Η νομή
Ένας αγρότης υπερασπίζεται τη νομή του στο αγροτεμάχιό του που προσβάλλεται
Νομή πράγματος είναι η φυσική εξουσία που ασκείται επάνω στο πράγμα από πρόσωπο που ενεργεί με διάνοια κυρίου, η χρησιμοποίηση δηλαδή ..
κάποιου πράγματος από τον νομέα με ταυτόχρονη θέλησή του να ασκεί σε αυτό διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσία, ίδια με αυτή που θα είχε εάν ήταν κύριος του πράγματος.
Σύμφωνα με τη με αριθμό 3016/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «για την απόκτηση της νομής επί πράγματος απαιτείται αφενός μεν βούληση του αποκτώντος να εξουσιάζει το πράγμα ως κύριος, αφετέρου δε φυσική εξουσία στο πράγμα. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των στοιχείων αυτών, είναι δημιουργική του μη εμπραγμάτου δικαιώματος της νομής. Η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του κατέχοντος να κατέχει και εξουσιάζει το πράγμα κατά τρόπο διαρκή, απεριόριστο και αποκλειστικά. Εκδηλώνεται δε με πράξεις επί του πράγματος που αρμόζουν στον κύριο αυτού. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο της νομής (βούληση) υπάρχει μόνο κατοχή η οποία κατά κανόνα ασκείται στο όνομα και για λογαριασμό του κυρίου, δυνάμει ενοχικής σχέσεως ισχυρής ή όχι (ΑΠ 1025/02 Ε.Δ. 43.1680).»
Με ποιες πράξεις εκδηλώνεται η νομή;
Πράξεις νομής είναι οι υλικές πράξεις που κάνουν έκδηλη προς τους τρίτους την εξουσία του νομέα στο πράγμα. Ενδεικτικά αναφέρονται ως πράξεις νομής: η εκμίσθωση ακινήτου, η περίφραξη οικοπέδου, η καλλιέργεια αγροτεμαχίου, η δενδροφύτευση, κλπ.
Σύμφωνα με τη με αριθμό 1798/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου: «Ως πράξεις νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η επίσκεψη, η επίβλεψη και εποπτεία τούτου και των ορίων του από τυχόν καταπατήσεις, ο καθαρισμός αυτού, ως και οι καταμετρήσεις και η σύνταξη διαγραμμάτων.»
Πότε αρχίζει να έχει κάποιος τη νομή ενός πράγματος;
Από τη στιγμή που εκδηλώνεται ως άνω φυσική εξουσία στο πράγμα με διάνοια κυρίου, θεωρείται ότι αποκτάται και η νομή του πράγματος.
Διακρίσεις της νομής
Η νομή διακρίνεται σε πρωτότυπη και παράγωγη. Πρωτότυπη νομή έχουμε όταν ξεκινούν να συντρέχουν στο πρόσωπο του νομέα η φυσική εξουσία στο πράγμα με τη διάνοια κυρίου. Τότε ο νομέας αποκτά στο πράγμα νέα νομή που είναι ανεξάρτητη από άλλες που τυχόν προϋφίσταντο πριν τη δική του. Παράγωγη νομή υπάρχει όταν παραδίδεται αυτή από τον προηγούμενο νομέα με τη θέλησή του στον επόμενο νομέα. Η νομή δηλαδή μπορεί να μεταβιβαστεί από τον ένα νομέα στον επόμενο.
Σύμφωνα με τη με αριθμό 572/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου: «κατά τη διάταξη του άρθρου 976 εδ.α'του ΑΚ, σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει παράγωγο τρόπο κτήσης της νομής, με ειδική διαδοχή, η οποία συντελείται με απλή παράδοση της νομής, σύμφωνα με τη βούληση του μέχρι της μεταβιβάσεως νομέα (Α.Π.1605/1992), προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την κτήση της νομής με παράδοση είναι :α) Η ύπαρξη της ιδιότητας του νομέα κατά το χρόνο παράδοσης της νομής, σ' αυτόν που μεταβιβάζει τη νομή β) η κτήση της φυσικής εξουσίας του πράγματος από τον αποκτώντα και γ) η μετάθεση της φυσικής εξουσίας από τον μέχρι τώρα νομέα στον αποκτώντα να γίνεται με τη θέληση και των δύο, δηλαδή και αυτού που μεταβιβάζει τη νομή. Αν τη μεταβίβαση της νομής επιχειρεί, χωρίς τη γνώση του νομέα, εκείνος που κατέχει το πράγμα στο όνομα αυτού, ο λήπτης, εφόσον πρόκειται για κινητό πράγμα, αποκτά παράγωγη νομή, η οποία όμως μπορεί να είναι επιλήψιμη, οπότε μπορεί να εναχθεί από το νομέα με την αγωγή περί αποβολής από τη νομή (άρθρα 984, 1036 παρ.2 ΑΚ).»
Απώλεια της νομής
Η νομή χάνεται ότι εκλείψουν το ένα από τα δύο ή ακόμη και τα δύο στοιχεία που τη συνιστούν, δηλαδή η φυσική εξουσία στο πράγμα και η διάνοια κυρίου. Αυτό μπορεί σε συμβεί είτε εκούσια, όταν ο νομέας εγκαταλείψει τη νομή, είτε ακούσια, όταν ο νομέας χάσει τη νομή από κάποιον άλλο. Η νομή δεν χάνεται πάντως με το θάνατο του νομέα, αλλά κληρονομείται στους νόμιμους κληρονόμους του.
Αποβολή από τη νομή – Διατάραξη της νομής
Η νομή προσβάλλεται είτε με αποβολή, είτε με διατάραξη. Η διάκριση αυτή έχει σημασία για την προστασία της νομής αλλά παράλληλα και για τη ρύθμιση της προστασίας της ιδιαίτερης μορφής, της συννομής (ΑΚ 994). Πρέπει επομένως να προσδιοριστούν αυτά τα εννοιολογικά στοιχεία της προσβολής.
Αποβολή είναι κάθε πράξη που συνεπάγεται για το νομέα ολική ή μερική απώλεια της νομής του. Χαρακτηριστικό της αποβολής είναι, ότι ο μέχρι τώρα νομέως χάνει πλήρως τη φυσική εξουσία επάνω στο πράγμα ή σε μέρος αυτού.
Διατάραξη είναι κάθε παρεμπόδιση ή παρακώλυση της φυσικής εξουσίας επάνω στο πράγμα που δε φτάνει μέχρι την αποβολή. Αποτελεί μερική προσβολή της νομής, γιατί ο νομέας δεν στερείται πλήρως τη φυσική εξουσία αλλά παρακωλύεται σε κάποια από τις εκδηλώσεις της, δηλαδή σε κάποια από τις χρησιμότητες του πράγματος.
Προσβολή της νομής από συννομέα
Όταν τον συννομέα προσβάλλει κάποιος από τους άλλους συννομείς, "τότε δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα. Δηλαδή πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αποβολής και διαταράξεως. Αν η προσβολή συνίσταται σε ολική ή μερική αποβολή, αυτός που προσβλήθηκε έχει κατά του συννομέα που τον προσέλαβε το δικαίωμα αυτοδικίας (ΑΚ 985 παρ. 3), την αγωγή της αποβολής και ασφαλώς τη δυνατότητα αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (Κ.Πολ.Δικ. 733-734). Αν όμως η προσβολή συνίσταται απλώς σε διατάραξη, τότε ο νόμος αποκλείει την προστασία της νομής (αυτοδύναμη και ένδικη) και αφήνει να επιλυθεί η διαφορά η διαφορά με βάση την εσωτερική σχέση μεταξύ των συννομέων (ΑΠ 604/1964 ΝοΒ 13.302). Η απαγόρευση της ΑΚ 994 εδ. 2 αφορά αποκλειστικά την αυτοδύναμη και ένδικη προστασία της νομής. Άρα δεν περιλαμβάνει την αυτοπροστασία κατά τις γενικές διατάξεις (ΑΚ 282, 284), την αξίωση αποζημιώσεως και την προσφυγή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Κ.Πολ.Δικ. 731-732).
Ειδικά για τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων διδάσκεται ότι δεν αποτελεί ένδικη άσκηση μιας διαφορετικής ουσιαστικής αξιώσεως που τείνει στη ρύθμιση της καταστάσεως που προέκυψε από την προσβολή της νομής (Γεωργιάδης Εμπράγματο δίκαιο παρ. 30 σελ. 213, Μπαλής παρ. 13, σελ. 43).
Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είναι η συνδρομή της επείγουσας περιπτώσεως (Κ.Πολ.Δικ. 682 παρ. 1). Ειδικότερα σε περίπτωση προσβολής της νομής με διατάραξη ή αποβολή, υφίσταται επείγουσα περίπτωση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων όταν η πρόοδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιώδη βλάβη, οποιασδήποτε εκτάσεως, στην υλική φύση του αντικειμένου (Ειρ. Φλωρ. 30/1972 Αρχ. Ν. ΚΓ' 419, Ειρ. Ηρ. 66/1979 Δ 10.439 και σχόλια κάτω από αυτή, μελέτη Π. Τζίφρα ΝοΒ 19.1192).
Προστασία της νομής: Αγωγή λόγω αποβολής από τη νομή
Σύμφωνα με το άρθρο 987 του Αστικού Κώδικα: «Ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της απ' αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Ασκείται δηλαδή σε αυτήν την περίπτωση η αγωγή αποβολής του 987 Α.Κ., με την οποία ο νομέας που αποβλήθηκε από τη νομή παρά τη θέλησή του και παράνομα, ζητά από αυτόν που νέμεται την νομή επιλήψιμα απέναντί του την απόδοσή της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ. α', 984 § 1 εδ. β' και 987 εδ. α' ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής περί προστασίας της νομής λόγω αποβολής από τη νομή ακινήτου είναι, εκτός των άλλων:
α) ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου και δη απέκτησε και κατείχε με διάνοια κυρίου και εξουσίαζε ως κύριος το επίδικο ακίνητο κατά το χρόνο της αποβολής, χωρίς να ενδιαφέρει πόσο χρόνο νωρίτερα ο ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο και πότε άρχισε να το νέμεται (ΑΠ 1417/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1368/1996 ΕλΔ 38.1127, ΑΠ 1202/1993 ΕλΔ 36.187, ΕφΑΘ 9630/ 2002 ΕλΔ 45.586, ΕφΑΘ 5578/2005, ΕφΑΘ 2732/ 2005)
β) η παράνομη και χωρίς τη θέληση του προσβολή της νομής με την αποβολή (ΑΠ 1417/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1368/1996 ο.π., ΑΠ 1202/ 1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΑΘ 5578/2005 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π.)
γ) η περιγραφή του επίδικου ακινήτου (ΑΠ 1417/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ΕλΔ 37.1427, ΕφΑΘ 5509/2006, ΕφΑΘ 5578/2005 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π.), με προσδιορισμό του είδους, της έκτασης, της θέσης και των ορίων του, ώστε αυτό να εξατομικεύεται πλήρως και να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητα του (ΑΠ 2002/2006, ΑΠ 712/1993 ΕλΔ 36.93, ΑΠ 1614/1980 ΝοΒ 29.1053, ΑΠ 559/1979 ΝοΒ 27.1598, ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π., ΕφΑΘ 2732/2005 ο.π., ΕφΠειρ 239/1998 ΕλΔ 39.887, ΕφΠειρ 330/1995 ο.π., Εφθεσ 2076/1990 Αρμ 44.631, ΕφΑΘ 3690/1985 ΕλΔ 26.1173), και εφόσον πρόκειται για αποβολή από τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, με προσδιορισμό της θέσης αυτού στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του (ΑΠ 2002/2006 ο.π., ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π., ΕφΠειρ 239/1998 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.), χωρίς παραπομπή σε σχεδιάγραμμα, εκτός αν αυτό ενσωματώνεται στο δικόγραφο (ΑΠ 2002/2006 ο.π., ΑΠ 712/1993 ο.π., ΕφΑΘ 5509/2006 ο.π.).
Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα, ο οποίος ταυτόχρονα με την απώλεια της νομής του ενάγοντος μετά την εκβολή του, απέκτησε νομή επί αυτού την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 1260/1998 ΕλΔ 40.66, ΑΠ 1202/1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.) ενώ αίτημα της αγωγής αυτής είναι η απόδοση της νομής (ΑΠ 1417/2002 ο.π., ΑΠ 1260/1998 ο.π., ΑΠ 1202/1993 ο.π., ΕφΑΘ 9630/2002 ο.π., ΕφΠειρ 330/1995 ο.π.), αφού σκοπός της αγωγής είναι η αποκατάσταση της νομής που έχει αφαιρεθεί, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η άσκηση της απλής αναγνωριστικής αγωγής σε περίπτωση απλής αμφισβήτησης της νομής που είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής των αγωγών περί νομής (λόγω αποβολής ή διατάραξης) (ΑΠ 1417/2002 Ο.Π., ΑΠ 324/2002 ΕλΔ 44.184, ΑΠ 1058/1996 ΕλΔ 38.1836).
Όπως προαναφέρθηκε, προσβολή της νομής με αποβολή αποτελεί η εκ μέρους του προσβολέα παράνομη εκβολή του νομέα από τη νομή του πράγματος και αντίστοιχη απώλεια της εν λόγω νομής από αυτόν και ταυτόχρονα απόκτηση της νομής από τον προσβολέα, την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής. Η εν λόγω δε αγωγή διαφέρει από την αγωγή προσβολής της νομής λόγω διατάραξης, που είναι η εκ μέρους του προσβολέα παράνομη παρενόχληση στην άσκηση της νομής, την οποία ο ενάγων είχε, τόσο κατά το χρόνο της προσβολής, όσο και κατά το χρόνο της άσκησης της αγωγής, που δε φθάνει (η διατάραξη) μέχρι την αποβολή και έχει αίτημα την άρση της διατάραξης και την παράλειψη της στο μέλλον και αυτά είναι και τα στοιχεία της αγωγής αυτής (ΑΠ 864/2005 ΕλΔ 49.184, ΑΠ 1260/1998 ο.π„ ΑΠ 1360/1996 ΕλΔ 38.1837, ΑΠ 52/1999 ΕλΔ 40.628), ενώ οι κατά τα προαναφερόμενα έννοιες της αποβολής και της διατάραξης είναι διαφορετικές μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση θα κριθεί αν κάποια πράξη εκ μέρους του προσβολέα συνιστά αποβολή ή διατάραξη (ΑΠ 1260/1998 ο.π.).
Σύμφωνα με τη με αριθμό 197/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 § 1 εδ. β΄, 987 εδ. α΄ και 989 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι η προσβολή της νομής αν είναι παράνομη και γίνεται χωρίς τη θέληση του νομέα παρέχει στον τελευταίο αγωγή που τείνει σε αποκατάσταση της πριν από την προσβολή κατάστασης. Προσβολή της νομής αποτελεί κάθε θετική πράξη ή παράλειψη του προσβολέα που επάγει είτε αποβολή του νομέα από τη νομή, είτε διατάραξή του στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 306/2004 ΕλλΔνη 2004. 1423). Ειδικότερα, από το άρθρο 987 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσης αγωγής αποβολής από τη νομή είναι ότι ο ενάγων είχε τη νομή του επιδίκου ακινήτου κατά το χρόνο της αποβολής και προσβολής της νομής παράνομα και χωρίς τη θέλησή του, ενώ είναι αδιάφορο πόσο χρόνο πριν ο ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο και πότε άρχισε να το νέμεται. Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα, ο οποίος ταυτόχρονα με την απώλεια της νομής του ενάγοντος απέκτησε επιλήψιμα νομή στο πράγμα, την οποία διατηρεί κατά την άσκηση της αγωγής, αίτημα δε αυτής είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε απόδοση της νομής του πράγματος στον εναγόμενο (ΑΠ 1260/1998 ΕλλΔνη 1999. 66, ΕφΑθ 9630/2002 ΕλλΔνη 2004. 587). Αντίστοιχα, από το άρθρο 989 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της αγωγής διατάραξης της νομής είναι η νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της διατάραξης και επίδοσης της αγωγής και η προσβολή αυτής από τον εναγόμενο με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα ενάγοντος. Διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σε αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του. Θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει και όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 1717/2006 ΕλλΔνη 2007. 184). Η σχετική αγωγή στρέφεται κατά του προσβολέα και το αίτημά της είναι να καταδικαστεί ο εναγόμενος να παύσει τη διατάραξη, εφόσον αυτή συνεχίζεται κατά την άσκηση της αγωγής, και να παραλείψει τη διατάραξη στο μέλλον. Οι κατά τα ανωτέρω αποβολή και διατάραξη είναι έννοιες διαφορετικές μεταξύ τους και το κατά πόσο συντρέχει η μία ή η άλλη κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με τα προεκτιθέμενα κριτήρια (ΑΠ 1260/1998 ό.π.).»
Προστασία της νομής: Αγωγή λόγω διατάραξης της νομής
Σύμφωνα με το άρθρο 989 του Αστικού Κώδικα: «Ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται». Με την αγωγή διατάραξης δηλαδή ο νομέας που διαταράχθηκε η νομή του παράνομα και χωρίς τη θέλησή του αξιώνει από αυτόν που του προσέβαλλε τη νομή την παύση της διατάραξης και την παράλειψή της στο μέλλον.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 984 εδάφ. α' και 989 εδάφ. α' του ΑΚ, στοιχεία της αγωγής διατάραξης της νομής είναι η νομή του ενάγοντος στο πράγμα κατά το χρόνο της διατάραξης και της επίδοσης της αγωγής και η προσβολή αυτής από τον εναγόμενο με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα ενάγοντος. Διατάραξη της νομής, η οποία υπάρχει όταν δεν αποβάλλεται ο νομέας από το πράγμα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη νομή του σ' αυτό, συνιστά κάθε θετική πράξη ή παράλειψη που αποτελεί παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του.
Θετικά εκδηλώνεται ή διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει και όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του.
Κατά το άρθρο 992 Α.Κ. οι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη της νομής παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη. Η ενιαύσια αυτή παραγραφή των αξιώσεων του νομέα από την αποβολή ή τη διατάραξη υπόκειται σε διακοπή για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα 261 - 263, 264, 270 του Α.Κ.
Προσωρινή προστασία της νομής με ασφαλιστικά μέτρα
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 παρ.1 και 690 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε κάθε είδους περί νομής ή κατοχής υποθέσεις (άρθρο 733, 734 ΚΠολΔ), απαραίτητη προϋπόθεση είναι εκτός των άλλων και η πιθανολόγηση επείγουσας περιπτώσεως ή αποτροπής επικειμένου κινδύνου. Ειδικότερα κατά την προσβολή της νομής με διατάραξη ή αποβολή, υφίσταται επείγουσα περίπτωση όταν καθίσταται αναγκαίο να ρυθμιστεί άμεσα αυτή δια δικαστικής παρεμβάσεως, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να επιφέρει ουσιαστική βλάβη οποιασδήποτε εκτάσεως στην υλική φύση του αντικειμένου, επικείμενος δε κίνδυνος υπάρχει όταν η απειλούμενη βλάβη από στιγμή σε στιγμή επικρέμεται επί του πράγματος ή των διαδίκων, με την έννοια ότι αυτός είναι στο αντικείμενο της νομής ή στα διάδικα μέρη, δηλαδή δεν αρκεί να είναι απλώς ενδεχόμενος, αλλά πρέπει να επίκειται βλάβη που να δημιουργεί την έννοια του κινδύνου, οπότε και πρέπει να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για αποτροπή της βλάβης (βλ. Ασφ. Μέτρα Π. Τζίφρα εκδ. 1980 σελ. 11, 12, Ν. Βερβεσός Δίκη 2 σελ. 530 επ., Μητσόπουλος «Η πιθανολόγηση» κ.λ.π. σελ. 70-73, ΑΠ 127/1993 ΝοΒ 21/884, ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18/1147, Ειρ.Πυρ. 100/73 Δνη 1973 σελ. 556). Στην έννοια του επικειμένου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, που θα πρέπει να καθορίζεται απαραίτητα στην αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ΜπρΠειρ. 1020/78 Δ 9/339, Μπέη Πολ. Δικ. τεύχος 24 σελ. 87 αριθμ.5), γίνεται δεκτό ότι δεν περιλαμβάνεται και ο κίνδυνος συγκρούσεων και διαπληκτισμών μεταξύ των διαδίκων (βλ. ΑΠ 127/73 ΝοΒ 21.890, Πολ.Πρωτ.Βόλου 278/1990 ΑρχΝ ΜΓ.268, Π.Πρ.Λαρ. 67/1999 ΑρχΝ 2000 σελ. 546, Μπέη ΚΠολΔ άρθρο 689 παρ. 42 σελ. 31). Η άποψη αυτή στηρίζεται αφενός στο ότι από τέτοιο κίνδυνο δεν είναι δυνατόν να επέλθει βλάβη ή ματαίωση του επιδίκου δικαιώματος και αφετέρου στο ότι η στη νομολογία κρατούσα αντίληψη θεωρεί την προσωρινή ρύθμιση της νομής στο πλαίσιο του άρθρου 734 ΚΠολΔ, ως ασφαλιστικό και όχι ως αστυνομικό μέτρο, που σαν τέτοιο, κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, διατασσόταν για αποτροπή κινδύνου συγκρούσεων μεταξύ των διαδίκων (Ράμμος Στοιχεία ΙΙΙ παρ. 14 σελ. 68, Ειρ.Πειρ. 207/73 Δ 5/258, Ειρ.Ηρ. 66/79 Δ. 10/439, Ειρ.Λαρ. 2058/72 Αρχ.Ν ΚΓ.909). Η δε ύπαρξη ή όχι επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου προς αποτροπή των οποίων ζητείται να διαταχθεί ασφαλιστικό μέτρο εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 422/70 ΝοΒ 18/1197).
Αντιποίηση της νομής από μισθωτή
Κατά την επικρατούσα στην νομολογία άποψη ο νομέας για να εγείρει την εκ του άρθρου 987 του Α.Κ. αγωγή, λόγω αποβολής από την νομή κατά του κατόχου-μισθωτή απαιτείται όπως ο κάτοχος εκδηλώσει εναντίον του νομέα την βούληση να αντιποιηθεί την νομή. Τούτο ιδίως συμβαίνει όταν λυθεί από κάποιο λόγο η μίσθωση και ο μισθωτής αρνείται την απόδοση του μισθίου, ισχυριζόμενος ότι έχει ίδιο δικαίωμα επί αυτού. Προφανώς δεν υπάρχουν οι όροι της αποβολής και δεν χωρεί συνεπώς η αγωγή του άρθρου 987 του Α.Κ. ούτε αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατά του κατόχου μισθωτού, όταν αυτός αρνείται την απόδοση, χωρίς όμως η άρνηση του αυτή να συνιστά αντιποίηση της νομής του αντιπροσωπευόμενου, αλλά όταν ισχυρίζεται ότι δεν λύθηκε η μίσθωση, οπότε η αγωγή του άρθρου 987 του Α.Κ, καθώς και η αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, πρέπει να απορριφθούν διότι δεν συντρέχουν οι όροι του νόμου (998 Α.Κ.) και ο εκμισθωτής πρέπει να ασκήσει την αγωγή από την σύμβαση της μίσθωσης για να επιτύχει την απόδοση του μισθίου (βλ. Ολ. Α.Π. 104/1952, Αρχ Νομ. Γ', 22, Πρωτ. Bερ. 110/1983, ΝοΒ 1983, 858 επ. Ειρ. Σπάρτης, 58/1978 ΝοΒ 1990, σελ. 1477 επ., Ειρ. Αθ. 1349/1980, Αρχ. Νομ. 1981, 92 επ., Μπαλή Εμπρ. Δ. Παράγραφος 28 περ. 4 έκδοση Δ', Χ. Παπαδάκη αγωγές απόδοσης μισθίου έκδοση 1990, περ. 625 - 629). Εννοείται όμως ότι η επίκληση της μίσθωσης και η αμφισβήτηαη της λύσης ή όχι της σύμβασης πρέπει να είναι ευλογοφανής γιατί εάν είναι καταφανώς αστήρικτη, θα πρόκειται για συγκαλυμμένη αντιποίηση της νομής η οποία αν αποδεικνύεται θα συνεπάγεται την παραδοχή της αγωγής εκ της νομής ή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Ολ. Α.Π. 104/1952, ο.π., Εφ.Αθ. 1670/78, ΝοΒ 26, 1377, Ειρ. Αθ. 1349/1980 ο.π., Γεωργιάδης - Σταθόπουλος αστικός κώδικας άρθρο 998, περ. 4, Χ. Παπαδάκη αγωγές απόδοσης μισθίου, περ. 630).
Απόδοση της νομής ως αδικαιολόγητο πλουτισμό
Η νομή δεν είναι μόνο φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) εκείνου που την απέκτησε, αλλά αποτελεί και περιουσιακό στοιχείο που προσπορίζει ωφέλεια στον αποκτώντα και συνεπώς αν η κτήση της νομής γίνει χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου ο αποκτών υπόκειται στην ενοχική αξίωση προς απόδοση αυτής ως αδικαιολόγητου πλουτισμού. Προϋποθέσεις για την κατά νόμο θεμελίωση της σχετικής, από το άρθρο 904 ΑΚ, αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτήν ζητείται η απόδοση της νομής μετά την ετήσια παραγραφή των από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου κώδικα ενδίκων βοηθημάτων προστασίας της νομής έναντι αποβολής ή διατάραξης, είναι η ύπαρξη της νομής του ενάγοντος κατά το χρόνο της απώλειάς της και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επιδίκου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιώτερος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος.
Σύμφωνα με τη με αριθμό 207/2008 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου: «Εξάλλου, για να είναι νόμιμη η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όταν με αυτή ζητείται η απόδοση της νομής, μετά την παραγραφή των αξιώσεων των ένδικων βοηθημάτων από τα άρθρα 987 και 989 του ίδιου Κώδικα, απαιτείται η ύπαρξη της νομής του ενάγοντος κατά τον χρόνο που αυτός την απώλεσε και η από τον εναγόμενο κατάληψη και κατοχή του επίδικου ακινήτου, ο οποίος έτσι έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερος, ενώ αίτημα της είναι η αποβολή του εναγομένου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στη νομή του ακινήτου κατά τον χρόνο της επίδοσης της αγωγής, και η απόδοση της νομής στον ενάγοντα. Η εν λόγω αγωγή δεν αποτελεί ένδικο βοήθημα προστασίας της νομής, αλλά είναι ενοχική προς απόδοση του πλουτισμού. Η ίδια αγωγή είναι επιβοηθητικής φύσης και γι' αυτό μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία ή άλλη παρόμοια αιτία (ΑΠ 632/2006, ΝΟΜΟΣ).»
Παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας
Κατά τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι η διεκδικητική της κυριότητος αγωγή υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, που αρχίζει, αφού πρόκειται για αξίωση απορρέουσα από το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητας, από την κατάληψη του πράγματος, με την οποία και προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας, με τη δημιουργία πραγματικής καταστάσεως αντιτιθεμένης σ' αυτό, οπότε και γεννάται η σχετική αξίωση και είναι αυτή επιδιώξιμη. Τέτοια προσβολή δεν υπάρχει αν έγινε η κατάληψη και κατοχή του πράγματος, με βάση έννομη σχέση (ενοχική ή εμπράγματη), που παρέχει, έναντι του ενάγοντος ιδιοκτήτη ή του δικαιοπαρόχου του, δικαίωμα νομής ή κατοχής του επιδίκου, παρά μόνο από τη λήξη της παραπάνω σχέσεως ή και πριν από αυτή, εφόσον ο κατέχων επ' ονόματι και για λογαριασμό άλλου αντιποιηθεί τη νομή τούτου, νεμόμενος πλέον, καθ' υπέρβαση του παραχωρηθέντος σ' αυτόν δικαιώματος, για δικό του λογαριασμό. Τούτο, όμως, ισχύει όταν η έννομη σχέση συνδέει τον κύριο του επιδίκου ή τον δικαιοπάροχο του με τον νομέα αυτού και όχι τον τελευταίο με κάποιο τρίτο. Εξάλλου η σχέση, που συνδέει τους μελλοντικούς πωλητή και αγοραστή ενός ακινήτου, δυνάμει της οποίας παραδίδεται στον αγοραστή η νομή του ακινήτου από την υπογραφή του προσυμφώνου, δεν παύει υφισταμένη με την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου αγοραπωλησίας, οπότε (και μετά βεβαίως τη σχετική μεταγραφή) μεταβιβάζεται και η κυριότητα του ακινήτου στον μέχρι τότε νομέα του. Τέλος το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας παραμένει και μετά την παραγραφή της εμπράγματης αξιώσεως, πλην όμως τούτο έχει σημασία μόνο για την τυχόν μελλοντική δίκη του κυρίου με τρίτο (που δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο) και όχι με τον νομέα του ακινήτου, η κατά του οποίου αξίωση του κυρίου για απόδοση του ακινήτου έχει παραγραφεί και έναντι του οποίου δεν έχει έννομο συμφέρον ο ενάγων προς αναγνώριση απλώς της κυριότητας του.
Μεταβίβαση της νομής στους κληρονόμους
Από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 983, 1051, 1872 παρ. 1, 1846 ΑΚ συνάγεται, ότι με τον θάνατο του κληρονομουμένου η νομή ακινήτου που είχε αυτός μεταβιβάζεται στον κληρονόμο και χωρίς αποδοχή της κληρονομιάς και μεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονομητηρίου.
Σύμφωνα με τη με αριθμό 5117/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών: «Από τη διάταξη του άρθρου 983 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα", συνάγεται ότι ο κληρονόμος και χωρίς να αποκτήσει φυσική εξουσία στα ενσώματα αντικείμενα της κληρονομιάς ή να γνωρίζει την επαγωγή ή την ταυτότητα των κληρονομιαίων, θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως νομέας αυτών, διαδεχόμενος έτσι στη νομή τη θέση του κληρονομούμενου και ως εκ τούτου δυνάμενος να ασκήσει και τις περί νομής αγωγές (αρθρ. 984 ΑΚ). Για να αποκτήσει ο κληρονόμος και φυσική εξουσία πρέπει να καταλάβει σωματικά το πράγμα. Άρα το νόημα της άνω διάταξης του άρθρου 983 ΑΚ, είναι ότι στον κληρονόμο μεταβιβάζεται το δικαίωμα νομής, δυνάμει του οποίου μπορεί πλέον αυτός να επιληφθεί του πράγματος και να ιδρύσει νέα, τη δική φυσική εξουσία (ΑΠ 1526/06 Δνη 2006, 1434, ΑΠ 202/05 Δνη 2005, 503, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος - Αστ. Κώδιξ, αρθρ. 983 αρ. 1, 2, 3, 7, 8).
Εάν τρίτος επιληφθεί της νομής κληρονομιαίου πράγματος πριν ή ο κληρονόμος επιληφθεί αυτού (μετά το θάνατο του κληρονομουμένου), τότε αυτός μεν (τρίτος) αποκτά τη νομή ο δε κληρονόμος θεωρείται ως απολέσας αυτήν και έχει κατά του τρίτου την περί αποβολής από τη νομή αγωγή (όπως θα είχε και ο κληρονομούμενος εάν ζούσε). (ΕΘεσ. 1242/88 Αρμ. 1988, 1205 - Μπαλής, Εμπρ. Δίκαιο, άρθρο 983 παρ. 4.). Εάν όμως ο κληρονόμος επιχειρήσει την εκ νέου ανάκτηση της νομής αυτογνωμόνως και χωρίς, τη θέληση του εν τω μεταξύ καταστάντος νομέως τρίτου, προσβάλλει παρανόμως την κτηθείσα απ' αυτόν νομή, εκτός αν ο τρίτος είχε αποκτήσει επιληψίμως παρ' αυτού εντός του τελευταίου έτους κατ' άρθρο 988 ΑΚ.»
ΠΗΗ:http://www.nomikosodigos.info/Συντάχθηκε από τον/την Θάνος Ρόζου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου