Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Κληρονομική διαδοχή.Το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα. κληρονομικό καταπίστευμα. Μέμψη άστοργης δωρεάς.Αριθμός 1689/2006 Εφετείο Αθηνών- Παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής διαθήκης που θίγει τη νόμιμη μοίρα.ΑΠ Αριθμός 1578/2007

 
Το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα. Η κληρονομική διαδοχή ενός προσώπου μετά την έκλειψή του μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Είτε εκ του νόμου,..
στην περίπτωση που η επαγωγή της κληρονομίας επέρχεται εξ αδιαθέτου λόγω έλλειψης διαθήκης του αποθανόντος, είτε με βάση την ιδιωτική βούληση του κληρονομούμενου, όταν η τύχη της περιουσίας του καθορίζεται από τον ίδιο ακριβώς με την διαθήκη του.

Ωστόσο, ο διαθέτης δεν μπορεί, τουλάχιστον καταρχήν, να αποκλείσει με διάταξη τελευταίας βούλησης από την κληρονομική διαδοχή κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που είχαν με αυτόν, τυγχάνουν ειδικής νομικής προστασίας και καλούνται να τον διαδεχτούν στα περιουσιακά του στοιχεία εκ του νόμου, όχι όμως εξ αδιάθετου, αλλά αναγκαστικά.  

Έτσι, στα πλαίσια της αναγκαστικής κληρονομικής διαδοχής, αναγνωρίζεται στους κατιόντες (δηλαδή στα τέκνα), στους γονείς και στον επιζώντα σύζυγο του κληρονομουμένου το λεγόμενο δικαίωμα της νόμιμης μοίρας επί της κληρονομιαίας περιουσίας. Τα πρόσωπα αυτά, που αποτελούν τους αναγκαίους κληρονόμους του αποθανόντος, αποκαλούνται «νόμιμοι μεριδούχοι».

Συνεπώς ο διαθέτης, δεν μπορεί να εγκαταστήσει με την διαθήκη του αποκλειστικά τρίτα πρόσωπα ως κληρονόμους του, καθώς με τον τρόπο αυτό προσβάλλει την νόμιμη μοίρα των αναγκαίων κληρονόμων του. Γι’ αυτό άλλωστε και οι διατάξεις της διαθήκης καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες, στο μέτρο που προσβάλουν το προκείμενο δικαίωμα των νόμιμων μεριδούχων.

Πρόσθετη ωστόσο προϋπόθεση για την αναγνώριση του δικαιώματος στη νόμιμη μοίρα, είναι ότι οι μεριδούχοι θα είχαν κληθεί να κληρονομήσουν τον αποθανόντα, αν η επαγωγή γινόταν εξ αδιαθέτου.

Με βάση αυτή την προϋπόθεση, ο νομοθέτης έθεσε το βασικό κριτήριο υπολογισμού της νόμιμης μοίρας. Σύμφωνα με το άρθρο 1825 εδάφιο β του Αστικού Κώδικα, η νόμιμη μοίρα ισούται το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας. Εντούτοις, ο τελικός υπολογισμός της καταλογιστέας νόμιμης μοίρας δεν είναι απλή υπόθεση, αφού εξαρτάται από άλλες δύο βασικές παραμέτρους.

Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας ξεκινά με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας κατά το χρόνο της επαγωγής της (δηλαδή του θανάτου του κληρονομούμενου), αφού αφαιρεθούν τα χρέη και τα έξοδα της κηδείας του, καθώς και οι δαπάνες απογραφής της κληρονομίας. Σε αυτήν ωστόσο προστίθεται, με την αξία που είχε κατά το χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε εν ζωή και άνευ ανταλλάγματος σε μεριδούχο και επιπλέον οποιαδήποτε δωρεά έκανε ο κληρονομούμενος στο διάστημα των τελευταίων δέκα ετών πριν τον θάνατό του, εξαιρουμένων των περιπτώσεων στις οποίες η δωρεά επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Με αυτές τις προσθαφαιρέσεις, προσδιορίζεται η αξία της λεγόμενης «πλασματικής κληρονομίας», εκ της οποίας υπολογίζεται ακολούθως η εξ αδιαθέτου μερίδα, με βάση την ύπαρξη και τον αριθμό των εξ αδιαθέτου κληρονόμων. Η νόμιμη μοίρα ισούται μεν με το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, αλλά για τον καταλογισμό της στον μεριδούχο κρίσιμη είναι η διαπίστωση της τυχόν προσβολής της. Θα πρέπει δηλαδή να διαπιστωθεί αν η ληφθείσα από τον μεριδούχο κληρονομική μερίδα υπολείπεται, ή μη, από την αξία της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί. Μόνο εφόσον μετά την τελική σύγκριση η μερίδα που έλαβε ο μεριδούχος πράγματι υπολείπεται (ή δεν ελήφθη καθόλου), ο τελευταίος αποκτά το δικαίωμα να ζητήσει την συμπλήρωσή της στο ποσοστό που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του.

Ο διαθέτης ωστόσο μπορεί να στερήσει τον μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα, αποκληρώνοντάς τον με διάταξη της διαθήκης του για ορισμένους λόγους, που αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο. Ενδεικτικά, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα νόμιμο μεριδούχο, αν αυτός επιβουλεύτηκε τη ζωή ή προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στον κληρονομούμενο ή σε στενά συγγενικά τους πρόσωπα, καθώς και στην περίπτωση που διήγε άτιμο ή ανήθικο βίο, παρά τη θέληση του διαθέτη.

Σε σχέση εξάλλου με τον σύζυγο, λόγο αποκλήρωσης θεμελιώνει κάθε βάσιμος λόγος για τον οποίο ο διαθέτης είχε, κατά τον χρόνο που εξέλειψε, το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου λόγω υπαιτιότητας του συζύγου του. Ο λόγος της αποκλήρωσης πάντως πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ΄ αυτήν.

Το γεγονός ότι ο νόμιμος μεριδιούχος μετέχει στην κληρονομιά κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ως κληρονόμος, του παρέχει την έννομη δυνατότητα να διεκδικήσει με την αγωγή περί κλήρου το ποσοστό που τυχόν υπολείπεται για την συμπλήρωσή της. Ο κληρονόμος δηλαδή, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον (συγκληρονόμο ή τρίτο) που κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομιάς, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση του ποσοστού της κληρονομιάς που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του. Μάλιστα, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του, ο ενάγων κληρονόμος δικαιούται να ζητήσει την καταβολή αποζημίωσης.

Νομέας της κληρονομιάς έναντι του κληρονόμου, θεωρείται και όποιος απέκτησε με σύμβαση την κληρονομιά από τον νομέα της (1882ΑΚ), εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία το πρόσωπο αυτό απέκτησε από το νομέα της κληρονομίας μεμονωμένα μόνο αντικείμενα αυτής.

Στοιχεία της περί κλήρου αγωγής, που υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, αποτελούν η κληρονομική ιδιότητα του ενάγοντος, η ιδιότητα των αντικειμένων ως κληρονομιαίων και η κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως αντιποιούμενο το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, όχι όμως και η αιτία κτήσης τους από τον κληρονομούμενο. Σε περίπτωση που ο εναγόμενος αμφισβητήσει ότι τα κατακρατούμενα αντικείμενα είναι κληρονομιαία, ο ενάγων οφείλει να αποδείξει ότι αυτά ανάγονται σε μια από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 1872 ΑΚ, δηλαδή, κυρίως, ότι αυτά βρίσκονταν στην κυριότητα ή και στη νομή ή κατοχή του κληρονομούμενου κατά τον χρόνο του θανάτου του.



Νόμιμη μοίρα και κληρονομικό καταπίστευμα

Η νόμιμη μοίρα είναι το δικαίωμα που ο ελληνικός νόμος δίδει σε ορισμένους κληρονόμους, δηλ. στους πολύ στενούς συγγενείς του κληρονομουμένου, δυνάμει του οποίου δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς από την κληρονομία αλλά σχεδόν πάντοτε λαμβάνουν ένα ελάχιστο ποσοστό αυτής.
Οι στενοί συγγενείς που πάντοτε λαμβάνουν ένα ποσοστό από την κληρονομία, έστω κι αν έχουν παραληφθεί από τον διαθέτη στην διαθήκη του, είναι ο/η σύζυγος, τα τέκνα και οι γονείς του διαθέτη. Αυτοί οι στενοί συγγενείς δικαιούνται, αν θελήσουν, να διεκδικήσουν το μισό από την κληρονομική μερίδα που θα ελάμβαναν, εάν δεν υπήρχε διαθήκη.
Εάν δηλαδή ο ελληνικής ιθαγενείας διαθέτης απεβίωσε και στην διαθήκη του άφησε κληρονόμο μόνο την δεύτερη σύζυγό του, ενώ παρέλειψε τα δύο τέκνα του, που είχε από τον πρώτο γάμο του, τα δύο τέκνα δικαιούνται να προσβάλουν την διαθήκη μόνο κατά το τμήμα της που περιορίζει τη νόμιμη μοίρα τους. Τα δύο τέκνα, στο παράδειγμά μας, δικαιούνται, αν θέλουν, να λάβουν έκαστο τα 3/16 της περιουσίας του διαθέτη πατρός τους, διότι εάν ο τελευταίος είχε αποβιώσει χωρίς διαθήκη, έκαστο των τέκνων του θα ελάμβανε 3/8 και η δεύτερη σύζυγος 2/8.
Τώρα που ο διαθέτης παρέλειψε να αφήσει στην διαθήκη του κάτι στα δύο τέκνα του, αυτά μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα της νομίμου μοίρας, ώστε έκαστο να λάβει το μισό του 3/8, δηλαδή 3/16. Εάν το πράξουν, τότε τα δύο παιδιά μαζί θα λάβουν 3/16 + 3/16 = 6/16, ενώ η δεύτερη σύζυγος, που δυνάμει της διαθήκης θα ελάμβανε το 100%, τώρα θα λάβει το υπόλοιπο, δηλαδή 10/16.
Υπάρχει περίπτωση ο διαθέτης να αφήσει με την διαθήκη του ένα περιουσιακό στοιχείο σε κάποιον, με τον περιορισμό μετά τον θάνατό του κληρονόμου, αυτό το περιουσιακό στοιχείο να μεταβιβασθεί σε κάποιον τρίτο (καταπίστευμα). Μπορεί δηλαδή ο σύζυγος, που δεν άφησε τέκνα, αλλά μόνο την σύζυγό του, να αφήσει διαθήκη με την οποία να αφήνει το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, μία οικία, στην σύζυγό του, με τον όρο όμως ότι μετά τον θάνατό της αυτή δεν θα έχει την ελευθερία να την διαθέσει όπως αυτή θέλει, αλλά η οικία θα περιέλθει στον ανηψιό του συζύγου.
Η σύζυγος μπορεί να ισχυρισθεί ότι με τον περιορισμό του καταπιστεύματος προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα της, που στο παράδειγμά μας είναι το 1/4 της οικίας. Εάν η σύζυγος διεκδικήσει την νόμιμη μοίρα της, μπορεί να αποκτήσει το 1/4 εξ αδιαιρέτου της οικίας κατά πλήρες δικαίωμα, χωρίς δηλαδή τον περιορισμό του καταπιστεύματος ότι μετά τον θάνατό της θα πρέπει να περιέλθει στον ανηψιό.
Επομένως, όταν η σύζυγος ασκήσει το δικαίωμά της στη νόμιμη μοίρα, η οικία μετά τον θάνατό της θα περιέλθει μόνο κατά τα 3/4 στον ανηψιό, ενώ κατά το 1/4 θα μπορεί η σύζυγος να το διαθέσει με δική της διαθήκη όπου θέλει.
Αν δε, η σύζυγος δεν αφήσει διαθήκη, εφόσον είχε ασκήσει το δικαίωμα στη νόμιμο μοίρα της, το 1/4 της οικίας θα περιέλθει στους δικούς της εξ αδιαθέτου κληρνόμους και όχι στον ανηψιό του συζύγου της.
Σε πολλές περιπτώσεις καταπιστεύματος δεν είναι εμφανές εάν ο δικαιούχος της νομίμου μοίρας ήσκησε ή όχι το δικαίωμά του στη νόμιμο μοίρα, με αποτέλεσμα μετά τον θάνατο του βεβαρημένου με το καταπίστευμα (δικαιούχου της νομίμου μοίρας) να προκύπτει δικαστική διαμάχη μεταξύ του καταπιστευματοδόχου και του εξ αδιαθέτου κληρονόμου του βεβαρημένου. Σ’ αυτές τις δίκες, μεγάλη σημασία έχει να διαπιστώσει το δικαστήριο εάν ο δικαιούχος της νομίμου μοίρας είχε αποδεχθεί τον περιορισμό της νομίμου μοίρας του και είχε θεωρήσει (de facto, σιωπηρώς ή ρητώς) την διαθήκη έγκυρη, ή εάν απλώς είχε επιφυλλαχθεί της ασκήσεως του δικαιώματος της νομίμου μοίρας του, ώστε να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό ο δικός του εξ αδιαθέτου κληρονόμος. (Απόφαση Εφετείου Αθηνών 1036/2008). Του Χρήστου Ηλιόπουλου-ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΑΘΗΝΩΝ  ΤΗΛ 2106400282

Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. bm-bioxoi@otenet.gr

Make Money at : http://bit.ly/copy_win
ΠΗΓΗ

=============
 Νόμιμη μοίρα.

- Νόμιμη μοίρα. Μέμψη άστοργης δωρεάς. Τρόπος υπολογισμού. Πραγματική και πλασματική κληρονομία.
- Για τον υπολογισμό του δικαιώματος νόμιμης μοίρας λαμβάνεται υπόψη τόσο η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, όσο και η αξία, κατά τον χρόνο της συστάσεώς της, κάθε δωρεάς εν ζωή του κληρονομουμένου, που έγινε εντός της δεκαετίας, πριν από το θάνατο του, εφόσον δεν επιβάλλεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, η οποία προστίθεται λογιστικά στην αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς. Αν η έτσι υπολογιζόμενη νόμιμη μοίρα δεν καλύπτεται κατά την αξία της, τότε κάθε δωρεά, που έγινε με τις παρακάτω προϋποθέσεις εν ζωή του κληρονομουμένου, υπόκειται, μετά από αγωγή του μεριδούχου σε ανατροπή, κατά το μέρος που η υπάρχουσα κληρονομιά, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί να καλύψει την αξία της νόμιμης μοίρας του.
-Γονική παροχή. Η γονική παροχή αποτελεί δωρεά, που υπόκειται σε μέμψη, εφόσον υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο. Ως ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των παιδιών, την ηλικία τους, τις ανάγκες του τέκνου, προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων παιδιών κλπ. Συνεπώς, όταν με αγωγή μέμψεως προσβάλλεται γονική παροχή, που έγινε προς μεριδούχο, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή και να αποδεικνύεται ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολο της ή κατά ένα μέρος, ότι δηλαδή υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Η περιεχόμενη στο συμβόλαιο δωρεάς δήλωση ότι η δωρεά γίνεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που προτάθηκαν και αποδείχθηκαν, αν πράγματι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, άσχετα με τον χαρακτήρα που έδωσαν σε αυτή οι συμβαλλόμενοι και άσχετα από τα ελατήρια της ενέργειας του δωρητή.
-Τρόπος υπολογισμού της αξίας της κληρονομίας. Εάν, από τον χρόνο της παροχής μέχρι τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση, υποτίμηση ή σοβαρή διακύμανση, πρέπει, κατά την καθιερούμενη από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστεως, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογιστεί σε δραχμές της ίδιας πραγματικής αξίας, την οποία αυτές είχαν κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Η αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα αναχθεί, με βάση την ως άνω αρχή του άρθρου 288 ΑΚ, αφού ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τον χρόνο της παροχής και ακολούθως αυτόν του θανάτου του κληρονομουμένου και η μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και η μεταβολή που στο μεταξύ έχει γίνει στον τιμάριθμο.
-Κοινός λογαριασμός καταθέσεων κληρονομουμένου και μεριδούχου. τα ποσά των καταθέσεων που υπήρχαν σε κοινό λογαριασμό, τα οποία ανέλαβε ο μεριδούχος μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, δεν περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία, ανήκουν στην κυριότητα του μεριδούχου, αφού, όταν υπάρχει κοινός λογαριασμός, χρήση αυτού μπορεί να κάνει είτε ο ένας είτε ο άλλος δικαιούχος, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη αμφοτέρων.

Διατάξεις:
ΑΚ: 138, 288, 369, 1033, 1509, 1825, 1831, 1835, 1836, 1877
ΚΠολΔ: 178, 183, 191
Νόμοι: 1329/1983, 1024/1971, 5638/1932 άρθ. 3, 3741/1929
ΑΝ: 1521/1950 άρθ. 3
ΝΔ: 118/1973
Ρούλα(Απόσπασμα)

Αριθμός 1689/2006

Εφετείο Αθηνών


Προεδρεύων: Α. Γεωργόπουλος, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής: Ν. Χριστόπουλος, Εφέτης
Δικηγόροι: Α. Μαργαρίτης - Β. Κεφαλοπούλου, Φ. Χαμαλέλης, Γ. Πάλλης

(...) Κατά τα άρθρα 1825 και 1831 ΑΚ οι κατιόντες του κληρονομουμένου είναι νόμιμοι μεριδούχοι αυτού και συντρέχουν ως κληρονόμοι κατά το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας την κληρονομιά του, έχουν δε άμεσο δικαίωμα στα κατ` ιδίαν κληρονομιαία στοιχεία, που αποτελούν την πραγματική ομάδα της κληρονομιάς κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Μολονότι, όμως, το δικαίωμα του κάθε νόμιμου μεριδούχου ασκείται επί των στοιχείων αυτών της κληρονομιάς, για τον υπολογισμό αυτού (δικαιώματος νόμιμης μοίρας) λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ, τόσο η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, όσον και η εκτός άλλων αξία, κατά τον χρόνο της συστάσεως της, κάθε δωρεάς εν ζωή του κληρονομουμένου, που έγινε εντός της δεκαετίας, πριν από το θάνατο του, εφόσον δεν επιβάλλεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, η οποία (αξία) προστίθεται λογιστικά στην αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς. Αν η έτσι υπολογιζόμενη νόμιμη μοίρα δεν καλύπτεται κατά την αξία της από τα στοιχεία, που πράγματι βρέθηκαν στην κληρονομιά, τότε κάθε δωρεά, που έγινε με τις παρακάτω προϋποθέσεις εν ζωή του κληρονομουμένου, υπόκειται, κατά τα άρθρα 1835, 1836 ΑΚ, μετά από αγωγή του μεριδούχου σε ανατροπή, κατά το μέρος που η υπάρχουσα κληρονομιά, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί να καλύψει την αξία της νόμιμης μοίρας του. Για τη μέμψη των δωρεών πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του δικαίου, που ίσχυε πριν, αλλά και μετά το ν. 1329/1983 και συγκεκριμένα α) κατά το δίκαιο, που ίσχυε πριν το ν. 1329/1983, δηλαδή πριν τροποποιηθούν τα άρθρα 1831 και 1833 ΑΚ ήταν δυνατόν να προσβληθεί αα) κάθε δωρεά που είχε κάνει ο κληρονομούμενος κατά τα τελευταία δέκα έτη της ζωής του είτε προς μεριδούχο είτε προς τρίτο, εφόσον δεν την επέβαλαν ιδιαίτερο καθήκον ή λόγοι ευπρέπειας και ββ) κάθε δωρεά, που είχε γίνει και πριν από τη δεκαετία, εφόσον είχε γίνει με τον όρο να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα, β) μετά δε την ισχύ του ν. 1329/1983 κατά το άρθρο 1835 ΑΚ σε ανατροπή υπόκειται εκείνη η δωρεά, η οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 1831 ΑΚ υπολογίζεται στην κληρονομιά δηλαδή αα) οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε όσο ζούσε χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και ββ) οποιαδήποτε δωρεά που έκανε ο κληρονομούμενος και σε τρίτο, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον (ΑΠ 1311/2003, ΑΠ 8560/2002, ΕΑ 3289/2001). Παραχώρηση χωρίς αντάλλαγμα με άλλο τρόπο, όχι δηλαδή δωρεά, αποτελεί κυρίως η γονική παροχή του άρθρου 1509 ΑΚ. Η παροχή αυτή είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, που υπόκειται σε μέμψη, εφόσον υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, όπως, ρητά, ορίζεται στη διάταξη αυτή. Ως ενδεικνυόμενο δε από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των παιδιών, την ηλικία τους, τις ανάγκες του τέκνου, προς το οποίο γίνεται η παροχή, την οικονομική κατάσταση των άλλων παιδιών κλπ. Συνεπώς, όταν με αγωγή μέμψεως προσβάλλεται γονική παροχή, που έγινε προς μεριδούχο, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή και να αποδεικνύεται ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολο της ή κατά ένα μέρος, ότι δηλαδή υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις (ΑΠ 171/2003, ΑΠ 510/2000, ΑΠ 71/1998). Η περιεχόμενη στο συμβόλαιο δωρεάς δήλωση ότι η δωρεά γίνεται από ιδιαίτερο καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο θα κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που προτάθηκαν και αποδείχθηκαν, αν πράγματι η δωρεά έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, άσχετα με τον χαρακτήρα που έδωσαν σε αυτή οι συμβαλλόμενοι και άσχετα από τα ελατήρια της ενέργειας του δωρητή. Δωρεές από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον υπάρχουν όταν γίνονται από ιδιαίτερη υποχρέωση του δωρητή, η οποία προκύπτει από συγκεκριμένες συνθήκες και στηρίζεται στις επιταγές της ηθικής και της αλληλεγγύης. Στην έννοια αυτών υπάγονται και οι ανταποδοτικές δωρεές, δηλαδή αυτές με τις οποίες ο κληρονομούμενος σκόπευε να ανταμείψει το δωρεοδόχο για τις υπηρεσίες, που του προσέφερε, χωρίς να έχει κατά εκείνου αξίωση από το νόμο για καταβολή αμοιβής (ΑΠ 111/1996, ΕΑ 6349/1999). Ακόμη σε ανατροπή υπόκειται και η δωρεά ακινήτου που υποκρύπτεται σε εικονική πώληση του, οπότε κατ` άρθρο 138 ΑΚ η τελευταία είναι άκυρη και ισχύει η καλυπτόμενη από αυτήν δωρεά, την οποία ήθελαν οι συμβαλλόμενοι, τηρήθηκε δε και ο κατά τα άρθρα 369 και 1033 του ίδιου Κώδικα επιβαλλόμενος συμβολαιογραφικός τύπος (ΑΠ 1311/2003, ΑΠ 1039/2002).
Έτσι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου, α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο, που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους. Αν δωρήθηκε η ψιλή κυριότητα πράγματος και παρακρατήθηκε η επικαρπία από τον δωρητή κληρονομούμενο εφ` όρου ζωής του ή τρίτου, λαμβάνεται υπόψη η αξία της ψιλής κυριότητας κατά τον χρόνο της δωρεάς και αν ακόμη η επικαρπία αποσβέστηκε σε όφελος του δωρεοδόχου ψιλού κυρίου (ΕΑ 8560/2002, ΕΑ 1398/2002, ΕΑ 3873/1996), δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 71/1998 ΝοΒ 47. 405, ΕΑ 557/2003, ΕΑ 3289/2001 ΕλλΔ 42.1392, ΕΑ 2576/1998 ΕλλΔ 40.414, ΕΑ 1604/1997 ΕλΔ 39.179).
Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, στην κληρονομιά προσθέτονται οι παροχές, που ορίζει το άρθρο 1831 ΑΚ, με την αξία, που αυτές είχαν κατά τον χρόνο που έγιναν. Εάν, όμως, από τον χρόνο της παροχής μέχρι τον χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος κατά το άρθρο 1831 ΑΚ για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, μεσολάβησε νομισματική έκπτωση, υποτίμηση ή σοβαρή διακύμανση, πρέπει, κατά την καθιερούμενη από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, αρχή της καλής πίστεως, η αξία αυτή του χρόνου της παροχής να υπολογιστεί σε δραχμές της ίδιας πραγματικής αξίας, την οποία αυτές είχαν κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Η αξία δηλαδή του χρόνου της παροχής θα αναχθεί, με βάση την ως άνω αρχή του άρθρου 288 ΑΚ, αφού ληφθεί υπόψη η αγοραστική αξία της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά τον χρόνο της παροχής και ακολούθως αυτόν του θανάτου του κληρονομουμένου και η μεταξύ τους σύγκριση, αλλά και η μεταβολή (αύξηση) που στο μεταξύ έχει γίνει στον τιμάριθμο (ΑΠ 1176/2002, ΑΠ 713/2002).
Περαιτέρω από το νόμο εξαιρούνται της κληρονομιάς καταθέσεις σε κοινό λογαριασμό, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 5638/1932, όσο ζει ο άλλος δικαιούχος "οι κληρονόμοι ουδέν κέκτηνται δικαίωμα" (ΑΠ 855/2002, ΑΠ 540/1998, ΕΑ 557/2003). Κατά δε το άρθρο 1832 παρ. 1 ΑΚ, η αξία της κληρονομιάς, εφόσον είναι αναγκαία, βρίσκεται "με εκτίμηση". Εξεύρεση δε της αξίας της κληρονομιάς "με εκτίμηση" σημαίνει ότι, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, ως αξία της κληρονομιάς δεν νοείται η αγοραία αξία, αλλά η πραγματική αξία αυτής, η οποία εξευρίσκεται με εκτίμηση, η οποία, σε ομαλές οικονομικές συνθήκες συμπίπτει κατά κανόνα με την αγοραία αξία (ΕΑ 5675/2002, ΕΑ 6349/1999).
Η νόμιμη μοίρα χορηγείται α) με την παραχώρηση δωρεάς εν ζωή ή άλλης παροχής εν ζωή, εκτός αν ο διαθέτης-κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έκανε την παροχή, β) με δωρεά αιτία θανάτου και γ) με την εγκατάσταση σε διαθήκη επί δήλου πράγματος. Συνέπεια αυτής της εγκαταστάσεως είναι ότι ο νόμιμος μεριδούχος, δύναται να ασκήσει το δικαίωμα επί της νόμιμης μοίρας μόνο κατά το ποσοστό, που υπολείπεται αυτής (ΕΑ 6349/1999).
Στην προκείμενη περίπτωση (…), πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ΧΧΧ, κάτοικος εν ζωή Αναβύσσου Αττικής, πέθανε στις 28-1- 1999. Μοναδικοί πλησιέστεροι συγγενείς του ήσαν οι διάδικοι και συγκεκριμένα τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο ΧΧΧ, ΧΧΧ, ΧΧΧ (ενάγοντες στην πρώτη από 10- 1-2001 αγωγή), ο υιός του από το δεύτερο γάμο με τη ΧΧΧ (πρώτος εναγόμενος στην πρώτη αγωγή και τέταρτος στη δεύτερη από 26-6-2001 αγωγή) και η ως άνω ΧΧΧ σύζυγος του (δεύτερη εναγομένη στην πρώτη αγωγή και ενάγουσα στη δεύτερη). Με την 32751/18-10-1993 δημόσια διαθήκη του ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με το 2146/21-5-1999 πρακτικό συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο θανών ΧΧΧ όρισε τα ακόλουθα: "... Στην κόρη μου ΧΧΧ αφήνω ό,τι της έδωσα ως προίκα με το 28822 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, στο γιο μου ΧΧΧ αφήνω το διαμέρισμα, που του έδωσα με το υπ` αριθ. 21120 δωρητήριο της αυτής συμβολαιογράφου και στην κόρη μου ΧΧΧ αφήνω το διαμέρισμα που της έδωσα με το υπ` αριθμ. 32118 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου ΧΧΧ. Την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία μου αφήνω στο γιο μου ΧΧΧ. Την κινητή περιουσία μου, από οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία και αν αποτελείται, επιθυμώ να μοιρασθούν εξ ίσου τα τέσσερα παιδιά μου". Ο κληρονομούμενος κατέλιπε ως κληρονομιά τα εξής περιουσιακά στοιχεία με την έναντι καθενός από αυτά αξία κατά τον χρόνο του θανάτου του (28-1-1999) Α) (...). Έτσι η αξία όλης της κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου ανερχόταν σε (175.071.960.00 και 161.280.000 και 48.140.000) 384.491.960 δραχμές. Άλλα περιουσιακά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι είχε στην κυριότητα του ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του. Μετά δε από την αφαίρεση από το ποσό αυτό των εξόδων κηδείας, που ανέρχονται σε 1.500.000 δραχμές η καθαρή αξία της πραγματικής κληρονομικής ομάδας ανέρχεται σε (384.491.960 πλην 1.500.000) 382.991.960 δραχμές. Άλλα έξοδα δεν αποδείχθηκαν, ούτε προσβάλλουν κατά τούτο την εκκαλουμένη, ο πρώτος εναγόμενος ή με την αντέφεσή της η ενάγουσα της δεύτερης αγωγής. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ακόμη ότι ο κληρονομούμενος, πριν από το θάνατο του, είχε προβεί στις ακόλουθες παροχές προς τους διαδίκους Α) προς την πρώτη ενάγουσα της πρώτης αγωγής κόρη του, με το 28822/7-6-1979 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα, λόγω προίκας, τη με στοιχεία Β-1 οριζόντια ιδιοκτησία (οροφοδιαμέρισμα), εμβαδού 192 τ.μ., του δεύτερου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη Βούλα Αττικής επί της οδού ΧΧΧ αριθ. ΧΧΧ. Η πολυκατοικία αποπερατώθηκε το έτος 1977, είναι καλής κατασκευής και βρίσκεται σε προνομιούχο περιοχή της Βούλας κοντά σε πάρκο με έντονη αγοραστική ζήτηση. Η αξία του ακινήτου αυτού ανερχόταν κατά τον χρόνο παροχής σε 17.214.000 δραχμές, Β) στο δεύτερο ενάγοντα της πρώτης αγωγής υιό του, με το 32120/1982 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, με δωρεά, οροφοδιαμέρισμα του πρώτου ορόφου της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, εμβαδού επίσης 192 τ.μ. Η αξία αυτού, με βάση τα ίδια ως άνω χαρακτηριστικά και της διαφοράς του ορόφου, ανερχόταν κατά τον χρόνο παροχής σε 27.900.000 δραχμές, Γ) στην τρίτη ενάγουσα της πρώτης αγωγής κόρη του, με δωρεά με το 32118/1982 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, οροφοδιαμέρισμα του τρίτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, εμβαδού ομοίως 192 τ.μ. Η αξία αυτού του ακινήτου με βάση τα ίδια ως άνω χαρακτηριστικά και τον όροφο που βρίσκεται, ανερχόταν κατά τον χρόνο παροχής σε 30.322.000 δραχμές. Είχαν ισχυριστεί οι εναγόμενοι πρωτοδίκως ότι ο κληρονομούμενος είχε προβεί και σε άλλες παροχές προς τους ενάγοντες, οι οποίες καλύπτουν τη νόμιμη μοίρα καθενός από αυτούς. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί ένσταση (ΑΠ 646/1977 ΝοΒ 26.350), απερρίφθη σιωπηρώς με την εκκαλουμένη και απαραδέκτως, επαναφέρεται με τις προτάσεις των εναγομένων, χωρίς την προσβολή της αποφάσεως με έφεση ή αντέφεση. Δ) Στον πρώτο εναγόμενο 1) με το 2598/1990 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που μεταγράφηκε νόμιμα, με γονική παροχή, την ψιλή κυριότητα των 20/οο του δικαιώματος υψούν ακινήτου, που βρίσκεται επί των οδών ΧΧΧ και ΧΧΧ στην Ανάβυσσο Αττικής. Όμως πολεοδομικώς δεν επιτρέπεται καμμία επέκταση στην υπάρχουσα οικοδομή. Έτσι η αξία της πλήρους κυριότητας ανέρχεται, μετά από αφαίρεση 3/10 της αξίας της επικαρπίας κατά τον χρόνο παροχής σε 300.000 δραχμές και της ψιλής κυριότητας με βάση το άρθρο 3 του α.ν. 1521/1950 και του ν.δ. 118/1973, δεδομένου ότι ο κληρονομούμενος υπερέβαινε το 60ό έτος της ηλικίας σε (300.000 μείον 3/10) 210.000 δραχμές, 2) με το 2224/1989 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, με γονική παροχή, την ψιλή κυριότητα α) των με στοιχεία Βι4, Βι5 και Βι6 οριζόντιων ιδιοκτησιών του ισογείου ορόφου και των με στοιχεία Βα4, Βα5 και Βα6 οριζόντιων ιδιοκτησιών του πρώτου ορόφου οικοδομής που απαρτίζει το κτίριο Β και βρίσκεται σε οικόπεδο 1.504,32 τ.μ. επί των οδών ΧΧΧ και ΧΧΧ του οικισμού Άγιος Νικόλαος της Κοινότητας Αναβύσσου Αττικής και β) το δικαίωμα μελλοντικής επεκτάσεως του ακινήτου. Καθένα από αυτά τα διαμερίσματα έχει εμβαδόν περί τα 48 τ.μ., αποτελείται από δύο κύρια δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, είναι καλής κατασκευής και αποπερατώθηκαν το έτος 1979. Έτσι με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά τους η αξία των μεν ισόγειων οριζόντιων ιδιοκτησιών ανέρχεται κατά τον χρόνο της παροχής σε (145,56 τ.μ. συνολικά επί 180.600) 26.288.000 των δε αντιστοίχων του πρώτου ορόφου σε (145,56 επί 198.660) 28.917.000 δραχμές και του δικαιώματος μελλοντικής επεκτάσεως σε 1.095.000 δραχμές και συνολικά της μεν πλήρους κυριότητας σε 56.300.000 δραχμές της δε ψιλής κυριότητας (μετ` αφαίρεση της αξίας της επικαρπίας του κληρονομουμένου 20%) σε (56.300.000 μείον 20%) 45.040.000 δραχμές, 3) με διαδοχικές δωρεές, αφού δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο καταβολή τιμήματος, είχε μεταβιβάσει 188.600 μετοχές το έτος 1996, 12.300 και 2.050 το έτος 1998 και συνολικά 202.950 μετοχές από τις 205.000 μετοχές της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΧΧΧ.". Στην κυριότητα της ως άνω εταιρίας ανήκουν τα παρακάτω ακίνητα. Όλα πλην αυτού που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ", βρίσκονται στην ευρύτερη κτηματική περιφέρειας του Δήμου Κερατέας και εκτός σχεδίου πόλεως, αποτελούν αγροτικές εκτάσεις και δεν είναι κοντά στη θάλασσα. Η αξία τους δε ανερχόταν στα πιο κάτω αναφερόμενα χρηματικά ποσά κατά το έτος 1998 και κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου 1) (...). Ενόψει όλων αυτών των προβλημάτων που εμφανίζουν τα ως άνω κτίσματα, της καταστάσεως στην οποία βρίσκονται, της δυσκολίας αν όχι της αδυναμίας αποπερατώσεώς των και των μεγάλων χρηματικών ποσών, που απαιτούνται για τον παραπάνω σκοπό, αλλά και την καταβολή προστίμων για τις αυθαίρετες κατασκευής, που εγγίζουν τα 100.000.000 δραχμές, η πραγματική αξία των κτισμάτων αυτών προσδιορίζεται και κατά το έτος 1998, αλλά και κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου σε 30.000.000 δραχμές. Έτσι το σύνολο της ακίνητης περιουσίας της ως άνω ανώνυμης εταιρίας ανέρχεται κατά το έτος 1998 σε (33.600.000 και 26.580.000 και 12.151.564 και 13.452.697 και 9.920.000 και 10.500.000 και 7.190.000 και 30.000.000) 143.394.261 δραχμές. Με βάση δε τους ισολογισμούς-αποτελέσματα χρήσεως της εταιρίας, που εκτός από το έτος 1989, όλα τα άλλα έτη ήταν ζημιογόνος, ο ασφαλέστερος υπολογισμός της αξίας της μετοχής της προκύπτει από την εξίσωση της λογιστικής με την πραγματική καθαρή θέση της (βλ. σελ. 75 επ. εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης) και ανέρχεται για με το έτος 1996 σε 664 δραχμές για δε το έτος 1998 σε 722 δραχμές. Έτσι οι μετοχές που περιήλθαν στον πρώτο εναγόμενο κατά το έτος 1996 είχαν πραγματική αξία (188.600 επί 664) 125.230.400 δραχμές και αυτές που περιήλθαν στον ίδιο από τον κληρονομούμενο το έτος 1998 (12.300 και 2.050 επί 722) 10.360.700 δραχμές. Δεν αποδείχθηκε δε ότι ο κληρονομούμενος είχε προβεί και σε άλλες παροχές προς τον πρώτο εναγόμενο. Όσον αφορά τα ποσά των καταθέσεων που υπήρχαν σε κοινό λογαριασμό του πρώτου εναγομένου και του κληρονομουμένου α) στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και β) στην Τράπεζα Πίστεως, τα οποία ανέλαβε μόνος ο πρώτος εναγόμενος μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, δεν περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία, ανήκουν στην κυριότητα του πρώτου εναγομένου, αφού, όταν υπάρχει κοινός λογαριασμός, χρήση αυτού μπορεί να κάνει είτε ο ένας είτε ο άλλος δικαιούχος, χωρίς να είναι αναγκαία η σύμπραξη αμφοτέρων. Ακόμη αορίστως επικαλούνται οι εναγόμενοι δωρεά του κληρονομουμένου προς τον πρώτο εναγόμενο ποσού 50.000.000 δραχμών για τις σπουδές του στο εξωτερικό, χωρίς καμία περαιτέρω ανάλυση και εξειδίκευση αυτού του κονδυλίου και ως εκ τούτου δεν συνυπολογίζεται τέτοια παροχή. Οι παραπάνω γονικές παροχές προς τον εναγόμενο δεν αποδείχθηκε ότι έγιναν για τη δημιουργία ή τη διατήρηση της οικονομικής ή της οικογενειακής του αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση κάποιου επαγγέλματος, αποτελούν δε δωρεά προς αυτόν, αφού υπερβαίνει εξ ολοκλήρου το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ενόψει του αριθμού των παιδιών του κληρονομουμένου, του αριθμού των παροχών σε καθένα από αυτά και της συγκρίσεως της αξίας κάθε παροχής. Επομένως, αφού δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1509 ΑΚ, η μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων έγινε λόγω δωρεάς, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι έγινε από λόγους ευπρεπείας ή ιδιαίτερου καθήκοντος του κληρονομουμένου προς τον πρώτο εναγόμενο. Ο τελευταίος δεν αποδείχθηκε ότι παρείχε στον κληρονομούμενο υπηρεσίες, που να δικαιολογούν την υποχρέωση του κληρονομουμένου να τον ανταμείψει με τις επίδικες παροχές. Ε) στη δεύτερη εναγομένη και ενάγουσα σύζυγο του: Με το 1989/1986 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που μεταγράφηκε νόμιμα η ως άνω διάδικος αγόρασε από την Ιονική-Λαϊκή Τράπεζα οικόπεδο εμβαδού 1.542,32 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ" της Κοινότητας Αναβύσσου Αττικής. Το οικόπεδο αυτό περιήλθε σε αυτήν κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 50% και κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου κατά την ψιλή κυριότητα, η δε επικαρπία του 50% περιήλθε στον κληρονομούμενο. Όμως η αγορά αυτή από την πρώτη εναγομένη έγινε εικονικά με συμβαλλόμενη την πρώτη εναγομένη-ενάγουσα, ως αγοράστρια, ενώ το τίμημα εξ ολοκλήρου καταβλήθηκε από τον κληρονομούμενο αληθή αγοραστή, ο οποίος, άλλωστε παρακράτησε για τον εαυτό του, όπως προαναφέρθηκε το 50% της επικαρπίας, γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν το ακίνητο είχε αγοραστεί με χρήματα της δεύτερης εναγομένης-ενάγουσας. Έτσι στην αγορά αυτή υποκρύπτεται σύμβαση δωρεάς του τιμήματος προς την πρώτη εναγομένη-ενάγουσα. Περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η ως άνω (υποκρυπτόμενη) δωρεά έγινε από λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος από τον κληρονομούμενο δεν αποδείχθηκαν. Το οικόπεδο αυτό στη συνέχεια υπήχθη στις διατάξεις των ν. 3741/1929 και ν. 1024/1971 με την 2163/2-10-1989 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που έχει μεταγραφεί νόμιμα και επ` αυτού ανεγέρθησαν, με χρήματα αποκλειστικώς του κληρονομουμένου που επίσης δωρήθηκαν στη σύζυγο του, πέντε οικοδομές με τις παρακάτω αντίστοιχες αξίες κατά τον χρόνο παροχής Α) (...) Έτσι η συνολική αξία αυτού του ακινήτου κατά πλήρη κυριότητα ανερχόταν σε 172.567.000 δραχμές, μετά δε την αφαίρεση της αξίας της επικαρπίας στο ήμισυ αυτού κατά ποσοστό 3/10 αφού, όπως προαναφέρεται κατά τον χρόνο παροχής ο κληρονομούμενος ήταν 62 ετών (...) σε 146.681.950 δραχμές. Περαιτέρω α) η αγορά από τη δεύτερη εναγομένη-ενάγουσα αγροτεμαχίου εμβαδού 4.426,80 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "ΧΧΧ", με το 33526/1985 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, που μεταγράφηκε νόμιμα, έγινε με δικές αποκλειστικά δαπάνες χωρίς την οικονομική συμμετοχή του κληρονομουμένου, β) η ίδια διάδικος από της συστάσεως της ως άνω εταιρίας με την επωνυμία "ΧΧΧ", με το 11901/1984 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧ, κατείχε, ως ιδρυτικό μέλος αυτής, 500 μετοχές ονομαστικής αξίας 1.000 δραχμών από το σύνολο των 5.000 μετοχών αυτής, που κάλυπταν το μετοχικό της κεφάλαιο των 5.000.000 δραχμών, το τίμημα των οποίων καταβλήθηκε από την ίδια. Επομένως η αξία των ως άνω παροχών που λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό της πλασματικής κληρονομιάς και την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας καθενός από τους διαδίκους, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (17.214.000 και 27.900.000 και 30.322.000 210.000 και 45.040.000 και 192.190.400 και 146.682.000) 459.558.400 δραχμές. Κατά τον υπολογισμό που ακολουθεί για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της δεύτερης εναγομένης-ενάγουσας δεν λαμβάνεται υπόψη το εξαίρετο, το οποίο όλως αορίστως επικαλείται η εν λόγω διάδικος, αφού δεν εκθέτει τα στοιχεία που το απαρτίζουν και την αξία αυτού. Περιστατικά από τα οποία να αποδεικνύεται η ουσιώδης μεταβολή του νομίσματος από τον χρόνο της κάθε μιας από τις προαναφερόμενες παροχές προς τους μεριδούχους έως το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου δεν είχαν επικαλεστεί, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, με την αγωγή τους οι ενάγοντες, και συνεπώς θα ληφθούν υπόψη οι ως άνω αξίες κάθε παροχής κατά τον χρόνο που έγινε για το σχηματισμό της ιδανικής ομάδας της κληρονομιάς.
Με όλα τα παραπάνω δεδομένα η νόμιμη μοίρα των διαδίκων υπολογίζεται ως εξής: Η αξία της κληρονομιάς, όπως προαναφέρεται μετά την αφαίρεση των εξόδων κηδείας, ανέρχεται σε κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου σε 382.991.960 δραχμές. Στο ποσό αυτό προσθέτονται οι ως άνω συνεισεκτέες παροχές και έτσι η αξία της (ιδανικής ομάδας) της κληρονομιάς για την ανεύρεση της νόμιμης μοίρας ανέρχεται σε (382.991.960 και 459.558.400) 842.550.360 δραχμές. Η εξ αδιαθέτου κληρονομική μερίδα των τριών εναγόντων και του πρώτου εναγομένου παιδιών του κληρονομουμένου ανέρχεται σε 6/32 για τον καθένα και για τη δεύτερη εναγομένη-ενάγουσας σύζυγο του σε 8/32. Έτσι η εξ αδιαθέτου μερίδα κάθε τέκνου είναι (842.550.360 δια 6/32) 157.978.192.50 δραχμές και της δεύτερης εναγομένης-ενάγουσας συζύγου σε (842.550.360 διά 8/32) 210.637.590 δραχμές. Διαιρούμενο καθένα από τα ως άνω ποσά διά δύο δίνει το ποσό, που αποτελεί τη νόμιμη μοίρα καθενός και συγκεκριμένα για καθένα από τα παιδιά του κληρονομουμένου (τρεις ενάγοντες και πρώτο εναγόμενο) ανέρχεται σε (157.978.192,25 διά 2) 78.989.096,25 δραχμές και για τη δεύτερη εναγομένη- ενάγουσα σε (210.637.590 δια 2) 105.318.795 δραχμές. Το ποσό αυτό καθένας από τους ενάγοντες της πρώτης αγωγής και η ενάγουσα της δεύτερης πρέπει να λάβει από την πραγματική ομάδα της κληρονομιάς. Έτσι σχηματίζεται κλάσμα με αριθμητή το πιο πάνω ποσό της νόμιμης μοίρας και παρονομαστή τον αριθμό 384.491.960, στο οποίο ανέρχεται, κατά τα προαναφερόμενα, η αξία της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς χωρίς την αφαίρεση των εξόδων κηδείας. Άρα η νόμιμη μοίρα καθενός από τους ενάγοντες ανέρχεται σε 78.989.096,25/384.491.960 και για την ενάγουσα-εναγομένη σύζυγο του κληρονομουμένου σε 105.318.795/384.491.960. Στο ποσό αυτό πρέπει να καταλογιστούν οι παροχές που έγιναν σε καθέναν από τους άνω μεριδούχους και να αφαιρεθούν από τη νόμιμη μοίρα τους, συγκεκριμένα α) στη σύζυγο του η ως άνω δωρεά αξίας κατά τον χρόνο παροχής 146.682.000 δραχμών. Με τη δωρεά αυτή έχει ήδη λάβει μερίδα μεγαλύτερη από αυτή που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα της και δεν δικαιούται πλέον να συμμετάσχει στην πραγματική κληρονομιά, β) στην πρώτη ενάγουσα παροχή (προίκα) αξίας κατά τον χρόνο που έγινε 17.214.000 δραχμών και έτσι η νόμιμη μοίρα της ανέρχεται σε 78.989.096,25 πλην 17.214.000 ίσον 61.775.094,25/384.491.960 πλην 17.214.000 ίσον 367.227.960 ή (61.775.094,25 δια 36.227.960) 0,16822 ή 16,822%, γ) στο δεύτερο ενάγοντα παροχή αξίας κατά τον χρόνο που έγινε 27.900.000 δραχμών και με τον όρο καταλογισμού στη νόμιμη μοίρα, η οποία έτσι ανέρχεται σε 78.989.096,25 πλην 27.900.000 ίσον 51.089.096,25/384.491.960 πλην 27.900.000 ίσον 356.591.960 ή (51.089.096,25 δια 356.591.960) 0,14327 ή 14,327% και δ) στην τρίτη ενάγουσα παροχή αξίας κατά τον χρόνο που έγινε 30.322.000 δραχμών και με τον όρο καταλογισμού στη νόμιμη μοίρα, η οποία έτσι ανέρχεται σε 78.989.096,25 πλην 30.322.00 ίσον 48.667.096,25/ 384.491.960 πλην 30.322.000 ίσον 354.169.960 ή (48.667.096,25 δια 354.169.960) 0,13741 ή 13,741%. Κατά τα ως άνω ποσοστά καθένας από τους ενάγοντες είναι συγκύριος με τον πρώτο εναγόμενο κατά πλήρη συγκυριότητα των παραπάνω αναφερόμενων ακινήτων της πραγματικής κληρονομικής ομάδας, η οποία, πλήρως, επαρκεί για τη συμπλήρωση της νόμιμης αυτών (εναγόντων) και δεν συντρέχει λόγος ανατροπής δωρεάς του κληρονομουμένου προς τον πρώτο εναγόμενο.
Με βάση τα παραπάνω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση α) απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή της ενάγουσας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως ορθά εκτίμησε και τις αποδείξεις, οι δε λόγοι της αντεφέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι και β) κατά το μέρος που απέρριψε την από 10-1-2001 αγωγή εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως εσφαλμένα εκτίμησε και τις αποδείξεις.
Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσίαν η έφεση των εναγόντων και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση.
Ακολούθως πρέπει να κρατηθεί η αγωγή σε αυτό το Δικαστήριο, η οποία είναι ορισμένη, εκτός από το αίτημα αναγωγής της αξίας των παροχών προς τους μεριδούχους στον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, το οποίο είναι αόριστο γιατί δεν εκτίθενται, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, τα περιστατικά που απαιτούνται για την επικαλούμενη υποτίμηση του νομίσματος (ΑΠ 678/1996, ΑΠ 713/2002, ΕΑ 5675/2002).
Είναι δε και νόμιμη, αφού στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων που προαναφέρονται και πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη, έτσι ώστε να αναγνωριστεί το κληρονομικό δικαίωμα για τη συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας καθενός από τους ενάγοντες στην πραγματική κληρονομιά κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους αποδώσει τα ακίνητα κατά τα ποσοστά αυτά.
Το αίτημα για επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης για την εκτίμηση των κληρονομιαίων στοιχείων είναι αβάσιμο και απορριπτέο, γιατί αυτές είναι επαρκώς αιτιολογημένες και συνεκτιμώμενες με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρονται, είναι εφικτή η εκτίμηση της αξίας της κληρονομιάς. Δεν αποδείχθηκε δε ότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν κακής πίστεως όταν, μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, απέκτησε τη νομή των προαναφερόμενων ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας της οδού ΧΧΧ αριθμός ΧΧΧ στο Νέο Φάληρο, που περιλαμβάνονται στην πραγματική κληρονομιαία περιουσία ή αργότερα έμαθε ότι δεν είναι κληρονόμος, ενόψει μάλιστα και της ρητής διατάξεως της ως άνω διαθήκης του κληρονομουμένου, με την οποία τον εγκαθιστούσε κληρονόμο της ακίνητης περιουσίας του. Επομένως είναι αβάσιμο το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση καρπών με βάση το άρθρο 1877 ΑΚ.
Τέλος πρέπει λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους να καταδικαστούν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων εναγόντων (ΚΠολΔικ 178 παρ.1, 183, 191 παρ. 2) (...)

--------------
Παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής διαθήκης που θίγει τη νόμιμη μοίρα.

- Παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής διαθήκης που θίγει τη νόμιμη μοίρα.
- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1711 παρ. 2, 1825, 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 ΑΚ προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαθήκης από παράβαση του δικαίου της νόμιμης μοίρας είναι σχετική, τασσόμενη υπέρ του μεριδούχου και μη επιβαλλόμενη σ' αυτόν. Ο μεριδούχος, αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του με την ολοσχερή παράλειψή του, ή με την εγκατάστασή του σε μέρος μόνο της νόμιμης μοίρας, ή σε ολόκληρη ή μέρος αυτής αλλά με περιορισμούς, δικαιούται και μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, ως προς ολόκληρη ή για το μέρος που λείπει ή για τον περιορισμό που έχει επιβληθεί, εκτός αν έχει εκδηλώσει προηγουμένως αντίθετη βούληση. Η παραίτηση αυτή δεν αποτελεί αποποίηση της κληρονομίας υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ ή εκποίηση αυτής ή απαλλοτριωτική δικαιοπραξία των άρθρων 369, 1033,1121 και 1143 ΑΚ, αλλά αποτελεί παραίτηση από τον δικαίωμα για επίκληση της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, δηλαδή νόμιμο γεγονός που συνεπάγεται απλώς απώλεια του δικαιώματος αυτού. Η παραίτηση αυτή μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, και με άτυπη και μη απευθυντέα σε άλλο δήλωση βουλήσεως, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, συναγόμενη συμπερασματικώς από πράξεις που δείχνουν βούληση παραίτησης, ακόμη και στην περίπτωση που περιλαμβάνονται στην κληρονομία εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, για τη σύμβαση μεταβίβασης των οποίων απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. (Ολ. ΑΠ 935/1975 ΝΟΒ 23/1267). Το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου για επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης που παραβιάζει τη νόμιμη μοίρα του, κατά οποιοδήποτε από τους προαναφερόμενους τρόπους καθώς και το δικαίωμα παραίτησης τούτου από την επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του, η οποία ισοδυναμεί με παραίτηση από την ελλείπουσα νόμιμη μοίρα του, με την έννοια της αποδοχής της διαθήκης και των όποιων μειώσεων και άλλων περιορισμών αυτή προβλέπει, μεταβαίνουν στους κληρονόμους του νόμιμου μεριδούχου, οι οποίοι μπορούν επίσης, καθένας για τη μερίδα του, είτε να επικαλεσθούν την ακυρότητα της διαθήκης που παραβίασε τη νόμιμη μοίρα του νόμιμου μεριδούχου, που κληρονομήθηκε από αυτούς, είτε να παραιτηθούν με τους ίδιους όρους από την επίκληση της ακυρότητας αυτής, με την έννοια της παραίτησης που ήδη έχει εκτεθεί.
- Από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για τους αναφερόμενους σ'αυτήν εξαιρέσεις, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ν'αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα.
Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και ν'αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος.

Διατάξεις:
ΑΚ: 369, 1033, 1121, 1143, 1711, 1825, 1827, 1829, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851, 1857 
Αριθμός 1578/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Νικόπουλο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Καπερώνη, Ιωάννη Ιωαννίδη, Μίμη Γραμματικούδη και Ζήση Βασιλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Μαΐου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: χ1, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Μανιαδάκη.

Της αναιρεσίβλητης: ψ1, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τσαμασφύρα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-7-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3702/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 1922/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 5-6-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ζήσης Βασιλόπουλος ανέγνωσε την από 26-4-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για τους αναφερόμενους σ'αυτήν εξαιρέσεις, προκύπτει ότι, για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, πρέπει ν'αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα.
Συνεπώς ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και ν'αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος.
Στην κρινόμενη υπόθεση με τον πρώτο λόγο της αίτησης από τον αρ. 11 περ. β΄ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό δύο έγγραφα τα οποία προσκόμισε η εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη, προς απόδειξη των ισχυρισμών της, των οποίων όμως έγινε επίκληση από την εν λόγω διάδικο στο Εφετείο όχι συννόμως αλλά με γενική αναφορά, περιεχόμενη στις προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στις αντίστοιχες προτάσεις ενώπιον του Πρωτοδικείου, των οποίων αντίγραφο ενσωμάτωσε στις πρώτες (βλ. ΟλΑΠ 9/2000). Ο λόγος αυτός της αίτησης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι δεν πρόκειται ούτε για παράβαση που δε μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, αφού ο αναιρεσείων έλαβε γνώση των ανωτέρω προτάσεων της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Εφετείου και επομένως μπορούσε ακόμη και με την προσθήκη - αντίκρουση των προτάσεών του (άρθρα 237 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) να προβάλει τον ισχυρισμό για τη μη νόμιμη επίκληση των άνω εγγράφων, ούτε για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ούτε για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη, προτάθηκε στο Εφετείο κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επειδή, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1711 παρ. 2, 1825, 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 ΑΚ προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαθήκης από παράβαση του δικαίου της νόμιμης μοίρας είναι σχετική, τασσόμενη υπέρ του μεριδούχου και μη επιβαλλόμενη σ' αυτόν. Ο μεριδούχος, αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του με την ολοσχερή παράλειψή του, ή με την εγκατάστασή του σε μέρος μόνο της νόμιμης μοίρας, ή σε ολόκληρη ή μέρος αυτής αλλά με περιορισμούς, δικαιούται και μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του, ως προς ολόκληρη ή για το μέρος που λείπει ή για τον περιορισμό που έχει επιβληθεί, εκτός αν έχει εκδηλώσει προηγουμένως αντίθετη βούληση. Η παραίτηση αυτή δεν αποτελεί αποποίηση της κληρονομίας υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ ή εκποίηση αυτής ή απαλλοτριωτική δικαιοπραξία των άρθρων 369, 1033,1121 και 1143 ΑΚ, αλλά αποτελεί παραίτηση από τον δικαίωμα για επίκληση της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, δηλαδή νόμιμο γεγονός που συνεπάγεται απλώς απώλεια του δικαιώματος αυτού. Η παραίτηση αυτή μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, και με άτυπη και μη απευθυντέα σε άλλο δήλωση βουλήσεως, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς, συναγόμενη συμπερασματικώς από πράξεις που δείχνουν βούληση παραίτησης, ακόμη και στην περίπτωση που περιλαμβάνονται στην κληρονομία εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, για τη σύμβαση μεταβίβασης των οποίων απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. (Ολ. ΑΠ 935/1975 ΝΟΒ 23/1267). Το δικαίωμα του νόμιμου μεριδούχου για επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης που παραβιάζει τη νόμιμη μοίρα του, κατά οποιοδήποτε από τους προαναφερόμενους τρόπους καθώς και το δικαίωμα παραίτησης τούτου από την επίκληση της ακυρότητας της διαθήκης που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα του, η οποία ισοδυναμεί με παραίτηση από την ελλείπουσα νόμιμη μοίρα του, με την έννοια της αποδοχής της διαθήκης και των όποιων μειώσεων και άλλων περιορισμών αυτή προβλέπει, μεταβαίνουν στους κληρονόμους του νόμιμου μεριδούχου, οι οποίοι μπορούν επίσης, καθένας για τη μερίδα του, είτε να επικαλεσθούν την ακυρότητα της διαθήκης που παραβίασε τη νόμιμη μοίρα του νόμιμου μεριδούχου, που κληρονομήθηκε από αυτούς, είτε να παραιτηθούν με τους ίδιους όρους από την επίκληση της ακυρότητας αυτής, με την έννοια της παραίτησης που ήδη έχει εκτεθεί.
Στην προκείμενη υπόθεση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, εξαφανίζοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απέρριψε την περί κλήρου αγωγή του αναιρεσείοντος, δεχόμενο τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Στις XXX απεβίωσε στην Αθήνα ο ψ, σύζυγος της αναιρεσίβλητης, ο οποίος με την από XXX μυστική διαθήκη του, που είχε κατατεθεί στον συμβολαιογράφο Αθηνών Γ. Α., εγκατέστησε αυτή (σύζυγο) κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του. Η ακίνητη περιουσία του εν λόγω κληρονομούμενου, αποτελείται από ένα οικόπεδο, εμβαδού 200,7 τ.μ. με την επ' αυτού οικία, εμβαδού 75 τ.μ., με υπόγεια αποθήκη, εμβαδού 30 τ.μ., που βρίσκεται στην XXX, επί της οδού XXX αρ. XX Στις XXX, απεβίωσε στην Αθήνα η μητέρα του ανωτέρω συζύγου της αναιρεσίβλητης ψ2. Αυτή με την από XXX ιδιόγραφη διαθήκη της, που νόμιμα δημοσιεύτηκε, εγκατέστησε κληρονόμο της σε όλη την περιουσία της, τον αναιρεσείοντα ανεψιό της, γιο του προαποβιώσαντος αδελφού της χ. Η προαναφερόμενη μυστική διαθήκη του συζύγου της αναιρεσίβλητης ψ, προσβάλλει ολικά το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της μητέρας του ψ2, η οποία απεβίωσε μετά από αυτόν, κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου επί της ανωτέρω κληρονομιαίας οικίας μετά του οικοπέδου της, αφού τόσο η αναιρεσίβλητη σύζυγός του όσο και η μητέρα του, που ζούσαν κατά το χρόνο του θανάτου αυτού, ήταν οι μόνοι νόμιμοι μεριδούχοι της κληρονομίας του (άρθρα 1814, 1820,1825 και 1829 ΑΚ). Όμως η μεριδούχος μητέρα ψ2 παραιτήθηκε σιωπηρά από το δικαίωμά της για επίκληση της σχετικής ακυρότητας της ανωτέρω μυστικής διαθήκης του γιου της και επομένως και από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας επί της κληρονομίας αυτού. Ειδικότερα η ψ2, όταν πληροφορήθηκε ότι το μοναδικό της παιδί ψ (σύζυγος της αναιρεσίβλητης) προσβλήθηκε από καρκίνο του πνεύμονα με διάχυτες μεταστάσεις, οκτώ μήνες προ του αναμενόμενου, κατά τους θεράποντες ιατρούς, θανάτου του, δηλαδή στις XXX, μεταβίβασε σ' αυτόν, το 1/4 εξ αδιαιρέτου επί του άνω οικοπέδου με την οικία (επίδικο), με το XXX συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Α. Το μερίδιο αυτό, όπως και το υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου που ανήκαν στο γιο της, είχε περιέλθει σ' αυτούς (μητέρα και γιο) από κληρονομία του ψ3, συζύγου και πατέρα αντίστοιχα, που απεβίωσε το 1962 χωρίς ν' αφήσει διαθήκη. Έτσι η ψ2, που τότε ήταν 85 ετών και αγαπούσε το γιο της και την επί 20 χρόνια αναιρεσίβλητη νύφη της, με την οποία είχε πάντα καλές σχέσεις, θέλησε να περιέλθει το ανωτέρω ελάχιστο μερίδιό της στο γιο της, πριν από το θάνατό του, ώστε η κληρονομιαία επίδικη οικία να μείνει εξ ολοκλήρου στην οικογένειά του, δηλαδή στη σύζυγό του, με την οποία ο γιος της έζησε αγαπημένα, χωρίς όμως ν' αποκτήσει τέκνα μαζί της. Για το λόγο αυτό, μετά το θάνατο του παιδιού της (23-4-1992) και μέχρι το δικό της θάνατο (25-12-1992), ήτοι επί οκτώ μήνες, και παρά τη δημοσίευση της διαθήκης του στις XXX, δεν έκανε καμία ενέργεια για τη διεκδίκηση της νόμιμης μοίρας της από την κληρονομία του γιου της. Και αυτό όχι λόγο της ηλικίας της ή του πένθους της, αφού στο διάστημα αυτό είχε προβεί σε άλλες νομικές ενέργειες, όπως στη σύνταξη της προαναφερόμενης από XXX ιδιόγραφης διαθήκης της, στην υπογραφή του ΧΧΧ πληρεξουσίου ενώπιον του συμ/φου Χαλανδρίου Κ. Α., στην πώληση αγροτεμαχίου της με το ΧΧΧ συμβόλαιο της συμ/φου Αθηνών Α. Κ., αλλά γιατί αποδέχθηκε τη διαθήκη του γιου της. Και ναι μεν έγραψε τη δική της διαθήκη πριν από τη δημοσίευση εκείνης του γιου της, όμως από το χρόνο της δημοσίευσης της τελευταίας (........) και μέχρι το δικό της θάνατο είχε τη δυνατότητα, εάν πράγματι ήθελε να προσβάλει την επίμαχη διαθήκη να ζητήσει τη νόμιμη μοίρα της, είτε να συντάξει νέα διαθήκη με ανάλογη διάταξη για το επίδικο ακίνητο, είτε να ενεργήσει δικαστικώς ή έστω εξωδίκως κατά της αναιρεσίβλητης, η οποία, εν γνώσει της, εισέπραττε, σε όλο το διάστημα αυτό, μισθώματα από την εν λόγω οικία. Ενισχυτικό της πιο πάνω βούλησης της ψ2 για παραίτηση από τη νόμιμη μοίρα της επί της κληρονομίας του γιου της, που την εκδήλωσε με την πιο πάνω συμπεριφορά της και έγινε αντιληπτή από τους οικείους της, είναι και το γεγονός ότι μέχρι την -κατά τον αναιρεσείοντα- ανεύρεση της διαθήκης της το 2003, δηλαδή επί έντεκα έτη, ουδείς από τους πλησιέστερους συγγενείς της, τρία ετεροθαλή αδέλφια και δύο ανίψια, ένα από τα οποία ο αναιρεσείων, στράφηκε κατά της αναιρεσίβλητης, επικαλούμενος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος της ψ2 (αφού δεν ήταν γνωστή ακόμη η διαθήκη της) τέτοιο δικαίωμα νόμιμης μοίρας της. Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον η νόμιμη μεριδούχος ψ2 παραιτήθηκε κατά τα ανωτέρω, από τη νόμιμη μοίρα της, δεν περιήλθε στον αναιρεσείοντα, γενικό κληρονόμο της, δικαίωμα για επίκληση σχετικής ακυρότητας της διαθήκης του γιου της ψ και, κατ' επέκταση, δικαίωμα νόμιμης μοίρας της κληρονομουμένης επί του επίδίκου ακινήτου . Με βάση αυτά τα περιστατικά το Εφετείο απέρριψε την περί κλήρου αγωγή του αναιρεσείοντος, όσον αφορά το 1/4 εξ αδιαιρέτου τον επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στην αμέσως ανωτέρω μείζονα πρόταση ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα που εφάρμοσε και με τις ουσιαστικές παραδοχές του δε στέρησε την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό της προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το διατακτικό της. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-6-2006 αίτηση του χ1 για αναίρεση της 1922/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης που ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιουνίου 2007. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιουνίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

2 σχόλια:

Αγαπη είπε...

Τι γίνεται με την πατρική περιουσία γυναικός σε δεύτερου γάμο η οποία εχει 2 παιδιά απο προηγούμενο γάμο και αποβιώνει πρώτη , και εν συνεχεία μετά 10 χρόνια αποβιώνει και ο δεύτερος συζυγός της ο οποίος ποτέ δεν διεκδίκησε μερίδιο απο την περιουσία της συζύγου του,(δεν έχει παιδιά μαζί της) έχουν δικαίωμα στο πατρικό περιουσιακό στοιχείο της γυναικός οι συγγενείς του δευτερου συζύγου , (δηλαδή τα ανήψια του) η μόνο τα παιδιά της γυναικός ?

Αγαπη είπε...

Τι γίνεται με την πατρική περιουσία γυναικός σε δεύτερου γάμο η οποία εχει 2 παιδιά απο προηγούμενο γάμο και αποβιώνει πρώτη , και εν συνεχεία μετά 10 χρόνια αποβιώνει και ο δεύτερος συζυγός της ο οποίος ποτέ δεν διεκδίκησε μερίδιο απο την περιουσία της συζύγου του,(δεν έχει παιδιά μαζί της) έχουν δικαίωμα στο πατρικό περιουσιακό στοιχείο της γυναικός οι συγγενείς του δευτερου συζύγου , (δηλαδή τα ανήψια του) η μόνο τα παιδιά της γυναικός ?