Το επώνυμο τέκνων που γεννιούνται χωρίς γάμο
Α) Ποιο επώνυμο παίρνει το τέκνο που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του;
Σύμφωνα
με το άρθρο 1506 Α.Κ. «Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του
παίρνει το επώνυμο της μητέρας του». Το τέκνο, επομένως, σε ...αυτήν την
περίπτωση, αποκτά αυτοδικαίως το επώνυμο που έχει η μητέρα του κατά το
χρόνο της γέννησής του, και το οποίο μπορεί να είναι είτε το επώνυμο που
είχε η μητέρα του κατά το χρόνο της δικής του γέννησης είτε το επώνυμο
που η ίδια απέκτησε μεταγενέστερα από τυχόν υιοθεσία της, αλλαγή
επωνύμου κατά τη διοικητική διαδικασία ή μετά από δική της αναγνώριση. Β) Τι συμβαίνει αν η μητέρα είναι παντρεμένη και ο σύζυγός της θέλει να δώσει στο τέκνο το επώνυμό του;
Ο
σύζυγος της μητέρας (εννοείται όχι και πατέρας του τέκνου κατά το νόμο)
έχει τη δυνατότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο να δώσει στο τέκνο το
επώνυμό του στη θέση του έως τότε επωνύμου του τέκνου ή και επιπρόσθετα,
με απαραίτητη, όμως, τη συναίνεση, με τον ίδιο τύπο (συμβολαιογραφικό),
η μητέρα και το τέκνο. Γ) Τι ισχύει αν οι γονείς παντρευτούν μετά τη γέννηση του τέκνου;
Σε
περίπτωση που οι γονείς του τέκνου παντρευτούν μετά τη γέννηση του
τέκνου, εφαρμόζονται ως προς το επώνυμο αυτού οι διατάξεις του άρθρο
1505 Αστικού Κώδικα, ήτοι το επώνυμο θα καθοριστεί με κοινή δήλωση και
των δύο γονέων.
Δ) Αν ο πατέρας αναγνωρίσει το τέκνο μετά τη γέννησή του;
Αν ο πατέρας του τέκνου αναγνωρίσει αυτό εκούσια ή δικαστικά,
χωρίς ταυτόχρονα να τελεστεί και γάμος των γονέων του, το ενήλικο
τέκνο, ή αν αυτό είναι ανήλικο, οι γονείς του ή και ένας από αυτούς ή ο
επίτροπός τους έχουν δικαίωμα, μέσα σε ένα έτος από την αναγνώριση, να
προσθέσουν με δήλωση στο ληξίαρχο, στο ως τότε επώνυμου του τέκνου το
επώνυμο του πατέρα. Στην περίπτωση που την ως άνω δήλωση την κάνουν και
οι δύο γονείς του τέκνου, τότε το επώνυμο του τέκνου μπορεί να είναι
είτε το επώνυμο του ενός από τους γονείς είτε συνδυασμός των επωνύμων
τους, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από
δύο επώνυμα.
Δικαστική Αναγνώριση Πατρότητας
Ποιοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν την αγωγή για αναγνώριση της πατρότητας
Α) Η μητέρα
Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει δικαστικά την αναγνώριση
της πατρότητας του τέκνου της που
γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του. Μάλιστα το δικαίωμα αυτό της
μητέρας είναι αυτοτελές σε σχέση με το αντίστοιχο δικαίωμα του παιδιού
της, καθώς η μητέρα δεν λειτουργεί ως αντιπρόσωπος του τέκνου της αλλά
για τον εαυτό της ατομικά.
Σε περίπτωση ανήλικης και άγαμης
μητέρας, η ως άνω αγωγή ασκείται από το νόμιμο εκπρόσωπό της. Όμως για
ανήλικη και άγαμη μητέρα ηλικίας από δέκα μέχρι δέκα οκτώ ετών γίνεται
δεκτό ότι μπορεί να την ασκήσει αυτοπροσώπως, όπως ισχύει και στην
περίπτωση που αυτοπροσώπως δηλώνει την συναίνεσή της για την εκούσια
αναγνώριση του τέκνου της από τον πατέρα. Σε περίπτωση στερητικής
δικαστικής συμπαράστασης (πλήρους ή μερικής), καθώς και όταν η μητέρα
είναι ανίκανη λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει την
αποφασιστικότητα της βούλησης της, δεν μπορεί να ασκήσει η ίδια την
αγωγή αναγνώρισης του τέκνου της. Αντίθετα η μητέρα που βρίσκεται σε
επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορεί να ασκήσει μόνη της την ως άνω
αγωγή, όπως επίσης και η ανήλικη και έγγαμη μητέρα, η οποία μπορεί
αυτοπροσώπως να ασκήσει τόσο την αγωγή για την προσβολή της πατρότητας
του συζύγου της σε περίπτωση που το παιδί της δεν έχει αυτόν πατέρα όσο
και την αγωγή για την αναγνώριση της πατρότητας κατά του αληθινού
πατέρα.
Το δικαίωμα της μητέρας για αναγνώριση
της πατρότητας είναι προσωπαγές και αποσβήνεται με το θάνατό της. Επίσης
το δικαίωμα αυτό αποσβήνεται όταν περάσουν πέντε χρόνια από τον τοκετό.
Αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, η
προθεσμία για την άσκηση της παραπάνω αγωγής αρχίζει αφότου γίνει
αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας.
Τέλος σε περίπτωση που οι γονείς
παντρευτούν μετά τη γέννηση του παιδιού, το δικαίωμα της μητέρας για την
αναγνώριση του παιδιού της μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε.
Β) Το παιδί
Το παιδί έχει επίσης αυτοτελές δικαίωμα
για την άσκηση αγωγής για αναγνώριση της πατρότητάς του είτε με την
μητέρα του, όσο είναι ανήλικο είτε αυτοπροσώπως μετά την ενηλικίωσή του.
Το δικαίωμα του τέκνου αποσβήνεται ένα έτος μετά την ενηλικίωση του.
Γ) Ο πατέρας και οι γονείς του
Ο πατέρας και σε περίπτωση θανάτου του ή
δικαιοπρακτικής ανικανότητας του οι γονείς του έχουν δικαίωμα να
ασκήσουν την αγωγή για την αναγνώριση της πατρότητας, μόνο αν η μητέρα
αρνήθηκε να συναινέσει κατά το στάδιο της εκούσιας αναγνώρισης της
πατρότητας. Ότι ισχύει για την μητέρα σε δικαστική συμπαράσταση, ή για
την ανήλικη και άγαμη μητέρα, ή για την ανήλικη έγγαμη μητέρα ισχύουν
και τον πατέρα. Το δικαίωμα του πατέρα ή των γονιών του αποσβήνεται με
το θάνατό τους ή με την πάροδο δύο ετών από τότε που η μητέρα αρνήθηκε
να δώσει την συναίνεσή της στην εκούσια αναγνώριση.
εκούσια αναγνώριση
Ποιοί δικαιούνται να προβούν σε εκούσια αναγνώριση της πατρότητας τέκνου;
Καταρχήν
ο πατέρας του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του έχει
δικαίωμα να το αναγνωρίσει, εφόσον συναινεί σε αυτό η μητέρα
, καθώς χωρίς τη δική της συναίνεση η αναγνώριση δεν ολοκληρώνεται.
Αν η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα το
δικαίωμα αυτό έχει μόνο ο πατέρας και γίνεται με μόνη τη δήλωση του.
Τέλος αν ο πατέρας έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η
αναγνώριση μπορεί να γίνει από τον παππού ή τη γιαγιά της πατρικής
γραμμής.
Χαρακτηριστικά του δικαιώματος αναγνώρισης πατρότητας τέκνου.
Το
παραπάνω δικαίωμα είναι έντονο προσωπαγές. Αυτό σημαίνει ότι η δήλωση
της αναγνώρισης από τον πατέρα και της συναίνεσης από την μητέρα
γίνονται αυτοπροσώπως και δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από κανένα και
για κανένα λόγο.
Άλλωστε ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει το τέκνο του είτε όταν είναι
πλήρως δικαιοπρακτικά ικανός, δηλαδή είναι ενήλικος ή και ανήλικος
μεταξύ δέκα και δεκαοκτώ ετών και έχει την ικανότητα διάκρισης είτε
είναι περιορισμένα ικανός δηλαδή έχει τεθεί σε πλήρη ή μερική επικουρική
συμπαράσταση οπότε απαιτείται και η συναίνεση του δικαστικού
συμπαραστάτη του. Αντίθετα δεν μπορεί να αναγνωρίσει το τέκνο του ο
πατέρας, ούτε να αντιπροσωπευθεί όταν έχει τεθεί σε πλήρη ή μερική
στερητική δικαστική συμπαράσταση ή δεν έχει συνείδηση των πράξεων του ή
βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά
τη λειτουργία της βούλησης του ή είναι μεταξύ δέκα και δεκαοκτώ ετών και
δεν έχει διάκριση της βούλησης του, οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις
μπορούν να αναγνωρίσουν το τέκνο οι γονείς του πατέρα, για τους οποίους
ισχύουν τα παραπάνω ως προς τη δικαιοπρακτική τους ικανότητα. Οι γονείς
του πατέρα μπορούν εκτός από μόνος του ο καθένας να προβεί στην
αναγνώριση και από κοινού.
Ως προς τη συναίνεση της μητέρας ισχύει ότι και για την αναγνώριση του πατέρα.
Προϋποθέσεις της εκούσιας αναγνώρισης
Η
δήλωση της αναγνώρισης της πατρότητας τέκνου από τον πατέρα και τους
γονείς του, όπως και η συναίνεση της μητέρας γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου, όπως
είπαμε αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. Η δήλωση του πατέρα
μπορεί να γίνει και πριν από τη γέννηση του παιδιού, μετά όμως τη
σύλληψή του, όπως και μετά το θάνατο του παιδιού, εφόσον άφησε κατιόντες
καθώς η αναγνώριση λειτουργεί υπέρ των κατιόντων του τέκνου. Επίσης ο
πατέρας και οι γονείς του μπορούν και με διαθήκη, ιδιόγραφη, δημόσια, μυστική ή έκτακτη να αναγνωρίσουν τέκνο.
Η
δήλωση της συναίνεσης της μητέρας συνήθως περιλαμβάνεται στο ίδιο
συμβολαιογραφικό έγγραφο με τη δήλωση αναγνώρισης του πατέρα ή των
γονέων του. Μπορεί όμως να δοθεί και με χωριστό συμβολαιογραφικό έγγραφο
είτε πριν είτε μετά τη δήλωση του πατέρα. Μετά συνήθως δίνεται όταν η
δήλωση του πατέρα περιέχεται σε διαθήκη, οπότε πρέπει πρώτα να λάβει
γνώση της διαθήκης.
Ανάκληση των δηλώσεων είτε του πατέρα και των γονέων του είτε της μητέρας δεν επιτρέπεται.
Αποτελέσματα της αναγνώρισης
Σε περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης το τέκνο έχει ως προς όλα θέση τέκνου
γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους.
Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πλήρης συγγενικός δεσμός ανάμεσα στο τέκνο και
στον πατέρα του, καθώς και στους συγγνείς του. Επίσης προκύπτει πλήρες
εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα του τέκνου με τον πατέρα του και τους
συγγενείς του όπως και δικαίωμα νόμιμης μοίρας.
Ακολούθως υπάρχει πλέον αμοιβαίο δικαίωμα διατροφής ανάμεσα στο παιδί
και τους κατιόντες του και στον πατέρα και τους συγγενείς του, όπως και
αναπτύσσετα η σχέση της γονικής μέριμνας του πατέρα προς το παιδί με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργεί αυτή.
Προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης
Την αναγνώριση της πατρότητας μπορούν να προσβάλλουν πάντα αυτοπροσώπως:
Α) το ίδιο το παιδί ή αν αυτό έχει πεθάνει οι κατιόντες του.
Β)
ο καθένας από τους γονείς της μητέρας σε περίπτωση που η αναγνώριση
έγινε χωρίς τη συναίνεσή της εφόσον αυτή είχε πεθάνει ή ήταν
δικαιοπρακτικά ανίκανη.
Γ)
ο παππούς ή η γιαγιά της πατρικής γραμμής που δεν είχε προβεί στην
αναγνώριση του παιδιού καθώς ο πατέρας είχε πεθάνει ή δεν είχε
δικαιοπρακτική ικανότητα.
Στον νόμο εκ παραδρομής παραλείπεται στο δικαίωμα προσβολής της
πατρότητας ο πρώην άφαντος ή δικαιοπρακτικά ανίκανος πατέρας εφόσον
εμφανιστεί και η πρώην άφαντη ή δικαιοπρακτικά ανίκανη μητέρα εφόσον
εμφανιστεί, οπότε στις περιπτώσεις αυτές έχουν αυτοί το δικαίωμα
προσβολής της αναγνώρισης και όχι οι γονείς τους.
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ
Α) Ποίοι έχουν δικαίωμα να προσβάλλουν την πατρότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο.
Δικαίωμα να προσβάλλουν την πατρότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο έχουν ο σύζυγος της μητέρας ο οποίος και τεκμαίρεται ως πατέρας, οι γονείς του συζύγου
είτε ο καθένας ξεχωριστά είτε και οι δύο μαζί, αν αυτός πέθανε ή κηρύχτηκε σε αφάνεια, το ίδιο το τέκνο, η μητέρα και ο εραστής της μητέρας, αν κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης και ενόσω η μητέρα βρισκόταν σε διάσταση με τον πατέρα, αυτός διατηρούσε με την μητέρα μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια Το δικαίωμα των ως άνω για προσβολή της ταυτότητας είναι αυτοτελές και δεν κληρονομείται, ούτε μεταβιβάζεται. Το δικαίωμα ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο θα περιέχει την συγκεκριμένη εντολή είτε σε περίπτωση που ο δικαιούμενος αντιπροσωπεύεται νόμιμα π.χ. λόγω δικαστικής συμπαράστασης, μετά από άδεια του δικαστηρίου, η οποία δίδεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του.
Β) Κατά ποίων απευθύνεται η προσβολή πατρότητας
1. Όταν την αγωγή την ασκεί ο σύζυγος ή οι γονείς του αυτή στρέφεται κατά του παιδιού, το οποίο αν είναι ανήλικο αντιπροσωπεύεται από ειδικό επίτροπο, και κατά της μητέρας.
2. Όταν η αγωγή ασκείται από το παιδί εναγόμενοι είναι η μητέρα και ο σύζυγος
3. Όταν την αγωγή την ασκεί η μητέρα αυτή στρέφεται κατά του παιδιού και του συζύγου και
4. Όταν η αγωγή ασκείται από την εραστή της μητέρας τότε εναγόμενοι είναι οι σύζυγοι και το παιδί.
Γ) Αυτός που προσβάλλει την πατρότητα του τέκνου πρέπει να αποδείξει:
α) Είτε ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγό της, όταν π.χ. γεννιέται ένα παιδί διαφορετικής φυλής από αυτήν της μητέρας και του συζύγου. Επίσης το παραπάνω γεγονός μπορεί να αποδειχθεί με εξετάσεις αίματος (ανάλυση DNA) στις οποίες πρέπει να υποβληθούν και οι τρεις ενδιαφερόμενοι, ήτοι η μητέρα, το τέκνο κι ο σύζυγος.
β) Είτε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει η μητέρα από τον σύζυγο της, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας του για τεκνοποία ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις.
Οι παραπάνω καταστάσεις πρέπει να έχουν διαρκέσει σε όλο το χρονικό διάστημα της σύλληψης το οποίο ο νόμος το ορίζει ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκτοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν τον τοκετό.
Δ) Για ποιους λόγους αποκλείεται η προσβολή της πατρότητας
α) Για το σύζυγο όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό. Επίσης αποκλείεται για τον σύζυγο και αν αυτός αναγνώρισε ότι το τέκνο είναι δικό του πριν γίνει αμετάκλητη η απόφαση για την προσβολή και αν συγκατατέθηκε στη σύλληψη του τέκνου από τη σύζυγο του με τεχνητή γονιμοποίηση.
β) Για τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου όταν περάσει ένα έτος αφότου έμαθαν το θάνατο του τελευταίου και τη γέννηση του τέκνου.
γ) Για το παιδί όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή του.
δ) Για την μητέρα όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με το σύζυγό της.
ε) Για τον εραστή της μητέρας δύο χρόνια από τον τοκετό.
Στ) Τέλος η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται μετά το θάνατο του τέκνου εκτός αν είχε ήδη ασκηθεί η σχτική αγωγή.
Ε) Αποτελέσματα της προσβολής της πατρότητας.
Μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας το παιδί χάνει την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο αναδρομικά από τη γέννησή του, το οποίο σημαίνει ότι σπάει ο δεσμός με το σύζυγο της μητέρας χωρίς να δημιουργείται δεσμός με κάποιον άλλο, εκτός της περίπτωσης που την αγωγή για την προσβολή την ασκεί ο εραστής της μητέρας οπότε αυτοδικαίως γίνεται δικαστή αναγνώριση του παιδιού από αυτόν.
Συνέπειες της κατάλυσης του νομικού δεσμού του παιδιού με το σύζυγο της μητέρας είναι να καταργείται η συγγένεια ανάμεσα σε αυτόν και στους συγγενείς του και στο παιδί, οπότε χάνεται το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα, δεν δημιουργείται διακιώμα νόμιμης μοίρας ανάμεσα στο παιδί και στο σύζυγο, ότι παύει ο σύζυγος να είναι φορέας της γονικής μέριμνας προς το παιδί, ότι παύει το παιδί να έχει το δικαιώμα να φέρει το επώνυμο του συζύγου και ότι παύουν να υπάρχουν προς αυτούς το κώλυμα γάμου λόγω της συγγένειας ενώ ανάμεσα στο σύζυγο και στο παιδί δεν υπάρχει το αμοιβαίο δικαίωμα για διατροφή.
ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ
είτε ο καθένας ξεχωριστά είτε και οι δύο μαζί, αν αυτός πέθανε ή κηρύχτηκε σε αφάνεια, το ίδιο το τέκνο, η μητέρα και ο εραστής της μητέρας, αν κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης και ενόσω η μητέρα βρισκόταν σε διάσταση με τον πατέρα, αυτός διατηρούσε με την μητέρα μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια Το δικαίωμα των ως άνω για προσβολή της ταυτότητας είναι αυτοτελές και δεν κληρονομείται, ούτε μεταβιβάζεται. Το δικαίωμα ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε με ειδικό πληρεξούσιο, το οποίο θα περιέχει την συγκεκριμένη εντολή είτε σε περίπτωση που ο δικαιούμενος αντιπροσωπεύεται νόμιμα π.χ. λόγω δικαστικής συμπαράστασης, μετά από άδεια του δικαστηρίου, η οποία δίδεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του.
Β) Κατά ποίων απευθύνεται η προσβολή πατρότητας
1. Όταν την αγωγή την ασκεί ο σύζυγος ή οι γονείς του αυτή στρέφεται κατά του παιδιού, το οποίο αν είναι ανήλικο αντιπροσωπεύεται από ειδικό επίτροπο, και κατά της μητέρας.
2. Όταν η αγωγή ασκείται από το παιδί εναγόμενοι είναι η μητέρα και ο σύζυγος
3. Όταν την αγωγή την ασκεί η μητέρα αυτή στρέφεται κατά του παιδιού και του συζύγου και
4. Όταν η αγωγή ασκείται από την εραστή της μητέρας τότε εναγόμενοι είναι οι σύζυγοι και το παιδί.
Γ) Αυτός που προσβάλλει την πατρότητα του τέκνου πρέπει να αποδείξει:
α) Είτε ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από τον σύζυγό της, όταν π.χ. γεννιέται ένα παιδί διαφορετικής φυλής από αυτήν της μητέρας και του συζύγου. Επίσης το παραπάνω γεγονός μπορεί να αποδειχθεί με εξετάσεις αίματος (ανάλυση DNA) στις οποίες πρέπει να υποβληθούν και οι τρεις ενδιαφερόμενοι, ήτοι η μητέρα, το τέκνο κι ο σύζυγος.
β) Είτε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει η μητέρα από τον σύζυγο της, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας του για τεκνοποία ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις.
Οι παραπάνω καταστάσεις πρέπει να έχουν διαρκέσει σε όλο το χρονικό διάστημα της σύλληψης το οποίο ο νόμος το ορίζει ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκτοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν τον τοκετό.
Δ) Για ποιους λόγους αποκλείεται η προσβολή της πατρότητας
α) Για το σύζυγο όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν και σε κάθε περίπτωση όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό. Επίσης αποκλείεται για τον σύζυγο και αν αυτός αναγνώρισε ότι το τέκνο είναι δικό του πριν γίνει αμετάκλητη η απόφαση για την προσβολή και αν συγκατατέθηκε στη σύλληψη του τέκνου από τη σύζυγο του με τεχνητή γονιμοποίηση.
β) Για τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου όταν περάσει ένα έτος αφότου έμαθαν το θάνατο του τελευταίου και τη γέννηση του τέκνου.
γ) Για το παιδί όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή του.
δ) Για την μητέρα όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με το σύζυγό της.
ε) Για τον εραστή της μητέρας δύο χρόνια από τον τοκετό.
Στ) Τέλος η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται μετά το θάνατο του τέκνου εκτός αν είχε ήδη ασκηθεί η σχτική αγωγή.
Ε) Αποτελέσματα της προσβολής της πατρότητας.
Μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας το παιδί χάνει την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο αναδρομικά από τη γέννησή του, το οποίο σημαίνει ότι σπάει ο δεσμός με το σύζυγο της μητέρας χωρίς να δημιουργείται δεσμός με κάποιον άλλο, εκτός της περίπτωσης που την αγωγή για την προσβολή την ασκεί ο εραστής της μητέρας οπότε αυτοδικαίως γίνεται δικαστή αναγνώριση του παιδιού από αυτόν.
Συνέπειες της κατάλυσης του νομικού δεσμού του παιδιού με το σύζυγο της μητέρας είναι να καταργείται η συγγένεια ανάμεσα σε αυτόν και στους συγγενείς του και στο παιδί, οπότε χάνεται το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα, δεν δημιουργείται διακιώμα νόμιμης μοίρας ανάμεσα στο παιδί και στο σύζυγο, ότι παύει ο σύζυγος να είναι φορέας της γονικής μέριμνας προς το παιδί, ότι παύει το παιδί να έχει το δικαιώμα να φέρει το επώνυμο του συζύγου και ότι παύουν να υπάρχουν προς αυτούς το κώλυμα γάμου λόγω της συγγένειας ενώ ανάμεσα στο σύζυγο και στο παιδί δεν υπάρχει το αμοιβαίο δικαίωμα για διατροφή.
ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ
Συγγένεια
είναι ο δεσμός ανάμεσα σε δύο πρόσωπα που είτε κατάγονται το ένα από το
άλλο όπως στην περίπτωση των γονιών με τα παιδιά τους
ή
των παππούδων και γιαγιάδων με τα εγγόνια τους, είτε κατάγονται από
κοινό ανιόντα, όπως στην περίπτωση των αδελφών ή των θείων με ανήψια.
Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για συγγένεια εξ αίματος σε ευθεία γραμμή και στη δεύτερη περίπτωση .
Η
συγγένεια εξ αίματος προκύπτει από την καταγωγή του προσώπου με την
μητέρα του και τον πατέρα του. Ο νόμος ορίζει ότι η συγγένεια του
προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς της ιδρύεται με μόνη τη
γέννηση, καθώς αφενός το παιδί προέρχεται από τη γονιμοποίηση του ωαρίου
της μητέρας και αφετέρου η μητέρα το φέρει επί εννέα μήνες μέσα της και
στο τέλος το γεννά. Όσον αφορά τον πατέρα και τους συγγνείς του η
συγγένεια με αυτούς ιδρύεται από το γάμο του πατέρα με την μητέρα και σε
περίπτωση που δεν υπάρχει γάμος από την εκούσια ή τη δικαστική
αναγνώριση.
Ο
νόμος ορίζει ότι ο αριθμός των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα μεταξύ
τους καθορίζουν και το βαθμό της συγγένειας. Έτσι οι γονείς με το παιδί
τους είναι συγγενείς εξ αίματος πρώτου βαθμού σε ευθεία γραμμή, ενώ τα
αδέρφια μεταξύ τους είναι συγγενείς εξ αίματος δευτέρου βαθμού σε πλάγια
γραμμή και ο θείος με τον ανηψιό είναι συγγενείς εξ αίματος τρίτου
βαθμού σε πλάγια γραμμή.
Οι σύζυγοι δεν είναι μεταξύ τους συγγενείς κανενός βαθμού.
Συγγένεια
εξ αγχιστείας είναι ο δεσμός ανάμεσα στον ένα σύζυγο και στους εξ
αίματος συγγενείς του άλλου. Η συγγένεια αυτή δημιουργείται με το γάμο
του προσώπου και σύμφωνα με το νόμο η συγγένεια αυτή δημιουργεί κώλυμα
γάμου μεταξύ του κάθε συζύγου και των εξ αίματος συγγενών του άλλου και
μάλιστα η συγγένεια αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την
ακύρωση του γάμου. Ο νόμος ορίζει ότι οι συγγενείς εξ αίματος του ενός
συζύγου είναι συγγενείς εξ αγχιστείας του άλλου στην ίδια γραμμή και
στον ίδιο βαθμό, οπότε ο πεθερός με το γαμπρό του είναι συγγενείς εξ
αγχιστείας πρώτου βαθμού σε ευθεία γραμμή. http://www.lawyers4you.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου