Έκτακτη χρησικτησία. Συνυπολογισμός νομής προκτητόρων. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα αποκτάται με παράγωγο μεν τρόπο, δηλαδή με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να μεταγραφεί, με πρωτότυπο δε τρόπο, δηλαδή με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ' αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός - κληρονόμος - αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί. Στην περίπτωση, επίσης, που η αγωγή θεμελιώνεται σε πρωτότυπη κτήση, απαιτείται επί τακτικής μεν χρησικτησίας νόμιμος τίτλος, μεταγραφή αυτού και νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί 10ετία, επί έκτακτης δε χρησικτησίας νομή με διάνοια κυρίου επί 20ετία, προς συμπλήρωση της οποίας δικαιούται ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος να προσμετρήσει στο χρόνο νομής του το χρόνο της με τα ίδια προσόντα νομής που άσκησε ο δικαιοπάροχός του. Από τη διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976 και 1045 του ίδιου Kώδικα συνάγεται, ότι στην έκτακτη χρησικτησία, για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στο χρόνο της δικής του νομής, προς συμπλήρωση του γι'αυτή από το νόμο αξιούμενου χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας επί του πράγματος, αλλά απλώς αρκεί ειδική διαδοχή στη νομή, η σύμβαση για τη μεταβίβαση της οποίας είναι άτυπη και αναιτιώδης και έχει την έννοια ότι στο αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (ΟλΑΠ 1593/1979).
Διατάξεις:
ΑΚ: 249, 271, 974, 976, 1045, 1051,
Αριθμός 218/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ΧΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Αθανασίου-Γαβρά με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων: 1. ΧΧΧ, 2. ΧΧΧ και 3. ΧΧΧ. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γεωργόπουλο και ο 2ος και η 3η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από1-12-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4356/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 5723/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-2-2006 αίτησή της και τους από 26-3-2007 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 21-9-2007 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα αποκτάται με παράγωγο μεν τρόπο, δηλαδή με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να μεταγραφεί, με πρωτότυπο δε τρόπο, δηλαδή με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ' αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός - κληρονόμος - αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί. Στην περίπτωση, επίσης, που η αγωγή θεμελιώνεται σε πρωτότυπη κτήση, απαιτείται επί τακτικής μεν χρησικτησίας νόμιμος τίτλος, μεταγραφή αυτού και νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί 10ετία, επί έκτακτης δε χρησικτησίας νομή με διάνοια κυρίου επί 20ετία, προς συμπλήρωση της οποίας δικαιούται ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος να προσμετρήσει στο χρόνο νομής του το χρόνο της με τα ίδια προσόντα νομής που άσκησε ο δικαιοπάροχός του. Από τη διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976 και 1045 του ίδιου Kώδικα συνάγεται, ότι στην έκτακτη χρησικτησία, για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στο χρόνο της δικής του νομής, προς συμπλήρωση του γι'αυτή από το νόμο αξιούμενου χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας επί του πράγματος, αλλά απλώς αρκεί ειδική διαδοχή στη νομή, η σύμβαση για τη μεταβίβαση της οποίας είναι άτυπη και αναιτιώδης και έχει την έννοια ότι στο αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (Ολομ. ΑΠ 1593/1979).
Εξάλλου, ο προς απόκρουση της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγομένου περί ίδιας αυτού κυριότητας επί του διεκδικουμένου συνιστά ένσταση μεν καταλυτική της αγωγής, όταν τα προς θεμελίωση της κυριότητάς του προτεινόμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν σ' αυτόν την κυριότητα, αφετέρου δε, είναι χρονικώς μεταγενέστερα εκείνων, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, θεμελιώνουν, κατά παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο, την κυριότητα του ενάγοντα ή των δικαιοπαρόχων του επιδίκου. Και αυτό γιατί είναι δυνατόν μεν ο ενάγων, με βάση τα επικαλούμενα απ' αυτόν κατά νόμο πραγματικά περιστατικά να απέκτησε την κυριότητα του διεκδικουμένου, είναι όμως ενδεχόμενο να απέκτησε μεταγενέστερα την κυριότητα ο εναγόμενος, με βάση τα προτεινόμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά, καταλύοντας, έτσι, την προϋπάρξασα κυριότητα του αντιδίκου του. Όταν, όμως, τα προτεινόμενα από τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά είναι σύγχρονα προς τα περιστατικά των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνει το δικαίωμα του ενάγοντα ή προγενέστερα αυτών ο αμέσως πιο πάνω ισχυρισμός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο ψευδώς ερμήνευσε και εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1051 και 976 ΑΚ, απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη τη στηριζόμενη στον πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, στην έκτακτη χρησικτησία, βάση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσείουσας, δεχόμενο ότι από το χρόνο μεταβίβασης στην τελευταία της νομής του επίδικου ακινήτου (1979) και μέχρι το χρόνο της φερόμενης από τους αναιρεσιβλήτους κατάληψης του εν λόγω ακινήτου (1995) δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της εικοσαετία, δεδομένου ότι δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να προσμετρηθεί στο χρόνο της νομής της ο χρόνος νομής της δικαιοπαρόχου της, η οποία είχε καταστεί κυρία του ακινήτου παραγώγως. Με το δεύτερο, επίσης, πρόσθετο λόγο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, κατά ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 976, 1710, 1846, 1193 και 1198 ΑΚ, μονονότι δέχεται ρητά ότι η αναιρεσείουσα αποδέχθηκε την κληρονομία της δικαιοπαρόχου της Χ και μετέγραψε νόμιμα τη δήλωση αποδοχής, εν τούτοις δέχεται και ότι η εν λόγω δήλωση δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο, αλλά νομιζόμενο (άρθρο 1043 παρ. 2 ΑΚ), δεχόμενο, έτσι, έμμεσα, αλλά με σαφήνεια ότι η νομή της κληρονομούμενης Χ δεν μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως στην κληρονόμο της -αναιρεσείουσα- από τον επισυμβάντα το έτος 1979 θάνατό της και, άρα, το επίδικο ακίνητα μπορούσε να χρησιδεσποστεί έκτοτε από τους αναιρεσιβλήτους. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η εκκαλούσα - εφεσίβλητη - ενάγουσα στηρίζει την κυριότητά της επί του επιδίκου ακινήτου α) κυρίως μεν σε παράγωγο τρόπο, δηλαδή στην κληρονομική διαδοχή της αποβιώσασας το έτος 1979 θείας της Χ, η οποία κατέστη κυρία τούτου εξ αγοράς παρ' αληθούς κυρίου δυνάμει μεταγραφέντος πωλητηρίου συμβολαίου, μετά τη γενομένη μεταγραφή της σχετικής ............ δήλωσης αποδοχής του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ο. Ξ. και β) επικουρικά σε πρωτότυπο τρόπο και δη σε χρησικτησία, τόσο τακτική, όσο και έκτακτη, για την δεύτερη των οποίων, καίτοι δεν την κατονομάζει ευθέως, παραθέτει εν τούτοις τα πραγματικά στοιχεία που, αληθή υποτιθέμενα, τη συγκροτούν, εφόσον αναφέρει ότι νέμεται το επίδικο εκείνη μεν από το 1979 μέχρι το 1995, με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο (την κληρονομία), προ αυτής δε η ανωτέρω δικαιοπάροχός της από της αγοράς του (1962) μέχρι τον επισυμβάντα το 1979 θάνατό της, προσμετρουμένου του χρόνου νομής της τελευταίας στον δικό της. Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους δεν αμφισβήτησαν την κτήση της κυριότητος του επιδίκου από την φερόμενη ως δικαιοπάροχο της ενάγουσας με την προαναφερθείσα πώληση, συνομολογήσαντες κατ' ουσίαν την κτήση της κατά τον ανωτέρω παράγωγο τρόπο, προέβαλαν, όμως, περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι ο πρώτος εξ αυτών από το έτος 1970 και μετά νέμεται ακωλύτως μέχρι την άσκηση της αγωγής το επίδικο και έχει καταστεί κύριος τούτου με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα δεν μπορεί να θεμελιώσει την κτήση της δικής της κυριότητος σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον από το έτος 1979 που ισχυρίζεται ότι νέμεται το επίδικο, μέχρι το έτος 1995, κατά το οποίο εκείνο φέρεται κατεληφθέν από τους εναγόμενους, δεν συμπληρώνεται στο πρόσωπό της εικοσαετία, ούτε και μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος νομής της δικαιοπαρόχου της, η οποία είχε καταστεί, κατά τα ανωτέρω, κυρία του επιδίκου παραγώγως, και συνεπώς δεν χρησιδέσποζε, ο δε τ' αντίθετα υποστηρίζων συναφής λόγος της έφεσής της ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητος, ναι μεν η λαβούσα χώρα μεταγραφή της συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής, δεν υπήρξε νομότυπη, καθόσον εκείνη μεταγράφηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, το έτος 1997 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας, ενώ αρμόδιο προς τούτο Υποθηκοφυλακείο ήταν εκείνο της Αγίας Παρασκευής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 9 του Ν. 1653/1986, πλην όμως παραδεκτώς προβάλλεται για πρώτη φορά στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από την εκκαλούσα ο (αποδεικνυόμενος εγγράφως, κατά τα κατωτέρω, ΚΠολΔ 527 αριθ. 3 σε συνδ. με 269 περίπτ. δ') ισχυρισμός, ως λόγος εφέσεως, ότι η πράξη αποδοχής μετεγράφη πλέον στο αρμόδιο, ως άνω, Υποθηκοφυλακείο, εφόσον έτσι η εκκαλούσα δεν μεταβάλλει τη βάση της αγωγής της, ούτε τη συμπληρώνει ανεπιτρέπτως (άρθρο 526 ΚΠολΔ). Όσον αφορά, τέλος, τη με τακτική χρησικτησία κτήση κυριότητος, η ανωτέρω πράξη αποδοχής, ακόμη και χωρίς τη νομότυπη μεταγραφή της, δεν αποτελεί μεν νόμιμο τίτλο (άρθρο 1043 παρ. 2 ΑΚ), αποτελεί, όμως, νομιζόμενο.
Συνεπώς, η αγωγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην κτήση κυριότητος τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με τακτική χρησικτησία είναι νόμιμη και ερευνητέα περαιτέρω κατ' ουσίαν". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις προμνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 976, 1041, 1042, 1045, 1051, 1710, 1846, 1193 και 1198 ΑΚ, αφού δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να προσμετρήσει στο χρόνο νομής της το χρόνο νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου της, που είχε γίνει κυρία του επίδικου ακινήτου παραγώγως, ώστε να συμπληρώσει στο πρόσωπό της την απαιτούμενη κατά νόμο 20ετία προς κτήση ίδιας κυριότητάς της στο πιο πάνω ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, δέχθηκε, δηλαδή, ότι η νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας δεν μετήχθη αυτοδικαίως σ' αυτή από το χρόνο του θανάτου της (1979). Οι ερευνώμενοι, επομένως, πρόσθετοι λόγοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5723/2005απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς εραιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Φώσκολο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο και Χαράλαμπο Παπαηλιού, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ΧΧΧ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Αθανασίου-Γαβρά με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων: 1. ΧΧΧ, 2. ΧΧΧ και 3. ΧΧΧ. Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γεωργόπουλο και ο 2ος και η 3η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από1-12-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4356/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 5723/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-2-2006 αίτησή της και τους από 26-3-2007 πρόσθετους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 21-9-2007 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα αποκτάται με παράγωγο μεν τρόπο, δηλαδή με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να μεταγραφεί, με πρωτότυπο δε τρόπο, δηλαδή με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνονται στη κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ' αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, μόνο εφόσον αυτός - κληρονόμος - αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί. Στην περίπτωση, επίσης, που η αγωγή θεμελιώνεται σε πρωτότυπη κτήση, απαιτείται επί τακτικής μεν χρησικτησίας νόμιμος τίτλος, μεταγραφή αυτού και νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί 10ετία, επί έκτακτης δε χρησικτησίας νομή με διάνοια κυρίου επί 20ετία, προς συμπλήρωση της οποίας δικαιούται ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος να προσμετρήσει στο χρόνο νομής του το χρόνο της με τα ίδια προσόντα νομής που άσκησε ο δικαιοπάροχός του. Από τη διάταξη του άρθρου 1051 ΑΚ σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 249, 271, 974, 976 και 1045 του ίδιου Kώδικα συνάγεται, ότι στην έκτακτη χρησικτησία, για το συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο στο χρόνο της δικής του νομής, προς συμπλήρωση του γι'αυτή από το νόμο αξιούμενου χρόνου νομής (εικοσαετίας), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας επί του πράγματος, αλλά απλώς αρκεί ειδική διαδοχή στη νομή, η σύμβαση για τη μεταβίβαση της οποίας είναι άτυπη και αναιτιώδης και έχει την έννοια ότι στο αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (Ολομ. ΑΠ 1593/1979).
Εξάλλου, ο προς απόκρουση της διεκδικητικής αγωγής προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγομένου περί ίδιας αυτού κυριότητας επί του διεκδικουμένου συνιστά ένσταση μεν καταλυτική της αγωγής, όταν τα προς θεμελίωση της κυριότητάς του προτεινόμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν σ' αυτόν την κυριότητα, αφετέρου δε, είναι χρονικώς μεταγενέστερα εκείνων, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, θεμελιώνουν, κατά παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο, την κυριότητα του ενάγοντα ή των δικαιοπαρόχων του επιδίκου. Και αυτό γιατί είναι δυνατόν μεν ο ενάγων, με βάση τα επικαλούμενα απ' αυτόν κατά νόμο πραγματικά περιστατικά να απέκτησε την κυριότητα του διεκδικουμένου, είναι όμως ενδεχόμενο να απέκτησε μεταγενέστερα την κυριότητα ο εναγόμενος, με βάση τα προτεινόμενα απ' αυτόν πραγματικά περιστατικά, καταλύοντας, έτσι, την προϋπάρξασα κυριότητα του αντιδίκου του. Όταν, όμως, τα προτεινόμενα από τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά είναι σύγχρονα προς τα περιστατικά των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνει το δικαίωμα του ενάγοντα ή προγενέστερα αυτών ο αμέσως πιο πάνω ισχυρισμός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο ψευδώς ερμήνευσε και εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1051 και 976 ΑΚ, απορρίπτοντας ως νομικά αβάσιμη τη στηριζόμενη στον πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, στην έκτακτη χρησικτησία, βάση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής της αναιρεσείουσας, δεχόμενο ότι από το χρόνο μεταβίβασης στην τελευταία της νομής του επίδικου ακινήτου (1979) και μέχρι το χρόνο της φερόμενης από τους αναιρεσιβλήτους κατάληψης του εν λόγω ακινήτου (1995) δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό της εικοσαετία, δεδομένου ότι δεν μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να προσμετρηθεί στο χρόνο της νομής της ο χρόνος νομής της δικαιοπαρόχου της, η οποία είχε καταστεί κυρία του ακινήτου παραγώγως. Με το δεύτερο, επίσης, πρόσθετο λόγο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, κατά ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 976, 1710, 1846, 1193 και 1198 ΑΚ, μονονότι δέχεται ρητά ότι η αναιρεσείουσα αποδέχθηκε την κληρονομία της δικαιοπαρόχου της Χ και μετέγραψε νόμιμα τη δήλωση αποδοχής, εν τούτοις δέχεται και ότι η εν λόγω δήλωση δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο, αλλά νομιζόμενο (άρθρο 1043 παρ. 2 ΑΚ), δεχόμενο, έτσι, έμμεσα, αλλά με σαφήνεια ότι η νομή της κληρονομούμενης Χ δεν μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως στην κληρονόμο της -αναιρεσείουσα- από τον επισυμβάντα το έτος 1979 θάνατό της και, άρα, το επίδικο ακίνητα μπορούσε να χρησιδεσποστεί έκτοτε από τους αναιρεσιβλήτους. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η εκκαλούσα - εφεσίβλητη - ενάγουσα στηρίζει την κυριότητά της επί του επιδίκου ακινήτου α) κυρίως μεν σε παράγωγο τρόπο, δηλαδή στην κληρονομική διαδοχή της αποβιώσασας το έτος 1979 θείας της Χ, η οποία κατέστη κυρία τούτου εξ αγοράς παρ' αληθούς κυρίου δυνάμει μεταγραφέντος πωλητηρίου συμβολαίου, μετά τη γενομένη μεταγραφή της σχετικής ............ δήλωσης αποδοχής του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ο. Ξ. και β) επικουρικά σε πρωτότυπο τρόπο και δη σε χρησικτησία, τόσο τακτική, όσο και έκτακτη, για την δεύτερη των οποίων, καίτοι δεν την κατονομάζει ευθέως, παραθέτει εν τούτοις τα πραγματικά στοιχεία που, αληθή υποτιθέμενα, τη συγκροτούν, εφόσον αναφέρει ότι νέμεται το επίδικο εκείνη μεν από το 1979 μέχρι το 1995, με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο (την κληρονομία), προ αυτής δε η ανωτέρω δικαιοπάροχός της από της αγοράς του (1962) μέχρι τον επισυμβάντα το 1979 θάνατό της, προσμετρουμένου του χρόνου νομής της τελευταίας στον δικό της. Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους δεν αμφισβήτησαν την κτήση της κυριότητος του επιδίκου από την φερόμενη ως δικαιοπάροχο της ενάγουσας με την προαναφερθείσα πώληση, συνομολογήσαντες κατ' ουσίαν την κτήση της κατά τον ανωτέρω παράγωγο τρόπο, προέβαλαν, όμως, περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι ο πρώτος εξ αυτών από το έτος 1970 και μετά νέμεται ακωλύτως μέχρι την άσκηση της αγωγής το επίδικο και έχει καταστεί κύριος τούτου με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα δεν μπορεί να θεμελιώσει την κτήση της δικής της κυριότητος σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον από το έτος 1979 που ισχυρίζεται ότι νέμεται το επίδικο, μέχρι το έτος 1995, κατά το οποίο εκείνο φέρεται κατεληφθέν από τους εναγόμενους, δεν συμπληρώνεται στο πρόσωπό της εικοσαετία, ούτε και μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος νομής της δικαιοπαρόχου της, η οποία είχε καταστεί, κατά τα ανωτέρω, κυρία του επιδίκου παραγώγως, και συνεπώς δεν χρησιδέσποζε, ο δε τ' αντίθετα υποστηρίζων συναφής λόγος της έφεσής της ελέγχεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητος, ναι μεν η λαβούσα χώρα μεταγραφή της συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής, δεν υπήρξε νομότυπη, καθόσον εκείνη μεταγράφηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, το έτος 1997 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κρωπίας, ενώ αρμόδιο προς τούτο Υποθηκοφυλακείο ήταν εκείνο της Αγίας Παρασκευής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 9 του Ν. 1653/1986, πλην όμως παραδεκτώς προβάλλεται για πρώτη φορά στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από την εκκαλούσα ο (αποδεικνυόμενος εγγράφως, κατά τα κατωτέρω, ΚΠολΔ 527 αριθ. 3 σε συνδ. με 269 περίπτ. δ') ισχυρισμός, ως λόγος εφέσεως, ότι η πράξη αποδοχής μετεγράφη πλέον στο αρμόδιο, ως άνω, Υποθηκοφυλακείο, εφόσον έτσι η εκκαλούσα δεν μεταβάλλει τη βάση της αγωγής της, ούτε τη συμπληρώνει ανεπιτρέπτως (άρθρο 526 ΚΠολΔ). Όσον αφορά, τέλος, τη με τακτική χρησικτησία κτήση κυριότητος, η ανωτέρω πράξη αποδοχής, ακόμη και χωρίς τη νομότυπη μεταγραφή της, δεν αποτελεί μεν νόμιμο τίτλο (άρθρο 1043 παρ. 2 ΑΚ), αποτελεί, όμως, νομιζόμενο.
Συνεπώς, η αγωγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην κτήση κυριότητος τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με τακτική χρησικτησία είναι νόμιμη και ερευνητέα περαιτέρω κατ' ουσίαν". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις προμνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 976, 1041, 1042, 1045, 1051, 1710, 1846, 1193 και 1198 ΑΚ, αφού δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να προσμετρήσει στο χρόνο νομής της το χρόνο νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου της, που είχε γίνει κυρία του επίδικου ακινήτου παραγώγως, ώστε να συμπληρώσει στο πρόσωπό της την απαιτούμενη κατά νόμο 20ετία προς κτήση ίδιας κυριότητάς της στο πιο πάνω ακίνητο με έκτακτη χρησικτησία, δέχθηκε, δηλαδή, ότι η νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας δεν μετήχθη αυτοδικαίως σ' αυτή από το χρόνο του θανάτου της (1979). Οι ερευνώμενοι, επομένως, πρόσθετοι λόγοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5723/2005απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς εραιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου