Ο κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 ν. 3156/2003
περιορισμός της αμοιβής του υποθηκοφύλακα που αφορά σε εμπράγματες ασφάλειες
προς εξασφάλιση ειδικών μορφών χρηματοδότησης υπαγορεύεται από το γενικότερο
δημόσιο συμφέρον και δεν είναι αντίθετος με την αρχή της αναλογικότητας και την
επαγγελματική ελευθερία των....
υποθηκοφυλάκων. ʼρνηση υποθηκοφύλακα να εγγράψει στα οικεία
βιβλία υποθηκών απόφασης περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Διαδικασία
εκούσιας δικαιοδοσίας. ʼσκηση πρόσθετης παρέμβασης με προφορική
δήλωση κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Δεν είναι
απαραίτητη η προσκόμιση της συμβάσεως κάλυψης κοινού ενυπόθηκου ομολογιακού
δανείου και διορισμού πληρεξουσίου καταβολών και εκπροσώπου των ομολογιούχων
στον υποθηκοφύλακα ούτε βέβαια η κατάθεση της στο Υποθηκοφυλακείο, ώστε ο
υποθηκοφύλακας να διαπιστώσει εάν πράγματι αυτή συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά
της σύμβασης που προβλέπει ο ν. 3156/2003, ώστε να αποφασίσει, περαιτέρω, κατά
περίπτωση εάν θα τυγχάνουν εφαρμοστέες οι ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, που
προβλέπουν την καταβολή πάγιων δικαιωμάτων. Δεν συντρέχει υποχρέωση επισύναψης
δήλωσης του ιδιοκτήτη και βεβαίωσης του μηχανικού του άρθρου 23 παρ. 4 ν.
4014/2011. Η απαγόρευση εμπράγματων δικαιοπραξιών σε ακίνητα με αυθαίρετες
κατασκευές ή αυθαίρετες αλλαγές χρήσης, αναφέρεται σε «κάθε δικαιοπραξία εν
ζωή» και όχι σε δικαστική απόφαση, με την οποία διατάσσεται η εγγραφή
προσημείωσης υποθήκης (ή υποθήκης).
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 835/2013
Αρ. έκθεσης κατάθεσης
182/24-10-2013
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Σταύρο Ντην, Ειρηνοδίκη Χανίων, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το
Πρωτοδικείο Χανίων Πρόεδρος Πρωτοδικών και από το Γραμματέα Γεώργιο Μανωλακάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του
στις 14 Νοεμβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με
την επωνυμία «ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και με το
διακριτικό τίτλο «ΠΡΑΞΙΣ Α.Ε.» που εδρεύει στο Ταυρωνίτη
Χανίων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου
δικηγόρου της, Χρήστου Πραματευτάκη (αρ. γραμματίων
προκαταβολής Δ.Σ.Χ. 153418/24-10-2013 και 154931/14-11-2013).
ΤΗΣ ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ʼμισθης υποθηκοφύλακος
Καντάνου Χανίων, ..., κατοίκου Καντάνου
Χανίων, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από
19-10-2013 αίτηση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης 182/24-10-2013 προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που
αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και γράφτηκε στο πινάκιο, οπότε η υπόθεση
αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού πινακίου και συζητήθηκε. Υπέρ
της αιτούσας, με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο,
που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας
συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση η εταιρεία με
την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως
νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας
δικηγόρου της, Μαρίας Σκαλιδάκη (αρ. γραμματίου
προκαταβολής Δ.Σ.Χ. 154830/14-11-2013).
Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της
υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους
και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως
και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, όπως προκύπτει από την με
αριθμό 7773Η΄/31-10-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητής στο
Πρωτοδικείο Χανίων ..., την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η αιτούσα, ακριβές
αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς
εμφάνιση για τη ανωτέρω δικάσιμο, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στη καθ΄
ης η αίτηση (122 παρ. 1, 123, 124, 126 παρ. 1, 127 παρ. 1, 128, 741 ΚΠολΔ). Η τελευταία όμως δεν εμφανίσθηκε στη δικάσιμο αυτή
κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Ως εκ τούτου
πρέπει να δικαστεί ερήμην, πλην όμως το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη
συζήτηση της υποθέσεως, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (754 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη του άρθρου 1
παρ. 1 εδ. α΄ του ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, τιτλοποίηση απαιτήσεων και απαιτήσεων από ακίνητα και άλλες
διατάξεις», ομολογιακό δάνειο είναι το δάνειο που εκδίδεται από ανώνυμη εταιρία
που εδρεύει στην Ελλάδα (εκδότρια) και διαιρείται σε ομολογίες, οι οποίες
αντιπροσωπεύουν δικαιώματα των ομολογιούχων έναντι της εκδότριας κατά τους
όρους του δανείου. Επίσης στα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του κεφαλαίου Β΄ του ίδιου
νόμου που φέρει τον τίτλο «Κατηγορίες ομολογιακών δανείων» προβλέπονται,
αντίστοιχα, το κοινό ομολογιακό δάνειο, το ομολογιακό δάνειο με ανταλλάξιμες
ομολογίες, το ομολογιακό δάνειο με μετατρέψιμες ομολογίες και το ομολογιακό
δάνειο με δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, ενώ τα άρθρα 10 και 11 αναφέρονται
στις ειδικές συμβάσεις και στις εταιρίες ειδικού σκοπού και αφορούν σε
μεταβιβάσεις απαιτήσεων ή ακινήτων μεταξύ συμβαλλομένων αφενός εμπόρων ή του
Ελληνικού Δημοσίου ή νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ανωνύμων
εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ως «μεταβιβαζόντων» και
αφετέρου εταιριών ειδικού σκοπού που συστήνονται αποκλειστικώς και μόνον
(πληρούσες κατά τη σύσταση τους ορισμένους και αποκλειστικούς όρους σύστασης)
για την αγορά και μόνο των απαιτήσεων και την εν συνεχεία περιορισμένη τιτλοποίηση και διάθεση των τίτλων (ομολογιών) με ιδιωτική
τοποθέτηση μόνο. Εξάλλου, κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 14 με τίτλο
«Φορολογικές και άλλες ρυθμίσεις» του πιο πάνω νόμου, «1. Η έκδοση ομολογιακού
δανείου του νόμου αυτού η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που
προβλέπονται στο νόμο αυτόν, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή
πράξη και η καταχώριση αυτή σε δημόσια βιβλία όπου απαιτείται, οι προσωρινοί
και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του
κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν
και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από ομολογίες που εκδίδονται
σύμφωνα με το νόμο αυτόν και από επιχειρηματικές απαιτήσεις που τις καλύπτουν,
η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου
απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανομένου και του φόρου
υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν.
128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, με
την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών. 2. Για
κάθε εγγραφή σύστασης ή μεταβίβασης ή άρση ή διαγραφή εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή
σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο, μητρώο ή κτηματολόγιο και για την
καταχώριση των συμβάσεων των άρθρων 10 και 11 καταβάλλονται μόνο πάγια
δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων εκατό (100) ευρώ αποκλεισμένης οποιασδήποτε
άλλης επιβάρυνσης ή τέλους».
ΕΠΕΙΔΗ, κατά απολύτως κρατούσα σε
θεωρία και νομολογία άποψη, η προσημείωση υποθήκης αποτελεί «προσωρινή»
υποθήκη, που τελεί υπό διπλή αναβλητική αίρεση, αφενός της τελεσίδικης
επιδικάσεως της απαιτήσεως, αφετέρου της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη,
εντός ενενήντα (90) ημερών από την τελεσιδικία της αποφάσεως (Μπαλής «Εμπράγματο Δίκαιο», παρ. 292, σελ. 597, Τούσης «Εμπράγματο Δίκαιο», παρ. 267, σελ 518, Γεωργιάδης
Απ. «Η εξασφάλιση των πιστώσεων», παρ. 23 σελ 477 επ., Σπυριδάκης
«Η προσημείωση υποθήκης», σελ 6 επ., Απαλαγάκη
«Προσημείωση υποθήκης-Η δικονομική της θεώρηση», σελ 11 επ. – Από την πρόσφατη νομολογία βλ.
ενδεικτικά ΟλΑΠ 14/2006 Δ 2006.1177, ΑΠ 1581/2002 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 119/2003 ΝοΒ 2003.1633, ΑΠ 1486/2004 ΕλλΔνη 2005.824, ΑΠ 410/2005 ΔΕΕ 2005.1082, ΑΠ 125/2006 ΔΕΕ
2006.821). Η πλήρωση της αιρέσεως ισχύει αναδρομικά, με την έννοια ότι η
υποθήκη λογίζεται εγγεγραμμένη από την ημέρα καταχώρησης της προσημειώσεως (ΕφΘεσ 1750/1993 ΕλλΔνη 1994.678).
Κατά ισοδύναμη εννοιολογική προσέγγιση η προσημείωση παρέχει δικαίωμα
προσδοκίας για απόκτηση υποθήκης σε όμοια σειρά χρονικής προτεραιότητας με
αυτήν της αρχικής εγγραφής της προσημειώσεως (Γεωργιάδης «Εμπράγματο δίκαιο»,
παρ. 89, σελ 178 επ.). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η προσημείωση, όπως ακριβώς και η
πλήρης υποθήκη, συνιστά μορφή εμπράγματης ασφάλειας, που κατατείνει στην
προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το προϊόν της ρευστοποίησης του
υπέγγυου πράγματος. Ως δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας εμπίπτει στην κατηγορία
των δικαιωμάτων αξίας, καθώς παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να εκποιήσει το
βεβαρημένο πράγμα και να ικανοποιηθεί προνομιακά από το προϊόν της αναγκαστικής
εκποίησης (Σπυριδάκης «Το δίκαιον της εμπραγμάτου
ασφάλειας», τ. 1, παρ. 3, σελ 19, Γεωργιάδης «Η εξασφάλιση των πιστώσεων», παρ.
18, σελ. 397).
ΕΠΕΙΔΗ, με τη διάταξη του άρθρου 5
παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει
ελεύθερα την προσωπικότητα του, και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική
και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και
δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη», σκοπείται
δε με αυτή η κατοχύρωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του
ανθρώπου, που αποτελεί το κύριο περιεχόμενο της αξιοπρέπειας του και
πραγματώνεται με την ελευθερία του ατόμου για την αδέσμευτη, μέσα στα όρια που
ορίζονται με τη διάταξη, επιχείρηση ενεργειών, που αναφέρονται στην κοινωνική,
οικονομική και πολιτική του δραστηριότητα. Η με τη διάταξη αυτή καθιερούμενη προστασία της οικονομικής και επαγγελματικής
ελευθερίας δεν είναι απόλυτη και είναι δυνατόν να επιβάλλονται νομοθετικοί
περιορισμοί, εφόσον αυτοί είναι αντικειμενικοί και δικαιολογούνται από όρους
γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος. Όρο παραδοχής των περιορισμών
αυτών αποτελεί και ο υπό τούτων σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας. Η αρχή
αυτή, αναγνωριζόμενη παγίως, ως ισχύουσα, από τη νομολογία των Δικαστηρίων και
πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του
Συντάγματος από τη Αναθεωρητική Βουλή την 18-04-2001 (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β΄), απαιτεί όπως οι επιβαλλόμενοι από το νομοθέτη
περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων οριοθετούνται με βάση τα
εννοιολογικά στοιχεία της προσφορότητας και της
αναγκαιότητας του λαμβανόμενου μέτρου και της αναλογίας του προς τον
επιδιωκόμενο με αυτό σκοπό (ΟλΑΠ 10/2003 ΕλλΔνη 2003.405).
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 1 του ν.
325/1976 οι άμισθοι υποθηκοφύλακες εισπράττουν από τους αιτούντες την εγγραφή
στα τηρούμενα από αυτούς βιβλία, ανεξάρτητα των νομίμων τελών, δικαιώματα πάγια
και αναλογικά κατά τις διακρίσεις που διαλαμβάνονται στα επόμενα άρθρα του
νόμου αυτού. Τα δικαιώματα τα οποία ο άμισθος υποθηκοφύλακας δικαιούται με βάση
τις διατάξεις του άνω νόμου δεν είναι δικαιώματα υπέρ τρίτου, αλλά ίδια αυτού
δικαιώματα, τα οποία αποτελούν τις αποδοχές του, όπως ακριβώς και τα δικαιώματα
των συμβολαιογράφων αποτελούν τις αποδοχές τους (ΑΠ 1358/1998 ΕλλΔνη 1999,348, ΓνωμΕισΑΠ
2/1987). Επομένως, ενόψει του ότι ο περιορισμός του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003
δεν αφορά μόνο τα εισπραττόμενα από τον υποθηκοφύλακα δικαιώματα υπέρ τρίτων
(Δημόσιο, ΤΑΧΔΙΚ), αλλά και τα δικά του δικαιώματα δηλαδή την αμοιβή του, καθώς
και ότι η προσημείωση υποθήκης περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη, ως
εμπράγματο δικαίωμα, η εγγραφή της, εφόσον ασφαλίζει απαιτήσεις που απορρέουν
από το ομολογιακό δάνειο του ν. 3156/2003, υπόκεινται μόνο σε πάγια δικαιώματα
υποθηκοφυλάκων (εμμίσθων ή αμίσθων) ποσού εκατό (100) ευρώ και όχι στα
προβλεπόμενα από το ν. 325/1976 αναλογικά δικαιώματα, ανερχόμενα σε ποσοστό 3‰. Η δε εισηγητική έκθεση του πιο πάνω
νόμου αναφέρει ότι «κρίθηκε απαραίτητη η θέσπιση στην Ελλάδα ενός σύγχρονου,
πλήρους, συμβατού με την οικογένεια δικαίων στην οποία ανήκει το Ελληνικό
δίκαιο πλέγματος διατάξεων, που θα διασφαλίζουν τη δημιουργία τόσο της
χρηματιστηριακής όσο και της εξωχρηματιστηριακής
αγοράς ομολόγων που εκδίδονται στα πλαίσια ομολογιακών δανείων ιδιωτικών
επιχειρήσεων, δεδομένου ότι λόγω του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου η
δυσκολία χρηματοδότησης των φερέγγυων Ελληνικών επιχειρήσεων με έκδοση
ομολογιακών δανείων στην έντονη ανταγωνιστική αγορά του ευρωπαϊκού χώρου ενείχε
τον κίνδυνο να οδηγηθούν οι επιχειρήσεις στην αναζήτηση κεφαλαίων και σε
επενδύσεις εκτός Ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Με τον τρόπο αυτό η Ελληνική
κεφαλαιαγορά θα αποκτήσει πληρότητα προς όφελος των επιχειρήσεων και της
ελληνικής οικονομίας». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 3156/2003 και
την εισηγητική αυτού έκθεση αποδεικνύεται ότι οι θεσπιζόμενοι από αυτόν
περιορισμοί και ειδικότερα ο άνω περιορισμός της αμοιβής των υποθηκοφυλάκων στο
πάγιο τέλος ποσού εκατό (100) ευρώ, που ενδιαφέρει στην κρινόμενη υπόθεση,
είναι ευλόγως αναγκαίος και πρόσφορος προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη και
περισσότερο ευέλικτη η έκδοση ομολογιακών δανείων και δεν έχει σκοπό να
περιορίσει την ελευθερία άσκησης του επαγγέλματος των υποθηκοφυλάκων, αλλά όπως
και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. νόμος για τις αποκρατικοποιήσεις της παρ. 2 του
άρθρου 10 του ν. 3049/2002) να επιβάλει περιορισμούς χρεώσεων που σε αντίθετη
περίπτωση θα καθιστούσαν ασύμφορη οικονομικά την έκδοση ομολογιών στην Ελλάδα
με αποτέλεσμα τη ματαίωση του επιδιωκόμενου από το νόμο σκοπού και τον
προσανατολισμό των επενδυτών σε άλλες διεθνείς αγορές, σε συνάρτηση και με την
ανάλογη ρύθμιση αποστέρησης εσόδων που το ίδιο το Δημόσιο υφίσταται με τις
προβλεπόμενες ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις στην παρ. 1 του άρθρου 14 του
νόμου. Διαφορετικά η κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων ομολογιακών δανείων θα είχε
δυσβάστακτο κόστος και δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, με αποτέλεσμα να
μην μπορεί να επιτευχθεί η πρωταρχική επιδίωξη του νομοθέτη που είναι η
ενίσχυση και προστασία της επιχειρηματικής δραστηριότητας και πίστης των
επιχειρήσεων, έτσι ώστε να καταστούν ανταγωνιστικές μέσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
προς εξυπηρέτηση της εθνικής οικονομίας και του γενικότερου δημόσιου
συμφέροντος. Δεν είναι δε και δυσανάλογος ο περιορισμός του δικαιώματος των
υποθηκοφυλάκων ιδίως ενόψει του ότι πρόκειται για εξαιρετικά περιορισμένη
κατηγορία από την ευρεία έκταση αντικειμένων της αρμοδιότητας τους. Επομένως ο
κατ΄ άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003 περιορισμός της αμοιβής του
υποθηκοφύλακα, που αφορά σε εμπράγματες ασφάλειες, προς εξασφάλιση ειδικών
μορφών χρηματοδότησης που ρυθμίστηκαν με το νόμο αυτό και όχι βέβαια η
κατάργηση αυτής (αμοιβής), υπαγορεύεται από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και
δεν είναι αντίθετος στην αρχή της αναλογικότητας, αφού τελεί σε εύλογη σχέση
προς το νομοθετικά επιδιωκόμενο γενικότερο σκοπό της διευκόλυνσης της
μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης των Ελληνικών επιχειρήσεων μέσω ομολογιακών
δανείων, ενόψει ιδίως του έντονου ευρωπαϊκού ανταγωνισμού μεταξύ των
επιχειρήσεων, του γεγονότος ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται σε
αντίστοιχες δαπάνες, όταν παραχωρούν δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας σε
δανειστές τους καθώς και του ότι, προς ευόδωση του ανωτέρω σκοπού, και το ίδιο
το Δημόσιο υφίσταται αποστέρηση σημαντικών εσόδων λόγω των θεσπιζόμενων με την
παρ. 1 του άρθρου 14 φοροαπαλλαγών. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι
κατά τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής της
28ης Μαΐου 2003, που αφορούσε τη συνέχιση της συζήτησης επί της αρχής, των
άρθρων και του συνόλου του σχεδίου του πιο πάνω νόμου η εκπρόσωπος της Ένωσης ʼμισθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος πρότεινε για
την εγγραφή εμπραγμάτων βαρών που αφορούν στην εξασφάλιση των πιο πάνω
ομολογιακών δανείων τα καταβαλλόμενα στους υποθηκοφύλακες δικαιώματα να
περιοριστούν από το 3‰ στο 1/10. Συνεπώς ο πιο πάνω περιορισμός της
αμοιβής των υποθηκοφυλάκων αποτελεί επιτρεπτό περιορισμό της κατοχυρούμενης με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος
οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας των υποθηκοφυλάκων (ΕφΑθ 6959/2008 ΕλλΔνη 2009.609, ΜΠρΛαρ 178/2009 ΧρηΔικ 2009.296).
Υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή το άρθρο 14 του ν. 3156/2003
θεσπίζει δυσανάλογο περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας του Υποθηκοφύλακα (ΜΠρΑμαλ 100/2007 ΧρηΔικ
2007.231). Η άποψη αυτή δεν προκρίνεται, διότι, πέραν των όσων έχουν γίνει
δεκτά, παραβλέπει ότι, υπό την οπτική της, και αυτός καθ΄ εαυτός ο καθορισμός
αναλογικών τελών νοθεύει την οικονομική ελευθερία, αφού η αμοιβή του
υποθηκοφύλακα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του δεν είναι προϊόν ελεύθερης
διαπραγμάτευσης με τον αποδέκτη των υπηρεσιών του, αλλά νομοθετικής επιβολής,
κάτι που όμως γίνεται ακριβώς ενόψει της παρεχόμενης από αυτόν ουσιαστικά
δημόσιας υπηρεσίας, που δικαιολογεί το νομοθετικό καθορισμό της αμοιβής τους,
κατά αναλογικό ή πάγιο τρόπο, μετά από στάθμιση των συμφερόντων των
ενδιαφερομένων υπό την οπτική του δημοσίου συμφέροντος, όπως και με την κρίσιμη
διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003.
ΕΠΕΙΔΗ, η έννοια του διαδίκου, όπως
αυτή καθορίζεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, δεν
προσαρμόζεται στη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 741 – 781 ΚΠολΔ
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στην οποία δεν υπάρχει αντιδικία, αλλά
μετέχουν στη διαδικασία αυτή οι ενδιαφερόμενοι για το ρυθμιστικό μέτρο, οι
οποίοι αποκτούν την ιδιότητα του διαδίκου: α) με την υποβολή της αίτησης για
την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης της εκούσιας δικαιοδοσίας, β) με την κλήτευση
τους στη διαδικασία αυτή κατόπιν διαταγής του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 748
παρ. 3 ΚΠολΔ), γ) με την άσκηση κύριας ή πρόσθετης
παρέμβασης (άρθρο 752 ΚΠολΔ), δ) με την προσεπίκληση
τους που γίνεται με πρωτοβουλία κάθε διαδίκου ή αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο
(άρθρο 753 ΚΠολΔ). Συνεπώς κατά την ανωτέρω
διαδικασία ο καθ΄ ού η αίτηση δεν προσλαμβάνει την
ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση της
αίτησης εναντίον του, αν δεν κλητεύθηκε ύστερα από διαταγή του Δικαστηρίου, δεν
προσκλήθηκε ή δεν άσκησε παρέμβαση, ακόμη και όταν, χωρίς πάντως να ασκήσει
παρέμβαση, παραστεί στη δίκη. Για να καταστεί ο τρίτος αυτός διάδικος, και αν
ακόμη η εναντίον του απεύθυνση του δικογράφου της
αιτήσεως και η κλήτευση του εκτιμηθεί ότι έχει την έννοια της προσεπικλήσεως,
κατά το άρθρο 753 του Κώδικα αυτού, θα πρέπει να παρέμβει, είτε κυρίως, είτε
προσθέτως κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και χωρίς προδικασία (ΕφΘεσ 186/93 Αρμ. 1994.684).
Εξάλλου, κατ΄ άρθρα 80 και 752 παρ. 2 ΚΠολΔ η πρόσθετη
παρέμβαση ασκείται με τις προτάσεις ή και προφορικά ενώπιον του Ειρηνοδικείου,
χωρίς προδικασία (άρθρα 80, 231, 741 και 752 παρ. 2 ΚΠολΔ
– βλ. ΑΠ 21/1985 ΝοΒ 1985.1416, ΕφΑθ 2376/1994 ΕΕργΔ 1994.665, Μπέης «Πολιτική Δικονομία», άρθρο 231, σελ.
1046, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη
«Κώδικας Πολίτικης Δικονομίας – Ερμηνεία κατ΄ άρθρο», σελ. 171). Περαιτέρω,
οι προσδιορίζουσες την έννοια των κυρίας και πρόσθετης παρεμβάσεων διατάξεις
των άρθρων 79 και 80 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενες
σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της
εκούσιας δικαιοδοσίας, κατά την οποία, κατά κανόνα, δεν υπάρχει αντιδικία, αν ο
παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ αν
αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αίτησης, είτε την παραδοχή δικού του
αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1076/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ
915/1997 ΕλλΔνη 38.1859, ΕφΘεσ
2547/1996 ΕλλΔνη 39.676, ΕφΠατρ
1121/1995 ΕλλΔνη 38.1662, ΕφΑθ
2184/87 Αρμ 41.953).
ΕΠΕΙΔΗ, με την υπό κρίση αίτηση, η
αιτούσα ανώνυμη εταιρεία, εκθέτει ότι η υποθηκοφύλακας Καντάνου
Χανίων με το με αριθμό ΓΒΕ15392/19-09-2012 έγγραφο της αρνήθηκε, για τους εκεί
αναφερόμενους λόγους, να εγγράψει στα βιβλία υποθηκών που διατηρεί, τη με
αριθμό 271/07-08-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών
μέτρων) με την οποία επετράπη στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ως
ομολογιούχου δανειστή και ως εκπροσώπου των λοιπών ομολογιούχων δανειστών, να
εγγράψει προσημείωση υποθήκης, στα σε αυτήν περιγραφόμενα ακίνητα κυριότητας
της αιτούσας, για το ποσό των 2.000.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, υπέρ
αυτής, προς ασφάλεια ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου ποσού 6.300.000 ευρώ,
διαιρουμένου σε ομολογίες, εκδοθέντος και διεπόμενου από τις διατάξεις του ν.
3156/2003 και τους όρους της από 23-09-2008 «συμβάσεως κάλυψης κοινού
ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου και διορισμού πληρεξουσίου καταβολών και
εκπροσώπου των ομολογιούχων». Ότι η ως άνω υποθηκοφύλακας αρνήθηκε να εγγράψει
την ως άνω απόφαση αξιώνοντας αναλογικά δικαιώματα επί της εγγραπτέας
πράξης και τέλη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα με βάση τη
διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003. Με βάση το ιστορικό αυτό, η
αιτούσα ζητεί να υποχρεωθεί η ως άνω υποθηκοφύλακας να προβεί στην μεταγραφή
της παραπάνω απόφασης αναδρομικά από τότε που υποβλήθηκε η εκκρεμής αίτηση σ΄
αυτήν, εισπράττοντας τα πάγια δικαιώματα των εκατό (100) ευρώ που προβλέπει η
διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003.
ΕΠΕΙΔΗ, με τέτοιο περιεχόμενο και
αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτώς και αρμοδίως
φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 12 παρ. 1, 13, 740 παρ. 1 και
791 ΚΠολΔ) προκειμένου να συζητηθεί κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 και 791 παρ. 2 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των
άρθρων 215 παρ. 1 εδ. α΄, 217, 221 παρ. 1 και 791
παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, η κρινόμενη αίτηση να
εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι
καταβλήθηκαν τα οικεία τέλη συζητήσεως της. Επίσης, η ασκηθείσα κατά τα ανωτέρω
πρόσθετη παρέμβαση της μη διαδίκου στην εκκρεμή κύρια δίκη εταιρείας με την
επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», παραδεκτά και νομότυπα έλαβε χώρα
με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, που
καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας
συνεδριάσεως, και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου
τούτου με την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 31 παρ. 1,
80, 231, 739, 741, 752 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει
επομένως, να συνεξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της,
δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον της παρεμβαίνουσας κρίνεται εύλογο, συνεκδικαζόμενη με την κύρια αίτηση, λόγω της προφανούς
συνάφειας αυτών και της υφιστάμενης εκκρεμοδικίας (άρθρα 31 παρ. 1, 285 και 741
ΚΠολΔ).
ΕΠΕΙΔΗ, από την εκτίμηση της ένορκης
κατάθεσης του μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και
του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση
τηρούμενα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, η οποία εκτιμάται μόνη κατά το λόγο
γνώσεως και βαθμό αξιοπιστίας αυτού, αλλά και σε συσχετισμό προς τις υπόλοιπες
αποδείξεις (340 ΚΠολΔ), από την εκτίμηση όλων
ανεξαιρέτως των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, που η αιτούσα μετ΄ επικλήσεως προσκομίζει, από τους ισχυρισμούς των
πληρεξουσίων δικηγόρων, που ανέπτυξαν κατά την προφορική συζήτηση και με τις
έγγραφες προτάσεις τους, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που
λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336
παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και την εν γένει διαδικασία,
κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Με την από 01-07-2008 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των
μετόχων της αιτούσας ανώνυμης εταιρίας αποφασίστηκε η συνομολόγηση της από
23-09-2008 «Σύμβασης Κάλυψης Κοινού Ενυπόθηκου Ομολογιακού Δανείου και
Διορισμού Πληρεξουσίου Καταβολών και Εκπροσώπου των Ομολογιούχων» βάσει των
διατάξεων του ν. 3156/2003 ως ισχύουν με την οποία εγκρίθηκε το εν λόγω δάνειο
ποσού 6.300.000 ευρώ διά της εξ ολοκλήρου καλύψεως του από τις συμβαλλόμενες
στη σύμβαση αυτή, ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες (ως αρχικοί ομολογιούχοι
δανειστές), με τις επωνυμίες αντιστοίχως «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και
«ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ». Συνομολογήθηκε περαιτέρω, τόσο η
διαίρεση του άνω ποσού σε 1.260 ομολογίες, κάθε μίας ποσού 5.000 ευρώ, όσο και
η διάρκεια εξόφλησης, το επιτόκιο, οι λοιπές επιβαρύνσεις, οι εμπράγματες και
άλλες εξασφαλίσεις, καθώς και όλοι οι άλλοι όροι που κατά το νόμο, τις
τραπεζικές συναλλαγές και τη νομολογία επιτρέπονται. Το εν λόγω δάνειο θα
χρησιμοποιούνταν για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενων τραπεζικών μακροπρόθεσμων
δανείων προς την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. (4.800.000 €) και για βραχυπρόθεσμες
χρηματοδοτήσεις σε άλλες τράπεζες (1.500.000 €). Εκπρόσωπος των εκάστοτε
ομολογιούχων δανειστών ορίστηκε με την αυτή ως άνω σύμβαση η προσθέτως
παρεμβαίνουσα. Περαιτέρω, προς εξασφάλιση των κάθε είδους απαιτήσεων, που
απορρέουν ή θα απορρεύσουν από την εν λόγω σύμβαση, εκδόθηκε η με αριθμό
271/07-08-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων, με την οποία επετράπη στην
προσθέτως παρεμβαίνουσα ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. στο όνομα της και ως
εκπρόσωπος των ομολογιούχων δανειστών και υπέρ των ομολογιούχων δανειστών και
κατά των καθ΄ ων (... και της νυν αιτούσας) η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης
υπέρ αυτής και με την ιδιότητα της ως εκπροσώπου και για λογαριασμό των
ομολογιούχων δανειστών, στα βιβλία υποθηκών του αρμοδίου Υποθηκοφυλακείου ποσού
2.000.000 ευρώ επί διαφόρων ακινήτων κυριότητας της αιτούσας άλλα και μελών του
διοικητικού της συμβουλίου, οι οποίοι υπέγραψαν την ως άνω σύμβαση ως εγγυητές.
Μεταξύ των ακινήτων αυτών ήταν και δυο ακίνητα και συγκριμένα: [A] Ένα αγροτεμάχιο
εκτάσεως 5.337,56 τ.μ., με όλα τα συστατικά και παραρτήματα και τις οικοδομές
που μελλοντικά θα ανεγερθούν σ΄ αυτό, που ευρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια
του χωριού Κάνδανος, της Δημοτικής Ενότητας Κανδάνου του Δήμου Σελίνου
Περιφερειακής Ενότητας Χανίων Περιφέρειας Κρήτης και στη θέση «Πολλές Κερατές», το οποίο συνορεύει γύρωθεν
σε πλευρές ΑΒ μήκους 29,66 μ., ΒΓ μήκους 7,12 μ. ΓΔ μήκους 8,57 μ., ΔΕ μήκους
18,12 μ., ΕΖ μήκους 14,68 μ., ΖΗ μήκους 8,63 μ., ΗΘ μήκους 7,98 μ., ΘΙ μήκους
20,26 μ., ΙΚ μήκους 16,24 μ., ΚΛ μήκους 33,23 μ., AM μήκους 13,77 μ. με
αγροτική οδό σε πλευρές ΜΝ μήκους 48,13 μ., ΝΞ μήκους 20,30 μ., ΞΟ μήκους 12,12
μ., ΟΠ μήκους 10,41 μ. με αγροτική οδό, σε πλευρά Πρ
μήκους 11,54 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων ..., σε πλευρές ΡΣ μήκους 9,92 μ., ΣΤ
μήκους 14,27 μ., ΤΥ μήκους 60,49 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων ... και σε πλευρές
ΥΦ μήκους 30,06 μ., ΦΧ μήκους 9,44 μ., ΧΑ μήκους 30,21 μ. με ιδιοκτησία
Δημητρίου ..., όπως αυτό φαίνεται και περικλείεται με τα στοιχεία
Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Χ-Α στο από Οκτώβριου 2006
τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Νικολάου Σπυριδάκη,
το οποίο έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό .../2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κανδάνου .... Το ως άνω ακίνητο (αγροτεμάχιο) περιήλθε στην
αιτούσα με αγορά από τον ... και τον ... με το με αριθμό .../27-10-2006
συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Κανδάνου
..., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου
Κανδάνου με αριθμό μεταγραφής 11382. [Β] Ένα αγροτεμάχιο
εκτάσεως 1.045,43 τ.μ., με όλα τα συστατικά και παραρτήματα και τις οικοδομές
που μελλοντικά θα ανεγερθούν σ΄ αυτό, που ευρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια
του χωριού Κάνδανος, της Δημοτικής Ενότητας Κανδάνου του Δήμου Σελίνου
Περιφερειακής Ενότητας Χανίων Περιφέρειας Κρήτης και στη θέση «Αμυγδαλιά», το
οποίο συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησίες σε πλευρές ΑΒ
μήκους 33,63 μ., ΒΓ μήκους 3,54 μ., ΓΔ μήκους 10.39 μ., ΔΕ μήκους 9,68 μ. με
ιδιοκτησία Αιμίλιου Παπαμαρκάκη, σε πλευρά ΕΖ μήκους
63,48 μ. με αγροτική οδό, σε πλευρές ΖΗ μήκους 9.14 μ., ΗΘ μήκους 5,83 μ., ΘΙ
μήκους 16,95 μ., ΙΑ μήκους 1,06 μ. με επαρχιακή οδό Ταυρωνίτη
Κανδάνου, όπως αυτό φαίνεται και περικλείεται με τα
στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α στο από Ιανουάριου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του
μηχανικού ... το οποίο έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό 10122/2008 συμβόλαιο της
συμβολαιογράφου Κανδάνου .... Το ως άνω ακίνητο
(αγροτεμάχιο) περιήλθε στην αιτούσα με αγορά από τον ... με το με αριθμό
.../25-01-2008 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Κανδάνου ..., το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία
μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κανδάνου με αριθμό
μεταγραφής .... Στις 19-09-2012, η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του υποθηκοφύλακα Αλικιανού Χανίων την από 07-08-2012 αίτηση της που
υπογράφεται από την εκπρόσωπο των ομολογιούχων δανειστών, δηλαδή την προσθέτως
παρεμβαίνουσα «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με συνημμένη τη με αριθμό
271/07-08-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων (Διαδικασία Ασφαλιστικών
Μέτρων) και περίληψη αυτής, προκειμένου να καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία
υποθηκών η ως άνω προσημείωση υποθήκης επί των ακινήτου που αναφέρεται στην
συνημμένη περίληψη. Η Υποθηκοφύλακας Καντάνου Χανίων,
με τη με αριθμό .../19-09-2012 πράξη της, αρνήθηκε να εγγράψει στα οικεία
βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου την ανωτέρω με αριθμό 271/07-08-2012
απόφαση, περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στα σ΄ αυτή περιγραφόμενα ακίνητα
(αγροτεμάχια) της αιτούσας εταιρείας, ισχυριζόμενη ότι δεν της καταβλήθηκαν τα
απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 του ν. 325/1976 σε συνδυασμό
με τα άρθρα 20 του ν. 2145/1993 και 5 του ν. 2408/1996 αναλογικά δικαιώματα και
τέλη, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τον ισχυρισμό της αιτούσας ότι για την εγγραφή
αυτή υποχρεούται σε καταβολή παγίων δικαιωμάτων ποσού εκατό (100) ευρώ, σύμφωνα
με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 3156/2003. Σύμφωνα, ωστόσο, με όσα αναπτύχθηκαν
στην μείζονα σκέψη της παρούσης, η άρνηση της Υποθηκοφύλακα Καντάνου
Χανίων, δεν είναι σύννομη, διότι η ως άνω απόφαση με την οποία επετράπη η
εγγραφή προσημείωσης υποθήκης εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε για την εξασφάλισης
απαίτησης των ομολογιούχων δανειστών της αιτούσας, προερχόμενης από την ανωτέρω
σύμβαση ομολογιακού δανείου του ν. 3156/2003. Για την συγκεκριμένη λοιπόν
εγγραφή προσημείωσης με βάση τη με αριθμό 271/07-08-2012 απόφαση του
Ειρηνοδικείου Χανίων (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) στο Υποθηκοφυλακείο Καντάνου Χανίων, εφόσον μ΄ αυτήν εξασφαλίζεται απαίτηση από
ομολογιακό δάνειο που υπάγεται στο ν. 3156/2003, απαιτείται η καταβολή μόνο
παγίων δικαιωμάτων ποσού εκατό (100) ευρώ, αποκλειόμενης άλλης επιβάρυνσης ή
τέλους, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του νόμου αυτού, η παροχή
ασφάλειας που καταχωρείται σε δημόσια βιβλία, για σύμβαση που προβλέπεται από
τον ίδιο τον νόμο, απαλλάσσεται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο περιλαμβανομένου
και του φόρου υπεραξίας, τέλος ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά του
ν. 128/1975, δικαίωμα, ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, για δε την
εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης στο Κτηματολόγιο ή το Υποθηκοφυλακείο, εφόσον
με αυτή εξασφαλίζεται απαίτηση από ομολογιακό δάνειο που υπάγεται στο ν.
3156/2003, απαιτείται η καταβολή μόνον παγίων δικαιωμάτων ποσού εκατό (100)
ευρώ αποκλειόμενης άλλης επιβάρυνσης ή τέλους (ΟλΑΠ
10/2003 ΕλλΔνη 2003.405, ΕφΑθ
2126/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4863/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 161/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΔΕΕ 2012.1174, ΕφΛαρ 263/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρήτης
194/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρήτης 195/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6959/2008 ΕλλΔνη 2009.609, ΠΠρΚιλκίς 2/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ
4215/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 857/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 423/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΧρηΔικ
2009.426 και ΧρηΔικ 2010.220 και ΧρΙΔ
2013.35, ΜΠρΒολ 91/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΔΕΕ 2010.922, ΜΠρΓρεβ 51/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαρ
178/2009 ΧρηΔικ 2009.296, ΓνωμΕισΚιλκίς
5/2005 αδημ.). Επομένως, ο κατ΄ άρθρο 14 παρ. 2 του
ν. 3156/2003 περιορισμός της αμοιβής του υποθηκοφύλακα, που αφορά σε
εμπράγματες ασφάλειες, προς εξασφάλιση ειδικών μορφών χρηματοδότησης που
ρυθμίστηκαν με το νόμο αυτό και όχι βέβαια η κατάργηση αυτής (αμοιβής),
υπαγορεύεται από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και δεν είναι αντίθετος στην
αρχή της αναλογικότητας, αφού τελεί σε εύλογη σχέση προς το νομοθετικά
επιδιωκόμενο γενικότερο σκοπό της διευκόλυνσης της μακροπρόθεσμης
χρηματοδότησης των Ελληνικών επιχειρήσεων μέσω ομολογιακών δανείων, ενόψει
ιδίως του έντονου Ευρωπαϊκού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο
περιορισμός της αμοιβής των υποθηκοφυλάκων καθίσταται ευλόγως αναγκαίος προς
υλοποίηση του σκοπού του ν. 3156/2003, που σύμφωνα, με τα αναφερόμενα στην
εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού και
σύγχρονου πλαισίου χρηματοδότησης των φερέγγυων Ελληνικών επιχειρήσεων, με
έκδοση ομολογιακών δανείων. Τούτο, διότι υπό διαφορετική εκδοχή η εγγραφή
σύστασης εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή σημειώσεων σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο,
μεγάλης αξίας, κατά κανόνα, περιουσιακών στοιχείων, θα είχαν δυσβάσταχτο κόστος
και δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να
επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός του νομοθέτη για τη δημιουργία μίας ευέλικτης και
αποδοτικής κεφαλαιαγοράς. Δεν είναι δε και δυσανάλογος ο περιορισμός του
δικαιώματος του Υποθηκοφύλακα και φυσικά δεν αποβλέπει στην καταστρατήγηση του
Συντάγματος, ιδίως ενόψει του ότι πρόκειται για εξαιρετικά περιορισμένη
κατηγορία εκ των ευρείας εκτάσεως αντικειμένων της αρμοδιότητας του,
λαμβανομένου δε υπόψη ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας οι περισσότερες
περιπτώσεις ομολογιακών δανείων αφορούν αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωση των
δανειακών τους υποχρεώσεων για τις οποίες συνήθως υπάρχουν εμπράγματα βάρη και
τα σχετικά αναλογικά δικαιώματα των υποθηκοφυλάκων έχουν ήδη καταβληθεί.
Εντεύθεν, ο προαναφερόμενος περιορισμός της αμοιβής των υποθηκοφυλάκων,
υπαγορευόμενος από το γενικότερο δημόσιο συμφέρον και μη ων αντίθετος στην αρχή
της αναλογικότητας, αποτελεί επιτρεπτό περιορισμό της κατοχυρωμένης με το άρθρο
5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας των
υποθηκοφυλάκων και σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1
του Συντάγματος, αφού οι περιορισμοί αυτοί δεν φτάνουν μέχρι την πλήρη
απαγόρευση της άσκησης της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας.
Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί η άποψη, με την οποία συντάσσεται το παρόν
Δικαστήριο, ότι δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση της συμβάσεως κάλυψης κοινού
ενυπόθηκου ομολογιακού δανείου και διορισμού πληρεξουσίου καταβολών και
εκπροσώπου των ομολογιούχων στον υποθηκοφύλακα ούτε βέβαια η κατάθεση της στο
Υποθηκοφυλακείο, ώστε ο υποθηκοφύλακας να διαπιστώσει εάν πράγματι αυτή
συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης που προβλέπει ο ν. 3156/2003, ώστε
να αποφασίσει, περαιτέρω, κατά περίπτωση εάν θα τυγχάνουν εφαρμοστέες οι
ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, που προβλέπουν την καταβολή πάγιων δικαιωμάτων.
Τούτο διότι, ο υποθηκοφύλακας δικαιούται μόνο να αρνηθεί την καταχώρηση στα
οικεία βιβλία κάθε πράξης που έρχεται σε αντίθεση με απαγορευτική διάταξη νόμου
και συνεπώς, η εν λόγω άρνηση του πρέπει να στηρίζεται σε τυπικούς μόνο λόγους
και όχι ουσιαστικούς, αφού ο τελευταίος δεν έχει εν προκειμένω διαγνωστική
εξουσία (ΜΠρΑθ 857/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για την
καταχώρηση στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καντάνου
Χανίων της με αριθμό 271/07-08-2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), δεν συντρέχει η υποχρέωση επισύναψης δήλωσης
του ιδιοκτήτη και βεβαίωσης του μηχανικού του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 4014/2011
και τούτο διότι το άρθρο αυτό, που αφορά την απαγόρευση εμπράγματων
δικαιοπραξιών σε ακίνητα με αυθαίρετες κατασκευές ή αυθαίρετες αλλαγές χρήσης,
αναφέρεται σε «κάθε δικαιοπραξία εν ζωή» και όχι σε δικαστική απόφαση, με την
οποία διατάσσεται η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (ή υποθήκης). Το ίδιο ισχύει
και όταν ζητείται εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με διαταγή πληρωμής ή τροπή ήδη
εγγεγραμμένης προσημείωσης υποθήκης σε υποθήκη με δικαστική απόφαση ή
τελεσίδικη διαταγή πληρωμής, καθώς και στη συμβολαιογραφική δήλωση του δανειστή
περί συναίνεσης για την εξάλειψη υποθήκης ως δικαιοπραξία με την οποία
καταργείται εμπράγματο δικαίωμα (βλ. ενδεικτικώς τα με αριθμούς
1125711/27-09-2011 και 1126477/04-10-2011 έγγραφα της νομικής υπηρεσίας της
Κτηματολόγιο Α.Ε., που έχουν κοινοποιηθεί στους Κτηματολογικούς Δικαστές,
Δικηγορικούς και Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους). Επομένως, η με αριθμό
271/07-08-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων (Διαδικασία Ασφαλιστικών
Μέτρων) ως δικαστική απόφαση, δύναται να καταχωρηθεί στα βιβλία υποθηκών του
Υποθηκοφυλακείου Αλικιανού Χανίων, χωρίς να συντρέχει
καμία απολύτως υποχρέωση προς επισύναψη δήλωσης του ιδιοκτήτη και βεβαίωσης του
μηχανικού του άρθρου 23 παρ. 4 του ν. 4014/2011.
ΕΠΕΙΔΗ, μετά ταύτα, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου τούτου, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η άρνηση της υποθηκοφύλακος Καντάνου Χανίων
δεν είναι σύννομη (ΟλΑΠ 10/2003 ό.π.,
ΕφΑθ 2126/2013 ό.π., ΕφΑθ 4863/2012 ό.π., ΕφΠειρ 161/2012 ό.π., ΕφΛαρ 263/2012 ό.π., ΕφΚρήτης 194/2009 ό.π., ΕφΚρήτης 195/2009 ό.π., ΕφΑθ 6959/2008 ό.π., ΠΠρΚιλκίς 2/2010 ό.π., ΜΠρΑθ 4215/2013 ό.π., ΜΠρΑθ 857/2013 ό.π., ΜΠρΑθ 423/2010 ό.π., ΜΠρΒολ 91/2010 ό.π., ΜΠρΓρεβ 51/2010 ό.π., ΜΠρΛαρ 178/2009 ό.π., ΓνωμΕισΚιλκίς 5/2005 ό.π.). Κατά
συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή τόσο η κρινόμενη αίτηση όσο και η πρόσθετη,
υπέρ της αιτούσας, προφορικώς ασκηθείσα παρέμβαση, ως βάσιμες και από
ουσιαστική άποψη και να διαταχθεί η υποθηκοφύλακας Καντάνου
Χανίων να εγγράψει στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου την ως άνω
δικαστική απόφαση περί εγγραφής προσημείωσης αναδρομικά από την ημέρα υποβολής
της σχετικής αίτησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της
παρούσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ΄ ης και
αντιμωλία των λοιπών, την αίτηση με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 182/24-10-2013 και
την, αναφερόμενη στο σκεπτικό, πρόσθετη, υπέρ της αιτούσας, προφορικώς
ασκηθείσα παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση της αιτούσας και
την υπέρ αυτής πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την υποθηκοφύλακα ...., να
καταχωρήσει στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Καντάνου
την με αριθμό 271/07-08-2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων (Διαδικασία
Ασφαλιστικών Μέτρων), με την οποία επιτράπηκε στην προσθέτως παρεμβαίνουσα
εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» δι΄ εαυτήν και με την ιδιότητα της ως εκπροσώπου των
ομολογιούχων δανειστών να εγγράψει προσημείωση υποθήκης για το ποσό των
2.000.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, στα σ΄ αυτήν περιγραφόμενα ακίνητα της
αιτούσας, αναδρομικά από την ημέρα υποβολής της από 07-08-2012 αίτησης προς το
Υποθηκοφυλακείο Καντάνου, ήτοι από την 19η-09-2012
και έναντι καταβολής παγίου δικαιώματος Υποθηκοφυλάκων εκ ποσού εκατό (100)
ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε
στα Χανιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των
διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και με τη παρουσία του γραμματέα
της έδρας, στις 25 Νοεμβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου