Έννοια και περιεχόμενο σύμβασης δικαιόχρησης (franchise). Συμφωνία franchise και κύρια συμφωνία franchise. Ομοιότητες και διαφορές με τη σύμβαση.
εμπορικής αντιπροσωπείας. Δικαιώματα και υποχρεώσεις δότη και λήπτη. Λύση της σύμβασης δικαιοχρησίας. Η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής παρότι παράνομη πράξη δεν συνιστά και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Πότε μπορεί να συνιστά. Απάτη στο αστικό δίκαιο. Έννοια και περιεχόμενο αυτής.Ως franchise νοείται το σύνολον των δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα και επωνυμίες, πινακίδες καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, δικαιώματα αντιγραφής, τεχνογνωσίες ή διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς εκμετάλλευσιν για την μεταπώλησιν προϊόντων ή την παροχήν υπηρεσιών εις τελικούς χρήστες. Συμφώνως προς τον υπ' αριθμ. 2790/1999 Κανονισμόν της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος ετέθη εις εφαρμογήν την 1.6.2000 και αντικατέστησεν τον υπ' αριθμ. 4087/1988 Κανονισμόν της Επιτροπής της ΕΟΚ και το κείμενον της Επιτροπής αναφορικώς προς τις Οδηγίες επί των «καθέτων περιορισμών» (Guidelines on Vertical Restraints), το οποίον συνοδεύει τον Κανονισμόν αυτόν, η σύμβασις franchise ορίζεται ως συμφωνία βάσει της οποίας ο δότης (franchisor) παραχωρεί εις τον λήπτην (franchisee) άδειες χρήσεως και εκμεταλλεύσεως (licences) δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία αναφέρονται εις εμπορικά σήματα ή πινακίδες ως επίσης και τεχνογνωσίαν διά την πώλησιν και διανομήν αγαθών ή υπηρεσιών. Ως συμφωνία franchise νοείται η συμφωνία διά της οποίας μία επιχείρησις, η δικαιοπάροχος, παραχωρεί εις την άλλην, την δικαιοδόχον, έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του franchise με σκοπόν την εμπορίαν συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή υπηρεσιών. Η συμφωνία περιλαμβάνει υποχρεώσεις οι οποίες αφορούν την χρήσιν κοινής επωνυμίας ή πινακίδος, την κοινοποίησιν τεχνογνωσίας, την συνεχή παροχήν εμπορικής και τεχνικής υποστηρίξεως κατά την διάρκειαν ισχύος της συμφωνίας. Ως κυρία συμφωνία franchise νοείται η συμφωνία μεταξύ δύο επιχειρήσεων, διά της οποίας η μία επιχείρησις, ο δικαιοπάροχος, παρέχει εις την άλλην, τον κύριον δικαιοδόχον, έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του franchise, με σκοπόν την σύναψιν συμφωνιών franchise με τρίτους, τους δικαιοδόχους. Ο δότης είναι συνήθως επιχείρησις υψηλής στάθμης με οργανωτικήν και τεχνολογικήν υποδομήν, η οποία πλαισιώνεται από σειράν όλην δικαιωμάτων βιομηχανικής ή και πνευματικής ιδιοκτησίας.
Από οικονομικής απόψεως η έννοια franchising αποτελεί μέθοδον marketing, η οποία συνίσταται εις την συνεργασίαν μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων βασιζομένην εις την χρήσιν ενός κοινού διακριτικού γνωρίσματος και εις την καθ' ομοιόμορφον τρόπον εκμετάλλευσιν ενός συνόλου ειδικών γνώσεων. Εις την σύμβασιν δικαιοχρησίας (Franchising) η εικόνα της επιχειρήσεως του λήπτου, όσον αφορά την επωνυμίαν, τα σήματα κ.λπ., ταυτίζεται με αυτήν του δότου (ΕΑ 9658/1995 ΔΕΕ 1996,154). Η σύμβασις δικαιοχρήσεως (Franchising), οικονομικώς αποτελεί μέθοδον προωθήσεως προϊόντων προς την καταναλωτικήν αγοράν διά της συνεργασίας ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται, συνήθως, εις ιεραρχικώς διαφορετικά επίπεδα αγοράς. Η σύμβασις Franchising ομοιάζει με την σύμβασιν εμπορικής αντιπροσωπείας, επειδή και εις τις δύο περιπτώσεις υπάρχει οργανωμένον δίκτυον διανομής με σκοπόν την αποτελεσματικωτέραν προώθησιν ωρισμένων προϊόντων εις την αγοράν. Εντούτοις, ο εμπορικός αντιπρόσωπος συμβάλλεται επ' ονόματι και διά λογαριασμόν του επιχειρηματίου, τον οποίον αντιπροσωπεύει, ενώ ο λήπτης Franchising συμβάλλεται με τους τρίτους επ' ονόματι του.
Η σύμβασις δικαιοχρήσεως (franchising), συνεπώς είναι διαρκής σύμβασις, ήτοι τοιαύτη διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων (μέθοδος marketing), βάσει της οποίας η μία επιχείρησις (δικαιοπάροχος ή δότης) παραχωρεί εις την άλλην (δικαιοδόχον ή λήπτριαν), έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του λεγομένου «πακέτου» δικαιοχρήσεως, με σκοπόν την πώλησιν συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή υπηρεσιών εις τελικούς χρήστες, ως «πακέτου» δικαιοχρήσεως νοουμένου ενός συνόλου δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, ευρεσιτεχνίες, υποδείγματα και τεχνογνωσίαν, ή και άλλα συμβατικά δικαιώματα, ως δικαίωμα προμήθειας προϊόντων από συγκεκριμένους παραγωγούς, δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως καταστημάτων και εξοπλισμού και άλλα. Με την σύμβασιν δικαιοχρήσεως εντάσσεται ο λήπτης εις εν ενιαίον σύστημα διανομής, το οποίον χαρακτηρίζεται από έναν υψηλόν βαθμόν ομοιομορφίας εις την οργάνωσιν των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εντεταγμένες εις το ίδιον σύστημα δικαιοχρήσεως. Ως συνάγεται από την, κατά τα προδιαληφθέντα, φύσιν της δικαιοχρήσεως ως σχέσεως διαρκούς συνεργασίας, η σύμβασις αυτή αποτελεί σύμβασιν-πλαίσιον, η οποία ρυθμίζει τις κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων και αποτελεί μία μεικτήν σύμβασιν, εις τα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) και η οποία μη ρυθμιζόμενη ειδικώς υπό του νόμου περιέχει τα στοιχεία περισσοτέρων επωνύμων συμβάσεων, ως μισθώσεως προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρα 638 επ. ΑΚ), συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ)
Η εκπλήρωσις των διαφόρων εκατέρωθεν υποχρεώσεων, οι οποίες προβλέπονται εις την σύμβασιν δικαιοχρήσεως, προϋποθέτει συνήθως την σύναψιν ειδικωτέρων εκτελεστικών συμβάσεων, ως πωλήσεως διά την προμηθείαν των προϊόντων του συστήματος δικαιοχρήσεως. Η λύσις της συμβάσεως δικαιοχρήσεως δύναται να επέλθη, λόγω του χαρακτήρος της ως διαρκούς, κατόπιν συμβατικής ή νομίμου (εκτάκτου) καταγγελίας, συνεπεία της οποίας λύεται η σύμβασις διά το μέλλον και αποσβέννυνται εφεξής οι αμοιβαίες υποχρεώσεις παροχής των συμβαλλομένων και δημιουργείται η υποχρέωσις του λήπτου να αποδώση όλα τα αντικείμενα τα οποία έλαβεν από τον δότην βάσει της συμβάσεως αυτής (Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, ενθ' ανωτ.). Η σύμβασις θεμελιοί τις εξής υποχρεώσεις: α) προς διαρκή παροχήν από τον δότην υπηρεσιών υποστηρίξεως της επιχειρήσεως του λήπτου, ως είναι ηυποστήριξίς του εις θέματα λογιστικής-φοροτεχνικής φύσεως, μηχανοργανώσεως, προωθήσεως προϊόντων και υπηρεσιών, οργανώσεως της επιχειρήσεώς του, β) προς διαρκή ανανέωσιν από τον δότην της τεχνογνωσίας του και προς εφαρμογήν νέων επιχειρηματικών και οργανωτικών μεθόδων εντός του συστήματος franchising ούτως ώστε η λειτουργία του να ανταποκρίνεται διαρκώς εις τα νέα δεδομένα της αγοράς και η παροχή του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος εις τον ληπτήν να είναι συνεχής και γ) την επαναλαμβανομένην περιοδικώς εκπαίδευσιν του λήπτου εις τις νέες μεθόδους λειτουργίας του συστήματος franchising. Οι βασικές δε υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από τον ανωτέρω Κανονισμόν των μερών της συμβάσεως είναι: α) η υποχρέωσις των ληπτών να προμηθεύονται από τον δότην τα συμβατικά προϊόντα, β) η υποχρέωσις των ληπτών δι' ενιαίαν εμφάνισιν των καταστημάτων των και διά χρήσιν κοινής επωνυμίας, γ) η υποχρέωσίς των προς πληρωμήν αμοιβής εις τον δότην και για συνεισφορά εις την κοινήν διαφήμισην του συστήματος και δικτύου franchise, δ) η υποχρέωσις των ληπτών προς τήρησιν του απορρήτου ως προς με το εγχειρίδιον λειτουργίας του δότου, ε) η υποχρέωσις των ληπτών να πωλούν τα συμβατικά προϊόντα μόνον εις τους χώρους της συμβάσεως (ρήτρα καταστήματος), ως επίσης να πωλούν τα συμβατικά προϊόντα μόνο εις τελικούς καταναλωτές ή άλλους λήπτες, στ) η υποχρέωσις των ληπτών να μην πωλούν ανταγωνιστικά προϊόντα καθ' όλην την διάρκειαν της συμβατικής σχέσεως, ζ) η υποχρέωσις του δότου να μην εγκαθιστά άλλον λήπτην εις την συμβατικώς παραχωρηθεί σαν περιοχήν ούτε να λειτουργή ο ίδιος κατάστημα λιανικής πωλήσεως εις την ίδιαν περιοχήν και τέλος η) η υποχρέωσις του δότου να ανανεώνη και εξελίσση τα συμβατικά προϊόντα, την οπτικήν ταυτότητα του συστήματος franchise και το εγχειρίδιον λειτουργίας, ήτοι ολόκληρον το σύστημα Franchise, επί πλέον δε να καθιστά αυτές τις ανανεώσεις και βελτιώσεις προσιτές εις όλους τους λήπτες του δικτύου του (Δ. Κωστάκη, To Franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής... ΔΕΕ 2000,σελ. 709 επ).
Διά να υπάρξη αδικοπραξία, συμφώνως προς τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και υποχρέωσις του ζημιώσαντος να αποζημιώση τον παθόντα, προϋποτίθεται ότι η ζημία προεκλήθη παρά τον νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφοράν αντίθετον προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξιν ή παράλειψιν του υπαιτίου και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε (ΑΠ 87/2000 Δνη 41,967). Από την διάταξιν του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει, ότι η εκ προθέσεως πρόκλησις ζημίας εις έτερον κατά τρόπον αντίθετον προς τα χρηστά ήθη είναι πράξις παράνομος και δημιουργεί υποχρέωσιν προς αποζημίωσιν. Εν όψει, όμως του ότι ζημιογόνος συμπεριφορά εκ προθέσεως, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβασις, τότε μόνον ημπορεί να θεμελιώσει και αξίωσιν αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, όταν και χωρίς την συμβατικήν σχέσιν διαπραττομένη θα ήτο αντίθετος προς τα χρηστά ήθη, μόνο η από τον έναν των συμβαλλομένων αθέτησις τινός υποχρεώσεως από την σύμβασιν, την οποίαν ανέλαβεν έναντι του άλλου δεν αποτελεί πράξιν αντίθετον προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνη και αξίωσιν αποζημιώσεως κατά το προαναφερόμενον άρθρον του ΑΚ (ΑΠ 1615/1999 Δνη 41,344,429). Περαιτέρω, εξαίρεσις είναι δυνατόν να υπάρξη εις περιπτώσεις μη ανεκτές κατά το αίσθημα του δικαίου, οπότε η αξίωσις ενδέχεται να στηρίζεται εις τις διατάξεις των άρθρων 281 και 914 ΑΚ (ΑΠ 720/1997 Δνη 40, 347, ΑΠ 750/1995 ΕΕΝ 1996,646). Επειδή, κατ' άρθρον 914 ΑΚ, ο παρανόμως και υπαιτίως ζημιών έτερον υποχρεούται εις αποζημίωση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αποτελεί το βασικόν στοιχείον της αδικοπραξίας, δύναται να συνίσταται και εις παράλειψιν. Η τελευταία όμως διά να θεμελιώση υποχρέωσιν αποζημιώσεως πρέπει να είναι παράνομος. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβή εις θετικήν ενέργειαν, εις την οποίαν υποχρεούται εκ του νόμου, της δικαιοπραξίας, της καλής πίστεως και από τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενην συμπεριφοράν του ή από το γενικόν πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστις, υπό την αντικειμενικήν έννοιαν η οποία απαντάται εις τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτης, την οποίαν επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοιαν συνεπώς αυτήν, η καλή πίστις συνιστά κριτήριον συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου.
Επειδή, μόνη η αθέτησις προϋφιστάμενης ενοχής, είναι μεν πράξις παράνομος, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξίαν κατά την έννοιαν των άρθρων 914 επ. ΑΚ, όμως ημπορεί μία ζημιογόνος πράξις ή παράλειψις διά της οποίας παραβιάζεται η σύμβασις, να θεμελιοί εν ταυτώ και ευθύνην εξ αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την συμβατικήν σχέσιν, που προϋπάρχει θα ήτο παράνομος ως αντίθετος προς το γενικόν καθήκον το οποίον επιβάλλει το άρθρον 914 του μη ζημιούν υπαιτίως έτερον (ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47, 390, ΕΕΝ 1999, 377).
Από την διάταξιν του άρθρου 932 ΑΚ, εν συνδυασμώ προς τις των άρθρων 914 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι διά το ωρισμένον της αγωγής, διά της οποίας επιδιώκεται χρηματική ικανοποίησις, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, πρέπει εις το δικόγραφον να εκτίθεται με ακρίβειαν η τέλεσις της αδικοπραξίας υπό του υποχρέου, καθώς και η πρόκλησις ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης (ή επί νομικών προσώπων η βλάβη της φήμης) διά την οποίαν ζητείται ωρισμένον χρηματικόν ποσόν, όχι όμως και η οικονομική κατάστασις και θέσις των μερών, η οποία δεν απαιτείται διά την γένεσιν της αξιώσεως αλλ' αποτελεί απλώς βοηθητικόν στοιχείον, το οποίον δύναται να προκύψη από τις αποδείξεις (Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, αρ. 996, ΑΠ 401/1987 ΕΕΔ 47, 123, ΕΑ 8981/1998 Δνη 42,750).
Από την άνω διάταξιν του άρθρου 932 ΑΚ συνάγεται ότι παρέχεται εις το Δικαστήριον η δυνητική ενέργεια να επιδίκαση χρηματικήν ικανοποίησιν, αν κρίνη, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής και μετ' εκτίμησιν των περιστάσεων υπό τις οποίες συνετελέσθη η άδικος πράξις του υπαιτίου και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και περιουσιακής καταστάσεως του δικαιούχου και του υπόχρεου, ότι ο αδικηθείς υπέστη ηθικήν βλάβην και, περαιτέρω, συνάγεται ότι προσδιορισμός του ποσού της ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως ανήκει εις την ελευθέραν εκτίμησιν του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 433/2000 Δνη 42, 673, ΑΠ 822/1999 Δνη 41, 345, ΑΠ 1086/1995 Δνη 37,1545,208/1995 Δνη 37, 320, άλλως ΑΠ 1325/1996 Δνη 38, 1047).
Σημειούται, τέλος, ότι η έννοια της απάτης εις το αστικό δίκαιο (άρθρα 147,148,281,288) απαρτίζεται από πάσαν εκ προθέσεως συμπεριφοράν, η οποία τείνει να παραγάγη, να ενισχύση ή διατήρηση πεπλανημένην αντίληψιν ή εντύπωσιν είτε εις η συμπεριφορά αυτή συνίσταται εις παράστασιν ψευδών γεγονότων ως αληθών, είτε απόκρυψιν, αποσιώπησιν ή ατελή ανακοίνωσιν των αληθών γεγονότων, τα οποία είτε από την καλήν πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη είτε από υφισταμένην ιδιαιτέραν σχέσιν με το άλλο πρόσωπον (ΑΠ 1587/1990, ΕΕΝ 1991, 698, ΑΠ 355/1968, ΝοΒ 16,950, ΕΑ 3058/1985 Δνη 26,729), εκείνος ο οποίος τα αποκρύπτει ή τα αποσιωπά ή ατελώς τα ανακοινώνει είχεν υποχρέωσιν ανακοινώσεως χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή των όρων της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ (ΑΠ 752/1994, ΕΑ 520/2002 Δνη 43, 1496, ΕΑ 1406/1988 ΕΕΝ 1988,390 ΕΠειρ 198/1998 Δνη 39, 932, ΕΑ181/1983 Αρμ 1984, 463).
Δεν είναι νόμιμος η επαναφορά ισχυρισμών ως και η επίκλησις εις την έκκλητον δίκην αποδεικτικών μέσων, οι οποίες γίνονται διά των πρωτοδίκων προτάσεων οι οποίες έχουν ενσωματωθή αυτούσιες (εν αντιγράφω) εις τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις χωρίς ειδικήν μνείαν εις τις τελευταίες του συγκεκριμένου μέρους των πρωτοδίκων, όπου σαφώς και ωρισμένως γίνεται επίκλησις των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 164/2003 Δνη 44, 1311, ΑΠ 418/2004 ΕΕΝ 2004, 599).
(Απόσπασμα)
Αριθμός 302/2006
Εφετείο Αθηνών
Πρόεδρος: Θ. Γκοΐνη, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής: Π. Πετρόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι: Π. Ζάραγκα-Τριβιζά, Σ. Σταμπουλούς
... Επειδή με την διαμορφωθείσαν εις τις εμπορικές συναλλαγές αμφοτεροβαρή και διαρκή σύμβασιν του franchising. οι συμβαλλόμενοι, δηλαδή ο δότης και ο λήπτης του franchising. αποβλέπουν δι' ωρισμένον ή αόριστον χρόνον, εις την θέσπισιν του μεταξύ των νομικού πλαισίου διά του οποίου ρυθμίζεται η μεταξύ των συνεργασία. Ως franchise νοείται το σύνολον των δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα και επωνυμίες, πινακίδες καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, δικαιώματα αντιγραφής, τεχνογνωσίες ή διπλώματα ευρεσιτεχνίας προς εκμετάλλευσιν για την μεταπώλησιν προϊόντων ή την παροχήν υπηρεσιών εις τελικούς χρήστες. Συμφώνως προς τον υπ' αριθμ. 2790/1999 Κανονισμόν της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος ετέθη εις εφαρμογήν την 1.6.2000 και αντικατέστησεν τον υπ' αριθμ. 4087/1988 Κανονισμόν της Επιτροπής της ΕΟΚ και το κείμενον της Επιτροπής αναφορικώς προς τις Οδηγίες επί των «καθέτων περιορισμών» (Guidelines on Vertical Restraints), το οποίον συνοδεύει τον Κανονισμόν αυτόν, η σύμβασις franchise ορίζεται ως συμφωνία βάσει της οποίας ο δότης (franchisor) παραχωρεί εις τον λήπτην (franchisee) άδειες χρήσεως και εκμεταλλεύσεως (licences) δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τα οποία αναφέρονται εις εμπορικά σήματα ή πινακίδες ως επίσης και τεχνογνωσίαν διά την πώλησιν και διανομήν αγαθών ή υπηρεσιών. Ως συμφωνία franchise νοείται η συμφωνία διά της οποίας μία επιχείρησις, η δικαιοπάροχος, παραχωρεί εις την άλλην, την δικαιοδόχον, έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του franchise με σκοπόν την εμπορίαν συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή υπηρεσιών. Η συμφωνία περιλαμβάνει υποχρεώσεις οι οποίες αφορούν την χρήσιν κοινής επωνυμίας ή πινακίδος, την κοινοποίησιν τεχνογνωσίας, την συνεχή παροχήν εμπορικής και τεχνικής υποστηρίξεως κατά την διάρκειαν ισχύος της συμφωνίας. Ως κυρία συμφωνία franchise νοείται η συμφωνία μεταξύ δύο επιχειρήσεων, διά της οποίας η μία επιχείρησις, ο δικαιοπάροχος, παρέχει εις την άλλην, τον κύριον δικαιοδόχον, έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του franchise, με σκοπόν την σύναψιν συμφωνιών franchise με τρίτους, τους δικαιοδόχους. Ο δότης είναι συνήθως επιχείρησις υψηλής στάθμης με οργανωτικήν και τεχνολογικήν υποδομήν, η οποία πλαισιώνεται από σειράν όλην δικαιωμάτων βιομηχανικής ή και πνευματικής ιδιοκτησίας.
Από οικονομικής απόψεως η έννοια franchising αποτελεί μέθοδον marketing, η οποία συνίσταται εις την συνεργασίαν μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων βασιζομένην εις την χρήσιν ενός κοινού διακριτικού γνωρίσματος και εις την καθ' ομοιόμορφον τρόπον εκμετάλλευσιν ενός συνόλου ειδικών γνώσεων. Εις την σύμβασιν δικαιοχρησίας (Franchising) η εικών της επιχειρήσεως του λήπτου, όσον αφορά την επωνυμίαν, τα σήματα κ.λπ., ταυτίζεται με αυτήν του δότου (ΕΑ 9658/1995 ΔΕΕ 1996,154). Η σύμβασις δικαιοχρήσεως (Franchising), οικονομικώς αποτελεί μέθοδον προωθήσεως προϊόντων προς την καταναλωτικήν αγοράν διά της συνεργασίας ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνται, συνήθως, εις ιεραρχικώς διαφορετικά επίπεδα αγοράς. Η σύμβασις Franchising ομοιάζει με την σύμβασιν εμπορικής αντιπροσωπείας, επειδή και εις τις δύο περιπτώσεις υπάρχει οργανωμένον δίκτυον διανομής με σκοπόν την αποτελεσματικωτέραν προώθησιν ωρισμένων προϊόντων εις την αγοράν. Εντούτοις, ο εμπορικός αντιπρόσωπος συμβάλλεται επ' ονόματι και διά λογαριασμόν του επιχειρηματίου, τον οποίον αντιπροσωπεύει, ενώ ο λήπτης Franchising συμβάλλεται με τους τρίτους επ' ονόματι του.
Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρ του Franchising εκδηλούται τόσον εις την διαμόρφωσιν του περιεχομένου της σχετικής συμβάσεως, όσον και εις τον υψηλόν βαθμόν οργανωτικής ομοιομορφίας των επιχειρήσεων, οι οποίες μετέχουν εις το Franchising (Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, β' έκδ., σελ. 192 επ.).
Η σύμβασις δικαιοχρήσεως (franchising), συνεπώς είναι διαρκής σύμβασις, ήτοι τοιαύτη διαρκούς συνεργασίας μεταξύ δύο ανεξάρτητων επιχειρήσεων (μέθοδος marketing), βάσει της οποίας η μία επιχείρησις (δικαιοπάροχος ή δότης) παραχωρεί εις την άλλην (δικαιοδόχον ή λήπτριαν), έναντι αμέσου ή εμμέσου οικονομικού ανταλλάγματος, το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως του λεγομένου «πακέτου» δικαιοχρήσεως, με σκοπόν την πώλησιν συγκεκριμένων τύπων προϊόντων ή υπηρεσιών εις τελικούς χρήστες, ως «πακέτου» δικαιοχρήσεως νοουμένου ενός συνόλου δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία αφορούν εμπορικά σήματα ή επωνυμίες, διακριτικά γνωρίσματα καταστημάτων, πρότυπα χρήσεως, σχέδια, ευρεσιτεχνίες, υποδείγματα και τεχνογνωσίαν, ή και άλλα συμβατικά δικαιώματα, ως δικαίωμα προμήθειας προϊόντων από συγκεκριμένους παραγωγούς, δικαιώματα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως καταστημάτων και εξοπλισμού και άλλα. Με την σύμβασιν δικαιοχρήσεως εντάσσεται ο λήπτης εις εν ενιαίον σύστημα διανομής, το οποίον χαρακτηρίζεται από έναν υψηλόν βαθμόν ομοιομορφίας εις την οργάνωσιν των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εντεταγμένες εις το ίδιον σύστημα δικαιοχρήσεως. Ως συνάγεται από την, κατά τα προδιαληφθέντα, φύσιν της δικαιοχρήσεως ως σχέσεως διαρκούς συνεργασίας, η σύμβασις αυτή αποτελεί σύμβασιν-πλαίσιον, η οποία ρυθμίζει τις κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων και αποτελεί μία μεικτήν σύμβασιν, εις τα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) και η οποία μη ρυθμιζόμενη ειδικώς υπό του νόμου περιέχει τα στοιχεία περισσοτέρων επωνύμων συμβάσεων, ως μισθώσεως προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρα 638 επ. ΑΚ), συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ)
Η εκπλήρωσις των διαφόρων εκατέρωθεν υποχρεώσεων, οι οποίες προβλέπονται εις την σύμβασιν δικαιοχρήσεως, προϋποθέτει συνήθως την σύναψιν ειδικωτέρων εκτελεστικών συμβάσεων, ως πωλήσεως διά την προμηθείαν των προϊόντων του συστήματος δικαιοχρήσεως. Η λύσις της συμβάσεως δικαιοχρήσεως δύναται να επέλθη, λόγω του χαρακτήρος της ως διαρκούς, κατόπιν συμβατικής ή νομίμου (εκτάκτου) καταγγελίας, συνεπεία της οποίας λύεται η σύμβασις διά το μέλλον και αποσβέννυνται εφεξής οι αμοιβαίες υποχρεώσεις παροχής των συμβαλλομένων και δημιουργείται η υποχρέωσις του λήπτου να αποδώση όλα τα αντικείμενα τα οποία έλαβεν από τον δότην βάσει της συμβάσεως αυτής (Απ. Γεωργιάδη, Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, ενθ' ανωτ.). Η σύμβασις θεμελιοί τις εξής υποχρεώσεις: α)προς διαρκή παροχήν από τον δότην υπηρεσιών υποστηρίξεως της επιχειρήσεως του λήπτου, ως είναι ηυποστήριξίς του εις θέματα λογιστικής-φοροτεχνικής φύσεως, μηχανοργανώσεως, προωθήσεως προϊόντων και υπηρεσιών, οργανώσεως της επιχειρήσεώς του, β)προς διαρκή ανανέωσιν από τον δότην της τεχνογνωσίας του και προς εφαρμογήν νέων επιχειρηματικών και οργανωτικών μεθόδων εντός του συστήματος franchising ούτως ώστε η λειτουργία του να ανταποκρίνεται διαρκώς εις τα νέα δεδομένα της αγοράς και η παροχή του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος εις τον ληπτήν να είναι συνεχής και γ) ην επαναλαμβανομένην περιοδικώς εκπαίδευσιν του λήπτου εις τις νέες μεθόδους λειτουργίας του συστήματος franchising. Οι βασικές δε υποχρεώσεις οι οποίες προβλέπονται από τον ανωτέρω Κανονισμόν των μερών της συμβάσεως είναι: α)η υποχρέωσις των ληπτών να προμηθεύονται από τον δότην τα συμβατικά προϊόντα, β)η υποχρέωσις των ληπτών δι' ενιαίαν εμφάνισιν των καταστημάτων των και διά χρήσιν κοινής επωνυμίας, γ)η υποχρέωσίς των προς πληρωμήν αμοιβής εις τον δότην και για συνεισφορά εις την κοινήν διαφήμισην του συστήματος και δικτύου franchise, δ)η υποχρέωσις των ληπτών προς τήρησιν του απορρήτου ως προς με το εγχειρίδιον λειτουργίας του δότου, ε)η υποχρέωσις των ληπτών να πωλούν τα συμβατικά προϊόντα μόνον εις τους χώρους της συμβάσεως (ρήτρα καταστήματος), ως επίσης να πωλούν τα συμβατικά προϊόντα μόνο εις τελικούς καταναλωτές ή άλλους λήπτες, στ)η υποχρέωσις των ληπτών να μην πωλούν ανταγωνιστικά προϊόντα καθ' όλην την διάρκειαν της συμβατικής σχέσεως, ζ)η υποχρέωσις του δότου να μην εγκαθιστά άλλον λήπτην εις την συμβατικώς παραχωρηθεί σαν περιοχήν ούτε να λειτουργή ο ίδιος κατάστημα λιανικής πωλήσεως εις την ίδιαν περιοχήν και τέλος η)η υποχρέωσις του δότου να ανανεώνη και εξελίσση τα συμβατικά προϊόντα, την οπτικήν ταυτότητα του συστήματος franchise και το εγχειρίδιον λειτουργίας, ήτοι ολόκληρον το σύστημα Franchise, επί πλέον δε να καθιστά αυτές τις ανανεώσεις και βελτιώσεις προσιτές εις όλους τους λήπτες του δικτύου του (Δ. Κωστάκη, To Franchising και ο νέος Κανονισμός (ΕΚ) 2790/1999 της Επιτροπής... ΔΕΕ 2000,σελ. 709 επ).
Επειδή διά να υπάρξη αδικοπραξία, συμφώνως προς τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και υποχρέωσις του ζημιώσαντος να αποζημιώση τον παθόντα, προϋποτίθεται ότι η ζημία προεκλήθη παρά τον νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφοράν αντίθετον προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξιν ή παράλειψιν του υπαιτίου και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε (ΑΠ 87/2000 Δνη 41,967). Από την διάταξιν του άρθρου 919 ΑΚ προκύπτει, ότι η εκ προθέσεως πρόκλησις ζημίας εις έτερον κατά τρόπον αντίθετον προς τα χρηστά ήθη είναι πράξις παράνομος και δημιουργεί υποχρέωσιν προς αποζημίωσιν. Εν όψει, όμως του ότι ζημιογόνος συμπεριφορά εκ προθέσεως, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβασις, τότε μόνον ημπορεί να θεμελιώσει και αξίωσιν αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, όταν και χωρίς την συμβατικήν σχέσιν διαπραττομένη θα ήτο αντίθετος προς τα χρηστά ήθη, μόνο η από τον έναν των συμβαλλομένων αθέτησις τινός υποχρεώσεως από την σύμβασιν, την οποίαν ανέλαβεν έναντι του άλλου δεν αποτε λεί πράξιν αντίθετον προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνη και αξίωσιν αποζημιώσεως κατά το προαναφερόμενον άρθρον του ΑΚ (ΑΠ 1615/1999 Δνη 41,344,429). Περαιτέρω, εξαίρεσις είναι δυνατόν να υπάρξη εις περιπτώσεις μη ανεκτές κατά το αίσθημα του δικαίου, οπότε η αξίωσις ενδέχεται να στηρίζεται εις τις διατάξεις των άρθρων 281 και 914 ΑΚ (ΑΠ 720/1997 Δνη 40, 347, ΑΠ 750/1995 ΕΕΝ 1996,646). Επειδή, κατ' άρθρον 914 ΑΚ, ο παρανόμως και υπαιτίως ζημιών έτερον υποχρεούται εις αποζημίωση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αποτελεί το βασικόν στοιχείον της αδικοπραξίας, δύναται να συνίσταται και εις παράλειψιν. Η τελευταία όμως διά να θεμελιώση υποχρέωσιν αποζημιώσεως πρέπει να είναι παράνομος. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβή εις θετικήν ενέργειαν, εις την οποίαν υποχρεούται εκ του νόμου, της δικαιοπραξίας, της καλής πίστεως και από τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενην συμπεριφοράν του ή από το γενικόν πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστις, υπό την αντικειμενικήν έννοιαν η οποία απαντάται εις τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτης, την οποίαν επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοιαν συνεπώς αυτήν, η καλή πίστις συνιστά κριτήριον συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου.
Επειδή, μόνη η αθέτησις προϋφιστάμενης ενοχής, είναι μεν πράξις παράνομος, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξίαν κατά την έννοιαν των άρθρων 914 επ. ΑΚ, όμως ημπορεί μία ζημιογόνος πράξις ή παράλειψις διά της οποίας παραβιάζεται η σύμβασις, να θεμελιοί εν ταυτώ και ευθύνην εξ αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την συμβατικήν σχέσιν, που προϋπάρχει θα ήτο παράνομος ως αντίθετος προς το γενικόν καθήκον το οποίον επιβάλλει το άρθρον 914 του μη ζημιούν υπαιτίως έτερον (ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47, 390, ΕΕΝ 1999, 377).
Από την διάταξιν του άρθρου 932 ΑΚ, εν συνδυασμώ προς τις των άρθρων 914 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι διά το ωρισμένον της αγωγής, διά της οποίας επιδιώκεται χρηματική ικανοποίησις, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, πρέπει εις το δικόγραφον να εκτίθεται με ακρίβειαν η τέλεσις της αδικοπραξίας υπό του υποχρέου, καθώς και η πρόκλησις ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης (ή επί νομικών προσώπων η βλάβη της φήμης) διά την οποίαν ζητείται ωρισμένον χρηματικόν ποσόν, όχι όμως και η οικονομική κατάστασις και θέσις των μερών, η οποία δεν απαιτείται διά την γένεσιν της αξιώσεως αλλ' αποτελεί απλώς βοηθητικόν στοιχείον, το οποίον δύναται να προκύψη από τις αποδείξεις (Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, αρ. 996, ΑΠ 401/1987 ΕΕΔ 47, 123, ΕΑ 8981/1998 Δνη 42,750).
Από την άνω διάταξιν του άρθρου 932 ΑΚ συνάγεται ότι παρέχεται εις το Δικαστήριον η δυνητική ενέργεια να επιδίκαση χρηματικήν ικανοποίησιν, αν κρίνη, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής και μετ' εκτίμησιν των περιστάσεων υπό τις οποίες συνετελέσθη η άδικος πράξις του υπαιτίου και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και περιουσιακής καταστάσεως του δικαιούχου και του υπόχρεου, ότι ο αδικηθείς υπέστη ηθικήν βλάβην και, περαιτέρω, συνάγεται ότι προσδιορισμός του ποσού της ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως ανήκει εις την ελευθέραν εκτίμησιν του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 433/2000 Δνη 42, 673, ΑΠ 822/1999 Δνη 41, 345, ΑΠ 1086/1995 Δνη 37,1545,208/1995 Δνη 37, 320, άλλως ΑΠ 1325/1996 Δνη 38, 1047).
Σημειούται, τέλος, ότι η έννοια της απάτης εις το αστικό δίκαιο (άρθρα 147,148,281,288) απαρτίζεται από πάσαν εκ προθέσεως συμπεριφοράν, η οποία τείνει να παραγάγη, να ενισχύση ή διατήρηση πεπλανημένην αντίληψιν ή εντύπωσιν είτε εις η συμπεριφορά αυτή συνίσταται εις παράστασιν ψευδών γεγονότων ως αληθών, είτε απόκρυψιν, αποσιώπησιν ή ατελή ανακοίνωσιν των αληθών γεγονότων, τα οποία είτε από την καλήν πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη είτε από υφισταμένην ιδιαιτέραν σχέσιν με το άλλο πρόσωπον (ΑΠ 1587/1990, ΕΕΝ 1991, 698, ΑΠ 355/1968, ΝοΒ 16,950, ΕΑ 3058/1985 Δνη 26,729), εκείνος ο οποίος τα αποκρύπτει ή τα αποσιωπά ή ατελώς τα ανακοινώνει είχεν υποχρέωσιν ανακοινώσεως χωρίς να απαιτείται και η συνδρομή των όρων της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ (ΑΠ 752/1994, ΕΑ 520/2002 Δνη 43, 1496, ΕΑ 1406/1988 ΕΕΝ 1988,390 ΕΠειρ 198/1998 Δνη 39, 932, ΕΑ181/1983 Αρμ 1984, 463).
Επειδή κατά την διάταξιν του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β' ΚΠολΔ δεν επιτρέπεται εις το δικαοτήριον να λάβη υπ' όψιν αποδείξεις, οι οποίες δεν προσεκομίοθησαν. Κατόπιν αληθή έννοιαν της διατάξεως αυτής η οποία προκύπτει από τον συνδυασμόν αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις οι οποίες δεν προσεκομίσθησαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ωρισμένη επίκλησις με τις προτάσεις του διαδίκου, ο οποίος τις προσεκόμισεν. Σαφής και ωρισμένη είναι η επίκλησις εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότης του. Δύναται δε η επίκλησις αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποίαν εξεδόθη η απόφαοις είτε δι' αναφοράς διά των προτάσεων αυτών εις συγκεκριμένον μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ωρισμένη επίκλησις του εγγράφου κατ' ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η διάταξις αυτή αναφέρεται εις τον τρόπον επαναφοράς ισχυρισμών, έχει όμως εφαρμογήν και διά την επίκλησιν αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμος η κατ' έφεσιν επίκλησις εγγράφου προς άμεσον ή έμμεσον απόδειξιν, όταν εις τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνον αναφορά εις όλα τα έγγραφα τα οποία ο διάδικος είχε επικαλεσθή και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπήν εις συγκεκριμένον μέρος των επανυποβαλλόμενων πρωτοδίκων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ωρισμένη επίκλησις του εγγράφου (ΑΠ Ολ 9/2000). Είναι δε αναγκαίον να γίνεται ειδική επίκλησις εκάστου αποδεικτικού μέσου και δεν αρκεί ότι τούτο ήτο συνημμένον εις τις προτάσεις ούτε η αναφορά ότι προσκομίζονται όλα τα έγγραφα, τα οποία είχον και πρωτοδίκως προσκομισθή, ούτε με τη νόμιμον επαναφοράν ισχυρισμών των πρωτοδίκων προτάσεων χωρίς ειδικήν μνείαν όλων των εγγράφων εις τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου (ΑΠ 1229/2002 Δνη 44, 128).
Συνεπώς, δεν είναι νόμιμος η επαναφορά ισχυρισμών ως και η επίκλησις εις την έκκλητον δίκην αποδεικτικών μέσων, οι οποίες γίνονται διά των πρωτοδίκων προτάσεων οι οποίες έχουν ενσωματωθή αυτούσιες (εν αντιγράφω) εις τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις χωρίς ειδικήν μνείαν εις τις τελευταίες του συγκεκριμένου μέρους των πρωτοδίκων, όπου σαφώς και ωρισμένως γίνεται επίκλησις των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 164/2003 Δνη 44, 1311, ΑΠ 418/2004 ΕΕΝ 2004, 599)...
FOGGS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου