- Παραβίαση απορρήτου τηλεφωνημάτων. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
- Κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με τρόπο να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με ....φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
- Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνημάτων.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Διατάξεις:
ΠΚ: 370Α,
ΚΠΔ: 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΑΡΙΘΜΟΣ 1926/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη, Νικόλαο Ζαϊρη, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη - Εισηγήτρια, η οποία ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 106/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 785/2007.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ., όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με τρόπο να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.ΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 106/2007 αποφάσεως, του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370Α του Ποιν.Κ) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός έτους την οποία ανέστειλε επί τριετία, δεχθέν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από υπαλλήλους του ΟΤΕ διαπιστώθηκε στις 2-2-2004, ότι σε κεντρικό κυτίο διανομής τηλεφωνικών γραμμών (ΧΧΧ) στα ΧΧΧ Κοζάνης, υπήρχε παγίδευση της τηλεφωνικής σύνδεσης της ΧΧΧ, συμβολαιογράφου, με αριθμό κλήσης ΧΧΧ, με σκοπό τη μαγνητοφώνηση του περιεχομένου των συνδιαλέξεων της. Το γεγονός καταγγέλθηκε στην αστυνομία από την οποία στήθηκε ενέδρα για εντοπισμό του δράστη που αθέμιτα παγίδευσε τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ τρίτων. Περί ώρα 02.00' της 3-2-2004 πλησίασε το σημείο παγίδευσης το με αριθμό ΧΧΧ IX αυτοκίνητο του Γ1 με οδηγό τον ίδιο και συνοδηγό τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε κάνει την παγίδευση. Ο κατηγορούμενος μετά τη στάθμευση του αυτοκινήτου πλησίον του σημείου παγίδευσης μετέβη για να παραλάβει το κασετόφωνο που είχε τοποθετήσει για να αποτυπώνονται οι συνομιλίες της ως άνω παθούσας. Αμέσως οι ενεδρεύοντες αστυνομικοί επιχείρησαν να συλλάβουν αμφότερους τους επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο. Κατάφεραν όμως να συλλάβουν μόνο τον Γ1, ενώ ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή. Ο κατηγορούμενος ως εκ της ειδικότητας του, του ηλεκτρολόγου μηχανικού είχε ειδικές γνώσεις να πραγματοποιήσει την παγίδευση που δεν είχε ο Γ1, γι' αυτό και έκανε αυτός την παγίδευση. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Μακεδονίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου τηλεφωνημάτων (άρθρο 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ.), για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ., την οποία ορθώς εφάρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση με τους λόγους αναιρέσεως αιτίαση, ότι δεν εκτιμήθηκε η δοθείσα στο ακροατήριο κατάθεση του μάρτυρα τεχνικού του ΟΤΕ ΧΧΧ, κατά την οποία για την παγίδευση της τηλεφωνικής σύνδεσης της παθούσας χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις τις οποίες, όπως αυτός ανέφερε στην απολογία του, δεν είχε, η οποία (απολογία) επίσης δεν αξιολογήθηκε από το Εφετείο, είναι αβάσιμη.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, ενώ κατά το μέρος που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτοι.
Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της 106/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
- Κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του ΠΚ, όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με τρόπο να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με ....φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
- Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνημάτων.
- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Διατάξεις:
ΠΚ: 370Α,
ΚΠΔ: 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΑΡΙΘΜΟΣ 1926/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Μιχαήλ Δέτση), Θεοδώρα Γκοϊνη, Νικόλαο Ζαϊρη, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη - Εισηγήτρια, η οποία ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 106/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 785/2007.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ., όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με τρόπο να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.ΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 106/2007 αποφάσεως, του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το πιο πάνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (άρθρο 370Α του Ποιν.Κ) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός έτους την οποία ανέστειλε επί τριετία, δεχθέν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από υπαλλήλους του ΟΤΕ διαπιστώθηκε στις 2-2-2004, ότι σε κεντρικό κυτίο διανομής τηλεφωνικών γραμμών (ΧΧΧ) στα ΧΧΧ Κοζάνης, υπήρχε παγίδευση της τηλεφωνικής σύνδεσης της ΧΧΧ, συμβολαιογράφου, με αριθμό κλήσης ΧΧΧ, με σκοπό τη μαγνητοφώνηση του περιεχομένου των συνδιαλέξεων της. Το γεγονός καταγγέλθηκε στην αστυνομία από την οποία στήθηκε ενέδρα για εντοπισμό του δράστη που αθέμιτα παγίδευσε τηλεφωνική σύνδεση μεταξύ τρίτων. Περί ώρα 02.00' της 3-2-2004 πλησίασε το σημείο παγίδευσης το με αριθμό ΧΧΧ IX αυτοκίνητο του Γ1 με οδηγό τον ίδιο και συνοδηγό τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε κάνει την παγίδευση. Ο κατηγορούμενος μετά τη στάθμευση του αυτοκινήτου πλησίον του σημείου παγίδευσης μετέβη για να παραλάβει το κασετόφωνο που είχε τοποθετήσει για να αποτυπώνονται οι συνομιλίες της ως άνω παθούσας. Αμέσως οι ενεδρεύοντες αστυνομικοί επιχείρησαν να συλλάβουν αμφότερους τους επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο. Κατάφεραν όμως να συλλάβουν μόνο τον Γ1, ενώ ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή. Ο κατηγορούμενος ως εκ της ειδικότητας του, του ηλεκτρολόγου μηχανικού είχε ειδικές γνώσεις να πραγματοποιήσει την παγίδευση που δεν είχε ο Γ1, γι' αυτό και έκανε αυτός την παγίδευση. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος. Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Μακεδονίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου τηλεφωνημάτων (άρθρο 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ.), για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 1 του Ποιν.Κ., την οποία ορθώς εφάρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση με τους λόγους αναιρέσεως αιτίαση, ότι δεν εκτιμήθηκε η δοθείσα στο ακροατήριο κατάθεση του μάρτυρα τεχνικού του ΟΤΕ ΧΧΧ, κατά την οποία για την παγίδευση της τηλεφωνικής σύνδεσης της παθούσας χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις τις οποίες, όπως αυτός ανέφερε στην απολογία του, δεν είχε, η οποία (απολογία) επίσης δεν αξιολογήθηκε από το Εφετείο, είναι αβάσιμη.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως είναι αβάσιμοι, ενώ κατά το μέρος που με αυτούς πλήττεται, με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτοι.
Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 για αναίρεση της 106/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου