
2084/2012 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ ( 619679)
(ΑΡΜ 2013/1259) Κληροτεμάχια: Αν περιληφθούν στην οριστική διανομή ξένα τεμάχια, αυτά είτε αποδίδονται στον προηγούμενο κάτοχό τους, εφόσον παραμένουν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση στον κληρούχο ..
άλλων διαθέσιμων τεμαχίων, είτε θεωρείται άτι απαλλοτριώθηκαν για δημάσια ωφέλεια και τελούν σε νάμιμη επίταξη μέχρι την καταβολή της νάμιμης αποζημίωσης, αντί της οποίας μπορεί να παραχωρηθούν ως αντάλλαγμα διαθέσιμες εκτάσεις μετά απά αίτηση των πρώην κατόχων. Η διάρκεια της επίταξης δεν προσμετράται στο χρόνο παραγραφής ή χρησικτησίας. Ειδική διαδικασία για την αναγνώριση της κυριότητας στα ξένα τεμάχια, που περιλαμβάνει αφενός διοικητική προδικασία ενώπιον της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων και αφετέρου προσφυγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Στοιχεία που πρέπει να περιέχει η προσφυγή σε περίπτωση παράγωγης κτήσης του δικαιώματος κυριότητας. Αποδοχή κληρονομιάς: Αν ο κληρονομούμενος απεβίωσε πριν την έναρξη ισχύος του ΑΚ (23.2.1946), δεν απαιτείται η αποδοχή κληρονομιάς ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή τους- τρόπος κτήσης της κληρονομιάς για τους εκούσιους ή εξωτικούς κληρονόμους, τους υπεξούσιους κατιόντες και τους οικείους. Χρησικτησία: Προϋποθέσεις τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ΑΚ και το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο- προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας δημοσίων κτημάτων κατά το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο και τον Οθωμανικό ΑΚ. Αν ο αναγκαίος κατά το προϊσχύσαν δίκαιο χρόνος συμπληρώνεται πριν το βραχύτερο χρόνο που προβλέπεται στον ΑΚ, η χρησικτησία ολοκληρώνεται μόλις διαρρεύσει ο χρόνος του προϊσχύσαντος δικαίου, αλλά η καλή πίστη απαιτείται να υπάρχει μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ΑΚ. Αοριστία: Στοιχεία που πρέπει να περιέχει η αγωγή αναγνώρισης της κυριότητας ακινήτου, όταν ο ενάγων επικαλείται χρησικτησία είτε κατά τον ΑΚ είτε κατά το προϊσχύσαν β.ρ. δίκαιο. Το ανακριτικό σύστημα, που ισχύει στην εκούσια δικαιοδοσία και παρέχει στο δικαστήριο την ελευθερία της αυτεπάγγελτης έρευνας, δεν φτάνει μέχρι το σημείο να θεραπεύσει μία αόριστη αίτηση. (Με σημείωση του Α.Ν.Α.Λ. στον Αρμενόπουλο 2013/1263). Η περίληψη ελήφθη από το περιοδικό "ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ", εκδόσεως του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.
ΕφΘεσ 2084/2012
Πρόεδρος: Δημήτριος - Στέφανος Βόσκας. Δικαστές: Ιωαν. Ψώνη, Αγ. Δερέ (Εισηγήτρια). Δικηγόροι: Δ. Λαζίδης - Ζ. Μαυρίδου.
Στις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 242 του ανωτέρω Αγροτικού Κώδικα (β.δ. Της 2910/6.12.1949) ορίζονται τα εξής: α) αν από οποιονδήποτε λόγο περιληφθούν ξένα τεμάχια στην οριστική διανομή, αυτή παραμένει έγκυρη και απρόσβλητη και τα ξένα αυτά τεμάχια θεωρούνται ως απαλλοτριωθέντα για δημόσια ωφέλεια δυνάμει του άρθρου 17 του Συντάγματος, και μέχρι να καταβληθεί η αποζημίωση τα ενλόγω τεμάχια θεωρούνται ότι αποτελούν σε νόμιμη επίταξη, β) αν τα τεμάχια αυτά αποτελούν ακέραιο τεμάχιο οριστικής διανομής ή τμήμα ενός μόνο τεμαχίου αυτής, αποδίδονται με απόφαση του Υπουργού της Γεωργίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου Εποικισμού, αυτούσια στον πρώην κάτοχο αυτών, εφόσον παρέμειναν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση στον κληρούχο στον οποίο αποφασίστηκε να δοθούν αυτά άλλων διαθεσίμων εκτάσεων ή εκτάσεων κοινοχρήστων από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 31 εδάφ. δ` και ζ και 164 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και γ) αντί της οφειλόμενης αποζημίωσης για τα παραπάνω απαλλοτριούμενα ξένα τεμάχια μπορεί να παραχωρηθεί αντάλλαγμα σε γαίες από τις τυχόν διαθέσιμες εκτάσεις ή τις παραπάνω κοινόχρηστες. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, εάν από οποιοδήποτε λόγο περιληφθούν ξένα τεμάχια στην οριστική διανομή προς αποκατάσταση ακτημόνων κατά τον Κώδικα αυτό (ξένα τεμάχια είναι οι εκτάσεις που δεν έχουν περιληφθεί στην απαλλοτρίωση, είτε αυτές ανήκουν σε τρίτο είτε στον ιδιοκτήτη της έκτασης που απαλλοτριώθηκε -βλ. σχετ. Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, Τόμος Ι, σελ. 511, ΑΠ 1344/06, ΑΠ 883/87, Εφθεσ 21/07 Νόμος), αυτή παραμένει έγκυρη και απρόσβλητη, και τα ξένα τεμάχια αποδίδονται στον προηγούμενο κάτοχο τους, εφόσον παραμένουν αδιάθετα ή είναι δυνατή η παραχώρηση άλλων διαθεσίμων εκτάσεων στον κληρούχο που έλαχαν αυτά, άλλως θεωρούνται απαλλοτριωθέντα για δημόσια ωφέλεια και τελούν σε νόμιμη επίταξη μέχρι την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, αντί της οποίας πάντως δύναται να παραχωρηθεί αντάλλαγμα από τις διαθέσιμες εκτάσεις κατ` αίτηση των τέως ιδιοκτητών μετά την αναγνώριση της κυριότητας τους, κατά την, από το άρθρο 246 του ιδίου Κώδικα, προβλεπόμενη διαδικασία (ΑΠ 861/11, ΑΠ 308/08, ΑΠ 1344/06, ΑΠ 266/03, ΑΠ 1373/97 Νόμος). Για να θεωρηθεί το ξένο τεμάχιο που περιλήφθηκε στην οριστική διανομή ως απαλλοτριωθέν, κατ` άρθρο 17 του Συντάγματος, δεν απαιτείται να διατεθεί κατά τη διανομή αυτή, απλώς αν αποτελεί ακέραιο τεμάχιο της διανομής ή τμήμα ενός μόνο τεμαχίου αυτής μπορεί να αποδοθεί αυτούσιο, όπως ορίζεται στην παρ. 2 αυτού, στον πρώην κάτοχο του, εφόσον όμως παρέμεινε αδιάθετο ή είναι δυνατή η παραχώρηση στο δικαιούχο κληρούχο άλλης διαθέσιμης ή κοινόχρηστης έκτασης (ΑΠ 1373/97 ό.π.). Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με το άρθρο 153 του ιδίου Αγροτικού Κώδικα, προκύπτει ότι κατά παρέκκλιση των συνταγματικών και για την αναγκαστική απαλλοτρίωση διατάξεων, επιτρέπεται η κατάληψη των περιληφθέντων στην οριστική διανομή απαλλοτριουμένων ξένων τεμαχίων και πριν την καταβολή ή κατάθεση της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημίωσης, αφότου επέρχεται και η συντέλεση της απαλλοτρίωσης, και μέχρι τότε τα απαλλοτριούμενα ξένα τεμάχια τελούν σε νόμιμη επίταξη, η οποία ως πολιτειακή πράξη που δεσμεύει, αναγκαστικός, τη χρήση των επιταχθέντων ακινήτων, δεν δύναται η διάρκεια της να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό παραγραφής ή για τη χρησιδεσποτεία τρίτου προσώπου (ΑΠ 1344/06, ΑΠ 266/03 Νόμος). Με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3147/2003 (ΦΕΚ Α` 135/5.6.2003) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα εδάφιο γ που ορίζει «το δικαίωμα κυριότητας επί των ξένων τεμαχίων αποσβέννυται, εφόσον από τον χρόνο κύρωσης της οριστικής διανομής έχει παρέλθει εικοσαετία» και ορίστηκε ότι «Οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 242 του Αγροτικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται για αιτήσεις που υποβλήθηκαν κατά τους ορισμούς του άρθρου 246 του ίδιου Κώδικα και εκκρεμούν», και τέλος, με τις διατάξεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 4061/22.3.2012 καταργήθηκε το ως άνω προστεθέν με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3147/2003 εδ. γ`. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 παρ. 1 και 5 του ίδιου Κώδικα, για την κυριότητα των κατά το ν. 4887 και το παραπάνω άρθρο 242 απαλλοτριωθέντων κτημάτων αποφαίνεται, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, η αρμόδια επιτροπή απαλλοτριώσεων και μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την κοινοποίηση της απόφασης, τόσο το Δημόσιο, όσο και οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν κατά της απόφασης αυτής στο αρμόδιο κατά τόπο Πρωτοδικείο, το οποίο αποφασίζει κατά την επ` αναφορά διαδικασία των άρθρων 640 επ. ΚΠολΔ και από την εισαγωγή του ΚΠολΔ κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας των άρθρων 786-827 υπό την ισχύ του ΚΠολΔ 1968 και των άρθρων 739-781 υπό την ισχύ του ισχύοντος ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ οι εκδιδόμενες στα πλαίσια της πιο πάνω διαδικασίας αποφάσεις των (Μονομελών) Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση, όπως αυτό συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 529 του υπό την ισχύ του ΚΠολΔ 1968 και των άρθρων 12 παρ. 1, 511 και 741 του ισχύοντος ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1049/1975, ΑΠ 746/70 ΝοΒ 19.324). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος, με σκοπό την τάχιστη εκκαθάριση των διαφορών για την αναγνώριση της κυριότητας του ισχυριζόμενου ότι ακίνητο του περιλήφθηκε ως ξένο σε οριστική διανομή, οργανώνει ειδική διαδικασία, που προβλέπει αφενός διοικητική προδικασία (αίτηση ενώπιον της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων) και αφετέρου διαδικασία ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ειδικής μορφής, ήτοι προσφυγή στην οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η διαδικασία αυτή, που μάλιστα διέρχεται όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και πληροί τις κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος απαιτήσεις για την παροχή έννομης προστασίας, αποτελεί ειδική και αποκλειστική διαδικασία επίλυσης των συγκεκριμένων διαφορών (ΟλΑΠ 33/09, ΑΠ 861/11, ΑΠ 308/08, ΑΠ 1459/03, ΑΠ 895/02, πρβλ. ΟλΑΠ 5/07 Νόμος). Απ` αυτό συνάγεται ότι όταν την προσφυγή κατά της απόφασης Επιτροπής Απαλλοτρίωσης ασκεί ο ενδιαφερόμενος να αναγνωριστεί κύριος στο περιληφθέν στην οριστική διανομή ξένο δικό του ακίνητο, οφείλει για το ορισμένο της προσφυγής, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 742 παρ. 2 του ΚΠολΔ, να επικαλεστεί τα πραγματικά περιστατικά κτήσης της κυριότητας στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, δεδομένου ότι αφενός η διαδικασία αυτή για αναγνώριση της κυριότητας του είναι αποκλειστική, και αφετέρου αν γίνει δεκτή η προσφυγή και ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει και την κυριότητα ή μη του προσφεύγοντος. Αντικείμενο της δίκης αποτελεί η αναγνώριση της κυριότητας του προσφεύγοντος. Αν η προσφυγή, αντίστοιχο της αγωγής σε εισαγωγικό δικόγραφο θεμελιώνεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης, αρκεί να προβληθούν με αυτήν όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Ειδικότερα, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1033,1094,1192,1710 παρ. 1, 1193,1195,1198 και 1199 ΑΚ, η με σύμβαση ή με κληρονομική διαδοχή (είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης), αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, και στη σχετική αγωγή πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρεται στην πρώτη περίπτωση ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε, και στην δεύτερη περίπτωση ότι έγινε αποδοχή με δημόσιο έγγραφο της κληρονομίας, μεταγραφή της αποδοχής ή έκδοση κληρονομητηρίου και μεταγραφή αυτού, καθώς η κυριότητα των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομιά, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ` αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον λάβει χώρα μεταγραφή της αποδοχής κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου (πρβλ. για την αγωγή ΑΠ 1192/11, 1432/11, ΑΠ 1292/02, ΑΠ 1333/00 Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κωδικός (23.2.1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, στη περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), δεν απαιτείται η αναφορά των προαναφερομένων στοιχείων, διότι η κληρονομιά διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαικού δικαίου, οι οποίες δεν απαιτούσαν την τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 πανδ. (11.7) και ν. 69 πανδ. (29.2) του προϊσχύσαντος του ΑΚ β.ρ.δ, οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομιά με μονομερή δήλωση της βούλησης τους για αποδοχή αυτής, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική) είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμιξη σ` αυτή και απόκτηση της. Σύμφωνα, επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2-19), 3 Εισ. (3-14), 14 πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούληση τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώραν υπό την ισχύ του β.ρ.δ, πρέπει για την πληρότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής αγωγής, να αναφέρονται σ` αυτήν τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` αυτόν, είτε ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του και αναμίχθηκε σ; αυτή με πρόθεση κληρονόμου (ΑΠ 1432/11, ΑΠ 1169/11, ΑΠ 217/08, ΑΠ 690/96 ΕλλΔνη 1999.1581, ΑΠ 249/93, ΕλλΔ/νη 1994.1520, ΑΠ 337/87 ΝοΒ 36.555, ΑΠ 929/79 ΝοΒ 28.275). Κατά τις διατάξεις ν. 10, πανδ. (29.2), Βασ. 10 (35.14) του προ- ϊσχύσαντος β.ρ.δ., η υπεισέλευση του κληρονόμου σε μέρος της κληρονομίας ισχύει για το όλο επί του οποίου και καθίσταται αυτός συγκοινωνός μαζί με τους λοιπούς κληρονόμους (ΑΠ 810/10, ΕφΝαυπλ 273/03 Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία, και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπάροχου του (ΑΠ 114/11, ΑΠ 295/11 Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ, νομή, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε κτήση κυριότητας με, έκτακτη ή τακτική χρησικτησία είναι η φυσική εξουσία που ασκείται πάνω στο πράγμα με πρόθεση κυριότητας, δηλαδή με διάνοια κυρίου. Φυσική εξουσία είναι η άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του πράγματος, ώστε, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του νομέα. Τέτοιες πράξεις είναι λχ. και η επίβλεψη, καταμέτρηση, οριοθέτηση και εκμίσθωση του ακινήτου. Υπάρχει επίσης, φυσική εξουσία, όταν ο νομέας δεν βρίσκεται σε διαρκή σωματική επαφή με το πράγμα, αλλά έχει την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή (ΑΠ 405/11, ΑΠ 157/09, ΑΠ 393/99 Νόμος). Κατά τις προϊσχύουσες διατάξεις του β.ρ.δ., γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια, δηλαδή με άσκηση σ` αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως είναι η καλλιέργεια, η εκμίσθωση, η εποπτεία, η φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (ν. 27, Πανδ. (18.1), 15 παρ. 3 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7,11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) για μία τριακονταετία στην έκτακτη χρησικτησία (ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14) (ΑΠ 501/11, ΑΠ 266/10, ΑΠ 96/10), ή για δέκα έτη μεταξύ παρόντων, ήτοι ενοικούντων στην αυτή επικράτεια και είκοσι μεταξύ απόντων στην τακτική χρησικτησία (ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39) ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4) ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του β.ρ.δ, βλ. ΑΠ 361/66 ΝοΒ 15.126) και, επιπλέον, στην τελευταία περίπτωση και νόμιμο τίτλο, ο οποίος πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 1 και 4 ν. Τ/1856 (ΑΠ 783/92 Νόμος), ενώ κατά το β.ρ.δ, η μη υποκείμενη στη διατύπωση της μεταγραφής κληρονομική, δεν αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας ούτε νόμιμο τίτλο για τακτική χρησικτησία, συνιστά, όμως, νόμιμη αιτία συνυπολογισμού του χρόνου χρησικτησίας του κληρονομούμενου από τον κληρονόμο του, για έκτακτη χρησικτησία (ΕφΑΘ 5893/87 ΕλλΔνη 29.691, ΕφΑΘ 1579/86 ΕλλΔνη 27.658, Εφθεσ 398/78 Νόμος). Κατά το ίδιο β.ρ.δ, (ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2-9), ν. 2 κωδ. (7-30) Βασ. (50-10), που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία τα δημόσια κτήματα (ΑΠ 840/10 Νόμος), σε αντίθεση με τα ακίνητα που ανήκαν σε ιδιώτη και συνέτρεχαν οι προαναφερθέντες προϋποθέσεις, ενώ τα δημόσια κτήματα ήταν δεκτικά έκτακτης χρησικτησίας, η οποία όμως ήταν αδύνατη στις Νέες Χώρες καθώς η 30ετία θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1/1915 (αρθρ. 21 του από 22.4.1926/16.5.1926 ν.δ. «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής άμυνας», 18 και 21 του ν. της 21-6/3.7.1837, «Περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», του ν. ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων «Περί δικαιο-στασίου», 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα ΟλΑΠ 75/87, ΑΠ 1340/10, ΑΠ 217/09, ΑΠ 77/07 Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι όταν ο χρόνος της χρησικτησίας του δικαίου που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, συμπληρώνεται νωρίτερα από τον οριζόμενο στον ΑΚ, βραχύτερο, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του δικαίου που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, και η καλή πίστη απαιτείται στη περίπτωση αυτή, μέχρι την 23.2.1946, χρόνο έναρξης της ισχύος του ΑΚ (ΑΠ 223/12, ΑΠ 1167/11 Νόμος). Τέλος, ο διάδικος που προβάλει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης της κυριότητας του ακινήτου, είτε κατά το β.ρ.δ, είτε κατά τον ΑΚ πρέπει στην αγωγή του να επικαλεστεί τη νομή αυτού, και, αν είναι αναγκαίο, στο πρόσωπο του δικαιοπάροχου του (ΑΚ 1051), καθορίζοντας ταυτόχρονα τις μερικότερες εμφανείς υλικές πράξεις πάνω στο ακίνητο, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του να το κατέχει ως δικό του (ΑΠ 1145/11, ΑΠ 1775/10, ΑΠ 267/07, ΑΠ 1816/05, ΑΠ 567/80 Νόμος). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παράλειψη των απαιτούμενων στην αγωγή στοιχείων, καθιστά την τελευταία αόριστη, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της αγωγής. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 744 ΚΠολΔ εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έτσι, το δικαστήριο που δικάζει κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας μπορεί και αυτεπάγγελτα να λάβει υπόψη πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν από τους διαδίκους για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 1374/05, ΑΠ 41/03, ΑΠ 1131/87 Νόμος). Η ευχέρεια, όμως, αυτή του δικαστηρίου δεν φτάνει στο σημείο να δύναται αυτό με αυτεπάγγελτη ενέργεια του να προβεί στη θεραπεία μίας αόριστης αίτησης, η οποία δεν φέρει τα απαιτούμενα στοιχεία, που καθορίζονται κατ` ανάλογο τρόπο από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η σχετική δίκη δύναται να κινηθεί αποκλειστικά με την υποβολή αίτησης εκ μέρους του διαδίκου και όχι με έναρξη της διαδικασίας με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, όπως κατ` εξαίρεση προβλέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις π.χ. 796 παρ. 2-3 ΚΠολΔ σε συνδ. με 1591 ΑΚ, 801 ΚΠολΔ σε συνδ. με 1667 ΑΚ (ΕφΑΘ 4462/02 Νόμος, Π. Αρβανιτάκης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, τόμος II, άρθρα 744 αρ. 8,747 αρ. 7, σελ. 1480,1485).
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου