Αποκλήρωση συζύγου. Αυτοδίκαιος αποκλεισμός από το κληρονομικό δικαίωμα. Διαζύγιο.
- Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ ..
όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 1329/1983 το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι επέρχεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος στο σύνολό του, ήτοι περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος εξαιρέτου του επιζώντος συζύγου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει την λύση του γάμου με διαζύγιο υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως νόμιμες αιτίες που δικαιολογούν την λύση του γάμου νοούνται οι εκ των άρθρων 1439 και 1440 ΑΚ, λόγοι διαζυγίου στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αμαχήτως τεκμαιρόμενος εκ της υπερτετραετούς διαστάσεως κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, ο οποίος κατά τον ρητό ορισμό του νόμου (1439 παρ. 2 εδ. α΄) θεμελιώνεται ακόμη και στην περίπτωση που ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Επομένως το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού επέρχεται ασχέτως υπαιτιότητος του εναγομένου συζύγου αφού ο νόμος αποσυνδέει τους λόγους διαζυγίου από την υπαιτιότητα. Εξάλλου από τον συνδυασμό της άνω διατάξεως με εκείνες των άρθρων 1713, 1813, 1839 και 1842 ΑΚ συνάγεται ότι μπορεί και ο κληρονομούμενος να αποκληρώσει το σύζυγό του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ήτοι εφ' όσον έχει ασκήσει κατ' αυτού αγωγή διαζυγίου έχων βάσιμο προς τούτο λόγο έστω και ανυπαίτιο, εκφράζοντας έτσι και ρητώς την βούλησή του για την επέλευση του ίδιου εννόμου αποτελέσματος, χωρίς να εμποδίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1842, η οποία απαιτεί για την αποκλήρωση βάσιμο λόγο διαζυγίου απότοκο υπαιτίας συμπεριφοράς του συζύγου, έχει όμως εφαρμογή όταν ο κληρονομούμενος δεν είχε ασκήσει μέχρι το θάνατό του το δικαίωμα διαζεύξεως.- Κατά το άρθρο 1822 ΑΚ ..
Διατάξεις:
ΑΚ: 1439, 1440, 1713, 1813, 1839, 1842,
Αριθμός 766/2004
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα και Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Απριλίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ΧΧΧ, κατοίκου Βούλας Αττικής, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Δαλιάνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1ΧΧΧ, 2) ΧΧΧ και 3) ΧΧΧ, κατοίκων Αγίας Παρασκευής Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καλονόμο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 20.7.1992 και 17.8.1992 αγωγές των διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3349/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 3835/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9.7.2003 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μπαρμπαστάθης ανέγνωσε την από 19.3.2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 1822 ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 1329/1983 το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι επέρχεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος στο σύνολό του, ήτοι περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος εξαιρέτου του επιζώντος συζύγου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει την λύση του γάμου με διαζύγιο υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως νόμιμες αιτίες που δικαιολογούν την λύση του γάμου νοούνται οι εκ των άρθρων 1439 και 1440 ΑΚ, λόγοι διαζυγίου στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αμαχήτως τεκμαιρόμενος εκ της υπερτετραετούς διαστάσεως κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, ο οποίος κατά τον ρητό ορισμό του νόμου (1439§2 εδ. α΄) θεμελιώνεται ακόμη και στην περίπτωση που ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Επομένως το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού επέρχεται ασχέτως υπαιτιότητος του εναγομένου συζύγου αφού ο νόμος αποσυνδέει τους λόγους διαζυγίου από την υπαιτιότητα. Εξάλλου από τον συνδυασμό της άνω διατάξεως με εκείνες των άρθρων 1713, 1813, 1839 και 1842 ΑΚ συνάγεται ότι μπορεί και ο κληρονομούμενος να αποκληρώσει το σύζυγό του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ήτοι εφ' όσον έχει ασκήσει κατ' αυτού αγωγή διαζυγίου έχων βάσιμο προς τούτο λόγο έστω και ανυπαίτιο, εκφράζοντας έτσι και ρητώς την βούλησή του για την επέλευση του ίδιου εννόμου αποτελέσματος, χωρίς να εμποδίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1842, η οποία απαιτεί για την αποκλήρωση βάσιμο λόγο διαζυγίου απότοκο υπαιτίας συμπεριφοράς του συζύγου, έχει όμως εφαρμογή όταν ο κληρονομούμενος δεν είχε ασκήσει μέχρι το θάνατό του το δικαίωμα διαζεύξεως. Περαιτέρω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά τις οποίες ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αντιστοίχως για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 566§1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα των αντιστοίχων λόγων αναιρέσεως απαιτείται να περιέχονται στο αναιρετήριο οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού επί των οποίων το δικαστήριο εστήριξε το τελικό του συμπέρασμα, ειδικώτερα δε ως προς την εκ πλαγίου παράβαση, αν δεν συντρέχει περίπτωση πλήρους ελλείψεως αιτιολογιών, πρέπει να προσδιορίζονται οι ελλείψεις ή ασάφειες ή αντιφάσεις τους, ενώ κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για την παράλειψη του δικαστηρίου να λάβει υπ' όψει προταθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ιδρύεται μόνον όταν ο παραλειφθείς ισχυρισμός είναι ουσιώδης ήτοι πρόσφορος να επιδράσει στο αποτέλεσμα της δίκης.
Κατά τα ιστορούμενα στο αναιρετήριο η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών αντίθετων αγωγών των αναιρεσιβλήτων και της αναιρεσειούσης με τις οποίες οι μεν πρώτοι επικαλούμενοι των ιδιότητά τους ως μόνων εκ διαθήκης κληρονόμων του αποβιώσαντος την 18-5-1991 συζύγου της δεύτερης Α. Μ. εζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι αποκλείσθηκε το δικαίωμά της από την κληρονομία και το εξαίρετο του συζύγου της συνεπεία της ασκήσεως από αυτόν της από 11-5-1984 αγωγής διαζυγίου λόγω υπερτετραετούς διαστάσεως, η δε τελευταία κυρίως μεν να αναγνωρισθεί η ακυρότης της από 17-10-1989 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος, λόγω ελλείψεως της συνειδήσεως των πραττομένων και στερήσεως της χρήσεως του λογικού καθώς και λόγω νοθεύσεως του κειμένου της, και συνακολούθως να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της, επικουρικώς δε να αναγνωρισθεί ότι κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης δεν υφίσταντο οι αναφερόμενοι σ' αυτήν λόγοι αποκληρώσεως και ότι συνεπώς συντρέχει ως αναγκαία κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της. Ακόμη εκτίθεται και ότι με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσειούσης και έγινε δεκτή η αγωγή των αντιδίκων της. Σύμφωνα με τα αναπτυσσόμενα ανωτέρω στην μείζονα σκέψη, εν όψει του εκτεθέντος υλικού της δίκης, κρίσιμο καθίσταται μόνον το ζήτημα της βασιμότητος του επικληθέντος με την αγωγή διαζυγίου λόγου διαζεύξεως, για την θεμελίωση του οποίου δεν είναι αναγκαία η υπαιτιότης της εναχθείσης συζύγου. Συνεπώς, ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός της αναιρεσειούσης ότι αποκλειστικός υπαίτιος του κλονισμού του γάμου ήτο ο αποβιώσας σύζυγός της δεν είναι πρόσφορος να επιδράσει στην έκβαση της δίκης, αφού για τον αποκλεισμό εκείνης από την κληρονομία του συζύγου της, συνακολούθως δε και για την εκ μέρους του εναναγόντος προς διάζευξη συζύγου της, άσκηση του δικαιώματος για αποκλήρωσή της, αρκεί και μόνον η βασιμότης του προβληθέντος ανυπαιτίου λόγου ασχέτως του κύρους της περί αποκληρώσεώς της διατάξεως της επίμαχης διαθήκης. Γι' αυτό ο 3ος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με το οποίο ψέγεται η απόφαση για την παράβλεψη του ανωτέρω ισχυρισμού της αναιρεσειούσης είναι απαράδεκτος, αφού ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός δεν είναι ουσιώδης. Περαιτέρω: α) Με τους 1ο και 2ο λόγους αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1820 και 1822 ΑΚ όπως ισχύουν και των άρθρων 1822 και 1842 ΑΚ αντιστοίχως, χωρίς να εκθέτει, και μάλιστα με πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου της ουσίας επί των οποίων αυτό εστήριξε το διατακτικό του, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου. Επομένως οι λόγοι αυτοί είναι αόριστοι. β) Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι περιέχονται σ' αυτήν αιτιολογίες επί του ουσιώδους για την ενεργητική νομιμοποίηση της συνεκδικασθείσης αγωγής των αναιρεσιβλήτων ζητήματος του κύρους της επίμαχης διαθήκης, τόσο από πλευράς γνησιότητας του κειμένου της, όσο και από πλευράς ικανότητος του διαθέτου προς σύνταξή της. Επομένως η περί του αντιθέτου αιτίαση του πρώτου σκέλους του 4ου λόγου, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμη, ενώ η περαιτέρω επικουρική αιτίαση περί ανεπαρκείας των συναφών αιτιολογιών είναι αόριστη διότι ούτε παρατίθενται οι πραγματικές παραδοχές του Εφετείου που αφορούν το ζήτημα αυτό, ούτε αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια. Ομοίως αόριστος είναι ο λόγος αυτός και ως προς την εκ του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που προσεκόμισε, όπως διατείνεται, η αναιρεσείουσα και γνωματεύσεις ιατρών περί της νοητικής καταστάσεως του διαθέτου, διότι δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα αγνοηθέντα έγγραφα και άλλα αποδεικτικά μέσα . γ) Με το ίδιο 4ο λόγο αναιρέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του, προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας ήχθη στην κρίση περί συνδρομής νομίμου περιπτώσεως αποκληρώσεως με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες λαμβάνοντας υπόψη μόνον τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων οι οποίες στηρίζονται σε απλές εικασίες και πληροφορίες μη επαληθευόμενες από άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο χωρίς να λάβει υπ' όψει αποδείξεις που παραδεκτώς προσεκόμισε η αναιρεσείουσα. Οι αιτιάσεις αυτές, κατ' ορθήν εκτίμηση πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη, κατ΄ άρθρο 561 §1 ΑΚ, περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες προεχόντως ως απαράδεκτες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-7-2003 αίτηση της ΧΧΧ περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3835/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2004.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2004.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Παναγιώτη Φιλιππόπουλο, Αντιπρόεδρο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Κωνσταντίνο Μουλαγιάννη, Αλέξανδρο Κασιώλα και Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Απριλίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ΧΧΧ, κατοίκου Βούλας Αττικής, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάριο Δαλιάνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1ΧΧΧ, 2) ΧΧΧ και 3) ΧΧΧ, κατοίκων Αγίας Παρασκευής Αττικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καλονόμο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 20.7.1992 και 17.8.1992 αγωγές των διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3349/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 3835/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9.7.2003 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μπαρμπαστάθης ανέγνωσε την από 19.3.2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 1822 ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 1329/1983 το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι επέρχεται, αυτοδικαίως εκ του νόμου, αποκλεισμός του κληρονομικού δικαιώματος στο σύνολό του, ήτοι περιλαμβανομένης και της νόμιμης μοίρας ως και του δικαιώματος εξαιρέτου του επιζώντος συζύγου, αν ο κληρονομούμενος είχε ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα να επιδιώξει την λύση του γάμου με διαζύγιο υπό την προϋπόθεση πως είχε βάσιμο προς τούτο λόγο, δηλαδή νόμιμη αιτία που δικαιολογεί την αιτηθείσα διάπλαση. Ως νόμιμες αιτίες που δικαιολογούν την λύση του γάμου νοούνται οι εκ των άρθρων 1439 και 1440 ΑΚ, λόγοι διαζυγίου στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αμαχήτως τεκμαιρόμενος εκ της υπερτετραετούς διαστάσεως κλονισμός της έγγαμης σχέσεως, ο οποίος κατά τον ρητό ορισμό του νόμου (1439§2 εδ. α΄) θεμελιώνεται ακόμη και στην περίπτωση που ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Επομένως το ανωτέρω έννομο αποτέλεσμα του αποκλεισμού επέρχεται ασχέτως υπαιτιότητος του εναγομένου συζύγου αφού ο νόμος αποσυνδέει τους λόγους διαζυγίου από την υπαιτιότητα. Εξάλλου από τον συνδυασμό της άνω διατάξεως με εκείνες των άρθρων 1713, 1813, 1839 και 1842 ΑΚ συνάγεται ότι μπορεί και ο κληρονομούμενος να αποκληρώσει το σύζυγό του υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, ήτοι εφ' όσον έχει ασκήσει κατ' αυτού αγωγή διαζυγίου έχων βάσιμο προς τούτο λόγο έστω και ανυπαίτιο, εκφράζοντας έτσι και ρητώς την βούλησή του για την επέλευση του ίδιου εννόμου αποτελέσματος, χωρίς να εμποδίζεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1842, η οποία απαιτεί για την αποκλήρωση βάσιμο λόγο διαζυγίου απότοκο υπαιτίας συμπεριφοράς του συζύγου, έχει όμως εφαρμογή όταν ο κληρονομούμενος δεν είχε ασκήσει μέχρι το θάνατό του το δικαίωμα διαζεύξεως. Περαιτέρω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά τις οποίες ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αντιστοίχως για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής διατάξεως νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 566§1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα των αντιστοίχων λόγων αναιρέσεως απαιτείται να περιέχονται στο αναιρετήριο οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού επί των οποίων το δικαστήριο εστήριξε το τελικό του συμπέρασμα, ειδικώτερα δε ως προς την εκ πλαγίου παράβαση, αν δεν συντρέχει περίπτωση πλήρους ελλείψεως αιτιολογιών, πρέπει να προσδιορίζονται οι ελλείψεις ή ασάφειες ή αντιφάσεις τους, ενώ κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για την παράλειψη του δικαστηρίου να λάβει υπ' όψει προταθέντα ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ιδρύεται μόνον όταν ο παραλειφθείς ισχυρισμός είναι ουσιώδης ήτοι πρόσφορος να επιδράσει στο αποτέλεσμα της δίκης.
Κατά τα ιστορούμενα στο αναιρετήριο η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών αντίθετων αγωγών των αναιρεσιβλήτων και της αναιρεσειούσης με τις οποίες οι μεν πρώτοι επικαλούμενοι των ιδιότητά τους ως μόνων εκ διαθήκης κληρονόμων του αποβιώσαντος την 18-5-1991 συζύγου της δεύτερης Α. Μ. εζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι αποκλείσθηκε το δικαίωμά της από την κληρονομία και το εξαίρετο του συζύγου της συνεπεία της ασκήσεως από αυτόν της από 11-5-1984 αγωγής διαζυγίου λόγω υπερτετραετούς διαστάσεως, η δε τελευταία κυρίως μεν να αναγνωρισθεί η ακυρότης της από 17-10-1989 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος, λόγω ελλείψεως της συνειδήσεως των πραττομένων και στερήσεως της χρήσεως του λογικού καθώς και λόγω νοθεύσεως του κειμένου της, και συνακολούθως να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της, επικουρικώς δε να αναγνωρισθεί ότι κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης δεν υφίσταντο οι αναφερόμενοι σ' αυτήν λόγοι αποκληρώσεως και ότι συνεπώς συντρέχει ως αναγκαία κληρονόμος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας της. Ακόμη εκτίθεται και ότι με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή της αναιρεσειούσης και έγινε δεκτή η αγωγή των αντιδίκων της. Σύμφωνα με τα αναπτυσσόμενα ανωτέρω στην μείζονα σκέψη, εν όψει του εκτεθέντος υλικού της δίκης, κρίσιμο καθίσταται μόνον το ζήτημα της βασιμότητος του επικληθέντος με την αγωγή διαζυγίου λόγου διαζεύξεως, για την θεμελίωση του οποίου δεν είναι αναγκαία η υπαιτιότης της εναχθείσης συζύγου. Συνεπώς, ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός της αναιρεσειούσης ότι αποκλειστικός υπαίτιος του κλονισμού του γάμου ήτο ο αποβιώσας σύζυγός της δεν είναι πρόσφορος να επιδράσει στην έκβαση της δίκης, αφού για τον αποκλεισμό εκείνης από την κληρονομία του συζύγου της, συνακολούθως δε και για την εκ μέρους του εναναγόντος προς διάζευξη συζύγου της, άσκηση του δικαιώματος για αποκλήρωσή της, αρκεί και μόνον η βασιμότης του προβληθέντος ανυπαιτίου λόγου ασχέτως του κύρους της περί αποκληρώσεώς της διατάξεως της επίμαχης διαθήκης. Γι' αυτό ο 3ος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με το οποίο ψέγεται η απόφαση για την παράβλεψη του ανωτέρω ισχυρισμού της αναιρεσειούσης είναι απαράδεκτος, αφού ο φερόμενος ως αγνοηθείς ισχυρισμός δεν είναι ουσιώδης. Περαιτέρω: α) Με τους 1ο και 2ο λόγους αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1820 και 1822 ΑΚ όπως ισχύουν και των άρθρων 1822 και 1842 ΑΚ αντιστοίχως, χωρίς να εκθέτει, και μάλιστα με πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου της ουσίας επί των οποίων αυτό εστήριξε το διατακτικό του, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου. Επομένως οι λόγοι αυτοί είναι αόριστοι. β) Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι περιέχονται σ' αυτήν αιτιολογίες επί του ουσιώδους για την ενεργητική νομιμοποίηση της συνεκδικασθείσης αγωγής των αναιρεσιβλήτων ζητήματος του κύρους της επίμαχης διαθήκης, τόσο από πλευράς γνησιότητας του κειμένου της, όσο και από πλευράς ικανότητος του διαθέτου προς σύνταξή της. Επομένως η περί του αντιθέτου αιτίαση του πρώτου σκέλους του 4ου λόγου, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμη, ενώ η περαιτέρω επικουρική αιτίαση περί ανεπαρκείας των συναφών αιτιολογιών είναι αόριστη διότι ούτε παρατίθενται οι πραγματικές παραδοχές του Εφετείου που αφορούν το ζήτημα αυτό, ούτε αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια. Ομοίως αόριστος είναι ο λόγος αυτός και ως προς την εκ του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το δικάσαν Εφετείο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που προσεκόμισε, όπως διατείνεται, η αναιρεσείουσα και γνωματεύσεις ιατρών περί της νοητικής καταστάσεως του διαθέτου, διότι δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα αγνοηθέντα έγγραφα και άλλα αποδεικτικά μέσα . γ) Με το ίδιο 4ο λόγο αναιρέσεως κατά το δεύτερο σκέλος του, προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας ήχθη στην κρίση περί συνδρομής νομίμου περιπτώσεως αποκληρώσεως με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες λαμβάνοντας υπόψη μόνον τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσιβλήτων οι οποίες στηρίζονται σε απλές εικασίες και πληροφορίες μη επαληθευόμενες από άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο χωρίς να λάβει υπ' όψει αποδείξεις που παραδεκτώς προσεκόμισε η αναιρεσείουσα. Οι αιτιάσεις αυτές, κατ' ορθήν εκτίμηση πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη, κατ΄ άρθρο 561 §1 ΑΚ, περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και γι' αυτό είναι απορριπτέες προεχόντως ως απαράδεκτες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-7-2003 αίτηση της ΧΧΧ περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3835/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2004.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2004.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου