Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Πώληση ελαττωματικού πράγματος. Νομικό ελάττωμα. Δικαιώματα αγοραστή. Ειδικά για το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Πραγματικά περιστατικά. Πώληση αυτοκινήτου.Διατάξεις: ΑΚ: 380, 382, 387, 389, 514, 516, 914, Αριθμός 20144/2008 Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

 
Πώληση ελαττωματικού πράγματος. Νομικό ελάττωμα. Δικαιώματα αγοραστή. Ειδικά για το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Συρροή
δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Πραγματικά περιστατικά. Πώληση αυτοκινήτου.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513 έως 516 ΑΚ προκύπτει ότι ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα) και στην περίπτωση που ο πωλητής δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, όταν δηλαδή κατά το χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης υπήρχε νομικό ελάττωμα, θεωρείται ότι αυτός βρίσκεται σε υπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής και ο αγοραστής έχει, σύμφωνα με το άρθρο 382 ΑΚ, όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, δηλαδή αυτός μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ, είτε να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να «υπαναχωρήσει» από τη σύμβαση και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ. Η δήλωση υπαναχώρησης, που δύναται να ασκηθεί με αγωγή, ανταγωγή, προτάσεις ή επιταγή προς εκτέλεση αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία με διαπλαστικό χαρακτήρα, απευθυντέα στο άλλο μέρος, δεν υποβάλλεται σε κανένα τύπο και δεν επιδέχεται αίρεση. Μπορεί δε να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που δηλώνουν αναμφισβήτητα και φανερά σκοπό υπαναχώρησης (βλ. ΑΠ 405/67 ΝοΒ 11.1162, ΕφΑΘ 9383/84 ΝοΒ 33.472, Εφθεσ 1605/79 Αρμ 34.107). Με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης, που έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης, με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική, αποσβέννυνται οι εκατέρωθεν αξιώσεις και παράλληλα δημιουργείται αμοιβαία υποχρέωση επιστροφής των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ). Ειδικότερα με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει αθροιστικώς α') εύλογη αποζημίωση για την πραγματική ζημία που έπαθε από τη μη εκτέλεση της σύμβασης και β’) απόδοση της παροχής την οποία ολικά ή μερικά εκπλήρωσε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα για αιτία που έληξε. Εκ του λόγου δε ότι η εύλογη αυτή αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της ζημίας που προκλήθηκε στο δανειστή από τη ματαίωση της εκπλήρωσης της παροχής, πρέπει το ως άνω ποσό να αναφέρεται συγκεκριμένα. Υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γενικά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000.258, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316 και ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360 και Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΑΚ άρθρα 914-938 αρ. 7). Για τη θεμελίωση όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υποχρέου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και ζημίας (ΕφΑθ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.585 και ΕφΔωδ 115/2005, δημ. Νόμος). Δηλαδή ειδικότερα η αθέτηση της συμβατικής υποχρεώσεως από μόνη της μπορεί μεν να είναι άδικη πράξη, αλλά όμως δεν συνιστά αδικοπραξία. Έτσι, στην περίπτωση αυτή οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (βλ. I. Γ. Δεληγιάννη - Π. Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχΔικ 1992, τόμος III παράγρ. 340 σελ. 106, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλλΔνη 36.398). Στην περίπτωση πώλησης αυτοκινήτου, αντικείμενο της πώλησης μπορεί να είναι μόνον το υλικό αντικείμενο, δηλαδή το αυτοκίνητο ως πράγμα. Ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή όχι μόνον την κυριότητα, αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Όταν συνεπώς κατά το χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης πώλησής του υπάρχει ελάττωμα, αναγόμενο στη μη κυριότητα του αυτοκινήτου από τον πωλητή, πρόκειται για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή λόγω του νομικού ελαττώματος του πράγματος (βλ. ΕφΘεσ 2395/1991 Αρμ 1991.851).

Διατάξεις:
ΑΚ: 380, 382, 387, 389, 514, 516, 914,
ΚΥΡΙΑΚΗ(Απόσπασμα)

Αριθμός 20144/2008

Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης

Πρόεδρος: Πρεσβεία Χατζή
.
Δικηγόροι: Δ. Κουμανιώτη.

(…) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513 έως 516 ΑΚ προκύπτει ότι ο πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα) και στην περίπτωση που ο πωλητής δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, όταν δηλαδή κατά το χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης υπήρχε νομικό ελάττωμα, θεωρείται ότι αυτός βρίσκεται σε υπαίτια αδυναμία εκπλήρωσης της παροχής και ο αγοραστής έχει, σύμφωνα με το άρθρο 382 ΑΚ, όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, δηλαδή αυτός μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ, είτε να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να «υπαναχωρήσει» από τη σύμβαση και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ. Η δήλωση υπαναχώρησης, που δύναται να ασκηθεί με αγωγή, ανταγωγή, προτάσεις ή επιταγή προς εκτέλεση (βλ. ΕφΑθ 268/76 ΝοΒ 24.60 και ΠΠρΣερ 714/66 Αρμ 21.129) αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία με διαπλαστικό χαρακτήρα, απευθυντέα στο άλλο μέρος, δεν υποβάλλεται σε κανένα τύπο και δεν επιδέχεται αίρεση. Μπορεί δε να γίνει ρητά ή σιωπηρά με πράξεις που δηλώνουν αναμφισβήτητα και φανερά σκοπό υπαναχώρησης (βλ. ΑΠ 405/67 ΝοΒ 11.1162, ΕφΑΘ 9383/84 ΝοΒ 33.472, Εφθεσ 1605/79 Αρμ 34.107). Με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης, που έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης, με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική, αποσβέννυνται οι εκατέρωθεν αξιώσεις και παράλληλα δημιουργείται αμοιβαία υποχρέωση επιστροφής των παροχών που είχαν εκτελεστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ). Ειδικότερα με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης ο αγοραστής μπορεί να ζητήσει αθροιστικώς α') εύλογη αποζημίωση για την πραγματική ζημία που έπαθε από τη μη εκτέλεση της σύμβασης και β’) απόδοση της παροχής την οποία ολικά ή μερικά εκπλήρωσε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα για αιτία που έληξε. Εκ του λόγου δε ότι η εύλογη αυτή αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της ζημίας που προκλήθηκε στο δανειστή από τη ματαίωση της εκπλήρωσης της παροχής, πρέπει το ως άνω ποσό να αναφέρεται συγκεκριμένα (βλ. ΟλΑΠ 568/1975 ΝοΒ 23.1081, ΑΠ 746/1994 ΕλλΔνη 37.148, ΕφΑθ 6731/1998 ΕλλΔνη 40.194, ΕφΑθ 106/1998 Αρμ 52.1482, ΕφΑθ 2529/1992 ΕλλΔνη 36.709 και ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 2004.902). Υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γενικά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000.258, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 37.1316 και ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 37.1360 και Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΑΚ άρθρα 914-938 αρ. 7). Για τη θεμελίωση όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως την παράνομη ενέργεια του υποχρέου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και ζημίας (ΕφΑΘ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.585 και ΕφΔωδ 115/2005, δημ. Νόμος). Δηλαδή ειδικότερα η αθέτηση της συμβατικής υποχρεώσεως από μόνη της μπορεί μεν να είναι άδικη πράξη, αλλά όμως δεν συνιστά αδικοπραξία. Έτσι, στην περίπτωση αυτή οι έννομες συνέπειες ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της ενοχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση) και όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (βλ. I. Γ. Δεληγιάννη - Π. Κορνηλάκη, ΕιδΕνοχΔικ 1992, τόμος III παράγρ. 340 σελ. 106, ΕφΔωδ 120/1991 ΕλλΔνη 36.398). Στην περίπτωση πώλησης αυτοκινήτου, αντικείμενο της πώλησης μπορεί να είναι μόνον το υλικό αντικείμενο, δηλαδή το αυτοκίνητο ως πράγμα. 0 πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή όχι μόνον την κυριότητα, αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας. Όταν συνεπώς κατά το χρόνο της συνομολόγησης της σύμβασης πώλησής του υπάρχει ελάττωμα, αναγόμενο στη μη κυριότητα του αυτοκινήτου από τον πωλητή, πρόκειται για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή λόγω του νομικού ελαπώματος του πράγματος (βλ. Εφθεσ 2395/1991 Αρμ 1991.851). Ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή, ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγομένη του πώλησε μόνον κατά χρήση το περιγραφόμενο στην αγωγή αυτοκίνητο αντί τιμήματος 8.500 ευρώ. Ότι η χρηματοδότηση του τιμήματος προς την πρώτη εναγομένη έγινε μέσω πιστωτικής κάρτας από την αναφερόμενη εταιρία, από την οποία καταβλήθηκε αμέσως το τίμημα και ότι ο ίδιος υποχρεώθηκε σε 60 μηνιαίες δόσεις συνολικού ποσού 11.600 ευρώ, από τις οποίες κατέβαλε ήδη τις 43 δόσεις. Ότι στην πώληση αυτή έχει τεθεί ο όρος της παρακράτησης της κυριότητας μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος των 8.500 ευρώ. Ότι διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο δεν ανήκει στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης, διότι είναι προϊόν κλοπής και ότι υπέστη αλλοίωση των στοιχείων κατά τις διαδοχικές μεταβιβάσεις που προηγήθηκαν της δικής του, γεγονός που γνώριζε η πρώτη εναγομένη και ο δεύτερος εκπρόσωπος της πρώτης, κατά το χρόνο της πώλησης και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να αποκτήσει την κυριότητα επ' αυτού και γι' αυτό υπαναχωρεί της σύμβασης. Ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη τις ακόλουθες ζημίες: α') το ισόποσο ποσό του τιμήματος που έχει καταβάλει και το ποσό των 3.000 ευρώ, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει από τη σύμβαση χρηματοδότησης, β’) τις λειτουργικές δαπάνες του αυτοκινήτου αξίας 3.154 ευρώ γ') τις μελλοντικές λειτουργικές δαπάνες ανερχόμενες σε 1.777 ευρώ για όσο χρόνο θα έχει στην κατοχή του το αυτοκίνητο, δ’) και το ποσό των 3.000 ευρώ που θα καταβάλει επιπλέον για να αγοράσει του ίδιου τύπου αυτοκίνητο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 34.708 ευρώ και με βάση της διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά και ως θετική και μελλοντική ζημία και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την σε βάρος του αδικοπραξία, με το νόμιμο τόκο από την 16.5.2007 (ημερομηνία γνωστοποίησης από την αστυνομία ότι το όχημα είναι προϊόν κλοπής), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζητά να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί σε βάρος του δευτέρου εναγομένου λόγω αδικοπραξίας και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ΄ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρ. 14, παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ. 516, 346, 383, 385, 904 ΑΚ και 176, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, μόνον όμως για το κονδύλιο των 8.500 ευρώ, διότι ο ενάγων, επιλέξας να ασκήσει λόγω μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της πωλήτριας λόγω νομικού ελαττώματος, το δικαίωμα της υπαναχώρησης από την επίδικη σύμβαση, το οποίο, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δημιουργεί, λόγω της αναδρομικής ανατροπής της σύμβασης, αξίωση για αμοιβαία επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν (ήτοι και του τιμήματος) βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όχι όμως και αξίωση για επιστροφή του τιμήματος ως αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (θετικό διαφέρον), αφού αυτό (τίμημα) έπρεπε, εφόσον εκπληρωνόταν η σύμβαση, να καταβληθεί (βλ. Εφθεσ 643/1995 Αρμ 1996.460). Το παρεπόμενο όμως αίτημα περί επιδίκασης τόκων κρίνεται νόμιμο από την επίδοση της αγωγής και όχι από την 16.5.07, διότι δεν γίνεται επίκληση στο δικόγραφο ότι προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση για την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επιπρόσθετα, για τα αιτήματα θετικής και αποθετικής ζημίας η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον ο ενάγων, σύμφωνα με όσα στις νομικές σκέψεις της παρούσας εκτέθηκαν, μετά την άσκηση της υπαναχώρησης δικαιούται μόνον εύλογη αποζημίωση την οποία και δεν προσδιορίζει και όχι αποκατάσταση της ζημίας που θα υποστεί. Βέβαια, θα μπορούσε στην αξίωση του ενάγοντος για αποζημίωση να εκτιμηθεί από το δικαστήριο ότι εμπεριέχεται και η αξίωση για εύλογη αποζημίωση του άρθρου 387 ΑΚ, ωστόσο όμως το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στην παραπάνω εκτίμηση και να προσδιορίσει το ύψος της επιδικαστέας εύλογης αποζημίωσης. Επίσης η αγωγή και κατά την αδικοπρακτική της βάση είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα και κατά το μέρος που διώκει επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή αποτελεί μόνον αντισυμβατική συμπεριφορά, η οποία τεκμαίρεται μεν ότι γίνεται υπαίτια, δεν αποτελεί όμως καθεαυτήν αδικοπραξία (βλ. ΟλΑΠ 967/73 ό.π.). Εξάλλου ο ενάγων στο δικόγραφο δεν επικαλείται και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα στοιχεία της αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων. Προσέτι και το παρεπόμενο αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του δευτέρου των εναγομένων κρίνεται μη νόμιμο, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και να καταδικαστεί ο ενάγων λόγω της ήττας του στα δικαστικά του έξοδα (άρθρο 176 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη για την πρώτη εναγομένη και από ουσιαστική άποψη, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το με αριθμό 4014461/08 διπλότυτο είσπραξης της Β’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και το 2987365/08 γραμμάτιο είσπραξης της ΕΤΕ). Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης, των εγγράφων που με νόμιμη επίκληση προσδιορίζει ο ενάγων και γενικά από την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Στις 5.12.2003 στη Θεσσαλονίκη συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης (η οποία διατηρεί επιχείρηση εμπορίας αυτοκινήτων) σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας η τελευταία πώλησε και παρέδωσε κατά χρήση στον ενάγοντα ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο μάρκας Citroen Xsara 1350 κ.ε., μοντέλο 2002 χρώματος μπλε με αριθ. κυκλ. ΖΜΒ ΧΧΧ, αριθμό πλαισίου ΧΧΧ και ημερομηνία έκδοσης πρώτης άδειας κυκλοφορίας την 23.5.2002, αντί τιμήματος 8.500 ευρώ. Στην εκτέλεση της συμφωνίας εκδόθηκε από τη διεύθυνση Μεταφορών - Επικοινωνιών Θεσσαλονίκης η από 15.12.2003 άδεια κυκλοφορίας. Η πρώτη εναγομένη για την πώληση του αυτοκινήτου εξέδωσε στο όνομά του το με αριθμό 2/5.12.2003 τιμολόγιο για το ποσό των 8.500 ευρώ του τιμήματος, με πίστωση και με την ένδειξη «πώληση με το καθεστώς 36Α μη εκπιπτόμενο ΦΠΑ». Η χρηματοδότηση της αγοράς του αυτοκινήτου έγινε προς την πωλήτρια εταιρία μέσω της πιστωτικής κάρτας που εκδόθηκε και χορηγήθηκε από την Eurobank Cards από την οποία καταβλήθηκε αμέσως το τίμημα στην πρώτη εναγομένη (βλ. το από 27.2.2008 έγγραφο της Eurobank Cards), ενώ ο ενάγων υποχρεώθηκε να καταβάλει 60 μηνιαίες δόσεις, ποσού κάθε μίας 191,67 ευρώ στην άνω εταιρία. Δηλαδή η οφειλή του ενάγοντος ανήλθε σε 11.500 ευρώ και από τις άνω δόσεις κατέβαλε τις 40, με υπόλοιπο 1.832 ευρώ (βλ. το ίδιο ως άνω έγγραφο). Η ανωτέρω πώληση τελούσε με τον ρητό όρο της παρακράτησης της κυριότητας του ΙΧΕ από την πωλήτρια εταιρία, όπως αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας. Από την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας το αυτοκίνητο βρισκόταν στη νομή και κατοχή του ενάγοντος, ο οποίος το κυκλοφορούσε κανονικά χωρίς να έχει καμία αμφιβολία ότι δεν υπήρχε κανένα νομικό ελάττωμα στη μεταβίβαση του οχήματος. Στις 16.5.07, μετά παρέλευση τριάμισυ ετών από την αγορά, οδηγούμενο το επίδικο αυτοκίνητο από το Β. Γ. και μάρτυρα απόδειξης ελέγχθηκε στην περιοχή της Λάρισας από τα όργανα του σώματος συνοριοφυλάκων και διαπιστώθηκε ότι είναι προϊόν κλοπής. Ειδικότερα, την 31.7.2002 δηλώθηκε η κλοπή στο AT Καλλιθέας Αττικής από την Ε.Α. Στη συνέχεια το όχημα κατασχέθηκε και ορίστηκε ως μεσεγγυούχος ο ενάγων - κάτοχος (βλ. το δελτίο αδικημάτων του αστυνομικού τμήματος περιφέρειας Λάρισας και την από 16.5.2007 έκθεση απόδοσης κατασχεθέντων). 0 ενάγων, μετά από την άνω διαπίστωση, απευθύνθηκε προς την πρώτη εναγομένη και της γνωστοποίησε το γεγονός της κλοπής. Η τελευταία του δήλωσε προφορικά ότι αγόρασε το αυτοκίνητο από κάποιον A. K. και του απέστειλε το με αριθμό 4/23.10.03 τιμολόγιο, στο οποίο υπάρχει η ένδειξη «εξοφλήθη» για το ποσό των 8.000 ευρώ. Μετά τη δήλωση αυτή απευθύνθηκε ο ενάγων, μέσω του Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης, στη Διεύθυνση μεταφορών - επικοινωνιών Θεσσαλονίκης και η τελευταία του χορήγησε τις δύο προηγούμενες άδειες κυκλοφορίας. Στην άδεια κυκλοφορίας που εκδόθηκε την 30.10.03 στο όνομα της πρώτης εναγομένης όλα τα στοιχεία του αυτοκινήτου ταυτίζονται με την άδεια κυκλοφορίας του ενάγοντος. Ενώ στην άδεια κυκλοφορίας που εκδόθηκε στο όνομα του Α.Κ. υπάρχουν διαφορές τόσο στον αριθμό πλαισίου όσο και σε άλλα στοιχεία. Μετά τα ανωτέρω ο ενάγων υπαναχώρησε από τη σύμβαση ασκώντας την παρούσα αγωγή λόγω του προφανούς νομικού ελαττώματος του οχήματος, δηλαδή της έλλειψης κυριότητας της πρώτης εναγομένης στο επίδικο αυτοκίνητο, γεγονός που γνώριζε η τελευταία κατά το χρόνο πώλησης. Έτσι επήλθε απόσβεση των υποχρεώσεων των διαδίκων μερών για παροχή και δημιουργήθηκε η αμοιβαία υποχρέωσή τους προς απόδοση των εκπληρωθεισών παροχών, επειδή η αιτία της σύμβασης έληξε. (…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: