Αγωγή ακύρωσης διαθήκης
Έτος:2015
Νούμερο:82
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη ..
Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Τ. του Ε., κατοίκου ..., μοναδικού εκ διαθήκης κληρονόμου του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κατσαρό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ρ. συζ. Δ. Μ., θυγ. Ρ. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Γκότη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/10/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/1986 του ίδιου Δικαστηρίου, 941/1986 του Εφετείου Λάρισας και μετά από αίτηση αναίρεσης, η 460/1989 του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 19/11/1990 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας.
Εκδόθηκε η 659/1991 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, 302/1993 του Εφετείου Λάρισας, που ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, το οποίο εξέδωσε την 294/2006 απόφασή του, η οποία επικυρώθηκε με την 181/2008 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Κατόπιν αυτών η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 29/4/2010 αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, επί της οποίας εκδόθηκε η 265/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ.265/2013 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 4, 552 επ. και 564 του ΚΠολΔ. Επομένως η αίτηση είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος - παππούς του Β. Τ., που απεβίωσε την 10-12-2000 και κληρονομήθηκε με διαθήκη από τον αναιρεσείοντα, εγγονό του από ανεψιό, άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 23-10-1981 αγωγή του με την οποία και ζήτησε να αναγνωρισθεί άκυρη, επειδή δεν είχε γραφεί και υπογραφεί με το χέρι της διαθέτιδας, η από 20-12-1976 ιδιόγραφη διαθήκη της συζύγου του Χ. Τ. που απεβίωσε την 10-6-1978, με την οποία, δημοσιευθείσα νόμιμα και κηρυχθείσα κυρία, η αποβιώσασα κατέλειπε ως μοναδική κληρονόμο της την ήδη αναιρεσίβλητη, ανεψιά της, και όρισε ότι ο σύζυγός της - ενάγων θα είχε εφ'όρου ζωής το δικαίωμα οικήσεως στην αναφερόμενη οικία της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης με την υπ'αριθμ.115/1986 απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, το Εφετείο Λαρίσης όμως, που επελήφθη της υποθέσεως μετά από έφεση του ενάγοντος, με την υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ως άκυρη την επίδικη διαθήκη, για τον αναφερόμενο στην αγωγή ως άνω λόγο. Μετά από αυτά και επειδή η ποινική διαδικασία που είχε αρχίσει κατόπιν μηνύσεως που κατέθεσε η αναιρεσίβλητη κατά του αναιρεσείοντος για πλαστογραφία των κατωτέρω δύο εγγράφων κ.λπ. δεν μπορούσε να συνεχισθεί λόγω παραγραφής των καταγγελθέντων εγκλημάτων, η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 19-11-1990 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστούν πλαστά τα υπ'αριθμ..../1972 και .../1973 ειδικά πληρεξούσια που έφεραν την υπογραφή της διαθέτιδας και στα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, το Εφετείο είχε κυρίως στηρίξει την κρίση του για την ακυρότητα (πλαστότητα) της επίδικης διαθήκης, η αγωγή δε αυτή έγινε εν τέλει δεκτή με την υπ'αριθμ.181/2008 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, με την οποία και αναγνωρίστηκε ότι τα ειρημένα έγγραφα συγκριτικά στοιχεία (ειδικά πληρεξούσια) ήταν πλαστά και δεν είχαν υπογραφεί από τη διαθέτιδα. Μετά την τελευταία αυτή απόφαση η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Εφετείο Λαρίσης την από 27-4-2010 αίτηση για αναψηλάφηση της προαναφερθείσης υπ'αριθμ.941/1986 αποφάσεως του ίδιου Εφετείου με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, επί της αναψηλαφήσεως δε αυτής εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ.265/2013 απόφαση του Εφετείου, με την οποία και έγινε δεκτή η αναψηλάφηση, εξαφανίστηκε η προσβληθείσα υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, με επικύρωση της πρωτόδικης υπ'αριθμ.115/1986 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, που είχε κρίνει ομοίως, κατά τα προεκτεθέντα.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ.6 και 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναψηλάφηση επιτρέπεται και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε εκτός των άλλων και σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστότητα αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που εκδίδεται επί σχετικής αγωγής, αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η προθεσμία δε για την άσκηση της αναψηλαφήσεως στην περίπτωση αυτή είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης των ποινικών ή των πολιτικών δικαστηρίων, που όμως δεν αρχίζει πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την έννοια δε της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, για τη θεμελίωση του ανωτέρω λόγου αναψηλαφήσεως πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πλαστό έγγραφο είχε αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Μπορεί επομένως η απόφαση να στηρίζεται και σε άλλα αποδεικτικά μέσα, πρέπει όμως το πλαστό έγγραφο να στηρίζει την απόφαση αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία όμως, χωρίς την ύπαρξη του πλαστού, δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν την απόφαση. Εξάλλου η κατά το άρθρο 307 παρ.1 του ΚΠολΔ επανάληψη της συζητήσεως λόγω αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως μετά το τέλος της συζήτησης και η κατά την επανάληψη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης (αρχικής) συζητήσεως, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται κατάθεση νέων προτάσεων κατά την νέα συζήτηση, οι δε κατατεθείσες εμπροθέσμως προτάσεις κατά την αρχική συζήτηση να θεωρούνται ως εμπροθέσμως κατατεθείσες στην κατά την επανάληψη συζήτηση. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε α)ότι η ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αφού ασκήθηκε στην ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ, και β)ότι κατά τη συζήτηση της αναψηλάφησης που έγινε την 22-3-2013, κατόπιν επαναλήψεως της συζητήσεως που είχε γίνει την 16-9-2011, επειδή δεν εκδόθηκε απόφαση μετά τη συζήτηση αυτή (της 16-9-2011) λόγω αδυναμίας του εισηγητή να καταρτίσει την εισήγησή του, δεν ήταν απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων, οι δε προτάσεις που είχε καταθέσει εμπροθέσμως η αιτούσα την αναψηλάφηση κατά την αρχική συζήτηση ήταν ισχυρές και για την κατά την επανάληψη συζήτηση (22-3-2013), μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε (το Εφετείο) στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή μη κηρύξεως απαραδέκτου (της αιτήσεως αναψηλαφήσεως και των ειρημένων προτάσεων), και τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους πρώτον και δεύτερο, από την ανωτέρω διάταξη, λόγους του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμα.
IV. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και δημιουργείται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως όταν στο αιτιολογικό της, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα, βάσει των οποίων και έκανε δεκτή την ένδικη αναψηλάφηση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την προσβληθείσα με αυτήν υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του: "Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (το προπαραθέτει όχι αυτολεξεί) είναι σαφέστατο ότι τα υπ'αριθμ..../20-12-1972 και .../28-2-1973 πληρεξούσια (...) για τα οποία κρίθηκε αμετακλήτως με την υπ'αριθμ.294/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (...) ότι οι τεθείσες υπογραφές δεν τέθηκαν από την κληρονομουμένη αλλά από τον σύζυγό της Β.Τ., είχαν αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση, η οποία στηρίχθηκε σ'αυτά. Συνεκτιμήθηκαν βέβαια για την ως άνω κρίση του δικαστηρίου και άλλα αποδεικτικά μέσα, όμως χωρίς την ύπαρξη των ως άνω πλαστών εγγράφων τα υπόλοιπα δεν θα μπορούσαν να τη στηρίξουν αυτοτελώς. Πράγματι τα ως άνω έγγραφα, που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι τα μοναδικά συγκριτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα για την αμφισβήτηση της γραφής και υπογραφής της θανούσας στην από 20-12-1976 διαθήκη. Εξάλλου η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του γραφολόγου Μ.Μ. έγινε βάσει μόνο του ως άνω υπ'αριθμ..../20-12-1972 ειδικού πληρεξουσίου. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης, τα οποία όμως έχουν καθαρά ενισχυτικό ρόλο της βάσης της απόφασης, που πηγάζει από τα ως άνω δύο ειδικά πληρεξούσια και τη διενεργηθείσα βάσει του ενός από αυτά ιδιωτική γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Μ.Μ.". Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, το δικαστήριο δέχθηκε με αυτήν τα εξής: "Από τις καταθέσεις που περιέχονται στη 298/ 1985 Εισηγητική Έκθεση του Δικαστή του Πρωτοδικείου Λάρισας, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, ανάμεσα στα οποία και η από 16.1.1979 ιατρική βεβαίωση του θεραπευτηρίου Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων" και η από 1.3.1979 έγγραφη γνωμοδότηση του επιστήμονα γραφολόγου Μ. Μ. που το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα (390 ΚΠολΔ), και τα οποία δύο τελευταία αποδεικτικά στοιχεία, παρόλο που προσκομίστηκαν και πρωτόδικα, δεν λήφθηκαν καθόλου 'υπόψη από την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στις 10.6.1978, πέθανε στα Φάρσαλα όπου κατοικούσε η Χ. Τ., σύζυγος του ενάγοντος και αδελφή του προαποβιώσαντος πατρός της εναγομένης, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια καρκίνου από την οποία είχε προσβληθεί. Στις 3.11.1978 δημοσιεύεται με τα 190/1978 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η υπό του συμβολαιογράφου Λαμίας Νικολάου Ταξιαρχοπούλου αποσταλείσα στον Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, μέσα σε ανοικτό φάκελο, από 22.12.1976 ιδιόγραφος διαθήκη της αποβιωσάσης, με την οποία καθιστά κληρονόμο της σε όλη την περιουσία της, που αποτελείται από μία οικία τεσσάρων δωματίων μετά του οικοπέδου της, μέσα στο οποίο βρίσκεται και άλλη παληά οικία, και όλων των σκευών οικιακής χρήσεως και του ιματισμού, την εναγομένη ανεψιά της, ενώ στον ενάγοντα σύζυγό της αφήνει το δικαίωμα ιδιοκατοικήσεως εφόρου ζωής του. Ακολούθως, με επιμέλεια της εναγομένης, η ιδιόγραφος αυτή διαθήκη με την 276/22.11.1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κηρύσσεται κυρία. Η διαθήκη παραδόθηκε στον πιό πάνω συμβολαιογράφο Λαμίας για να επιμεληθεί τη δημοσίευσή της, από τη μάρτυρα, αδελφή της αποβιωσάσης, χωρίς όμως να αποδεικνύεται πότε, αφού δε συντάχθηκε καμιά πράξη καταθέσεως της. Ο φάκελος της διαθήκης που είναι με όμοια γραφή με αυτήν, αναφέρει "Ιδιόγραφος διαθήκη Κας Χ. Β. Τ. - Προς κατάθεσην εις Συμβολαιογράφον Κου Ταξιαρχόπουλον Λαμίαν". Το περιεχόμενο της διαθήκης αρχίζει με την επικεφαλίδα "Ιδιόγραφος Διαθήκη της Κας Χ. Τ." και κλείνει με την φράση "Εν Φαρσάλοις τη 20 Δεκεμβρίου 1976. Η συντάξασα Χ. Β. Τ.". Είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και γεμάτη από νομικούς όρους τους οποίους δεν ήταν δυνατό να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου. Πρέπει να έχει αντιγραφεί από σχέδιο που συνέταξε νομικός. Στη γνωμοδότησή του ο γραφολόγος που αναφέρθηκε πιό πάνω, συγκρίνοντας τη γραφή με υπογραφή της αποβιωσάσης στο .../20.12.1972 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Πέτρου Γ. Καραμανώλη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη δεν φέρει την γνήσια υπογραφή και υπογραφή, αλλά ξένου προσώπου. Στις 20.12.1976, που φέρεται να γράφεται η διαθήκη στα Φάρσαλα, αποδεικνύεται ότι η αποβιώσασα νοσηλεύονταν στο θεραπευτήριο "Αγιος Παντελεήμων", στο οποίο μπήκε στις 5.11.76 και βγήκε στις 23.12.1976. Από τον ενάγοντα προσκομίζεται και άλλο ειδικό πληρεξούσιο, το .../28.2.1973 του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Καραμανώλη, στο οποίο υπάρχει όμοια υπογραφή της αποβιωσάσης με εκείνη που έβαλε στο παραπάνω πληρεξούσιο που σύγκρινε ο γραφολόγος. Τα πληρεξούσια αυτά δεν τα αναγνωρίζει η εναγομένη και οι μάρτυρές της. Λένε ότι δεν υπογράφτηκαν από την αποβιώσασα. Αντ' αυτών ισχυρίζονται ότι ένα άλλο δανειστικό συμβόλαιο, το 12933/1972 του συμβολαιογράφου Λάρισας Βασιλείου Νάνου, και μία αίτηση της αποβιωσάσης από 7.11.1970 φέρουν την πραγματική υπογραφή της και η γραφή της διαθήκης είναι όμοια με τις από 2.4.1958 και 14.4.1958 ανυπόγραφες επιστολές και κάτι λέξεις, γραμμένες πάνω σε βεντάλια, τα οποία επικαλείται η εναγομένη ως προερχόμενα από την αποβιώσασα. Όλα αυτά όμως, δεν πα αναγνωρίζει ο ενάγων σαν γνήσια, ισχυρίζεται ότι γράφτηκαν από το ίδιο χέρι που έγραψε τη διαθήκη, με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και προς απόδειξη επικαλείται τα γραφόμενα στο πίσω μέρος μιας καρτ -ποστάλ που έχει γραφτεί από τη μάρτυρα Ε. Δ., της οποίας η γραφή, όπως ισχυρίζεται και καταθέτουν και οι μάρτυρές του, είναι όμοια με τη γραφή της διαθήκης και των πιο πάνω εγγράφων. Βασική μάρτυρας στην προκειμένη δίκη είναι η αδελφή της αποβιωσάσης, Ε. Δ., πού καταθέτει ότι επί παρουσία της η διαθέτιδα άρχισε να γράφει στην Αθήνα, δέκα ημέρες πριν αναχωρήσουν από την κλινική, τη διαθήκη της την οποία τελείωσε στα Φάρσαλα. Όμως δεν εξηγεί γιατί στο τέλος φέρει χρονολογία 20.12.1976, ημέρα κατά την οποία νοσηλεύονταν (μέχρι τις 23.12.76), στην Αθήνα. Εξάλλου και από το κείμενο της διαθήκης δεν προκύπτει ότι αυτή έγινε κατά διαστήματα, διότι είναι συνεχόμενη και με το ίδιο στυλό γραμμένο όλο το κείμενό της. Σε άλλο σημείο της καταθέσεώς της αναφέρει ότι, όταν άρχισε να γράφεται η διαθήκη στην Αθήνα, ο ενάγων βρίσκονταν στα Φάρσαλα και παρά κάτω ότι από την Αθήνα επέστρεψαν μαζί. Πουθενά δεν καταθέτει ότι η διαθέτιδα χρησιμοποίησε σχέδιο από το οποίο αντέγραψε τη διαθήκη, ούτε πότε της παρέδωσε την διαθήκη η αδελφή της να την καταθέσει σε συμβολαιογράφο Λαμίας, ούτε πότε την κατέθεσε, δηλαδή πριν από το θάνατο ή μετά και γιατί, αφού την κατέθεσε, δεν συντάχθηκε έκθεση καταθέσεως από το συμβολαιογράφο. Αντίθετα, ο μάρτυρας του ενάγοντος Α. Μ., αποκλειστικός θεράπων ιατρός της αποβιωσάσης στα Φάρσαλα, καταθέτει ότι, όταν στις αρχές Νοεμβρίου 1976 έστειλε την αποβιώσασα στην Αθήνα, ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, λόγω μεταστάσεων του καρκίνου στον πνεύμονα, τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό, για να τη μεταφέρουν στο αυτοκίνητο την σήκωσαν 3-4 άτομα, είχε θόλωση διανοίας και δεν μπορούσε να γράψει, αλλά και με την βελτίωση που τυχόν θα παρουσίασε στην Αθήνα θα μπορούσε ίσως να γράψει 5-6 σειρές, αλλά όχι όμως να γράψει αυτή τη διαθήκη. Από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται, ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το Δικαστήριο αυτό καταλήγει στην κρίση, ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη...".
Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και ιδίως ότι α)η επίδικη διαθήκη είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και είναι "γεμάτη" από νομικούς όρους, τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα, που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου, β)η ίδια διαθήκη φέρεται να έχει γραφεί και υπογραφεί στα Φάρσαλα την 20-12-1976, ενώ κατά τον χρόνο αυτόν η διαθέτιδα νοσηλευόταν στο θεραπευτήριο Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων" από την 5-11-1976 έως την 23-12-1976, και μάλιστα με πολύ κακή κατάσταση της υγείας της, γ)ο θεράπων ιατρός της θανούσης Α. Μ. κατέθεσε ότι κατά τον χρόνο της εισαγωγής της στο ανωτέρω θεραπευτήριο, η ασθενής ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, με θόλωση της διανοίας, και δεν μπορούσε να γράψει, παρά την όποια βελτίωσή της στο Νοσοκομείο περισσότερο από 5-6 σειρές, όχι όμως και αυτή τη διαθήκη, και δ)ότι καταλήγοντας το Εφετείο αναφέρει "από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα, τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι η επίδικη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη", η προπαρατεθείσα αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης που την οδήγησε στο επίσης προαναφερθέν συμπέρασμα ότι "είναι σαφέστατο, ότι τα αναγνωρισθέντα ως άνω πλαστά πληρεξούσια συμβόλαια ήταν τα μόνα κρίσιμα που στήριξαν την υπ'αριθμ.941/86 απόφαση περί ακυρότητας της διαθήκης και χωρίς τα έγγραφα αυτά τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτοτελώς την απόφαση, είναι (η αιτιολογία) ανεπαρκής σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού το Εφετείο δεν εξηγεί πώς αντιπαρέρχεται τις ανωτέρω παραδοχές, τις οποίες, στηριζόμενες σε άλλα αποδεικτικά μέσα και προφανώς κρίσιμες, φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη, ενώ δεν αναφέρει επίσης ποια είναι τα "διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης" που δέχεται το Εφετείο ότι περιέχονται στην προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ' αριθμ. 941/1986 απόφασή του. Εξαιτίας των ανωτέρω ανεπαρκών αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής εκ μέρους του Εφετείου της διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 544 αρ.6 του ΚΠολΔ που έχει προαναφερθεί, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην έχει νόμιμη βάση κατά την οικεία ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς του. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημά του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου