- Αίτηση επανασυζήτησης. Ανωτέρα βία.
- Η αίτηση επανασυζητήσεως πρέπει να υποβάλλεται στο Δικαστήριο μέσα σε σύντομη προθεσμία δέκα ..
(10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως και πάντως πριν από την έκδοση της αποφάσεως, σκοπείται δε με αυτή η εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως, με την επίκληση λόγων ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του εντολέα διαδίκου ή του εντολοδόχου πληρεξουσίου δικηγόρου. Εκ τούτων παρέπεται, ότι η αίτηση επανασυζητήσεως δεν έχει τον χαρακτήρα ενδίκου μέσου, με το οποίο θεραπεύονται ενδεχόμενες πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων αλλά, ως ελέχθη, ειδικού ενδίκου βοηθήματος, η ενδεχόμενη παραδοχή του οποίου επιτρέπει εις το Δικαστήριο την εκ νέου συζήτηση του απορριφθέντος, λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου ενδίκου μέσου.- Η αίτηση επανασυζητήσεως πρέπει να υποβάλλεται στο Δικαστήριο μέσα σε σύντομη προθεσμία δέκα ..
- Κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή των προβλεπομένων από το νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως, είτε δια τρίτου προσώπου.
Διατάξεις:
ΠΔ: 18/1989 άρθ. 27,
Αριθμός 239/2003
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2001 με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Γ. Ανεμογιάννης, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Κ. Βιολάρης, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 12 Ιουλίου 1990 αίτηση, που επανεισάγεται σύμφωνα με διάταξη του Ν. 2479/97 μετά την από 29 Μαρτίου 1999 αίτηση επανασυζήτησης:
των: 1) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής (ΧΧΧ) και 2) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής (ΧΧΧ), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η 1890/1989 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Βιολάρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθμ. 476650-51/1999 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και υπ’ αριθμ. 184572-3/1999 ειδικά έντυπα παραβόλου, Σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η επανασυζήτηση της από 12.7.1990 αιτήσεως αναιρέσεως των ήδη αιτούντων, που ασκήθηκε στις 19.7.1990, κατά της αποφάσεως 1890/1989 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί έφεση των αιτούντων κατά της αποφάσεως 1027/1982 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή τους κατά της υπ’ αριθμ. 457/1981 πράξεως προσδιορισμού φόρου κληρονομίας του Οικονομικού Εφόρου Β΄ Κεφαλαίου Πειραιώς. Η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως συζητήθηκε ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δικάσιμο της 19.11.1997 και απορρίφθηκε με την απόφαση 115/14.1.1998 του Δικαστηρίου αυτού για έλλειψη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος την αίτηση αναιρέσεως δικηγόρου.
3. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση παρά την απουσία των αιτούντων κατά την παρούσα δικάσιμο δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την από 24.8.1999 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρίνας Σταυροπούλου, αντίγραφο της πράξεως του Προέδρου του Τμήματος με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 27.10.1999 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989) στη δικηγόρο Αθηνών Στέλλα Συλεούνη, η οποία διορίσθηκε αντίκλητος των αιτούντων με το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 του π.δ. 18/1989.
4. Επειδή, με το εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ρηθέντος ν. 2479/1997 (Α΄ 67) προσετέθη πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989, η οποία έχει ως εξής : «5. Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα». Εξ άλλου, με το επόμενο εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 ορίσθηκε ότι: «Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αίτηση δύναται, συντρεχουσών των υπό τούτου προβλεπόμενων προϋποθέσεων, να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ισχύος του παρόντος για αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο για μη νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου και δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1996». Η ισχύς αμφοτέρων των διατάξεων, ήτοι του εδαφίου β΄και του εδαφίου γ΄, αρχίζει, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του νόμου αυτού, από τη δημοσιευσή του στην Ε.τ.Κ., δηλαδή από 6.5.1997.
5. Επειδή, κατά την πρώτη των ανωτέρω διατάξεων (εδάφ. β΄ της παραγρ. 2 του άρθρ. 4 ν. 2479/1997), η οποία προστίθεται ως παγία διάταξη και ως νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, η αίτηση επανασυζητήσεως πρέπει να υποβάλλεται στο Δικαστήριο μέσα σε σύντομη προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως και πάντως πριν από την έκδοση της αποφάσεως, σκοπείται δε με αυτή η εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως, με την επίκληση λόγων ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του εντολέα διαδίκου ή του εντολοδόχου πληρεξουσίου δικηγόρου. Εκ τούτων παρέπεται, ότι η αίτηση επανασυζητήσεως δεν έχει τον χαρακτήρα ενδίκου μέσου, με το οποίο θεραπεύονται ενδεχόμενες πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων αλλά, ως ελέχθη, ειδικού ενδίκου βοηθήματος, η ενδεχόμενη παραδοχή του οποίου επιτρέπει εις το Δικαστήριο την εκ νέου συζήτηση του απορριφθέντος, λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου ενδίκου μέσου. Τέλος, με τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων (εδαφ. γ΄ της παραγρ. 2 του άρθρ. 4 ν. 2479/1997), η οποία έχει το χαρακτήρα μεταβατικής διατάξεως, στοιχούσα προς την κατά τα άνω θεσπιζομένη παγία διάταξη, παρέχεται η δυνατότης υποβολής της αιτήσεως επανασυζητήσεως για τους ίδιους λόγους για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την 1.1.1996 και προφανώς, μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού (6.5.1997), υπό την προϋπόθεση της υποβολής της αιτήσεως επανασυζητήσεως εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου 2479/1997.
6. Επειδή στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου...». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος...» και στο άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1948 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα, με πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και δημόσια από δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο, που θα αποφασίσει είτε για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του…».
7. Επειδή, η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 4 εδ. β, γ ν. 2479/1997) δεν αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι στο κατοχυρούμενο από τις διατάξεις αυτές δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια δεν περιλαμβάνεται το δικαίωμα εκείνου που άσκησε αίτηση αναιρέσεως η οποία απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου λόγω μη νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου του δικηγόρου να προσφύγει εκ νέου στο δικαστήριο με στόχο την επανάληψη της δίκης, στην οποία δεν παρέστη, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (λόγοι ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, άσκηση της αιτήσεως μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από τη συζήτηση). Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως ότι η παραπάνω ρύθμιση αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως ότι η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 10 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ του έτους 1948, πρέπει επίσης ν’ απορριφθεί, διότι, πάντως, το προστατευόμενο από τη Διακήρυξη αυτή δικαίωμα παροχής έννομης δικαστικής προστασίας καλύπτεται, καθόσον αφορά την επίδικη ρύθμιση, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν αντίκειται η ρύθμιση αυτή.
8. Επειδή, εξάλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή των προβλεπομένων από το νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως, είτε δια τρίτου προσώπου.
9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες επικαλούνται την παραπάνω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 4 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2479/1997) και προβάλλουν ότι τόσο η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο της ως άνω από 24.7.1990 αιτήσεως αναιρέσεως πληρεξουσίου τους δικηγόρου Περικλή Παπαγεωργίου, κατά τη συζήτηση αυτής στις 19.11.1997, όσο και η εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως εμποδίστηκαν από λόγους ανωτέρας βίας συνιστάμενους στην αιφνίδια ασθένεια που επέφερε τελικώς το θάνατο του παραπάνω δικηγόρου. Ειδικότερα, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι λόγω οξέος εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη ο παραπάνω δικηγόρος στις 24.7.1997 και άλλων παρομοίων που ακολούθησαν συνεπεία των οποίων απεβίωσε στις 28.2.1998, τελούσε για όλο αυτό το διάστημα σε πλήρη αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του, προσωπικών και επαγγελματικών. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, όπως ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτούντες, και λόγω του μονήρους χαρακτήρα του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, του οποίου το γραφείο ήταν κλειστό μετά το θάνατό του αλλά και της μακράς εκκρεμοδικίας (η αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε το έτος 1990), αυτοί αγνοούσαν χωρίς δική τους υπαιτιότητα, καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, την τύχη της υποθέσεώς τους. Κατόπιν δε οχλήσεων από τη φορολογική αρχή για την επίδικη οφειλή τους και μετά από επίμονες προσπάθειές τους πληροφορήθηκαν από συγγενείς του θανόντος δικηγόρου τα συμβάντα μόλις δύο ημέρες πριν την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεώς τους στις 29.3.1999. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι αιτούντες έχουν προσκομίσει: α) Την από 24.7.1997 ιατρική βεβαίωση του «Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών Α.Ε. – Υγεία», σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω Περικλής Παπαγεωργίου εισήχθη στο νοσοκομείο αυτό εκτάκτως πάσχων από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, β) το από 26.7.1997 εξιτήριο του παραπάνω νοσοκομείου «Υγεία», στο οποίο αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ως διάγνωση «οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο με παροδική ημιπάρεση δεξιά – αρτηριακή υπέρταση – διαταραχή κυκλοφορίας δεξιού κάτω άκρου», «επανεκτίμηση μετά 10ήμερο μετά την ολοκλήρωση του παρακλινικού ελέγχου» και «συνιστάται ιατρική κατ’ οίκον παρακολούθηση», γ) την από 25.2.1998 ιατρική βεβαίωση του «Ευγενιδείου Θεραπευτηρίου Α.Ε.» Αθηνών όπου αναφέρεται ότι ο παραπάνω Περικλής Παπαγεωργίου, πάσχων από βαρύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια και βαρεία αναπνευστική ανεπάρκεια νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο Θεραπευτήριο από 2.1.98, και δ) τη ληξιαρχιακή πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Αθηνών, από την οποία προκύπτει ότι ο ανωτέρω απεβίωσε στις 28.2.1998 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο. Με τα δεδομένα όμως αυτά δεν θεμελιώνεται η προβαλλόμενη ανώτερη βία, προεχόντως, διότι δεν προσάγεται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο εν λόγω δικηγόρος μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο «Υγεία» στις 26.7.1997 με σύσταση «ιατρικής κατ’ οίκον παρακολούθησης» και μέχρι την είσοδό του στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο στις 2.1.1998 τελούσε σε απόλυτη αδυναμία να πληροφορήσει τους αιτούντες ή άλλο δικηγόρο για την κατάσταση της υγείας του και την αδυναμία του να επιμεληθεί της επίδικης υποθέσεως των αιτούντων. Αλλά, ούτε και για το μετά το θάνατο του δικηγόρου αυτού στις 28.2.1998 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (29.3.1999) χρονικό διάστημα 13 μηνών θεμελιώνεται από τα παραπάνω προσαγόμενα στοιχεία και τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς λόγος ανωτέρας βίας που να εμπόδιζε την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως σε προγενέστερο χρόνο.
10. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2479/1997, εφόσον η προαναφερόμενη αίτηση αναιρέσεως, της οποίας ζητείται η επανασυζήτηση, συζητήθηκε στις 19.11.1997, η κρινόμενη δε αίτηση κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 29.3.1999, μετά μάλιστα την έκδοση της επί της παραπάνω αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεως 115/14.1.1998 του Δικαστηρίου και, πάντως, δεν αποδείχθηκε ότι η εκπρόθεσμη άσκησή της, 16 μήνες μάλιστα μετά τη λήξη της νόμιμης 10ήμερης προθεσμίας, οφείλετο σε λόγους ανώτερης βίας, οι οποίοι να δικαιολογούν το εκπρόθεσμο. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της επίσης προπαρατεθείσης μεταβατικής διατάξεως του εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν από 1.1.1996 έως 6.5.1997 και όχι μεταγενεστέρως, όπως εν προκειμένω η προαναφερόμενη απόφαση 115/1998 του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στις 14.1.1998.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αιτούντες για τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2001 και 20 Ιανουαρίου 2003
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Φ. Στεργιόπουλος Π. Στεργιοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 2003.
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Φ. Στεργιόπουλος Μ. Μπερδεμπέ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2001 με την εξής σύνθεση: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Γ. Ανεμογιάννης, Ν. Σκλίας, Σύμβουλοι, Κ. Βιολάρης, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Στεργιοπούλου.
Για να δικάσει την από 12 Ιουλίου 1990 αίτηση, που επανεισάγεται σύμφωνα με διάταξη του Ν. 2479/97 μετά την από 29 Μαρτίου 1999 αίτηση επανασυζήτησης:
των: 1) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής (ΧΧΧ) και 2) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής (ΧΧΧ), οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Κατσούλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η 1890/1989 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Κ. Βιολάρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ’ αριθμ. 476650-51/1999 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και υπ’ αριθμ. 184572-3/1999 ειδικά έντυπα παραβόλου, Σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η επανασυζήτηση της από 12.7.1990 αιτήσεως αναιρέσεως των ήδη αιτούντων, που ασκήθηκε στις 19.7.1990, κατά της αποφάσεως 1890/1989 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί έφεση των αιτούντων κατά της αποφάσεως 1027/1982 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή τους κατά της υπ’ αριθμ. 457/1981 πράξεως προσδιορισμού φόρου κληρονομίας του Οικονομικού Εφόρου Β΄ Κεφαλαίου Πειραιώς. Η παραπάνω αίτηση αναιρέσεως συζητήθηκε ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δικάσιμο της 19.11.1997 και απορρίφθηκε με την απόφαση 115/14.1.1998 του Δικαστηρίου αυτού για έλλειψη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος την αίτηση αναιρέσεως δικηγόρου.
3. Επειδή, νομίμως συζητείται η υπόθεση παρά την απουσία των αιτούντων κατά την παρούσα δικάσιμο δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την από 24.8.1999 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Συμβουλίου της Επικρατείας Μαρίνας Σταυροπούλου, αντίγραφο της πράξεως του Προέδρου του Τμήματος με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος η 27.10.1999 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989) στη δικηγόρο Αθηνών Στέλλα Συλεούνη, η οποία διορίσθηκε αντίκλητος των αιτούντων με το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ. 2 του π.δ. 18/1989.
4. Επειδή, με το εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ρηθέντος ν. 2479/1997 (Α΄ 67) προσετέθη πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989, η οποία έχει ως εξής : «5. Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα». Εξ άλλου, με το επόμενο εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 2479/1997 ορίσθηκε ότι: «Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αίτηση δύναται, συντρεχουσών των υπό τούτου προβλεπόμενων προϋποθέσεων, να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ισχύος του παρόντος για αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο για μη νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου και δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1996». Η ισχύς αμφοτέρων των διατάξεων, ήτοι του εδαφίου β΄και του εδαφίου γ΄, αρχίζει, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του νόμου αυτού, από τη δημοσιευσή του στην Ε.τ.Κ., δηλαδή από 6.5.1997.
5. Επειδή, κατά την πρώτη των ανωτέρω διατάξεων (εδάφ. β΄ της παραγρ. 2 του άρθρ. 4 ν. 2479/1997), η οποία προστίθεται ως παγία διάταξη και ως νέα παράγραφος 5 στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, η αίτηση επανασυζητήσεως πρέπει να υποβάλλεται στο Δικαστήριο μέσα σε σύντομη προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως και πάντως πριν από την έκδοση της αποφάσεως, σκοπείται δε με αυτή η εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως, με την επίκληση λόγων ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του εντολέα διαδίκου ή του εντολοδόχου πληρεξουσίου δικηγόρου. Εκ τούτων παρέπεται, ότι η αίτηση επανασυζητήσεως δεν έχει τον χαρακτήρα ενδίκου μέσου, με το οποίο θεραπεύονται ενδεχόμενες πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων αλλά, ως ελέχθη, ειδικού ενδίκου βοηθήματος, η ενδεχόμενη παραδοχή του οποίου επιτρέπει εις το Δικαστήριο την εκ νέου συζήτηση του απορριφθέντος, λόγω ελλείψεως νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου ενδίκου μέσου. Τέλος, με τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων (εδαφ. γ΄ της παραγρ. 2 του άρθρ. 4 ν. 2479/1997), η οποία έχει το χαρακτήρα μεταβατικής διατάξεως, στοιχούσα προς την κατά τα άνω θεσπιζομένη παγία διάταξη, παρέχεται η δυνατότης υποβολής της αιτήσεως επανασυζητήσεως για τους ίδιους λόγους για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν μετά την 1.1.1996 και προφανώς, μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού (6.5.1997), υπό την προϋπόθεση της υποβολής της αιτήσεως επανασυζητήσεως εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου 2479/1997.
6. Επειδή στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου...». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος...» και στο άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1948 ότι «Καθένας έχει δικαίωμα, με πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και δημόσια από δικαστήριο ανεξάρτητο και αμερόληπτο, που θα αποφασίσει είτε για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του…».
7. Επειδή, η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 4 εδ. β, γ ν. 2479/1997) δεν αντίκειται στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι στο κατοχυρούμενο από τις διατάξεις αυτές δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια δεν περιλαμβάνεται το δικαίωμα εκείνου που άσκησε αίτηση αναιρέσεως η οποία απορρίφθηκε με αμετάκλητη απόφαση του δικαστηρίου λόγω μη νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου του δικηγόρου να προσφύγει εκ νέου στο δικαστήριο με στόχο την επανάληψη της δίκης, στην οποία δεν παρέστη, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (λόγοι ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, άσκηση της αιτήσεως μέσα σε προθεσμία 10 ημερών από τη συζήτηση). Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως ότι η παραπάνω ρύθμιση αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως ότι η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 10 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ του έτους 1948, πρέπει επίσης ν’ απορριφθεί, διότι, πάντως, το προστατευόμενο από τη Διακήρυξη αυτή δικαίωμα παροχής έννομης δικαστικής προστασίας καλύπτεται, καθόσον αφορά την επίδικη ρύθμιση, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν αντίκειται η ρύθμιση αυτή.
8. Επειδή, εξάλλου, κατά γενική αρχή του δικαίου, ανωτέρα βία, συνεπαγόμενη την αναστολή των προβλεπομένων από το νόμο ανατρεπτικών προθεσμιών για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, συνιστά κάθε γεγονός απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα σύνεση και επιμέλεια, συνεπεία του οποίου ο ενδιαφερόμενος τελεί σε πραγματική αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του είτε αυτοπροσώπως, είτε δια τρίτου προσώπου.
9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες επικαλούνται την παραπάνω διάταξη του άρθρου 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 4 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2479/1997) και προβάλλουν ότι τόσο η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο της ως άνω από 24.7.1990 αιτήσεως αναιρέσεως πληρεξουσίου τους δικηγόρου Περικλή Παπαγεωργίου, κατά τη συζήτηση αυτής στις 19.11.1997, όσο και η εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως εμποδίστηκαν από λόγους ανωτέρας βίας συνιστάμενους στην αιφνίδια ασθένεια που επέφερε τελικώς το θάνατο του παραπάνω δικηγόρου. Ειδικότερα, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι λόγω οξέος εγκεφαλικού επεισοδίου που υπέστη ο παραπάνω δικηγόρος στις 24.7.1997 και άλλων παρομοίων που ακολούθησαν συνεπεία των οποίων απεβίωσε στις 28.2.1998, τελούσε για όλο αυτό το διάστημα σε πλήρη αδυναμία να επιμεληθεί των υποθέσεών του, προσωπικών και επαγγελματικών. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, όπως ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτούντες, και λόγω του μονήρους χαρακτήρα του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, του οποίου το γραφείο ήταν κλειστό μετά το θάνατό του αλλά και της μακράς εκκρεμοδικίας (η αίτηση αναιρέσεως κατατέθηκε το έτος 1990), αυτοί αγνοούσαν χωρίς δική τους υπαιτιότητα, καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, την τύχη της υποθέσεώς τους. Κατόπιν δε οχλήσεων από τη φορολογική αρχή για την επίδικη οφειλή τους και μετά από επίμονες προσπάθειές τους πληροφορήθηκαν από συγγενείς του θανόντος δικηγόρου τα συμβάντα μόλις δύο ημέρες πριν την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεώς τους στις 29.3.1999. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους οι αιτούντες έχουν προσκομίσει: α) Την από 24.7.1997 ιατρική βεβαίωση του «Διαγνωστικού και Θεραπευτικού Κέντρου Αθηνών Α.Ε. – Υγεία», σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω Περικλής Παπαγεωργίου εισήχθη στο νοσοκομείο αυτό εκτάκτως πάσχων από οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο, β) το από 26.7.1997 εξιτήριο του παραπάνω νοσοκομείου «Υγεία», στο οποίο αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ως διάγνωση «οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο με παροδική ημιπάρεση δεξιά – αρτηριακή υπέρταση – διαταραχή κυκλοφορίας δεξιού κάτω άκρου», «επανεκτίμηση μετά 10ήμερο μετά την ολοκλήρωση του παρακλινικού ελέγχου» και «συνιστάται ιατρική κατ’ οίκον παρακολούθηση», γ) την από 25.2.1998 ιατρική βεβαίωση του «Ευγενιδείου Θεραπευτηρίου Α.Ε.» Αθηνών όπου αναφέρεται ότι ο παραπάνω Περικλής Παπαγεωργίου, πάσχων από βαρύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια και βαρεία αναπνευστική ανεπάρκεια νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο Θεραπευτήριο από 2.1.98, και δ) τη ληξιαρχιακή πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Δήμου Αθηνών, από την οποία προκύπτει ότι ο ανωτέρω απεβίωσε στις 28.2.1998 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο. Με τα δεδομένα όμως αυτά δεν θεμελιώνεται η προβαλλόμενη ανώτερη βία, προεχόντως, διότι δεν προσάγεται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο εν λόγω δικηγόρος μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο «Υγεία» στις 26.7.1997 με σύσταση «ιατρικής κατ’ οίκον παρακολούθησης» και μέχρι την είσοδό του στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο στις 2.1.1998 τελούσε σε απόλυτη αδυναμία να πληροφορήσει τους αιτούντες ή άλλο δικηγόρο για την κατάσταση της υγείας του και την αδυναμία του να επιμεληθεί της επίδικης υποθέσεως των αιτούντων. Αλλά, ούτε και για το μετά το θάνατο του δικηγόρου αυτού στις 28.2.1998 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως (29.3.1999) χρονικό διάστημα 13 μηνών θεμελιώνεται από τα παραπάνω προσαγόμενα στοιχεία και τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς λόγος ανωτέρας βίας που να εμπόδιζε την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως σε προγενέστερο χρόνο.
10. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. β΄ του ν. 2479/1997, εφόσον η προαναφερόμενη αίτηση αναιρέσεως, της οποίας ζητείται η επανασυζήτηση, συζητήθηκε στις 19.11.1997, η κρινόμενη δε αίτηση κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 29.3.1999, μετά μάλιστα την έκδοση της επί της παραπάνω αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεως 115/14.1.1998 του Δικαστηρίου και, πάντως, δεν αποδείχθηκε ότι η εκπρόθεσμη άσκησή της, 16 μήνες μάλιστα μετά τη λήξη της νόμιμης 10ήμερης προθεσμίας, οφείλετο σε λόγους ανώτερης βίας, οι οποίοι να δικαιολογούν το εκπρόθεσμο. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της επίσης προπαρατεθείσης μεταβατικής διατάξεως του εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 εφόσον, όπως προεκτέθηκε, η διάταξη αυτή αναφέρεται σε αποφάσεις που δημοσιεύτηκαν από 1.1.1996 έως 6.5.1997 και όχι μεταγενεστέρως, όπως εν προκειμένω η προαναφερόμενη απόφαση 115/1998 του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου που δημοσιεύθηκε στις 14.1.1998.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στους αιτούντες για τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2001 και 20 Ιανουαρίου 2003
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας
Φ. Στεργιόπουλος Π. Στεργιοπούλου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 2003.
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
Φ. Στεργιόπουλος Μ. Μπερδεμπέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου