Μονομερής βλαπτική μεταβολή όρων εργασίας. Έννοια και διάκριση από την καταχρηστική άσκηση διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 του Ν.2112/1920, 648, 652, 656 και 281 του ΑΚ προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς την συγκατάθεση του εργαζομένου και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από την σύμβαση ή το νόμο, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ'υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του, ο μισθωτός δικαιούται είτε να θεωρήσει την μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να εμμείνει στην σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμφωνημένων ή οριζόμενων από το νόμο όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αποκρούει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας ή την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης αξιώσεως που συνδέεται με την υπερημερία του εργοδότη. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 και 2 δ' του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (ΓΚΠ/ΟΤΕ), όπως ισχύουν μετά την έκδοση της 5095/1984 αποφάσεως του ΣτΕ, προκύπτει ότι ο ΟΤΕ, ασκώντας με τα αρμόδια όργανα το διευθυντικό του δικαίωμα, μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό του ορισμένη υπηρεσιακή λειτουργία ή έργο που να αντιστοιχεί στον κλάδο, στην ειδικότητα και στον βαθμό του, ανεξάρτητα από την γενική ή στον βαθμό αρχαιότητα, εκτιμώντας γι'αυτό το υπηρεσιακό συμφέρον. Επίσης, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της υπηρεσίας, δικαιούται να μετακινήσει υπάλληλο, που δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, σε άλλη ανάλογη προς τον βαθμό του θέση, δεν δικαιούται όμως ικανό υπάλληλο, που ανήκει στο ανώτερο προσωπικό και προΐσταται επιτυχώς σημαντικού τομέα της υπηρεσίας, να τον υποβιβάσει, τοποθετώντας τον σε μη οργανική θέση και αναθέτοντας σ'αυτόν καθήκοντα που δεν έχουν σχέση, με τον βαθμό του, όταν μάλιστα η νέα αυτή απασχόλησή του δεν γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Σε μία τέτοια περίπτωση η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ΟΤΕ είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ και δεν υπερβαίνει απλώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή και βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως.
Αριθμός 950/2005
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη και Νίκη Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ακριβής Παπαπαναγιώτου, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΟΤΕ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Τριανταφύλλου, βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Α. Α., κατοίκου Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Δημαράκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14 Σεπτεμβρίου 1994 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 342/1995 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 821/1996 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27 Νοεμβρίου1996 αίτησή της.Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Αποστολόπουλος ανέγνωσε την από 5 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, ως προς την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ.19 του Κ.Πολ.Δ. και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 του Ν.2112/1920, 648, 652, 656 και 281 του ΑΚ προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς την συγκατάθεση του εργαζομένου και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από την σύμβαση ή το νόμο, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ'υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του, ο μισθωτός δικαιούται είτε να θεωρήσει την μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να εμμείνει στην σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμφωνημένων ή οριζόμενων από το νόμο όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αποκρούει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας ή την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης αξιώσεως που συνδέεται με την υπερημερία του εργοδότη. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 και 2 δ' του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (ΓΚΠ/ΟΤΕ), όπως ισχύουν μετά την έκδοση της 5095/1984 αποφάσεως του ΣτΕ - με την οποία ακυρώθηκε η 8155/1983 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Συγκοινωνιών, κατά το μέρος που αντικατέστησε τις παραγράφους 1 και 2 β' του άνω άρθρου 12- προκύπτει ότι ο ΟΤΕ, ασκώντας με τα αρμόδια όργανα το διευθυντικό του δικαίωμα, μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό του ορισμένη υπηρεσιακή λειτουργία ή έργο που να αντιστοιχεί στον κλάδο, στην ειδικότητα και στον βαθμό του, ανεξάρτητα από την γενική ή στον βαθμό αρχαιότητα, εκτιμώντας γι'αυτό το υπηρεσιακό συμφέρον. Επίσης, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της υπηρεσίας, δικαιούται να μετακινήσει υπάλληλο, που δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, σε άλλη ανάλογη προς τον βαθμό του θέση, δεν δικαιούται όμως ικανό υπάλληλο, που ανήκει στο ανώτερο προσωπικό και προϊσταται επιτυχώς σημαντικού τομέα της υπηρεσίας, να τον υποβιβάσει, τοποθετώντας τον σε μη οργανική θέση και αναθέτοντας σ'αυτόν καθήκοντα που δεν έχουν σχέση, με τον βαθμό του, όταν μάλιστα η νέα αυτή απασχόλησή του δεν γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Σε μία τέτοια περίπτωση η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ΟΤΕ είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ και δεν υπερβαίνει απλώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή και βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Αρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προ της εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό, με την έννοια της παραπάνω διατάξεως, υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της αποφάσεως. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται στην συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν την μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με τις αιτιολογίες της αποφάσεως, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (Ολ.ΑΠ 30/1998). Για τον λόγο ακριβώς αυτό η ευδοκίμηση των λόγων αναιρέσεως που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ), εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 27/1998) και συνεπώς, αν με βάση τις παραδοχές αυτές το συμπέρασμα του δικαστηρίου (διατακτικό) είναι ορθό, η υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών (ελάσσονος προτάσεως) σε λανθασμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (μείζονα πρόταση) δεν θεμελιώνει τις πλημμέλειες των παραπάνω αναιρετικών λόγων. Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο Πατρών δέχθηκε ανελέγκτως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία ΟΤΕ, Α.Ε., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου το έτος 1969, κατόπιν εξετάσεων και μετά από φοίτηση στη Σχολή προσωπικού αυτής. Εντάχθηκε στο νόμιμο διοικητικό προσωπικό και με διαδοχικές προαγωγές εξελίχθηκε στον βαθμό του Τομεάρχη/Δ, κατ' απόλυτη εκλογή, αναδρομικά από την 31.12.1989 και τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Τομέα Σχολών Πάτρας της εναγομένης, όπου κάλυψε κενή οργανική θέση, η δε προσφορά του στον τομέα αυτό υπήρξε σημαντική, όπως προκύπτει και από το υπ' αριθμ. 462.34/15752/17-9-1993 έγγραφο του Διευθυντή Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος της εναγομένης. Είναι πτυχιούχος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς και της Ανωτέρας Τηλεπικοινωνιακής Σχολής Αθηνών και έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών μέχρι το 4ο έτος. Εχει διδάξει στις Σχολές Προσωπικού της εναγομένης και σε σεμινάρια, μετά από σχετικές αποφάσεις της αρμόδιας υπηρεσίας αυτού, διάφορα μαθήματα όπως Γενικές Αρχές Λογιστικής, Αγγλική Γλώσσα, COMPUTERS κ.λ.π. Επεξεργάστηκε πακέτα πληροφορικής και έκανε διάφορες εισηγήσεις στη Διεύθυνση Μηχανοργάνωσης της εναγομένης για διάφορες βελτιώσεις, όπως το πακέτο «ΑΘΗΝΑ». Συνέγραψε εκπαιδευτικά βοηθήματα καθώς και το βιβλίο με τίτλο «Τα Αγγλικά στον ΟΤΕ», για το οποίο μάλιστα με το προαναφερθέν (υπ' αριθμ. 462.34/15752/17.9.93) έγγραφο ή εργασία του αυτή κρίθηκε «διακεκριμένη πράξη» και προτάθηκε η επιβράβευσή του με ηθική και υλική αμοιβή. Παρά ταύτα όμως η εναγομένη, με την υπ' αριθμ. 414.12/4561/11-3-1994 απόφασή της, τον τοποθέτησε στην Τηλεπικοινωνιακή Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος ως στέλεχος και τον ειδοποίησε να αναλάβει τα καθήκοντά του στις 17-3-1994. Στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 414.12/Δ. 658/6-5-1994 απόφασή της τον τοποθέτησε στην θέση στελέχους ΥΠΟΤ/Δ (υποτομεάρχη διοικητικού) του Τομέα Διοικ. Θεμάτων της Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος και του έδωσε εντολή να αναλάβει, ως απλός υπάλληλος το εμπιστευτικό πρωτόκολλο και τον χαρακτηρισμό της εισερχομένης αλληλογραφίας, εργασία που μπορεί να γίνει από οιονδήποτε υπάλληλο χωρίς ν' απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα. Ο δε τοποθετηθείς στη θέση του υπάλληλος, ονόματι Αντωνόπουλος, έχει μεν πτυχίο αλλά δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο ενάγων είναι συνδικαλιστής και ανήκει σε συνδικαλιστική οργάνωση αντίθετη προς την κρατούσα σήμερα στην εναγομένη. Η απομάκρυνση αυτή του ενάγοντος από την παραπάνω διευθυντική θέση και η τοποθέτηση του σε άλλη θέση, η οποία δεν είναι ανάλογης βαρύτητας και σπουδαιότητας με εκείνη που κατείχε, αλλά καταφανώς υποδεέστερη, (απλός υπάλληλος στο πρωτόκολλο εισερχόμενης αλληλογραφίας), δεν αποτελεί ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού κανονισμού του προσωπικού της, αλλά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού και συνεπώς παράνομη πράξη, γιατί υπερβαίνει κατάδηλα τα καθοριζόμενα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη όρια, που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, οι δε λόγοι που υπαγόρευσαν την τοποθέτηση του ενάγοντος στη νέα του θέση δεν ήταν οι υπηρεσιακές ανάγκες της εναγομένης, αλλά πολιτικοί, εκτός υπηρεσίας, λόγοι και ως εκ τούτου η ως άνω τοποθέτηση αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος γιατί θίγει ανεπανόρθωτα την επαγγελματική του αξία και υπόληψη. Τούτο οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων της εναγομένης που έλαβαν την παραπάνω απόφαση, μολονότι γνώριζαν την υπηρεσιακή κατάρτιση του ενάγοντος, την ικανότητά του και τον ζήλο που έδειχνε στα καθήκοντά του. Για τους λόγους αυτούς έκρινε το Εφετείο ότι η υπό της ανωτέρω συνθήκες αφαίρεση από τον ενάγοντα των καθηκόντων του προϊσταμένου - διευθυντή στον Τομέα Σχολών Πάτρας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των αποφάσεων για τοποθέτηση του ενάγοντος ως στελέχους στον υποτομέα/ Δ', υποχρεώθηκε η εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες του στη θέση (προϊσταμένου) που κατείχε προηγουμένως και να καταβάλει σ'αυτόν χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και επιπλέον αναγνωρίστηκε ότι οφείλεται σ'αυτόν (ως αποζημίωση) το επίδομα ευθύνης θέσεως που στερήθηκε, συνεπεία της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εναγομένης να του αφαιρέσει τα καθήκοντα του προϊσταμένου-διευθυντή. Από τις παραπάνω, όμως, παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι η απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου από τη θέση του προϊσταμένου στον τομέα Σχολών Πάτρας και η τοποθέτησή του ως απλού στελέχους στον τομέα Διοικητικών Θεμάτων της Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος έγινε κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠ/ΟΤΕ και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασία του, αφού δεν επρόκειτο για επιλογή από την αναιρεσείουσα του καταλληλότερου για την κατάληψη της συγκεκριμένης θέσεως προϊσταμένου-ώστε να τεθεί θέμα συγκρίσεως των προσόντων του υπαλλήλου που δεν τοποθετήθηκε στη θέση αυτή και εκείνου που την κατέλαβε - αλλά για μη επιτρεπόμενο από τον Κανονισμό υποβιβασμό και αδρανοποίηση του αναιρεσιβλήτου, που συντελέστηκε με την αφαίρεση από αυτόν των καθηκόντων του προϊσταμένου και την μετακίνησή του από την θέση προϊσταμένου που κατείχε σε καταφανώς υποδεέστερη θέση απλού στελέχους και μάλιστα χωρίς να επιβάλλεται τούτο από το συμφέρον της υπηρεσίας. Επομένως, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αναιρεσίβλητος θεμελίωνε την ένδικη αγωγή του και στην ανωτέρω βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ότι η μεταβολή αυτή στηρίζει πλήρως τις αγωγικές αξιώσεις που έγιναν δεκτές με βάση την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, γίνεται φανερό ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 281 του ΑΚ αντί αυτών του άρθρου 7 παρ.1 του Ν.2112/1920. Παρά την εσφαλμένη όμως νομική αιτιολογία της, το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του είναι ορθό και συνεπώς οι αντίθετοι από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 του ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, σύμφωνα με το άρθρο 578 του ΚΠολΔ. Επειδή με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δέχθηκε το αίτημα της αγωγής για καταβολή στον αναιρεσίβλητο του επιδόματος ευθύνης θέσεως που ελάμβαναν, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Δ.Σ. του ΟΤΕ, οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών λειτουργιών μόνο για όσο χρόνο διατηρούσαν την ιδιότητα του προϊσταμένου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος σε λανθασμένη προϋπόθεση, αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιδικάστηκε στον αναιρεσίβλητο το παραπάνω επίδομα, αλλά αποζημίωση, διότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των οργάνων της της αναιρεσείουσας (που συνιστά πράγματι μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, κατά τα προεκτεθέντα) στερήθηκε ο αναιρεσίβλητος το πιο πάνω επίδομα. Τέλος στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα περιστατικά που στηρίζουν την κρίση του Εφετείου για την επελθούσα από υπαιτιότητα των οργάνων της αναιρεσείουσας παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου. Επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ τέταρτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΓIA ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Aπορρίπτει την από 27-11-1996 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ» για αναίρεση της 821/1996 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 17 Μαίου 2005.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο, Αντιπρόεδρο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβίλλα, Γεώργιο Αμελαδιώτη και Νίκη Γιαννακάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 16 Νοεμβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Ακριβής Παπαπαναγιώτου, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (ΟΤΕ) που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Τριανταφύλλου, βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Α. Α., κατοίκου Πατρών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Δημαράκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14 Σεπτεμβρίου 1994 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 342/1995 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 821/1996 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27 Νοεμβρίου1996 αίτησή της.Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θεόδωρος Αποστολόπουλος ανέγνωσε την από 5 Οκτωβρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, ως προς την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ.19 του Κ.Πολ.Δ. και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.1 του Ν.2112/1920, 648, 652, 656 και 281 του ΑΚ προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς την συγκατάθεση του εργαζομένου και χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από την σύμβαση ή το νόμο, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ'υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε περίπτωση βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του, ο μισθωτός δικαιούται είτε να θεωρήσει την μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να απαιτήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, είτε να εμμείνει στην σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμφωνημένων ή οριζόμενων από το νόμο όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αποκρούει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας ή την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης αξιώσεως που συνδέεται με την υπερημερία του εργοδότη. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 και 2 δ' του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (ΓΚΠ/ΟΤΕ), όπως ισχύουν μετά την έκδοση της 5095/1984 αποφάσεως του ΣτΕ - με την οποία ακυρώθηκε η 8155/1983 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Συγκοινωνιών, κατά το μέρος που αντικατέστησε τις παραγράφους 1 και 2 β' του άνω άρθρου 12- προκύπτει ότι ο ΟΤΕ, ασκώντας με τα αρμόδια όργανα το διευθυντικό του δικαίωμα, μπορεί να αναθέτει στο προσωπικό του ορισμένη υπηρεσιακή λειτουργία ή έργο που να αντιστοιχεί στον κλάδο, στην ειδικότητα και στον βαθμό του, ανεξάρτητα από την γενική ή στον βαθμό αρχαιότητα, εκτιμώντας γι'αυτό το υπηρεσιακό συμφέρον. Επίσης, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της υπηρεσίας, δικαιούται να μετακινήσει υπάλληλο, που δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα καθήκοντα που του ανατέθηκαν, σε άλλη ανάλογη προς τον βαθμό του θέση, δεν δικαιούται όμως ικανό υπάλληλο, που ανήκει στο ανώτερο προσωπικό και προϊσταται επιτυχώς σημαντικού τομέα της υπηρεσίας, να τον υποβιβάσει, τοποθετώντας τον σε μη οργανική θέση και αναθέτοντας σ'αυτόν καθήκοντα που δεν έχουν σχέση, με τον βαθμό του, όταν μάλιστα η νέα αυτή απασχόλησή του δεν γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Σε μία τέτοια περίπτωση η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ΟΤΕ είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ και δεν υπερβαίνει απλώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή και βλαπτική για τον μισθωτό μεταβολή των όρων της εργασιακής του συμβάσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 578 του ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Αρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προ της εσφαλμένη αιτιολογία της. Εσφαλμένο αιτιολογικό, με την έννοια της παραπάνω διατάξεως, υπάρχει όταν κριθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπάγονται σε άλλον κανόνα δικαίου, εφόσον η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα όμοιο προς το διατακτικό της αποφάσεως. Ως αιτιολογικό, δηλαδή, νοείται στην συγκεκριμένη περίπτωση η νομική αιτία, ήτοι οι διατάξεις του νόμου που αποτελούν την μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και δεν ταυτίζονται με τις αιτιολογίες της αποφάσεως, οι οποίες ανάγονται στην ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού αυτού (Ολ.ΑΠ 30/1998). Για τον λόγο ακριβώς αυτό η ευδοκίμηση των λόγων αναιρέσεως που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ), εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 27/1998) και συνεπώς, αν με βάση τις παραδοχές αυτές το συμπέρασμα του δικαστηρίου (διατακτικό) είναι ορθό, η υπαγωγή των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών (ελάσσονος προτάσεως) σε λανθασμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου (μείζονα πρόταση) δεν θεμελιώνει τις πλημμέλειες των παραπάνω αναιρετικών λόγων. Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο Πατρών δέχθηκε ανελέγκτως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, τα εξής: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία ΟΤΕ, Α.Ε., με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου το έτος 1969, κατόπιν εξετάσεων και μετά από φοίτηση στη Σχολή προσωπικού αυτής. Εντάχθηκε στο νόμιμο διοικητικό προσωπικό και με διαδοχικές προαγωγές εξελίχθηκε στον βαθμό του Τομεάρχη/Δ, κατ' απόλυτη εκλογή, αναδρομικά από την 31.12.1989 και τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Τομέα Σχολών Πάτρας της εναγομένης, όπου κάλυψε κενή οργανική θέση, η δε προσφορά του στον τομέα αυτό υπήρξε σημαντική, όπως προκύπτει και από το υπ' αριθμ. 462.34/15752/17-9-1993 έγγραφο του Διευθυντή Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος της εναγομένης. Είναι πτυχιούχος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς και της Ανωτέρας Τηλεπικοινωνιακής Σχολής Αθηνών και έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών μέχρι το 4ο έτος. Εχει διδάξει στις Σχολές Προσωπικού της εναγομένης και σε σεμινάρια, μετά από σχετικές αποφάσεις της αρμόδιας υπηρεσίας αυτού, διάφορα μαθήματα όπως Γενικές Αρχές Λογιστικής, Αγγλική Γλώσσα, COMPUTERS κ.λ.π. Επεξεργάστηκε πακέτα πληροφορικής και έκανε διάφορες εισηγήσεις στη Διεύθυνση Μηχανοργάνωσης της εναγομένης για διάφορες βελτιώσεις, όπως το πακέτο «ΑΘΗΝΑ». Συνέγραψε εκπαιδευτικά βοηθήματα καθώς και το βιβλίο με τίτλο «Τα Αγγλικά στον ΟΤΕ», για το οποίο μάλιστα με το προαναφερθέν (υπ' αριθμ. 462.34/15752/17.9.93) έγγραφο ή εργασία του αυτή κρίθηκε «διακεκριμένη πράξη» και προτάθηκε η επιβράβευσή του με ηθική και υλική αμοιβή. Παρά ταύτα όμως η εναγομένη, με την υπ' αριθμ. 414.12/4561/11-3-1994 απόφασή της, τον τοποθέτησε στην Τηλεπικοινωνιακή Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος ως στέλεχος και τον ειδοποίησε να αναλάβει τα καθήκοντά του στις 17-3-1994. Στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 414.12/Δ. 658/6-5-1994 απόφασή της τον τοποθέτησε στην θέση στελέχους ΥΠΟΤ/Δ (υποτομεάρχη διοικητικού) του Τομέα Διοικ. Θεμάτων της Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος και του έδωσε εντολή να αναλάβει, ως απλός υπάλληλος το εμπιστευτικό πρωτόκολλο και τον χαρακτηρισμό της εισερχομένης αλληλογραφίας, εργασία που μπορεί να γίνει από οιονδήποτε υπάλληλο χωρίς ν' απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα. Ο δε τοποθετηθείς στη θέση του υπάλληλος, ονόματι Αντωνόπουλος, έχει μεν πτυχίο αλλά δεν γνωρίζει ξένες γλώσσες. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο ενάγων είναι συνδικαλιστής και ανήκει σε συνδικαλιστική οργάνωση αντίθετη προς την κρατούσα σήμερα στην εναγομένη. Η απομάκρυνση αυτή του ενάγοντος από την παραπάνω διευθυντική θέση και η τοποθέτηση του σε άλλη θέση, η οποία δεν είναι ανάλογης βαρύτητας και σπουδαιότητας με εκείνη που κατείχε, αλλά καταφανώς υποδεέστερη, (απλός υπάλληλος στο πρωτόκολλο εισερχόμενης αλληλογραφίας), δεν αποτελεί ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού κανονισμού του προσωπικού της, αλλά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αυτού και συνεπώς παράνομη πράξη, γιατί υπερβαίνει κατάδηλα τα καθοριζόμενα από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη όρια, που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, οι δε λόγοι που υπαγόρευσαν την τοποθέτηση του ενάγοντος στη νέα του θέση δεν ήταν οι υπηρεσιακές ανάγκες της εναγομένης, αλλά πολιτικοί, εκτός υπηρεσίας, λόγοι και ως εκ τούτου η ως άνω τοποθέτηση αποτελεί και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος γιατί θίγει ανεπανόρθωτα την επαγγελματική του αξία και υπόληψη. Τούτο οφείλεται σε υπαιτιότητα των οργάνων της εναγομένης που έλαβαν την παραπάνω απόφαση, μολονότι γνώριζαν την υπηρεσιακή κατάρτιση του ενάγοντος, την ικανότητά του και τον ζήλο που έδειχνε στα καθήκοντά του. Για τους λόγους αυτούς έκρινε το Εφετείο ότι η υπό της ανωτέρω συνθήκες αφαίρεση από τον ενάγοντα των καθηκόντων του προϊσταμένου - διευθυντή στον Τομέα Σχολών Πάτρας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η ακυρότητα των αποφάσεων για τοποθέτηση του ενάγοντος ως στελέχους στον υποτομέα/ Δ', υποχρεώθηκε η εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες του στη θέση (προϊσταμένου) που κατείχε προηγουμένως και να καταβάλει σ'αυτόν χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και επιπλέον αναγνωρίστηκε ότι οφείλεται σ'αυτόν (ως αποζημίωση) το επίδομα ευθύνης θέσεως που στερήθηκε, συνεπεία της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εναγομένης να του αφαιρέσει τα καθήκοντα του προϊσταμένου-διευθυντή. Από τις παραπάνω, όμως, παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι η απομάκρυνση του αναιρεσιβλήτου από τη θέση του προϊσταμένου στον τομέα Σχολών Πάτρας και η τοποθέτησή του ως απλού στελέχους στον τομέα Διοικητικών Θεμάτων της Τηλεπικοινωνιακής Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος έγινε κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠ/ΟΤΕ και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασία του, αφού δεν επρόκειτο για επιλογή από την αναιρεσείουσα του καταλληλότερου για την κατάληψη της συγκεκριμένης θέσεως προϊσταμένου-ώστε να τεθεί θέμα συγκρίσεως των προσόντων του υπαλλήλου που δεν τοποθετήθηκε στη θέση αυτή και εκείνου που την κατέλαβε - αλλά για μη επιτρεπόμενο από τον Κανονισμό υποβιβασμό και αδρανοποίηση του αναιρεσιβλήτου, που συντελέστηκε με την αφαίρεση από αυτόν των καθηκόντων του προϊσταμένου και την μετακίνησή του από την θέση προϊσταμένου που κατείχε σε καταφανώς υποδεέστερη θέση απλού στελέχους και μάλιστα χωρίς να επιβάλλεται τούτο από το συμφέρον της υπηρεσίας. Επομένως, αν ληφθεί υπόψη ότι ο αναιρεσίβλητος θεμελίωνε την ένδικη αγωγή του και στην ανωτέρω βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ότι η μεταβολή αυτή στηρίζει πλήρως τις αγωγικές αξιώσεις που έγιναν δεκτές με βάση την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας, γίνεται φανερό ότι το Εφετείο εσφαλμένα έκρινε ότι συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 281 του ΑΚ αντί αυτών του άρθρου 7 παρ.1 του Ν.2112/1920. Παρά την εσφαλμένη όμως νομική αιτιολογία της, το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του είναι ορθό και συνεπώς οι αντίθετοι από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 του ΚΠολΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, σύμφωνα με το άρθρο 578 του ΚΠολΔ. Επειδή με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δέχθηκε το αίτημα της αγωγής για καταβολή στον αναιρεσίβλητο του επιδόματος ευθύνης θέσεως που ελάμβαναν, σύμφωνα με σχετική απόφαση του Δ.Σ. του ΟΤΕ, οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών λειτουργιών μόνο για όσο χρόνο διατηρούσαν την ιδιότητα του προϊσταμένου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος ως στηριζόμενος σε λανθασμένη προϋπόθεση, αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επιδικάστηκε στον αναιρεσίβλητο το παραπάνω επίδομα, αλλά αποζημίωση, διότι, εξαιτίας της προαναφερόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των οργάνων της της αναιρεσείουσας (που συνιστά πράγματι μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, κατά τα προεκτεθέντα) στερήθηκε ο αναιρεσίβλητος το πιο πάνω επίδομα. Τέλος στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα περιστατικά που στηρίζουν την κρίση του Εφετείου για την επελθούσα από υπαιτιότητα των οργάνων της αναιρεσείουσας παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου. Επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ τέταρτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΓIA ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Aπορρίπτει την από 27-11-1996 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ» για αναίρεση της 821/1996 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που ορίζει σε επτακόσια εβδομήντα (770) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 17 Μαίου 2005.
FOGGS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου