 539/1938, ο οποίος έχει εισαχθεί στην Δωδεκάνησο με το Β.Δ/γμα της 31/12/1948 - 10/1/1949, δεδομένου ότι μετά από αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του ανωτέρω νόμου, τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή, τέτοια δε παραγραφή που άρχισε πριν από την ισχύ του νόμου αυτού δεν έχει καμία νόμιμη συνέπεια, αν αυτή δεν συμπληρώθηκε μέχρι την έναρξη της ισχύος κατά του ανωτέρω αναγκαστικού νόμου. Εξάλλου, ο νόμος 2100/1952, «περί συστάσεως οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω κ.λπ» με το άρθρο 9 του οποίου ορίσθηκε ότι επί των ακινήτων της κατηγορίας δημοσίων γαιών, επί των οποίων υπάρχει δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) αποσβέννυται οποιοδήποτε δικαίωμα του Δημοσίου και οι έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτούν αυτοδικαίως, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ` αυτών, έχει εφαρμογή ειδικώς για τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το ανωτέρω δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτήθηκε πριν από την έναρξη της καταρτίσεως του Κτηματολογίου και διατηρήθηκε τούτο εξακολουθητικώς μέχρι της δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου (26-4-1952) με την έννοια ότι φέρεται καταχωρημένο στο Κτηματολόγιο στο όνομα κάποιου εξουσιαστή (παραχωρησιούχου) (ΑΠ 447/2001 ΕλλΔνη 2002.397). Για την απόκτηση δε του παραπάνω δικαιώματος δεν απαιτείται καμία άλλη διατύπωση και ιδίως απόδειξη ότι το δικαίωμα αυτό είχε αποκτηθεί πριν την έναρξη της κατάρτισης του Κτηματολογίου, αλλά αρκεί η καταγραφή του ακινήτου σε αυτό ως «εραζί-εμιριέ». Εξάλλου, κατά διατάξεις των άρθρων 37 - 40 - 45 παρ. 1, 46 παρ. 1, 51, 61 παρ. 1 και 2, 63 παρ. 4 και 5, 65 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 8 παρ. 2 ν. 510/1947, το επί των δημοσίων γαιών της κατηγορίας εραζί-εμιριέ του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών δικαίωμα εξουσιασεως (τεσσαρούφ) που είχε αποκτηθεί πριν από την αρχική θεμελιώδη εγγραφή στο Κτηματολόγιο, αποδεικνύεται από την καταγραφή αυτή.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται και ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, είναι κυρία ενός ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση «Ξερόκαμπος» της κτηματικής περιφέρειας Απολλώνων Ρόδου., που προήλθε από την ενοποίηση των μερίδων 2689 Α γαιών Απολλώνων Ρόδου και 193 οικοδομών Απολλώνων Ρόδου. Τα ακίνητα αυτά, απέκτησε η ενάγουσα από τη μητέρα της Φ. συζ. Σ.Π., το γένος Β.Κ., η οποία της τα μεταβίβασε μετά από άτυπη δωρεά, που έλαβε χώρα το έτος 1972 και έκτοτε τα νέμεται με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ` αυτών όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση τους πράξεις νομής. Η μητέρα, εξάλλου, της εναγομένης, τα είχε αποκτήσει από την αρχική τίτλούχο - μητέρα της, Δ. συζ. Β.Κ., το γένος Β.Χ., μετά από άτυπη δωρεά που έλαβε χώρα το έτος 1953. Όλα τα παραπάνω, δεν αμφισβητήθηκαν ειδικώς από την εναγομένη και, ως εκ τούτου, συνάγεται ομολογία της ως προς τα πραγματικά αυτά περιστατικά κατά τις διατάξεις των άρθρων 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη είναι κυρία όμορου, με τα παραπάνω, ακινήτου, που βρίσκεται Δυτικά της κτηματομερίδας 2689 Α και Νότια της κτηματομερίδας 193, με κτηματολογικά στοιχεία; μερίδα 2690, τόμος 39 (παλαιός) 8, γαιών Απολλώνων Ρόδου, φύλλο 36 (παλαιό 84) και φάκελος 982, νομικής φύσεως «αρζί μιρί», εκτάσεως 940 τ.μ. Το ακίνητο αυτό απέκτησε με αγορά δυνάμει του με αριθμ. 2995/8-5-1980 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ρόδου, Γ.Ρ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στην οικεία κτηματομερίδα (βλ. με αριθμ. 3136/17-5-1980 πράξη του κτηματολογικού δικαστή) από την αρχική τιτλούχο, Κ.Σ.. Σύμφωνα δε με την προδιαληφθείσα νομική αιτιολογία, αφού η απόκτηση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας, σ` αυτούς που έχουν δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) στα δημόσια κτήματα (εραζί-εμιριέ), αποκτάται αυτοδικαίως και χωρίς καμία άλλη διατύπωση, στα πρόσωπα επ` ονόματι των οποίων φέρονται εγγεγραμμένα τα κτήματα στο Κτηματολόγιο, αρκούσης της καταγραφής του ακινήτου σε αυτό ως εραζί-εμιριέ, η αρχική τιτλούχος απέκτησε την πλήρη κυριότητα επ` αυτού και μετατράπηκε αυτοδικαίως το παραπάνω ακίνητο από εραζί-εμιριέ σε ακίνητο ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ), με αποτέλεσμα να επιτρέπεται σε βάρος του η δεκαπενταετής κτητική παραγραφή του άρθρου 63 παρ. 2 εδ. 2 του πιο πάνω Κτηματολογικού Κανονισμού. Το επίδικο, εκτάσεως 24 τ. μ. όπως εμφαίνεται με στοιχεία γωνιών Β -Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Β, στο από 5 Νοεμβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ.Κ., που επισυνάπτεται στην αγωγή, αποτελεί τμήμα της κτηματομερίδας 2690 και εκτείνεται σε όλο το μήκος της ανατολικής της πλευράς. Το τμήμα αυτό, που διαχωρίζεται από το ακίνητο της εναγομένης με μανδρότοιχο (βασταό) και αποτελεί συνέχεια του μη αμφισβητούμενου ακινήτου της ενάγουσας, κατείχε και νεμόταν με διάνοια κυρίας η Φ. συζ. Σ.Π. - άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Συγκεκριμένα, εντός του επιδίκου, υπήρχε πηγάδι και στέρνα τα οποία χρησιμοποιούσε για την ύδρευση του υπολοίπου κτήματος της. Τμήμα δε αυτού, καταλάμβανε παλαιά οικία στην οποία διέμενε η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, μητέρα της, με την οικογένεια της. Το τελευταίο τούτο, εκθέτει με σαφήνεια ο μάρτυρας της ενάγουσας Ε.Τ., στην ένορκη εξέταση του, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, δημόσιας συνεδρίασης, η κατάθεση του οποίου κρίνεται πειστική ενόψει και της ιδίας αντίληψης του ως κατοίκου της περιοχής, από την παιδική του ηλικία. Το έτος δε 1970, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας Φ.Π., παραχώρησε το άνω ενιαίο ακίνητο μαζί με το επίδικο στην ενάγουσα και έκτοτε αυτή το κατέχει και το νέμεται με διάνοια κυρίας, ασκώντας επ1 αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, καθόσον συνέχισε να ποτίζει από το προαναφερόμενο πηγάδι τα κηπευτικά που καλλιεργούσε στο ακίνητο της και να μένει στην παλαιά οικία έως το έτος 1980.
Στη συνέχεια το έτος 1994, η ενάγουσα κατεδάφισε την υπάρχουσα οικία και προέβη στην ανέγερση διώροφης οικοδομής, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος του κλιμακοστασίου της, κατασκευάσθηκε επί του επιδίκου. Παρά δε το γεγονός ότι η διώροφη αυτή οικοδομή, καταλαμβάνει εννέα (9) μέτρα από το επίδικο, η ενάγουσα, και πριν από αυτήν η δικαιοπάροχος της, νέμεται και κατέχει με διάνοια κυρίας ολόκληρο το επίδικο τμήμα, είκοσι τεσσάρων (24), συνολικά, μέτρων, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφηκε ως άνω. Αντίθετα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η εναγομένη ασκούσε επί του επιδίκου πράξεις νομής με διάνοια κυρίας. Παρά δε το γεγονός ότι από το έτος 1994 είχε ήδη αρχίσει η ανέγερση της διώροφης ως άνω οικοδομής, η εναγομένη, για πρώτη φορά αμφισβήτησε τη νομή τής ενάγουσας επί του επιδίκου, το έτος 1997, εγείροντας σχετική περί τούτου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας δεν εκδόθηκε απόφαση καθόσον συνάφθηκε σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, την υπογραφή της, όμως, επί του οποίου αμφισβητεί η εναγομένη. Συνεπώς, συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της ενάγουσας, ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής, για την κτήση από αυτήν, της κυριότητας του επιδίκου με χρησικτησία. Όπως αποδείχθηκε, εξάλλου, το επίδικο, είναι συγκεκριμένο και σαφώς καθορισμένο εδαφικό τμήμα της γειτονικής μερίδας της εναγομένης, με αριθμό 2690 και με τη χρησικτησία αυτή από μέρους της ενάγουσας, δεν επέρχεται απλώς μεταβολή της συνοριακής γραμμής των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, αλλά ουσιαστική αλλοίωση της έκτασης τους.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και δέχτηκε την αγωγή, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Με βάση δε το σύνολο των παραδοχών του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι τούτο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, συνεκτίμησε, αν και δεν κάνει ιδιαίτερη μνεία όλων τούτων, και τα προσκομισθέντα με επίκληση από την εναγομένη έγγραφα. Οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί της εναγομένης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, απορριπτόμενου και του αιτήματος της εναγομένης-εκκαλούσας για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, καθόσον από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ουσιαστική αλήθεια. Ως εκ τούτου, οι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τ1 αντίθετα, πρέπει ν` απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα της κατ` έφεση δίκης βαρύνουν την εκκαλούσα λόγω της ήττας της {αρθρ. 106, 176 παρ. 1, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό της μέρος.
Απορρίπτει την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Ρόδο στις 21 Ιουνίου δημοσιεύθηκε δε στο ίδιο μέρος στις 27 Ιουλίου 2006, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου