- Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Ποια στοιχεία απαιτούνται και ποιά η έννοιά τους. Έννοια διάνοιας κυρίου. Διεκδικητική..
αγωγή- πότε ο ισχυρισμός του εναγομένου για κτήση κυριότητας του επίδικου ακινήτου από αυτόν αποτελεί ένσταση και πότε άρνηση. Μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και το αντίστροφο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας.
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή.
-Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (ΟλΑΠ 469/1984).
Διατάξεις:
ΑΚ: 974, 1033, 1045,
ΚΠολΔ: 262, 559 αριθ. 8,
Αριθμός 1589/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καλούντων: Χ1 και Χ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Στάππα.
Των αναιρεσίβλητων-καθών η κλήση: Ψ1, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Ζερβού, Ψ2, Ψ3, Ψ4, των 2, 3, 4 ως κληρονόμων της αναιρεσίβλητης και ήδη αποβιωσάσης ΨΨ, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-10-1995 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 261/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 332/2003 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-12-2003 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 4-3-2005 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, την 1-3-2005, επήλθε στη Σπάρτη ο θάνατος της δεύτερης αναιρεσίβλητης ΨΨ, η οποία, με βάση την από 2-3-2003 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα με αριθμό 60/18-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, εγκατέστησε κληρονόμους της τους Ψ2, Ψ3 και Ψ4, εγγονό και ανηψιούς της, αντίστοιχα. Κατά τη δικάσιμο προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, που είχε οριστεί αρχικά στις 16-3-2005, επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης λόγω του επισυμβάντος θανάτου της εν λόγω αναιρεσίβλητης. Ήδη οι αναιρεσείοντες, με την από 2.7.2007 κλήση τους, την οποία στρέφουν τόσο κατά των αρχικών αναιρεσιβλήτων (πρώτου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτου και έβδομης απ' αυτούς), όσο και κατά των πιο πάνω κληρονόμων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, δηλώνουν ότι επιθυμούν την επανάληψη της δίκης που διακόπηκε και τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η εν λόγω κλήση συντάχθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο (άρθρα 292 ΚΠολΔ και 1847 § 1 εδαφ. α' ΑΚ) τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας της θανούσας αναιρεσίβλητης από μέρους των κληρονόμων της, επέχει δε θέση πρόσκλησης των τελευταίων τρίτων προς επανάληψη της δίκης που διακόπηκε βίαια. Με τα δεδομένα αυτά, νόμιμα οι αναιρεσείοντες επισπεύδουν την επανάληψη της δίκης με πρόσκληση των καθολικών διαδόχων της θανούσης, η οποία δίκη νόμιμα, από τον παραπάνω λόγο, επαναλαμβάνεται αναγκαστικά στο πρόσωπο των καλουμένων, νομιμοποιουμένων για τη συνέχιση της δίκης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 7-5-2008) μετά, δηλαδή, την παρέλευση τριάντα και πλέον ημερών από την κοινοποίηση σ'αυτούς της εν λόγω κλήσης (πρόσκλησης), που υλοποιήθηκε στις 29-2-2008. Από τις XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/25-2-2008, XXX'/229-2-2008 και XXX'/25-2-2008, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σπάρτης XXX, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της από 2-7-2007 κλήσης των τελευταίων προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτή (της 7-5-2008) επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοο και ένατη, αντίστοιχα, από τους καθ'ων, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αμέσως πιο πάνω καθ'ων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (Ολομ. ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθμό 8 περίπτ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και, ειδικότερα, ότι το Εφετείο δέχθηκε τη με τις πρωτόδικες προτάσεις προβαλλόμενη ένσταση της τρίτης από τους αρχικούς εναγομένους, Α, περί κτήσης συγκυριότητάς της στο με αριθμό 4 αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, με έκτακτη χρησικτησία, ως (νόμιμη) και κατ' ουσίαν βάσιμη, ενώ ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο Εφετείο ως λόγος έφεσης με το εφετήριο των αρχικών εναγομένων. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης των εν λόγω εναγομένων, - οι τέσσερις πρώτοι από τους οποίους πέθαναν ήδη κατά τη διάρκεια της δίκης στο Εφετείο και συνέχισαν την τελευταία οι καθολικοί τους διάδοχοι, καθώς και ο πέμπτος ατομικά και με την ιδιότητά του ως συγκληρονόμος των τριών πρώτων από τους θανόντες (εναγομένους), - δεν περιέχεται σ'αυτό, ούτε εν σπέρματι, λόγος πλήττων τη (νόμω ή ουσία) απόρριψη σιωπηρά του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) της τρίτης εκκαλούσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Όσον αφορά το υπό στοιχείο (4) αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο, ήτοι το 1/3 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου μετά της επ' αυτού διώροφης οικοδομής συνολικής έκτασης (οικοπέδου) 130 τ.μ. περίπου, εντός της πόλεως ... στην κεντρική πλατεία, που συνορεύει γύρωθεν με ακίνητα κληρονόμων Β, κληρονόμων Γ και Δ και κεντρική πλατεία της πόλεως ...: Αυτό περιήλθε στον κληρονομούμενο Ε κατά κυριότητα και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου εν μέρει (τμήμα 80 περίπου τ.μ. προς την κεντρική πλατεία) από κληρονομιά εκ διαθήκης του πατέρα του ΣΤ, και δη δυνάμει της από 15-4-1949 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθ. πρακτικό δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν μέρει (τμήμα 50 τ.μ. συνεχόμενο του πρώτου προς το αντίθετο της πλατείας μέρος) από αγορά παρά των συγκυρίων Β1, Β2 και Β3 δυνάμει του υπ' αριθ. XXX/XXX συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μονεμβασίας Κων/νου Φουντούκη ως αναπληρωτή του Συμ/φου Μολάων Μιχαήλ Πετρέα, που νόμιμα μεταγράφηκε. Το πρώτο παραπάνω τμήμα του εν λόγω ακινήτου ο κληρονομούμενος κατείχε με διάνοια συγκυρίου και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το χρόνο θανάτου του πατέρα του (1949) συνεπώς και μέχρι το Φεβρουάριο του 1970 ενεργώντας επ' αυτού τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του και ειδικότερα το εξουσίαζε και το επέβλεπε και ανήγειρε επ'αυτού μαζί με τους λοιπούς συγκυρίους αδέλφια του Ε1 και Ε2 διόροφη οικοδομή και έτσι είχε καταστεί κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Δεν αποδείχθηκε ότι τα πιο πάνω τμήματα του υπό στοιχείο (4) επιδίκου ακινήτου και συνεπώς ολόκληρο το ακίνητο αυτό κατείχε με διάνοια συγκυρίου ο κληρονομούμενος στη συνέχεια και δη από το Φεβρουάριο του 1970 έως το θάνατό του. Αντίθετα αποδείχθηκε, ότι από το Φεβρουάριο του 1970 το εξ αδιαιρέτου μερίδιό του (1/3) σε όλο το ακίνητο αυτό το μεταβίβασε άτυπα κατά ψιλή κυριότητα στην αδελφή του Α (τρίτη των αρχικών εναγομένων) και παρακράτησε την επικαρπία του εφ' όρου ζωής, όπως έκαναν και τα λοιπά αδέλφια του συγκύριοι (πρώτος και δεύτερος των αρχικών εναγομένων), διότι δεν την είχαν προικίσει όπως προέβλεπε η πιο πάνω διαθήκη του πατέρα τους, όταν παντρεύτηκε. Έκτοτε συνεχώς και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου (6-12-1993) η Α κατείχε το εν λόγω ακίνητο κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/3) με διάνοια κυρίου ενεργώντας επ' αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του δια του επικαρπωτού αδελφού της, ο οποίος το εξουσίαζε και το επέβλεπε, ανήγειρε για λογαριασμό της και με τα λοιπά παραπάνω αδέλφια του επ'αυτού διόροφη οικοδομή σε μέρος της οποίας, μετά από συμφωνία τους διέμενε ο ίδιος, σε άλλο τα λοιπά αδέλφια και κατά το υπόλοιπο την εκμίσθωνε σε τρίτους και καρπώνονταν τα μισθώματα κατά το 1/3. Έτσι η Α, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου είχε καταστεί ψιλή κυρία του εν λόγω επιδίκου ακινήτου κατά το 1/3 ποσοστό εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και επειδή μετά το θάνατο ενώθηκε και η επικαρπία με την ψιλή κυριότητα πλήρης κυρία και κατέλυσε την κυριότητα του κληρονομουμένου, κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό - ένσταση των αρχικά εναγομένων που προέβαλαν με τις πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις τους, που πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του δεν ήταν συγκύριος του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και δεν μεταβιβάστηκε αυτό στους ενάγοντες κατά συγκυριότητα με την αποδοχή της κληρονομιάς και απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς το ακίνητο αυτό". Επομένως, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να λάβει υπόψη, με τις παραπάνω παραδοχές του, τον αυτοτελή καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό της αρχικής τρίτης εκκαλούσας- εφεσίβλητης- εναγομένης περί κτήσης συγκυριότητάς της στο υπό στοιχείο 4 μνημονευόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και, ακολούθως, με παραδοχή αυτού, μετά και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, να απορρίψει ως και κατ' ουσίαν αβάσιμη την κρινόμενη διεκδικητική ακινήτων αγωγή όσον αφορά το προαναφερόμενο ακίνητο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν νόμιμα (και παραδεκτά, με σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης) και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπέκυψε, δηλαδή, το Εφετείο στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περίπτ. α' ΚΠολΔ κατά τον παραδεκτό πρώτο λόγο αναίρεσης, -αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του εφετηρίου των αρχικών εναγομένων-, αλλά και βάσιμο, γι'αυτό και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την αμέσως πιο πάνω απορριπτική διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 332/2003 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου κατά την απορριπτική διάταξή της που αφορά το υπό στοιχεία 4 αναφερόμενο στην ένδικη διεκδικητική αγωγή ακίνητο.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τον παρόντα αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ελισάβετ Μουγάκου - Μπρίλλη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου), Μίμη Γραμματικούδη, Λεωνίδα Ζερβομπεάκο, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Μαΐου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων-καλούντων: Χ1 και Χ2, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευστάθιο Στάππα.
Των αναιρεσίβλητων-καθών η κλήση: Ψ1, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Ζερβού, Ψ2, Ψ3, Ψ4, των 2, 3, 4 ως κληρονόμων της αναιρεσίβλητης και ήδη αποβιωσάσης ΨΨ, Ψ5, Ψ6, Ψ7, Ψ8 και Ψ9, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-10-1995 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 261/1996 του ίδιου Δικαστηρίου και 332/2003 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-12-2003 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη ανέγνωσε την από 4-3-2005 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, την 1-3-2005, επήλθε στη Σπάρτη ο θάνατος της δεύτερης αναιρεσίβλητης ΨΨ, η οποία, με βάση την από 2-3-2003 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα με αριθμό 60/18-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, εγκατέστησε κληρονόμους της τους Ψ2, Ψ3 και Ψ4, εγγονό και ανηψιούς της, αντίστοιχα. Κατά τη δικάσιμο προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, που είχε οριστεί αρχικά στις 16-3-2005, επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης λόγω του επισυμβάντος θανάτου της εν λόγω αναιρεσίβλητης. Ήδη οι αναιρεσείοντες, με την από 2.7.2007 κλήση τους, την οποία στρέφουν τόσο κατά των αρχικών αναιρεσιβλήτων (πρώτου, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτου και έβδομης απ' αυτούς), όσο και κατά των πιο πάνω κληρονόμων της δεύτερης αναιρεσίβλητης, δηλώνουν ότι επιθυμούν την επανάληψη της δίκης που διακόπηκε και τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η εν λόγω κλήση συντάχθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο (άρθρα 292 ΚΠολΔ και 1847 § 1 εδαφ. α' ΑΚ) τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας της θανούσας αναιρεσίβλητης από μέρους των κληρονόμων της, επέχει δε θέση πρόσκλησης των τελευταίων τρίτων προς επανάληψη της δίκης που διακόπηκε βίαια. Με τα δεδομένα αυτά, νόμιμα οι αναιρεσείοντες επισπεύδουν την επανάληψη της δίκης με πρόσκληση των καθολικών διαδόχων της θανούσης, η οποία δίκη νόμιμα, από τον παραπάνω λόγο, επαναλαμβάνεται αναγκαστικά στο πρόσωπο των καλουμένων, νομιμοποιουμένων για τη συνέχιση της δίκης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 7-5-2008) μετά, δηλαδή, την παρέλευση τριάντα και πλέον ημερών από την κοινοποίηση σ'αυτούς της εν λόγω κλήσης (πρόσκλησης), που υλοποιήθηκε στις 29-2-2008. Από τις XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/29-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/21-2-2008, XXX'/25-2-2008, XXX'/229-2-2008 και XXX'/25-2-2008, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σπάρτης XXX, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του πληρεξούσιου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της από 2-7-2007 κλήσης των τελευταίων προς συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτή (της 7-5-2008) επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη, έκτη, έβδομη, όγδοο και ένατη, αντίστοιχα, από τους καθ'ων, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 § 2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αμέσως πιο πάνω καθ'ων.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεσή του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ'αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. (Ολομ. ΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλουν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης αιτίαση από τον αριθμό 8 περίπτ. α' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και, ειδικότερα, ότι το Εφετείο δέχθηκε τη με τις πρωτόδικες προτάσεις προβαλλόμενη ένσταση της τρίτης από τους αρχικούς εναγομένους, Α, περί κτήσης συγκυριότητάς της στο με αριθμό 4 αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή, με έκτακτη χρησικτησία, ως (νόμιμη) και κατ' ουσίαν βάσιμη, ενώ ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβλήθηκε παραδεκτώς στο Εφετείο ως λόγος έφεσης με το εφετήριο των αρχικών εναγομένων. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης των εν λόγω εναγομένων, - οι τέσσερις πρώτοι από τους οποίους πέθαναν ήδη κατά τη διάρκεια της δίκης στο Εφετείο και συνέχισαν την τελευταία οι καθολικοί τους διάδοχοι, καθώς και ο πέμπτος ατομικά και με την ιδιότητά του ως συγκληρονόμος των τριών πρώτων από τους θανόντες (εναγομένους), - δεν περιέχεται σ'αυτό, ούτε εν σπέρματι, λόγος πλήττων τη (νόμω ή ουσία) απόρριψη σιωπηρά του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) της τρίτης εκκαλούσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Όσον αφορά το υπό στοιχείο (4) αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο, ήτοι το 1/3 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου μετά της επ' αυτού διώροφης οικοδομής συνολικής έκτασης (οικοπέδου) 130 τ.μ. περίπου, εντός της πόλεως ... στην κεντρική πλατεία, που συνορεύει γύρωθεν με ακίνητα κληρονόμων Β, κληρονόμων Γ και Δ και κεντρική πλατεία της πόλεως ...: Αυτό περιήλθε στον κληρονομούμενο Ε κατά κυριότητα και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου εν μέρει (τμήμα 80 περίπου τ.μ. προς την κεντρική πλατεία) από κληρονομιά εκ διαθήκης του πατέρα του ΣΤ, και δη δυνάμει της από 15-4-1949 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθ. πρακτικό δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και εν μέρει (τμήμα 50 τ.μ. συνεχόμενο του πρώτου προς το αντίθετο της πλατείας μέρος) από αγορά παρά των συγκυρίων Β1, Β2 και Β3 δυνάμει του υπ' αριθ. XXX/XXX συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Μονεμβασίας Κων/νου Φουντούκη ως αναπληρωτή του Συμ/φου Μολάων Μιχαήλ Πετρέα, που νόμιμα μεταγράφηκε. Το πρώτο παραπάνω τμήμα του εν λόγω ακινήτου ο κληρονομούμενος κατείχε με διάνοια συγκυρίου και κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από το χρόνο θανάτου του πατέρα του (1949) συνεπώς και μέχρι το Φεβρουάριο του 1970 ενεργώντας επ' αυτού τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του και ειδικότερα το εξουσίαζε και το επέβλεπε και ανήγειρε επ'αυτού μαζί με τους λοιπούς συγκυρίους αδέλφια του Ε1 και Ε2 διόροφη οικοδομή και έτσι είχε καταστεί κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Δεν αποδείχθηκε ότι τα πιο πάνω τμήματα του υπό στοιχείο (4) επιδίκου ακινήτου και συνεπώς ολόκληρο το ακίνητο αυτό κατείχε με διάνοια συγκυρίου ο κληρονομούμενος στη συνέχεια και δη από το Φεβρουάριο του 1970 έως το θάνατό του. Αντίθετα αποδείχθηκε, ότι από το Φεβρουάριο του 1970 το εξ αδιαιρέτου μερίδιό του (1/3) σε όλο το ακίνητο αυτό το μεταβίβασε άτυπα κατά ψιλή κυριότητα στην αδελφή του Α (τρίτη των αρχικών εναγομένων) και παρακράτησε την επικαρπία του εφ' όρου ζωής, όπως έκαναν και τα λοιπά αδέλφια του συγκύριοι (πρώτος και δεύτερος των αρχικών εναγομένων), διότι δεν την είχαν προικίσει όπως προέβλεπε η πιο πάνω διαθήκη του πατέρα τους, όταν παντρεύτηκε. Έκτοτε συνεχώς και μέχρι το θάνατο του κληρονομουμένου (6-12-1993) η Α κατείχε το εν λόγω ακίνητο κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου (1/3) με διάνοια κυρίου ενεργώντας επ' αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις που προσιδίαζαν στη φύση του δια του επικαρπωτού αδελφού της, ο οποίος το εξουσίαζε και το επέβλεπε, ανήγειρε για λογαριασμό της και με τα λοιπά παραπάνω αδέλφια του επ'αυτού διόροφη οικοδομή σε μέρος της οποίας, μετά από συμφωνία τους διέμενε ο ίδιος, σε άλλο τα λοιπά αδέλφια και κατά το υπόλοιπο την εκμίσθωνε σε τρίτους και καρπώνονταν τα μισθώματα κατά το 1/3. Έτσι η Α, κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου είχε καταστεί ψιλή κυρία του εν λόγω επιδίκου ακινήτου κατά το 1/3 ποσοστό εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και επειδή μετά το θάνατο ενώθηκε και η επικαρπία με την ψιλή κυριότητα πλήρης κυρία και κατέλυσε την κυριότητα του κληρονομουμένου, κατά τον ουσιαστικά βάσιμο σχετικό ισχυρισμό - ένσταση των αρχικά εναγομένων που προέβαλαν με τις πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις τους, που πρέπει να γίνει δεκτός. Συνεπώς ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του δεν ήταν συγκύριος του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και δεν μεταβιβάστηκε αυτό στους ενάγοντες κατά συγκυριότητα με την αποδοχή της κληρονομιάς και απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς το ακίνητο αυτό". Επομένως, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το να λάβει υπόψη, με τις παραπάνω παραδοχές του, τον αυτοτελή καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό της αρχικής τρίτης εκκαλούσας- εφεσίβλητης- εναγομένης περί κτήσης συγκυριότητάς της στο υπό στοιχείο 4 μνημονευόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου και, ακολούθως, με παραδοχή αυτού, μετά και την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, να απορρίψει ως και κατ' ουσίαν αβάσιμη την κρινόμενη διεκδικητική ακινήτων αγωγή όσον αφορά το προαναφερόμενο ακίνητο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν νόμιμα (και παραδεκτά, με σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης) και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπέκυψε, δηλαδή, το Εφετείο στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περίπτ. α' ΚΠολΔ κατά τον παραδεκτό πρώτο λόγο αναίρεσης, -αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του εφετηρίου των αρχικών εναγομένων-, αλλά και βάσιμο, γι'αυτό και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την αμέσως πιο πάνω απορριπτική διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 332/2003 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου κατά την απορριπτική διάταξή της που αφορά το υπό στοιχεία 4 αναφερόμενο στην ένδικη διεκδικητική αγωγή ακίνητο.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο, όμως, από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Καταδικάζει τον παρόντα αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου