Παυλιανή αγωγή. Νομιμοποίηση του συνδίκου προς έγερση της αγωγής σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, αν η μεταβίβαση του πράγματος..
έγινε πριν την ύποπτη περίοδο. Μεταβίβαση ομάδας περιουσίας.Διατάξεις:
ΑΚ: 479, 939, 941, 943
ΚΠολΔ: 242, 559, 576, 936, 953, 992 Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 943 του Α.Κ. προκύπτει ότι η παυλιανή αγωγή μπορεί να ασκηθεί εναντίον του οφειλέτη και του τρίτου που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικώς και συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Κυρίως όμως η παυλιανή αγωγή αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίον έχει περιέλθει το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε και ο οποίος οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 943 εδ. α Α.Κ. να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν, με την έννοια, όπως αυτή επανακαθορίζεται από τα άρθρα 936, 953 παρ. 3 εδ. γ και 992 Κ.Πολ.Δ., μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 4 του Ν. 2298/1995, της αυτοδίκαιης απαγόρευσης σ' αυτόν (τρίτο) να προβάλει το δικαίωμά του στην έκταση που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη, η οποία ενεργεί μόνο υπέρ του δανειστή αυτού (άρθρο 943 εδ. β Α.Κ.). Η διάταξη του άνω άρθρου δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, ο οποίος μεταβίβασε πριν από την ύποπτη περίοδο το πράγμα προς τρίτο, προς καταδολίευση των δανειστών του, οπότε νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή περί διαρρήξεως μόνο ο σύνδικος, ο οποίος εκπροσωπεί την ομάδα των πιστωτών και ζητεί την επαναφορά του απαλλοτριωθέντος στην πτωχευτική περιουσία.
Η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., περί μεταβίβασης ομάδας περιουσίας, εφαρμόζεται και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε σύγχρονα είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση όμως στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Η διάταξη όμως αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν.
Αριθμός 1/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Γεώργιο Καλαμίδα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία «ΧΧΧ και Σια Ο.Ε.», που εδρεύει στην ΧΧΧ Ν. Σερρών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ν. Σιάρκο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, ως συνδίκου πτώχευσης του υπό πτώχευση τελούντος ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2)ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πεταλά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-1999 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και του ΧΧΧ, ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3811/2002 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 363/2003 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 20 Δεκεμβρίου 2003 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε η αναιρεσείουσα και η 2η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καλαμίδας ανέγνωσε την από 31 Οκτωβρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την με επίκληση προσκομιζόμενη 152 β/27-4-2004 έκθεση επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ΧΧΧ προκύπτει ότι, ακριβές αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, μετά της κάτωθι αυτής πράξεως ορισμού δικασίμου για την στην αρχή της παρούσης αναφερόμενη δικάσιμο και μετά κλήσεως προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, με παραγγελία της επισπεύδουσας τη συζήτηση αναιρεσείουσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παραστάσεως κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, κατ΄άρθρο 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της αιτήσεως, παρά την απουσία του νόμιμα κλητευθέντος ως άνω αναιρεσιβλήτου. Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 943 του Α.Κ. προκύπτει ότι η παυλιανή αγωγή μπορεί να ασκηθεί εναντίον του οφειλέτη και του τρίτου που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικώς και συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Κυρίως όμως η παυλιανή αγωγή αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίον έχει περιέλθει το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε και ο οποίος οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 943 εδ.α Α.Κ. να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν, με την έννοια, όπως αυτή επανακαθορίζεται από τα άρθρα 936, 953 παρ.3 εδ.γ και 992 Κ.Πολ.Δ., μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 4 του Ν.2298/1995,της αυτοδίκαιης απαγόρευσης σ' αυτόν (τρίτο) να προβάλλει το δικαίωμά του στην έκταση που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη, η οποία ενεργεί μόνο υπέρ του δανειστή αυτού (άρθρο 943 εδ.β Α.Κ.).
Η διάταξη του άνω άρθρου δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, ο οποίος μεταβίβασε πριν από την ύποπτη περίοδο το πράγμα προς τρίτο, προς καταδολίευση των δανειστών του, οπότε νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή περί διαρρήξεως μόνο ο σύνδικος, ο οποίος εκπροσωπεί την ομάδα των πιστωτών και ζητεί την επαναφορά του απαλλοτριωθέντος στην πτωχευτική περιουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει, η ενάγουσα-αναιρεσείουσα εκθέτει στην αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, ότι ο εναγόμενος-αναιρεσίβλητος, όφειλε σ΄αυτή (ενάγουσα) 26.000.000 δραχμές και με το 31285/17-12-1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ΧΧΧ μεταβίβασε στην δεύτερη εναγομένη-αναιρεσίβλητη το αναφερόμενο ακίνητο, με το σκοπό να μην ικανοποιήσει την άνω οφειλή του προς την ενάγουσα, ζητεί δε να διαρρηχθεί η άνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία ως καταδολιευτική. Ότι ο εναγόμενος, με την 6234/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως από 11-11-1998, με χρόνο παύσεως πληρωμών την 1-3-1998 και η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, ασκήθηκε μετά την πτώχευση (29-6-1999).Κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για την άσκηση της αγωγής αυτής, νομιμοποιείται ενεργητικά ο σύνδικος της πτωχεύσεως αυτής. Επομένως, η προσβαλλομένη, που απέρριψε την αγωγή, την οποία άσκησε η δανείστρια-ενάγουσα εταιρία, ως απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομομοποιήσεως της ενάγουσας, δεν παραβίασε τους προαναφερθέντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 939, 941 και 943 Α.Κ.,ως και τους όμοιους των άρθρων 537-538 του Εμπ.Ν. και ο αντίθετος εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. εφαρμόζεται και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε σύγχρονα είτε διαδοχικά, με την προυπόθεση όμως στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Η διάταξη όμως αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της περιουσίας η επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, απέρριψε ως μη νόμιμη την εκ του άρθρου 479 Α.Κ. επικουρική βάση της αγωγής, διότι, όπως αναφέρεται σ αυτή, η περιουσία του οφειλέτη αποτελείτο, μετά τη γένεση της αξιώσεως της ενάγουσας κατ αυτού, από τρία τουλάχιστον ακίνητα, από τα οποία το ένα μόνο μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη και τα άλλα δύο τμηματικά σε διαφορετικά πρόσωπα. Εφόσον αναφέρονται στην αγωγή τα ανωτέρω και δεν αναφέρεται σ αυτή ότι τα άνω πρόσωπα εγνώριζαν ότι το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, το άρθρο 479 Α.Κ. δεν ήταν εφαρμοστέο, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, και το Εφετείο που δεν το εφάρμοσε και απέρριψε την εκ του άρθρου αυτού επικουρική βάση της αγωγής ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε τον ουσιαστικού δικαίου κανόνα αυτού του άρθρου και ο αντίθετος εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ.8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα πού προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα» νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί πού τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκούμενου με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ.Α.Π.3/1997).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, αυτή, για να καταλήξει στην κρίση της ότι η αγωγή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη της γενόμενης με το 31.285/1997 συμβόλαιο της Συμ/φου Πειραιώς ΧΧΧ δικαιοπραξίας, είναι απαράδεκτη κατά την κύρια βάση της και μη νόμιμη κατά της επικουρική της βάση, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας ότι η μόνη καταδολιευτική δικαιοπραξία (μεταβίβαση ακινήτου στη δεύτερη αναιρεσίβλητη), της οποίας ζητούσε την διάρρηξη, ήταν εκείνη πού έγινε με το άνω συμβόλαιο. Ειδικώτερα, αναφέρεται στην προσβαλλομένη ότι με την αγωγή ζητείται να διαρρηχθεί, ως καταδολιευτική, η με το άνω συμβόλαιο γενόμενη δικαιοπραξία, ενώ επίσης αναφέρεται σ αυτή ,στο σκεπτικό απόρριψης της επικουρικής βάσεως της αγωγής, ότι οι λοιπές, αναφερόμενες σ' αυτή (αγωγή), δύο μεταβιβάσεις ακινήτων,δεν έγιναν με σκοπό καταδολίευσης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό ότι η μόνη καταδολιευτική μεταβίβαση ήταν η γενομένη με το άνω συμβόλαιο, είναι αβάσιμος.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει και εκτέθηκε, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 479 του Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της περιουσίας μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν το γνωρίζουν αυτό, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που απέκτησε. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, όπως εκτέθηκε, ότι η εκ του άρθρου 479 Α.Κ. επικουρική βάση της αγωγής είναι μη νόμιμη, εφόσον αναφέρεται σ αυτή ότι η περιουσία του μεταβιβάσαντος οφειλέτη αποτελείτο από τρία τουλάχιστον ακίνητα, από τα οποία το ένα μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη-αναιρεσίβλητη και τα άλλα δύο (διαμερίσματα πολυκατοικιών επιφανείας το πρώτο 31 τ.μ. και το δεύτερο 66 τ.μ) μεταβιβάστηκαν τμηματικά σε διαφορετικά πρόσωπα. Ενόψει των άνω παραδοχών του Εφετείου ,ο με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το μεταβιβασθέν στη δεύτερη αναιρεσίβλητη ακίνητο ήταν το πλέον σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάσαντος οφειλέτη και επομένως έπρεπε να εφαρμοσθεί το άρθρο 479 Α.Κ., ήταν προεχόντως μη νόμιμος και ως τέτοιος επουσιώδης, μη συνιστών «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. και η από το Εφετείο μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού αυτού δεν ιδρύει τον εκ της άνω διατάξεως λόγο αναιρέσεως.Εντεύθεν, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ως άνω ισχυρισμό και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης δευτέρας αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-12-2003 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία «ΧΧΧ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» για αναίρεση της 363/2003 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της δευτέρας αναιρεσιβλήτου,τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα(1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Νοεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2006.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Γεώργιο Καλαμίδα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: εταιρείας με την επωνυμία «ΧΧΧ και Σια Ο.Ε.», που εδρεύει στην ΧΧΧ Ν. Σερρών. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ν. Σιάρκο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, ως συνδίκου πτώχευσης του υπό πτώχευση τελούντος ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 2)ΧΧΧ, κατοίκου Πειραιώς, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πεταλά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-1999 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και του ΧΧΧ, ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3811/2002 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 363/2003 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 20 Δεκεμβρίου 2003 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε η αναιρεσείουσα και η 2η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Καλαμίδας ανέγνωσε την από 31 Οκτωβρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την με επίκληση προσκομιζόμενη 152 β/27-4-2004 έκθεση επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας ΧΧΧ προκύπτει ότι, ακριβές αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, μετά της κάτωθι αυτής πράξεως ορισμού δικασίμου για την στην αρχή της παρούσης αναφερόμενη δικάσιμο και μετά κλήσεως προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, με παραγγελία της επισπεύδουσας τη συζήτηση αναιρεσείουσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον πρώτο αναιρεσίβλητο, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παραστάσεως κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, κατ΄άρθρο 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της αιτήσεως, παρά την απουσία του νόμιμα κλητευθέντος ως άνω αναιρεσιβλήτου. Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 943 του Α.Κ. προκύπτει ότι η παυλιανή αγωγή μπορεί να ασκηθεί εναντίον του οφειλέτη και του τρίτου που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικώς και συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας. Κυρίως όμως η παυλιανή αγωγή αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίον έχει περιέλθει το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε και ο οποίος οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 943 εδ.α Α.Κ. να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν, με την έννοια, όπως αυτή επανακαθορίζεται από τα άρθρα 936, 953 παρ.3 εδ.γ και 992 Κ.Πολ.Δ., μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 4 του Ν.2298/1995,της αυτοδίκαιης απαγόρευσης σ' αυτόν (τρίτο) να προβάλλει το δικαίωμά του στην έκταση που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη, η οποία ενεργεί μόνο υπέρ του δανειστή αυτού (άρθρο 943 εδ.β Α.Κ.).
Η διάταξη του άνω άρθρου δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση πτωχεύσεως του οφειλέτη, ο οποίος μεταβίβασε πριν από την ύποπτη περίοδο το πράγμα προς τρίτο, προς καταδολίευση των δανειστών του, οπότε νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή περί διαρρήξεως μόνο ο σύνδικος, ο οποίος εκπροσωπεί την ομάδα των πιστωτών και ζητεί την επαναφορά του απαλλοτριωθέντος στην πτωχευτική περιουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει, η ενάγουσα-αναιρεσείουσα εκθέτει στην αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, ότι ο εναγόμενος-αναιρεσίβλητος, όφειλε σ΄αυτή (ενάγουσα) 26.000.000 δραχμές και με το 31285/17-12-1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ΧΧΧ μεταβίβασε στην δεύτερη εναγομένη-αναιρεσίβλητη το αναφερόμενο ακίνητο, με το σκοπό να μην ικανοποιήσει την άνω οφειλή του προς την ενάγουσα, ζητεί δε να διαρρηχθεί η άνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία ως καταδολιευτική. Ότι ο εναγόμενος, με την 6234/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως από 11-11-1998, με χρόνο παύσεως πληρωμών την 1-3-1998 και η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη, ασκήθηκε μετά την πτώχευση (29-6-1999).Κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, για την άσκηση της αγωγής αυτής, νομιμοποιείται ενεργητικά ο σύνδικος της πτωχεύσεως αυτής. Επομένως, η προσβαλλομένη, που απέρριψε την αγωγή, την οποία άσκησε η δανείστρια-ενάγουσα εταιρία, ως απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομομοποιήσεως της ενάγουσας, δεν παραβίασε τους προαναφερθέντες κανόνες του ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 939, 941 και 943 Α.Κ.,ως και τους όμοιους των άρθρων 537-538 του Εμπ.Ν. και ο αντίθετος εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. πρώτος λόγος της αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ. εφαρμόζεται και όταν ολόκληρη η περιουσία ή επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε σύγχρονα είτε διαδοχικά, με την προυπόθεση όμως στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Η διάταξη όμως αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της περιουσίας η επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, απέρριψε ως μη νόμιμη την εκ του άρθρου 479 Α.Κ. επικουρική βάση της αγωγής, διότι, όπως αναφέρεται σ αυτή, η περιουσία του οφειλέτη αποτελείτο, μετά τη γένεση της αξιώσεως της ενάγουσας κατ αυτού, από τρία τουλάχιστον ακίνητα, από τα οποία το ένα μόνο μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη και τα άλλα δύο τμηματικά σε διαφορετικά πρόσωπα. Εφόσον αναφέρονται στην αγωγή τα ανωτέρω και δεν αναφέρεται σ αυτή ότι τα άνω πρόσωπα εγνώριζαν ότι το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, το άρθρο 479 Α.Κ. δεν ήταν εφαρμοστέο, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, και το Εφετείο που δεν το εφάρμοσε και απέρριψε την εκ του άρθρου αυτού επικουρική βάση της αγωγής ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε τον ουσιαστικού δικαίου κανόνα αυτού του άρθρου και ο αντίθετος εκ του άρθρου 559 αριθ.1 Κ.Πολ.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ο εκ του άρθρου 559 αριθ.8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα πού προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα» νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί πού τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκούμενου με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ.Α.Π.3/1997).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει, αυτή, για να καταλήξει στην κρίση της ότι η αγωγή, με την οποία ζητείται η διάρρηξη της γενόμενης με το 31.285/1997 συμβόλαιο της Συμ/φου Πειραιώς ΧΧΧ δικαιοπραξίας, είναι απαράδεκτη κατά την κύρια βάση της και μη νόμιμη κατά της επικουρική της βάση, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας ότι η μόνη καταδολιευτική δικαιοπραξία (μεταβίβαση ακινήτου στη δεύτερη αναιρεσίβλητη), της οποίας ζητούσε την διάρρηξη, ήταν εκείνη πού έγινε με το άνω συμβόλαιο. Ειδικώτερα, αναφέρεται στην προσβαλλομένη ότι με την αγωγή ζητείται να διαρρηχθεί, ως καταδολιευτική, η με το άνω συμβόλαιο γενόμενη δικαιοπραξία, ενώ επίσης αναφέρεται σ αυτή ,στο σκεπτικό απόρριψης της επικουρικής βάσεως της αγωγής, ότι οι λοιπές, αναφερόμενες σ' αυτή (αγωγή), δύο μεταβιβάσεις ακινήτων,δεν έγιναν με σκοπό καταδολίευσης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό ότι η μόνη καταδολιευτική μεταβίβαση ήταν η γενομένη με το άνω συμβόλαιο, είναι αβάσιμος.
Το Εφετείο, όπως από την προσβαλλομένη προκύπτει και εκτέθηκε, δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 479 του Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν το σύνολο της περιουσίας μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν το γνωρίζουν αυτό, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που απέκτησε. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, όπως εκτέθηκε, ότι η εκ του άρθρου 479 Α.Κ. επικουρική βάση της αγωγής είναι μη νόμιμη, εφόσον αναφέρεται σ αυτή ότι η περιουσία του μεταβιβάσαντος οφειλέτη αποτελείτο από τρία τουλάχιστον ακίνητα, από τα οποία το ένα μεταβιβάσθηκε στη δεύτερη εναγομένη-αναιρεσίβλητη και τα άλλα δύο (διαμερίσματα πολυκατοικιών επιφανείας το πρώτο 31 τ.μ. και το δεύτερο 66 τ.μ) μεταβιβάστηκαν τμηματικά σε διαφορετικά πρόσωπα. Ενόψει των άνω παραδοχών του Εφετείου ,ο με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το μεταβιβασθέν στη δεύτερη αναιρεσίβλητη ακίνητο ήταν το πλέον σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του μεταβιβάσαντος οφειλέτη και επομένως έπρεπε να εφαρμοσθεί το άρθρο 479 Α.Κ., ήταν προεχόντως μη νόμιμος και ως τέτοιος επουσιώδης, μη συνιστών «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. και η από το Εφετείο μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού αυτού δεν ιδρύει τον εκ της άνω διατάξεως λόγο αναιρέσεως.Εντεύθεν, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα από τον αναιρεσείοντα ως άνω ισχυρισμό και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης δευτέρας αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-12-2003 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία «ΧΧΧ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» για αναίρεση της 363/2003 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της δευτέρας αναιρεσιβλήτου,τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα(1.170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Νοεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Ιανουαρίου 2006.
FOGGS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου