
Απόφαση 1625 / 2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Κλοπή.
Περίληψη:
Κλοπή. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να αποτελούν αντικείμενο αυτής και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος. Κλοπή ευτελούς αξίας. Το ευτελές δεν κρίνεται από την αξία του κλαπέντος αυτού καθ' εαυτού, αλλά από εκείνη που έχει στις συναλλαγές. Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Πρέπει να εκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών. Έννοια τελευταίων. Συνιστά και εκείνος περί του ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η επ' αυτού κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 486/2007). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε υπάρχει. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1625/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα, περί αναιρέσεως της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1764/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο, (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα, και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από τον δράστη ή τρίτο, με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε τελικά, όπως και το κίνητρο της κλοπής, στην έννοια δε της κατοχής, που μπορεί να διαρκέσει και για λίγο χρόνο, περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του, δηλαδή να το έχει δικό του, να το χρησιμοποιεί και δεν παύει να υπάρχει τέτοιος σκοπός αν δεν μπορεί να το μεταβιβάσει περαιτέρω σε τρίτο. Η αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι φάκελοι που περιέχουν έγγραφα του λογιστηρίου της επιχειρήσεως, λ.χ. τιμολόγια, δελτία αποστολής, παραστατικά δαπανών κλπ. συναλλαγών, που αποτελούν την βάση λογιστικών εγγραφών, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με τον, κατά την ανωτέρω έννοια, σκοπό ιδιοποίησης. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της και εφόσον αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδικής αιτιολόγησης, κατά τα κατωτέρω, της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας.
2. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι, κατά τα ανωτέρω και ο ισχυρισμός ότι η πράξη της κλοπής φέρει χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας, οπότε η τιμώρηση του δράστη καθίσταται επιεικέστρη, για την άσκηση δε ποινικής δίωξης απαιτείται η υποβολή έγκλησης, ελλείψει της οποίας αυτή τυγχάνει απαράδεκτη, απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. 3. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της κλοπής:
"Στις 23.12.2001 ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ήταν στρατιωτικός και ειδικότερα Αρχισμηνίας της Πολεμικής Αεροπορίας και τελούσε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα για λόγους υγείας (βλ. το από 26.2.2009 αντίγραφο φύλλου μητρώου του, του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας) και ο οποίος, ως εκ τούτου, δηλαδή της εξάμηνης διαθεσιμότητας, υπάγεται στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και όχι των στρατιωτικών δικαστηρίων και ειδικότερα του Αεροδικείου (αρθρ. 193 § 2 α' ΣΠΚ), αφαίρεσε από το γραφείο της ευρισκόμενης στην ... μάντρας οικοδομικών υλικών της επιχείρησης του μηνυτή Α2, με την επωνυμία "Βιοτεχνία Τσιμεντόλιθων Α1 και Υιός Ε.Ε.", τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας έγγραφα, που αφορούσαν την εν λόγω επιχείρηση, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τα εν λόγω δε έγγραφα ευρέθησαν στο σαλόνι της οικίας του κατηγορουμένου, όπως τούτο προκύπτει από την με ημερομηνία 23.12.2001 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα, του Ανθ/μου του Τ.Α. .... Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος δεδομένου ότι είχε οικονομικές διαφορές με την εταιρία του μηνυτή, αλλά και με τον τελευταίο, λόγω του χωρισμού του με την αδελφή του Α3. Την παράνομη ιδιοποίηση των εγγράφων τούτων ομολόγησε ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστη-ρίου τούτου, με την μη βάσιμη αιτιολογία ότι αφαίρεσε αυτά προκειμένου να πείσει τον μηνυτή να του αποδώσει τα ανήκοντα σ' αυτόν πράγματά του (κατηγορούμενο) τα οποία ευρίσκοντο στην οικία του μηνυτή και είχαν παραμείνει σ' αυτήν μετά τον κατά τα άνω χωρισμό του κατηγορουμένου με την αδελφή του μηνυτή. Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός διότι και η κατ' ελάχιστο έστω χρόνο αφαίρεση από την κατοχή του μηνυτή και της εταιρίας του των επίμαχων εγγράφων, γενομένη με πρόθεση ιδιοποίησης και χωρίς τη θέληση αυτού (μηνυτή), πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής που του αποδίδεται. Το ότι δε ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε, αλλά ούτε και ήθελε, να διαθέσει τα παρανόμως υπ' αυτού αφαιρεθέντα και ιδιοποιηθέντα έγγραφα, όπως ισχυρίζεται, δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ως κλοπής, δεδομένου ότι τα ανωτέρω (μη δυνατότητα διάθεσης των κλοπιμαίων και ανυπαρξία θέλησης προς διάθεση) δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, αντίστοιχα, του εγκλήματος της κλοπής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του κατηγο-ρουμένου ότι λόγω έλλειψης των προαναφερομένων στοιχείων δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα της κλοπής, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. Περαιτέρω, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής ως ευτελούς αξίας δεν απαιτείται αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του πράγματος, αλλά τούτο (ευτελές ή μη της αξίας) θα κριθεί με βάση την αξία του πράγματος στις συναλλαγές. Στην προκειμένη δε περίπτωση, μεταξύ των κλαπέντων έγγραφων περιλαμβάνονται τιμολόγια, αποδείξεις καταβολής χρημάτων, έγγραφα που αφορούν το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.ά., τα οποία κατά την κρατούσα στις συναλλαγές αντίληψη και τους κανόνες της κοινής πείρας είναι σημαντικής αξίας. Επομένως, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι α) τα κλαπέντα έγγραφα είναι ευτελούς αξίας και άρα ο χαρακτήρας της αποδιδόμενης σ' αυτόν κλοπής είναι εκείνος της κλοπής ευτελούς αξίας, του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, και όχι εκείνος της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, β) ότι λόγω του χαρακτήρα της κλοπής ως ευτελούς αξίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, διότι αυτή διώκεται κατ' έγκληση (αρθρ. 377 § 2 ΠΚ), που όμως δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η από 23.12.2001 μήνυση υποβλήθηκε από τον Α2 και όχι από τον εκπροσωπούντα την προαναφερόμενη παθούσα ετερόρρυθμη εταιρία, Α1 και γ) η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη πρέπει να παύσει οριστικά, κατ' άρθρο 31 του Ν. 3346/2005, ως αναφερομένη σε κλοπή ευτελούς αξίας, η οποία τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι, κατά τα προαναφερόμενα, η τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο πράξη φέρει τον χαρακτήρα της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, που διώκεται αυτεπάγγελτα, και όχι εκείνον της κλοπής ευτελούς αξίας του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, που διώκεται κατ' έγκληση, και η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 31 του Ν. 3346/2005." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της πράξεως της απλής κλοπής με αντικείμενο τα έγγραφα της επιχειρήσεως της αναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρίας, όπως αυτά εξειδικεύονται στο διατακτικό της αποφάσεως και, αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 372 παρ. 1 α ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο, με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η κλοπή που του αποδόθηκε είχε αντικείμενο ευτελούς αξίας, δηλαδή πράξη που διώκεται κατ έγκληση και λόγω μη νομίμου υποβολής της από την παθούσα εταιρία, έπρεπε η ποινική δίωξη να κηρυχθεί απαράδεκτη, άλλως να παύσει, λόγω του ύψους της απειλουμένης ποινής (φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή), κατ άρθρο 31 του Ν. 3346/2005. Ειδικότερα, ορθώς ερμηνεύοντας και αφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 377 ΠΚ, με βάση την παραδοχή ότι, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής, ως έχουσας αντικείμενο ευτελούς αξίας, δεν ερευνάται η αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του αφαιρεθέντος πράγματος, αλλά αυτή που έχει τούτο στις συναλλαγές, με πλήρη αιτιολογία, έκρινε ότι τα έγγραφα, που αφαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα, εν αγνοία του νομίμου εκπροσώπου της παθούσης εταιρίας, από τα γραφεία της επιχειρήσεως, τα οποία αναφέρει κατά κατηγορία και είναι έγγραφα αποδεικτικά εμπορικών συναλλαγών (τιμολόγια, δελτία αποστολής), έγγραφα που αφορούσαν την ασφάλιση στο ΙΚΑ των εργαζομένων στην επιχείρηση, αποδείξεις καταβολής χρημάτων (ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ και προς άλλους συναλλασσομένους με αυτή), κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις και την κοινή πείρα είναι σημαντικής και όχι ευτελούς αξίας, όπως αβάσιμα, κατά τα προκτεθέντα, υποστήριξε ο αναιρεσείων, εκτιμώντας την αξία τους, ως απλών εγγράφων και όχι αποδεικτικών δικαιωμάτων, στο ποσό των 20 €, και επομένως ορθώς καταδικάσθηκε για απλή κλοπή, οπότε δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις που επικαλέσθηκε αυτός και οι κατά νόμο ανωτέρω συνέπειες της εφαρμογής τους. Περαιτέρω, ορθώς, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Εφετείο με την ανωτέρω θεμελίωση, έκρινε ότι στοιχειοθετείται η πράξη της απλής κλοπής και δεν ασκούσε έννομη επιρροή η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα αδυναμία και έλλειψη θελήσεως να διαθέσει περαιτέρω τα αφαιρεθέντα απ αυτόν, κατά τα άνω έγγραφα.
Συνεπώς, το Δικαστήριο, προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 372 παρ 1 α ΠΚ, την οποία και παραθέτει στην απόφαση και ελέγχεται αβάσιμος ο σχετικός υπό στοιχείο
ΙΙ λόγος αναιρέσεως, για μη παράθεση του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τυγχάνει αβάσιμος, ανεξάρτητα ότι πλέον, μετά την τροποποίηση με το άρθρο 50 παρ. 4 Ν. 3160/2003 του άρθρου 510 ΚΠΔ, η εν λόγω παράλειψη δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως. Κατ ακολουθία τούτων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος (υπό στοιχεία
ΙΙ,
ΙΙΙ και VI) από το άρθρο 510 παρ. 1 Η, Δ' και Ε', λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αντίστοιχα, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του υπό στοιχείο
ΙΙΙ λόγου, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Οι λοιποί, υπό στοιχεία IV και V από το άρθρο 510 παρ 1 Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως έχουν ως προϋπόθεση την βασιμότητα του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η πράξη που του αποδόθηκε έφερε τον χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας (377 ΠΚ) και αναφέρονται στους ανωτέρω, κατ ακολουθία τούτου, προβληθέντες ισχυρισμούς του, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω μη νόμιμης υποβολής εγκλήσεως και παύση της ποινικής διώξεως κατ άρθρο 31 παρ. 1 Ν. 3346/2005, μετά δε την απόρριψη του, κατά τα προεκτεθέντα, ως αβάσιμου, ορθώς απορρίφθηκαν από το Εφετείο, ως αβάσιμοι και συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τους λόγους αυτούς, τυγχάνουν αβάσιμα και οι λόγοι πρέπει να απορριφθούν.
5. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 11-12-2009 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Οκτωβρίου 201/0
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή, Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νίκα, περί αναιρέσεως της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1764/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο, (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα, και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από τον δράστη ή τρίτο, με τον σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε τελικά, όπως και το κίνητρο της κλοπής, στην έννοια δε της κατοχής, που μπορεί να διαρκέσει και για λίγο χρόνο, περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του, δηλαδή να το έχει δικό του, να το χρησιμοποιεί και δεν παύει να υπάρχει τέτοιος σκοπός αν δεν μπορεί να το μεταβιβάσει περαιτέρω σε τρίτο. Η αφαίρεση απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Αντικείμενο ιδιοποίησης μπορεί να είναι και έγγραφα αποδεικτικά δικαιώματος, δηλαδή η υλική τους υπόσταση, όπως είναι φάκελοι που περιέχουν έγγραφα του λογιστηρίου της επιχειρήσεως, λ.χ. τιμολόγια, δελτία αποστολής, παραστατικά δαπανών κλπ. συναλλαγών, που αποτελούν την βάση λογιστικών εγγραφών, τα οποία δεν ενσωματώνουν αξία, εφόσον η αφαίρεση γίνεται με τον, κατά την ανωτέρω έννοια, σκοπό ιδιοποίησης. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασής της και εφόσον αυτή δεν χαρακτηρίστηκε ως κλοπή με αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, πράγμα που αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος αυτού και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, δεν απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της αξίας του πράγματος που παράνομα αφαιρέθηκε. Μόνον αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί σύμφωνα με το άρθρο 377 του ίδιου Κώδικα, στην επιεική μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδικής αιτιολόγησης, κατά τα κατωτέρω, της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι ευτελούς αξίας.
2. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι, κατά τα ανωτέρω και ο ισχυρισμός ότι η πράξη της κλοπής φέρει χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας, οπότε η τιμώρηση του δράστη καθίσταται επιεικέστρη, για την άσκηση δε ποινικής δίωξης απαιτείται η υποβολή έγκλησης, ελλείψει της οποίας αυτή τυγχάνει απαράδεκτη, απαιτεί ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. 3. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της κλοπής:
"Στις 23.12.2001 ο κατηγορούμενος Χ, ο οποίος κατά τον προαναφερόμενο χρόνο ήταν στρατιωτικός και ειδικότερα Αρχισμηνίας της Πολεμικής Αεροπορίας και τελούσε σε εξάμηνη διαθεσιμότητα για λόγους υγείας (βλ. το από 26.2.2009 αντίγραφο φύλλου μητρώου του, του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας) και ο οποίος, ως εκ τούτου, δηλαδή της εξάμηνης διαθεσιμότητας, υπάγεται στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων και όχι των στρατιωτικών δικαστηρίων και ειδικότερα του Αεροδικείου (αρθρ. 193 § 2 α' ΣΠΚ), αφαίρεσε από το γραφείο της ευρισκόμενης στην ... μάντρας οικοδομικών υλικών της επιχείρησης του μηνυτή Α2, με την επωνυμία "Βιοτεχνία Τσιμεντόλιθων Α1 και Υιός Ε.Ε.", τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας έγγραφα, που αφορούσαν την εν λόγω επιχείρηση, τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Τα εν λόγω δε έγγραφα ευρέθησαν στο σαλόνι της οικίας του κατηγορουμένου, όπως τούτο προκύπτει από την με ημερομηνία 23.12.2001 έκθεση έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα, του Ανθ/μου του Τ.Α. .... Στην πράξη του αυτή προέβη ο κατηγορούμενος δεδομένου ότι είχε οικονομικές διαφορές με την εταιρία του μηνυτή, αλλά και με τον τελευταίο, λόγω του χωρισμού του με την αδελφή του Α3. Την παράνομη ιδιοποίηση των εγγράφων τούτων ομολόγησε ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστη-ρίου τούτου, με την μη βάσιμη αιτιολογία ότι αφαίρεσε αυτά προκειμένου να πείσει τον μηνυτή να του αποδώσει τα ανήκοντα σ' αυτόν πράγματά του (κατηγορούμενο) τα οποία ευρίσκοντο στην οικία του μηνυτή και είχαν παραμείνει σ' αυτήν μετά τον κατά τα άνω χωρισμό του κατηγορουμένου με την αδελφή του μηνυτή. Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός διότι και η κατ' ελάχιστο έστω χρόνο αφαίρεση από την κατοχή του μηνυτή και της εταιρίας του των επίμαχων εγγράφων, γενομένη με πρόθεση ιδιοποίησης και χωρίς τη θέληση αυτού (μηνυτή), πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής που του αποδίδεται. Το ότι δε ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε, αλλά ούτε και ήθελε, να διαθέσει τα παρανόμως υπ' αυτού αφαιρεθέντα και ιδιοποιηθέντα έγγραφα, όπως ισχυρίζεται, δεν αναιρεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ως κλοπής, δεδομένου ότι τα ανωτέρω (μη δυνατότητα διάθεσης των κλοπιμαίων και ανυπαρξία θέλησης προς διάθεση) δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης, αντίστοιχα, του εγκλήματος της κλοπής.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του κατηγο-ρουμένου ότι λόγω έλλειψης των προαναφερομένων στοιχείων δεν στοιχειοθετείται το αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα της κλοπής, είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί. Περαιτέρω, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής ως ευτελούς αξίας δεν απαιτείται αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του πράγματος, αλλά τούτο (ευτελές ή μη της αξίας) θα κριθεί με βάση την αξία του πράγματος στις συναλλαγές. Στην προκειμένη δε περίπτωση, μεταξύ των κλαπέντων έγγραφων περιλαμβάνονται τιμολόγια, αποδείξεις καταβολής χρημάτων, έγγραφα που αφορούν το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.ά., τα οποία κατά την κρατούσα στις συναλλαγές αντίληψη και τους κανόνες της κοινής πείρας είναι σημαντικής αξίας. Επομένως, οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι α) τα κλαπέντα έγγραφα είναι ευτελούς αξίας και άρα ο χαρακτήρας της αποδιδόμενης σ' αυτόν κλοπής είναι εκείνος της κλοπής ευτελούς αξίας, του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, και όχι εκείνος της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, β) ότι λόγω του χαρακτήρα της κλοπής ως ευτελούς αξίας πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη, διότι αυτή διώκεται κατ' έγκληση (αρθρ. 377 § 2 ΠΚ), που όμως δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, επειδή η από 23.12.2001 μήνυση υποβλήθηκε από τον Α2 και όχι από τον εκπροσωπούντα την προαναφερόμενη παθούσα ετερόρρυθμη εταιρία, Α1 και γ) η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη πρέπει να παύσει οριστικά, κατ' άρθρο 31 του Ν. 3346/2005, ως αναφερομένη σε κλοπή ευτελούς αξίας, η οποία τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο δε διότι, κατά τα προαναφερόμενα, η τελεσθείσα από τον κατηγορούμενο πράξη φέρει τον χαρακτήρα της απλής κλοπής του άρθρου 372 § 1 ΠΚ, που διώκεται αυτεπάγγελτα, και όχι εκείνον της κλοπής ευτελούς αξίας του άρθρου 377 § 1 ΠΚ, που διώκεται κατ' έγκληση, και η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 31 του Ν. 3346/2005." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της πράξεως της απλής κλοπής με αντικείμενο τα έγγραφα της επιχειρήσεως της αναφερόμενης ομόρρυθμης εταιρίας, όπως αυτά εξειδικεύονται στο διατακτικό της αποφάσεως και, αφού του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 372 παρ. 1 α ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο, με την ανωτέρω πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η κλοπή που του αποδόθηκε είχε αντικείμενο ευτελούς αξίας, δηλαδή πράξη που διώκεται κατ έγκληση και λόγω μη νομίμου υποβολής της από την παθούσα εταιρία, έπρεπε η ποινική δίωξη να κηρυχθεί απαράδεκτη, άλλως να παύσει, λόγω του ύψους της απειλουμένης ποινής (φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή), κατ άρθρο 31 του Ν. 3346/2005. Ειδικότερα, ορθώς ερμηνεύοντας και αφαρμόζοντας την διάταξη του άρθρου 377 ΠΚ, με βάση την παραδοχή ότι, για τον χαρακτηρισμό της κλοπής, ως έχουσας αντικείμενο ευτελούς αξίας, δεν ερευνάται η αποτίμηση σε χρήμα της αξίας του αφαιρεθέντος πράγματος, αλλά αυτή που έχει τούτο στις συναλλαγές, με πλήρη αιτιολογία, έκρινε ότι τα έγγραφα, που αφαιρέθηκαν από τον αναιρεσείοντα, εν αγνοία του νομίμου εκπροσώπου της παθούσης εταιρίας, από τα γραφεία της επιχειρήσεως, τα οποία αναφέρει κατά κατηγορία και είναι έγγραφα αποδεικτικά εμπορικών συναλλαγών (τιμολόγια, δελτία αποστολής), έγγραφα που αφορούσαν την ασφάλιση στο ΙΚΑ των εργαζομένων στην επιχείρηση, αποδείξεις καταβολής χρημάτων (ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ και προς άλλους συναλλασσομένους με αυτή), κατά τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις και την κοινή πείρα είναι σημαντικής και όχι ευτελούς αξίας, όπως αβάσιμα, κατά τα προκτεθέντα, υποστήριξε ο αναιρεσείων, εκτιμώντας την αξία τους, ως απλών εγγράφων και όχι αποδεικτικών δικαιωμάτων, στο ποσό των 20 €, και επομένως ορθώς καταδικάσθηκε για απλή κλοπή, οπότε δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις που επικαλέσθηκε αυτός και οι κατά νόμο ανωτέρω συνέπειες της εφαρμογής τους. Περαιτέρω, ορθώς, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Εφετείο με την ανωτέρω θεμελίωση, έκρινε ότι στοιχειοθετείται η πράξη της απλής κλοπής και δεν ασκούσε έννομη επιρροή η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα αδυναμία και έλλειψη θελήσεως να διαθέσει περαιτέρω τα αφαιρεθέντα απ αυτόν, κατά τα άνω έγγραφα.
Συνεπώς, το Δικαστήριο, προέβη σε ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 372 παρ 1 α ΠΚ, την οποία και παραθέτει στην απόφαση και ελέγχεται αβάσιμος ο σχετικός υπό στοιχείο
ΙΙ λόγος αναιρέσεως, για μη παράθεση του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τυγχάνει αβάσιμος, ανεξάρτητα ότι πλέον, μετά την τροποποίηση με το άρθρο 50 παρ. 4 Ν. 3160/2003 του άρθρου 510 ΚΠΔ, η εν λόγω παράλειψη δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως. Κατ ακολουθία τούτων οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος (υπό στοιχεία
ΙΙ,
ΙΙΙ και VI) από το άρθρο 510 παρ. 1 Η, Δ' και Ε', λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, αντίστοιχα, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του υπό στοιχείο
ΙΙΙ λόγου, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
Οι λοιποί, υπό στοιχεία IV και V από το άρθρο 510 παρ 1 Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως έχουν ως προϋπόθεση την βασιμότητα του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η πράξη που του αποδόθηκε έφερε τον χαρακτήρα κλοπής ευτελούς αξίας (377 ΠΚ) και αναφέρονται στους ανωτέρω, κατ ακολουθία τούτου, προβληθέντες ισχυρισμούς του, περί απαραδέκτου της ποινικής διώξεως, λόγω μη νόμιμης υποβολής εγκλήσεως και παύση της ποινικής διώξεως κατ άρθρο 31 παρ. 1 Ν. 3346/2005, μετά δε την απόρριψη του, κατά τα προεκτεθέντα, ως αβάσιμου, ορθώς απορρίφθηκαν από το Εφετείο, ως αβάσιμοι και συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με τους λόγους αυτούς, τυγχάνουν αβάσιμα και οι λόγοι πρέπει να απορριφθούν.
5. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 11-12-2009 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του Χ για αναίρεση της 221/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 12 Οκτωβρίου 201/0
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου