
Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος
Έτος: 2016
Νούμερο: 631
Για την θεμελίωση της από το άρθρο 281 ΑΚ προβλεπόμενης ένστασης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εφόσον πρόκειται για μεταβίβαση.... της κυριότητας ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντος.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1)Μ. χήρας Β. Θ., 2)Σ. θυγ. Β. Θ., 3) Δ. θυγ. Β. Θ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πολυχρόνη Θωμόπουλο.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Γ. Δ. του Χ. 2)Ι. συζ. Χ. Δ. κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Μίχο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-8-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1999/2012 του ιδίου Δικαστηρίου, και 157/2015 του Εφετείου Πειραιώς.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες, με την από 13-7-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου, ανέγνωσε την από 26-1-2016 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ελένης Διονυσοπούλου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η επίκληση κινδύνου επέλευσης δυσμενών συνεπειών, χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης συμπεριφοράς του δικαιούχου και χωρίς συσχετισμό των εις βάρος του υπoχρέου συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του δικαιούχου από την ικανοποίηση του δικαιώματος ή αντίστοιχα τον κίνδυνο επαχθών συνεπειών του τελευταίου από τη ματαίωσή της, δεν αρκεί για να συγκροτήσει το πραγματικό της διάταξης του άρθ. 281 ΑΚ και να παραλύσει την αξίωση του δικαιούχου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Περαιτέρω ούτε μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και, όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που προέρχονται κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος που τείνει στην ανατροπή της διαμορφωθείσας και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο διάστημα κατάστασης, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες, να εξέρχεται των ορίων που διαγράφονται από την πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση δε αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της προαναφερόμενης κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντα του (Ολ.ΑΠ 8/2001). Για δε την θεμελίωση της από το άρθρο 281 ΑΚ προβλεπόμενης ένστασης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εφόσον πρόκειται για μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντος (ΑΠ 91/2011).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: "Η Ε. συζ. Δ. Θ., πεθερά και γιαγιά των εναγουσών και γιαγιά και μητέρα των εναγομένων αντιστοίχως, ήταν κυρία, δυνάμει του .../1947 συμβολαίου του συμβολαιογράφου .....που μεταγράφηκε νόμιμα, ενός οικοπέδου 258,04 τμ, που βρίσκεται στο Δήμο ... Αττικής, ....... Με το .../1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ......., που μεταγράφηκε νόμιμα, η ως άνω υπήγαγε στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρ. 1002 και 1117 ΑΚ τις ακόλουθες οριζόντιες ιδιοκτησίες-διαμερίσματα: α) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου (II) ..... β) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου (Ι2), .....γ) την αποθήκη του ισογείου ορόφου (Ι3) ......δ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 1ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Α1) ......, ε) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 1ου υπέρ το ισόγειο ορόφου (Α2), ....στ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 2ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Β1),..... ζ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 2 υπέρ του ισογείου ορόφου (Β2), .....η) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Γ1), ..... ζ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Γ2), ..... και ι) τον προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον υπέρ του 3 ορόφου, όροφο (ή ορόφους). Με το αυτό συμβόλαιο η Ε. Θ. μεταβίβασε λόγω προίκας στη 2η των εναγομένων-κόρης της, α) την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχεία II, 12, 13 διαμερισμάτων και αποθήκης του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία του υπό στοιχείο II διαμερίσματος μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο, ενώ την επικαρπία των υπό στοιχεία 12 και 13 διαμερισμάτων, παρακράτησε η ίδια εφ’ όρου ζωής, και β) την ψιλή κυριότητα των προβλεπομένων να χτιστούν στο μέλλον υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 διαμερισμάτων του 1ου υπέρ του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία αυτών μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο. Στη συνέχεια, δυνάμει του .../1973 συμβολαίου του ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ίδια μεταβίβασε λόγω (συμπληρωματικής) προίκας, στη 2η των εναγομένων-προικολήπτρια, την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχ. Β1 και Β2 διαμερισμάτων του 2ου υπέρ του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία αυτών μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο της. Με την .../1973 άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Δυτικού Διαμερίσματος Αττικής και την .../1983 άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Δυτικής Αττικής, οι ανωτέρω προικολήπτες, ανήγειραν τις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες των 1ου και 2ου υπέρ του ισογείου ορόφων. Την 24.11.1973 η Ε. Θ., απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, τον σύζυγο της Δ., το γιο της Β. (σύζυγο και πατέρα των εναγομένων) και τη 2η των εναγομένων -κόρη της, οι οποίοι και κληρονόμησαν αυτή κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντιστοίχως. Μοναδικά στοιχεία της κληρονομιάς αποτελούσαν τα προαναφερθέντα και προβλεπόμενα να χτιστούν στο μέλλον με στοιχεία ΓΙ και Γ2 διαμερίσματα υπέρ του ισογείου ορόφου και ο προβλεπόμενος να χτιστεί στο μέλλον, υπέρ του 3ου ορόφου, όροφος. Η αξία της κληρονομιάς, κατά τον χρόνο του θανάτου της κληρονομουμένης, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 127.729 δρχ. και ήδη 374,847 ευρώ. Η 2α των εναγομένων έχει υποχρέωση συνεισφοράς στην ανωτέρω κληρονομιά, δοθέντος ότι η κληρονομουμένη της είχε παραχωρήσει όσο ζούσε, λόγω σύστασης προίκας, δηλαδή χωρίς αντάλλαγμα, τα προαναφερόμενα περιουσιακά της στοιχεία (διαμερίσματα), η αξία των οποίων ανερχόταν, κατά τον χρόνο της παραχώρησης, ... και συνολικά το ποσό των 250.000 δρχ και ήδη 733,67 ευρώ. (Ακολουθεί ο υπολογισμός της πλασματικής κληρονομίας και η αξία της κληρονομικής μερίδας της β’ εναγομένης). Όμως η αξία των συνεσεινεκτέων παροχών, υπερβαίνει την αξία της ανωτέρω κληρονομικής μερίδας της και επομένως η κληρονομική μερίδα της 2ας των εναγομένων στην κληρονομιά της μητέρας της Ε. Θ. μηδενίζεται, γεγονός το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι το εκ 3/8 εξ αδιαιρέτου ποσοστό αυτής περιέρχεται στον έτερο των εξ αδιαθέτου κληρονόμων-κατιόντων Β. Θ., ο οποίος έτσι καθίσταται (συγ)κληρονόμος στην ανωτέρω κληρονομιά, κατά ποσοστό 6/8 εξ αδιαιρέτου (3/8 η εξ αδιαθέτου μερίδα της +3/8 η κληρονομική μερίδα της 2ας των εναγομένων που περιέρχεται σ’ αυτήν). Την 18.6.1982 απεβίωσε και ο Δ. Θ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τους πλησιέστερους συγγενείς του (τα δύο τέκνα του) Β. Θ. (σύζυγο και πατέρα των εναγουσών) και τη 2α των εναγομένων, οι οποίοι και τον κληρονόμησαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των προαναφερμένων να χτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων υπέρ του ισογείου ορόφου και τον μέλλοντα να χτιστεί υπέρ τον 3° όροφο, όροφο. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η κληρονομιά της Ε. Θ. και του Δ. Θ., με την παρέλευση της προς αποποίηση προθεσμίας, θεωρούνται ότι έχουν γίνει αποδεκτές από τους ως άνω κληρονόμους τους. Με βάση το .../2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ....., που μεταγράφηκε νόμιμα, η δευτέρα των εναγομένων μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο γιο της λόγω γονικής παροχής τα προαναφερόμενα να χτιστούν στο μέλλον υπό στοιχεία ΓΙ και Γ2 διαμερίσματα 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου και τον προβλεπόμενο να χτιστεί όροφο υπέρ τον 3° όροφο, επικαλούμενη ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία. Όμως η εναγομένη αυτή είχε μόνο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επ’ αυτών, και δεν απέκτησε κυριότητα όπως επικαλέστηκε, δοθέντος ότι επί των μελλοντικά να χτιστούν διαμερισμάτων, που δεν είναι δεκτική εξουσίασης δεν είναι δυνατή η άσκηση νομής.
Συνεπώς ο πρώτος εναγόμενος αποκτήσας παρά μη κυρίου ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα των προβλεπομένων να κτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων και ορόφου. Την 11.10.... απεβίωσε ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγουσών, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας αυτούς, τους μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα. Οι ενάγουσες με την .../13.8.2010 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, του συμβολαιογράφου ......, αποδέχτηκαν στο όνομα και για λογαριασμό του συζύγου και πατέρα τους Β. Θ. αλλά και τον πατέρα αυτού Δ. Θ., την επαχθείσα εξ αυτών κληρονομιά της Ε. Θ., εκ ποσοστού 6/8 και 2/8 εξ αδιαιρέτου για καθένα απ’ αυτούς, επί των προαναφερομένων προβλεπομένων να χτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων και ορόφου. Ακολούθως, αποδέχτηκαν, στο όνομα και για λογαριασμό του συζύγου και πατέρα τους Β. Θ. την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά του πατέρα του Δ. Θ., εκ ποσοστού 1/8 εξ αδιαιρέτου επί των αυτών διαμερισμάτων και ορόφου. Επίσης αποδέχτηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους, την επαχθείσα σ’ αυτές κληρονομιά αυτού εκ ποσοστού 7/8 εξ αδιαιρέτου, επί των ως άνω διαμερισμάτων και ορόφου. Η δήλωση αυτή καταχωρίστηκε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα υπό την αίρεση του άρθρου 7α του ν. 2664/1998. Έτσι οι ενάγουσες με τον ανωτέρω παράγωγο τρόπο κατέστησαν συγκύριες των προαναφερομένων διαμερισμάτων και ορόφου, κατά ποσοστό 14/64 (2/8 Χ 7/8), 21/64 (3/8 Χ 7/8) και 21/64 (3/8 Χ 7/8) εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα. Περαιτέρω απεδείχθη ότι οι Ε. και Δ. Θ., γονείς του δικαιοπαρόχου των εναγουσών και της 2ας εναγομένης, διέμειναν από το έτος 1964 με την εναγομένη και από το έτος 1966 με την οικογένεια της (σύζυγο αυτής και τα τρία τέκνα τους) στην ως άνω οικοδομή, που τότε είχε οικοδομηθεί μόνο ο ισόγειος όροφος. Με την 1562/1969 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η Ε. Θ. τέθηκε σε κατάσταση απαγόρευσης με αίτηση του συζύγου της Δ. λόγω του ότι λίγο χρόνο μετά το γάμο της εναγομένης είχε προσβληθεί από εκφυλιστική βιοτροφία του εγκεφάλου, που της απέκλειε τη χρήση του λογικού. Έτσι στα προαναφερθέντα συμβόλαια .../1972 και .../1973 συνεβλήθη ως νόμιμος επίτροπος αυτής ο σύζυγος της Δ.. Ο δικαιοπάροχος των εναγουσών Β. Θ. με την ιδιότητα του ως μέλος του συγγενικού συμβουλίου, συνήνεσε στις προς την 2" των εναγομένων μεταβιβάσεις λόγω σύστασης προίκας και την σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, με βάση τα ως άνω συμβόλαια. Ο ως άνω Β. Θ. γνώριζε τότε την επιθυμία της άρρωστης μητέρας του να περιέλθουν τελικώς στην κυριότητα της εναγομένης όλες οι οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής (χτισμένες και μέλλουσες να χτιστούν) και με τη συναίνεση του αναγνώριζε την μεγάλη προσφορά της εναγομένης στην μητέρα τους. Για το λόγο αυτό ο ίδιος ουδέποτε ασχολήθηκε με το προαναφερόμενο ακίνητο και ουδεμία ανάμειξη είχε στη σύνταξη σχεδίων, διαρρύθμιση κ.λπ. των οικοδομηθέντων και μελλόντων να οικοδομηθούν διαμερισμάτων και ορόφου, για τα οποία ασχολήθηκε αποκλειστικά η εναγομένη. Η τελευταία φρόντιζε την άρρωστη μητέρα τους, η οποία με τον χρόνον καθηλώθηκε σε ακινησία, συνέχεια και αγόγγυστα μέχρι τον θάνατο της το έτος 1973. Την ίδια δε επιμέλεια και φροντίδα επέδειξε και παρείχε και στον πατέρα της Δ. Θ. μέχρι τον θάνατο του το έτος 1982. Η προσφορά της εναγομένης σε συνδυασμό με την επιθυμία της Ε. Θ. εκτιμήθηκε τόσο από τον Δ. Θ. όσο και τον Β. Θ.. Οι ανωτέρω ουδέποτε με οποιονδήποτε τρόπο αμφισβήτησαν την επιθυμία της Ε. Θ. και ανεξαρτήτως του ότι θεωρείται ότι απεδέχθησαν την κληρονομιά αυτής αντιστοίχως και ο Β. Θ. την κληρονομιά του πατέρα τους στη συνέχεια, ουδέποτε αναμείχθηκε ούτε άσκησε οποιαδήποτε αξίωση του εξ αυτής και ούτε βεβαίως αμφισβήτησε, τη δημιουργηθείσα με βάση την επιθυμία της μητέρας τους κατάσταση. Όλα τα ανωτέρω γνώριζε η πρώτη ενάγουσα από το έτος 1971 που παντρεύτηκε τον Β. Θ. και οι λοιπές ενάγουσες τουλάχιστον από την ενηλικίωση τους. Μάλιστα οι σχέσεις των δύο αδελφών μεταξύ τους και με τον πατέρα τους ήταν άριστες και ουδέποτε είχε εγερθεί αμφιβολία ή αμφισβήτηση ως προς τη μεταβίβαση στην 2η εναγόμενη των κληρονομικών της μερίδων...... Πέραν όμως αυτών και οι ίδιες οι ενάγουσες μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους, ουδέποτε επισκέφτηκαν το επίδικο ακίνητο, ούτε επέδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτό και προέβησαν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του μόλις το έτος 2008. Ενέργεια την οποία σαφώς θα έκαναν πολύ πιο ενωρίτερα και σίγουρα σε χρόνο πλησίον του θανάτου του δικαιοπαρόχου τους, αν υποτεθεί ότι γνώριζαν λόγω και της στενής συγγενείας τους με αυτόν, τις συζητήσεις του με την εναγομένη και επί πλέον ότι η περιοχή ήδη είχε κηρυχθεί υπό κτηματογράφηση και ήταν απαραίτητη η δήλωση αποδοχής κληρονομιάς για να προβούν σε δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος. Η ως άνω συμπεριφορά των εναγουσών, σε συνέχεια και σε συνδυασμό με την συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου τους καθώς και την όμοια συμπεριφορά του Δ. Θ., εύλογα δημιούργησαν στους εναγομένους την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τα επίδικα δικαιώματα τους, η άσκηση των οποίων υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτών".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσειουσών, με την οποία ζήτησαν κατά το ενδιαφέρον μέρος να αναγνωρισθεί η συγκυριότητά τους στα επίδικα ακίνητα και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, σύμφωνα με τα οποία τα ακίνητα αυτά φέρονται ως ανήκοντα στην κυριότητα του δεύτερου των αναιρεσειόντων, ώστε να αναγραφούν ως συγκυρίες τούτων, κατά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης και ακολούθως απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεσή τους (αναιρεσειουσών) και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με το να αποφανθεί όμως το Εφετείο ότι η άσκηση των επίδικων δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτών, χωρίς περαιτέρω να διαλαμβάνει παραδοχές, ως προς το αν από την περιγραφόμενη συμπεριφορά των τελευταίων και την ικανοποίηση των πιο πάνω δικαιωμάτων τους προκαλούνται ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες, και ποιες, σε βάρος της υπόχρεης πρώτης αναιρεσίβλητης, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) αυτή έχει ήδη αποκτήσει λόγω προίκας τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του ισογείου, του πρώτου και του δεύτερου ορόφου υπέρ το ισόγειο της περιγραφόμενης οικοδομής και εξακολουθεί να είναι συγκληρονόμος με τις αναιρεσείουσες στα προβλεπόμενα να κτιστούν στο μέλλον διαμερίσματα του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, καθώς και στον μελλοντικό όροφο υπέρ του τρίτου ορόφου, τα οποία επιχείρησε να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο δεύτερο αναιρεσίβλητο γιο της και β) η οικονομική κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις ενέργειες της ιδίας (πρώτης αναιρεσίβλητης) και του προικολήπτη συζύγου της, πριν από την άσκηση των επίδικων δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών, αφορά μόνο στην ανέγερση των οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου και δευτέρου ορόφου υπέρ το ισόγειο, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι αρκέστηκε σε λιγότερες προϋποθέσεις από αυτές που απαιτεί η εν λόγω διάταξη για την εφαρμογή της. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η ανωτέρω πλημμέλεια πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των δεύτερου και τρίτου λόγων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1β’ και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 157/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Π. 631/2016
Έτος: 2016
Νούμερο: 631
Για την θεμελίωση της από το άρθρο 281 ΑΚ προβλεπόμενης ένστασης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εφόσον πρόκειται για μεταβίβαση.... της κυριότητας ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντος.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1)Μ. χήρας Β. Θ., 2)Σ. θυγ. Β. Θ., 3) Δ. θυγ. Β. Θ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πολυχρόνη Θωμόπουλο.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Γ. Δ. του Χ. 2)Ι. συζ. Χ. Δ. κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Μίχο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-8-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:1999/2012 του ιδίου Δικαστηρίου, και 157/2015 του Εφετείου Πειραιώς.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες, με την από 13-7-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου, ανέγνωσε την από 26-1-2016 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ελένης Διονυσοπούλου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η επίκληση κινδύνου επέλευσης δυσμενών συνεπειών, χωρίς την ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένης συμπεριφοράς του δικαιούχου και χωρίς συσχετισμό των εις βάρος του υπoχρέου συνεπειών με το αναμενόμενο όφελος του δικαιούχου από την ικανοποίηση του δικαιώματος ή αντίστοιχα τον κίνδυνο επαχθών συνεπειών του τελευταίου από τη ματαίωσή της, δεν αρκεί για να συγκροτήσει το πραγματικό της διάταξης του άρθ. 281 ΑΚ και να παραλύσει την αξίωση του δικαιούχου για την ικανοποίηση του δικαιώματός του. Περαιτέρω ούτε μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και, όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που προέρχονται κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος που τείνει στην ανατροπή της διαμορφωθείσας και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο διάστημα κατάστασης, υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες, να εξέρχεται των ορίων που διαγράφονται από την πιο πάνω διάταξη. Στην περίπτωση δε αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της προαναφερόμενης κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντα του (Ολ.ΑΠ 8/2001). Για δε την θεμελίωση της από το άρθρο 281 ΑΚ προβλεπόμενης ένστασης της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, εφόσον πρόκειται για μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου του αποκτώντος (ΑΠ 91/2011).
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε, μετ’ ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: "Η Ε. συζ. Δ. Θ., πεθερά και γιαγιά των εναγουσών και γιαγιά και μητέρα των εναγομένων αντιστοίχως, ήταν κυρία, δυνάμει του .../1947 συμβολαίου του συμβολαιογράφου .....που μεταγράφηκε νόμιμα, ενός οικοπέδου 258,04 τμ, που βρίσκεται στο Δήμο ... Αττικής, ....... Με το .../1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου ......., που μεταγράφηκε νόμιμα, η ως άνω υπήγαγε στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρ. 1002 και 1117 ΑΚ τις ακόλουθες οριζόντιες ιδιοκτησίες-διαμερίσματα: α) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου (II) ..... β) το διαμέρισμα του ισογείου ορόφου (Ι2), .....γ) την αποθήκη του ισογείου ορόφου (Ι3) ......δ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 1ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Α1) ......, ε) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 1ου υπέρ το ισόγειο ορόφου (Α2), ....στ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 2ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Β1),..... ζ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 2 υπέρ του ισογείου ορόφου (Β2), .....η) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Γ1), ..... ζ) το προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον διαμέρισμα του 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου (Γ2), ..... και ι) τον προβλεπόμενο να χτιστεί στο μέλλον υπέρ του 3 ορόφου, όροφο (ή ορόφους). Με το αυτό συμβόλαιο η Ε. Θ. μεταβίβασε λόγω προίκας στη 2η των εναγομένων-κόρης της, α) την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχεία II, 12, 13 διαμερισμάτων και αποθήκης του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία του υπό στοιχείο II διαμερίσματος μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο, ενώ την επικαρπία των υπό στοιχεία 12 και 13 διαμερισμάτων, παρακράτησε η ίδια εφ’ όρου ζωής, και β) την ψιλή κυριότητα των προβλεπομένων να χτιστούν στο μέλλον υπό στοιχεία ΑΙ και Α2 διαμερισμάτων του 1ου υπέρ του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία αυτών μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο. Στη συνέχεια, δυνάμει του .../1973 συμβολαίου του ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η ίδια μεταβίβασε λόγω (συμπληρωματικής) προίκας, στη 2η των εναγομένων-προικολήπτρια, την ψιλή κυριότητα των υπό στοιχ. Β1 και Β2 διαμερισμάτων του 2ου υπέρ του ισογείου ορόφου, τη δε επικαρπία αυτών μεταβίβασε στον προικολήπτη σύζυγο της. Με την .../1973 άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Δυτικού Διαμερίσματος Αττικής και την .../1983 άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Δυτικής Αττικής, οι ανωτέρω προικολήπτες, ανήγειραν τις προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες των 1ου και 2ου υπέρ του ισογείου ορόφων. Την 24.11.1973 η Ε. Θ., απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, τον σύζυγο της Δ., το γιο της Β. (σύζυγο και πατέρα των εναγομένων) και τη 2η των εναγομένων -κόρη της, οι οποίοι και κληρονόμησαν αυτή κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντιστοίχως. Μοναδικά στοιχεία της κληρονομιάς αποτελούσαν τα προαναφερθέντα και προβλεπόμενα να χτιστούν στο μέλλον με στοιχεία ΓΙ και Γ2 διαμερίσματα υπέρ του ισογείου ορόφου και ο προβλεπόμενος να χτιστεί στο μέλλον, υπέρ του 3ου ορόφου, όροφος. Η αξία της κληρονομιάς, κατά τον χρόνο του θανάτου της κληρονομουμένης, ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 127.729 δρχ. και ήδη 374,847 ευρώ. Η 2α των εναγομένων έχει υποχρέωση συνεισφοράς στην ανωτέρω κληρονομιά, δοθέντος ότι η κληρονομουμένη της είχε παραχωρήσει όσο ζούσε, λόγω σύστασης προίκας, δηλαδή χωρίς αντάλλαγμα, τα προαναφερόμενα περιουσιακά της στοιχεία (διαμερίσματα), η αξία των οποίων ανερχόταν, κατά τον χρόνο της παραχώρησης, ... και συνολικά το ποσό των 250.000 δρχ και ήδη 733,67 ευρώ. (Ακολουθεί ο υπολογισμός της πλασματικής κληρονομίας και η αξία της κληρονομικής μερίδας της β’ εναγομένης). Όμως η αξία των συνεσεινεκτέων παροχών, υπερβαίνει την αξία της ανωτέρω κληρονομικής μερίδας της και επομένως η κληρονομική μερίδα της 2ας των εναγομένων στην κληρονομιά της μητέρας της Ε. Θ. μηδενίζεται, γεγονός το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι το εκ 3/8 εξ αδιαιρέτου ποσοστό αυτής περιέρχεται στον έτερο των εξ αδιαθέτου κληρονόμων-κατιόντων Β. Θ., ο οποίος έτσι καθίσταται (συγ)κληρονόμος στην ανωτέρω κληρονομιά, κατά ποσοστό 6/8 εξ αδιαιρέτου (3/8 η εξ αδιαθέτου μερίδα της +3/8 η κληρονομική μερίδα της 2ας των εναγομένων που περιέρχεται σ’ αυτήν). Την 18.6.1982 απεβίωσε και ο Δ. Θ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τους πλησιέστερους συγγενείς του (τα δύο τέκνα του) Β. Θ. (σύζυγο και πατέρα των εναγουσών) και τη 2α των εναγομένων, οι οποίοι και τον κληρονόμησαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί των προαναφερμένων να χτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων υπέρ του ισογείου ορόφου και τον μέλλοντα να χτιστεί υπέρ τον 3° όροφο, όροφο. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η κληρονομιά της Ε. Θ. και του Δ. Θ., με την παρέλευση της προς αποποίηση προθεσμίας, θεωρούνται ότι έχουν γίνει αποδεκτές από τους ως άνω κληρονόμους τους. Με βάση το .../2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ....., που μεταγράφηκε νόμιμα, η δευτέρα των εναγομένων μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο γιο της λόγω γονικής παροχής τα προαναφερόμενα να χτιστούν στο μέλλον υπό στοιχεία ΓΙ και Γ2 διαμερίσματα 3ου υπέρ του ισογείου ορόφου και τον προβλεπόμενο να χτιστεί όροφο υπέρ τον 3° όροφο, επικαλούμενη ως τίτλο κτήσεως την έκτακτη χρησικτησία. Όμως η εναγομένη αυτή είχε μόνο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου επ’ αυτών, και δεν απέκτησε κυριότητα όπως επικαλέστηκε, δοθέντος ότι επί των μελλοντικά να χτιστούν διαμερισμάτων, που δεν είναι δεκτική εξουσίασης δεν είναι δυνατή η άσκηση νομής.
Συνεπώς ο πρώτος εναγόμενος αποκτήσας παρά μη κυρίου ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα των προβλεπομένων να κτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων και ορόφου. Την 11.10.... απεβίωσε ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας των λοιπών εναγουσών, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλίποντας αυτούς, τους μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, εξ αδιαθέτου κληρονόμους του κατά ποσοστό 2/8, 3/8 και 3/8 εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα. Οι ενάγουσες με την .../13.8.2010 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, του συμβολαιογράφου ......, αποδέχτηκαν στο όνομα και για λογαριασμό του συζύγου και πατέρα τους Β. Θ. αλλά και τον πατέρα αυτού Δ. Θ., την επαχθείσα εξ αυτών κληρονομιά της Ε. Θ., εκ ποσοστού 6/8 και 2/8 εξ αδιαιρέτου για καθένα απ’ αυτούς, επί των προαναφερομένων προβλεπομένων να χτιστούν στο μέλλον διαμερισμάτων και ορόφου. Ακολούθως, αποδέχτηκαν, στο όνομα και για λογαριασμό του συζύγου και πατέρα τους Β. Θ. την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά του πατέρα του Δ. Θ., εκ ποσοστού 1/8 εξ αδιαιρέτου επί των αυτών διαμερισμάτων και ορόφου. Επίσης αποδέχτηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους, την επαχθείσα σ’ αυτές κληρονομιά αυτού εκ ποσοστού 7/8 εξ αδιαιρέτου, επί των ως άνω διαμερισμάτων και ορόφου. Η δήλωση αυτή καταχωρίστηκε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα υπό την αίρεση του άρθρου 7α του ν. 2664/1998. Έτσι οι ενάγουσες με τον ανωτέρω παράγωγο τρόπο κατέστησαν συγκύριες των προαναφερομένων διαμερισμάτων και ορόφου, κατά ποσοστό 14/64 (2/8 Χ 7/8), 21/64 (3/8 Χ 7/8) και 21/64 (3/8 Χ 7/8) εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα. Περαιτέρω απεδείχθη ότι οι Ε. και Δ. Θ., γονείς του δικαιοπαρόχου των εναγουσών και της 2ας εναγομένης, διέμειναν από το έτος 1964 με την εναγομένη και από το έτος 1966 με την οικογένεια της (σύζυγο αυτής και τα τρία τέκνα τους) στην ως άνω οικοδομή, που τότε είχε οικοδομηθεί μόνο ο ισόγειος όροφος. Με την 1562/1969 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η Ε. Θ. τέθηκε σε κατάσταση απαγόρευσης με αίτηση του συζύγου της Δ. λόγω του ότι λίγο χρόνο μετά το γάμο της εναγομένης είχε προσβληθεί από εκφυλιστική βιοτροφία του εγκεφάλου, που της απέκλειε τη χρήση του λογικού. Έτσι στα προαναφερθέντα συμβόλαια .../1972 και .../1973 συνεβλήθη ως νόμιμος επίτροπος αυτής ο σύζυγος της Δ.. Ο δικαιοπάροχος των εναγουσών Β. Θ. με την ιδιότητα του ως μέλος του συγγενικού συμβουλίου, συνήνεσε στις προς την 2" των εναγομένων μεταβιβάσεις λόγω σύστασης προίκας και την σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, με βάση τα ως άνω συμβόλαια. Ο ως άνω Β. Θ. γνώριζε τότε την επιθυμία της άρρωστης μητέρας του να περιέλθουν τελικώς στην κυριότητα της εναγομένης όλες οι οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής (χτισμένες και μέλλουσες να χτιστούν) και με τη συναίνεση του αναγνώριζε την μεγάλη προσφορά της εναγομένης στην μητέρα τους. Για το λόγο αυτό ο ίδιος ουδέποτε ασχολήθηκε με το προαναφερόμενο ακίνητο και ουδεμία ανάμειξη είχε στη σύνταξη σχεδίων, διαρρύθμιση κ.λπ. των οικοδομηθέντων και μελλόντων να οικοδομηθούν διαμερισμάτων και ορόφου, για τα οποία ασχολήθηκε αποκλειστικά η εναγομένη. Η τελευταία φρόντιζε την άρρωστη μητέρα τους, η οποία με τον χρόνον καθηλώθηκε σε ακινησία, συνέχεια και αγόγγυστα μέχρι τον θάνατο της το έτος 1973. Την ίδια δε επιμέλεια και φροντίδα επέδειξε και παρείχε και στον πατέρα της Δ. Θ. μέχρι τον θάνατο του το έτος 1982. Η προσφορά της εναγομένης σε συνδυασμό με την επιθυμία της Ε. Θ. εκτιμήθηκε τόσο από τον Δ. Θ. όσο και τον Β. Θ.. Οι ανωτέρω ουδέποτε με οποιονδήποτε τρόπο αμφισβήτησαν την επιθυμία της Ε. Θ. και ανεξαρτήτως του ότι θεωρείται ότι απεδέχθησαν την κληρονομιά αυτής αντιστοίχως και ο Β. Θ. την κληρονομιά του πατέρα τους στη συνέχεια, ουδέποτε αναμείχθηκε ούτε άσκησε οποιαδήποτε αξίωση του εξ αυτής και ούτε βεβαίως αμφισβήτησε, τη δημιουργηθείσα με βάση την επιθυμία της μητέρας τους κατάσταση. Όλα τα ανωτέρω γνώριζε η πρώτη ενάγουσα από το έτος 1971 που παντρεύτηκε τον Β. Θ. και οι λοιπές ενάγουσες τουλάχιστον από την ενηλικίωση τους. Μάλιστα οι σχέσεις των δύο αδελφών μεταξύ τους και με τον πατέρα τους ήταν άριστες και ουδέποτε είχε εγερθεί αμφιβολία ή αμφισβήτηση ως προς τη μεταβίβαση στην 2η εναγόμενη των κληρονομικών της μερίδων...... Πέραν όμως αυτών και οι ίδιες οι ενάγουσες μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους, ουδέποτε επισκέφτηκαν το επίδικο ακίνητο, ούτε επέδειξαν ενδιαφέρον γι’ αυτό και προέβησαν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς του μόλις το έτος 2008. Ενέργεια την οποία σαφώς θα έκαναν πολύ πιο ενωρίτερα και σίγουρα σε χρόνο πλησίον του θανάτου του δικαιοπαρόχου τους, αν υποτεθεί ότι γνώριζαν λόγω και της στενής συγγενείας τους με αυτόν, τις συζητήσεις του με την εναγομένη και επί πλέον ότι η περιοχή ήδη είχε κηρυχθεί υπό κτηματογράφηση και ήταν απαραίτητη η δήλωση αποδοχής κληρονομιάς για να προβούν σε δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος. Η ως άνω συμπεριφορά των εναγουσών, σε συνέχεια και σε συνδυασμό με την συμπεριφορά του δικαιοπαρόχου τους καθώς και την όμοια συμπεριφορά του Δ. Θ., εύλογα δημιούργησαν στους εναγομένους την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τα επίδικα δικαιώματα τους, η άσκηση των οποίων υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτών".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένδικη αγωγή των αναιρεσειουσών, με την οποία ζήτησαν κατά το ενδιαφέρον μέρος να αναγνωρισθεί η συγκυριότητά τους στα επίδικα ακίνητα και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη κτηματολογική εγγραφή στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, σύμφωνα με τα οποία τα ακίνητα αυτά φέρονται ως ανήκοντα στην κυριότητα του δεύτερου των αναιρεσειόντων, ώστε να αναγραφούν ως συγκυρίες τούτων, κατά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης και ακολούθως απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεσή τους (αναιρεσειουσών) και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με το να αποφανθεί όμως το Εφετείο ότι η άσκηση των επίδικων δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτών, χωρίς περαιτέρω να διαλαμβάνει παραδοχές, ως προς το αν από την περιγραφόμενη συμπεριφορά των τελευταίων και την ικανοποίηση των πιο πάνω δικαιωμάτων τους προκαλούνται ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες, και ποιες, σε βάρος της υπόχρεης πρώτης αναιρεσίβλητης, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης: α) αυτή έχει ήδη αποκτήσει λόγω προίκας τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του ισογείου, του πρώτου και του δεύτερου ορόφου υπέρ το ισόγειο της περιγραφόμενης οικοδομής και εξακολουθεί να είναι συγκληρονόμος με τις αναιρεσείουσες στα προβλεπόμενα να κτιστούν στο μέλλον διαμερίσματα του τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, καθώς και στον μελλοντικό όροφο υπέρ του τρίτου ορόφου, τα οποία επιχείρησε να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο δεύτερο αναιρεσίβλητο γιο της και β) η οικονομική κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις ενέργειες της ιδίας (πρώτης αναιρεσίβλητης) και του προικολήπτη συζύγου της, πριν από την άσκηση των επίδικων δικαιωμάτων των αναιρεσειουσών, αφορά μόνο στην ανέγερση των οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου και δευτέρου ορόφου υπέρ το ισόγειο, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι αρκέστηκε σε λιγότερες προϋποθέσεις από αυτές που απαιτεί η εν λόγω διάταξη για την εφαρμογή της. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η ανωτέρω πλημμέλεια πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ενώ παρέλκει η εξέταση των δεύτερου και τρίτου λόγων αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδονται στην απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1β’ και 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί, όμως, από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 157/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στις αναιρεσείουσες.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Π. 631/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου