Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Η υιοθεσία - Προσβολή της Υιοθεσίας - Λύση της Υιοθεσίας - ΣτΕ 3649/10 (ΟΛΟΜ.) - Αντισυνταγματική η διάταξη της παρ. 6 περ. β` άρ. 28 του Ν. 1846/1951. Χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε από την υιοθεσία έως το θάνατο.

Η υιοθεσία
 Α) Η έννοια της υιοθεσίας
Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε νομικός δεσμός του τέκνου με την φυσική του οικογένεια και το τέκνο εντάσσεται πλήρως, ως συγγενής, στην οικογένεια του θετού γονέα.
Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις ......
τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου.
B) Πότε επιτρέπεται η υιοθεσία;
Η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος. Η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί.
Γ) Ποιος μπορεί να υιοθετήσει ανήλικο;
Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα. Επίσης, πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια. Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν υπάρχει διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των δεκαπέντε ετών.
Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του.

Δ) Είναι δυνατόν να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο από περισσότερους;
Δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα από περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί είναι σύζυγοι. Επίσης δεν επιτρέπεται η υιοθεσία προσώπου που είναι ήδη υιοθετημένο από άλλον, όσο διαρκεί η υιοθεσία, εκτός αν πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία του ίδιου προσώπου και από το σύζυγο αυτού που υιοθέτησε πρώτος.

Ε) Τι ισχύει όταν αυτός που επιθυμεί να υιοθετήσει είναι έγγαμος;
Ο έγγαμος δεν μπορεί να υιοθετήσει χωρίς την συναίνεση του συζύγου του, η οποία παρέχεται αυτοπροσώπως με δήλωση στο δικαστήριο. Αν ο σύζυγος έχει τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή, η συναίνεση του μπορεί να δοθεί και με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου. Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και χωρίς αυτή τη συναίνεση αν η παροχή της είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους ή αν εκκρεμεί ανάμεσα στους συζύγους δίκη διαζυγίου.

Στ) Τι ισχύει όταν αυτός που επιθυμεί να υιοθετήσει έχει άλλα τέκνα;
Όταν αυτός που υιοθετεί έχει ήδη τέκνα το δικαστήριο, ανάλογα με τηνωριμότητά τους, οφείλει να ακούει και τη δική τους γνώμη.

Ζ) Υιοθεσία τέκνου του ενός συζύγου από τον άλλο;
Όταν ο ένας σύζυγος υιοθετεί το τέκνο του άλλου, οι δεσμοί του υιοθετούμενου με το φυσικό γονέα του και τους συγγενείς του δεν διακόπτονται. Κατά τα λοιπά η υιοθεσία παράγει όλα τα αποτελέσματα υιοθεσίας που γίνεται και από τους δύο συζύγους.

Η) Τι ισχύει όταν ο ανήλικος έχει φυσικούς γονείς;
Είναι απαραίτητα η συναίνεση των φυσικών γονέων αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου, η οποία δίδεται όμως πάντοτε μετά την πάροδο τριών μηνών από τη γέννηση του ανήλικου τέκνου. Η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία του τέκνου τους αναπληρώνεται, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο, β) αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή βρίσκονται σε καθεστώς στερητικής δικαστικής συμπαράστασης που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν για την υιοθεσία του παιδιού τους, γ) αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή, δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας, και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν και ε) αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή, με σκοπό την υιοθεσία, και έχει ενταχθεί σε αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν. Αν οι περιπτώσεις α` έως ε` συντρέχουν μόνο στο πρόσωπο του ενός εκ των γονέων, η απόφαση του δικαστηρίου αναπληρώνει τη συναίνεση μόνο αυτού. Στις περιπτώσεις υπό στοιχεία β` έως ε` της πρώτης παραγράφου, καθώς και στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την ακρόαση των πλησιέστερων συγγενών, αν αυτή είναι εφικτή. Ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί αυτοπροσώπως και ο ανήλικος που υιοθετείται, εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του.

Θ) Ποια είναι η διαδικασία της υιοθεσίας;
Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψήφιου θετού γονέα. Αυτός που υιοθετεί συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου. Πριν από την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία ή άλλη υπηρεσία ή κοινωνική οργάνωση, αναγνωρισμένη ότι ειδικεύεται στις υιοθεσίες, επισταμένη κοινωνική έρευνα και κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο νόμο, σχετική έκθεση για το αν, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν, η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει ή όχι τον υιοθετούμενο. Το δικαστήριο απαγγέλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την προηγούμενη έκθεση, ότι, εν όψει της προσωπικότητας της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητας τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο.
Ι) Ποιο είναι το αρμόδιο Δικαστήριο για την τέλεση της υιοθεσίας;
Αρμόδιο Δικαστήριο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος που υιοθετείται. Το Δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Ια) Από πότε ξεκινούν τα αποτελέσματα της υιοθεσίας;
Η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί απαιτείται να γίνει τελεσίδικη για να θεωρείται ότι η υιοθεσία έχει τελεστεί.

 Προσβολή της Υιοθεσίας

Α) Είναι δυνατό να προσβάλλει κάποιος την υιοθεσία;

Ακόμη και αν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για την υιοθεσία, είναι δυνατόν να προσβληθεί η υιοθεσία σε περίπτωση που δεν έχουν συντρέξει όλοι οι νόμιμοι όροι για την τέλεσή της ή η συναίνεση κάποιου από τα πρόσωπα που συναίνεσαν σ’ αυτήν υπήρξε άκυρη ή υπήρξαν ελαττώματα της βούλησης.


Β) Ποιοι είναι οι λόγοι προσβολής της υιοθεσίας;

Η υιοθεσία προσβάλλεται μόνο με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή βοηθημάτων κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης:
1) αν δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου (π.χ. δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του νόμου για τα όρια ηλικίας, τη διαφορά ηλικίας, η υιοθεσία δεν είναι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου κλπ)
2) αν η συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που σύμφωνα με το νόμο ήταν αρμόδια να συναινέσουν υπήρξε άκυρη για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. δόθηκε υπό αίρεση ή προθεσμία, δόθηκε με αντιπρόσωπο κλπ) ή δε δόθηκε καθόλου
3) αν η συναίνεση δόθηκε υπό την επήρεια πλάνης ως προς την ταυτότητα του προσώπου του θετού γονέα ή του θετού τέκνου, απάτης ως προς ουσιώδη περιστατικά ή παράνομης ή ανήθικης απειλής.


Γ) Ποια πρόσωπα δικαιούνται να προσβάλλουν την υιοθεσία;

Δικαίωμα να προσβάλουν την υιοθεσία έχουν:
1) Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή ο εισαγγελέας, στις περιπτώσεις μη συνδρομής των όρων του νόμου,
2) Στις περιπτώσεις έλλειψης έγκυρης συναίνεσης, καθώς και όταν αυτή υπήρξε προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής, αυτός του οποίου λείπει η έγκυρη συναίνεση ή ο οποίος πλανήθηκε, εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε, όχι όμως και οι κληρονόμοι τους.


Δ) Με ποιο μέσο προσβάλλεται η υιοθεσία;

Οι δικαιούχοι για προσβολή της υιοθεσίας μπορούν να προσβάλλουν αυτήν με το ένδικο μέσο της έφεσης, αν υπήρξαν διάδικοι στη σχετική δίκη, και αν όχι με τριτανακοπή.  

Λύση της Υιοθεσίας

Α) Είναι δυνατό να λυθεί η υιοθεσία;

Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα να λυθεί ο τεχνητός δεσμός που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στο θετό τέκνο (και τους κατιόντες του) και στο θετό γονέα και τους συγγενείς του, σε συγκεκριμένες, όμως, μόνο περιπτώσεις.
Β) Αυτοδίκαιη λύση της υιοθεσίας

Η υιοθεσία λύνεται αυτοδικαίως και αίρεται αναδρομικά η σχέση που απορρέει από αυτήν, αν τέλεσαν γάμο, κατά παράβαση του νόμου, ο θετός γονέας με το θετό τέκνο. Αν ο γάμος ακυρώθηκε, διατηρούνται από τη σχέση υιοθεσίας μόνο τα περιουσιακά δικαιώματα του θετού τέκνου.
Εννοείται, βέβαια, πως η υιοθεσία δε λύεται με το θάνατο του θετού τέκνου ή του θετού γονέα.
Γ) Λύση με δικαστική απόφαση

1) Μονομερής λύση

Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη λύση της υιοθεσίας:

α) αν ο θετός γονέας εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή αν του αφαιρεθεί η άσκηση της,

β) αν συντρέχει λόγος αποκλήρωσης του θετού τέκνου επειδή αυτό επιβουλεύτηκε τη ζωή του θετού γονέα ή του συζύγου ή άλλου κατιόντος του θετού γονέα, ή είχε προκαλέσει με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο θετό γονέα ή στο σύζυγό του, ή έγινε με πρόθεση απέναντι στο θετό γονέα ή στο σύζυγο του θετού γονέα ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος. Στις ως άνω περιπτώσεις αν οι συνέπειες αυτές κρίνονται ανεπαρκείς, το δικαστήριο μπορεί να διατάσσει λόγω της βαρύτητας της περίπτωσης ακόμη και τη λύση της υιοθεσίας.

Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας ανηλίκου από συζύγους, η υιοθεσία μπορεί να λύεται δικαστικά, και μόνο ως προς τον ένα σύζυγο.

Αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο του τόπου κατοικίας του εναγομένου, το οποίο εκδικάζει κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και παιδιών.
Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που λύνει την υιοθεσία, η υιοθεσία αίρεται για το μέλλον, παύει η σχέση συγγένειας του θετού τέκνου και των κατιόντων του με αυτόν που το υιοθέτησε και τους έως τότε συγγενείς του και αναβιώνουν οι δεσμοί με τη φυσική οικογένεια. Το δικαστήριο όμως μπορεί να αναθέτει σ’ αυτήν την περίπτωση, την άσκηση της γονικής μέριμνας του θετού τέκνου, εφόσον είναι ανήλικο, σε τρίτον, αν το επιβάλλει το συμφέρον του.

2)Συναινετική λύση

Όταν ο θετός γονέας και το θετό τέκνο, μετά την ενηλικίωσή του συμφωνούν να λυθεί η υιοθεσία, μπορούν να το ζητήσουν από το δικαστήριο με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Για να λυθεί η υιοθεσία, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των μερών να δηλωθεί στο δικαστήριο αυτοπροσώπως σε δυο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έξι μήνες. Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δυο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει.

 

ΣτΕ 3649/10 (ΟΛΟΜ.) - Αντισυνταγματική η διάταξη της παρ. 6 περ. β` άρ. 28 του Ν. 1846/1951. Χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε από την υιοθεσία έως το θάνατο.

ΣτΕ 3649/10 (ΟΛΟΜ.) - Αντισυνταγματική η διάταξη της παρ. 6 περ. β` άρ. 28 του Ν. 1846/1951. Χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε από την υιοθεσία έως το θάνατο.

Αριθμός 3649/2010
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Δ. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Α. Συγγούνα, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.- Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.
Για να δικάσει την από 1 Απριλίου 2005 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγίου Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Κουήν Χουρμουζιάν, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, κατά της ...... ......., κατοίκου .... ........ Αττικής (.... .... ...... αρ. ..), η οποία δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 902/2009 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 4510/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον εισηγητή, Σύμβουλο Β. Γρατσία.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998 - Α 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4510/2004 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 2870/2003 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η 208/Συν. 28Α/27-3-2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος Συντάξεων ΙΚΑ- ΕΤΑΜ Αθηνών. Η Τ.Δ.Ε. με την απόφαση αυτή είχε απορρίψει ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της 17231/2001 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα για χορήγηση σύνταξης στη θυγατέρα της, λόγω θανάτου του θετού πατέρα της ....... ......., ασφαλισμένου του ΙΚΑ-ΤΕΑΜ.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την υπ΄ αριθμ. 902/2009 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε προς επίλυση λόγω μείζονος σπουδαιότητας, ζήτημα αναφερόμενο στη συνταγματικότητα και την ερμηνεία των διατάξεων της περ. β της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951.
4. Επειδή, στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: "Η οικογένεια. . . και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του κράτους". Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 10 της Διεθνούς Σύμβασης "περί υιοθεσίας ανηλίκων", που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 24-4- 1967 που κυρώθηκε με το ν. 1049/1980 (Α 114), διάταξη που ανήκει στις "ουσιώδεις" διατάξεις της Σύμβασης αυτής, οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή, ορίζεται ότι: "Η υιοθεσία συνεπάγεται δια τον υιοθετούντα, ως προς τον υιοθετούμενον τα πάσης φύσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις, ας υπέχει ο πατήρ ή η μήτηρ προς το νόμιμον τέκνον έναντι του πατρός ή της μητρός του". Εξάλλου, η υιοθεσία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1542-1588 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη μεταρρύθμιση του δικαίου της υιοθεσίας με το ν. 2447/1996 (Α 278). Ειδικότερα, στο άρθρο 1542 προβλέπεται ότι "Η υιοθεσία επιτρέπεται. . . μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος. Η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου". Στο άρθρο 1543 ορίζεται ότι "Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει. . . να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα". Στο άρθρο 1544 ότι "Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από σαρανταπέντε χρόνια. . .". Στο άρθρο 1549 ότι "Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση. . .". Στο άρθρο 1557 ορίζεται ότι "Πριν από την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία. . . επιστάμενη κοινωνική έρευνα και κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο. . . σχετική έκθεση για το αν με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν, η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει ή όχι τον υιοθετούμενο". Στο άρθρο 1558 ορίζεται ότι "Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, εν όψει της προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο". Στο άρθρο 1561 προβλέπεται ότι "Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια. . . και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. . .". Και στο άρθρο 1569 ορίζεται ότι "Η υιοθεσία προσβάλλεται μόνο με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή βοηθημάτων κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, αν δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου ή αν η συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που σύμφωνα με το νόμο ήταν αρμόδια να συναινέσουν υπήρξε άκυρη για οποιοδήποτε λόγο ή δόθηκε υπό την επήρεια πλάνης ως προς την ταυτότητα του προσώπου του θετού γονέα ή του θετού τέκνου, απάτης ως προς τα ουσιώδη περιστατικά ή παράνομης ή ανήθικης απειλής". Τέλος στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (Α 179), όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α 374), ορίζονται τα εξής: "Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας. . . ή ασφαλισμένου έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) . . . β) Τα νόμιμα τέκνα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα και υιοθέντα, ως η υιοθεσία έλαβε χώραν εν τουλάχιστον έτος προ του θανάτου του ή της χορηγήσεως συντάξεως. . . εις τον θετόν πατέρα και τα οποία δεν λαμβάνουνουσιν οπωσδήποτε σύνταξιν εκ του ΙΚΑ. . .". Από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι επιβάλλεται η προστασία των θετών ανήλικων (και συνήθως ευρισκομένων σε παιδική ηλικία) τέκνων ως μελών της θετής οικογένειας και η εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα, καθώς και η προστασία των θετών τέκνων, μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το χρόνο που τελούν σε υιοθεσία. Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα διεμόρφωσε προς τον σκοπό αυτό τον θεσμό της υιοθεσίας καθιερώνοντας εγγυήσεις που αποβλέπουν στη διασφάλιση καθεστώτος προστασίας των θετών ανήλικων τέκνων και την εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα. Βασική εγγύηση αυτού του συστήματος προστασίας αποτελεί η έκδοση δικαστικής απόφασης τόσο για την τέλεση της υιοθεσίας, όσο και για τη λύση της. Με τις παραπάνω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 2447/1996, έχουν τεθεί κατ΄ επιταγή των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, προβλέπεται πλέον η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας πριν την τέλεση της υιοθεσίας προκειμένου να διακριβωθεί αν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου, ενώ ρητά ορίζεται ότι το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, αφού συνεκτιμήσει τα πορίσματα της έρευνας καθώς και την προσωπικότητα, την υγεία και την εν γένει κατάσταση του υιοθετούντος. Ο νομοθέτης του Αστικού Κώδικα εξομοιώνει εξάλλου τα θετά προς τα φυσικά τέκνα, ενώ με τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα έχει θεσπισθεί πλέγμα ρυθμίσεων που διασφαλίζει την εξομοίωση αυτή, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση έχει το άρθρο 1561 που προβλέπει την πλήρη ένταξη του θετού τέκνου στην οικογένεια του θετού γονέα. Ακόμη, οι προβλεπόμενοι με τις ίδιες διατάξεις συσχετισμοί και περιορισμοί στην ηλικία υιοθετούντος και υιοθετούμενου συμβάλλουν στη δημιουργία θετών οικογενειών στα συνήθη φυσιολογικά πλαίσια ηλικίας και αποκλείουν την καταστρατήγηση των φυσικών ορίων ηλικίας. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του εδάφ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, κατά το μέρος που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό τέκνο ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος να έχει τελεσθεί η υιοθεσία ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατο του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου θετού γονέα, αντίκειται στην επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις προστασία των θετών τέκνων και την εξομοίωσή τους προς τα φυσικά ανήλικα τέκνα, αλλά και την εξίσωση των θετών τέκνων μεταξύ τους ανεξάρτητα από το χρόνο υιοθεσίας τους, χωρίς να συντρέχει αποχρών λόγος που να δικαιολογεί αυτή τη μεταχείριση (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2105/1999, 2858/1982).
5. Επειδή, κατά τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσίβλητη με αίτησή της προς το Υποκατάστημα Συντάξεων ΙΚΑ Αθηνών ζήτησε να συνταξιοδοτηθούν η ίδια και η ανήλικη θετή θυγατέρα της, λόγω θανάτου στις 21-11-2000 του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα, ..... ........, ασφαλισμένου του Ιδρύματος. Ο Διευθυντής του ανωτέρω Υποκαταστήματος με την 17231/31-12-2001 απόφασή του χορήγησε σύνταξη στην αναιρεσίβλητη όχι όμως και στην ανήλικη θετή θυγατέρα της, γιατί από την υιοθεσία της τελευταίας, δυνάμει της 178/26-1-2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι το θάνατο του πατέρα της (21-11-2000) δεν είχε παρέλθει ένα έτος. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη ως ασκούσα τη γονική μέριμνα της ανήλικης θετής θυγατέρας της άσκησε ένσταση, η οποία απορρίφθηκε με την ίδια αιτιολογία με την 208/Συν.28Α /27-3-2002 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ίδιου Υποκαταστήματος. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε ότι η διάταξη της παρ. 6 εδάφ. β του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, με την οποία τίθεται ως προϋπόθεση για τη συνταξιοδότηση θετού τέκνου η παρέλευση ενός έτους από την υιοθεσία μέχρι το θάνατο του ασφαλισμένου, αντίκειται στα άρθρα 2, 4 και 21 του Συντάγματος και στη διεθνή σύμβαση περί υιοθεσίας ανηλίκων. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την 28070/2003, απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ η έφεση που άσκησε το ΙΚΑ κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 περ. β του α.ν. 1846/1951 κατά το μέρος που θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό ανήλικο τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα την παρέλευση ενός έτους από την τέλεση της υιοθεσίας έως το θάνατο του αμέσως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος θετού γονέα, αντίκειται στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και στη διεθνή σύμβαση για την υιοθεσία ανηλίκων και επομένως είναι ανίσχυρη και δεν μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής. Συνεπώς, έκρινε το Εφετείο, η πρωτόδικη απόφαση που έκρινε με τον ίδιο τρόπο, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε.
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την πιο πάνω διάταξη του α.ν. 1846/1951, με την οποία ο νομοθέτης θέλησε να διασφαλίσει τα συμφέροντα του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (και συνεπώς του συνόλου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ιδρύματος) από την τέλεση υιοθεσιών που αποβλέπουν στην καταστρατήγηση της πιο πάνω διάταξης και να αποκλείσει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υιοθεσία γίνεται για το σκοπό της διατήρησης των σχετικών παροχών με τη μεταβίβασή τους στα θετά τέκνα, η υιοθεσία των οποίων γίνεται σε προχωρημένη ηλικία του θετού γονέα. Εξάλλου, κατά το αναιρεσείον, για τον ίδιο σκοπό έχει θεσπισθεί και η διάταξη της περ. β΄ της παραγράφου 7 του πιο πάνω άρθρου, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της χήρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, διάταξη που έχει κριθεί άλλωστε σύμφωνη με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 4, η περ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 κατά το μέρος που θεσπίζει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση σύνταξης σε θετό ανήλικο τέκνο λόγω θανάτου του θετού γονέα την παρέλευση έτους από την τέλεση της υιοθεσίας έως το θάνατο του αμέσως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος θετού γονέα, αντίκειται για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις και επομένως είναι ανίσχυρη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στην προκείμενη περίπτωση. Ο δε ισχυρισμός ότι η επίμαχη προϋπόθεση (πάροδος έτους) τίθεται προς αποφυγή της περιγραφής του νόμου, δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί τη δυσμενή μεταχείριση των θετών ανήλικων τέκνων, εφόσον η ρύθμιση του θεσμού της υιοθεσίας από το νομοθέτη, όπως λεπτομερώς παρατέθηκε, παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την αποφυγή καταστρατηγήσεων (προηγούμενος διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, περιορισμοί και συσχετισμοί των ορίων ηλικίας υιοθετούμενου και υιοθετούντος, ο οποίος, πάντως σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υιοθετήσει αν έχει συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του). Ακόμη, το γεγονός ότι έχει κριθεί σύμφωνη προς το Σύνταγμα η διάταξη της περ. β΄ της παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου, που αφορά τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της χήρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη διάταξη είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα. Τούτο δε διότι, σε αντίθεση με την υιοθεσία, ο γάμος συνάπτεται χωρίς να προηγηθεί διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, δεν υπάρχουν οι προαναφερθέντες περιορισμοί και συσχετισμοί της ηλικίας για την τέλεσή του, είναι δε σαφής η θέληση του νομοθέτη να εξομοιώσει τα θετά προς τα φυσικά τέκνα όχι μόνο στο πεδίο του αστικού, αλλά και του δημόσιου δικαίου. Είναι δε ενδεικτικό ότι στην αντίστοιχη διάταξη του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (άρθρο 5 του π.δ. 166/2000) δεν υπάρχει ο εν λόγω περιορισμός. Τέλος, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι ο υιοθετήσας είχε υποστεί βαρύτατο έμφραγμα μυοκαρδίου πριν από την υιοθεσία, αργότερα δε πέθανε από την ίδια νόσο, εν όψει τούτου δε το Εφετείο όφειλε να αιτιολογήσει την εικονικότητα ή μη της εν λόγω υιοθεσίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον κατ΄ αναίρεση, καθόσον μάλιστα το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δεν προβάλλει πότε και με ποιο δικόγραφό του είχε προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας.
7. Επειδή, με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου 2010.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Π. Πικραμμένος Ε. Κουμεντέρη Π.Β.http://www.lawyers4you.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: