Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Έκδοση πιστωτικής κάρτας χωρίς αίτηση και χωρίς έγκριση του παραλήπτη της. Δικαίωμα για δικαστική διεκδίκηση αποζημίωσης, καθώς η ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας και έχει ως μοναδικό σκοπό να αποκτήσει η τράπεζα οικονομικό όφελος..Αριθμός 2750/2006 ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

https://plus.google.com/b/116760146747297752059/dashboard/overview 
Έκδοση πιστωτικής κάρτας χωρίς αίτηση και χωρίς έγκριση του παραλήπτη της. Δικαίωμα για δικαστική διεκδίκηση αποζημίωσης, καθώς η ως άνω συμπεριφορά της τράπεζας..
συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας και έχει ως μοναδικό σκοπό να αποκτήσει η τράπεζα οικονομικό όφελος. Απαραίτητα στοιχεία αγωγής αποζημίωσης.

Διατάξεις:
ΑΚ: 57, 59, 281, 932
Σ: 5
Νόμοι: 2251/1994 άρθ. 2, 10 Κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά το άρθρο 59 ΑΚ «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις».
Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι αυτές παρέχουν το δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις -«εκφάνσεις» ή «πλευρές» - του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (βλ. Σούρλα ΕΡΜΑΚ Εισαγ. άρθρων 67-60, αρ 13 επ., 40 επ, ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 57, αρ. 1-3). Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1), αναφέρεται στις σχέσεις αυτού με τους άλλους ανθρώπους, περιλαμβάνει δε μεταξύ άλλων κάθε πράξη που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική, επιστημονική δράση του ατόμου. Η κατά τα άνω παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του ατόμου να μετέρχεται όλες τις εξουσίες που περικλείονται στο παραπάνω δικαίωμα και να απολαμβάνει των αγαθών που το δικαίωμα αυτό του διασφαλίζει, αρνητικώς δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω δικαιώματος (βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.π.αρ. 7, ΕΦΑΘ 6720/2000 ΕΛΛΔ 43, 1494, ΕΦΠΕΙΡ 927/1997, ΕΛΛΔ 40, 1412).
Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι επί προσβολής προσωπικότητας ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης απαιτείται να συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Για το λόγο αυτό στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο ενάγων από μείωση της προσωπικότητάς του, ο ενάγων πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει το είδος της προσβολής, την παράνομη πράξη που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμό της με αυτή και την υπαιτιότητα του προσβάλλοντος (βλ ΑΠ 1445/2003, ΕΛΛΔ 46, 822, ΑΠ 1143/2003, ΕΛΛΔ 46, 394,). Παράνομη είναι η προσβολή όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ. (βλ. ΕΦΑΘ 4351/2002, ΕΛΛΔ 44, 198, ΕΦΑΘ 6720/2000, ό.π). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο, ευαισθησία), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. Πάντως επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται να γίνει κατάχρηση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί προσβολών της προσωπικότητας, ώστε ουσιαστικά να επιβάλλεται «ποινή» στον υπόχρεο με μέσα αστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 1445/2003, ό.π, ΕΦΑΘ 3346/1996, ΕΛΛΔ 39, 665).(Απόσπασμα)

Αριθμός 2750/2006

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

... Οι υπό κρίση από 7-10-2005 (αρ. εκθ.κατ. 8673/7-10-2005) και από 6-10-2005 (αρ. εκθ. κατ. 8756/10-10-2005) εφέσεις του ενάγοντος και των εναγομένων αντιστοίχως, ήδη εκκαλούντων, που νικήθηκαν εν μέρει, κατά της 4531/2005 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με παρόντες τους διαδίκους, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ). Επομένως αυτές είναι τυπικά δεκτές και πρέπει συνεκδικαζόμενες (άρθρα 524 παρ. 1, 246 ΚΠΟΛΔ) να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (532, 533 ΚΠΟΛΔ).
Με την από 13-1-2002 (αρ. εκθ. κατ. 439/2002) αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι μετά από αίτησή του εκδόθηκε από την τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία E. CARDS AE η ΧΧΧ πιστωτική κάρτα VISA, της οποίας την ακύρωση και καταστροφή ζήτησε ο ίδιος στις 27-2-2001, διότι στους μηνιαίους λογαριασμούς της κάρτας αυτής οι προστηθέντες υπάλληλοι της τρίτης εναγομένης, έκαναν κατ’ επανάληψη εν γνώσει τους, εγγραφές ανύπαρκτων οφειλών, διατηρώντας δύο λογιστικά προγράμματα, με σκοπό να αποκομίσει η τρίτη εναγομένη παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του. Ότι η τρίτη εναγομένη, παρά την ακύρωση της κάρτας συνέχισε να του στέλνει μηνιαίους λογαριασμούς με χρεωστικό υπόλοιπο που αφορούσε την κάρτα αυτή και στις 22-6-2001 του έστειλε νέα πιστωτική κάρτα, που την είχε εκδώσει χωρίς αίτησή του, δημιουργώντας μ’ αυτόν τον τρόπο κίνδυνο κλοπής της κάρτας ή του αριθμού της και της χρησιμοποίησής της από τρίτο, με δική του χρέωση. Ότι η τρίτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων της είχε υποβάλλει την από 27-3-2001 έγγραφη αίτησή του για επανέκδοση της κάρτας, πλην όμως η υπογραφή στο έντυπο για τη χορήγηση της κάρτας δεν ήταν δική του (ενάγοντος), αλλά είχε τεθεί χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή του από την πρώτη και τη δεύτερη εναγόμενες, υπαλλήλους της τρίτης εναγομένης, εν γνώσει των αρμοδίων οργάνων της τελευταίας. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζητεί, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες είναι υποχρεωμένες να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον καθεμιά, το ποσό του 1.467.350 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από τις προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε η 4531/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914, 922, 932 ΑΚ, 70, 176 ΚΠΟΛΔ, την απέρριψε ως προς τη δεύτερη εναγομένη και τη δέχτηκε εν μέρει ως προς τις λοιπές εναγόμενες, (κρίνοντας ότι την υπογραφή του ενάγοντος επί της από 27-3-2001 έγγραφης αίτησης είχε θέσει η πρώτη εναγομένη, χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του ενάγοντος), και αναγνώρισε ότι καθεμιά από αυτές είναι υποχρεωμένη να καταβάλει, εις ολόκληρον, στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τους λόγους των υπό κρίση εφέσεων ο ενάγων και οι εναγόμενες αντίστοιχα, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η αγωγή του, κατά δε τις εναγόμενες να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή.
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Κατά το άρθρο 59 ΑΚ «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις».
Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι αυτές παρέχουν το δικαίωμα απόκρουσης κάθε παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, δηλαδή των αγαθών που συνδέονται αναπόσπαστα με το πρόσωπο και συγκροτούν τη σωματική, ψυχική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα αλλά επιμέρους εκδηλώσεις -«εκφάνσεις» ή «πλευρές» - του ενιαίου δικαιώματος επί της ίδιας προσωπικότητας, σε τρόπο ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας «προσωπικότητα» (βλ. Σούρλα ΕΡΜΑΚ Εισαγ. άρθρων 67-60, αρ 13 επ., 40 επ, ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 57, αρ. 1-3). Κυριότερες από τις ανωτέρω εκδηλώσεις της προσωπικότητας είναι η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1), αναφέρεται στις σχέσεις αυτού με τους άλλους ανθρώπους, περιλαμβάνει δε μεταξύ άλλων κάθε πράξη που ανάγεται στην επαγγελματική, οικονομική, επιστημονική δράση του ατόμου. Η κατά τα άνω παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας περιλαμβάνει θετικώς μεν τη δυνατότητα του ατόμου να μετέρχεται όλες τις εξουσίες που περικλείονται στο παραπάνω δικαίωμα και να απολαμβάνει των αγαθών που το δικαίωμα αυτό του διασφαλίζει, αρνητικώς δε τη δυνατότητα του ατόμου να αποκρούει κάθε παράνομη προσβολή του εν λόγω δικαιώματος (βλ. ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ό.π.αρ. 7, ΕΦΑΘ 6720/2000 ΕΛΛΔ 43, 1494, ΕΦΠΕΙΡ 927/1997, ΕΛΛΔ 40, 1412).
Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι επί προσβολής προσωπικότητας ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης απαιτείται να συντρέχει και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Για το λόγο αυτό στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη ο ενάγων από μείωση της προσωπικότητάς του, ο ενάγων πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει το είδος της προσβολής, την παράνομη πράξη που την προκάλεσε, τον αιτιώδη σύνδεσμό της με αυτή και την υπαιτιότητα του προσβάλλοντος (βλ ΑΠ 1445/2003, ΕΛΛΔ 46, 822, ΑΠ 1143/2003, ΕΛΛΔ 46, 394,). Παράνομη είναι η προσβολή όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ. (βλ. ΕΦΑΘ 4351/2002, ΕΛΛΔ 44, 198, ΕΦΑΘ 6720/2000, ό.π). Για το προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο, ευαισθησία), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. Πάντως επισημαίνεται ότι δεν επιτρέπεται να γίνει κατάχρηση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης επί προσβολών της προσωπικότητας, ώστε ουσιαστικά να επιβάλλεται «ποινή» στον υπόχρεο με μέσα αστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 1445/2003, ό.π, ΕΦΑΘ 3346/1996, ΕΛΛΔ 39, 665).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ένορκα στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά, καθώς και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η τρίτη εναγομένη ΑΕ με την επωνυμία «E. CARDS ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΕ», ύστερα από την από αίτηση του ενάγοντος Γ.-Δ. Σ., χορήγησε στον τελευταίο την υπ’ αρ. ΧΧΧ πιστωτική κάρτα E. VISA. Στους λογαριασμούς που η τρίτη εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα τους μήνες Απρίλιο και Μάιο 2000 υπήρχε διπλή χρέωση της πέμπτης από τις έξι δόσεις που ο ενάγων όφειλε στην CLUB ELECTRIC ΕΠΕ καθώς και των τόκων και ΕΦΤΕ που αναλογούσαν σ’ αυτή. Οι λανθασμένες αυτές εγγραφές, οι οποίες διορθώθηκαν μετά από αιτήματα του ενάγοντος από την πρώτη εναγομένη Δ. Κ., υπάλληλο της τρίτης εναγομένης, οφειλόταν σε παραδρομές των υπαλλήλων της τρίτης εναγομένης λόγω της εισαγωγής νέου μηχανογραφικού συστήματος υποστήριξης των πιστωτικών καρτών. Η συμπεριφορά αυτή της τρίτης εναγομένης είναι αντισυμβατική, όχι όμως και αδικοπρακτική, αφού αποδείχτηκε ότι η τελευταία δεν τηρούσε διπλά λογιστικά προγράμματα, ήτοι το κεντρικό σύστημα στο οποίο γραφόταν οι αληθείς χρεώσεις και δεύτερο σύστημα στο οποίο εμφάνιζε τις διπλοχρεώσεις, με σκοπό να αποκομίζει παράνομο περιουσιακό όφελος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων με το πρώτο σκέλος της ένδικης αγωγής. Για την τήρηση ενός μόνου συστήματος-προγράμματος κατέθεσε κατηγορηματικά και από δική του αντίληψη ο μάρτυρας των εναγομένων, υπάλληλος της τρίτης εναγομένης, η κατάθεση του δε αυτή κρίνεται πειστική, ενόψει του ότι δεν αντικρούεται από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο ενάγων (ο μάρτυρας του ενάγοντος ουδέν κατέθεσε περί αυτού, ο ίδιος δε ο ενάγων, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της πταισματοδίκη Λαυρίου, κατέθεσε ότι για το θέμα των διπλοχρεώσεων σε όλους τους κατόχους καρτών έχει προφορικές πληροφορίες, τις οποίες δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει, επιφυλάχθηκε να προσκομίσει έγγραφα, τέτοια, όμως, δεν προσκόμισε ούτε στο Πρωτοβάθμιο, ούτε στο παρόν Δικαστήριο).
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο ενάγων, χολωθείς από την άνω συμπεριφορά των οργάνων της τρίτης εναγομένης, στις 27-2-2001 ζήτησε και πέτυχε την ακύρωση και καταστροφή της παραπάνω πιστωτικής κάρτας του. Στις 22-6-2001 η τρίτη εναγομένη απέστειλε στον ενάγοντα νέα πιστωτική κάρτα, που είχε τον ίδιο αριθμό με την ακυρωθείσα, χωρίς ο ενάγων να έχει υποβάλλει σχετική αίτηση. Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε προς την άνω εναγομένη με το από 27-6-2001 fax και στη συνέχεια με την από 6-7-2001 εξώδικη δήλωσή του, που επέδωσε στην άνω εναγομένη στις 9-7-2001, δηλώνοντας συγχρόνως ότι δεν αποδέχεται την πιστωτική αυτή κάρτα. Στις άνω διαμαρτυρίες του ενάγοντος, η τρίτη εναγομένη με την από 16-7-2001 επιστολή της του απάντησε ότι η κάρτα εκδόθηκε κατόπιν της από 27-3-2001 γραπτής παραγγελίας του, επισυνάπτοντας και το από 27-3-2001 έγγραφο, στο οποίο αναγράφεται ότι ο Σ. Γ. (ενάγων) δηλώνει ότι επιθυμεί την επαναδραστηριοποίηση της κάρτας του και φέρεται να
έχει υπογραφεί από αυτόν. Όμως η υπογραφή στο ανωτέρω από 27-3-2001 έγγραφο-αίτηση δεν έχει τεθεί από τον ενάγοντα, αλλά από υπάλληλο της τρίτης εναγομένης που δεν διαπιστώθηκε η ταυτότητά του, η οποία (γ΄ εναγομένη) και είχε έννομο συμφέρον για την επαναδραστηριοποίηση της κάρτας, τέθηκε δε χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του τελευταίου. Στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή δεν έχει τεθεί από τον ενάγοντα κατέληξε και η από 30-10-2001 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Ελληνικού Οργανισμού Πραγματογνωμόνων, που διενεργήθηκε μετά από αίτημα του ενάγοντος. Επομένως κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι α) οι ισχυρισμοί των εναγομένων που προβάλλονται με τους λόγους της υπό κρίση έφεσής τους ότι η υπογραφή στην από 27-3-2001 αίτηση έχει τεθεί από τον ενάγοντα (το αντίθετο δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι ο ενάγων στο από 31-5-2001 έγγραφο του προς την τρίτη εναγομένη δηλώνει ότι επιθυμεί τη διατήρηση καλής σχέσης μ’ αυτήν), β) οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι την παραπάνω πλαστή υπογραφή έθεσε η πρώτη εναγομένη, ενόψει του ότι ούτε ο μάρτυρας του κατέθεσε περί αυτού, ούτε η πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται, ούτε προσκομίστηκε κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει τούτο.
Τέλος αποδείχτηκε ότι η ανωτέρω πράξη του προστηθέντος υπαλλήλου της τρίτης εναγομένης είναι παράνομη, αφού έγινε χωρίς δικαίωμα και υπαίτια, αφού τελέστηκε με πρόθεση να αποκτήσει οικονομικά οφέλη η τρίτη εναγομένη, είχε δε ως συνέπεια την προσβολή της οικονομικής ελευθερίας του ενάγοντος, υπό την έννοια της επιβολής από την εναγομένη σ’ αυτόν, χωρίς τη θέλησή του, της κατοχής πιστωτικής κάρτας και αποκλεισμού κάθε δυνατότητας σ’ αυτόν μη κτήσεως της. Υπέστη, λοιπόν, ο ενάγων προσβολή της προσωπικότητας, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η οικονομική ελευθερία αποτελεί «έκφανση» της προσωπικότητας και η προσβολή αυτής σημαίνει και συνολική προσβολή της προσωπικότητας, γι’ αυτό η τρίτη εναγομένη, ως ευθυνόμενη για τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις των προστηθέντων υπαλλήλων της, είναι υποχρεωμένη να αποκαταστήσει την ηθική του βλάβη. Λαμβανομένων υπόψη του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης (περιουσιακή ζημία δεν υπήρξε), των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της βαρύτητας του πταίσματος των οργάνων της τρίτης εναγομένης και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών και κυρίως του παθόντος-ενάγοντος, τη συμπεριφορά της εναγομένης μετά την τέλεση της πράξης (ακύρωση της επανεκδοθείσας πιστωτικής κάρτας), κρίνεται ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 10.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθά μεν αναγνώρισε ότι η τρίτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα το άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, έσφαλε όμως κατά το μέρος που αναγνώρισε ότι και η πρώτη εναγομένη είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με την τρίτη εναγομένη, το άνω ποσό. Κατά συνέπεια, πρέπει, α) η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σ’ αυτόν τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων - εναγομένων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, αφού υποβάλλεται το σχετικό νόμιμο αίτημα (άρθρα 183, 191 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ), β) η υπό κρίση από 6-10-2005 έφεση κατά το μέρος που ασκείται από την τρίτη εναγομένη να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν στην τελευταία τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος - εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 191 παρ.2
ΚΠΟΛΔ), γ) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 6-10-2005 υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη εναγομένη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη κατά το μέρος που αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγομένης, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί κατ’ ουσίαν κατά το άνω μέρος (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ) και να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης. Τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του ενάγοντος - εφεσιβλήτου και να συμψηφιστούν κατά τα λοιπά, κατ' άρθρα 183, 179 ΚΠΟΛΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με παρόντες τους διαδίκους τις εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 7-10-2005 έφεση του ενάγοντος.

Επιβάλλει στον ενάγοντα - εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων - εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 6-10-2005 έφεση κατά το μέρος που ασκείται από την τρίτη εναγομένη ΑΕ με την επωνυμία E. CARDS ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ.

Επιβάλλει στη άνω εναγομένη - εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος — εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 6-10-2005 έφεση, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη εναγομένη Δ. Κ.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 4531/2001 οριστική απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τακτικής διαδικασίας, κατά το μέρος που αναγνώρισε ότι η άνω πρώτη εναγομένη Δ. Κ. είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον με την πρώτη, το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση κατά το άνω μέρος.

Απορρίπτει την από 13-1-2002 (αρ. εκθ. κτ. 439/2002) αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης.

Επιβάλλει στον ενάγοντα - εφεσίβλητο μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγομένης - εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια (1000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2006 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι στις 17 Απριλίου 2006.

FOGGS

Δεν υπάρχουν σχόλια: