ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ
Της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία « ………Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στο ……….Αττικής (…………….) και εκπροσωπείται νομίμως.
ΚΑΤΑ
1.- Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Προϊστάμενο τη Δ.Ο.Υ. ,,,,,,,,,,,,,,και
2.- Tης με αριθμό ……….. Πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος του οικ. έτους ……..(……- 31.12…) του ανωτέρω Προϊσταμένου (εντολή ελέγχου ……..).
Αθήνα, ……….
-----------
Α!
1.- Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε σε βάρος της εταιρείας μας πρόστιμο ύψους …….δραχμών ή ……. ευρώ για δήθεν παράβαση των διατάξεων του ΝΔ 3323/1955 και των συναφών διατάξεων.-
2.- Κατά των ανωτέρω πράξεων προβάλαμε πρόταση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 70 Ν.2238/1994, η οποία συζητήθηκε την…….., πλην, όμως, η διαφορά δεν επιλύθηκε.
Με την παρούσα προσφυγή μας, νομίμως και εμπροθέσμως, ζητούμε την ακύρωση της ανωτέρω πράξεως και των σχετικών εκθέσεων ελέγχου για τους κάτωθι αναφερόμενους νόμιμους και βάσιμους λόγους και για όσους άλλους προσθέσουμε νομίμως και εμπροθέσμως.-
Β!
3.- Με την προσβαλλόμενη πράξη μας αποδίδεται ότι κατά τη χρήση ……
οφείλουμε βάσει εξολογιστικού προσδιορισμού το ποσό των ….. δραχμών ή …. ευρώ ως διαφορά φόρου εισοδήματος, η οποία οφείλεται στο ότι τα βιβλία μας κρίθηκαν ανεπαρκή λόγω λήψης εικονικών τιμολογίων πώλησης και φορτωτικών.
Στο κείμενο της ανωτέρω πράξης, δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η εικονικότητα των επίδικων τιμολογίων, ούτε ποιός είναι ο φυσικός αυτουργός της έκδοσης και πλαστογράφησης των επίδικων τιμολογίων, καθώς επίσης και ποιά από αυτά χαρακτηρίζονται ως πλαστά και ποια ως εικονικά.-
Γ!
4.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2523/1997 το πρόστιμο για τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ. επιβάλλεται σε βάρος του παραβάτη φυσικού προσώπου και στις εταιρείες σε βάρος του νομικού προσώπου. Εξάλλου σύμφωνα με την ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών για την εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου (ΠΟΛ 1317/02.12.97) οι διατάξεις του άρθρου 9 κατά κύριο λόγο αποτελούν επανάληψη αυτών του άρθρου 34 του π.δ. 186/92 και ότι οι διατάξεις καλύπτουν πλέον όχι μόνο τα πρόστιμα για παραβάσεις του Κ.Β.Σ. αλλά και τα λοιπά πρόστιμα που προβλέπει ο Ν. 2523/97.-
5.- Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 10 περ. β’ του άρθρου 5 του ίδιου ως άνω νόμου, η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών καθώς και η νόθευση αυτών θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου.-
6.- Επίσης στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 19 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται η έννοια του πλαστού και του εικονικού φορολογικού στοιχείου, ενώ με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 20 προσδιορίζονται οι άμεσοι συνεργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής, όπως αυτό περιγράφεται περιοριστικά στα άρθρα 17, 18 και 19. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη επειδή εκδόθηκε κατά παράβαση των όσων ορίζονται στο άρθρο 9 και αφορούν στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου δύναται να καταλογισθεί παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και να επιβληθεί το σχετικό πρόστιμο.
ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
1.- Σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 7 ΚΒΣ, πριν από τη σύνταξη έκθεσης ελέγχου και την επιβολή προστίμου, πρέπει ο αρμόδιος Προϊστάμενος ΔΟΥ να προχωρήσει στην επίδοση σημειώματος στο φορολογούμενο. Η επίδοση του σημειώματος συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας και η παράλειψη της επιδόσεως με κλήση για παροχή εξηγήσεων από το φορολογούμενο για τις παραβάσεις που του αποδίδονται ή η πλημμελής τήρησή του, συνεπάγεται την ακυρότητα της προσβαλλομένης πράξης επιβολής προστίμου (βλ. ΣτΕ 519/1994).
Επειδή στην επίδικη περίπτωση δεν τηρήθηκε τίποτε από τα παραπάνω, αφού η έκθεση ελέγχου, με βάση την οποία μας επιβλήθηκε το προσβαλλόμενο πρόστιμο, συνετάγη ανακριτικά από τα αρμόδια όργανα της ΥΠΕΔΑ, τα οποία, ούτε αυτά, μας κάλεσαν, πριν από τη σύνταξή της για την παροχή εξηγήσεων, αλλ’ ούτε και ο αρμόδιος για την επιβολή προστίμου Προϊστάμενος της αρμόδιας για τη φορολογία μας ΔΟΥ ………. μας κάλεσε με το προβλεπόμενο σημείωμα ελέγχου, πριν από την έκδοση της προβαλλομένης αποφάσεως επιβολής προστίμου.
Επειδή εκτός από τα παραπάνω, η τήρηση της εν λόγω διαδικασίας, η οποία προβλεπόταν και από το καταργηθέν από το ΠΔ 186/1992 άρθρο 45 παρ. 8 ΚΒΣ, αποτελεί ειδική έκφραση του δικαιώματος ακροάσεως κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να είναι επιτακτική η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας σε οποιαδήποτε περίπτωση επιβολής προστίμου κατά τον ΚΒΣ.
Η αντίθετη διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 7 του άρθρου 36 ΚΒΣ, που τέθηκε για να αντιμετωπισθεί η πάγια ως προς το ζήτημα αυτό νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων είναι αντισυνταγματική, τόσο για το λόγο ότι αντιβαίνει στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και από το γεγονός ότι με την τροποποίηση αυτή θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος ακροάσεως, τη στιγμή που προγενέστερη διάταξη κατοχύρωνε και οριοθετούσε το εν λόγω δικαίωμα, ειδικά στις περιπτώσεις των παραβάσεων του ΚΒΣ. Επιπλέον, η αδυναμία των ελεγκτικών οργάνων να εφαρμόσουν την εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για τον περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος σε σημείο, που να οδηγεί στην κατάργησή του, ενόψει του γεγονότος ότι όλες οι ΔΟΥ, εκμεταλλευόμενες την εν λόγω διάταξη του άρθρου 37 παρ. 7 εδ. β΄ ΚΒΣ, κατήργησαν στην πράξη τη διαδικασία εκδόσεως των προβλεπομένων σημειωμάτων ελέγχου.
Κατά συνέπεια, παραμένει ουσιώδης τύπος της διαδικασίας η επίδοση σημειώματος ελέγχου στο φορολογούμενο, πριν από τη σύνταξη εκθέσεως ελέγχου και την έκδοση πράξεων επιβολής προστίμου, με αποτέλεσμα η παράλειψη τήρησης ή πλημμελής τήρηση της διαδικασίας αυτή να επιφέρει απόλυτη ακυρότητα του προστίμου.
Όπως αναφέρθηκε, η διαδικασία αυτή δεν τηρήθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης, με αποτέλεσμα την απόλυτη ακυρότητά της.
2.- Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 4 του ΚΒΣ, η λήψη εικονικών στοιχείων θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι το πενταπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου προστίμου, που ορίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 32 του Κώδικα αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32, όταν η παράβαση αναφέρεται σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση των στοιχείων, που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό και έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των 300.000 δραχμών (ήδη 880 ευρώ), επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συναλλαγής ή του μέρους αυτής, που αποκρύφτηκε.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, τις οποίες επικαλείται ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ, προκειμένου να μας επιβάλλει τα προσβαλλόμενα με την παρούσα πρόστιμα, καθίσταται σαφές ότι τα αυξημένα πρόστιμα σε περίπτωση λήψεως εικονικών τιμολογίων, φορτωτικών κ.λ.π. και σε περίπτωση μη εκδόσεως ή ανακριβούς εκδόσεως στοιχείων συνδέονται πάντα με απόκρυψη φορολογητέας ύλης.
Στη θέση αυτή εμμέσως πλην, σαφώς, καταλήγουν και οι συντάξαντες τις συμπροσβαλλόμενες εκθέσεις ελέγχου, επί των οποίων βασίζεται η απόφαση επιβολής προστίμων, στηρίζοντες τα συμπεράσματά τους και στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 12 και του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν. 1591/86. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 12 βασική προϋπόθεση για να θεωρηθεί το εκδοθέν στοιχείο ως εικονικό, είναι ο εκδότης και ο αποδέκτης του στοιχείου να συνήργησαν με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης.
Επίσης, στην περίπτωση του άρθρου 31 του Ν. 1591/86 καθιερώνεται ως αυτουργός του αδικήματος της φοροδιαφυγής «όποιος αποδέχεται τα πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης».Όλες οι παραπάνω διατάξεις εντάσσονται στο πλέγμα των διατάξεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής και προϋποθέτουν τη βλάβη του Δημοσίου, δηλαδή την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, που επήλθε από την έκδοση του φορολογικού στοιχείου, λόγω μη καταβολής φόρων ή τελών (ΦΠΑ, φόρου εισοδήματος, χαρτοσήμου κλπ.).
Από τα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν την υπόθεσή μας καθίσταται αδιαφιλονίκητο και πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός ότι καθόλη την κρίσιμη περίοδο, η εταιρεία μας είχε αποδεδειγμένα ενεργή εμπορική δραστηριότητα, με πλήρη λειτουργία (αγορές, συσκευασίες και πωλήσεις ελαιολάδου) και πλήρη και λεπτομερή έλεγχο από τις αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς.
Έτσι, σε τακτά χρονικά διαστήματα, η εταιρεία υπόκειτο σε έλεγχο από την αρμόδια επιτροπή του επαγγελματικού συνδέσμου ……..και κατόπιν από εναλλασσόμενες επιτροπές του Οργανισμού ………Όπως προεβλέπετο, οι έλεγχοι αυτοί συνίσταντο σε επιμέρους έλεγχο:
α) των αγορών των πρώτων υλών και των προϊόντων, β) της τυποποίησης και γ) της διάθεσης των εμπορευμάτων, και όλα αυτά με «κλειστή αποθήκη», δηλαδή με αντιπαραβολή της λογιστικής αποθήκης με την πραγματική.
Όπως προκύπτουν από τις σχετικές εκθέσεις του …… και του Υπουργείου Γεωργίας ουδέποτε διαπιστώθηκε αναντιστοιχία κατά τον έλεγχο των παραπάνω στοιχείων ή έστω η παραμικρή παρατυπία.
Επιπλέον, οι πωλήσεις της εταιρείας μας σχεδόν στο σύνολό τους δεν είναι «ανώνυμες», δηλαδή λιανικές, αλλά επώνυμες (χονδρικές). Οι πελάτες μας έχουν ελεγχθεί με τη σειρά τους από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, χωρίς να έχει διαπιστωθεί η οποιαδήποτε σχετική παράβαση. Έτσι ανακύπτει εύλογα το ερώτημα:
Πώς λοιπόν, έγιναν οι πωλήσεις μας χωρίς να έχουν προηγηθεί οι αγορές μας;
Η προσβαλλόμενη πράξη και οι σχετικοί έλεγχοι προκλήθηκαν κατόπιν προηγηθέντος ελέγχου στην εταιρεία «………», από την οποία η εταιρεία μας είχε αγοράσει κάποιες ποσότητες ελαιολάδου. Η ………… δεν διαπιστώθηκε ότι είχε μόνο εικονικές συναλλαγές, αλλά μέρος του κύκλου εργασιών της ήταν πραγματικό.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όλοι όσοι συναλλάχθηκαν με την ως άνω εταιρεία ήταν ανειλικρινείς ή ότι εξ αυτού του λόγου έκαναν εικονικές αγορές. Έτσι και η εταιρεία μας αγόρασε πραγματικές ποσότητες…… , τις οποίες στη συνέχεια προμήθευσε σε πραγματικούς αγοραστές, όπως θα αποδειχθεί από τα στοιχεία και λοιπά έγγραφα που θα προσκομισθούν νομοτύπως.
Συνεπώς η εταιρεία μας, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα, καταχώρησε πραγματικές συναλλαγές, επιβάρυνε δε τα αποτελέσματά της με τα αντίστοιχα ποσά.
Ουδέποτε απέκρυψε φορολογητέα ύλη, αναγκαίος όρος ώστε να θεωρηθεί ότι συνέπραξε στην πραγματοποίηση εικονικής συναλλαγής, με τα επίδικα στοιχεία, που έλαβε η εταιρεία μας.
3.- Όσον αφορά την εκδότρια εταιρεία των επίδικων τιμολογίων, αυτή είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που έχει συσταθεί με τους νόμους του Ελληνικού Κράτους και έχει θεωρήσει βιβλία και στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια ΔΟΥ.
Η εταιρεία αυτή εκδόσασα τα επίδικα τιμολόγια με τα ποσά των αμοιβών αύξησε τα προς φορολογία ακαθάριστα έσοδά της και συνεπώς με την ενέργειά της αυτή δεν έβλαψε τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Επιπλέον αφού εισέπραξε τον αναλογούντα επ’ αυτών ΦΠΑ, τον απέδωσε ενδεχομένως εμπρόθεσμα.
Με την με αριθμό 1077299/6580/ΠΟΛ.1217/30.10.1990 εγκύκλιό του το Υπουργείο Οικονομικών προσδιόρισε και ερμήνευσε σε ποιες περιπτώσεις έχει εφαρμογή η τελευταία περίπτωση του άρθρου 31 παρ. 1 περ. ζ Ν.1591/1986.
Με βάση τη διοικητική αυτή ερμηνεία της άνω διατάξεως συνάγεται ότι καμία από τις αθροιστικά προσδιοριζόμενες προϋποθέσεις δεν συντρέχει στην επίδικη περίπτωση, ώστε να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της εικονικότητας στα επίδικα τιμολόγια και φορτωτικές.
Αντίθετα, οι προσβαλλόμενες εκθέσεις ελέγχου, χωρίς να ακολουθήσουν την παραπάνω εγκύκλιο, σύμφωνα με την αρχή της ενιαίας και χρηστής διοίκησης, θεωρούν ότι τα επίδικα τιμολόγια και φορτωτικές είναι εικονικά, αυθαιρέτως και χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, η δε αιτιολογία των εκθέσεων αυτών είναι αποσπασματική, αυθαίρετη, αναιτιολόγητη και σε καμία περίπτωση ικανή να στηρίξει επαρκή αιτιολογία για τον χαρακτηρισμό των επίδικων στοιχείων ως πλαστών και εικονικών.
Αποτέλεσμα της πλημμέλειας αυτής είναι να λείπει η νόμιμη δικαιολογητική βάση για την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης επιβολής συμπληρωματικού φόρου εισοδήματος με συνέπεια αυτό να είναι απολύτως άκυρο.
5.- Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΒΣ κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υποχρέου, προκειμένου μία δαπάνη να εκπίπτει από τα φορολογητέα έσοδα, πρέπει η δαπάνη να είναι πραγματική και όχι εικονική, να είναι παραγωγική, να αφορά, δηλαδή, την επιχείρηση και να συμβάλλει στην απόκτηση των φορολογητέων εσόδων, να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη κατά το χρόνο σύνταξης του ισολογισμού, να είναι δεδουλευμένη, δηλαδή να αφορά τη συγκεκριμένη διαχειριστική περίοδο.
Για τα επίδικα τιμολόγια και τις επίδικες φορτωτικές η εταιρεία μας ενήργησε σύμφωνα με τις επιταγές των παραπάνω διατάξεων και κανόνων. Ειδικότερα, όλα τα αναφερόμενα ως εικονικά, τιμολόγια και φορτωτικές, ως φέροντα θεώρηση από φορολογική αρχή και αναγράφοντα ποσά αγορών και αμοιβών, αντιστοίχως, προσηκόντως και εμπροθέσμως, τα καταγράψαμε στα λογιστικά μας βιβλία. Ο ισχυρισμός δε της αρχής ότι τα παραστατικά αυτά είναι εικονικά είναι γεγονός αδιάφορο για την εταιρεία μας, καθόσον ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να γνωρίζει και ούτε όφειλε να το γνωρίζει κατά τη λήψη των επίδικων παραστατικών.
6.- Όπως γίνεται παγίως δεκτό, οι εγκύκλιοι του Υπουργείου Οικονομικών διαμορφώνουν ενιαία πρακτική των φορολογικών αρχών, όταν αυτές εφαρμόζουν συγκεκριμένες διατάξεις σε ατομικές περιπτώσεις, με συνέπεια η διοίκηση να αυτοδεσμεύεται στην ερμηνεία, που έχει δώσει. Η επί μακρό χρόνο τήρηση συγκεκριμένης διοικητικής ερμηνείας, η οποία δημιουργεί στο φορολογούμενο σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητά του και οι πράξεις του δεν συνιστούν φορολογικές παραβάσεις αποτελεί ειδική έκφραση της αρχής της εύρυθμης και χρηστής διοίκησης. Υπάρχει μάλιστα παραβίαση της ερμηνείας αυτής, έστω και από ένα αποκεντρωμένο όργανο τη στιγμή που, είναι δυνατό να τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική σταθερότητα του φορολογουμένου.
Με την προαναφερθείσα με αριθμό 1077299/6580/ΠΟΛ.1217/30.10.1990 εγκύκλιό του το Υπουργείο Οικονομικών καθόρισε με σαφήνεια πότε υπάρχουν εικονικά και πλαστά τιμολόγια και στοιχεία.
Η εταιρεία μας ενεργώντας στα πλαίσια των χρηστών συναλλακτικών ηθών, είχε διαμορφώσει την πεποίθηση ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα εικονικότητας στα επίδικα τιμολόγια και φορτωτικές. Είναι προφανές ότι με αυτά τα δεδομένα καλόπιστα αποδέχθηκε και καταχώρησε τα τιμολόγια αυτά, αφού διαμορφώθηκε η πεποίθηση στα όργανά μας ότι τα στοιχεία αυτά εκδόθηκαν απολύτως σύννομα.
Η απολύτως αναιτιολόγητη, αυθαίρετη και κακόπιστη ερμηνεία που προσδίδεται στην εν λόγω διάταξη από τις συμπροσβαλλόμενες εκθέσεις ελέγχου, οδηγεί σε κατάφορη παραβίαση της παραπάνω αρχής, με αποτέλεσμα να πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, με άμεση συνέπεια την έλλειψη δικαιολογητικής βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης επιβολής φόρου.
7.- Ο επιβληθείς φόρος εισοδήματος προσκρούει στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας, που διέπουν το σύγχρονο κράτος δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες τα όργανα της διοίκησης οφείλουν, κατά την επιβολή ενός μέτρου (φόρου, προστίμου), που σκοπό έχει τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, να ενεργούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το επαχθές του μέτρου να είναι ανάλογο με το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον.
Για τη συγκεκριμένη χρήση του οικ. έτους …….. υπάρχει αδυναμία της φορολογικής αρχής να επανέλθει προς έλεγχο, δεδομένου ότι για τη χρήση αυτή, όπως και για όλες τις χρήσεις των οικ. ετών………, είχε διενεργηθεί τακτικός φορολογικός έλεγχος, τα βιβλία μας είχαν κριθεί αρμοδίως ειλικρινή, όλα δε τα αντικείμενα που αφορούσαν στη συγκεκριμένη χρήση έκλεισαν οριστικώς με αμετάκλητη ρύθμιση βάσει της με αριθμό …….. ΠΟΛ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.
Όπως προκύπτει από το σχετικό με αριθμό …………. εκκαθαριστικό σημείωμα ανέλ. Υποθέσεων η εταιρεία μας κλήθηκε να καταβάλλει και έχει ήδη εξοφλήσει το ποσό των……….. . Επίσης λόγω των επιδίκων τιμολογίων, εκδόθηκε σε βάρος μας η πράξη επιβολής προστίμου ΚΦΣ με αρ…….., το οποίο επίσης κατεβάλαμε. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής:
Η Φορολογική Αρχή αυθαιρέτως και χωρίς καμία αιτιολογία επανέρχεται για νέα κρίση της οριστικώς και αμετακλήτως περαιωθείσης υποθέσεως φορολογίας εισοδήματος χρήσεων ………. και ………..
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 Ν. 2238/93 η δυνατότητα επανελέγχου περαιωθείσας υποθέσεως προβλέπεται εφόσον α) περιέλθουν σε γνώση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ συμπληρωματικά στοιχεία, δηλαδή στοιχεία που δεν υπήρχαν νωρίτερα και β) εφόσον από τα νέα αυτά στοιχεία προκύπτει ότι το εισόδημα του φορολογούμενου είναι μεγαλύτερο από αυτό που οριστικοποιήθηκε με τον προηγούμενο έλεγχο.
Κατά παράβαση της διατάξεως αυτής επανήλθε προς εξέταση των άνω χρήσεων η ΔΥΟ ………, διότι όλα τα επίδικα τιμολόγια είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και στον Ισολογισμό μας και στα βιβλία του Υπουργείου Γεωργίας, όπως μνημονεύεται και στις εκθέσεις του. Συνεπώς ο φορολογικός έλεγχος δεν συγχωρείται, διότι δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία, που περιήλθαν σε γνώση κ.λ.π.
Από τις παραπάνω σκέψεις συνάγεται ότι δεν υπήρξε απόκρυψη φορολογητέας ύλης, αλλά αντιθέτως δηλώθηκαν, όπως έπρεπε, τα επίδικα στοιχεία στις δηλώσεις μας και ήδη, αρχικώς φορολογηθήκαμε κατά τρέχον έτος και στη συνέχεια προβήκαμε και στην καταβολή επιπροσθέτου φόρου ανελέγκτων υποθέσεων και για τα έτη αυτά.
Στην αδόκητη περίπτωση που ο νέος έλεγχος ήθελε κριθεί νόμιμος θα οδηγηθούμε στην τριπλή φορολόγηση των ιδίων ποσών, γεγονός που βρίσκεται σε προφανή δυσαναλογία με το σκοπούμενο συμφέρον, αποδεικνύει υπερβολική αυστηρότητα και κακοπιστία εκ μέρους του φορολογικού ελεγκτή, έχει εξοντωτικές συνέπειες για την επιχείρηση και τελικά, πλήττει το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους φορολογούμενους και τη φορολογούσα αρχή.
Για το λόγο αυτό, επίσης, θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και οι σχετικές εκθέσεις ελέγχου.
Επειδή αρνούμεθα τις αποδιδόμενες παραβάσεις.
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής και θα την αποδείξουμε με έγγραφα και μάρτυρες.
Επειδή η παρούσα ασκείται εμπροθέσμως και νομοτύπως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και για όσους άλλους προσθέσουμε νομίμως και εμπροθέσμως
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η παρούσα προσφυγή μας.-
Να ακυρωθεί - εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη πράξη, με σκοπό να διαγραφεί ο σε βάρος μας επιβληθείς φόρος.
Να καταδικασθεί το αντίδικο στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη.-
Αντίκλητο και πληρεξούσια Δικηγόρο μου ορίζω την ………., δικηγόρο και κάτοικο Αθηνών (………, τηλ………..,………).-
Ο προσφεύγων Η πληρεξούσια Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου