Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβαση.
- Επί προσβολής της..
νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει μόνον όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά, με δικαστική παρέμβαση. Τέτοια ανάγκη υπάρχει σε περίπτωση που οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, όχι όμως και αν υπάρχει κίνδυνος «διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων» ή κίνδυνος ενσωμάτωσης τμήματος του επιδίκου στην ιδιοκτησία του καθ’ ου, πολλώ δε μάλλον εφόσον δε δημιουργείται μη αναστρέψιμη κατάσταση.
- Σε περίπτωση που σκοπός του αιτούντος είναι η διασφάλιση των εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιμάτων του χωρίς να συντρέχει ο κατά τα άνω επικείμενος κίνδυνος, τα ασφαλιστικα μέτρα είναι απορριπτέα και ο αιτών οφείλει να ακολουθήσει την οδό της τακτικής διαδικασίας.
Διατάξεις:
KΠολΔ: 111, 117, 118, 216, 217, 682, 688,
Αθηνά(Απόσπασμα)
Αριθμός 24/2005
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
.... Από τις διατάξεις των άρθρων 111, 117, 118 αρ. 4, 216 § 1 και 217 ΚΠολΔ (εκ των οποίων τα δύο τελευταία αναφέρονται στην αγωγή, αλλά εφαρμόζονται σε κάθε εισαγωγικό δικόγραφο, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο), προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας, γενικά απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο. Ειδικά για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τη μορφή της παροχής προσωρινής έννομης προστασίας, κατά συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με αυτές των άρθρων 682 παρ.1 και 688 παρ.1 ΚΠολΔ, επιβάλλεται η συνοπτική αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο ή την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση, καθώς και τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις (επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος), που ορίζονται διαζευκτικά και αφορούν διαφορετικές κατηγορίες ασφαλιστικών μέτρων, είναι ουσιαστικές και όχι διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αίτηση αόριστη και, συνεπώς, απαράδεκτη και απορριπτέα. Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση είναι η ύπαρξη επείγουσας ανάγκης να ενεργοποιηθεί προσωρινά η έννομη σχέση, που αποτελεί την κύρια διαφορά. Υπό την έννοια αυτή, επείγουσα περίπτωση νοείται όταν ζητείται η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ).
Επί προσβολής της νομής με αποβολή ή διατάραξη, επείγουσα περίπτωση που καθιστά αναγκαία τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχει όταν απαιτείται να ρυθμιστεί επειγόντως η νομή προσωρινά με δικαστική παρέμβαση, γιατί π.χ. Η πάροδος του χρόνου έως την άσκηση της κύριας αγωγής θα επιφέρει ουσιώδη βλάβη στο αντικείμενο της νομής, καθώς τα ασφαλιστικά μέτρα έχουν χαρακτήρα εξασφαλιστικό του δικαιώματος. Στην έννοια της επείγουσας περίπτωσης δεν περικλείεται και ο κίνδυνος «διαπληκτισμών και ερίδων των διαδίκων», αφού από τον κίνδυνο αυτό δεν μπορεί να επέλθει βλάβη του ασφαλιστέου δικαιώματος. Η συνήθης επίκληση στις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων νομής του κινδύνου διαπληκτισμών και συγκρούσεων αποτελεί νομικά αβάσιμο ισχυρισμό, αφού τα ασφαλιστικά μέτρα δεν αποτελούν αστυνομικό μέτρο, ώστε να δικαιολογείται η λήψη τους από μόνο τον κίνδυνο αυτό (ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 1973.890, ΑΠ 60/1972 ΕΕΝ 39.379, ΕφΑθ 1173/1999 ΕλλΔνη 42.764, ΠολΠρΛαρ 67/1999 ΑρχΝομ 2000.546, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, έκδ. 1996, τόμος Δ΄, άρθ. 682, αριθ.10 επ., Κ. Μπέη, ΠολΔ, άρθρο 689 παρ. 4, αριθ. 2, σελ. 31, Π. Τζίφρα, Ασφαλ. Μέτρα, έκδ. 1976, σελ. 22). Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), έχει την εξουσία να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής, ως στοιχεία αναγόμενα στην προδικασία και αφορώντα τη δημόσια τάξη. Επομένως, στην περίπτωση που η αόριστη αγωγή (ή αίτηση ανάλογα) έγινε δεκτή στον πρώτο βαθμό κατ’ ουσίαν και ο εκκαλών παραπονείται με την έφεσή του για το γεγονός αυτό, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, διαπιστώνοντας με αυτεπάγγελτη έρευνα την αοριστία, εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή (ή την αίτηση) ως αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό προς τούτο παράπονο και χωρίς εξ αυτού να θεωρείται ότι έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα. (ΕφΑθ 190/2000 ΕλλΔνη 41.837, ΕφΘεσ 539/2000 ΔΕΕ 2000.1150, ΕφΘεσ 440/1999 Αρμ ΝΓ.1101, ΕφΘεσ 643/1995 Αρμ ΜΘ.460).
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 66/2004 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βάμου, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της νομής πράγματος (άρθρα 682, 733 και 734 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 18 παρ.2, 495 παρ.1, 511, 518 παρ.2, 532 και 734 παρ.3 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ασκήθηκε πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην εκκαλούσα (βλ. την υπ’ αριθμ. ΧΧΧΧ/2004 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ΧΧΧ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533, 686 επ. και 734 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με το από 8.12.2004 δικόγραφο προσθέτων λόγων που κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την υπ’ αριθμ. ΧΧΧ 2004 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ΧΧΧ), η εκκαλούσα άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι ασκήθηκαν σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμοι (άρθρο 520 ΚΠολΔ). Είναι δε παραδεκτοί, καθόσον αφορά κεφάλαιο της απόφασης που έχει εκκληθεί με την έφεση, διότι το ζήτημα της ύπαρξης ή μη επιλήψιμης νομής της εκκαλούσας επί του επιδίκου αποτελεί το ζήτημα της δίκης για τη νομή. Πρέπει επομένως να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους κατά την ίδια διαδικασία, συνεκδικαζόμενοι με την υπό κρίση έφεση λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Με την από 17.5.2004 (αριθ. καταθ. 55/2004) αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βάμου, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος αφενός δικαίωμα νομής του επί του περιγραφόμενου ακινήτου και αφετέρου παράνομη και αυθαίρετη αποβολή του από αυτό λόγω αντιποίησης της νομής του από την καθ’ ης (ήδη εκκαλούσα), καθώς και επείγουσα περίπτωση, συνιστάμενη στην απειλή διαπληκτισμών και στον κίνδυνο ενσωμάτωσης της επίδικης έκτασης στο ακίνητο της καθ’ ης, ζητούσε να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας της επίδικης εδαφικής λωρίδας, να υποχρεωθεί η καθ’ ης να αποδώσει τη νομή της, να αφαιρέσει το συρματόπλεγμα που έχει τοποθετήσει σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνοντάς την στο δικό της ακίνητο, να παραλείπει κάθε προσβολή στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής της κράτησης και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 66/2004 εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την παραπάνω αίτηση, και αναγνώρισε το αιτούντα προσωρινό νομέα μέρους του επιδίκου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και για έλλειψη επείγουσας περίπτωσης προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ζητεί δε την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η αίτηση. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η εν λόγω αίτηση με το προεκτεθέν περιεχόμενο πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, αφού ο αιτών - εφεσίβλητος δεν επικαλείται με συγκεκριμένα περιστατικά την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, και συγκεκριμένα, δεν επικαλείται επικείμενη βλάβη του επίδικου ακινήτου ή έστω επείγουσα ανάγκη χρήσης του, αλλά μάλλον αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων του (ενοχικών και εμπράγματων) επί αυτού, η οποία ωστόσο μπορεί να επιτευχθεί ασφαλώς με τακτική αγωγή. Εξάλλου, ο κίνδυνος ενσωμάτωσης της επίδικης έκτασης στο ακίνητο της αντιδίκου αποτελεί το αντικείμενο κάθε διαφοράς που αφορά αποβολή από τη νομή, χωρίς να συνιστά επείγουσα κατάσταση που απαιτεί λήψη ασφαλιστικών μέτρων, αφού μάλιστα δεν πρόκειται για μη αναστρέψιμη κατάσταση. Οι διαπληκτισμοί δε και οι συγκρούσεις που επικαλείται, ακόμα και εάν αποτελούν αληθή κατάσταση, δεν συνιστούν κίνδυνο που αφορά το επίδικο ακίνητο κατά την έννοια του άρθρου 682 § 1 ΚΠολΔ, αντίθετα από το προϊσχύον δίκαιο, που η συνδρομή του οριζόταν ρητά στο άρθρο 4 παρ.3 Ν. ΓΨΗΖ 2/1911. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αίτηση, πιθανολογώντας όμως ύστερα από κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση, έκρινε εσφαλμένα, καθόσον η αίτηση ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της παραπάνω αοριστίας της. Για το λόγο αυτό και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα της αοριστίας από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να δικαστεί περαιτέρω και να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση ως αόριστη. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου