Εκούσια αναγνώριση τέκνου γεννημένου εκτός γάμου. Ακύρωση εκούσιας αναγνώρισης τέκνου.
- Aπό τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όπως είναι και από τον πατέρα, κατά το άρθρο 1475 ΑΚ, εκούσια αναγνώριση τέκνου, που γεννήθηκε εκτός γάμου, η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βούλησης με απάτη, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Το δικαίωμα αυτό του πατέρα (ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή για προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης) για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης, λόγω πλάνης, για την πατρότητά του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15.10.1975, κύρωση με το ν. 1702/1987), το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης. Και τούτο γιατί, το άρθρο 4 αναφέρεται σε έγκυρη εκούσια αναγνώριση και δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκούσια αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία της. Η δυνατότητα, επομένως, για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης δεν αντιβαίνει στο κατά το άρθρο 1476 εδ.γ΄ΑΚ αμετάκλητο της δήλωσης. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Ως απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, νοείται κάθε από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) παραπλανητική συμπεριφορά ή τέχνασμα, με την οποία προκαλείται στον δηλούντα πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται ορισμένη πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή στη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών), που μπορεί να επηρεάσουν τη βούληση του δηλούντος, με την ατελή ανακοίνωση αληθινών περιστατικών, με απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας κλπ, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει, είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν τα μέρη τελούν σε ιδιαίτερη σχέση ή το είδος της δικαιοπραξίας επιβάλλει στα μέρη υποχρέωση πίστης. Η συνεπεία της απάτης πλάνη του δηλούντος δεν είναι ανάγκη να είναι ουσιώδης, αν δεν είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχόμενου στην απάτη πρέπει να τείνει στη διατύπωση ορισμένης δήλωσης βουλήσεως από τον εξαπατηθέντα, δεν απαιτείται δε όπως ο εξαπατών επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέτος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την ακύρωση της δικαιοπραξίας συνεπεία απάτης δεν προσαπατείται και υπαιτιότητα (καταλογιστό) του δράστη, διότι λόγος ακύρωσης της δικαιοπραξίας είναι το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος. Το δικαίωμα του πλανηθέντος ή απατηθέντος προς ακύρωση της διακαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη ή η απάτη εξακολούθησαν και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς ή απατηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος ή απατηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ. β΄ΑΚ.
- Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγησή τους, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς
Διατάξεις:
ΑΚ: 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155, 157, 1475, 1476,
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19, Αριθμός 1783/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου και του αρχαιοτέρου του Αρεοπαγίτη), Ρένα Ασημακοπούλου, Χαράλαμπο Ζώη, Αθανάσιο Κουτρομάνο και Ιωάννη Παπουτσή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαϊου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: XXX, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριο Τσικρικά.
Της αναιρεσίβλητης: XXX, ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της XXX, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δαούτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-6-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6876/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 1041/2005 μη οριστική και 1621/2006 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 15-6-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Ζώης ανέγνωσε την από 26-4-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο υπ' αριθ. 1.2 λόγος αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί, αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγησή τους, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όπως είναι και από τον πατέρα, κατά το άρθρο 1475 ΑΚ, εκούσια αναγνώριση τέκνου, που γεννήθηκε εκτός γάμου, η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βούλησης με απάτη, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Το δικαίωμα αυτό του πατέρα (ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή για προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης) για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης, λόγω πλάνης, για την πατρότητά του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15.10.1975, κύρωση με το ν.1702/1987), το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης. Και τούτο γιατί, το άρθρο 4 αναφέρεται σε έγκυρη εκούσια αναγνώριση και δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκούσια αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία της. Η δυνατότητα, επομένως, για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης δεν αντιβαίνει στο κατά το άρθρο 1476 εδ.γ΄ΑΚ αμετάκλητο της δήλωσης. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Ως απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, νοείται κάθε από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) παραπλανητική συμπεριφορά ή τέχνασμα, με την οποία προκαλείται στον δηλούντα πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται ορισμένη πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή στη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών), που μπορεί να επηρεάσουν τη βούληση του δηλούντος, με την ατελή ανακοίνωση αληθινών περιστατικών, με απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας κλπ, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει, είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν τα μέρη τελούν σε ιδιαίτερη σχέση ή το είδος της δικαιοπραξίας επιβάλλει στα μέρη υποχρέωση πίστης. Η συνεπεία της απάτης πλάνη του δηλούντος δεν είναι ανάγκη να είναι ουσιώδης, αν δεν είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχόμενου στην απάτη πρέπει να τείνει στη διατύπωση ορισμένης δήλωσης βουλήσεως από τον εξαπατηθέντα, δεν απαιτείται δε όπως ο εξαπατών επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέτος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την ακύρωση της δικαιοπραξίας συνεπεία απάτης δεν προσαπατείται και υπαιτιότητα (καταλογιστό) του δράστη, διότι λόγος ακύρωσης της δικαιοπραξίας είναι το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος. Το δικαίωμα του πλανηθέντος ή απατηθέντος προς ακύρωση της διακαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη ή η απάτη εξακολούθησαν και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς ή απατηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος ή απατηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ.β΄ΑΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν τα εξής: Ότι η εναγόμενη διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον ενάγοντα από τον Ιανουάριο 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996 και ότι την 19.6.1996, μετά δηλαδή τη διακοπή του ερωτικού τους δεσμού, είχαν σαρκική συνάφεια. Ότι η εναγόμενη γέννησε την 9-2-1997, εκτός γάμου, θήλυ τέκνο, το οποίο ο ενάγων, συναινούσης και της μητέρας του τέκνου, ανεγνώρισε εκουσίως ως δικό του, με την υπ΄αριθμ. XXX συμβολαιογραφική πράξη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Δ. Περαιτέρω, ως προς τον ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αγωγικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ότι αυτός προέβη στην ως άνω εκουσία αναγνώριση του εκτός γάμου γεννηθέντος από την εναγομένη τέκνου, λόγω ουσιώδους πλάνης ως προς την ιδιότητά του ως φυσικού πατέρα του τέκνου αλλά και απάτης που μετήλθε η εναγόμενη, η οποία μολονότι είχε, κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα, ερωτικές σχέσεις και με άλλον άνδρα, εν γνώσει της απέκρυψε τις σχέσεις της αυτές από τον ενάγοντα και ενεργώντας αντίθετα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ψευδώς του παρέστησε, ότι φυσικός πατέρας του τέκνου ήταν αυτός (ενάγων) και έτσι παραπλάνησε αυτόν να αναγνωρίσει το τέκνο ως δικό του, την πραγματική δε αλήθεια, ότι δηλαδή πατέρας του τέκνου ήταν άλλος, με τον οποίο η εναγομένη διατηρούσε ερωτικές σχέσεις κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, πληροφορήθηκε ο ενάγων από τη μητέρα του τέκνου (εναγομένη) κατά τη συζήτηση που είχαν στις 28.6.2000 και βεβαιώθηκε περί αυτού κατά το μήνα Νοέμβριο 2000, κατά την τηλεφωνική συνομιλία που ο ενάγων είχε με τη μητέρα του τέκνου, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ότι οι μάρτυρες, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν έχουν άμεση αντίληψη, ούτε και οι εξετασθέντος ενόρκως, στις 8.11.2002 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι δε διάδικοι κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του (εφετείου) προς παροχή διευκρινίσεων εξέθεσαν διαφορετική εκδοχή ο καθένας σχετικά με το περιεχόμενο της συζήτησης που είχαν κατά τη συνάντησή τους στις 28.6.2000. Η μεν εναγόμενη κατέθεσε, ότι συζήτησαν σχετικά με τη διενέργεια εξέτασης με τη μέθοδο του DNA για τη διακρίβωση της πατρότητας του τέκνου, για την οποία ο ενάγων είχε εκφράσει αμφιβολίες από τον Απρίλιο του έτους 2000, ο δε ενάγων ότι του απεκάλυψε, ότι δεν ήταν αυτός ο φυσικός - βιολογικός πατέρας της ανήλικης. Ως προς το περιεχόμενο δε της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, που είχαν μεταγενέστερα, την οποία η εναγόμενη προσδιορίζει χρονικά τον Αύγουστο του έτους 2000 και ο ενάγων τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο ενάγων κατέθεσε ότι του ζήτησε να έχει μια επικοινωνία με το παιδί. Υπέρ της άποψης ότι η συζήτηση που είχαν οι διάδικοι κατά τη συνάντησή τους στις 28.6.2000 δεν είχε περιεχόμενο την αποκάλυψη προς τον ενάγοντα, ότι δεν είναι πατέρας του άνω αναγνωρισθέντος εκουσίως από αυτό τέκνου, συνηγορεί και το γεγονός ότι σε αμέσως μεταγενέστερο χρόνο, την 1.9.2000 πλήρωσε, όπως ο ίδιος εκθέτει στην έφεση του και τις προτάσεις του, ασφάλιστρα για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που είχε συνάψει με την εταιρεία Nationale Nederladen υπέρ της άνω ανήλικης, πράξη στην οποία δεν θα προέβαινε εάν, όπως ισχυρίζεται, είχε κάνει σ΄αυτόν γνωστό η εναγόμενη ότι δεν είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου. Ακολούθως, το Εφετείο δέχεται, ότι δεν αποδείχθηκαν κατά την κρίση του τα περιστατικά της αποκάλυψης της επικαλουμένης πλάνης του κατά τους άνω μεταγενέστερους χρόνους, ώστε έκτοτε αρχίζει η διετής αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 εδ. β΄ ΑΚ και να μη έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία, όπως δέχθηκε το εφετείο ασκήθηκε την 11.6.2002, μετά πάροδο διετίας σχεδόν από της 28.6.2000, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος η εναγομένη του απεκάλυψε ότι δεν ήταν αυτός πατέρας του αναγνωρισθέντος τέκνου και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία είχε απορρίψει επίσης την αγωγή, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση διετίας από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, απέρριψε την έφεση του ενάγοντος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, χωρίς αιτιολογίες απέρριψε τον ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αγωγικό ισχυρισμό του ενάγοντος και εκκαλούντος, ότι κατά την εκουσία από αυτόν αναγνώριση του γεννηθέντος από την εναγομένη εκτός γάμου τέκνου αυτός εβρίσκετο σε πλάνη, ως προς την ιδιότητα του τέκνου ως δικού του, από τη σαρκική συνάφεια που αυτός είχε με τη μητέρα του τέκνου την 19.6.1996, χωρίς δε επίσης αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι στη δήλωση βουλήσεως προς εκουσία αναγνώριση του τέκνου ως δικού του αυτός προέβη και λόγω απατηλής συμπεριφοράς της μητέρας του τέκνου, η οποία, μολονότι εγνώριζε ότι αυτό είχε συλληφθεί από τις σχέσεις της με άλλον άνδρα, ψευδώς εν γνώσει της εμφάνισε σ΄αυτόν, ότι το τέκνο είχε γεννηθεί από την σαρκική συνάφεια που αυτή είχε με τον ενάγοντα την προαναφερομένη χρονολογία, και έτσι πέτυχε να διατηρηθεί σ΄αυτόν η πεπλανημένη αντίληψη που είχε ως προς την πατρότητα του τέκνου. Επίσης με ανεπαρκείς αλλά και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε τον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος, ότι η πλάνη του ως προς την πατρότητα του τέκνου διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι την 28.6.2000, οπότε η εναγόμενη του απεκάλυψε ότι πατέρας του τέκνου ήταν άλλος άνδρας με τον οποίο αυτή διατηρούσε, κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα, ερωτικές σχέσεις. Αρκέστηκε το Εφετείο να παραθέσει τα όσα οι διάδικοι κατέθεσαν ενώπιόν του, κατά την εξέτασή τους προς παροχή διευκρινίσεων, υιοθετώντας την κατάθεση της εναγομένης, η οποία δεν αρνήθηκε την συνάντησή τους, κατά την άνω χρονολογία, αλλά κατέθεσε ότι κατ΄ αυτήν συζητήθηκε η απαίτηση του ενάγοντος να διενεργηθεί εξέταση DNA προς διακρίβωση της πατρότητας. Μολονότι δε δέχεται ότι κατά τη συνάντηση αυτή έγινε συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ως προς την πατρότητα του τέκνου και συνακόλουθα για την απαίτηση του ενάγοντος να διενεργηθεί εξέταση DNA, και επομένως δεν έπαυσε έκτοτε η πλάνη του ενάγοντος, ακολούθως αντιφατικώς απέρριψε την αγωγή, διότι αυτή ασκήθηκε μετά παρέλευση σχεδόν διετίας από της χρονολογίας αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξ αιτίας ελλείψεως αιτιολογιών αλλά και ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, συνεπεία της οποίας πλημμέλειας καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των αναφερομένων στην αρχή της παρούσης διατάξεων των άρθρων 140, 141, 142, 147, 154 και 155 του ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε το Εφετείο, αλλά και της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 157 εδ. β΄ΑΚ την οποία εφάρμοσε το Εφετείο και απέρριψε τον περί συνδρομής ουσιώδους πλάνης και πλάνης συνεπεία απάτης, η οποία εξακολούθησε τουλάχιστον μέχρι και 28.6.2000 ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων, κατ΄ επίκληση παραβίασης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι χωρίς αιτιολογίες αλλά και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε α) τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, ότι κατά την εκουσία αναγνώριση του τέκνου τελούσε σε κατάσταση πλάνης, ότι ήταν ο βιολογικός πατέρας του τέκνου και ότι στην αναγνώριση αυτή προέβη και συνεπεία απάτης από την μητέρα του τέκνου, η οποία με πρόθεση, προκειμένου να πείσει αυτόν να αναγνωρίσει το τέκνο, μολονότι εγνώριζε ότι κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλον άντρα, απέκρυψε αυτό από τον ενάγοντα και ψευδώς εν γνώσει τον διαβεβαίωσε, ότι το τέκνο είχε γεννηθεί από την σαρκική συνεύρεση που είχε μαζί του. περί πλάνης και απάτης του ισχυρισμό, και β) την αντένσταση του ενάγοντος ότι η πλάνη του ως προς την ιδιότητά του ως βιολογικού πατέρα του τέκνου, διατηρήθηκε μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000 άλλως μέχρι και την 28.06.2000. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ΄αριθμ. 1.621./2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν αυτή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, από ευρώ 1.500.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΚ: 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155, 157, 1475, 1476,
ΚΠολΔ: 559 αριθ. 19, Αριθμός 1783/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου και του αρχαιοτέρου του Αρεοπαγίτη), Ρένα Ασημακοπούλου, Χαράλαμπο Ζώη, Αθανάσιο Κουτρομάνο και Ιωάννη Παπουτσή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαϊου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: XXX, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριο Τσικρικά.
Της αναιρεσίβλητης: XXX, ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της XXX, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δαούτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-6-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6876/2003 του ίδιου Δικαστηρίου, 1041/2005 μη οριστική και 1621/2006 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 15-6-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Ζώης ανέγνωσε την από 26-4-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο υπ' αριθ. 1.2 λόγος αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί, αναιρεθεί δε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της ουσιαστικού δικαίου διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγησή τους, το εκ των οποίων πόρισμα εκτίθεται σαφώς. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142, 147, 148, 154, 155 και 157 ΑΚ προκύπτει, ότι αν κατά την κατάρτιση δικαιοπραξίας, όπως είναι και από τον πατέρα, κατά το άρθρο 1475 ΑΚ, εκούσια αναγνώριση τέκνου, που γεννήθηκε εκτός γάμου, η δήλωση δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του δηλούντος ή αν αυτός παρασύρθηκε σε δήλωση βούλησης με απάτη, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Το δικαίωμα αυτό του πατέρα (ο οποίος δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την αγωγή για προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης) για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης, λόγω πλάνης, για την πατρότητά του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους (15.10.1975, κύρωση με το ν.1702/1987), το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης. Και τούτο γιατί, το άρθρο 4 αναφέρεται σε έγκυρη εκούσια αναγνώριση και δεν παρακωλύει την εφαρμογή στην εκούσια αναγνώριση των γενικών διατάξεων για την ακυρότητα ή την ακυρωσία της. Η δυνατότητα, επομένως, για ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης δεν αντιβαίνει στο κατά το άρθρο 1476 εδ.γ΄ΑΚ αμετάκλητο της δήλωσης. Είναι δε ουσιώδης η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητά του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Πλάνη είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτουμένης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματική κατάσταση, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος, όταν δηλαδή αυτός δεν είναι εν γνώσει ότι αγνοεί την απαιτούμενη πραγματική κατάσταση, διότι αν έχει πλήρη επίγνωση της αγνοίας του δεν πλανάται. Ως απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, νοείται κάθε από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος) παραπλανητική συμπεριφορά ή τέχνασμα, με την οποία προκαλείται στον δηλούντα πλάνη ή ενισχύεται ή διατηρείται ορισμένη πεπλανημένη αντίληψη αυτού, ώστε η συμπεριφορά αυτή να υπήρξε αποφασιστική για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ή στη συνομολόγηση ορισμένων κρίσιμων σημείων αυτής. Η παραπλανητική συμπεριφορά μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών (παρελθόντων, παρόντων ή μελλοντικών), που μπορεί να επηρεάσουν τη βούληση του δηλούντος, με την ατελή ανακοίνωση αληθινών περιστατικών, με απόκρυψη ή αποσιώπηση της αλήθειας κλπ, εφόσον στη τελευταία αυτή περίπτωση ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια έχει υποχρέωση να την αποκαλύψει, είτε από το νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν τα μέρη τελούν σε ιδιαίτερη σχέση ή το είδος της δικαιοπραξίας επιβάλλει στα μέρη υποχρέωση πίστης. Η συνεπεία της απάτης πλάνη του δηλούντος δεν είναι ανάγκη να είναι ουσιώδης, αν δεν είναι ουσιώδης μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και λόγω πλάνης. Ο δόλος του μετερχόμενου στην απάτη πρέπει να τείνει στη διατύπωση ορισμένης δήλωσης βουλήσεως από τον εξαπατηθέντα, δεν απαιτείται δε όπως ο εξαπατών επιδιώκει την απόκτηση παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέτος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την ακύρωση της δικαιοπραξίας συνεπεία απάτης δεν προσαπατείται και υπαιτιότητα (καταλογιστό) του δράστη, διότι λόγος ακύρωσης της δικαιοπραξίας είναι το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος. Το δικαίωμα του πλανηθέντος ή απατηθέντος προς ακύρωση της διακαιοπραξίας, υπόκειται σε διετή αποσβεστική προθεσμία από της δικαιοπραξίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και η οποία διετία, αν η πλάνη ή η απάτη εξακολούθησαν και μετά την διετία, αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή, δηλαδή από τότε που ο πλανηθείς ή απατηθείς, έλαβε γνώση της πραγματικής κατάστασης, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αυτός υπολάμβανε ως αληθινά ή ασυνείδητα αγνοούσε, κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, με βάση την οποία διαμορφώθηκε η βούλησή του προς κατάρτιση αυτής. Ο ισχυρισμός του πλανηθέντος ή απατηθέντος, που ζητεί την ακύρωση της δικαιοπραξίας, μετά την παρέλευση διετίας, ότι η πλάνη του διήρκησε και μετά την παρέλευση διετίας από της καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, αποτελεί αντένσταση, από το άρθρο 157 εδ.β΄ΑΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι αποδείχτηκαν τα εξής: Ότι η εναγόμενη διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον ενάγοντα από τον Ιανουάριο 1995 μέχρι και το Φεβρουάριο 1996 και ότι την 19.6.1996, μετά δηλαδή τη διακοπή του ερωτικού τους δεσμού, είχαν σαρκική συνάφεια. Ότι η εναγόμενη γέννησε την 9-2-1997, εκτός γάμου, θήλυ τέκνο, το οποίο ο ενάγων, συναινούσης και της μητέρας του τέκνου, ανεγνώρισε εκουσίως ως δικό του, με την υπ΄αριθμ. XXX συμβολαιογραφική πράξη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Δ. Περαιτέρω, ως προς τον ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αγωγικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ότι αυτός προέβη στην ως άνω εκουσία αναγνώριση του εκτός γάμου γεννηθέντος από την εναγομένη τέκνου, λόγω ουσιώδους πλάνης ως προς την ιδιότητά του ως φυσικού πατέρα του τέκνου αλλά και απάτης που μετήλθε η εναγόμενη, η οποία μολονότι είχε, κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα, ερωτικές σχέσεις και με άλλον άνδρα, εν γνώσει της απέκρυψε τις σχέσεις της αυτές από τον ενάγοντα και ενεργώντας αντίθετα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ψευδώς του παρέστησε, ότι φυσικός πατέρας του τέκνου ήταν αυτός (ενάγων) και έτσι παραπλάνησε αυτόν να αναγνωρίσει το τέκνο ως δικό του, την πραγματική δε αλήθεια, ότι δηλαδή πατέρας του τέκνου ήταν άλλος, με τον οποίο η εναγομένη διατηρούσε ερωτικές σχέσεις κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, πληροφορήθηκε ο ενάγων από τη μητέρα του τέκνου (εναγομένη) κατά τη συζήτηση που είχαν στις 28.6.2000 και βεβαιώθηκε περί αυτού κατά το μήνα Νοέμβριο 2000, κατά την τηλεφωνική συνομιλία που ο ενάγων είχε με τη μητέρα του τέκνου, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: Ότι οι μάρτυρες, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν έχουν άμεση αντίληψη, ούτε και οι εξετασθέντος ενόρκως, στις 8.11.2002 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι δε διάδικοι κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιόν του (εφετείου) προς παροχή διευκρινίσεων εξέθεσαν διαφορετική εκδοχή ο καθένας σχετικά με το περιεχόμενο της συζήτησης που είχαν κατά τη συνάντησή τους στις 28.6.2000. Η μεν εναγόμενη κατέθεσε, ότι συζήτησαν σχετικά με τη διενέργεια εξέτασης με τη μέθοδο του DNA για τη διακρίβωση της πατρότητας του τέκνου, για την οποία ο ενάγων είχε εκφράσει αμφιβολίες από τον Απρίλιο του έτους 2000, ο δε ενάγων ότι του απεκάλυψε, ότι δεν ήταν αυτός ο φυσικός - βιολογικός πατέρας της ανήλικης. Ως προς το περιεχόμενο δε της τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, που είχαν μεταγενέστερα, την οποία η εναγόμενη προσδιορίζει χρονικά τον Αύγουστο του έτους 2000 και ο ενάγων τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο ενάγων κατέθεσε ότι του ζήτησε να έχει μια επικοινωνία με το παιδί. Υπέρ της άποψης ότι η συζήτηση που είχαν οι διάδικοι κατά τη συνάντησή τους στις 28.6.2000 δεν είχε περιεχόμενο την αποκάλυψη προς τον ενάγοντα, ότι δεν είναι πατέρας του άνω αναγνωρισθέντος εκουσίως από αυτό τέκνου, συνηγορεί και το γεγονός ότι σε αμέσως μεταγενέστερο χρόνο, την 1.9.2000 πλήρωσε, όπως ο ίδιος εκθέτει στην έφεση του και τις προτάσεις του, ασφάλιστρα για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που είχε συνάψει με την εταιρεία Nationale Nederladen υπέρ της άνω ανήλικης, πράξη στην οποία δεν θα προέβαινε εάν, όπως ισχυρίζεται, είχε κάνει σ΄αυτόν γνωστό η εναγόμενη ότι δεν είναι ο φυσικός πατέρας του τέκνου. Ακολούθως, το Εφετείο δέχεται, ότι δεν αποδείχθηκαν κατά την κρίση του τα περιστατικά της αποκάλυψης της επικαλουμένης πλάνης του κατά τους άνω μεταγενέστερους χρόνους, ώστε έκτοτε αρχίζει η διετής αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 εδ. β΄ ΑΚ και να μη έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία, όπως δέχθηκε το εφετείο ασκήθηκε την 11.6.2002, μετά πάροδο διετίας σχεδόν από της 28.6.2000, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος η εναγομένη του απεκάλυψε ότι δεν ήταν αυτός πατέρας του αναγνωρισθέντος τέκνου και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία είχε απορρίψει επίσης την αγωγή, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση διετίας από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, απέρριψε την έφεση του ενάγοντος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, χωρίς αιτιολογίες απέρριψε τον ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αγωγικό ισχυρισμό του ενάγοντος και εκκαλούντος, ότι κατά την εκουσία από αυτόν αναγνώριση του γεννηθέντος από την εναγομένη εκτός γάμου τέκνου αυτός εβρίσκετο σε πλάνη, ως προς την ιδιότητα του τέκνου ως δικού του, από τη σαρκική συνάφεια που αυτός είχε με τη μητέρα του τέκνου την 19.6.1996, χωρίς δε επίσης αιτιολογίες απέρριψε τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι στη δήλωση βουλήσεως προς εκουσία αναγνώριση του τέκνου ως δικού του αυτός προέβη και λόγω απατηλής συμπεριφοράς της μητέρας του τέκνου, η οποία, μολονότι εγνώριζε ότι αυτό είχε συλληφθεί από τις σχέσεις της με άλλον άνδρα, ψευδώς εν γνώσει της εμφάνισε σ΄αυτόν, ότι το τέκνο είχε γεννηθεί από την σαρκική συνάφεια που αυτή είχε με τον ενάγοντα την προαναφερομένη χρονολογία, και έτσι πέτυχε να διατηρηθεί σ΄αυτόν η πεπλανημένη αντίληψη που είχε ως προς την πατρότητα του τέκνου. Επίσης με ανεπαρκείς αλλά και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε τον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος, ότι η πλάνη του ως προς την πατρότητα του τέκνου διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι την 28.6.2000, οπότε η εναγόμενη του απεκάλυψε ότι πατέρας του τέκνου ήταν άλλος άνδρας με τον οποίο αυτή διατηρούσε, κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα, ερωτικές σχέσεις. Αρκέστηκε το Εφετείο να παραθέσει τα όσα οι διάδικοι κατέθεσαν ενώπιόν του, κατά την εξέτασή τους προς παροχή διευκρινίσεων, υιοθετώντας την κατάθεση της εναγομένης, η οποία δεν αρνήθηκε την συνάντησή τους, κατά την άνω χρονολογία, αλλά κατέθεσε ότι κατ΄ αυτήν συζητήθηκε η απαίτηση του ενάγοντος να διενεργηθεί εξέταση DNA προς διακρίβωση της πατρότητας. Μολονότι δε δέχεται ότι κατά τη συνάντηση αυτή έγινε συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ως προς την πατρότητα του τέκνου και συνακόλουθα για την απαίτηση του ενάγοντος να διενεργηθεί εξέταση DNA, και επομένως δεν έπαυσε έκτοτε η πλάνη του ενάγοντος, ακολούθως αντιφατικώς απέρριψε την αγωγή, διότι αυτή ασκήθηκε μετά παρέλευση σχεδόν διετίας από της χρονολογίας αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης εξ αιτίας ελλείψεως αιτιολογιών αλλά και ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, συνεπεία της οποίας πλημμέλειας καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των αναφερομένων στην αρχή της παρούσης διατάξεων των άρθρων 140, 141, 142, 147, 154 και 155 του ΑΚ, τις οποίες δεν εφάρμοσε το Εφετείο, αλλά και της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 157 εδ. β΄ΑΚ την οποία εφάρμοσε το Εφετείο και απέρριψε τον περί συνδρομής ουσιώδους πλάνης και πλάνης συνεπεία απάτης, η οποία εξακολούθησε τουλάχιστον μέχρι και 28.6.2000 ισχυρισμό (αντένσταση) του ενάγοντος. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων, κατ΄ επίκληση παραβίασης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση, ότι χωρίς αιτιολογίες αλλά και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε α) τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος, ότι κατά την εκουσία αναγνώριση του τέκνου τελούσε σε κατάσταση πλάνης, ότι ήταν ο βιολογικός πατέρας του τέκνου και ότι στην αναγνώριση αυτή προέβη και συνεπεία απάτης από την μητέρα του τέκνου, η οποία με πρόθεση, προκειμένου να πείσει αυτόν να αναγνωρίσει το τέκνο, μολονότι εγνώριζε ότι κατά το κρίσιμο της συλλήψεως χρονικό διάστημα διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με άλλον άντρα, απέκρυψε αυτό από τον ενάγοντα και ψευδώς εν γνώσει τον διαβεβαίωσε, ότι το τέκνο είχε γεννηθεί από την σαρκική συνεύρεση που είχε μαζί του. περί πλάνης και απάτης του ισχυρισμό, και β) την αντένσταση του ενάγοντος ότι η πλάνη του ως προς την ιδιότητά του ως βιολογικού πατέρα του τέκνου, διατηρήθηκε μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000 άλλως μέχρι και την 28.06.2000. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου και παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ΄αριθμ. 1.621./2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν αυτή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, από ευρώ 1.500.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουλίου 2007. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
FOGGS.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου