- Ερμηνεία διαθήκης. Αποκλήρωση συζύγου. Νόμιμη μοίρα. Στοιχεία αγωγής.
- Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, προκειμένου.
να γίνει ερμηνεία διαθήκης, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, ως εκτίμηση περί πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω σχετικά με την ερμηνεία εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της βούλησης του διαθέτη, είτε γιατί αυτή δεν εκφράστηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράστηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό. Αν δε το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, ακόμα και έμμεση, περί της ύπαρξης αμφιβολίας ή κενού ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη, παραλείψει να προσφύγει στους πιό πάνω ερμηνευτικούς κανόνες προς εξεύρεση της αληθινής (πραγματικής ή και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη, κάνοντας χρήση ακόμη και στοιχείων κειμένων εκτός της διαθήκης η απόφασή του ελέγχεται για παραβίαση των κανόνων αυτών με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1839, 1842 (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 26 Ν. 1329/1983) και 1843 ΑΚ, συνάγεται ότι ο διαθέτης μπορεί με τη διαθήκη του να αποκληρώσει το σύζυγό του αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του, πρέπει όμως ο λόγος της αποκλήρωσης να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ' αυτήν.- Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, προκειμένου.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1827 και 1828 ΑΚ συνάγεται ότι αν στο νόμιμο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα ή έχει καταλειφθεί κληροδοσία την οποία δεν έχει αποποιηθεί, μπορεί εκείνος να ασκήσει το δικαίωμα προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει. Για να είναι πλήρης και ορισμένη η σχετική αγωγή κατά τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 216 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει όλα τα κατά τα άρθρα 1831 επ. ΑΚ απαιτούμενα στοιχεία και εφόσον καταλείφθηκε κληροδοσία, στο νόμιμο μεριδούχο και την αξία αυτής κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Αντίθετα, δεν απαιτείται και αναγραφή του ποσοστού της νόμιμης μοίρας κατά το οποίο συντρέχει ο ενάγων ως κληρονόμος, διότι αυτό προκύπτει από τη συγγενική ή συζυγική σχέση του μεριδούχου και των άλλων εξ αδιαθέτου κληρονόμων.
Διατάξεις:
ΑΚ: 173, 200, 1781, 1827, 1828, 1831 επ., 1839, 1842, 1843,
ΚΠολΔ: 118, 216,
Αριθμός 865/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Χαράλαμπο Α., Γεώργιο Φώσκολο και Βασίλειο Νικόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1) ΧΧΧ, δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2)ΧΧΧ, κατοίκου Θεσσαλονίκης και 3)ΧΧΧ, κατοίκου Θεσσαλονίκης. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Διαμαντόπουλο, βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι δε 2ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Α. Γ., βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων:1) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής και 2)ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής, ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος Ε. Κ. του Γεωργίου, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Νικολόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-2-1984 και 24-12-1985 αγωγές των ανωτέρω διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29096/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 866/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-7-2005 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Φώσκολο ανέγνωσε την από 6-2-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, προκειμένου να γίνει ερμηνεία διαθήκης, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, ως εκτίμηση περί πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω σχετικά με την ερμηνεία εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της βούλησης του διαθέτη, είτε γιατί αυτή δεν εκφράστηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράστηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό. Αν δε το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, ακόμα και έμμεση, περί της ύπαρξης αμφιβολίας ή κενού ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη, παραλείψει να προσφύγει στους πιό πάνω ερμηνευτικούς κανόνες προς εξεύρεση της αληθινής (πραγματικής ή και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη, κάνοντας χρήση ακόμη και στοιχείων κειμένων εκτός της διαθήκης η απόφασή του ελέγχεται για παραβίαση των κανόνων αυτών με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1839, 1842 (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 26 Ν. 1329/1983) και 1843 ΑΚ, συνάγεται ότι ο διαθέτης μπορεί με τη διαθήκη του να αποκληρώσει το σύζυγό του αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του, πρέπει όμως ο λόγος της αποκλήρωσης να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ' αυτήν.
II. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, ως εναγόμενοι στην αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων ΧΧΧ, προέβαλαν κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό ένσταση περί αποκλήρωσης του ενάγοντος από τη διαθέτιδα σύζυγό του ΧΧΧ, την οποία επανέφεραν στο δεύτερο βαθμό παραδεκτά, για τη θεμελίωση της οποίας ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα: Το κυριότερο χαρακτηριστικό της διαθήκης είναι η πικρία και η αγανάκτηση που η διαθέτιδα εκφράζει κατά του ενάγοντος συζύγου της, πράγμα που δείχνει ότι η αληθινή βούλησή της ήταν να τον αποκληρώσει. Τον χαρακτηρίζει στη διαθήκη με κεφαλαία γράμματα απάνθρωπο κατά την επιεικέστερη έκφραση και άρπαγα και γι'αυτό του αφήνει το ποσό των 100.000 δρχ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η από 24-11-1962 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, στην οποία του αποδίδει παθολογική αδυναμία στο χρήμα, τον κατηγορεί ότι κατά κόρο απομύζησε τον ευεργέτη πατέρα της, τον χαρακτηρίζει απάνθρωπο λόγω σκαιάς εκδιώξεως της μητέρας της, του προσάπτει ότι ήγγισε τα όρια της κτηνωδίας όταν τα μεσάνυκτα της 9-11-1962, στην κατάσταση που βρισκόταν λόγω εγχειρήσεώς της (μαστεκτομής), την εξεδίωξε ημίγυμνη με την απειλή μαχαίρας και δηλώνει ότι φοβάται να επανέλθει πλησίον του διότι η κακή μεταχείρισή της εκ μέρους του θα επιταχύνει ασφαλώς το θάνατό του. Η φοβερή αυτή συμπεριφορά του ενάγοντος που συνεχίστηκε μέχρι και το θάνατό της, αφού την εκδίωξε από την οικία τους λίγες ημέρες προ του θανάτου της και την ανάγκασε να στεγαστεί τις τελευταίες ώρες της ζωής της μακράν του που αποτελούσε σοβαρό και βάσιμο λόγο διαζυγίου από υπαιτιότητα και κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης, καταδεικνύει δε σαφώς τα αισθήματα αυτής και την πραγματική βούλησή της για αποκλήρωσή του. Με τα δεδομένα αυτά ο διαζευκτικός περιορισμός του ενάγοντος στη νόμιμη μοίρα, που γράφηκε ιδιοχείρως από τη διαθέτιδα, η οποία ήταν αδαής ως προς την ακριβή και νομότυπη έκφραση της βουλήσεως, δεν αποδίδει την αληθή βούλησή της, διότι αντιστρατεύεται στις ρητές και σοβαρές κατηγορίες εναντίον του που διαλαμβάνει στη διαθήκη. Το Εφετείο, αντικαθιστώντας στο σημείο αυτό τις αιτιολογίες της Πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει αυτόν τον ισχυρισμό ως αόριστο, απέρριψε τούτον ως μη νόμιμο, με τις εξής σκέψεις: Όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι ομολογούν, ούτε ο βάσιμος λόγος διαζυγίου, τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε η διαθέτιδα κατά του ενάγοντος κατά το χρόνο θανάτου της και ο οποίος (λόγος διαζυγίου) αποτελεί τον επικαλούμενο λόγο αποκλήρωσης τούτου, αναφέρεται, έστω και εμμέσως, στη διαθήκη της, ούτε τα συνθέτοντα αυτόν το λόγο διαζυγίου και πιο πάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλούνται οι εναγόμενοι, μνημονεύονται στη διαθήκη, αλλ' ούτε και δήλωση της διαθέτιδας για αποζημίωση εκ του συζύγου της διαλαμβάνεται στη διαθήκη αυτή. Μόνο οι χαρακτηρισμοί του ενάγοντος συζύγου από τη διαθέτιδα «ως απάνθρωπου» και «άρπαγα», που, όπως εκθέτουν οι εναγόμενοι, γίνονται στη διαθήκη, δεν αρκούν για την θεμελίωση κατά νόμο του επικαλούμενου λόγου διαζυγίου, ήτοι του κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από υπαιτιότητα του ενάγοντος. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1842, 1843 ΑΚ, αλλά και τις λοιπές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αφού κατά τις παραδοχές του Εφετείου, πέραν των απαξιωτικών για τον ενάγοντα χαρακτηρισμών, ούτε ο λόγος αποκλήρωσης, ούτε τα πραγματικά περιστατικά που τον συνθέτουν, αναφέρονται, έστω και έμμεσα, στη διαθήκη. Εξάλλου, εφόσον το Εφετείο, κατά τις παραδοχές του, δεν διαπίστωσε στο συγκεκριμένο σημείο κενό ούτε διατύπωσε αμφιβολία ως προς την έννοια της βούλησης της διαθέτιδας, δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, που προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αλλά και ο συναφής δεύτερος λόγος της αναίρεσης, που προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθ. 8 περ. β΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τον περί αποκλήρωσης του ενάγοντος ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, συνάγοντας με ερμηνεία της διαθήκης την αληθινή βούληση της διαθέτιδας περί της αποκλήρωσης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ως μη νόμιμο με την παραπάνω αιτιολογία.-
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 559 αριθ. 20 και 561 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος με την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά διαλαμβάνεται σε αυτό και όχι όταν, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του, οδηγείται σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία θεωρεί ορθή ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός συντρέχει όταν γίνεται λανθασμένη «ανάγνωση» του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχονται στο κείμενό του περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται, και όχι όταν η κρίση του δικαστηρίου για το περιεχόμενο του εγγράφου απορρέει από την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση τούτου. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, συναφή με τους δύο προηγούμενους, προβάλλεται, κατ'ορθή εκτίμησή του, αιτίαση από τον αριθ. 20 αρθρ. 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, κατά παραμόρφωση του περιεχομένου της από 5-4-1972 ιδιόγραφης διαθήκης της ΧΧΧ, οδηγήθηκε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που προέκυπτε από αυτή, σε συνδυασμό και με τα λοιπά έγγραφα ιδίως την από 24-11-1962 εξώδικη δήλωση της διαθέτιδας κατά του συζύγου της, και αναγνώρισε εσφαλμένα δικαίωμα νόμιμης μοίρας στο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, αντί να δεχθεί ότι αυτός αποκληρώθηκε με τη διαθήκη από τη διαθέτιδα σύζυγό του. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της παραμόρφωσης του περιεχομένου της διαθήκης, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση του περιεχομένου της από το Εφετείο.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1827 και 1828 ΑΚ συνάγεται ότι αν στο νόμιμο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα ή έχει καταλειφθεί κληροδοσία την οποία δεν έχει αποποιηθεί, μπορεί εκείνος να ασκήσει το δικαίωμα προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει. Για να είναι πλήρης και ορισμένη η σχετική αγωγή κατά τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 216 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει όλα τα κατά τα άρθρα 1831 επ. ΑΚ απαιτούμενα στοιχεία και εφόσον καταλείφθηκε κληροδοσία, στο νόμιμο μεριδούχο και την αξία αυτής κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Αντίθετα, δεν απαιτείται και αναγραφή του ποσοστού της νόμιμης μοίρας κατά το οποίο συντρέχει ο ενάγων ως κληρονόμος, διότι αυτό προκύπτει από τη συγγενική ή συζυγική σχέση του μεριδούχου και των άλλων εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, αντικρούοντας σχετικό λόγο έφεσης των εναγομένων -αναιρεσειόντων, με τον οποίο επανέφεραν πρωτόδικο ισχυρισμό τους περί αοριστίας της αγωγής προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων, έκρινε ορισμένη την αγωγή, διότι περιέχει, πλην των άλλων αναγκαίων στοιχείων, την αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατά την αγωγή απαρτίζουν την κληρονομία κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης, την αξία της χαριστικής παροχής που έκαμε αυτή κατά το έτος 1981 προς τους δύο πρώτους εναγομένους - αναιρεσείοντες καθώς και την αξία των δήλων πραγμάτων και της κληροδοσίας ποσού 100.000 δρχ. που καταλείφθηκαν στον ενάγοντα σύζυγο, ώστε έτσι να καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός του ποσοστού της νόμιμης μοίρας του τελευταίου που λείπει με βάση τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1831 επ. ΑΚ. Όπως προκύπτει δε από την αγωγή, αυτή έχει το κατά τα ανωτέρω αποδιδόμενο από την αναριεσιβαλλομένη σ' αυτήν περιεχόμενο. Προκύπτει, επομένως, ότι τόσο η αγωγή όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρούν δεδομένη την αποδοχή της κληροδοσίας των 100.000 δρχ. από τον ενάγοντα και με βάση αυτή προχωρούν στο λογιστικό υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης που προβάλλει αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 8 και 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι έκρινε ορισμένη την αγωγή περί συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας, παρότι δήθεν δεν ανέφερε αν είχε γίνει αποδοχή ή αποποίηση της κληροδοσίας από τον ενάγοντα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. IV. Από το άρθρο 559 αριθ. 16 μέρος α' περ. β' και 8 περ. β' ΚΠολΔ συνάγεται ότι δημιουργείται λόγος αναίρεσης α) αν το δικαστήριο της ουσίας κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από ορισμένη δικαστική απόφαση και β) αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα που του προτάθηκε και που συνίσταται στην ύπαρξη δεδικασμένου από ορισμένη δικαστική απόφαση.
Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από τον αριθ. 8 περ. β' (και όχι 16, μερος α περ. β', όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο αγνόησε, δηλαδή δεν έλαβε υπ' όψη, το δεδικασμένο που προκύπτει από την 3323/1991 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ίδιου ενάγοντος (δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων) περί ακύρωσης της ένδικης διαθήκης ως προϊόντος ψυχολογικής βίας και κρίθηκε έγκυρη αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας.
V. Το άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζει ότι αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από εκείνη προκύπτει, απορρίφθηκε η έφεση του τρίτου αναιρεσείοντος ΧΧΧ, αδελφού της διαθέτιδας, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αυτής, διότι, όπως έκρινε το Εφετείο, αυτός νίκησε εξ ολοκλήρου στην πρωτόδικη δίκη, αφού απορρίφθηκε ως προς αυτόν η ένδικη αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων ΧΧΧ ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ο ίδιος εκκαλών δεν βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε δημιουργείται από αυτές σε βάρος του δεδικασμένο, πράγμα άλλωστε το οποίο ούτε και ο ίδιος επικαλείται με την έφεση. Με τον έκτο δε λόγο της αναίρεσης προβάλλονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ως άνω αναιρεσείοντα ίδιο διάδικο, οι ακόλουθες αιτιάσεις: α) από τον αριθ. 14 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, απορρίπτοντας την έφεσή του, β) από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση του άρθρου 1885 ΑΚ, που επιβάλλει τον επιμερισμό των απαιτήσεων και των χρεών της κληρονομίας μεταξύ όλων των συγκληρονόμων, όπως είναι και το χρέος των 1.300 χρυσών λιρών Αγγλίας, ή το ισάξιο αυτού των 385.000 δρχ., που κατά την αναιρεσιβαλλομένη θεωρήθηκε ότι αποτελεί κληροδοσία προς αυτόν τον αναιρεσείοντα και επομένως ευθυνόταν για τη μερική καταβολή του κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και ο ίδιος ο ενάγων δικαιοπάροχος των αναιρεσίβλητων, αφού αναγνωρίστηκε νόμιμος μεριδούχος, και γ) από τον αριθ. 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες διότι αναγνώρισε νόμιμο μεριδούχο τον ενάγοντα χωρίς παράλληλα να τον βαρύνει με το ως ανωτέρω συγκεκριμένο χρέος της κληρονομίας. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος για έλλειψη έννομου συμφέροντος διότι δεν διαλαμβάνει ότι η προβαλλόμενη αξίωση του συγκεκριμένου αναιρεσείοντος είχε καταστεί αντικείμενο της δίκης, με την υποβολή εκ μέρους του ανάλογης αίτησης περί παροχής έννομης προστασίας κατά του αντίδικου μέρους.
VI. Ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 10 περ. α΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, απορρίπτεται ως αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στην απόφασή του. Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποιά αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποιά για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, έκαμε δεκτή την αντέφεση των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε στο δικαιοπάροχο των τελευταίων, αρχικό ενάγοντα ΧΧΧ, δικαίωμα συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας αυτού επί της κληρονομίας της συζύγου της ΧΧΧ και επιπλέον δέχθηκε κατά ένα μέρος την περί διεκδίκησης κινητών της κληρονομίας αγωγή των αναιρεσειόντων κατά του αντίδικου μέρους. Την κρίση του αυτή σχημάτισε το Εφετείο, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφασή του, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων - εναγόντων (αναιρεσειόντων), και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση από τους διαδίκους. Επομένως το Εφετείο σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα όχι χωρίς απόδειξη αλλά από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, ώστε ο έβδομος λόγος της αναίρεσης που προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθ. 10 περ. α΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι προσδιόρισε την αξία των στοιχείων της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος χωρίς να αναφέρει τα σχετικά αποδεικτικά μέσα και άρα χωρίς απόδειξη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (επικουρικώς) αιτίαση, από τον αριθ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1831 (προσδιορισμός της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας) και 1885 (μερισμός απαιτήσεων και χρεών μεταξύ συγκληρονόμων) ΧΧΧ, πλημμέλεια στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Εφετείο με το να δεχθεί ότι το ποσό που όφειλε από δάνειο η διαθέτιδα Α. Κ. προς τον τρίτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα αδελφό της ύψους 385.000 δρχ., ήτοι 1.300 χρυσών λιρών, κατά το χρόνο σύναψης του δανείου, δεν ήταν χρέος της κληρονομίας που έπρεπε να αφαιρεθεί για την εξεύρεση της πραγματικής της αξίας, όπως είχε πράξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλ' αντίθετα έκρινε ότι πρόκειται για κληροδοσία που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά με τη διαθήκη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, πλήττει την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου κατά την οποία το καταλειφθέν με τη διαθήκη ποσό δεν αποτελεί χρέος της κληρονομίας αλλά συνιστά κληροδοσία υπέρ του συγκεκριμένου διαδίκου, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ).
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872 και 1873 ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή (νομέας της κληρονομίας) υποχρεούται να αποδώσει αυτούσια τα αντικείμενα της κληρονομίας, όπως αυτά προσδιορίζονται στις δύο πρώτες διατάξεις, εκείνα δηλαδή που ήταν κληρονομιαία αντικείμενα από την αρχή ή το αντικατάλλαγμα που απέκτησε από τη διάθεση όλων ή μερικών εξ αυτών, και μόνο εφ' όσον δεν είναι σε θέση από οποιαδήποτε αιτία (αδυναμία υποκειμενική ή αντικειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια) να τα αποδώσει αυτούσια ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρ. 909, 910, 913 ΑΚ). Και στην τελευταία περίπτωση η αξίωση του ενάγοντος ασκείται με την περί κλήρου αγωγή, η οποία όμως είναι διαφορετική κατά την έκταση και το αποτέλεσμα, εφόσον περιλαμβάνει μόνο τον κατά την επίδοση της αγωγής πλουτισμό του νομέα της κληρονομίας, για την εξεύρεση του οποίου θα ληφθεί υπόψη όχι μεμονωμένα το συγκεκριμένο αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή, αλλά ολόκληρη η κληρονομία και οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε γι' αυτήν ο εναγόμενος νομέας της κληρονομίας. Αντίθετα, ο ενάγων κληρονόμος δεν δικαιούται να αξιώσει με την περί κλήρου αγωγή επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση αδυναμίας προ αυτούσια απόδοση των πραγμάτων της κληρονομίας, την καταβολή της αγοραίας αξίας τους κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, διότι τέτοια αξίωση δεν είναι νόμιμη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, δικάζοντας επί της αγωγής των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, που ζητούσαν την αναγνώριση του κληρονομικού τους δικαιώματος, με βάση τη διαθήκη της ΑΚ, επί των κινητών πραγμάτων που περιγράφονταν σε αυτή, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σύζυγος της διαθέτιδας ΕΚ (αρχικός ενάγων - εναγόμενος και δικαιοπάροχος των αναιρεσίβλητων) να τους τα αποδώσει, επικουρικά δε σε περίπτωση αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση, να τους καταβάλει την κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αγοραία αξία τους ύψους 5.599.000 δραχμών, έκαμε αυτή δεκτή εν μέρει ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και, αφού αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα των εναγόντων, διέταξε την αυτούσια απόδοση κατά την εξ αδιαιρέτου μερίδα τους (μετά την αφαίρεση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος) επί δεκαεπτά εκ των κινητών αυτών (αριθ. 1 ως 17) και καθολοκληρία επί των υπολοίπων (αριθ. 18 ως 66) κατά τη σχετική αρίθμηση του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ έκρινε μη νόμιμη και απορριπτέα την επικουρική βάση της αγωγής. Με τον ένατο λόγο της αναίρεσης προβάλλονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 11 περ. γ΄, 8 περ. β και 9 περ. γ' άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω της απόρριψης ως μη νόμιμης, της επικουρικής βάσης της αγωγής των δύο πρώτων αναιρεσειόντων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, για ανατροπή της απόφασης κατά το μέρος που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί, και ειδικότερα ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του: α) Από τον αριθ. 1 ως αβάσιμος διότι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε της οικείες περί κλήρου διατάξεις, β) από τον αριθ. 11 περ. γ' ως απαράδεκτος αφού η επικουρική βάση της αγωγής απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ώστε δεν χωρούν αιτιάσεις για τυχόν παραβιάσεις περί τα αποδεικτικά μέσα και γ) από τους αριθ. 8 περ. β' και 9 περ. γ', ως αβάσιμος διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της επικουρικής βάσης της αγωγής και το αντίστοιχο αίτημα και τα απέρριψε ως μη νόμιμα.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 12 Ιουλίου 2005 αίτηση των ΧΧΧ κ.τ.λ. για αναίρεση της 866/2005 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων και ορίζει αυτά σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 3 Μαϊου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Χαράλαμπο Α., Γεώργιο Φώσκολο και Βασίλειο Νικόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1) ΧΧΧ, δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2)ΧΧΧ, κατοίκου Θεσσαλονίκης και 3)ΧΧΧ, κατοίκου Θεσσαλονίκης. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Διαμαντόπουλο, βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, οι δε 2ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Α. Γ., βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων:1) ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής και 2)ΧΧΧ, κατοίκου ΧΧΧ Αττικής, ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος Ε. Κ. του Γεωργίου, που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Νικολόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-2-1984 και 24-12-1985 αγωγές των ανωτέρω διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29096/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 866/2005 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12-7-2005 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Φώσκολο ανέγνωσε την από 6-2-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, προκειμένου να γίνει ερμηνεία διαθήκης, αναζητείται η αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται σε συμβάσεις και όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες. Η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, ως εκτίμηση περί πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Τα παραπάνω σχετικά με την ερμηνεία εφαρμόζονται όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της διαθήκης η έννοια της βούλησης του διαθέτη, είτε γιατί αυτή δεν εκφράστηκε με σαφήνεια, δημιουργώντας έτσι αντίστοιχη αμφιβολία, είτε γιατί η ίδια εκφράστηκε ατελώς, παρουσιάζοντας έτσι αντίστοιχο κενό. Αν δε το δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, ακόμα και έμμεση, περί της ύπαρξης αμφιβολίας ή κενού ως προς την έννοια της βούλησης του διαθέτη, παραλείψει να προσφύγει στους πιό πάνω ερμηνευτικούς κανόνες προς εξεύρεση της αληθινής (πραγματικής ή και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη, κάνοντας χρήση ακόμη και στοιχείων κειμένων εκτός της διαθήκης η απόφασή του ελέγχεται για παραβίαση των κανόνων αυτών με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1839, 1842 (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 26 Ν. 1329/1983) και 1843 ΑΚ, συνάγεται ότι ο διαθέτης μπορεί με τη διαθήκη του να αποκληρώσει το σύζυγό του αν κατά το χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του, πρέπει όμως ο λόγος της αποκλήρωσης να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ' αυτήν.
II. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, ως εναγόμενοι στην αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων ΧΧΧ, προέβαλαν κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό ένσταση περί αποκλήρωσης του ενάγοντος από τη διαθέτιδα σύζυγό του ΧΧΧ, την οποία επανέφεραν στο δεύτερο βαθμό παραδεκτά, για τη θεμελίωση της οποίας ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα: Το κυριότερο χαρακτηριστικό της διαθήκης είναι η πικρία και η αγανάκτηση που η διαθέτιδα εκφράζει κατά του ενάγοντος συζύγου της, πράγμα που δείχνει ότι η αληθινή βούλησή της ήταν να τον αποκληρώσει. Τον χαρακτηρίζει στη διαθήκη με κεφαλαία γράμματα απάνθρωπο κατά την επιεικέστερη έκφραση και άρπαγα και γι'αυτό του αφήνει το ποσό των 100.000 δρχ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η από 24-11-1962 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, στην οποία του αποδίδει παθολογική αδυναμία στο χρήμα, τον κατηγορεί ότι κατά κόρο απομύζησε τον ευεργέτη πατέρα της, τον χαρακτηρίζει απάνθρωπο λόγω σκαιάς εκδιώξεως της μητέρας της, του προσάπτει ότι ήγγισε τα όρια της κτηνωδίας όταν τα μεσάνυκτα της 9-11-1962, στην κατάσταση που βρισκόταν λόγω εγχειρήσεώς της (μαστεκτομής), την εξεδίωξε ημίγυμνη με την απειλή μαχαίρας και δηλώνει ότι φοβάται να επανέλθει πλησίον του διότι η κακή μεταχείρισή της εκ μέρους του θα επιταχύνει ασφαλώς το θάνατό του. Η φοβερή αυτή συμπεριφορά του ενάγοντος που συνεχίστηκε μέχρι και το θάνατό της, αφού την εκδίωξε από την οικία τους λίγες ημέρες προ του θανάτου της και την ανάγκασε να στεγαστεί τις τελευταίες ώρες της ζωής της μακράν του που αποτελούσε σοβαρό και βάσιμο λόγο διαζυγίου από υπαιτιότητα και κλονισμό της έγγαμης συμβίωσης, καταδεικνύει δε σαφώς τα αισθήματα αυτής και την πραγματική βούλησή της για αποκλήρωσή του. Με τα δεδομένα αυτά ο διαζευκτικός περιορισμός του ενάγοντος στη νόμιμη μοίρα, που γράφηκε ιδιοχείρως από τη διαθέτιδα, η οποία ήταν αδαής ως προς την ακριβή και νομότυπη έκφραση της βουλήσεως, δεν αποδίδει την αληθή βούλησή της, διότι αντιστρατεύεται στις ρητές και σοβαρές κατηγορίες εναντίον του που διαλαμβάνει στη διαθήκη. Το Εφετείο, αντικαθιστώντας στο σημείο αυτό τις αιτιολογίες της Πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει αυτόν τον ισχυρισμό ως αόριστο, απέρριψε τούτον ως μη νόμιμο, με τις εξής σκέψεις: Όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι ομολογούν, ούτε ο βάσιμος λόγος διαζυγίου, τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς τους, είχε η διαθέτιδα κατά του ενάγοντος κατά το χρόνο θανάτου της και ο οποίος (λόγος διαζυγίου) αποτελεί τον επικαλούμενο λόγο αποκλήρωσης τούτου, αναφέρεται, έστω και εμμέσως, στη διαθήκη της, ούτε τα συνθέτοντα αυτόν το λόγο διαζυγίου και πιο πάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλούνται οι εναγόμενοι, μνημονεύονται στη διαθήκη, αλλ' ούτε και δήλωση της διαθέτιδας για αποζημίωση εκ του συζύγου της διαλαμβάνεται στη διαθήκη αυτή. Μόνο οι χαρακτηρισμοί του ενάγοντος συζύγου από τη διαθέτιδα «ως απάνθρωπου» και «άρπαγα», που, όπως εκθέτουν οι εναγόμενοι, γίνονται στη διαθήκη, δεν αρκούν για την θεμελίωση κατά νόμο του επικαλούμενου λόγου διαζυγίου, ήτοι του κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης από υπαιτιότητα του ενάγοντος. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1842, 1843 ΑΚ, αλλά και τις λοιπές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αφού κατά τις παραδοχές του Εφετείου, πέραν των απαξιωτικών για τον ενάγοντα χαρακτηρισμών, ούτε ο λόγος αποκλήρωσης, ούτε τα πραγματικά περιστατικά που τον συνθέτουν, αναφέρονται, έστω και έμμεσα, στη διαθήκη. Εξάλλου, εφόσον το Εφετείο, κατά τις παραδοχές του, δεν διαπίστωσε στο συγκεκριμένο σημείο κενό ούτε διατύπωσε αμφιβολία ως προς την έννοια της βούλησης της διαθέτιδας, δεν είχε υποχρέωση να προσφύγει στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, που προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αλλά και ο συναφής δεύτερος λόγος της αναίρεσης, που προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθ. 8 περ. β΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη τον περί αποκλήρωσης του ενάγοντος ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, συνάγοντας με ερμηνεία της διαθήκης την αληθινή βούληση της διαθέτιδας περί της αποκλήρωσης αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε ως μη νόμιμο με την παραπάνω αιτιολογία.-
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 559 αριθ. 20 και 561 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος με την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά διαλαμβάνεται σε αυτό και όχι όταν, μετά από εκτίμηση του περιεχομένου του, οδηγείται σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία θεωρεί ορθή ο αναιρεσείων. Ο λόγος αυτός συντρέχει όταν γίνεται λανθασμένη «ανάγνωση» του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχονται στο κείμενό του περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά διαλαμβάνονται, και όχι όταν η κρίση του δικαστηρίου για το περιεχόμενο του εγγράφου απορρέει από την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση τούτου. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, συναφή με τους δύο προηγούμενους, προβάλλεται, κατ'ορθή εκτίμησή του, αιτίαση από τον αριθ. 20 αρθρ. 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, κατά παραμόρφωση του περιεχομένου της από 5-4-1972 ιδιόγραφης διαθήκης της ΧΧΧ, οδηγήθηκε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που προέκυπτε από αυτή, σε συνδυασμό και με τα λοιπά έγγραφα ιδίως την από 24-11-1962 εξώδικη δήλωση της διαθέτιδας κατά του συζύγου της, και αναγνώρισε εσφαλμένα δικαίωμα νόμιμης μοίρας στο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, αντί να δεχθεί ότι αυτός αποκληρώθηκε με τη διαθήκη από τη διαθέτιδα σύζυγό του. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, υπό την επίκληση της παραμόρφωσης του περιεχομένου της διαθήκης, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση του περιεχομένου της από το Εφετείο.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1827 και 1828 ΑΚ συνάγεται ότι αν στο νόμιμο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα ή έχει καταλειφθεί κληροδοσία την οποία δεν έχει αποποιηθεί, μπορεί εκείνος να ασκήσει το δικαίωμα προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει. Για να είναι πλήρης και ορισμένη η σχετική αγωγή κατά τα άρθρα 118 αριθ. 4 και 216 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει όλα τα κατά τα άρθρα 1831 επ. ΑΚ απαιτούμενα στοιχεία και εφόσον καταλείφθηκε κληροδοσία, στο νόμιμο μεριδούχο και την αξία αυτής κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Αντίθετα, δεν απαιτείται και αναγραφή του ποσοστού της νόμιμης μοίρας κατά το οποίο συντρέχει ο ενάγων ως κληρονόμος, διότι αυτό προκύπτει από τη συγγενική ή συζυγική σχέση του μεριδούχου και των άλλων εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, αντικρούοντας σχετικό λόγο έφεσης των εναγομένων -αναιρεσειόντων, με τον οποίο επανέφεραν πρωτόδικο ισχυρισμό τους περί αοριστίας της αγωγής προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων, έκρινε ορισμένη την αγωγή, διότι περιέχει, πλην των άλλων αναγκαίων στοιχείων, την αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατά την αγωγή απαρτίζουν την κληρονομία κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης, την αξία της χαριστικής παροχής που έκαμε αυτή κατά το έτος 1981 προς τους δύο πρώτους εναγομένους - αναιρεσείοντες καθώς και την αξία των δήλων πραγμάτων και της κληροδοσίας ποσού 100.000 δρχ. που καταλείφθηκαν στον ενάγοντα σύζυγο, ώστε έτσι να καθίσταται δυνατός ο υπολογισμός του ποσοστού της νόμιμης μοίρας του τελευταίου που λείπει με βάση τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1831 επ. ΑΚ. Όπως προκύπτει δε από την αγωγή, αυτή έχει το κατά τα ανωτέρω αποδιδόμενο από την αναριεσιβαλλομένη σ' αυτήν περιεχόμενο. Προκύπτει, επομένως, ότι τόσο η αγωγή όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρούν δεδομένη την αποδοχή της κληροδοσίας των 100.000 δρχ. από τον ενάγοντα και με βάση αυτή προχωρούν στο λογιστικό υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης που προβάλλει αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 8 και 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, διότι έκρινε ορισμένη την αγωγή περί συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας, παρότι δήθεν δεν ανέφερε αν είχε γίνει αποδοχή ή αποποίηση της κληροδοσίας από τον ενάγοντα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. IV. Από το άρθρο 559 αριθ. 16 μέρος α' περ. β' και 8 περ. β' ΚΠολΔ συνάγεται ότι δημιουργείται λόγος αναίρεσης α) αν το δικαστήριο της ουσίας κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από ορισμένη δικαστική απόφαση και β) αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα που του προτάθηκε και που συνίσταται στην ύπαρξη δεδικασμένου από ορισμένη δικαστική απόφαση.
Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από τον αριθ. 8 περ. β' (και όχι 16, μερος α περ. β', όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο αγνόησε, δηλαδή δεν έλαβε υπ' όψη, το δεδικασμένο που προκύπτει από την 3323/1991 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ίδιου ενάγοντος (δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων) περί ακύρωσης της ένδικης διαθήκης ως προϊόντος ψυχολογικής βίας και κρίθηκε έγκυρη αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρεται ότι ο σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας.
V. Το άρθρο 556 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζει ότι αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από εκείνη προκύπτει, απορρίφθηκε η έφεση του τρίτου αναιρεσείοντος ΧΧΧ, αδελφού της διαθέτιδας, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αυτής, διότι, όπως έκρινε το Εφετείο, αυτός νίκησε εξ ολοκλήρου στην πρωτόδικη δίκη, αφού απορρίφθηκε ως προς αυτόν η ένδικη αγωγή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσίβλητων ΧΧΧ ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ο ίδιος εκκαλών δεν βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε δημιουργείται από αυτές σε βάρος του δεδικασμένο, πράγμα άλλωστε το οποίο ούτε και ο ίδιος επικαλείται με την έφεση. Με τον έκτο δε λόγο της αναίρεσης προβάλλονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ως άνω αναιρεσείοντα ίδιο διάδικο, οι ακόλουθες αιτιάσεις: α) από τον αριθ. 14 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, απορρίπτοντας την έφεσή του, β) από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση του άρθρου 1885 ΑΚ, που επιβάλλει τον επιμερισμό των απαιτήσεων και των χρεών της κληρονομίας μεταξύ όλων των συγκληρονόμων, όπως είναι και το χρέος των 1.300 χρυσών λιρών Αγγλίας, ή το ισάξιο αυτού των 385.000 δρχ., που κατά την αναιρεσιβαλλομένη θεωρήθηκε ότι αποτελεί κληροδοσία προς αυτόν τον αναιρεσείοντα και επομένως ευθυνόταν για τη μερική καταβολή του κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και ο ίδιος ο ενάγων δικαιοπάροχος των αναιρεσίβλητων, αφού αναγνωρίστηκε νόμιμος μεριδούχος, και γ) από τον αριθ. 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ για ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες διότι αναγνώρισε νόμιμο μεριδούχο τον ενάγοντα χωρίς παράλληλα να τον βαρύνει με το ως ανωτέρω συγκεκριμένο χρέος της κληρονομίας. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος για έλλειψη έννομου συμφέροντος διότι δεν διαλαμβάνει ότι η προβαλλόμενη αξίωση του συγκεκριμένου αναιρεσείοντος είχε καταστεί αντικείμενο της δίκης, με την υποβολή εκ μέρους του ανάλογης αίτησης περί παροχής έννομης προστασίας κατά του αντίδικου μέρους.
VI. Ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 10 περ. α΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, απορρίπτεται ως αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται στην απόφασή του. Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποιά αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποιά για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, έκαμε δεκτή την αντέφεση των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε στο δικαιοπάροχο των τελευταίων, αρχικό ενάγοντα ΧΧΧ, δικαίωμα συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας αυτού επί της κληρονομίας της συζύγου της ΧΧΧ και επιπλέον δέχθηκε κατά ένα μέρος την περί διεκδίκησης κινητών της κληρονομίας αγωγή των αναιρεσειόντων κατά του αντίδικου μέρους. Την κρίση του αυτή σχημάτισε το Εφετείο, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφασή του, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων - εναγόντων (αναιρεσειόντων), και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση από τους διαδίκους. Επομένως το Εφετείο σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα όχι χωρίς απόδειξη αλλά από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, ώστε ο έβδομος λόγος της αναίρεσης που προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθ. 10 περ. α΄ άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι προσδιόρισε την αξία των στοιχείων της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος χωρίς να αναφέρει τα σχετικά αποδεικτικά μέσα και άρα χωρίς απόδειξη, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (επικουρικώς) αιτίαση, από τον αριθ. 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1831 (προσδιορισμός της κληρονομίας για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας) και 1885 (μερισμός απαιτήσεων και χρεών μεταξύ συγκληρονόμων) ΧΧΧ, πλημμέλεια στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Εφετείο με το να δεχθεί ότι το ποσό που όφειλε από δάνειο η διαθέτιδα Α. Κ. προς τον τρίτο εναγόμενο - αναιρεσείοντα αδελφό της ύψους 385.000 δρχ., ήτοι 1.300 χρυσών λιρών, κατά το χρόνο σύναψης του δανείου, δεν ήταν χρέος της κληρονομίας που έπρεπε να αφαιρεθεί για την εξεύρεση της πραγματικής της αξίας, όπως είχε πράξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλ' αντίθετα έκρινε ότι πρόκειται για κληροδοσία που δημιουργήθηκε για πρώτη φορά με τη διαθήκη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθ. 1 άρθρ. 559 ΚΠολΔ, πλήττει την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου κατά την οποία το καταλειφθέν με τη διαθήκη ποσό δεν αποτελεί χρέος της κληρονομίας αλλά συνιστά κληροδοσία υπέρ του συγκεκριμένου διαδίκου, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ).
VII. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871, 1872 και 1873 ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή (νομέας της κληρονομίας) υποχρεούται να αποδώσει αυτούσια τα αντικείμενα της κληρονομίας, όπως αυτά προσδιορίζονται στις δύο πρώτες διατάξεις, εκείνα δηλαδή που ήταν κληρονομιαία αντικείμενα από την αρχή ή το αντικατάλλαγμα που απέκτησε από τη διάθεση όλων ή μερικών εξ αυτών, και μόνο εφ' όσον δεν είναι σε θέση από οποιαδήποτε αιτία (αδυναμία υποκειμενική ή αντικειμενική, υπαίτια ή ανυπαίτια) να τα αποδώσει αυτούσια ευθύνεται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρ. 909, 910, 913 ΑΚ). Και στην τελευταία περίπτωση η αξίωση του ενάγοντος ασκείται με την περί κλήρου αγωγή, η οποία όμως είναι διαφορετική κατά την έκταση και το αποτέλεσμα, εφόσον περιλαμβάνει μόνο τον κατά την επίδοση της αγωγής πλουτισμό του νομέα της κληρονομίας, για την εξεύρεση του οποίου θα ληφθεί υπόψη όχι μεμονωμένα το συγκεκριμένο αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή, αλλά ολόκληρη η κληρονομία και οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε γι' αυτήν ο εναγόμενος νομέας της κληρονομίας. Αντίθετα, ο ενάγων κληρονόμος δεν δικαιούται να αξιώσει με την περί κλήρου αγωγή επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση αδυναμίας προ αυτούσια απόδοση των πραγμάτων της κληρονομίας, την καταβολή της αγοραίας αξίας τους κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, διότι τέτοια αξίωση δεν είναι νόμιμη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, δικάζοντας επί της αγωγής των δύο πρώτων αναιρεσειόντων, που ζητούσαν την αναγνώριση του κληρονομικού τους δικαιώματος, με βάση τη διαθήκη της ΑΚ, επί των κινητών πραγμάτων που περιγράφονταν σε αυτή, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σύζυγος της διαθέτιδας ΕΚ (αρχικός ενάγων - εναγόμενος και δικαιοπάροχος των αναιρεσίβλητων) να τους τα αποδώσει, επικουρικά δε σε περίπτωση αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση, να τους καταβάλει την κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής αγοραία αξία τους ύψους 5.599.000 δραχμών, έκαμε αυτή δεκτή εν μέρει ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της και, αφού αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα των εναγόντων, διέταξε την αυτούσια απόδοση κατά την εξ αδιαιρέτου μερίδα τους (μετά την αφαίρεση του ποσοστού της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος) επί δεκαεπτά εκ των κινητών αυτών (αριθ. 1 ως 17) και καθολοκληρία επί των υπολοίπων (αριθ. 18 ως 66) κατά τη σχετική αρίθμηση του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ έκρινε μη νόμιμη και απορριπτέα την επικουρική βάση της αγωγής. Με τον ένατο λόγο της αναίρεσης προβάλλονται κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις από τους αριθ. 1, 11 περ. γ΄, 8 περ. β και 9 περ. γ' άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγω της απόρριψης ως μη νόμιμης, της επικουρικής βάσης της αγωγής των δύο πρώτων αναιρεσειόντων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, για ανατροπή της απόφασης κατά το μέρος που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί, και ειδικότερα ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του: α) Από τον αριθ. 1 ως αβάσιμος διότι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε της οικείες περί κλήρου διατάξεις, β) από τον αριθ. 11 περ. γ' ως απαράδεκτος αφού η επικουρική βάση της αγωγής απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ώστε δεν χωρούν αιτιάσεις για τυχόν παραβιάσεις περί τα αποδεικτικά μέσα και γ) από τους αριθ. 8 περ. β' και 9 περ. γ', ως αβάσιμος διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της επικουρικής βάσης της αγωγής και το αντίστοιχο αίτημα και τα απέρριψε ως μη νόμιμα.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 12 Ιουλίου 2005 αίτηση των ΧΧΧ κ.τ.λ. για αναίρεση της 866/2005 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων και ορίζει αυτά σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Απριλίου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 3 Μαϊου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου